Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάνος Χατζιδάκις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάνος Χατζιδάκις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Μαΐου 2024

Φλέρυ Νταντωνάκη σαγηνευτική, αισθαντική αέρινη…

Ελευθερία Παπαδαντωνάκη: Γεννήθηκε σαν σήμερα 11  Μαΐου 1937, πορεύτηκε για 27+χρόνια (1967-1994) στο τραγούδι επίσης σαν ηθοποιός _στα τελευταία της _στο “υπερπέραν” ως Φλέρυ και μας άφησε πρόωρα στις 18-Ιούλη-1998.
Η
Φλέρυ Νταντωνάκη λάτρεψε την Ουμ Καλσούμ και παραδέχτηκε πως της ήταν πιο εύκολο να μιλάει απ’ το να τραγουδάει. Ήταν μια παράξενη, ονειροπόλα καλόγρια, τρυφερή και οξύθυμη, ένα αερικό της μουσικής, ατίθαση, γενναία, πεισματάρα και απίστευτα τολμηρή ώσπου κουράστηκε να ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στον θάνατο και στη ζωή και παραδόθηκε στον έρωτα του θανάτου. Στη σύντομη, δύσβατη και περιπετειώδη ζωή της δεν έγινε σκλάβα κανενός, ούτε της δόξας ούτε του χρήματος, έμαθε στην πράξη πως η γνώση κατακτιέται με βάσανα, δεν πίστεψε στους μύθους, που καταστρέφουν τον άνθρωπο, βεβαιώθηκε ότι δεν αγαπήθηκε πραγματικά από κανέναν άντρα και χρησιμοποίησε όλη της τη δύναμη για να ζωντανέψει την τέχνη της, ώσπου έγινε καύσιμό της

Η μοναδική Φλέρυ, η μούσα του «Μεγάλου Ερωτικού» μία από τις σπουδαιότερες φωνές του καιρού της, 19χρονη το καλοκαίρι του 1956, έφυγε μόνη της για σπουδές στις ΗΠΑ. Εκεί εμφανίζεται σε θεατρικές παραστάσεις και ξεκινά επίσης τις πρώτες της εμφανίσεις στο τραγούδι. Το 1965 ηχογραφεί στη θρυλική φολκ εταιρεία της Τζόαν Μπαέζ τον πρώτο της δίσκο. Το 1970 στην Αμερική τη γνωρίζει ο Μάνος Χατζιδάκις και η φωνή της τον μάγεψε. Έκτοτε γίνεται η Μούσα του μεγάλου Έλληνα συνθέτη με το έργο του οποίου ταυτίστηκε.

Γεννήθηκε στην Αθήνα (κατ' άλλους στην Κρήτη) και από μικρή καταπιάστηκε με τις τέχνες και κυρίως με την υποκριτική, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται στο ότι ο πατέρας της ήταν σκηνοθέτης, ηθοποιός και κινηματογραφικός παραγωγός. Στις ΗΠΑ, σπούδασε ιστορία και φιλολογία ενώ σύντομα ξεκίνησε καριέρα ηθοποιού, συμμετέχοντας σε παραστάσεις στη Νέα Υόρκη. Η ενασχόληση της με το τραγούδι ξεκίνησε μέσα από τυχαίες ευκαιρίες, στις οποίες τραγουδούσε δημοτικά τραγούδια για τους φίλους της. Σταδιακά άρχισε να εμφανίζεται σε μουσικές σκηνές, με ένα ευρύ ρεπερτόριο που περιλάμβανε λαϊκή μουσική της Ελλάδας, της Ισπανίας, ακόμη και της Βραζιλίας. Το 1965 κυκλοφόρησε ο πρώτος της δίσκος με τίτλο Fleury: The isles of Greece (Φλέρυ, τα νησιά της Ελλάδας), που περιλάμβανε ένα ετερόκλητο ρεπερτόριο από λαϊκά άσματα του Απόστολου Καλδάρα, βραζιλιάνικες μπόσα νόβα και τρία κομμάτια του Μίκη Θεοδωράκη.

Γνωριμία με τον Χατζιδάκι

Τις πρώτες μέρες που ακολούθησαν το πραξικόπημα της χούντας, η Νταντωνάκη τοποθετήθηκε δημοσίως στην αμερικανική τηλεόραση ενάντια, κατηγορώντας την αμερικανική κυβέρνηση για τον ρόλο της: στην εκπομπή «Merv Griffin Show», του NBC, της ζήτησαν να τραγουδήσει _ δυο μέρες μετά το πραξικόπημα. «Να τραγουδήσω;», απάντησε. «Ξέρετε τι έγινε στην πατρίδα μου; Της έκλεψαν την ελευθερία. Και φταίτε εσείς γι’ αυτό!». Δέχτηκε να πει μόνο ένα τραγούδι, κι αυτό χωρίς τη συνοδεία ορχήστρας, και τότε ακούστηκαν στο αμερικανικό στούντιο οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου από τη «Ρωμιοσύνη», του Μίκη. Σχεδόν ούρλιαξε μπροστά σε εκατομμύρια τηλεθεατές το «Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες», με τον κραδασμό της ασύγκριτης φωνής της να ισοδυναμεί με εκατοντάδες διαδηλώσεις και καταγγελίες μαζί. Εκεί γνωρίστηκε και με τη Μελίνα Μερκούρη, την οποία μάλιστα αντικατέστησε σε μια από τις παραστάσεις του «Ilya darling» του Ζυλ Ντασέν.

Το 1970 ο Μάνος, ακούγοντας τη φωνή της εντυπωσιάστηκε· ηχογράφησαν στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη μια σειρά από κλασικά ρεμπέτικα των Τσιτσάνη, Μάρκου Βαμβακάρη κ.ά. Πολλά χρόνια αργότερα, η ηχογράφηση αυτή κυκλοφόρησε ως δίσκος με τίτλο Η Φλέρυ Νταντωνάκη στα Λειτουργικά του Μάνου Χατζιδάκι και αποτελεί την τελευταία δισκογραφική ενασχόληση του με τα ρεμπέτικα τραγούδια. Στο σημείωμά του, στο εξώφυλλο του δίσκου, ο συνθέτης ανάμεσα σε άλλα σημείωσε: "Η Φλέρυ είναι ανεπανάληπτη ακόμα και όταν δοκιμάζει... Της είχα πει πως μια αληθινή τραγουδίστρια περιέχει την τεχνική τελειότητα της Σβάρτσκοπφ και τη γήινη αμεσότητα της Νίνου και η Φλέρυ αποδεικνύει περίτρανα πως είναι μια αληθινή τραγουδίστρια". Στο μεσοδιάστημα οι δύο καλλιτέχνες συνεργάστηκαν στο δίσκο «Κύκλο του C.N.S.» (1971), στον οποίο η Φλέρυ τραγουδά έξι τραγούδια σε επανεκτέλεση μετά τον Γιώργο Μούτσιο (πρώτη εκτέλεση, 1959), σε ποίηση του συνθέτη.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Δύο χρόνια πριν την πτώση της Χούντας, ο Μάνος Χατζιδάκις και η Νταντωνάκη επέστρεψαν στην Ελλάδα. Το 1972 αποτέλεσε σταθμό στην καριέρα της Νταντωνάκη, με πιο σημαντικό γεγονός την έκδοση του δίσκου Ο Μεγάλος Ερωτικός, που προαναφέραμε με μελοποιήσεις αρχαίας και νέας ελληνικής ποίησης με θέμα τον έρωτα. Στην ερμηνεία συμμετείχε και ο Δημήτρης Ψαριανός (πέθανε κι αυτός 17-Νοε-2020).

