«Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα. Από κει και πέρα οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε».
Δύο στενοί φίλοι, ο Ευγενής Βενετός και ο Άρης Βεργωλής, μοιράζονται τη φτώχεια και την απελπισία και φουντώνουν από αγανάκτηση για την αδικία που κυβερνάει αυτό τον κόσμο, προσπαθώντας να την εξηγήσουν ο καθένας απ' τη μεριά του. Κάποτε θα συναντήσουν τυχαία -ή μήπως όχι;- τον γερο-Ραματά. Αυτός, στον παλιό καφενέ του, θα γίνει ο πατέρας τους, συντροφεύοντάς τους καθώς θα έρχονται αντιμέτωποι με τις επιλογές τους. Ώσπου μια μέρα θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φούγιας, "Για λίγο ουρανό", που χωρίς να το περιμένουν θ' αλλάξει τελικά τη ζωή τους. Πρόσωπα που θα τα φέρει κοντά η τύχη, ίσως και το πεπρωμένο, τα οποία ανακαλύπτουν πως τελικά «οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος»...
«Νύσταξα
να σε καρτερώ, έρωτα, και να λειώνω
μπρος στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα, έστω, πρωί,
χίλια θε να 'δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!»
Τον Απρίλη του '40 ένα γράμμα ήρθε να με βρει. . . αποστολέα δεν είχε. . . Ήταν γραμμένο με απόγνωση - ένα χέρι που υψώνεται απ' το νερό ζητώντας βοήθεια. . . Με παρακαλούσε να σώσω όλα τα σαν και κείνην πλάσματα που χάσανε την ελπίδα τους, να ρίξω λίγο φως στο δρόμο που πήραν ολομόναχα. . . Την αντάμωσα το άλλο πρωί. Ήταν ένα πουλί με λερωμένα φτερά, που με περίμενε να σπάσω τα κάγκελα του κλουβιού του. Την έλεγαν Φούγια...
«Οι κερασιές θ
ανθίσουν και φέτος… και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα, και
μοσκοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα. Όπως το περασμένο, όπως το περσινό κι
όπως το τωρινό καλοκαίρι… κι όπως κάθε καλοκαίρι όσο θα υπάρχουν στον κόσμο
καλοκαίρια και κερασιές.
Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα
στόματα.
Μα τα κεράσια και τα στόματα, μα τα καλοκαίρια και τ’ άνθη – όλη αυτή η
πλουμιστή λιτανεία του καιρού- για κείνον έγιναν ό,τι έγιναν κι ό,τι είναι για
να γίνουν, γιατί χωρίς αυτόν δε θα χρειαζότανε αυτή η μοσκοβολημένη γιορτή της
ζωής, ούτε ο ήλιος για να τη χρυσώσει, κι ούτε κι ένα νεανικό χέρι να τη
γράψει.
Οι κερασιές θ
ανθίσουν και φέτος, για να τις χαρούν τα στραφτερά μάτια, να τις μυρίσουν οι
νέες αισθήσεις και για να στεφανώνουν στιλπνά μέτωπα κι ολόμαυρα κεφάλια.
Οι κερασιές θα καρπίσουν και φέτος, για να δροσίσουν διψασμένα χείλη και να
στολίσουν ρόδινα αφτιά και καπελίνα.
(…)
Τώρα η παλιά άνοιξη έμεινε πολύ πίσω και μια καινούργια φουσκώνει μέσα στους
χυμούς.»
Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουνε με άνθη το παρτέρι.
Πικρή που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!
Άνοιξε το
παράθυρο στην πρωινή γιορτή,
για νάμπουν οι μοσκοβολιές από το περιβόλι.
Αχ, κάθε του τριαντάφυλλο και μια πληγή από βόλι,
είναι για σε, ποιητή!
Πικρή που
είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!
Κουράστηκα
να σε καρτερώ, Έρωτα, και να λιώνω,
πα’ στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μ’ αν ήτανε να ‘ρχόσουνα για ένα έστω πρωί
χίλια θε να ‘δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!
