Μας «δώρισε» ένα «γαλαξία» από νότες υπέροχες, σμιλεμένες με τη βαθιά ευαισθησία και την υψηλή αισθητική του. Πνεύμα κριτικό και ασυμβίβαστο, που αφουγκράστηκε την ελληνική κοινωνία, τους πόθους και τα πάθη της, ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε πάνω απ' όλα κορυφαίος αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού, ανοίγοντας νέους μουσικούς δρόμους, φωτίζοντας αθέατες «γωνιές», κινητοποιώντας μυαλό και ευαισθησίες.
28+ χρόνια συμπληρώθηκαν
από το «φευγιό» του αλησμόνητου συνθέτη, που σημάδεψε τον ελληνικό μουσικό
πολιτισμό μέσα από ένα βαθιά λαϊκό, πολυσήμαντο και αξεπέραστο έργο. «Λαϊκό» για τον
δημιουργό, όπως έλεγε σε συνέντευξή του στον «Ρ» (27/5/90), «είναι ό,τι ασχολείται με τον άνθρωπο και
προέρχεται από τον άνθρωπο». «Η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό
λειτούργημα», σημείωνε... «Η τέχνη υπάρχει, διότι ανατέμνει τη
λειτουργία του ανθρώπου. Του κινητοποιεί τις ευαισθησίες του. Τις αληθινές του
ευαισθησίες. Οχι τις επικαιρικές. Η τέχνη συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον βοηθά να
αισθανθεί, έστω και για λίγο, προς τα πού πρέπει να τείνει. Η μεγάλη τέχνη
εννοώ».
Ο ίδιος σ' όλη τη ζωή του αντιπαρατέθηκε
στην εμπορευματοποίηση και στον εκχυδαϊσμό της τέχνης και ανεξάρτητα από
τις δηλωμένες πολιτικές απόψεις του αντιτάχθηκε στους κρατούντες, στην όποια
κολακεία και αναρρίχηση. «Όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος,
πάει να πει ότι του μοιάζει και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να
συνηθίσουν τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά», έλεγε. Κι αν σήμερα, στις μαύρες μέρες που περνά ο λαός μας,
ο Μάνος Χατζιδάκις μας λείπει ολοένα και περισσότερο, το έργο του παραμένει
στις καρδιές μας. Θα παραμένει ζωντανό όσο υπάρχουν
άνθρωποι που τραγουδούν τα τραγούδια του και διψούν για ομορφιά και αλήθεια,
που αντιστέκονται στο «τέρας» που μας απειλεί, στο εφήμερο, στο ευτελές, στην
ισοπέδωση.
Μας συντροφεύουν αξεπέραστα έργα του όπως, «Οδός Ονείρων», «Δεκαπέντε
εσπερινοί», «Χαμόγελο της Τζοκόντας», «Ο Μεγάλος Ερωτικός», «Αθανασία»,
«Σκοτεινή μητέρα», «Η εποχή της Μελισσάνθης», «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς»
και τόσα άλλα...
«...στον άσπρο τοίχο το αίμα γίνεται βροχή»
Πολλά και σπουδαία τα
έργα που μας άφησε ο Μάνος -ανάμεσά τους: «Η εποχή της Μελισσάνθης» - καντάτα
για μια ώριμη γυναικεία φωνή, δύο νεανικές ανδρικές, μεικτή και παιδική χορωδία,
ορχήστρα δωματίου και στρατιωτική μπάντα με βασικό μουσικό όργανο το μπουζούκι.
Μια μουσική αυτοβιογραφία βασισμένη σε ποιήματα του συνθέτη, που αναφέρονται
στις πρώτες μετακατοχικές μέρες, καταγράφοντας πολλές πικρές μνήμες.
Η πρώτη σύλληψη του έργου εμφανίζεται το 1965 στην ποιητική συλλογή του συνθέτη
«Μυθολογία», στο ποίημα με τον τίτλο «Μελισσάνθη». Το μουσικό έργο γράφτηκε στη
δεκαετία '70 και πρωτοπαρουσιάστηκε πριν 30 χρόνια με βασική ερμηνεύτρια την
Μαρία Φαραντούρη και τη συμμετοχή των Βασίλη Λέκκα, Γιώργου Μιχαλισλή, Στέλλας
Γαδέδη, της χορωδίας του Τρίτου Προγράμματος και Παιδικής χορωδίας.
