Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάνος Χατζιδάκις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάνος Χατζιδάκις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

28 Αυγούστου 2023

Η λιποθυμία των λέξεων πάνω σε πέντε γραμμές _του Μάνου Χατζιδάκι

Σαν σήμερα Αύγουστο του 1984 πραγματοποιήθηκε στην Κάρπαθο ένα Συμπόσιο που οργάνωσε το Αιγαίο Κέντρο Ελληνικής Φιλοσοφίας. Ανάμεσα στους προσκεκλημένους ομιλητές ήταν και ο Μάνος Χατζιδάκις. Τα κείμενα των ομιλιών δημοσιεύθηκαν σ έναν τόμο πρακτικών που ευγενικά παραχώρησε σε κοινή χρήση ο εκ των διοργανωτών του Συμποσίου Θεοδόσης Πελεγρίνης (Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών).
Μεταφέρουμε, αυτούσιο το κείμενο του Μάνου, διατηρώντας  _εννοείται, ατόφια τη σύνταξη και την ορθογραφία του.

Η λιποθυμία των λέξεων
_πάνω σε πέντε γραμμές

Θέλω να φλυαρήσω αλλά οικοδομημένα, σε μιαν αυθαίρετη - αν θέλετε - διαδρομή συλλογισμών και συμπερασμάτων, όπου οι λέξεις που θα μεταχειριστώ, θα μιλάν για τις λέξεις που δεν τολμώ να μεταχειριστώ και που, τέλος, δεν πρόκειται να ολοκληρώσουν ένα θέμα, ένα κείμενο, που να φωτίσει εσάς που θα μ' ακούσετε περισσότερο απ' όσους δεν μ' ακούσουν.

Τότε θα πείτε, γιατί μιλώ. Γιατί δεν έχει νόημα να σου λένε μίλησε κι εσύ να μη μιλάς - πρώτον. Δεύτερον, γιατί είναι πειρασμός ν' αποφασίσεις να μιλήσεις χωρίς να ’χεις να πεις κάτι σοφό ή διαφωτιστικό ή κάτι τέλος πάντων που να σου καίει τα σωθικά και να πρέπει με κάθε τρόπο να ειπωθεί στους άλλους. Και τέλος, γιατί μ' ενθουσιάζει η ιδέα να μιλήσω για λέξεις, που ξαπλώνουν με ηδυπάθεια για να παντρευτούν τους ήχους, ειδικά τακτοποιημένους κι αποκλειστικά συνταιριασμένους γι' αυτές.

Εδώ πρέπει ν' αποκαλύψω πως όταν οι λέξεις έρχονται σ' επαφή μ' αυτό που λέμε Μουσική, πριν απ' όλα λιποθυμούν, ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενέργεια, κίνηση, ζωή. Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας. Πρέπουσας ή απρεπούς. Κατάλληλης ή ακαταλλήλου.

Εγώ όμως θα σας μιλήσω για την πρέπουσα και κατάλληλη. Γι' αυτήν που θα ταιριάξει άρρηκτα με τις λέξεις, έτσι που δύσκολα θα τις διαβάζει κανείς μετά, χωρίς ν' αργοκυλά στον νου του το μελωδικό τους ντύσιμο. Μια και η λέξη όταν την πολιορκεί η Μουσική, λούζεται την παρθενική της χάρη και δίχως δική της ρυθμική αγωγή, μένει γυμνή έτσι καθώς ξαπλώνει στο κρεββάτι των «πέντε γραμμών», για να την κάνει δική του ο μουσικός.

Απορρίπτει τη σκόνη από την καθημερινή της χρήση και ξαναπαίρνει την αρχική της πρόθεση, τη δύναμη της καταγωγής της. Για να συζευχθεί η λέξη με τη Μουσική, οφείλει να περάσει μεσ’ απ’ την κάθαρση της ποιητικής θεραπείας. Να αποκτήσει ποιητική υπόσταση - που σημαίνει, να ξαναβρεί αυτή την προαναφερθείσα «παρθενική χάρη» και ν' αποκαλυφθεί καινούργια, απρόοπτη, έτσι καθώς θα τοποθετηθεί πλάι σε άλλες καινούργιες κι απρόοπτες αναγεννημένες λέξεις. Γιατί - ο Ζίντ λέει - δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευτυχία απ' την ανάμνησή της. Το ίδιο και με τη λέξη. Τίποτα πιο άχρηστο κι οδυνηρό για μια καινούργια της παρουσία απ' την ανάμνηση των χρήσεών της. Η Ποίηση ξέρει να τη θεραπεύει. Εκείνη μόνο την αποκαλύπτει και τότε μόνο η Μουσική την δέχεται για σύντροφο παντοτινό. Η λέξη, είπαμε, πριν συζευχθεί τον ειδικώς τακτοποιηθέντα ήχο, γίνεται άμορφο σχήμα, σύνολο συλλαβών και φωνηέντων. Όμως σαν φράση-στίχος, σαν μια γραμμική σειρά λέξεων, διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της και οφείλει να τον διατηρήσει και η Μουσική. Κάθε αυθαίρετο ρυθμικό πλησίασμα της Μουσικής, που δεν παίρνει υπ’ όψη της την εσωτερική ρυθμική αγωγή του στίχου, κινδυνεύει να καταλήξει σε μιαν αταίριαχτη και προδομένη συνουσία. Κι έτσι παρουσιάζεται αυτή η ιδιότυπη αντίθεση λέξης και στίχου, στη μουσική τους μεταμόρφωση. Ενώ η λέξη οφείλει να ξαναρυθμιστεί απ’ τα «εξ ων συνετέθη», η φράση-στίχος διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της και τοποθετείται μες στη Μουσική, με μια αντίστοιχη ή σχετική ρυθμική μορφή.

Και με τη λέξη ξαναγεννημένη και τοποθετημένη σε μια ειδική αλλά πέρα για πέρα σχετική ηχητική σειρά, αρχίζει το τραγούδι. Μπορεί όμως να υπάρχει ένα τραγούδι χωρίς λέξεις; Σε μια πρώτη σκέψη, όχι, δεν είναι δυνατόν. Όμως ο Μπρασένς λέει στο τραγούδι του «Η ομπρέλλα»:

Κάτω απ' τη σκέπη μιας μικρής ομπρέλλας
τι τρυφερό που είναι το τραγούδι της βροχής.

Αυτό το περιβόητο τραγούδι της βροχής την ώρα που τ' ακούς, βάζεις εσύ τις λέξεις - όποιες διαλέγεις, όποιες ταιριάζουν με τα αισθήματά σου εκείνης της στιγμής. Αν είσαι λυπημένος, γίνεται το τραγούδι της βροχής θλιμμένο. Αν είσαι θυμωμένος, γίνεται θυμωμένο κι αν είσαι αισιόδοξος, χαρούμενος, το ίδιο κι η βροχή. Ένα τραγούδι που διαρκεί όσο τ' ακούς, όσο το σχηματίζεις. Μετά εξαφανίζεται μες στη βροχή.
Η λέξη παύει να υπάρχει μετά τη στιγμή που πραγματοποιείται το τραγούδι. Το ίδιο κι ο ήχος ο ειδικός που ταίριαξε στις λέξεις που γεννήθηκαν με τη βροχή. Δηλαδή η ίδια η βροχή. Ποιός είναι ο ιδιοκτήτης της πνευματικής ιδιοκτησίας αυτού του αποτελέσματος; Ποιοί θα εισπράξουν ποσοστά απ' την δημόσιά του εκτέλεση την ώρα της βροχής; Και σύμφωνα με του καιρού μας το σκεπτικό, δεν υπάρχει τραγούδι αν δεν υπάρχουν δικαιούχοι. Ας λέει ο Μπρασένς: «Κάτω απ' τη σκέπη μιας μικρής ομπρέλλας, πόσο τρυφερό είναι το τραγούδι της βροχής». Αυτό το τραγούδι, γεννήθηκε απ' τη βροχή και πήγε στη βροχή.