Στα τέλη του ιδίου χρόνου η Νταντωνάκη επέστρεψε στο στούντιο με τον Χατζιδάκι για την ηχογράφηση του Καπετάν-Μιχάλη, ενώ συμμετείχε και στον δίσκο Δώδεκα τραγούδια του Γιώργου Ποταμιάνου.

Ακολούθησε μια περίοδος άτονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Συμμετείχε φιλικά σε κάποιες ταινίες, ενώ γνωρίστηκε με τον συνθέτη Χρήστο Λεοντή. Η συνεργασία τους δεν τελεσφόρησε και η Φλέρυ εισήλθε σε μια περίοδο, για την οποία αργότερα δήλωσε δημόσια πως «χάνεται στα μονοπάτια του μυαλού της». Επέστρεψε στο προσκήνιο το 1984, ερμηνεύοντας τρία τραγούδια στον πρώτο δίσκο του Ηλία Λιούγκου με τίτλο Νυχτερινή δοκιμασία. Άρχισε τις εμφανίσεις της στους μουσικούς χώρους «Τιπούκειτος», «Καφέ-θέατρο» και στον Πύργο του Απόλλωνα. Συνοδευόμενη από τον πιανίστα Γιάννη (Μπαχ) Σπυρόπουλο, ερμήνευε κομμάτια του Χατζιδάκι, ελληνικά λαϊκά, αλλά και τραγούδια της τζαζ και σόουλ ανθολογίας. Το 1985, συναυλία στη Ρωμαϊκή Αγορά, στην οποία συμμετείχε και η Δήμητρα Γαλάνη αποτέλεσε μια από τις τελευταίες της εμφανίσεις επί σκηνής. Στο ξεκίνημά της τρομαγμένη από την κοσμοσυρροή εγκατέλειψε το πάλκο, για να επιστρέψει τελικά και να αποθεωθεί για την ερμηνεία της. Η τελευταία της δισκογραφική εμφάνιση ήταν το 1986, όταν τραγούδησε το Τραγούδι της νύχτας στον δίσκο Τσιμεντένια Τρένα του συγκροτήματος «Τερμίτες» (Μαχαιρίτσας - Μιτζέλος). Συμμετείχε στην συναυλία του συγκροτήματος ''Τσιμεντένιο κονσέρτο'' στις 27/09/1986 στο θέατρο του Λυκαβηττού και ακολούθησαν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ Ζυγός στην Πλάκα όπου έγινε και η τελευταία της εμφάνιση επί σκηνής.

Το 1987 μιλάει στην εκπομπή μας «Τρεις στον αέρα» της ΕΡΤ και θυμάμαι πως είχε πει ότι «για να βιώσεις τον έρωτα πρέπει πρώτα να μπορείς να τον εκφράσεις», πως το τραγούδι της Μυρτιώτισσας, που η ποιήτρια είχε γράψει για τον γιο της, τον σπουδαίο ηθοποιό Γιώργο Παππά, η Φλέρυ το ερμήνευσε ερωτικά, γιατί ήταν ερωτευμένη εκείνη την εποχή (τη συγκεκριμένη ερμηνεία πάντως ο Χατζιδάκις τη θεώρησε αξεπέραστη, γι’ αυτό και δεν εκτελέστηκε, ούτε ηχογραφήθηκε ποτέ ξανά αυτό το τραγούδι με άλλη τραγουδίστρια). Είχε πει ακόμη ότι «στον έρωτα πρέπει να αμύνεσαι, δεν κερδίζεις τίποτα αν δεν αμυνθείς έξυπνα» και ότι θεωρεί κλασικά ερωτικά τραγούδια κάποια του Villa Lobos, από τα δικά της αυτό του Σολομώντα, αλλά και το… «Πιο καλή ή μοναξιά»! (ολόκληρη η συνέντευξή της στο YouTube channel #SeminaDigeniOfficial). Ίσως να διάλεγε και τον «Μεγάλο Ερωτικό», αυτόν τον μεγάλο σταθμό στην καριέρα της, αν δεν του έβρισκε κάτι παράξενο. Θεωρούσε πως υπήρχε κάτι φοβισμένο στη φωνή της, ένα τρέμουλο.

ΥΓ
Αν η Φλέρυ ήταν λουλούδι, θα ήταν αυτό που λέγεται «βασίλισσα της νύχτας». Ανθίζει και πλημμυρίζει το άρωμά του, μία μόνο βραδιά του χρόνου, και μαραίνεται το πρωί. Οι Κινέζοι το λένε «Αυτός που έχει μια εντυπωσιακή, μα σύντομη στιγμή δόξας», οι Γιαπωνέζοι «Ομορφιά υπό το σεληνόφως» και οι Ινδονήσιοι «Λουλούδι του θριάμβου» _ Ριζοσπάστης

Έκτοτε αποσύρθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας. Έμεινε απομονωμένη με τη μητέρα της και την κόρη της Ζωή, ενώ μάταια αρκετοί καλλιτέχνες την προσέγγιζαν, με σκοπό την επανεμφάνισή της. Αποξενωμένη, με την ψυχική της υγεία διαταραγμένη, προσβλήθηκε από καρκίνο. Επί υπουργίας Θάνου Μικρούτσικου, της δόθηκε ένα εφάπαξ ποσό 5.000.000 δρχ. Πέθανε, σε μια κλίνη του νοσοκομείου Μεταξά, καταρρακωμένη και σε σύγχυση. Το μνήμα της βρίσκεται στο κοιμητήριο της Παιανίας, πλάι σ' αυτό του Μάνου Χατζιδάκι.

Ακόμα και σήμερα, αν επισκεφθείς, τον τάφο της στην Παιανία, το επίθετο που την συνοδεύει είναι ανορθόγραφο: "ΦΛΕΡΥ ΑΤΑΝΤΩΝΑΚΗ" _H τελευταία λέξη που βγήκε από το στόμα της Φλέρυς, στο Νοσοκομείο Μεταξά, λίγο πριν η ανορθόγραφη λέξη «ΑΠΝΙΑ», καταγραφεί στον ιατρικό επίλογο της, σε τελευταίο στάδιο καρκινοπαθούς Ελευθερίας Παπαδαντωνάκη, ήταν η λέξη "Πούστηδες"

Δισκογραφία

·      1965 Flery    Vanguard LP   Ηχογραφημένος στη Νέα Υόρκη με παλιά λαϊκά τραγούδια των Γιάννη Παπαϊωάννου, Πάνου Γαβαλά, Στράτου Ατταλίδη, Στέλιου Καζαντζίδη και σολίστ τον ελληνικής καταγωγής κλαρινίστα Γκας Βάλι.

·      1971 Ρυθμολογία - Ο Κύκλος του CNS       Lyra 3709 LP   Μουσική, στίχοι και πιάνο ο Μάνος Χατζιδάκις. Η Φ. Νταντωνάκη στα έξι τραγούδια του CNS.