Αριστουργηματικά κομμάτια (ορχηστρικά και τραγούδια) απαρτίζουν το έργο: «Η
βροχή», «Το πρόσωπο της νύχτας», «Φοβόμουν μ' έπνιγε η σιωπή», «Στο φίλο μας που
χάσαμε», «Μητέρα κι αδελφή», «Ενα ρολόι στο καπηλειό», «Επιτάφιος», «Το
εμβατήριο της Μελισσάνθης» (συνύπαρξη μπάντας με το μπουζούκι), κ.ά. Κυρίαρχο
όργανο μέσα στα χορωδιακά και σολιστικά μέρη είναι το μπουζούκι, σε συνοδεία ή
αυτοσχεδιασμό, που «ζωγραφίζει» το ψυχογραφικό τοπίο της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Καθαρά συμβολικές, επίσης, οι παρεμβολές εμβατηρίων και αποσπασμάτων του
Εθνικού Υμνου και των εγκωμίων του Επιταφίου.
Επιθυμία του συνθέτη ήταν να καταγράψει την περιπέτεια και τη συμμετοχή του στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου, έτσι καθώς την έζησε: «Χρονικό ενός καιρού, οι πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, με ανεξίτηλες αυτοβιογραφικές εικόνες. Σαν το ρολόι στο καπηλειό με τους δυο φίλους που ζητάν δραματικά κι επίμονα να σταματήσουν τον Χρόνο, ή εκείνο τον φίλο που τον χάσαμε σχεδόν παιδί - τον έλεγαν Έκτορα Οικονομίδη και ήταν είκοσι χρονών όταν τον τύφλωσαν και τον θανάτωσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, αφού βέβαια τον πρόδωσαν οι "εθνικόφρονες" εκείνου του καιρού. Και εικόνες άπειρες με σιδεριές από κατεστραμμένα σπίτια σαν χέρια αιχμηρά που ζητάν ελεημοσύνη απ' τον ουρανό. Και μάνες να γυρεύουν τα παιδιά τους πάνω από τις καμένες στέγες μ' ένα πλήθος που να κραυγάζει έξαλλα κι αλλοπρόσαλλα συνθήματα...».
Χρονικό ενός πικρού καιρού, η «Μελισσάνθη», «μια γυάλινη ηρωίδα του Μεσοπολέμου», όπως την χαρακτήριζε ο Μάνος Χατζιδάκις, αποτελεί μια συγκλονιστική απεικόνιση και αναπαράσταση των πρώτων ημερών της Ελλάδας μετά τη γερμανική κατοχή. Στους στίχους και στις νότες του ζωντανεύουν μνήμες και εικόνες που τον σημάδεψαν, προσωπικά του βιώματα από τη γερμανική κατοχή, από τις νύχτες που «στον άσπρο τοίχο το αίμα γίνεται βροχή». «Η εποχή της Μελισσάνθης τέλειωσε. Σήμερα ζω για πάντα τον χαμό της», σημείωνε ο συνθέτης. Ο ίδιος δεν ήθελε να δώσει «ιστορικές διαστάσεις στη Μελισσάνθη και την εποχή της». Παρ' όλα αυτά, η θεματική και το ιστορικό πλαίσιό της καθιστούν τη «Μελισσάνθη», πέρα από ένα ειλικρινές, σπαρακτικό, υψηλής αισθητικής προσωπικό έργο, αυτόματα και ένα έργο συλλογικό. Οπως και άλλες σπουδαίες δημιουργίες του - όπλα της μνήμης, της αξιοπρέπειας και της καρδιάς.