Μα ας γυρίσουμε στη λέξη και στις συνθήκες που επιβάλλονται για να συνυπάρξει μ' ένα μελωδικό σχήμα έτσι που να σχηματισθεί ένα τραγούδι. Μιλήσαμε για την ανάγκη της ποιητικής θεραπείας της λέξης από τη σκόνη της καθημερινής χρήσης. Αλλά δεν είπαμε και για τις λέξεις που είναι από τη φύση τους οριστικά χαμένες για τον κόσμο του τραγουδιού. Κι αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν οι δημιουργοί ή, καλλίτερα, οι αναδημιουργοί - συντελεστές του τραγουδιού.
Και ο Μπρασένς λέει σε μια συνέντευξή του: «Φεγγάρι ναι, σελήνη αστροναυτών όχι. Δεν χωράνε στο τραγούδι αυτές οι λέξεις, όπως δεν χωράνε οι λέξεις αεροπλάνο, αυτοκίνητο, στιλό. Κι αν θέλω να μιλήσω για το φως, ποτέ μου δεν θα πω τη λέξη λάμπα. Θα πω κερί, φανάρι». Και κάτι ακόμα που οφείλουν να το νοιώσουν οι νεώτεροι «συνθέτες» της αριστερής ιδιαίτερα παράταξης. Αν είναι δυνατόν ποτέ να το νοιώσουν, να το αντιληφθούνε.
Λέει ο Μπρασένς: «Η ζωή στις πολυκατοικίες, η εργατική πάλη είναι πράγματα πολύ ενδιαφέροντα. Μόνο που δεν γίνονται τραγούδι». Δεν το λέει μόνο ο Μπρασένς. Το λέει το ίδιο το τραγούδι. Γιατί ο μελωδός μοιάζει να λέει σαν τον  Έζρα Πάουντ, ή μάλλον παραφράζοντας τον Έζρα Πάουντ: «Εγώ θα πάω στο δάσος για να βρω τις λέξεις στεφανωμένες με πασχαλιές. Εγώ θα βαδίσω στο ξέφωτο για να πλησιάσω την πομπή των παρθένων-λέξεων, να τις στεφανωθώ»
(σσ. Έζρα Ουέστον Λούμις Πάουντ Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος _Μαζί με τον Τ. Σ. Έλιοτ, θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του αγγλοαμερικανικού λογοτεχνικού ρεύματος του Μοντερνισμού. Οκτ- 1885, Hailey, Αϊντάχο \ 1η Νοε-1972, Βενετία)

Ο μελωδός είναι ο ιεροφάντης των Θεών, ο εκπρόσωπος των ανθρώπων, που μεριμνά ασκούμενος να εκμαιεύσει και να εκφράσει την ευαισθησία του καιρού, κι όχι να κολακεύσει τις συνήθειες καιρών μα και μαζών. Γι' αυτόν, ένα τραγούδι είναι ιερό κείμενο που περιέχει τας γραφάς, τας εντολάς μα και τα μέλλοντα. Κι ύστερα μεθυσμένος θ’ αποθάνει. Σαν τον Λι Πο, που ζητούσε ν’ αγκαλιάσει ένα φεγγάρι μέσα στο Κίτρινο Ποτάμι. Και πνίγηκε (σσ. Λι Πο ή Λι Πάι _701-762μΧ. ήταν Κινέζος ποιητής, αναγνωρισμένος ως μία ιδιοφυής και ρομαντική προσωπικότητα που εξύψωσε παραδοσιακές ποιητικές φόρμες).

Το κύρος των ήχων και των λέξεων να μη χαθεί - είναι μια άλλη προσταγή του τραγουδιού. Το κύρος των ήχων κινδυνεύει σαν πλησιάζουνε τη λέξη εγωιστικά. Όπως και η λέξη, όταν δεν παραδίδεται ελεύθερη να πάρει την καινούργια της μορφή, αλλά παραμένει άκαμπτη και δύσκολη στη σύζευξή της με τη Μουσική.

Για το κύρος των ήχων, υπάρχει μια ολόκληρη χρονική περίοδος που κάλυψε με ανυποληψία τις προσπάθειες των μελωδών, μες στις αυθαίρετες προσπάθειές τους. Όταν η Τέχνη της Μουσικής άρχισε να χωρίζεται σε σοβαρή και λαϊκή. Στις αρχές του αιώνα, που η προβληματική του μελωδού δεν ήταν το ποιητικό κείμενο αλλά ο εφευρετικός συνδυασμός καινούργιων ήχων και η φωνή έγινε ένα επί πλέον όργανο της ορχήστρας. Στην πρώτη εικοσιπενταετία του αιώνα μας. Οι δωδεκάφθογγοι. Με τα μεγάλα διαστήματα και τις φωνητικές ακροβασίες που είχαν σκοπό όχι την σύζευξη με τη λέξη αλλά την κάλυψη των ήχων με συλλαβές. Έτσι, για να μην λέει το στόμα μόνο φωνήεντα.

Για το κύρος των λέξεων πάλι, μέσα σ' ένα τμήμα ποιητικού κειμένου και για τη μουσική επιλογή τους, έχουμε ένα παράδειγμα. Ένα εξαίσιο, ξαφνικό και τολμηρό ποιητικό δείγμα απ' την Ακολουθία του Κοσμά του Αιτωλού. Ο «Οίκος», έτσι ονομάζεται το τμήμα της Ακολουθίας, αρχίζει:

Των Αποστόλων μιμητής
και Εκκλησίας στύλος
των Ιερέων καλλονή
και των Οσίων τύπος
(ως κοινωνήσας των αγώνων αυτοίς)
Ιεροµάρτυς αναδέδειξε.

Κάδε εκκλησιαστικός μουσικός, αλλά και κάδε λογικός, θα βασιζότανε στο ρήµα αναδέδειξε. Στον τελευταίο στίχο: «Ιεροµάρτυς αναδέδειξε». Αλλά εδώ έχουμε και µια πρόσθετη αίσθηση, πέρα απ' τη λογική σύνδεση κι ερμηνεία του ιερού κειμένου. Τη σύγχρονη αίσθηση των λέξεων «καλλονή» - «στύλος» - «τύπος» _ «μιμητής», όπου η φθορά τους βοηθά να µας δημιουργηθεί µια μοναδική εντύπωση έτσι καθώς είναι συζευγμένες µε τις παραδοσιακά εκκλησιαστικές λέξεις. 

Ο Μάνος της καρδιάς μας είναι πάντα εδώ

Των Αποστόλων - μιμητής. Της Εκκλησίας - στύλος. Των Ιερέων - καλλονή. Και των Οσίων - τύπος. Άραγε είταν µια έμπνευση, γέννημα τύχης και τόλμης ή µια στον και­ρό της λογική διαδικασία φραστική, που συνδυάζει µνή­µη και λεκτική λειτουργία; Πιστεύω στην τόλµη του κειμένου και στην διαχρονική ποιητικότητά του µες απ' τις ευτυχείς και εμπνευσμένες αυτές συζεύξεις. Είναι ποτέ δυνατόν ο µελωδιστής και νόµιµος βιαστής αυτού του κειμένου να τις αγνοήσει και να ρίξει το βάρος στο λογι­κό αναδέδειξε του Ιεροµάρτυρος; Αυτό το «αναδέδει­ξε» γίνεται δευτερεύον - θα ‘λεγεν ο Καβάφης. Ή µάλλον γίνεται επίλογος, για να καλύψει, να τελειώσει, τα όσα ο Ιεροµάρτυς αναδέδειξε.

Η πρέπουσα μουσική σύζευξη του κειμένου αυτού, μπορεί να γίνει πρέπουσα χωρίς να είναι και η κατάλληλος. Στον καιρό µας, κάδε εκδοχή μπορεί να υποστηριχθεί µέσω της καταλλήλου μουσικής. Και το συμπέρασμα διατυπώνεται καλλίτερα έτσι: Και η κατάλληλη μουσική, μπορεί και να µην είναι η πρέπουσα, αρκεί να θεμελιώνει την επιδιωκόμενη εκδοχή. Αυτήν που επιζητεί ο βιαστής κι ερμηνευτής-συνθέτης. Αν και για να επιδιώξεις σ' ένα κείμενο μια ιδιότυπη προσωπική ερμηνεία, χρειάζεται πρώτ’ απ' όλα να διαθέτεις μια προσωπική άποψη για το θέμα που κυριαρχεί ή διαπερνάει το ποίημα. Κι ακόμα, να διαθέτεις μιαν επίσης ιδιότυπη και προσωπική γλώσσα στη Μουσική. Με δυο λόγια χρειάζεται, να ’σαι λιγάκι ... ιδιοφυής. Διαφορετικά, είναι αλήθεια, ακόμα και την ορθόδοξη ερμηνεία αν χειριστείς, πάλι αδιάφορος θα ‘σαι κι ως προς το ποίημα κι ως προς τη Μουσική και ως προς το μελωδικό σου αποτέλεσμα. Πολλές φορές, όσον καιρό δουλεύω ένα ποιητικό κείμενο, μερόνυχτα μ' απασχολούν οι λέξεις ή μια λέξη καθοριστική για την πορεία του στίχου. Και μου ‘ρχονται στον νου τρεις στίχοι από μια ωδή του Κάλβου:

Αυτού, του Ομήρου εδίδασκες
τα δάκτυλα να τρέχουσι
με την ωδήν συμφώνως.