·      1972 Ο Μεγάλος Ερωτικός Νότος 3901 LP-CD     11 ποιήματα μελοποιημένα από τον Μάνο Χατζιδάκι και ερμηνευμένα από την Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό (πρώτη δισκογραφική εμφάνισή του).

§  12 Τραγούδια Margo 8040 LP Ο πρώτος προσωπικός δίσκος της στην Ελλάδα, σε μουσική και στίχους του Γιώργου Ποταμιάνου. Αργότερα, κυκλοφόρησε με εξώφυλλο στα αγγλικά, για τουριστική κατανάλωση, και με τίτλο Greek Landscapes And Moods.

·      1975 Ο Κύκλος Του CNS - Ο Καπετάν Μιχάλης      Νότος 3902 LP            Σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, η Φλέρυ Νταντωνάκη μαζί με τον Σπύρο Σακκά. Ο Καπετάν Μιχάλης ήταν βασισμένος σε κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη και ο Κύκλος σε ποιήματα του Χατζιδάκι.

·      1977 Γειτονιές Του Φεγγαριού - Χωρίον Ο Πόθος   Νότος 3905 LP-CD     Σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, η Φλέρυ Νταντωνάκη μαζί με τον Ευτύχιο Χατζηττοφή.

·      1984 Νυχτερινή Δοκιμασία   Minos 050 LP-CD        Η Φ. Νταντωνάκη μαζί με τη Ζωή Αντιόχου και τον Ηλία Λιούγκο, ο οποίος έγραψε και τα τραγούδια.

§  Πάμε Μια Βόλτα Στο Φεγγάρι  2LP-CD Συλλογή τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι, όπου η Φ. Νταντωνάκη ερμηνεύει τα Οδός Ονείρων και Πάμε Μια Βόλτα Στο Φεγγάρι. Στο δίσκο συνυπάρχει με τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Σοφία Βέμπο, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μελίνα Μερκούρη κ.α.

·      1986 Τσιμεντένια Τραίνα  Δίσκος του συγκροτήματος Τερμίτες, με συμμετοχή της Φ. Νταντωνάκη και της Σοφίας Βόσσου. Η Φ. Νταντωνάκη στο Τραγούδι Της Νύχτας.

·      1989 Λαϊκά Μονοπάτια Νο 2  Συλλογή τραγουδιών με πολλούς εκτελεστές. Η Φ. Νταντωνάκη στο Δεν Με Πονάς του Π. Γαβαλά, από τον πρώτο δίσκο της.

§  Λαϊκά Μονοπάτια Συλλογή τραγουδιών. Η Φ. Νταντωνάκη στο Φύγε Φύγε του Στράτου Ατταλίδη, από τον πρώτο δίσκο της.

·      1990 The Very Best Of Mikis Theodorakis Συλλογή τραγουδιών του Μίκη, όπου η Φ. Νταντωνάκη συνυπάρχει με Μελίνα Μερκούρη, Μαίρη Λίντα, Νάνα Μούσχουρη, Μαρία Φαραντούρη κ.α.

·      1991 Λειτουργικά _ Σείριος 91005 LP-CD Σε ηχογράφηση του 1970, που έγινε στο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι στη Νέα Υόρκη, τραγουδά 6 ρεμπέτικα. Επίσης 5 τραγούδια από τον Καπετάν Μιχάλη και δύο από την Εποχή Της Μελισάνθης. Τη συνοδεύει στο πιάνο ο Μ. Χατζιδάκις.

·      1994 Άπονες Εξουσίες  _Ανάμεσα σε 29 τραγούδια του Μίκη υπάρχει το Μάνα Μου Και Παναγιά από την Πολιτεία, τραγουδισμένο από τη Φλέρυ.

Έργα τρίτων

·      2002: Ο δημοσιογράφος Αντώνης Μποσκοΐτης, δημιουργεί το ντοκιμαντέρ: Φλέρυ, η τρελή του φεγγαριού _δεν διατίθεται στο εμπόριο, προβάλλεται σε εκδηλώσεις.

·      2007: Ο δημοσιογράφος Γιώργος Λιάνης, εκδίδει ένα μικρό βιογραφικό έργο για την Φλέρυ με τίτλο: «Φλέρυ Νταντωνάκη: Η Φεγγαρική αηδόνα» ISBN 978-960-7827-59-3.

·      2013: Ο συνθέτης Γιώργος Πλουμπίδης έγραψε το έργο "Φλέρυ", θέμα και παραλλαγές σε λα ελάσσονα για βιολοντσέλο και πιάνο και το αφιερώνει στη μνήμη της Φλέρυς Νταντωνάκη. Είναι διαθέσιμο στο YouTube.

·      Γιάννης Bach Σπυρόπουλος. Φλέρυ Νταντωνάκη. Εγώ είμαι ένα σύννεφο..., εκδ. Ηλέκτρα, 2005

 

Δείτε βίντεο στο YouTube

 


 

28 Αυγούστου 2023

Η λιποθυμία των λέξεων πάνω σε πέντε γραμμές _του Μάνου Χατζιδάκι

Σαν σήμερα Αύγουστο του 1984 πραγματοποιήθηκε στην Κάρπαθο ένα Συμπόσιο που οργάνωσε το Αιγαίο Κέντρο Ελληνικής Φιλοσοφίας. Ανάμεσα στους προσκεκλημένους ομιλητές ήταν και ο Μάνος Χατζιδάκις. Τα κείμενα των ομιλιών δημοσιεύθηκαν σ έναν τόμο πρακτικών που ευγενικά παραχώρησε σε κοινή χρήση ο εκ των διοργανωτών του Συμποσίου Θεοδόσης Πελεγρίνης (Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών).
Μεταφέρουμε, αυτούσιο το κείμενο του Μάνου, διατηρώντας  _εννοείται, ατόφια τη σύνταξη και την ορθογραφία του.

Η λιποθυμία των λέξεων
_πάνω σε πέντε γραμμές

Θέλω να φλυαρήσω αλλά οικοδομημένα, σε μιαν αυθαίρετη - αν θέλετε - διαδρομή συλλογισμών και συμπερασμάτων, όπου οι λέξεις που θα μεταχειριστώ, θα μιλάν για τις λέξεις που δεν τολμώ να μεταχειριστώ και που, τέλος, δεν πρόκειται να ολοκληρώσουν ένα θέμα, ένα κείμενο, που να φωτίσει εσάς που θα μ' ακούσετε περισσότερο απ' όσους δεν μ' ακούσουν.

Τότε θα πείτε, γιατί μιλώ. Γιατί δεν έχει νόημα να σου λένε μίλησε κι εσύ να μη μιλάς - πρώτον. Δεύτερον, γιατί είναι πειρασμός ν' αποφασίσεις να μιλήσεις χωρίς να ’χεις να πεις κάτι σοφό ή διαφωτιστικό ή κάτι τέλος πάντων που να σου καίει τα σωθικά και να πρέπει με κάθε τρόπο να ειπωθεί στους άλλους. Και τέλος, γιατί μ' ενθουσιάζει η ιδέα να μιλήσω για λέξεις, που ξαπλώνουν με ηδυπάθεια για να παντρευτούν τους ήχους, ειδικά τακτοποιημένους κι αποκλειστικά συνταιριασμένους γι' αυτές.