Πικρή που
είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!
Πολλές
στάθηκαν, αγαπητέ αναγνώστη, οι περιπέτειες αυτού του βιβλίου που κρατάς στα χέρια
σου. Άρχισε να γράφεται το ’40 για να διακοπεί το ’41 με την εισβολή των
Γερμανών. Συνεχίστηκε μετά το ’42 και τελείωσε το ’43. Ένα χρόνο όμως αργότερα
κάηκε σ’ ένα μπλόκο. Nέο γράψιμο ξανάρχισε το 1947, μα οι νέες περιπέτειες του
συγγραφέα του το πήραν μαζί τους.
Ξανάρχισε να γράφεται το ’53 όταν κάποιες καλές μέρες άρχιζαν ν’ ανατέλλουν.
Οι ελπίδες όμως
αυτές στάθηκαν απατηλές, γιατί –και βιβλίο και συγγραφέας– χάσανε το φως της
λευτεριάς. Tο 1955 άρχισε το τέταρτο και τελευταίο γράψιμο.
Το χιλιογκρεμισμένο γεφύρι δοκίμαζε να ξαναστηθεί. Και σήμερα μπαίνει στο
λιμάνι του τυπογραφείου.
Θα κάνει πια άραγε τώρα αποκεί πανιά;
Οι χιλιοφυλλορροημένες κερασιές θ’ ανθίσουν, επιτέλους, φέτος; Θα το δούμε...
O συγγραφέας τους δεν είναι προληπτικός. Αποφασίζει όμως να πιστέψει ότι αν,
ύστερα από τόσην Οδύσσεια, το πολύπαθο τούτο βιβλίο βρει λίγη γαλήνη σ’ αυτό
τον κόσμο, τότε ίσως τη συμμεριστεί κι ο δημιουργός του.
Το αρχικό
σχέδιο έμεινε άθικτο. Πολλά κεφάλαια ξαναμπήκαν ατόφια, αν και χρειάστηκε πολύς
βασανισμός της μνήμης. Εύχομαι κανείς ποτέ –συγγραφέας ή βιβλίο– να μη
δοκιμάσει αυτούς τους επάλληλους θανάτους και νεκραναστάσεις. Είναι πικρό.
Μ.Λ. -1956
Τον Απρίλη του
1940 ένα γράμμα με μολύβι ήρθε να με βρει σ’ ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας.
Το γύρισα να βρω τον αποστολέα· δεν είχε…
Οι κερασιές θ΄ανθίσουν και φέτος
Ο Ευγένης Βενετός και ο Άρης Βεργωλής, φίλοι αδερφικοί, συμπορεύονται στη φτώχεια, στην απελπισία, μα και στην αγανάκτησή τους για το άδικο του κόσμου, που προσπαθούν να το εξηγήσουν, ο καθένας με τον τρόπο του. Ώσπου θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φούγιας, που απρόσμενα θα αλλάξει την πορεία της ζωής τους. Πρόσωπα που θα τα συνδέσει η τύχη, ίσως και το πεπρωμένο, που θα ανακαλύψουν πως, τελικά, «οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος» Νύσταξα να σε καρτερώ, έρωτα, και να λιώνω, μπρος στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή! Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα, έστω, πρωί, χίλια θε να δινα πρωινά, να ζούσα εκείνο μόνο!
Ο
Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαθίστανται οικογενειακώς
στην Πέλλα. Στην εφηβεία του αναγκάζεται να εργαστεί ως λαντζιέρης, λούστρος,
ακόμη και στα έργα του Γαλλικού ποταμού. Στη Δ τάξη του Γυμνασίου αποβάλλεται
από όλα τα γυμνάσια της χώρας «για πολιτικούς λόγους». Έπειτα από μια οδύσσεια
μετακινήσεων, φτάνει στην Αθήνα όπου διορίζεται βιβλιοθηκάριος το 1938, τη
χρονιά που θα τιμηθεί και με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Την ίδια εποχή θα γίνει μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Στην Κατοχή θα
πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Στον Εμφύλιο
συλλαμβάνεται για εσχάτη προδοσία εξορίζεται στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη.