Ο θάνατος του συνθέτη,
που μετουσίωσε τη μελωδική του έμπνευση σε μεγάλη τέχνη, ήταν μεγάλη απώλεια
για τον τόπο μας και ασφαλώς για την Ορχήστρα
των Χρωμάτων, που ο ίδιος ίδρυσε το 1989, οραματιζόμενος ένα επίλεκτο
συμφωνικό σύνολο με μουσικούς υψηλού επιπέδου και πρωτότυπα προγράμματα και η
οποία στην 33+χρονη διαδρομή της έχει βιώσει με δραματικό τρόπο τις επιπτώσεις
της κυβερνητικής αδιαφορίας: ήδη το 2008 ο πρόεδρος της ορχήστρας, Γιώργος
Στεφανάκης υπέβαλε μέσω της στήλης «Σημειωματάριο» της εφημερίδας
"Καθημερινή" την παραίτησή του, διαμαρτυρόμενος για τα χρόνια
οικονομικά προβλήματα που απέκτησε η ορχήστρα με ευθύνη της πολιτείας, αν και
βάσει του N.2273/94 το ΥπΠο (επί Θάνου Μικρούτσικου) οφείλει να καλύπτει τα
λειτουργικά έξοδα, οι μουσικοί έχουν μείνει πάνω από δέκα φορές απλήρωτοι για
χρονικό διάστημα άνω των οκτώ μηνών, το 2009 ακυρώθηκε ο, ως τότε καθιερωμένος,
κύκλος εκδηλώσεων “Μουσική και Κινηματογράφος” λόγω περικοπών κλπ.
Στις 22-Φεβ-1993 ο Μάνος διευθύνει για τελευταία φορά την «Ορχήστρα», σε μια
συναυλία με έργα Κουρτ Βάιλ, Λιστ και Μπάρτοκ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με
τίτλο «Διαμαρτυρία κατά του Νεοναζισμού».
... με φωτιά και με
μαχαίρι
πάντα ο κόσμος προχωρεί!
«...το τραγούδι μάς ενώνει μέσα σ' ένα κοινό μύθο. Κι όπως στον χορό (έτσι και στο τραγούδι) ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας, για ν' ακολουθήσουμε μαζί τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούριο κι απ' την αρχή κάθε φορά...» (Μάνος Χατζιδάκις).
Ήταν στις 15 του Ιούνη του 1994, όταν έδυσε ο Σείριος της ελληνικής μουσικής... και ο Μάνος, ο μελωδός της ψυχής μας, ξεκινούσε το «ταξίδι» του προς τ' άστρα... Πίσω του άφησε τα δικά του άστρα, τις εξαίσιες μουσικές και τραγούδια, που σμίλεψε στη σπαρμένη από νότες, ευαισθησία, οράματα «διαδρομή» του. Η παρακαταθήκη του, ένα μεγάλο έργο, αληθινό και γι' αυτό βαθιά λαϊκό, που μας πρόσφερε και συνεχίζει να μας προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. Ο δημιουργός που μετουσίωσε τη μελωδική του έμπνευση σε μεγάλη τέχνη, πίστευε ότι η τέχνη αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα.
Η φυσική του απουσία δεν έβγαλε τον δημιουργό από την καρδιά, από το μυαλό μας. Δε μας στέρησε την ανάγκη ν' ανατρέχουμε στις μελωδίες, στην ομορφιά του άφθαρτου έργου του: Προσωπικότητα πολύπλευρη και πολυδιάστατη, δημοσίευσε τα βιβλία με ποιήματα και σχόλια: «Μυθολογία», «Μυθολογία Δεύτερη», «Τα σχόλια του Τρίτου» και «Ο Καθρέπτης και το Μαχαίρι». Ίδρυσε και διηύθυνε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-'67), το καφεθέατρο «Πολύτροπο», τις Μουσικές Γιορτές στα Ανώγεια Κρήτης και τους Μουσικούς Αγώνες στην Κέρκυρα, ενώ την περίοδο 1975-'81 διηύθυνε το Τρίτο Πρόγραμμα. «Παιδιά» του, επίσης, είναι η δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» μία ακόμη ενσάρκωση της αντίληψής του για την πορεία των μουσικών μας πραγμάτων -πλάι στην «Ορχήστρα των Χρωμάτων».