Αυτό το «να τρέχουσι με την ωδήν συμφώνως», είναι νομίζω και η ουσία αυτής της γαμήλιας τελετής, όπου συνβρίσκονται λέξη και μελωδία, συνθλίβοντας και οι δυο την αυταρέσκειά τους και την ανεξαρτησία τους, καθώς υπηρετούν μια καινούργια αίσθηση «ζωής» που με την επιβολή της, καταφέρνει να εξαφανίσει την καταγωγή και το ανεξάρτητο περιεχόμενο των γεννητόρων. Αυτό το «να τρέχουσι με την ωδήν συμφώνως» είναι ασφαλώς η διαδικασία. Το τραγούδι, είναι το αποτέλεσμα με την καινούργια ζωή και με το φορτισμένο περιεχόμενο και των δυο παραγόντων που το γέννησαν. Ενώ παράλληλα, επέρχεται η εξουδετέρωση των συζευχθέντων και η αδυναμία να σταθούν σαν ανεξάρτητοι και χωριστοί παράγοντες. Το μελωδικό σχήμα μόνο του, υποβάλλει τη λέξη. Και η λέξη μόνη της υποβάλλει τη μελωδία.

Ένα μεγάλο ερώτημα απομένει. Το πώς μια τέλεια σύζευξη λέξης και μουσικής γίνεται μια καινούργια τρίτη ζωή, πέρ’ απ’ τη λέξη πέρ’ απ’ τη μουσική, με την ενεργητική συμπαράσταση της ανθρώπινης φωνής.

Και είναι δυνατόν ένα αποτέλεσμα μισό, ένα αποτέλεσμα άτεχνο, εφήμερο, να υποτάξει την ανθρώπινη φωνή; Πώς θ' αντιδράσει η φωνή; Θα μεταβιβάσει, θα εκπέμψει το μήνυμα ή θα σωπάσει ή θα μπερδευτεί; Κι αν μπερδευτεί, είναι από υγεία, μπροστά στον βιασμό από μια ανεπιθύμητη άστοχη μουσική, ή από σοφία, για ν' αποκρύψει απ' τ' αυτιά των ασεβών αυτό το θεϊκόν, που η Τέχνη το κρατά εις τους αιώνες μυστικό; Και για παράδειγμα: Μια Κυρία θέλει να τραγουδήσει. Είναι όμορφη και κρατά στο χέρι της τριαντάφυλλα κομμένα από τον κήπο της. Βρίσκει συνθέτη, βρίσκει στιχουργό και της γράφουν τραγούδια όμορφα, ευγενικά και εκπαιδευτικά. Πάει να τα πει, πάει να τα τραγουδήσει. όμως τα λόγια μπερδεύονται στο στόμα της, κατρακυλάν μες στα τριαντάφυλλα, αυτά μαδάν και χύνονται, σκορπίζονται στο δάπεδο. Καταστροφή. Δεν βγήκε ούτ’ ελάχιστη φωνή από το στόμα της Κυρίας, και το αποτέλεσμα των τραγουδιών - είτανε όμορφο, ευγενικό και επί πλέον εκπαιδευτικό; - έμεινε δια παντός ένα αιώνιο μυστικό, τόσο που να ρωτάει κανείς: Υπήρξεν η Κυρία αυτή, υπήρξαν τα τραγούδια της, ή είταν αποτέλεσμα μύθου και φαντασίας, καθώς κι όλα τα λόγια, οι λέξεις, που κύλησαν στο δάπεδο και χάθηκαν οριστικά;

Έγινε τάχα ο γάμος ο τελειωτικός, ο επιτυχής των στίχων και της μουσικής - των στίχων δια της καταλλήλου μουσικής -, ή είταν μια πρόφαση το μπέρδεμα, να καλυφτεί η απειρία του μουσουργού για η ατεχνία του ποιητή; Ή πάλι, το αποτέλεσμα αυτό που δεν εφάνη, δεν ακούστηκε και που δεν θ' ακουστεί ποτέ, είταν το τμήμα εκείνο του τραγουδιού που δεν έπρεπε ν' ακουστεί; Αυτό, που θα γινόταν στους αιώνες μυστικό της Τέχνης και του δημιουργού; Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως ένα έργο Τέχνης, περιέχει πάντα και ένα τμήμα, που δεν μπορεί ποτέ ν' αποκρυπτογραφηθεί. Ποτέ να γίνει νοητό και φανερό στους ασεβείς, γιατί θα είταν ύβρις, με την αρχαία έννοια της λέξης. Κι εδώ ίσως βρίσκεται το μυστικό της διαχρονικότητας στη μεγάλη Τέχνη. Γιατί, «η βασίλισσα», όπως λέει ο Ρεμπώ, «η Μάγισσα δε θα μας ιστορήσει ποτέ αυτά που εκείνη ξέρει και εμείς δεν ξέρουμε». Μια επικοινωνία μισή, μ' ένα μισό καλά φυλαγμένο μυστικό, για τους αιώνες. Μήπως αυτό είναι η Τέχνη και η περιπέτειά της μες στο ανθρώπινο γένος; Λέξεις. Που δεν εννοούν να λιποθυμήσουν και μας κρατάνε ξάγρυπνους μέσα στο άγχος των καιρών. Βλέπετε, τα προβλήματα θέλουν άλλες διαδικασίες. Γι' αυτά, δεν υπάρχει Μουσική, ούτε μελωδικοί σχηματισμοί για να τ' αρπάξει. Όλες οι λέξεις δεν λιποθυμούν. Πολλές αντιστέκονται και μας τυραννούν. Κι αυτή η τυραννία, δεν είναι των ασεβών, αλλά των γνήσιων δημιουργών.

Αυτά για τις λέξεις και για τις ιδιότυπες «ερωτικές» συνήθειές τους .. Άλλα δεν έχω να σας πω, προς το παρόν. Ίσως ξαναμιλήσουμε, αν δεν βυθιστώ κι εγώ ζαλισμένος σε κάποιο κίτρινο ποτάμι, προσπαθώντας ν' αγκαλιάσω ένα φεγγάρι.

05 Δεκεμβρίου 2022

Ο Δεκέμβρης με τον δικό μας νου και ψυχή…

Αυτές τις μέρες του Δεκέμβρη –ο νους και η ψυχή μας πάει πίσω 78+χρόνια ξεκινώντας από τον Οκτώβρη 1944, όταν από την Καισαριανή, το Βύρωνα, το Κατσιπόδι ξεκινά μεγάλη διαδήλωση για να γιορτάσει την απελευθέρωση της Αθήνας και μια βροχή από σφαίρες και χειροβομβίδες την ανακόπτει καθώς οι δολοφόνοι συνεργάτες των Γερμανών πυροβολούν ενάντια στον άοπλο λαό από τα ξενοδοχεία της Ομόνοιας… και τελειώνοντας –τυπικά 29 Δεκέμβρη όταν «Οι στασιασταί ημύνθησαν μετά λύσσης γνωρίζοντες ότι η πτώσις της ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ θα εβάρυνε πολύ εις την εξέλιξιν του συνόλου του αγώνος των Αθηνών και κυρίως επί του ηθικού των»

Αυτά με τον δικό μας νου και ψυχή…

Και πιο πίσω στον Πέτρο να θυμάται πως πέθανε το τριζόνι του και εννιά χρονών, να  βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, μέσα από έναν μεγάλο περίπατο – μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, τα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών, αλλά και της ΕΑΜικής Αντίστασης και συνέχεια την εποποιία των αλύγιστων της ταξικής πάλης.

1940: ο εννιάχρονος Πέτρος είναι λυπημένος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Η αδερφή του, Αντιγόνη, του δίνει ένα κουτί για να το θάψει. Δεν προλαβαίνει, όμως. Ξημερώνει 28η Οκτωβρίου και τον Πέτρο ξυπνούν οι σειρήνες του πολέμου. Η ζωή του ανατρέπεται. Το σχολείο κλείνει, ο θείος Αγγελος πάει στο μέτωπο, η μαμά του μετρά τα τρόφιμα... Ο Πέτρος ζει τη νίκη κατά των Ιταλών φασιστών, μετά την εισβολή των Γερμανών, την κατοχή και την πείνα. Με δυο φίλους του διαδηλώνει και γράφει συνθήματα στους τοίχους. Γνωρίζει τον αγωνιστή Αχιλλέα και την Δροσούλα και εντάσσεται κι αυτός στην Αντίσταση.