Εδώ πρέπει ν' αποκαλύψω πως όταν οι λέξεις έρχονται σ' επαφή μ' αυτό που λέμε Μουσική, πριν απ' όλα λιποθυμούν, ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενέργεια, κίνηση, ζωή. Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας. Πρέπουσας ή απρεπούς. Κατάλληλης ή ακαταλλήλου.

Εγώ όμως θα σας μιλήσω για την πρέπουσα και κατάλληλη. Γι' αυτήν που θα ταιριάξει άρρηκτα με τις λέξεις, έτσι που δύσκολα θα τις διαβάζει κανείς μετά, χωρίς ν' αργοκυλά στον νου του το μελωδικό τους ντύσιμο. Μια και η λέξη όταν την πολιορκεί η Μουσική, λούζεται την παρθενική της χάρη και δίχως δική της ρυθμική αγωγή, μένει γυμνή έτσι καθώς ξαπλώνει στο κρεββάτι των «πέντε γραμμών», για να την κάνει δική του ο μουσικός.

Απορρίπτει τη σκόνη από την καθημερινή της χρήση και ξαναπαίρνει την αρχική της πρόθεση, τη δύναμη της καταγωγής της. Για να συζευχθεί η λέξη με τη Μουσική, οφείλει να περάσει μεσ’ απ’ την κάθαρση της ποιητικής θεραπείας. Να αποκτήσει ποιητική υπόσταση - που σημαίνει, να ξαναβρεί αυτή την προαναφερθείσα «παρθενική χάρη» και ν' αποκαλυφθεί καινούργια, απρόοπτη, έτσι καθώς θα τοποθετηθεί πλάι σε άλλες καινούργιες κι απρόοπτες αναγεννημένες λέξεις. Γιατί - ο Ζίντ λέει - δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευτυχία απ' την ανάμνησή της. Το ίδιο και με τη λέξη. Τίποτα πιο άχρηστο κι οδυνηρό για μια καινούργια της παρουσία απ' την ανάμνηση των χρήσεών της. Η Ποίηση ξέρει να τη θεραπεύει. Εκείνη μόνο την αποκαλύπτει και τότε μόνο η Μουσική την δέχεται για σύντροφο παντοτινό. Η λέξη, είπαμε, πριν συζευχθεί τον ειδικώς τακτοποιηθέντα ήχο, γίνεται άμορφο σχήμα, σύνολο συλλαβών και φωνηέντων. Όμως σαν φράση-στίχος, σαν μια γραμμική σειρά λέξεων, διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της και οφείλει να τον διατηρήσει και η Μουσική. Κάθε αυθαίρετο ρυθμικό πλησίασμα της Μουσικής, που δεν παίρνει υπ’ όψη της την εσωτερική ρυθμική αγωγή του στίχου, κινδυνεύει να καταλήξει σε μιαν αταίριαχτη και προδομένη συνουσία. Κι έτσι παρουσιάζεται αυτή η ιδιότυπη αντίθεση λέξης και στίχου, στη μουσική τους μεταμόρφωση. Ενώ η λέξη οφείλει να ξαναρυθμιστεί απ’ τα «εξ ων συνετέθη», η φράση-στίχος διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της και τοποθετείται μες στη Μουσική, με μια αντίστοιχη ή σχετική ρυθμική μορφή.

Και με τη λέξη ξαναγεννημένη και τοποθετημένη σε μια ειδική αλλά πέρα για πέρα σχετική ηχητική σειρά, αρχίζει το τραγούδι. Μπορεί όμως να υπάρχει ένα τραγούδι χωρίς λέξεις; Σε μια πρώτη σκέψη, όχι, δεν είναι δυνατόν. Όμως ο Μπρασένς λέει στο τραγούδι του «Η ομπρέλλα»:

Κάτω απ' τη σκέπη μιας μικρής ομπρέλλας
τι τρυφερό που είναι το τραγούδι της βροχής.

Αυτό το περιβόητο τραγούδι της βροχής την ώρα που τ' ακούς, βάζεις εσύ τις λέξεις - όποιες διαλέγεις, όποιες ταιριάζουν με τα αισθήματά σου εκείνης της στιγμής. Αν είσαι λυπημένος, γίνεται το τραγούδι της βροχής θλιμμένο. Αν είσαι θυμωμένος, γίνεται θυμωμένο κι αν είσαι αισιόδοξος, χαρούμενος, το ίδιο κι η βροχή. Ένα τραγούδι που διαρκεί όσο τ' ακούς, όσο το σχηματίζεις. Μετά εξαφανίζεται μες στη βροχή.
Η λέξη παύει να υπάρχει μετά τη στιγμή που πραγματοποιείται το τραγούδι. Το ίδιο κι ο ήχος ο ειδικός που ταίριαξε στις λέξεις που γεννήθηκαν με τη βροχή. Δηλαδή η ίδια η βροχή. Ποιός είναι ο ιδιοκτήτης της πνευματικής ιδιοκτησίας αυτού του αποτελέσματος; Ποιοί θα εισπράξουν ποσοστά απ' την δημόσιά του εκτέλεση την ώρα της βροχής; Και σύμφωνα με του καιρού μας το σκεπτικό, δεν υπάρχει τραγούδι αν δεν υπάρχουν δικαιούχοι. Ας λέει ο Μπρασένς: «Κάτω απ' τη σκέπη μιας μικρής ομπρέλλας, πόσο τρυφερό είναι το τραγούδι της βροχής». Αυτό το τραγούδι, γεννήθηκε απ' τη βροχή και πήγε στη βροχή.

Μα ας γυρίσουμε στη λέξη και στις συνθήκες που επιβάλλονται για να συνυπάρξει μ' ένα μελωδικό σχήμα έτσι που να σχηματισθεί ένα τραγούδι. Μιλήσαμε για την ανάγκη της ποιητικής θεραπείας της λέξης από τη σκόνη της καθημερινής χρήσης. Αλλά δεν είπαμε και για τις λέξεις που είναι από τη φύση τους οριστικά χαμένες για τον κόσμο του τραγουδιού. Κι αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν οι δημιουργοί ή, καλλίτερα, οι αναδημιουργοί - συντελεστές του τραγουδιού.
Και ο Μπρασένς λέει σε μια συνέντευξή του: «Φεγγάρι ναι, σελήνη αστροναυτών όχι. Δεν χωράνε στο τραγούδι αυτές οι λέξεις, όπως δεν χωράνε οι λέξεις αεροπλάνο, αυτοκίνητο, στιλό. Κι αν θέλω να μιλήσω για το φως, ποτέ μου δεν θα πω τη λέξη λάμπα. Θα πω κερί, φανάρι». Και κάτι ακόμα που οφείλουν να το νοιώσουν οι νεώτεροι «συνθέτες» της αριστερής ιδιαίτερα παράταξης. Αν είναι δυνατόν ποτέ να το νοιώσουν, να το αντιληφθούνε.
Λέει ο Μπρασένς: «Η ζωή στις πολυκατοικίες, η εργατική πάλη είναι πράγματα πολύ ενδιαφέροντα. Μόνο που δεν γίνονται τραγούδι». Δεν το λέει μόνο ο Μπρασένς. Το λέει το ίδιο το τραγούδι. Γιατί ο μελωδός μοιάζει να λέει σαν τον  Έζρα Πάουντ, ή μάλλον παραφράζοντας τον Έζρα Πάουντ: «Εγώ θα πάω στο δάσος για να βρω τις λέξεις στεφανωμένες με πασχαλιές. Εγώ θα βαδίσω στο ξέφωτο για να πλησιάσω την πομπή των παρθένων-λέξεων, να τις στεφανωθώ»
(σσ. Έζρα Ουέστον Λούμις Πάουντ Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος _Μαζί με τον Τ. Σ. Έλιοτ, θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του αγγλοαμερικανικού λογοτεχνικού ρεύματος του Μοντερνισμού. Οκτ- 1885, Hailey, Αϊντάχο \ 1η Νοε-1972, Βενετία)