Το 1958 δικάζεται, καταδικάζεται και εκπατρίζεται έπειτα στο Βουκουρέστι το
1967 τού αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια, έως το 1976 που επιστρέφει στην
Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα πεθαίνει από καρδιακή προσβολή. Τα βιβλία του «πιο
πολυδιαβασμένου Έλληνα λογοτέχνη μετά τον Καζαντζάκη» μεταφράστηκαν σε πολλές
γλώσσες, ακόμη και στα κινεζικά και τα βιετναμέζικα.
(…)
Είχε όμως μια διεύθυνση. Ήταν γραμμένο με απόγνωση ένα χέρι που υψώνεται απ το νερό ζητώντας βοήθεια. Το διάβαζα ολόκληρη τη νύχτα. Με φώναζε με το μικρό μου όνομα, πιο πολύ όμως καλούσε σε βοήθεια έναν άνθρωπο. Με παρακαλούσε να σώσω όχι πια κείνην για κείνην ήταν αργά, μα να σώσω όλα τα σαν και κείνην πλάσματα, που χάσανε την ελπίδα τους, να ρίξω λίγο φως στο δρόμο που πήραν ολομόναχα. Bαριά αποστολή για ένα νέο συγγραφέα που ως χτες ήταν έφηβος. Ήξερα όμως και τότε τι ανελέητοι ανθρωποκυνηγοί είναι μερικές φορές οι άντρες, και το ξέρω ακόμα και τώρα ποια άγρια ενδοχώρα φωλιάζει μες στα σπλάχνα τους.
H γυναίκα είναι γι αυτούς σκέτη λεία, και πιο πολύ, η γυναίκα η ολομόναχη. Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που κορίτσια πέρασαν αυτόν τον ωκεανό της αγριότητας χωρίς να βραχούν. Θα έπρεπε να έχουν πολεμική ψυχή. Και πού να την έβρουν. H μικρή ναυαγός μου ήταν μια απ αυτές που παρακαλούσε να τη σώσω. Παιδιάστικη προσδοκία
«Σας λέω πατέρα, αδερφό, άντρα μου. Είστε η μικρή ελπίδα που έφτασε στο υπόγειό μου. Γράφω σε σας γιατί ξέρω πως πονέσατε, αν και, πολλές φορές, οι πιο άπονοι είναι αυτοί που πόνεσαν.
Μενέλαε, έχασα τα βήματά μου. Φοβάμαι να το φωνάξω δυνατά μη μ ακούσουν οι λύκοι και ξανάρθουν. Γι αυτό σας καλώ κρυφά. Ελάτε, αν και θα είναι ανώφελο. Είναι αργά. Δεν έχω πια δύναμη να κάνω ούτε και τη μικρή κίνηση της αναπνοής. Έπηξαν τα πόδια μου μες σε μια λάσπη που ξεράθηκε. Να βγω είναι αδύνατο. Μα κι αν ακόμα το πετύχαινα, θα πεφτα στην υγρή λάσπη, που είναι πιο γλιστερή»
Την αντάμωσα το άλλο πρωί. Ήταν ένα πουλί με λερωμένα φτερά, που με περίμενε να σπάσω τα κάγκελα του κλουβιού του.
Tην έλεγαν Φούγια Δεν ήταν πολύ αργά…
Μερος
1ο | Kεφ. 1ο
Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη
και φύλλα, και μοσκοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα. Όπως το περασμένο, όπως
το περσινό κι όπως το τωρινό καλοκαίρι κι όπως κάθε καλοκαίρι όσο θα υπάρχουν
στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές.
Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα
στόματα. Μα τα κεράσια και τα στόματα, μα τα καλοκαίρια και τ΄άνθη όλη αυτή η
πλουμιστή λιτανεία του καιρού για κείνον έγιναν ό,τι έγιναν κι ό,τι είναι για
να γίνουν, γιατί χωρίς αυτόν δε θα χρειαζότανε αυτή η μοσκοβολημένη γιορτή της
ζωής, ούτε ο ήλιος για να τη χρυσώσει, κι ούτε κι ένα νεανικό χέρι για να τη
γράψει.
Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος, για να τις χαρούν τα στραφτερά μάτια, να τις
μυρίσουν οι νέες αισθήσεις και για να στεφανώσουν στιλπνά μέτωπα κι ολόμαυρα
κεφάλια. Οι κερασιές θα καρπίσουν και φέτος, για να δροσίσουν διψασμένα χείλη
και να στολίσουν ρόδινα αυτιά και καπελίνα.
Ύστερα το βουερό καλοκαίρι θα μισέψει κι ο χειμώνας θα μας κυρτώσει τις ράχες, και θα χιονίσει θα χιονίσει αλύπητα πάνω απ τα κεφάλια μας. Κι όταν θα φύγει κι αυτός, οι κερασιές, ναι, θ΄ανθίσουν και πάλι, μα κάποιες απ τις νιφάδες του χιονιού του θα χουν ξεχαστεί στα μαλλιά μας
Τώρα η παλιά άνοιξη έμεινε πολύ πίσω και μια καινούργια φουσκώνει μέσα στους χυμούς. Μα τώρα είναι ακόμα μακριά. H πόλη είναι σκεπασμένη από χειμώνα. Οκνές τουλίπες από καπνούς και σύννεφα φυλλορροούνε πάνω στις στέγες. Όξω, μακριά, στα λευκά κρόσσια της μεγάλης κι άνοιαστης πολιτείας, ληθαργούνε τα φτωχόσπιτα με κλειστά τζάμια. Περιμένουν να ζεστάνει ο καιρός για ν ανοίξουν. Μα ο καιρός αργεί Γιατί όπου βασιλεύει η φτώχεια, ο καιρός αργεί, αργεί πάντα, πολύ.
Βέβαια οι σόμπες είναι γεμάτες καλοκαίρι, μα οι σόμπες χωρίς ξύλα είναι κρύα σίδερα, που παγώνουν τα λόγια και τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής. Όξω στους κήπους, οι κερασιές (που θ΄ ανθίσουν) τουρτουρίζουν τώρα γυμνές σαν τα ξυλιασμένα φτωχοκόριτσα. Ζητιανεύουν ένα ψίχουλο ήλιο, μια σταλίτσα ζεστή νοτιά. Κι ο ήλιος πίσω απ τα σύννεφα, χωμένος μέσα στις βαριές του γούνες, χαίρεται τη ζέστα του και τη γυαλάδα του, που ευφραίνεται σαν τον καλοταϊσμένο αφέντη. Κι όλα συμβαίνουν εκεί ψηλά, όπως συμβαίνουν εδώ χαμηλά. Μόνο που εδώ πεθαίνουν χωρίς να το θέλουν και να φταίνε, ενώ δεν πεθαίνουν διόλου, γιατί είναι αθάνατοι (πεθαμένοι). Εκεί πάνω δεν υπάρχει ζωή. Και δεν υπάρχει ούτε κι ευτυχία, γιατί δεν υπάρχει, επίσης, ζωή. Σ΄ αυτόν τον παραζαλισμένο κόσμο, που οι άνθρωποι ξεφυτρώνουν απ τη γη σαν τους ασπάλακες για να βλάψουν και να ξαναμπούνε στη γη, η συμφορά είναι παλιά όσο και το χώμα. O κόσμος όλος είναι ξεχειλισμένος από ασκήμιες που τις έκαναν οι άνθρωποι σε στιγμές που ξεχάσανε το θάνατο. Mα πίσω απ αυτή τη στοιβαγμένη αθλιότητα λάμπουν και μερικές ομορφιές οι