Ο Πέτρος είναι ένα παιδί της Κατοχής, είναι αληθινό παιδί, που έζησε και μεγάλωσε στα μαύρα εκείνα χρόνια. Και στην πραγματικότητα είναι πολλά παιδιά, δεν είναι μονάχα ένα, είναι παιδιά που, τώρα πια, έχουν γίνει παππούδες και γιαγιάδες, όσα από αυτά επέζησαν, δηλαδή, την εφιαλτική εκείνη εποχή που ο Πέτρος έκανε τον περίπατό του, όλα τα παιδιά που θα μπορούσαν να είναι ο Πέτρος…

Αυτά με τον δικό μας νου και ψυχή…

Από την άλλη κάποιοι –από τη σκοπιά τους, προβάλουν και ξαναπροβάλουν το editorial του περιοδικού «Το Τέταρτο», τ.3, Ιούλιος 1985 – Δια χειρός Μάνου Χατζιδάκι

«Τα παιδιά της γαλαρίας» είναι μια φημισμένη ταινία του Καρνέ. Τα δικά μας παιδιά της γαλαρίας είναι –λένε, κάπως διαφορετικά (…). Τα όνειρα σε τούτα τα παιδιά υπήρξαν κυρίαρχα, σημαντικά και διαψευσμένα.
Στον καιρό της Κατοχής τα μετέπειτα παιδιά της γαλαρίας ζούσαν απάνω στη σκηνή και παίζανε το ρόλο τους, τον όποιο ρόλο τους, έστω και τον πιο μικρό, με αυταπάρνηση, με το αίμα τους, με τη ζωή τους, χωρίς καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, χωρίς προοπτική ανταλλάγματος. Μ’ ένα μονάχα στόχο, την επαλήθευση ενός επίμονου ονείρου. Και ήταν το όνειρο για μια ελεύθερη ζωή σχηματισμένη μακριά από απάνθρωπους νόμους, από ανάλγητους κρατικούς μηχανισμούς, από εξορίες και φυλακές και εκτελέσεις. Τίποτα δεν έγινε αλήθεια. 
Μετά τον πόλεμο κυβέρνησαν τον τόπο ξανά φθαρμένοι άνθρωποι, ανίκανοι να συλλάβουν έστω και στο ελάχιστο απ’ ότι γεννιόνταν κείνο τον καιρό κι αναρριγούσε ολόκληρο τον κόσμο.
Εάν μας λέγαν τότε μερικά από τα ονόματα που κυβερνήσανε κατόπιν ότι θα ξανάβγαιναν στην πολιτική σκηνή να διαφεντέψουνε τη χώρα μας, θα γελούσαμε δίχως τελειωμό με την καρδιά μας. Γιατί πιστέψαμε βαθιά μέσα μας πως όλα αυτά τα ονόματα ήσαν φαντάσματα του παρελθόντος, απόντα στα δύσκολα χρόνια που περνούσαμε, για πάντα απόντα από τον τόπο.
Κι όμως συνέβη αυτό. Ξανάρθανε τα φαντάσματα κι αρχίσαν να πλαστογραφούν γι’ άλλη μια φορά την ελληνική ιστορία. Και τα παιδιά που πολεμήσανε κι ονειρευτήκανε, γίναν παιδιά της γαλαρίας, όσα δεν διώχτηκαν και δεν εξαφανίστηκαν στις φυλακές και στα ξερά νησιά του Αιγαίου (κλπ...)

Με τον δικό μας νου και ψυχή δεν πιστεύουμε σε αταξικούς απάνθρωπους νόμους, ανάλγητους κρατικούς μηχανισμούς & φαντάσματα που σβήνουν (τα ήδη μισοσβησμένα) τελευταία ίχνη του εμβληματικού μυθιστορήματος της Άλκης Ζέη.  

Επιθεώρηση Τέχνης- τ100_1963  (10ετία 1960)

·       Είμαι ο Νίκος.

·       Ποιος Νίκος;

·       Ο Γρηγόρης!

Τότε κατάλαβε η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε τώρα δα ο Γρηγόρης!… Της μιλούσε αργά αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως έκανε και τότε…
Η ιδέα ήτανε της Μαρίας, εξηγεί εκείνος, να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά συντροφιά… Κλείνουν είκοσι χρόνια.

Ύστερα η φωνή του γίνεται πιο βαθιά:
-Όσοι μείναμε…
-Θα προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.
Από την άλλη μεριά έφτασε σίγουρη η φωνή:
-Σε περιμένουμε, λοιπόν.

Η Λία κατέβασε το ακουστικό κι ύστερα άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έσυρε την πολυθρόνα κοντά στο μπαλκόνι και κάθισε με τον ήλιο κατάφατσα. Μία με μιάμιση. Αυτή η ώρα ήταν καταδικιά της. Η υπηρέτρια πάει να φέρει τη μικρή από το σχολείο κι ο Τάκης δε γυρίζει το μεσημέρι. Τότε μπορεί η Λία να κάθεται και να συλλογιέται. Κι είχε ένα σωρό πράγματα να συλλογιστεί. Πριν από λίγες μέρες έκλεισε τα τριάντα εφτά. Δεν είναι που γέρασε· ούτε μια άσπρη τρίχα δεν έχει. Ένιωσε μόνο, ξαφνικά, σαν να βαρέθηκε. Παρέες, εκδρομές, η συναυλία της εβδομάδας, πού και πού καμιά πρεμιέρα στο θέατρο… Δεκατέσσερα χρόνια τώρα, από τη μέρα που παντρεύτηκε… Το δίπλωμα της βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο, στο πατρικό της σπίτι. Για το νοικοκυριό, για το παιδί φροντίζει η μητέρα του Τάκη. Έτσι είχε ένα σωρό καιρό ελεύθερο. Βαρέθηκε… αυτό είναι. Μόνο ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα την έσωζε. Καινούρια μέρη, καινούριοι άνθρωποι. Κάτι ν’ αλλάξει… Συλλογιότανε τη ζωή της με τον Τάκη -αγάπη υπάρχει, δεν μπορείς να πεις. Συλλογιότανε την κόρη της, που μόλις είχε πατήσει τα δεκατρία κι έκανε σκηνές να την αφήσουν να βάλει ψηλά τακούνια. Μόνο εκείνο το κορίτσι των δεκαεννιά χρονώ, τη Λία του ’42, ήταν που δε συλλογιότανε καθόλου. Θαρρείς και διάλεξε την ώρα ο Γρηγόρης -μία και μιάμιση- να τηλεφωνήσει.

Τώρα ο Γρηγόρης είναι πάλι έξω. -Ως πότε;
Αν τον είχε παντρεφτεί, θα γυρνούσε κι αυτή, σαν τη γυναίκα του Πέτρου, από σπίτι σε σπίτι, να ζητάει να πάει παιδιά περίπατο. Είχε έρθει και σε κείνη, μα ή Λία φοβήθηκε.

Ή πολυθρόνα πού κάθεται είναι ολοκόκκινη και μαλακιά. Του Τάκη του αρέσει, όταν μελετάει κανένα καινούργιο σχέδιό, να τη βλέπει αντίκρυ του, καθισμένη στην πολυθρόνα της. Εκείνη πλέκει, διαβάζει ή δεν κάνει τίποτα. Όταν τελειώσει ο Τάκης, πίνουν ουίσκι κι ακούνε Βιβάλντι. Άλλη είναι ή ζωή τής Λίας τώρα. Καλλίτερα νά μήν πάει αύριο. Τώρα πιά, τά παλιά πέρασαν... Ούτε θά προσέξουν πώς δεν πήγε... αν μαζευτούν πολλοί... Τότε, άμα δεν ερχόταν κα¬νείς, αγωνιούσαν. Πιάστηκε; Έπεσε σε μπλόκο; Τώρα, αν λείψει κάποιος, θα πούνε απλά: «Κάτι θα του τυχε» και δε θα ξαναμιλήσουν πια για την απουσία.