Ο μελωδός είναι ο ιεροφάντης των Θεών, ο εκπρόσωπος των ανθρώπων, που μεριμνά ασκούμενος να εκμαιεύσει και να εκφράσει την ευαισθησία του καιρού, κι όχι να κολακεύσει τις συνήθειες καιρών μα και μαζών. Γι' αυτόν, ένα τραγούδι είναι ιερό κείμενο που περιέχει τας γραφάς, τας εντολάς μα και τα μέλλοντα. Κι ύστερα μεθυσμένος θ’ αποθάνει. Σαν τον Λι Πο, που ζητούσε ν’ αγκαλιάσει ένα φεγγάρι μέσα στο Κίτρινο Ποτάμι. Και πνίγηκε (σσ. Λι Πο ή Λι Πάι _701-762μΧ. ήταν Κινέζος ποιητής, αναγνωρισμένος ως μία ιδιοφυής και ρομαντική προσωπικότητα που εξύψωσε παραδοσιακές ποιητικές φόρμες).

Το κύρος των ήχων και των λέξεων να μη χαθεί - είναι μια άλλη προσταγή του τραγουδιού. Το κύρος των ήχων κινδυνεύει σαν πλησιάζουνε τη λέξη εγωιστικά. Όπως και η λέξη, όταν δεν παραδίδεται ελεύθερη να πάρει την καινούργια της μορφή, αλλά παραμένει άκαμπτη και δύσκολη στη σύζευξή της με τη Μουσική.

Για το κύρος των ήχων, υπάρχει μια ολόκληρη χρονική περίοδος που κάλυψε με ανυποληψία τις προσπάθειες των μελωδών, μες στις αυθαίρετες προσπάθειές τους. Όταν η Τέχνη της Μουσικής άρχισε να χωρίζεται σε σοβαρή και λαϊκή. Στις αρχές του αιώνα, που η προβληματική του μελωδού δεν ήταν το ποιητικό κείμενο αλλά ο εφευρετικός συνδυασμός καινούργιων ήχων και η φωνή έγινε ένα επί πλέον όργανο της ορχήστρας. Στην πρώτη εικοσιπενταετία του αιώνα μας. Οι δωδεκάφθογγοι. Με τα μεγάλα διαστήματα και τις φωνητικές ακροβασίες που είχαν σκοπό όχι την σύζευξη με τη λέξη αλλά την κάλυψη των ήχων με συλλαβές. Έτσι, για να μην λέει το στόμα μόνο φωνήεντα.

Για το κύρος των λέξεων πάλι, μέσα σ' ένα τμήμα ποιητικού κειμένου και για τη μουσική επιλογή τους, έχουμε ένα παράδειγμα. Ένα εξαίσιο, ξαφνικό και τολμηρό ποιητικό δείγμα απ' την Ακολουθία του Κοσμά του Αιτωλού. Ο «Οίκος», έτσι ονομάζεται το τμήμα της Ακολουθίας, αρχίζει:

Των Αποστόλων μιμητής
και Εκκλησίας στύλος
των Ιερέων καλλονή
και των Οσίων τύπος
(ως κοινωνήσας των αγώνων αυτοίς)
Ιεροµάρτυς αναδέδειξε.

Κάδε εκκλησιαστικός μουσικός, αλλά και κάδε λογικός, θα βασιζότανε στο ρήµα αναδέδειξε. Στον τελευταίο στίχο: «Ιεροµάρτυς αναδέδειξε». Αλλά εδώ έχουμε και µια πρόσθετη αίσθηση, πέρα απ' τη λογική σύνδεση κι ερμηνεία του ιερού κειμένου. Τη σύγχρονη αίσθηση των λέξεων «καλλονή» - «στύλος» - «τύπος» _ «μιμητής», όπου η φθορά τους βοηθά να µας δημιουργηθεί µια μοναδική εντύπωση έτσι καθώς είναι συζευγμένες µε τις παραδοσιακά εκκλησιαστικές λέξεις. 

Ο Μάνος της καρδιάς μας είναι πάντα εδώ

Των Αποστόλων - μιμητής. Της Εκκλησίας - στύλος. Των Ιερέων - καλλονή. Και των Οσίων - τύπος. Άραγε είταν µια έμπνευση, γέννημα τύχης και τόλμης ή µια στον και­ρό της λογική διαδικασία φραστική, που συνδυάζει µνή­µη και λεκτική λειτουργία; Πιστεύω στην τόλµη του κειμένου και στην διαχρονική ποιητικότητά του µες απ' τις ευτυχείς και εμπνευσμένες αυτές συζεύξεις. Είναι ποτέ δυνατόν ο µελωδιστής και νόµιµος βιαστής αυτού του κειμένου να τις αγνοήσει και να ρίξει το βάρος στο λογι­κό αναδέδειξε του Ιεροµάρτυρος; Αυτό το «αναδέδει­ξε» γίνεται δευτερεύον - θα ‘λεγεν ο Καβάφης. Ή µάλλον γίνεται επίλογος, για να καλύψει, να τελειώσει, τα όσα ο Ιεροµάρτυς αναδέδειξε.

Η πρέπουσα μουσική σύζευξη του κειμένου αυτού, μπορεί να γίνει πρέπουσα χωρίς να είναι και η κατάλληλος. Στον καιρό µας, κάδε εκδοχή μπορεί να υποστηριχθεί µέσω της καταλλήλου μουσικής. Και το συμπέρασμα διατυπώνεται καλλίτερα έτσι: Και η κατάλληλη μουσική, μπορεί και να µην είναι η πρέπουσα, αρκεί να θεμελιώνει την επιδιωκόμενη εκδοχή. Αυτήν που επιζητεί ο βιαστής κι ερμηνευτής-συνθέτης. Αν και για να επιδιώξεις σ' ένα κείμενο μια ιδιότυπη προσωπική ερμηνεία, χρειάζεται πρώτ’ απ' όλα να διαθέτεις μια προσωπική άποψη για το θέμα που κυριαρχεί ή διαπερνάει το ποίημα. Κι ακόμα, να διαθέτεις μιαν επίσης ιδιότυπη και προσωπική γλώσσα στη Μουσική. Με δυο λόγια χρειάζεται, να ’σαι λιγάκι ... ιδιοφυής. Διαφορετικά, είναι αλήθεια, ακόμα και την ορθόδοξη ερμηνεία αν χειριστείς, πάλι αδιάφορος θα ‘σαι κι ως προς το ποίημα κι ως προς τη Μουσική και ως προς το μελωδικό σου αποτέλεσμα. Πολλές φορές, όσον καιρό δουλεύω ένα ποιητικό κείμενο, μερόνυχτα μ' απασχολούν οι λέξεις ή μια λέξη καθοριστική για την πορεία του στίχου. Και μου ‘ρχονται στον νου τρεις στίχοι από μια ωδή του Κάλβου:

Αυτού, του Ομήρου εδίδασκες
τα δάκτυλα να τρέχουσι
με την ωδήν συμφώνως.