λιγοστές ομορφιές που έκαναν κάποιοι άνθρωποι, οι μόνοι άνθρωποι που το ξεραν πως θα πεθάνουν. Αλλά εμείς τώρα δεν πρόκειται να μιλήσουμε για όσους ξέχασαν ή θυμήθηκαν το θάνατο. Θα μιλήσουμε για μερικά ανθρώπινα σπουργίτια που τα ξέχασε η ζωή, και που ξέχασαν κι αυτά κείνην. Αυτή τη στιγμή μπαίνουμε στη φωλιά τους. Από μέσα δεν ακούγεται τίποτα. Οι κάτοικοί της είναι άσημοι, καταθλιπτικά άσημοι, γιατί ποτέ δεν τα κατάφεραν να βλάψουν. Οι κάμαρές τους είναι μικρά άδυτα. Όλα είναι αμίλητα μέσα τους, και τα στόματα επίσης. Αν κολλούσες τ αυτί σου στην πόρτα τους, δε θ άκουγες τίποτα. Μερικές μόνο φορές ακούονται κάτι θροΐσματα παράξενα, σαν ξεφυλλίσματα ξερών φύλλων, ή κάτι πνιχτά συρσίματα ρούχων Και αραιά αραιά, κάποιο βαθύ, κρυφό στέναγμα ή κανένας ασθενικός βήχας. Και πάλι το θρόισμα και πάλι ο βήχας και πάλι η σιωπή, η μέχρι τρέλας σιωπή. Πώς ζούσαν; (Πού να το ξέρει κι αυτό κανείς; Δεν έβγαζαν ποτέ μιλιά.) Έμαθε κανείς ποτέ τι κάνουν μες στις μονιές τους τ΄αμίλητα αγρίμια; H αφέντισσα αυτού του αλλόκοτου σπιτιού, η κοσμοκαλόγρια κυρία Αυγή, δεν ήξερε περισσότερα απ τους άλλους.
Μουσική Σπύρος Σαμοΐλης
Ποίηση: Μενέλαος Λουντέμης
Ερμηνεία: Ισιδώρα Σιδέρη
Από το δίσκο "Κραυγή στα πέρατα" με 5 τραγούδια σε ποίηση Μ.Λουντέμη
-
Στον ίδιο δίσκο ο ποιητής διαβάζει στίχους του από το ''Είμαι καλά"
Κυκλοφόρησε το 1976 από την Lyra
με ερμηνευτές τον Χρήστο Στυλιανέα και την
Ισιδώρα Σιδέρη.
Το πρωί ένα ένα ξετρύπωναν απ τις κούρνιες τους τα παράξενα αυτά ζωντανά, χαιρετούσαν βουβά, κυλούσαν καμπουριασμένα στους διαδρόμους, κατηφόριζαν μουλωχτά τις σκάλες και ξεπροβάλλανε στο δρόμο. Φορούσαν ρούχα παλιά και παμπάλαιου συρμού. Τα παλτά τους ήταν κάποτε μαύρα, μα απ΄την πολυκαιρία έπαιρναν μια απόχρωση λαδιά προς το κροκάτο. Δεν ήταν ποτέ φρεσκοξουρισμένοι και ποτέ πολύ αξούριστοι. Το λεξιλόγιό τους ήταν μικρό και περιορισμένο σε τρεις μονάχα λέξεις: «Kαλημέρα καλησπέρα καληνύχτα». Καλή (μέρα σπέρα νύχτα), κι ας ήταν κι η μέρα κι η εσπέρα και η νύχτα κακή κι ανώφελη. Το φοβερότερο πάθος των ανθρώπων αυτών ήταν το κρύψιμο. Κρύψιμο απ΄τον κόσμο κι απ τον εαυτό τους. Zούσαν πίσω απ τη ζωή, σαν να κουβαλούσαν στις ράχες τους την ταφόπετρά τους. Ως κι η σπιτάρισσά τους, ακόμα ως κι αυτή, είχε κολλήσει την αρρώστια τους. Σαν να ήπιε μαζί τους κάποιο περίεργο φίλτρο που σκοτώνει τη διάθεση και αφαιρεί τη μιλιά. Ζούσε μαζί τους «υπό εχεμύθειαν», κουρντισμένη πάνω στο ίδιο τέμπο, συγκαταβατική, απαραξένευτη σαν να τα παν όλοι τους όλα, και να χόρτασαν και να τελείωσαν απ την πρώτη στιγμή που βρεθήκανε.