Κοντεύει μιάμιση. Λίγα λεπτά της μείνανε ακόμα της Λίας για να συλλογιέται. Δε θέλει τίποτα να θυμηθεί. ’Ίσως ήταν καλά, πού τόσον καιρό δε συλλογιόταν... Είπε να σκεφτεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη... Άραγε ο Κρίτωνας τραγουδά ακόμα μουρμουριστά, όλη ώρα, τζαζ;... Η Λία απόμεινε ασάλευτη στην πολυθρόνα της. θαρεί πώς κι αυτή ή ανάσα της σταμάτησε. Τη μούδιασε κάτι σαν πανικός. Δε πάει αύριο! Όχι! θα πάει στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Ρώμη!... Μα όταν γυρίσει;... θα πρέπει να βγει ξανά στους δρόμους της Αθήνας... θα περνά έξω από το Πανεπιστήμιο... θα κατεβαίνει στην οδό Ερμού... θα βρεθεί, πόσες φορές!, στην οδό Μαυροματαίων, σε κείνο το πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου! Η Αθήνα, όσο και να ΄λλαξε, έχει γωνιές πού έμειναν οι ίδιες, πού σε καλούν-και σου φωνάζουν: θυμάσαι! Κι αν ξεγελαστείς και θυμηθείς μια φορά...

Ένα λεπτό απόμεινε για να γίνει μιάμιση. Οι σκέψεις έρχονται τώρα μπερδεμένες στο μυαλό της Λίας, απανωτές... Έβγαλε τα παπούτσια της και προσπάθησε να βολευτεί, με τα πόδια διπλωμένα, πάνω στην πολυθρόνα.
Ο ήλιος πέφτει πάνω στις ασημιές αγκράφες των παπουτσιών της και τις κάνει να λαμποκοπάνε.

Η Λία θυμήθηκε το ’42, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο αυτοκινήτου για σόλα και χοντρές καφετιές κάλτσες με ρίγες… Είχε λιακάδα σαν και σήμερα. Καθότανε στο προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε μ’ απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της, δυο άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες πλεγμένες με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα πρόσωπα. Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες της ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σαν να τα ‘χει μπροστά της. Θυμάται ακόμα και τη μελανιά, που είχε στάξει από το στιλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα της Ματίλντε.
-Να τη βράσεις με τσουένι και θα φύγει το μελάνι, συμβούλεψε η Γιάννα, που καθότανε στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια της άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας, κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με κορδόνια και χακί κάλτσες γκολφ.

Απλωμένα στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με καλοκαιρινά πέδιλα και χοντρές κάλτσες. Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούρια του άρβυλα από την οδό Πανδρόσου.
Ύστερα είχαν έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι στα δικά της, δυο πόδια με λαστιχένια παπούτσια του μπάσκετ και μάλλινες κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι κοπέλες τσίριξαν χαρούμενα.

-Γεια σου, Γρηγόρη!
Ο Γρηγόρης άπλωσε τα μακριά του χέρια, σαν νά ‘θελε να τις αγκαλιάσει όλες μαζί.
-Γεια σας, αγάπες μου, είπε και τράβηξε τη Γιάννα παράμερα.
“Κι όμως η φωνή του είναι ολότελα σαν και τότε”, συλλογίστηκε η Λία μετά το τηλεφώνημα.
—Έσβησα το κοτόπουλο με κρασί, μισάνοιξε την πόρτα ή μητέρα του Τάκη.
—Καλά, λέει μηχανικά ή Λία και κοιτάζει τις γόβες της.

Ολοκαίνουργιες, αφόρετες σχεδόν, στέκονται απάνω στο χαλί, Έτσι όπως τις πρωτόχε δει στη βιτρίνα. Τις κοιτάζει και προσπαθεί, με απόγνωση και πείσμα, να διώξει τη σκέψη, πώς δε θα μπορεί πια να. αγοράζει τέτοιες γόβες, με μαλακό πετσί σα γάντι, χωρίς να της έρχονται στο νου τ’ Αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες…

Το έργο της Άλκης βέβαια αυτονομείται από τη μετέπειτα πολιτική της διαδρομή -ή μάλλον, για την ακρίβεια, αυτή η ίδια διάλεξε να αυτονομηθεί από το δικό της έργο, και τις ιδέες που εξέφραζε τον καιρό που έγραφε τον “περίπατο”. Αυτόν ακριβώς που εμείς κρατάμε ως διαχρονικά- χρυσή παρακαταθήκη, για την λογοτεχνία μας και όχι μόνο…

 

 

 

15 Ιουνίου 2022

Ο Μάνος της καρδιάς μας είναι πάντα εδώ

Μας «δώρισε» ένα «γαλαξία» από νότες υπέροχες, σμιλεμένες με τη βαθιά ευαισθησία και την υψηλή αισθητική του. Πνεύμα κριτικό και ασυμβίβαστο, που αφουγκράστηκε την ελληνική κοινωνία, τους πόθους και τα πάθη της, ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε πάνω απ' όλα κορυφαίος αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού, ανοίγοντας νέους μουσικούς δρόμους, φωτίζοντας αθέατες «γωνιές», κινητοποιώντας μυαλό και ευαισθησίες.

28+ χρόνια συμπληρώθηκαν από το «φευγιό» του αλησμόνητου συνθέτη, που σημάδεψε τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό μέσα από ένα βαθιά λαϊκό, πολυσήμαντο και αξεπέραστο έργο. «Λαϊκό» για τον δημιουργό, όπως έλεγε σε συνέντευξή του στον «Ρ» (27/5/90), «είναι ό,τι ασχολείται με τον άνθρωπο και προέρχεται από τον άνθρωπο». «Η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα», σημείωνε... «Η τέχνη υπάρχει, διότι ανατέμνει τη λειτουργία του ανθρώπου. Του κινητοποιεί τις ευαισθησίες του. Τις αληθινές του ευαισθησίες. Οχι τις επικαιρικές. Η τέχνη συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον βοηθά να αισθανθεί, έστω και για λίγο, προς τα πού πρέπει να τείνει. Η μεγάλη τέχνη εννοώ».
Ο ίδιος σ' όλη τη ζωή του αντιπαρατέθηκε στην εμπορευματοποίηση και στον εκχυδαϊσμό της τέχνης και ανεξάρτητα από τις δηλωμένες πολιτικές απόψεις του αντιτάχθηκε στους κρατούντες, στην όποια κολακεία και αναρρίχηση. «Όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουν τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά», έλεγε. Κι αν σήμερα, στις μαύρες μέρες που περνά ο λαός μας, ο Μάνος Χατζιδάκις μας λείπει ολοένα και περισσότερο, το έργο του παραμένει στις καρδιές μας. Θα παραμένει ζωντανό όσο υπάρχουν άνθρωποι που τραγουδούν τα τραγούδια του και διψούν για ομορφιά και αλήθεια, που αντιστέκονται στο «τέρας» που μας απειλεί, στο εφήμερο, στο ευτελές, στην ισοπέδωση.
Μας συντροφεύουν αξεπέραστα έργα του όπως, «Οδός Ονείρων», «Δεκαπέντε εσπερινοί», «Χαμόγελο της Τζοκόντας», «Ο Μεγάλος Ερωτικός», «Αθανασία», «Σκοτεινή μητέρα», «Η εποχή της Μελισσάνθης», «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» και τόσα άλλα...

«...στον άσπρο τοίχο το αίμα γίνεται βροχή»

Πολλά και σπουδαία τα έργα που μας άφησε ο Μάνος -ανάμεσά τους: «Η εποχή της Μελισσάνθης» - καντάτα για μια ώριμη γυναικεία φωνή, δύο νεανικές ανδρικές, μεικτή και παιδική χορωδία, ορχήστρα δωματίου και στρατιωτική μπάντα με βασικό μουσικό όργανο το μπουζούκι. Μια μουσική αυτοβιογραφία βασισμένη σε ποιήματα του συνθέτη, που αναφέρονται στις πρώτες μετακατοχικές μέρες, καταγράφοντας πολλές πικρές μνήμες.
Η πρώτη σύλληψη του έργου εμφανίζεται το 1965 στην ποιητική συλλογή του συνθέτη «Μυθολογία», στο ποίημα με τον τίτλο «Μελισσάνθη». Το μουσικό έργο γράφτηκε στη δεκαετία '70 και πρωτοπαρουσιάστηκε πριν 30 χρόνια με βασική ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη και τη συμμετοχή των Βασίλη Λέκκα, Γιώργου Μιχαλισλή, Στέλλας Γαδέδη, της χορωδίας του Τρίτου Προγράμματος και Παιδικής χορωδίας. Αριστουργηματικά κομμάτια (ορχηστρικά και τραγούδια) απαρτίζουν το έργο: «Η βροχή», «Το πρόσωπο της νύχτας», «Φοβόμουν μ' έπνιγε η σιωπή», «Στο φίλο μας που χάσαμε», «Μητέρα κι αδελφή», «Ενα ρολόι στο καπηλειό», «Επιτάφιος», «Το εμβατήριο της Μελισσάνθης» (συνύπαρξη μπάντας με το μπουζούκι), κ.ά. Κυρίαρχο όργανο μέσα στα χορωδιακά και σολιστικά μέρη είναι το μπουζούκι, σε συνοδεία ή αυτοσχεδιασμό, που «ζωγραφίζει» το ψυχογραφικό τοπίο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Καθαρά συμβολικές, επίσης, οι παρεμβολές εμβατηρίων και αποσπασμάτων του Εθνικού Υμνου και των εγκωμίων του Επιταφίου.