Αυτό το «να τρέχουσι με την ωδήν συμφώνως», είναι νομίζω και η ουσία αυτής της γαμήλιας τελετής, όπου συνβρίσκονται λέξη και μελωδία, συνθλίβοντας και οι δυο την αυταρέσκειά τους και την ανεξαρτησία τους, καθώς υπηρετούν μια καινούργια αίσθηση «ζωής» που με την επιβολή της, καταφέρνει να εξαφανίσει την καταγωγή και το ανεξάρτητο περιεχόμενο των γεννητόρων. Αυτό το «να τρέχουσι με την ωδήν συμφώνως» είναι ασφαλώς η διαδικασία. Το τραγούδι, είναι το αποτέλεσμα με την καινούργια ζωή και με το φορτισμένο περιεχόμενο και των δυο παραγόντων που το γέννησαν. Ενώ παράλληλα, επέρχεται η εξουδετέρωση των συζευχθέντων και η αδυναμία να σταθούν σαν ανεξάρτητοι και χωριστοί παράγοντες. Το μελωδικό σχήμα μόνο του, υποβάλλει τη λέξη. Και η λέξη μόνη της υποβάλλει τη μελωδία.

Ένα μεγάλο ερώτημα απομένει. Το πώς μια τέλεια σύζευξη λέξης και μουσικής γίνεται μια καινούργια τρίτη ζωή, πέρ’ απ’ τη λέξη πέρ’ απ’ τη μουσική, με την ενεργητική συμπαράσταση της ανθρώπινης φωνής.

Και είναι δυνατόν ένα αποτέλεσμα μισό, ένα αποτέλεσμα άτεχνο, εφήμερο, να υποτάξει την ανθρώπινη φωνή; Πώς θ' αντιδράσει η φωνή; Θα μεταβιβάσει, θα εκπέμψει το μήνυμα ή θα σωπάσει ή θα μπερδευτεί; Κι αν μπερδευτεί, είναι από υγεία, μπροστά στον βιασμό από μια ανεπιθύμητη άστοχη μουσική, ή από σοφία, για ν' αποκρύψει απ' τ' αυτιά των ασεβών αυτό το θεϊκόν, που η Τέχνη το κρατά εις τους αιώνες μυστικό; Και για παράδειγμα: Μια Κυρία θέλει να τραγουδήσει. Είναι όμορφη και κρατά στο χέρι της τριαντάφυλλα κομμένα από τον κήπο της. Βρίσκει συνθέτη, βρίσκει στιχουργό και της γράφουν τραγούδια όμορφα, ευγενικά και εκπαιδευτικά. Πάει να τα πει, πάει να τα τραγουδήσει. όμως τα λόγια μπερδεύονται στο στόμα της, κατρακυλάν μες στα τριαντάφυλλα, αυτά μαδάν και χύνονται, σκορπίζονται στο δάπεδο. Καταστροφή. Δεν βγήκε ούτ’ ελάχιστη φωνή από το στόμα της Κυρίας, και το αποτέλεσμα των τραγουδιών - είτανε όμορφο, ευγενικό και επί πλέον εκπαιδευτικό; - έμεινε δια παντός ένα αιώνιο μυστικό, τόσο που να ρωτάει κανείς: Υπήρξεν η Κυρία αυτή, υπήρξαν τα τραγούδια της, ή είταν αποτέλεσμα μύθου και φαντασίας, καθώς κι όλα τα λόγια, οι λέξεις, που κύλησαν στο δάπεδο και χάθηκαν οριστικά;

Έγινε τάχα ο γάμος ο τελειωτικός, ο επιτυχής των στίχων και της μουσικής - των στίχων δια της καταλλήλου μουσικής -, ή είταν μια πρόφαση το μπέρδεμα, να καλυφτεί η απειρία του μουσουργού για η ατεχνία του ποιητή; Ή πάλι, το αποτέλεσμα αυτό που δεν εφάνη, δεν ακούστηκε και που δεν θ' ακουστεί ποτέ, είταν το τμήμα εκείνο του τραγουδιού που δεν έπρεπε ν' ακουστεί; Αυτό, που θα γινόταν στους αιώνες μυστικό της Τέχνης και του δημιουργού; Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως ένα έργο Τέχνης, περιέχει πάντα και ένα τμήμα, που δεν μπορεί ποτέ ν' αποκρυπτογραφηθεί. Ποτέ να γίνει νοητό και φανερό στους ασεβείς, γιατί θα είταν ύβρις, με την αρχαία έννοια της λέξης. Κι εδώ ίσως βρίσκεται το μυστικό της διαχρονικότητας στη μεγάλη Τέχνη. Γιατί, «η βασίλισσα», όπως λέει ο Ρεμπώ, «η Μάγισσα δε θα μας ιστορήσει ποτέ αυτά που εκείνη ξέρει και εμείς δεν ξέρουμε». Μια επικοινωνία μισή, μ' ένα μισό καλά φυλαγμένο μυστικό, για τους αιώνες. Μήπως αυτό είναι η Τέχνη και η περιπέτειά της μες στο ανθρώπινο γένος; Λέξεις. Που δεν εννοούν να λιποθυμήσουν και μας κρατάνε ξάγρυπνους μέσα στο άγχος των καιρών. Βλέπετε, τα προβλήματα θέλουν άλλες διαδικασίες. Γι' αυτά, δεν υπάρχει Μουσική, ούτε μελωδικοί σχηματισμοί για να τ' αρπάξει. Όλες οι λέξεις δεν λιποθυμούν. Πολλές αντιστέκονται και μας τυραννούν. Κι αυτή η τυραννία, δεν είναι των ασεβών, αλλά των γνήσιων δημιουργών.

Αυτά για τις λέξεις και για τις ιδιότυπες «ερωτικές» συνήθειές τους .. Άλλα δεν έχω να σας πω, προς το παρόν. Ίσως ξαναμιλήσουμε, αν δεν βυθιστώ κι εγώ ζαλισμένος σε κάποιο κίτρινο ποτάμι, προσπαθώντας ν' αγκαλιάσω ένα φεγγάρι.