Ο αλησμόνητος Μάνος Χατζιδάκις, όμως, με την πολύτροπη, πολύχυμη, πηγαία λαϊκή, αλλά και καλλιεργημένη με τη μεγάλη ποίηση και βαθιά στοχαστική ευαισθησία του, δε σημάδεψε μόνον το τραγούδι. Σημάδεψε και το ελληνικό θέατρο. Ουσιαστικά, ο Μ. Χατζιδάκις, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, «εδραίωσαν» την ελληνική μουσική στο θέατρο πρόζας και έστρωσαν το «δρόμο» του θεάτρου στους νεότερους Έλληνες συνθέτες. Ο Μάνος Χατζιδάκις, με τις μουσικές του για θεατρικές παραστάσεις, έγραψε άλλη μια μεγάλη «ιστορία», η οποία αξίζει προσοχής και ειδικής μελέτης από τους ειδικούς. Η μουσική του, για τους αριστοφανικούς «Όρνιθες» ή το «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ, για το «Θέατρο Τέχνης», αποτελεί μεγάλο κειμήλιο της μουσικής για το θέατρο.
Όμως δεν είναι μόνον αυτά. Είναι και άλλες συνθέσεις του για θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων: Το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο, που ανέβασε (1961-1962) ο θίασος Δημήτρη Μυράτ - Βούλας Ζουμπουλάκη, στο «Θέατρο Αθηνών» με τεράστια επιτυχία, και λόγω της μουσικής και των τραγουδιών που έγραψε ο Μ. Χατζιδάκις. Η μουσική κωμωδία «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», από το ομώνυμο έργο του Μπέρναρ Σω, που παίχτηκε στο θέατρο «Κοτοπούλη» (1962-1963), σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνικά - κοστούμια Νίκου Εγγονόπουλου και με πρωταγωνιστές τον Τζαβαλά Καρούσο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Το μουσικό θέαμα για ηθοποιούς, τραγουδιστές, χορωδία και ορχήστρα, με τίτλο «Πορνογραφία», που ανέβηκε στο θέατρο «Σούπερ Σταρ» (1982), σε στίχους Ν. Γκάτσου, Α. Δαβαράκη, Μ. Χατζιδάκι, σκηνοθεσία του συνθέτη και πολλά άλλα.
Μάνος Χατζιδάκις:
«Το καταστάλαγμα του βίου μου»
«Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία - πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' τη Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ' τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Ομως, η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη "ευρωπαϊκή", φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Προσπάθησα όλον τον καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα, όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.
Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα, όμως, την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του "Βυζαντίου", το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους, που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Ετσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλίτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ό,τι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.
Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πως η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σοβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο Δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε "Πολύτροπον", ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και το 'κλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων...
Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου, που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των Ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί, σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους, κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν "κατά κράτος". Παρ' όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα. Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι...
Αδιαφορώ... για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα
πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Πιστεύω...
στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που
κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Περιφρονώ... αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και
στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα "επώνυμους" πολιτικούς και
καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, τη σκοτεινή και ύποπτη
δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.
Ετσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία
προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ "λαχεία στον ουρανό" και
προκαλώντας τον σεβασμό των νεοτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας
και Μεγάλος Ερωτικός».
Ο Frankenstein έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλα, κι ολομόναχο χορεύει με πάθος ένα tango ελλειπτικό. Δεν υπάρχει μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών. Και το tango να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ' όσους εννοούνε ν' αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.
Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται»... (Μάνος Χατζιδάκις, Κυριακή 30 Ιούλη 1978, από το βιβλίο «Τα Σχόλια του Τρίτου», Εκδόσεις «Εξάντας», 1980).
...με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
Τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι παραμένουν σημείο αναφοράς, κυρίως σ' αυτούς τους καιρούς του σκοταδιού. Το πολυαγαπημένο τραγούδι «Κεμάλ» σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, κάποτε έγινε και αφορμή να κατηγορηθεί δασκάλα της Ε' δημοτικού για... φιλοϊσλαμική προπαγάνδα, επειδή δίδαξε το συγκεκριμένο τραγούδι στην τάξη.
Ακούστε τώρα την
ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα της Ανατολής,
απόγονου του Σεβάχ του Θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και έναν καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό.
Στη Μοσούλη, τη Βασόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι
και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
Τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει πως θ' αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά.