«Το πρόσωπο της νύχτας πνίγεται μέσα στον καπνό και τα παιδιά στο δρόμο πετάν νεκρά στον ουρανό. Μαύρα πουλιά μ' ένα σπαθί γυμνό σκύβουν φιλάν τον άσπρο τους λαιμό. Το πρόσωπο της νύχτας κλαίει μακριά στον ουρανό. Απόψε είναι σκοτάδι τ' άστρα δεν έχουνε ψυχή κι εκεί στον άσπρο τοίχο το αίμα γίνεται βροχή. Ποιος με φωνάζει και ζητά νερό ποιος θα γλιτώσει απ' τον πικρό χορό. Το πρόσωπο της νύχτας χάθηκε μέσα στον καιρό» («Το πρόσωπο της νύχτας»).

Επιθυμία του συνθέτη ήταν να καταγράψει την περιπέτεια και τη συμμετοχή του στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου, έτσι καθώς την έζησε: «Χρονικό ενός καιρού, οι πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, με ανεξίτηλες αυτοβιογραφικές εικόνες. Σαν το ρολόι στο καπηλειό με τους δυο φίλους που ζητάν δραματικά κι επίμονα να σταματήσουν τον Χρόνο, ή εκείνο τον φίλο που τον χάσαμε σχεδόν παιδί - τον έλεγαν Έκτορα Οικονομίδη και ήταν είκοσι χρονών όταν τον τύφλωσαν και τον θανάτωσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, αφού βέβαια τον πρόδωσαν οι "εθνικόφρονες" εκείνου του καιρού. Και εικόνες άπειρες με σιδεριές από κατεστραμμένα σπίτια σαν χέρια αιχμηρά που ζητάν ελεημοσύνη απ' τον ουρανό. Και μάνες να γυρεύουν τα παιδιά τους πάνω από τις καμένες στέγες μ' ένα πλήθος που να κραυγάζει έξαλλα κι αλλοπρόσαλλα συνθήματα...».

Χρονικό ενός πικρού καιρού, η «Μελισσάνθη», «μια γυάλινη ηρωίδα του Μεσοπολέμου», όπως την χαρακτήριζε ο Μάνος Χατζιδάκις, αποτελεί μια συγκλονιστική απεικόνιση και αναπαράσταση των πρώτων ημερών της Ελλάδας μετά τη γερμανική κατοχή. Στους στίχους και στις νότες του ζωντανεύουν μνήμες και εικόνες που τον σημάδεψαν, προσωπικά του βιώματα από τη γερμανική κατοχή, από τις νύχτες που «στον άσπρο τοίχο το αίμα γίνεται βροχή». «Η εποχή της Μελισσάνθης τέλειωσε. Σήμερα ζω για πάντα τον χαμό της», σημείωνε ο συνθέτης. Ο ίδιος δεν ήθελε να δώσει «ιστορικές διαστάσεις στη Μελισσάνθη και την εποχή της». Παρ' όλα αυτά, η θεματική και το ιστορικό πλαίσιό της καθιστούν τη «Μελισσάνθη», πέρα από ένα ειλικρινές, σπαρακτικό, υψηλής αισθητικής προσωπικό έργο, αυτόματα και ένα έργο συλλογικό. Οπως και άλλες σπουδαίες δημιουργίες του - όπλα της μνήμης, της αξιοπρέπειας και της καρδιάς.

Ο θάνατος του συνθέτη, που μετουσίωσε τη μελωδική του έμπνευση σε μεγάλη τέχνη, ήταν μεγάλη απώλεια για τον τόπο μας και ασφαλώς για την Ορχήστρα των Χρωμάτων, που ο ίδιος ίδρυσε το 1989, οραματιζόμενος ένα επίλεκτο συμφωνικό σύνολο με μουσικούς υψηλού επιπέδου και πρωτότυπα προγράμματα και η οποία στην 33+χρονη διαδρομή της έχει βιώσει με δραματικό τρόπο τις επιπτώσεις της κυβερνητικής αδιαφορίας: ήδη το 2008 ο πρόεδρος της ορχήστρας, Γιώργος Στεφανάκης υπέβαλε μέσω της στήλης «Σημειωματάριο» της εφημερίδας "Καθημερινή" την παραίτησή του, διαμαρτυρόμενος για τα χρόνια οικονομικά προβλήματα που απέκτησε η ορχήστρα με ευθύνη της πολιτείας, αν και βάσει του N.2273/94 το ΥπΠο (επί Θάνου Μικρούτσικου) οφείλει να καλύπτει τα λειτουργικά έξοδα, οι μουσικοί έχουν μείνει πάνω από δέκα φορές απλήρωτοι για χρονικό διάστημα άνω των οκτώ μηνών, το 2009 ακυρώθηκε ο, ως τότε καθιερωμένος, κύκλος εκδηλώσεων “Μουσική και Κινηματογράφος” λόγω περικοπών κλπ.
Στις 22-Φεβ-1993 ο Μάνος διευθύνει για τελευταία φορά την «Ορχήστρα», σε μια συναυλία με έργα Κουρτ Βάιλ, Λιστ και Μπάρτοκ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τίτλο «Διαμαρτυρία κατά του Νεοναζισμού».

... με φωτιά και με μαχαίρι
πάντα ο κόσμος προχωρεί!

«...το τραγούδι μάς ενώνει μέσα σ' ένα κοινό μύθο. Κι όπως στον χορό (έτσι και στο τραγούδι) ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας, για ν' ακολουθήσουμε μαζί τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούριο κι απ' την αρχή κάθε φορά...» (Μάνος Χατζιδάκις).

Ήταν στις 15 του Ιούνη του 1994, όταν έδυσε ο Σείριος της ελληνικής μουσικής... και ο Μάνος, ο μελωδός της ψυχής μας, ξεκινούσε το «ταξίδι» του προς τ' άστρα... Πίσω του άφησε τα δικά του άστρα, τις εξαίσιες μουσικές και τραγούδια, που σμίλεψε στη σπαρμένη από νότες, ευαισθησία, οράματα «διαδρομή» του. Η παρακαταθήκη του, ένα μεγάλο έργο, αληθινό και γι' αυτό βαθιά λαϊκό, που μας πρόσφερε και συνεχίζει να μας προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. Ο δημιουργός που μετουσίωσε τη μελωδική του έμπνευση σε μεγάλη τέχνη, πίστευε ότι η τέχνη αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα.

Η φυσική του απουσία δεν έβγαλε τον δημιουργό από την καρδιά, από το μυαλό μας. Δε μας στέρησε την ανάγκη ν' ανατρέχουμε στις μελωδίες, στην ομορφιά του άφθαρτου έργου του: Προσωπικότητα πολύπλευρη και πολυδιάστατη, δημοσίευσε τα βιβλία με ποιήματα και σχόλια: «Μυθολογία», «Μυθολογία Δεύτερη», «Τα σχόλια του Τρίτου» και «Ο Καθρέπτης και το Μαχαίρι». Ίδρυσε και διηύθυνε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-'67), το καφεθέατρο «Πολύτροπο», τις Μουσικές Γιορτές στα Ανώγεια Κρήτης και τους Μουσικούς Αγώνες στην Κέρκυρα, ενώ την περίοδο 1975-'81 διηύθυνε το Τρίτο Πρόγραμμα. «Παιδιά» του, επίσης, είναι η δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» μία ακόμη ενσάρκωση της αντίληψής του για την πορεία των μουσικών μας πραγμάτων -πλάι στην «Ορχήστρα των Χρωμάτων».