05 Δεκεμβρίου 2022

Ο Δεκέμβρης με τον δικό μας νου και ψυχή…

Αυτές τις μέρες του Δεκέμβρη –ο νους και η ψυχή μας πάει πίσω 78+χρόνια ξεκινώντας από τον Οκτώβρη 1944, όταν από την Καισαριανή, το Βύρωνα, το Κατσιπόδι ξεκινά μεγάλη διαδήλωση για να γιορτάσει την απελευθέρωση της Αθήνας και μια βροχή από σφαίρες και χειροβομβίδες την ανακόπτει καθώς οι δολοφόνοι συνεργάτες των Γερμανών πυροβολούν ενάντια στον άοπλο λαό από τα ξενοδοχεία της Ομόνοιας… και τελειώνοντας –τυπικά 29 Δεκέμβρη όταν «Οι στασιασταί ημύνθησαν μετά λύσσης γνωρίζοντες ότι η πτώσις της ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ θα εβάρυνε πολύ εις την εξέλιξιν του συνόλου του αγώνος των Αθηνών και κυρίως επί του ηθικού των»

Αυτά με τον δικό μας νου και ψυχή…

Και πιο πίσω στον Πέτρο να θυμάται πως πέθανε το τριζόνι του και εννιά χρονών, να  βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, μέσα από έναν μεγάλο περίπατο – μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, τα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών, αλλά και της ΕΑΜικής Αντίστασης και συνέχεια την εποποιία των αλύγιστων της ταξικής πάλης.

1940: ο εννιάχρονος Πέτρος είναι λυπημένος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Η αδερφή του, Αντιγόνη, του δίνει ένα κουτί για να το θάψει. Δεν προλαβαίνει, όμως. Ξημερώνει 28η Οκτωβρίου και τον Πέτρο ξυπνούν οι σειρήνες του πολέμου. Η ζωή του ανατρέπεται. Το σχολείο κλείνει, ο θείος Αγγελος πάει στο μέτωπο, η μαμά του μετρά τα τρόφιμα... Ο Πέτρος ζει τη νίκη κατά των Ιταλών φασιστών, μετά την εισβολή των Γερμανών, την κατοχή και την πείνα. Με δυο φίλους του διαδηλώνει και γράφει συνθήματα στους τοίχους. Γνωρίζει τον αγωνιστή Αχιλλέα και την Δροσούλα και εντάσσεται κι αυτός στην Αντίσταση.

Ο Πέτρος είναι ένα παιδί της Κατοχής, είναι αληθινό παιδί, που έζησε και μεγάλωσε στα μαύρα εκείνα χρόνια. Και στην πραγματικότητα είναι πολλά παιδιά, δεν είναι μονάχα ένα, είναι παιδιά που, τώρα πια, έχουν γίνει παππούδες και γιαγιάδες, όσα από αυτά επέζησαν, δηλαδή, την εφιαλτική εκείνη εποχή που ο Πέτρος έκανε τον περίπατό του, όλα τα παιδιά που θα μπορούσαν να είναι ο Πέτρος…

Αυτά με τον δικό μας νου και ψυχή…

Από την άλλη κάποιοι –από τη σκοπιά τους, προβάλουν και ξαναπροβάλουν το editorial του περιοδικού «Το Τέταρτο», τ.3, Ιούλιος 1985 – Δια χειρός Μάνου Χατζιδάκι

«Τα παιδιά της γαλαρίας» είναι μια φημισμένη ταινία του Καρνέ. Τα δικά μας παιδιά της γαλαρίας είναι –λένε, κάπως διαφορετικά (…). Τα όνειρα σε τούτα τα παιδιά υπήρξαν κυρίαρχα, σημαντικά και διαψευσμένα.
Στον καιρό της Κατοχής τα μετέπειτα παιδιά της γαλαρίας ζούσαν απάνω στη σκηνή και παίζανε το ρόλο τους, τον όποιο ρόλο τους, έστω και τον πιο μικρό, με αυταπάρνηση, με το αίμα τους, με τη ζωή τους, χωρίς καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, χωρίς προοπτική ανταλλάγματος. Μ’ ένα μονάχα στόχο, την επαλήθευση ενός επίμονου ονείρου. Και ήταν το όνειρο για μια ελεύθερη ζωή σχηματισμένη μακριά από απάνθρωπους νόμους, από ανάλγητους κρατικούς μηχανισμούς, από εξορίες και φυλακές και εκτελέσεις. Τίποτα δεν έγινε αλήθεια. 
Μετά τον πόλεμο κυβέρνησαν τον τόπο ξανά φθαρμένοι άνθρωποι, ανίκανοι να συλλάβουν έστω και στο ελάχιστο απ’ ότι γεννιόνταν κείνο τον καιρό κι αναρριγούσε ολόκληρο τον κόσμο.
Εάν μας λέγαν τότε μερικά από τα ονόματα που κυβερνήσανε κατόπιν ότι θα ξανάβγαιναν στην πολιτική σκηνή να διαφεντέψουνε τη χώρα μας, θα γελούσαμε δίχως τελειωμό με την καρδιά μας. Γιατί πιστέψαμε βαθιά μέσα μας πως όλα αυτά τα ονόματα ήσαν φαντάσματα του παρελθόντος, απόντα στα δύσκολα χρόνια που περνούσαμε, για πάντα απόντα από τον τόπο.
Κι όμως συνέβη αυτό. Ξανάρθανε τα φαντάσματα κι αρχίσαν να πλαστογραφούν γι’ άλλη μια φορά την ελληνική ιστορία. Και τα παιδιά που πολεμήσανε κι ονειρευτήκανε, γίναν παιδιά της γαλαρίας, όσα δεν διώχτηκαν και δεν εξαφανίστηκαν στις φυλακές και στα ξερά νησιά του Αιγαίου (κλπ...)

Με τον δικό μας νου και ψυχή δεν πιστεύουμε σε αταξικούς απάνθρωπους νόμους, ανάλγητους κρατικούς μηχανισμούς & φαντάσματα που σβήνουν (τα ήδη μισοσβησμένα) τελευταία ίχνη του εμβληματικού μυθιστορήματος της Άλκης Ζέη.  

Επιθεώρηση Τέχνης- τ100_1963  (10ετία 1960)

·       Είμαι ο Νίκος.

·       Ποιος Νίκος;

·       Ο Γρηγόρης!

Τότε κατάλαβε η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε τώρα δα ο Γρηγόρης!… Της μιλούσε αργά αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως έκανε και τότε…
Η ιδέα ήτανε της Μαρίας, εξηγεί εκείνος, να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά συντροφιά… Κλείνουν είκοσι χρόνια.

Ύστερα η φωνή του γίνεται πιο βαθιά:
-Όσοι μείναμε…
-Θα προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.
Από την άλλη μεριά έφτασε σίγουρη η φωνή:
-Σε περιμένουμε, λοιπόν.