Απ' τον Τίγρη στον Ευφράτη κι απ' τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα
στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει τη θηλιά.
Μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δυο γέρικες καμήλες μ' ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
Πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ' αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ' ένα μήνα σ' ένα
χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που απ' τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.
Καληνύχτα...
Ακούραστος του ονείρου κυνηγός
«Γεια σας. Ήρθα για να σας δείξω ο ίδιος την Οδό Ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας. Είναι ας πούμε - ο δρόμος που κατοικούμε. Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός. Εχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες και πολλή σιωπή. Κι όλα σκεπασμένα από έναν τρυφερό μα κι αβάστακτο ουρανό. Εδώ σ' αυτόν τον δρόμο γεννιόνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τ' ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί. Όμως τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος. Κι όταν δεν ονειρεύονται, τραγουδούν...»
Ο Μάνος Χατζιδάκις, δύο χρόνια μετά τα «Παιδιά του Πειραιά» και το πολυσυζητημένο Οσκαρ για το τραγούδι του στην ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή», γράφει τη μουσική για τη θεατρική παράσταση - μιούζικαλ «Οδός Ονείρων» που ανεβαίνει στο θέατρο Μετροπόλιταν της οδού Πατησίων στις αρχές του καλοκαιριού του 1962 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Μία μουσική - σταθμός στη διαδρομή του Χατζιδάκι, και μία παράσταση - σταθμός για τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα μιας ταραγμένης εποχής.
Από την κριτική του πένα δεν ξέφυγαν ούτε τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι. «Σαν άρχισα τα "Σχόλια" στο Τρίτο το '78, δεν είχα αποσαφηνίσει μέσα μου ούτε το ύφος της γραφής τους, ούτε καλά-καλά τους στόχους μου. Γνώριζα βέβαια πως θα 'πρεπε να ξεκινήσω απ' την πραγματικότητα του τόπου μας, αλλά όχι με τον τρόπο της "βραδυνής" και "μεσημβρινής" παραδημοσιογραφίας -τρόπος και είδος γραφής που απεχθάνομαι από νέος και περιφρονώ. Σχόλιο με σχόλιο λοιπόν σχημάτιζα τον τρόπο, τη γραφή και το επίπεδο μέσα απ' το οποίο έβλεπα τον νεοελλαδικό κόσμο μας και επικοινωνούσα ολοένα με ένα πλατύτερο κοινό ή καλλίτερα με ένα μεγαλύτερο κοινό, γιατί ποτέ, είναι αλήθεια, δεν υπήρξα κατάλληλος για το πλατύ κοινό. Φυσικά επικοινωνούσα με όλους, εκτός από τους παραδημοσιογράφους και τον αρμόδιο υφυπουργό - ανίκανους, για μια οποιαδήποτε επικοινωνία. Αυτοί όμως ενοχλήθηκαν πολύ σαν συνειδητοποίησαν το γεγονός ότι επιτυγχάνετο επικοινωνία χωρίς τη συμμετοχή τους, χωρίς τα δημοσιογραφικά ή τα πολιτικά οφέλη, έτσι κι η αντίδρασή τους ήταν άμεση - ενορχηστρωμένη λασπολογία, "αγανακτισμένοι ακροατές", μηνύσεις και ένας υφυπουργός πιεζόμενος από την Κοινή, κοινότατη Γνώμη. Το Τρίτο σταμάτησε τη λειτουργία του, σταμάτησαν και τα "Σχόλια". Για μιαν ακόμη φορά η ποιητική συνείδηση και η έκφρασή της καταδιώχθηκε και εξαναγκάστηκε στη σιωπή. Η έκδοση λοιπόν αυτών των "Σχολίων" ήταν επιβεβλημένη για να μην ξεχνάμε την αθλιότητα και τις οδυνηρές αλήθειες του καιρού μας και του τόπου μας».