Το πρόσωπό της ήταν σπαρμένο από ολόκληρα διχτυωτά με ρυτίδες. Ήταν σχεδόν αφανισμένο απ αυτές, σε σχήμα που ζωγραφίζουν στους χάρτες τους ποταμούς με τα παρακλάδια τους, ή σαν τις σκασιματιές της απότιστης γης. Τα μάτια, επίμονα πρησμένα σαν να κοιμόταν ή να κλαιε διαρκώς πράματα απίθανα και τα δυο. Μα, πάλι, ποιος μπορούσε να ήταν σίγουρος; Και ποιος εκεί μέσα ήταν σίγουρος για τον άλλον, αφού ούτε για τον εαυτό του δεν ήταν; Στο περίεργο αυτό σπίτι παιζότανε μια πρωτάκουστη παντομίμα με νικημένους ιππότες. O καθένας τους κομπολόγιαζε τη δική του ζωή, σιγουρεμένος μες στους τέσσερις τοίχους του, ρουφώντας αχόρταγα και ένοχα την παρθενική μοναξιά του, απροσπέλαστος στην ξένη περιέργεια, άπληστος στην αποκλειστική της απόλαυση. Γύρω απ το σπίτι θρασομανούσε η λάσπη, μια θάλασσα από λάσπη. Kι αυτό, σαν το αφορεσμένο νησί, ησύχαζε με τα κατάκλειστα παράθυρά του, όπως ένα νυσταλέο ζώο του βάλτου που αγρυπνά ύπουλα με κλειστά τα βλέφαρα. Tη νύχτα φωσφόριζαν λίγο τα μάτια του, μα κατόπιν ξανάσβηναν και κείνο παραδινότανε, χωνευότανε μες στους νυχτερινούς ίσκιους και στην ίδια τη νύχτα. Το πρωί, για δυο στιγμούλες, άνοιγαν τα παράθυρά του και χασμουριότανε με όλα κείνα τα στόματα για δυο μόνο στιγμούλες. Σε λίγο τα παράθυρα πάλι ξανάκλειναν σαν να κλειναν έξω τον κόσμο. Τα πατώματά του ήταν τρία και τα γερασμένα του θεμέλια τα σήκωναν με φιλοσοφία και υπομονή, σίγουρα πως αυτά κάποτε θα κουραστούν και κείνα θα πέσουν. Κάθε πάτωμα είχε κι από τέσσερις κάμαρες με αριθμούς που ζωγράφισαν στην πόρτα τους με πράσινη λαδομπογιά. Στο ένα καθόταν ένας, στο δύο πάλι ένας, και στο τρία επίσης, και στο καθένα από ένας. Μόνο στο έντεκα του τρίτου η μονοτονία έσπαζε. Τα πράματα εδώ άλλαζαν. Τούτο το έντεκα ήταν η μόνη όαση του σιγαλού αυτού περιστεριώνα, ένας πνεύμονας, μια ευεργετική παραλλαγή μέσα στην άρρωστη μονοτονία. Το κατοικούσαν δυο σαραντάρηδες με μερικές γκρίζες πινελιές στους κροτάφους, εργένηδες, με βουνά από όνειρα κι από χαρτιά. Τα ρούχα τους κι αυτονών, παλιά, που σε μερικά τους σημεία εργάστηκε αλύπητα το βελόνι.