Η Λία κατέβασε το ακουστικό κι ύστερα άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έσυρε την πολυθρόνα κοντά στο μπαλκόνι και κάθισε με τον ήλιο κατάφατσα. Μία με μιάμιση. Αυτή η ώρα ήταν καταδικιά της. Η υπηρέτρια πάει να φέρει τη μικρή από το σχολείο κι ο Τάκης δε γυρίζει το μεσημέρι. Τότε μπορεί η Λία να κάθεται και να συλλογιέται. Κι είχε ένα σωρό πράγματα να συλλογιστεί. Πριν από λίγες μέρες έκλεισε τα τριάντα εφτά. Δεν είναι που γέρασε· ούτε μια άσπρη τρίχα δεν έχει. Ένιωσε μόνο, ξαφνικά, σαν να βαρέθηκε. Παρέες, εκδρομές, η συναυλία της εβδομάδας, πού και πού καμιά πρεμιέρα στο θέατρο… Δεκατέσσερα χρόνια τώρα, από τη μέρα που παντρεύτηκε… Το δίπλωμα της βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο, στο πατρικό της σπίτι. Για το νοικοκυριό, για το παιδί φροντίζει η μητέρα του Τάκη. Έτσι είχε ένα σωρό καιρό ελεύθερο. Βαρέθηκε… αυτό είναι. Μόνο ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα την έσωζε. Καινούρια μέρη, καινούριοι άνθρωποι. Κάτι ν’ αλλάξει… Συλλογιότανε τη ζωή της με τον Τάκη -αγάπη υπάρχει, δεν μπορείς να πεις. Συλλογιότανε την κόρη της, που μόλις είχε πατήσει τα δεκατρία κι έκανε σκηνές να την αφήσουν να βάλει ψηλά τακούνια. Μόνο εκείνο το κορίτσι των δεκαεννιά χρονώ, τη Λία του ’42, ήταν που δε συλλογιότανε καθόλου. Θαρρείς και διάλεξε την ώρα ο Γρηγόρης -μία και μιάμιση- να τηλεφωνήσει.

Τώρα ο Γρηγόρης είναι πάλι έξω. -Ως πότε;
Αν τον είχε παντρεφτεί, θα γυρνούσε κι αυτή, σαν τη γυναίκα του Πέτρου, από σπίτι σε σπίτι, να ζητάει να πάει παιδιά περίπατο. Είχε έρθει και σε κείνη, μα ή Λία φοβήθηκε.

Ή πολυθρόνα πού κάθεται είναι ολοκόκκινη και μαλακιά. Του Τάκη του αρέσει, όταν μελετάει κανένα καινούργιο σχέδιό, να τη βλέπει αντίκρυ του, καθισμένη στην πολυθρόνα της. Εκείνη πλέκει, διαβάζει ή δεν κάνει τίποτα. Όταν τελειώσει ο Τάκης, πίνουν ουίσκι κι ακούνε Βιβάλντι. Άλλη είναι ή ζωή τής Λίας τώρα. Καλλίτερα νά μήν πάει αύριο. Τώρα πιά, τά παλιά πέρασαν... Ούτε θά προσέξουν πώς δεν πήγε... αν μαζευτούν πολλοί... Τότε, άμα δεν ερχόταν κα¬νείς, αγωνιούσαν. Πιάστηκε; Έπεσε σε μπλόκο; Τώρα, αν λείψει κάποιος, θα πούνε απλά: «Κάτι θα του τυχε» και δε θα ξαναμιλήσουν πια για την απουσία.

Κοντεύει μιάμιση. Λίγα λεπτά της μείνανε ακόμα της Λίας για να συλλογιέται. Δε θέλει τίποτα να θυμηθεί. ’Ίσως ήταν καλά, πού τόσον καιρό δε συλλογιόταν... Είπε να σκεφτεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη... Άραγε ο Κρίτωνας τραγουδά ακόμα μουρμουριστά, όλη ώρα, τζαζ;... Η Λία απόμεινε ασάλευτη στην πολυθρόνα της. θαρεί πώς κι αυτή ή ανάσα της σταμάτησε. Τη μούδιασε κάτι σαν πανικός. Δε πάει αύριο! Όχι! θα πάει στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Ρώμη!... Μα όταν γυρίσει;... θα πρέπει να βγει ξανά στους δρόμους της Αθήνας... θα περνά έξω από το Πανεπιστήμιο... θα κατεβαίνει στην οδό Ερμού... θα βρεθεί, πόσες φορές!, στην οδό Μαυροματαίων, σε κείνο το πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου! Η Αθήνα, όσο και να ΄λλαξε, έχει γωνιές πού έμειναν οι ίδιες, πού σε καλούν-και σου φωνάζουν: θυμάσαι! Κι αν ξεγελαστείς και θυμηθείς μια φορά...

Ένα λεπτό απόμεινε για να γίνει μιάμιση. Οι σκέψεις έρχονται τώρα μπερδεμένες στο μυαλό της Λίας, απανωτές... Έβγαλε τα παπούτσια της και προσπάθησε να βολευτεί, με τα πόδια διπλωμένα, πάνω στην πολυθρόνα.
Ο ήλιος πέφτει πάνω στις ασημιές αγκράφες των παπουτσιών της και τις κάνει να λαμποκοπάνε.

Η Λία θυμήθηκε το ’42, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο αυτοκινήτου για σόλα και χοντρές καφετιές κάλτσες με ρίγες… Είχε λιακάδα σαν και σήμερα. Καθότανε στο προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε μ’ απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της, δυο άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες πλεγμένες με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα πρόσωπα. Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες της ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σαν να τα ‘χει μπροστά της. Θυμάται ακόμα και τη μελανιά, που είχε στάξει από το στιλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα της Ματίλντε.
-Να τη βράσεις με τσουένι και θα φύγει το μελάνι, συμβούλεψε η Γιάννα, που καθότανε στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια της άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας, κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με κορδόνια και χακί κάλτσες γκολφ.

Απλωμένα στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με καλοκαιρινά πέδιλα και χοντρές κάλτσες. Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούρια του άρβυλα από την οδό Πανδρόσου.
Ύστερα είχαν έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι στα δικά της, δυο πόδια με λαστιχένια παπούτσια του μπάσκετ και μάλλινες κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι κοπέλες τσίριξαν χαρούμενα.

-Γεια σου, Γρηγόρη!
Ο Γρηγόρης άπλωσε τα μακριά του χέρια, σαν νά ‘θελε να τις αγκαλιάσει όλες μαζί.
-Γεια σας, αγάπες μου, είπε και τράβηξε τη Γιάννα παράμερα.
“Κι όμως η φωνή του είναι ολότελα σαν και τότε”, συλλογίστηκε η Λία μετά το τηλεφώνημα.
—Έσβησα το κοτόπουλο με κρασί, μισάνοιξε την πόρτα ή μητέρα του Τάκη.
—Καλά, λέει μηχανικά ή Λία και κοιτάζει τις γόβες της.

Ολοκαίνουργιες, αφόρετες σχεδόν, στέκονται απάνω στο χαλί, Έτσι όπως τις πρωτόχε δει στη βιτρίνα. Τις κοιτάζει και προσπαθεί, με απόγνωση και πείσμα, να διώξει τη σκέψη, πώς δε θα μπορεί πια να. αγοράζει τέτοιες γόβες, με μαλακό πετσί σα γάντι, χωρίς να της έρχονται στο νου τ’ Αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες…

Το έργο της Άλκης βέβαια αυτονομείται από τη μετέπειτα πολιτική της διαδρομή -ή μάλλον, για την ακρίβεια, αυτή η ίδια διάλεξε να αυτονομηθεί από το δικό της έργο, και τις ιδέες που εξέφραζε τον καιρό που έγραφε τον “περίπατο”. Αυτόν ακριβώς που εμείς κρατάμε ως διαχρονικά- χρυσή παρακαταθήκη, για την λογοτεχνία μας και όχι μόνο…