Ήταν το 1975 όταν διορίζεται διευθυντής των ραδιοφωνικών προγραμμάτων της ΕΡΤ. Κάποια στιγμή παραιτείται. Ο Καραμανλής, πρωθυπουργός τότε, τον ξανακαλεί. Αναλαμβάνει, όμως, μόνο το Τρίτο Πρόγραμμα, για να τολμήσει το 1977 μια από τις πιο δημιουργικές και ανατρεπτικές κινήσεις. Τα προσωπικά του σχόλια ξεσηκώνουν τους συντηρητικούς κάθε παράταξης, μα ιδίως τους κυβερνητικούς. Το ίδιο και οι μουσικές επιλογές του: «Τώρα βάζουμε τους άλλους», ειρωνεύεται όταν του επισημαίνουν ότι ο Θάνος Μικρούτσικος είναι αριστερός. «Τους δικούς μας θα τους βάλουμε την επόμενη εβδομάδα».
Οι διενέξεις του με τη γενική διεύθυνση αρχίζουν να τον κουράζουν όταν συνεχίζονται και επί ΠΑΣΟΚ: «Ο Αργυράκης σε μια "ημιαποχώρησή μου" οργανώνει έκθεση εναντίον του ραδιοφώνου. "Κάνετε έρωτα. Οχι ραδιόφωνο". Αλλά ήταν πεπρωμένο, ώσπου ν' ανέβει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, να κάνω έρωτα και ραδιόφωνο με την ίδια επιτυχία (...) Μόνο το ΠΑΣΟΚ κατάφερε ό,τι δεν κατάφερε ο έρωτας. Να φύγω διά παντός από το ραδιόφωνο». Το ίδιο επεισοδιακή υπήρξε και η θητεία του στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και τη Λυρική Σκηνή, καθώς εκείνος δεν ανέχεται τη γραφειοκρατία και οι άλλοι τις εκρήξεις του... «Προσπάθησα να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί, σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους, κατάφεραν να με νικήσουν κατά κράτος» - έλεγε.
Μπορεί να ειρωνευόταν στρατευμένη τέχνη, αλλά την ίδια στιγμή μελοποιεί Γκάτσο, Μπρεχτ, Ρώτα, Καμπανέλλη. Επίσης, το 1946 γράφει στην «Εργατική cantata» του, που είχε χαρίσει στον Μανώλη Αναγνωστάκη: ...«Του αντρειωμένου το σπαθί | Φόβος δεν το κατέχει | Εχει δρεπάνι για κραυγή| κι ένα Σφυρί για τάμα (...) | Η γης τραγούδι αρχίνησεν και δε Το σταματάει | Κι ο Μάης στήνει το χορό, κάτου Με τους εργάτες | Κι ας πέφτουν νιοι λεβεντονιοί | Στον πονεμένο κάμπο | Καθώς αγριοπερίστερα, με τη Γητειά στο στόμα | Το αίμα τους είν' γαρούφαλλο, | Είν' η κραυγή τους κρίνος».Όμως, πολύ μικρή σημασία έχει αυτό, καθώς το έργο του ως μεγάλη τέχνη ανατέμνει τη λειτουργία του ανθρώπου. Του κινητοποιεί τις ευαισθησίες. Τις αληθινές του ευαισθησίες. Συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον βοηθά να αισθανθεί, έστω και για λίγο, προς τα πού πρέπει να τείνει. Αλλωστε, δάσκαλοί του -όπως ο ίδιος έλεγε «στάθηκαν ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης, ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Θεόφιλος, ο Μεγαλέξαντρος, η Αρετούσα κι ο Τσιτσάνης, όπως και κάθε γνήσια ελληνική μορφή. Αυτοί με βοήθησαν να κινηθώ στις ρίζες των ζωντανών δυνάμεων που συνθέτουν τον ελληνικό χώρο, από την εποχή του Αισχύλου ως την εποχή μας».
Κάπου εδώ, θα κλείσουμε έτσι όπως αρχίσαμε: «Εδώ τελειώνει η μουσική για την οδό ονείρων. Εδώ τελειώνουν τα όνειρα. Που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδιά δίχως να το γνωρίζετε. Τώρα είναι αργά. Κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί. Εγώ αθεράπευτα πιστός σ' αυτόν τον δρόμο θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε. Να τα φυλάξω και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά, πάλι σε μουσική. Καληνύχτα ...».