Ο αλησμόνητος Μάνος Χατζιδάκις, όμως, με την πολύτροπη, πολύχυμη, πηγαία λαϊκή, αλλά και καλλιεργημένη με τη μεγάλη ποίηση και βαθιά στοχαστική ευαισθησία του, δε σημάδεψε μόνον το τραγούδι. Σημάδεψε και το ελληνικό θέατρο. Ουσιαστικά, ο Μ. Χατζιδάκις, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, «εδραίωσαν» την ελληνική μουσική στο θέατρο πρόζας και έστρωσαν το «δρόμο» του θεάτρου στους νεότερους Έλληνες συνθέτες. Ο Μάνος Χατζιδάκις, με τις μουσικές του για θεατρικές παραστάσεις, έγραψε άλλη μια μεγάλη «ιστορία», η οποία αξίζει προσοχής και ειδικής μελέτης από τους ειδικούς. Η μουσική του, για τους αριστοφανικούς «Όρνιθες» ή το «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ, για το «Θέατρο Τέχνης», αποτελεί μεγάλο κειμήλιο της μουσικής για το θέατρο.

Όμως δεν είναι μόνον αυτά. Είναι και άλλες συνθέσεις του για θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων: Το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο, που ανέβασε (1961-1962) ο θίασος Δημήτρη Μυράτ - Βούλας Ζουμπουλάκη, στο «Θέατρο Αθηνών» με τεράστια επιτυχία, και λόγω της μουσικής και των τραγουδιών που έγραψε ο Μ. Χατζιδάκις. Η μουσική κωμωδία «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», από το ομώνυμο έργο του Μπέρναρ Σω, που παίχτηκε στο θέατρο «Κοτοπούλη» (1962-1963), σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνικά - κοστούμια Νίκου Εγγονόπουλου και με πρωταγωνιστές τον Τζαβαλά Καρούσο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Το μουσικό θέαμα για ηθοποιούς, τραγουδιστές, χορωδία και ορχήστρα, με τίτλο «Πορνογραφία», που ανέβηκε στο θέατρο «Σούπερ Σταρ» (1982), σε στίχους Ν. Γκάτσου, Α. Δαβαράκη, Μ. Χατζιδάκι, σκηνοθεσία του συνθέτη και πολλά άλλα.


Μάνος Χατζιδάκις:
«Το καταστάλαγμα του βίου μου»

«Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία - πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' τη Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ' τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Ομως, η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη "ευρωπαϊκή", φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Προσπάθησα όλον τον καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα, όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.

Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα, όμως, την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του "Βυζαντίου", το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους, που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Ετσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλίτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ό,τι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.

Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πως η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σοβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.

Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο Δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε "Πολύτροπον", ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και το 'κλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων...

Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου, που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των Ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί, σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους, κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν "κατά κράτος". Παρ' όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα. Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι...

Αδιαφορώ... για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Πιστεύω... στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Περιφρονώ... αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα "επώνυμους" πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, τη σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.
Ετσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ "λαχεία στον ουρανό" και προκαλώντας τον σεβασμό των νεοτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός».

Ο Frankenstein έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλα, κι ολομόναχο χορεύει με πάθος ένα tango ελλειπτικό. Δεν υπάρχει μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών. Και το tango να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ' όσους εννοούνε ν' αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.

Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται»... (Μάνος Χατζιδάκις, Κυριακή 30 Ιούλη 1978, από το βιβλίο «Τα Σχόλια του Τρίτου», Εκδόσεις «Εξάντας», 1980).

...με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά

Τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι παραμένουν σημείο αναφοράς, κυρίως σ' αυτούς τους καιρούς του σκοταδιού. Το πολυαγαπημένο τραγούδι «Κεμάλ» σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, κάποτε έγινε και αφορμή να κατηγορηθεί δασκάλα της Ε' δημοτικού για... φιλοϊσλαμική προπαγάνδα, επειδή δίδαξε το συγκεκριμένο τραγούδι στην τάξη.

Ακούστε τώρα την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα της Ανατολής,
απόγονου του Σεβάχ του Θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.

Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.

Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και έναν καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό.
Στη Μοσούλη, τη Βασόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.

Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
Τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει πως θ' αλλάξουν οι καιροί.

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά.
Απ' τον Τίγρη στον Ευφράτη κι απ' τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.

Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει τη θηλιά.
Μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.

Με δυο γέρικες καμήλες μ' ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
Πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ' αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.

Σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που απ' τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.
Καληνύχτα...

Ακούραστος του ονείρου κυνηγός

«Γεια σας. Ήρθα για να σας δείξω ο ίδιος την Οδό Ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας. Είναι ας πούμε - ο δρόμος που κατοικούμε. Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός. Εχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες και πολλή σιωπή. Κι όλα σκεπασμένα από έναν τρυφερό μα κι αβάστακτο ουρανό. Εδώ σ' αυτόν τον δρόμο γεννιόνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τ' ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί. Όμως τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος. Κι όταν δεν ονειρεύονται, τραγουδούν...»

Ο Μάνος Χατζιδάκις, δύο χρόνια μετά τα «Παιδιά του Πειραιά» και το πολυσυζητημένο Οσκαρ για το τραγούδι του στην ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή», γράφει τη μουσική για τη θεατρική παράσταση - μιούζικαλ «Οδός Ονείρων» που ανεβαίνει στο θέατρο Μετροπόλιταν της οδού Πατησίων στις αρχές του καλοκαιριού του 1962 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Μία μουσική - σταθμός στη διαδρομή του Χατζιδάκι, και μία παράσταση - σταθμός για τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα μιας ταραγμένης εποχής.

Από την κριτική του πένα δεν ξέφυγαν ούτε τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι. «Σαν άρχισα τα "Σχόλια" στο Τρίτο το '78, δεν είχα αποσαφηνίσει μέσα μου ούτε το ύφος της γραφής τους, ούτε καλά-καλά τους στόχους μου. Γνώριζα βέβαια πως θα 'πρεπε να ξεκινήσω απ' την πραγματικότητα του τόπου μας, αλλά όχι με τον τρόπο της "βραδυνής" και "μεσημβρινής" παραδημοσιογραφίας -τρόπος και είδος γραφής που απεχθάνομαι από νέος και περιφρονώ. Σχόλιο με σχόλιο λοιπόν σχημάτιζα τον τρόπο, τη γραφή και το επίπεδο μέσα απ' το οποίο έβλεπα τον νεοελλαδικό κόσμο μας και επικοινωνούσα ολοένα με ένα πλατύτερο κοινό ή καλλίτερα με ένα μεγαλύτερο κοινό, γιατί ποτέ, είναι αλήθεια, δεν υπήρξα κατάλληλος για το πλατύ κοινό. Φυσικά επικοινωνούσα με όλους, εκτός από τους παραδημοσιογράφους και τον αρμόδιο υφυπουργό - ανίκανους, για μια οποιαδήποτε επικοινωνία. Αυτοί όμως ενοχλήθηκαν πολύ σαν συνειδητοποίησαν το γεγονός ότι επιτυγχάνετο επικοινωνία χωρίς τη συμμετοχή τους, χωρίς τα δημοσιογραφικά ή τα πολιτικά οφέλη, έτσι κι η αντίδρασή τους ήταν άμεση - ενορχηστρωμένη λασπολογία, "αγανακτισμένοι ακροατές", μηνύσεις και ένας υφυπουργός πιεζόμενος από την Κοινή, κοινότατη Γνώμη. Το Τρίτο σταμάτησε τη λειτουργία του, σταμάτησαν και τα "Σχόλια". Για μιαν ακόμη φορά η ποιητική συνείδηση και η έκφρασή της καταδιώχθηκε και εξαναγκάστηκε στη σιωπή. Η έκδοση λοιπόν αυτών των "Σχολίων" ήταν επιβεβλημένη για να μην ξεχνάμε την αθλιότητα και τις οδυνηρές αλήθειες του καιρού μας και του τόπου μας».

Ήταν το 1975 όταν διορίζεται διευθυντής των ραδιοφωνικών προγραμμάτων της ΕΡΤ. Κάποια στιγμή παραιτείται. Ο Καραμανλής, πρωθυπουργός τότε, τον ξανακαλεί. Αναλαμβάνει, όμως, μόνο το Τρίτο Πρόγραμμα, για να τολμήσει το 1977 μια από τις πιο δημιουργικές και ανατρεπτικές κινήσεις. Τα προσωπικά του σχόλια ξεσηκώνουν τους συντηρητικούς κάθε παράταξης, μα ιδίως τους κυβερνητικούς. Το ίδιο και οι μουσικές επιλογές του: «Τώρα βάζουμε τους άλλους», ειρωνεύεται όταν του επισημαίνουν ότι ο Θάνος Μικρούτσικος είναι αριστερός. «Τους δικούς μας θα τους βάλουμε την επόμενη εβδομάδα».

Οι διενέξεις του με τη γενική διεύθυνση αρχίζουν να τον κουράζουν όταν συνεχίζονται και επί ΠΑΣΟΚ: «Ο Αργυράκης σε μια "ημιαποχώρησή μου" οργανώνει έκθεση εναντίον του ραδιοφώνου. "Κάνετε έρωτα. Οχι ραδιόφωνο". Αλλά ήταν πεπρωμένο, ώσπου ν' ανέβει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, να κάνω έρωτα και ραδιόφωνο με την ίδια επιτυχία (...) Μόνο το ΠΑΣΟΚ κατάφερε ό,τι δεν κατάφερε ο έρωτας. Να φύγω διά παντός από το ραδιόφωνο». Το ίδιο επεισοδιακή υπήρξε και η θητεία του στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και τη Λυρική Σκηνή, καθώς εκείνος δεν ανέχεται τη γραφειοκρατία και οι άλλοι τις εκρήξεις του... «Προσπάθησα να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί, σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους, κατάφεραν να με νικήσουν κατά κράτος» - έλεγε.

Μπορεί να ειρωνευόταν στρατευμένη τέχνη, αλλά την ίδια στιγμή μελοποιεί Γκάτσο, Μπρεχτ, Ρώτα, Καμπανέλλη. Επίσης, το 1946 γράφει στην «Εργατική cantata» του, που είχε χαρίσει στον Μανώλη Αναγνωστάκη: ...«Του αντρειωμένου το σπαθί | Φόβος δεν το κατέχει | Εχει δρεπάνι για κραυγή| κι ένα Σφυρί για τάμα (...) | Η γης τραγούδι αρχίνησεν και δε Το σταματάει | Κι ο Μάης στήνει το χορό, κάτου Με τους εργάτες | Κι ας πέφτουν νιοι λεβεντονιοί | Στον πονεμένο κάμπο | Καθώς αγριοπερίστερα, με τη Γητειά στο στόμα | Το αίμα τους είν' γαρούφαλλο, | Είν' η κραυγή τους κρίνος».

Όμως, πολύ μικρή σημασία έχει αυτό, καθώς το έργο του ως μεγάλη τέχνη ανατέμνει τη λειτουργία του ανθρώπου. Του κινητοποιεί τις ευαισθησίες. Τις αληθινές του ευαισθησίες. Συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον βοηθά να αισθανθεί, έστω και για λίγο, προς τα πού πρέπει να τείνει. Αλλωστε, δάσκαλοί του -όπως ο ίδιος έλεγε «στάθηκαν ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης, ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Θεόφιλος, ο Μεγαλέξαντρος, η Αρετούσα κι ο Τσιτσάνης, όπως και κάθε γνήσια ελληνική μορφή. Αυτοί με βοήθησαν να κινηθώ στις ρίζες των ζωντανών δυνάμεων που συνθέτουν τον ελληνικό χώρο, από την εποχή του Αισχύλου ως την εποχή μας».

Κάπου εδώ, θα κλείσουμε έτσι όπως αρχίσαμε: «Εδώ τελειώνει η μουσική για την οδό ονείρων. Εδώ τελειώνουν τα όνειρα. Που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδιά δίχως να το γνωρίζετε. Τώρα είναι αργά. Κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί. Εγώ αθεράπευτα πιστός σ' αυτόν τον δρόμο θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε. Να τα φυλάξω και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά, πάλι σε μουσική. Καληνύχτα ...».


Δείτε
Το ΚΚΕ τιμά τον Μάνο Χατζιδάκι
«Επαφή» με τον Μάνο
Φωτεινή παρουσία, πικρή απουσία
«Είμαι η κραυγή της μάνας μου, είμαι η πληγή του κόσμου»


Εργογραφία

  • Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, ερ. 1 (σουίτα για πιάνο) 1947
  • Γυάλινος κόσμος (Θέατρο Τέχνης) 1947
  • Ματωμένος Γάμος, ερ. 3 (θέατρο) 1948
  • Λεωφορείον ο πόθος (θέατρο, τργδ: «χάρτινο το φεγγαράκι») 1949
  • Έξι λαϊκές ζωγραφιές, ερ. 5 (μπαλέτο) 1950
  • Καταραμένο Φίδι, ερ. 6 (σουίτα μπαλέτου) 1950
  • Ιονική σουίτα, ερ. 7 (έργο για πιάνο) 1952
  • Ο κύκλος του C.N.S. ερ. 8 (κύκλος τραγουδιών για βαρύτονο) 1953
  • Μαγική πόλις (κινηματογράφος, τργδ «Μια πόλη μαγική») 1954
  • Σουίτα για βιολί και πιάνο, ερ. 7α 1954
  • Στέλλα (κινηματογράφος), 1955
  • Ο κύκλος με την κιμωλία, ερ. 13 (θέατρο) 1957
  • Παραμύθι χωρίς όνομα, ερ. 11 (θέατρο) 1959
  • Όρνιθες, ερ. 14 (Αρχαία κωμωδία) 1959
  • Το νησί των γενναίων (κινηματογράφος) 1959
  • Ευρυδίκη (θέατρο, εκδόθηκε το ομώνυμο τργδ) 1960
  • Το ποτάμι (κινηματογράφος) 1960
  • Ελλάς, η χώρα των ονείρων (ντοκιμαντέρ) 1960
  • Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (διασκευή 12 παλιών λαϊκών για ορχήστρα) 1961
  • Η κλέφτρα του Λονδίνου (θέατρο) 1961
  • The 300 Spartans (κινηματογράφος), 1961
  • Καίσαρ και Κλεοπάτρα, ερ 21 (θέατρο) 1962
  • Οδός ονείρων, ερ. 20 (θέατρο) 1962
  • Μαγική πόλις (θέατρο, σε συνεργασία με τον Μ. Θεοδωράκη) 1963
  • America – America (κινηματογράφος) 1963
  • Το χαμόγελο της Τζοκόντας, ερ. 22 (για ορχήστρα) 1964
  • Δεκαπέντε Εσπερινοί (διασκευή τραγουδιών για ορχήστρα) 1964
  • Μυθολογία, ερ. 23 (κύκλος τραγουδιών) 1965
  • Καπετάν Μιχάλης, ερ. 24 (θέατρο) 1966
  • Blue (κινηματογράφος) 1967
  • Reflections, ερ. 27 (10 τραγούδια με το New York Rock ‘n’ Roll Ensemble) 1968
  • Ρυθμολογία, ερ. 26 (έργο για πιάνο) 1971
  • Ο Μεγάλος Ερωτικός, ερ. 30 (κύκλος τραγουδιών) 1972
  • Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι κι ο Αλκιβιάδης, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών σε θεατρική μορφή) 1973
  • Sweet movie (κινηματογράφος) 1974
  • Αθανασία ερ. 31α (κύκλος τραγουδιών) 1975
  • Τα παράλογα, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών) 1976
  • A la recherché de l’ Atlantide I & II (ντοκυμαντέρ) 1977
  • Η Εποχή της Μελισσάνθης, ερ. 37 (καντάτα) 1980
  • Για την Ελένη, ερ. 38 (κύκλος τραγουδιών) 1980
  • Πορνογραφία, ερ. 43 (μουσικό θέαμα), 1982
  • Χειμωνιάτικος Ήλιος, ερ. 44 (κύκλος τραγουδιών) 1983
  • Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, ερ. 42 (κύκλος τραγουδιών) 1984
  • Σκοτεινή Μητέρα, ερ. 45 (κύκλος τραγουδιών) 1986
  • Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (κινηματογράφος) 1992
  • Αντικατοπτρισμοί 1993
  • Αμοργός, ερ. 46 (καντάτα, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1997
  • Τα τραγούδια της αμαρτίας, ερ. 50 (κύκλος τραγουδιών, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1994