Δείτε
Το ΚΚΕ τιμά τον Μάνο Χατζιδάκι
«Επαφή» με τον Μάνο
Φωτεινή παρουσία, πικρή απουσία
«Είμαι η κραυγή της μάνας μου, είμαι η πληγή του κόσμου»
Εργογραφία
- Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, ερ. 1 (σουίτα για πιάνο) 1947
- Γυάλινος κόσμος (Θέατρο Τέχνης) 1947
- Ματωμένος Γάμος, ερ. 3 (θέατρο) 1948
- Λεωφορείον ο πόθος (θέατρο, τργδ: «χάρτινο το φεγγαράκι») 1949
- Έξι λαϊκές ζωγραφιές, ερ. 5 (μπαλέτο) 1950
- Καταραμένο Φίδι, ερ. 6 (σουίτα μπαλέτου) 1950
- Ιονική σουίτα, ερ. 7 (έργο για πιάνο) 1952
- Ο κύκλος του C.N.S. ερ. 8 (κύκλος τραγουδιών για βαρύτονο) 1953
- Μαγική πόλις (κινηματογράφος, τργδ «Μια πόλη μαγική») 1954
- Σουίτα για βιολί και πιάνο, ερ. 7α 1954
- Στέλλα (κινηματογράφος), 1955
- Ο κύκλος με την κιμωλία, ερ. 13 (θέατρο) 1957
- Παραμύθι χωρίς όνομα, ερ. 11 (θέατρο) 1959
- Όρνιθες, ερ. 14 (Αρχαία κωμωδία) 1959
- Το νησί των γενναίων (κινηματογράφος) 1959
- Ευρυδίκη (θέατρο, εκδόθηκε το ομώνυμο τργδ) 1960
- Το ποτάμι (κινηματογράφος) 1960
- Ελλάς, η χώρα των ονείρων (ντοκιμαντέρ) 1960
- Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (διασκευή 12 παλιών λαϊκών για ορχήστρα) 1961
- Η κλέφτρα του Λονδίνου (θέατρο) 1961
- The 300 Spartans (κινηματογράφος), 1961
- Καίσαρ και Κλεοπάτρα, ερ 21 (θέατρο) 1962
- Οδός ονείρων, ερ. 20 (θέατρο) 1962
- Μαγική πόλις (θέατρο, σε συνεργασία με τον Μ. Θεοδωράκη) 1963
- America – America (κινηματογράφος) 1963
- Το χαμόγελο της Τζοκόντας, ερ. 22 (για ορχήστρα) 1964
- Δεκαπέντε Εσπερινοί (διασκευή τραγουδιών για ορχήστρα) 1964
- Μυθολογία, ερ. 23 (κύκλος τραγουδιών) 1965
- Καπετάν Μιχάλης, ερ. 24 (θέατρο) 1966
- Blue (κινηματογράφος) 1967
- Reflections, ερ. 27 (10 τραγούδια με το New York Rock ‘n’ Roll Ensemble) 1968
- Ρυθμολογία, ερ. 26 (έργο για πιάνο) 1971
- Ο Μεγάλος Ερωτικός, ερ. 30 (κύκλος τραγουδιών) 1972
- Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι κι ο Αλκιβιάδης, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών σε θεατρική μορφή) 1973
- Sweet movie (κινηματογράφος) 1974
- Αθανασία ερ. 31α (κύκλος τραγουδιών) 1975
- Τα παράλογα, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών) 1976
- A la recherché de l’ Atlantide I & II (ντοκυμαντέρ) 1977
- Η Εποχή της Μελισσάνθης, ερ. 37 (καντάτα) 1980
- Για την Ελένη, ερ. 38 (κύκλος τραγουδιών) 1980
- Πορνογραφία, ερ. 43 (μουσικό θέαμα), 1982
- Χειμωνιάτικος Ήλιος, ερ. 44 (κύκλος τραγουδιών) 1983
- Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, ερ. 42 (κύκλος τραγουδιών) 1984
- Σκοτεινή Μητέρα, ερ. 45 (κύκλος τραγουδιών) 1986
- Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (κινηματογράφος) 1992
- Αντικατοπτρισμοί 1993
- Αμοργός, ερ. 46 (καντάτα, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1997
- Τα τραγούδια της αμαρτίας, ερ. 50 (κύκλος τραγουδιών, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1994