Το περίεργο είναι που οι δυο αυτοί άνθρωποι, που τόσο στενά έδεσαν τις τύχες τους, δεν είχαν τίποτε το κοινό μεταξύ τους. O ένας, λυγισμένος κάτω απ το βάρος των απατημένων ονείρων του, σκληρά μαστιγωμένος απ τη ζωή, παράδερνε μέσα στις τελευταίες του προσπάθειες κι ο άλλος, αλέγρος, ετερόφωτος, προικισμένος μ ένα εύθυμο πνεύμα, θαρραλέος, κεφάτος και χωρίς ανώφελες επιδιώξεις. O πρώτος έγραφε ανόρεξα, ο δεύτερος τον παρακινούσε με όρεξη. Zούσαν με το μισθό του ενός κι επειδή δεν τα φερναν βόλτα, ζούσαν κι αλλιώτικα πότε πουλώντας κάτι και πότε ξαναγοράζοντας «αυτό το κάτι» και ξαναπουλώντας το ακριβότερα. Πότε γράφοντας στα χρωματιστά περιοδικά «γνήσια» ισπανικά μυθιστορήματα, ή «αυθεντικές» ινδιάνικες παροιμίες, κι άλλοτε μονομερίτικα θεατρικά έργα που έπεφταν απ τη δεύτερη μέρα, κι άλλοτε μην κάνοντας τίποτα και κλαίοντας ή βρίζοντας απλώς τη μοίρα τους. Και σ όλο αυτό το διάστημα, και κάθε διάστημα, το «ένα», το «δύο» και το «τρία» και ολόκληρη η δωδεκάδα των αριθμών, βουλιαγμένοι μέσα στο λαβύρινθο της σιωπής τους, υπηρετούσαν την ασκητική θητεία της μοναξιάς τους και βάραιναν τον αέρα.
Οι άνθρωποι λοιπόν του έντεκα ήσαν δυο. Δυο μονάδες που έκαναν έναν αριθμό. Ένας Δον Κιχώτης κι ένας Σάντσος σε σύγχρονο μέγεθος με μοντέρνα περιβολή και παμπάλαια όνειρα. O Κιχώτης λεγότανε Βεργωλής, Άρης Bεργωλής, κι ο Σάντσος Eυγένιος Bενετός. O Σάντσος μιλούσε, μιλούσε. O Κιχώτης έγραφε, έγραφε, έγραφε… O πρώτος μιλούσε για να τρώει, ο δεύτερος έγραφε για να τρώει και δεν κατάφερναν κι οι δυο παρά ο ένας να φάει τον καιρό του κι ο άλλος τα νιάτα του. H νύχτα ήταν η προτιμημένη ώρα του Bεργωλή. Έγραφε, έσκιζε, ώσπου δεν είχε τι να σκίσει, κι αποκοιμότανε με θλίψη και στενάγματα αντίκρυ στο ντιβάνι, όπου ο γερός και ξένοιαστος φίλος του ροχάλιζε μελωδικά. Και δε θα ήθελε παρά να μπορεί να είναι τέτοιος. Πολλές απ αυτές τις νύχτες τύχαινε ο Βενετός να ξυπνήσει και τότε σαν τον έβλεπε να παραδέρνει άγρυπνος πάνω στα χαρτιά θύμωνε και τον κατσάδιαζε. Υποστήριζε πως όταν δεν έχει ή δεν μπορεί να κάνει τίποτα τη νύχτα, πρέπει να κοιμάται. Και τη μέρα και τη μέρα επίσης, όταν δεν μπορεί να κάνει ό,τι και τη νύχτα, να κοιμάται και τη μέρα. Και στην επιμονή του άλλου πως η έμπνευση έρχεται τη νύχτα, απαντούσε, με ανυπόφορη κυνικότητα, πως η έμπνευση δε βρίσκει το δρόμο την ημέρα και θα τον βρει τη νύχτα; H έμπνευση δεν είναι τυφλή! τον αντίκοβε ο άλλος.
Είναι, αγαπητέ μου, είναι. Αν δεν ήταν τυφλή, θα βλεπε πόσο έχουμε την ανάγκη της και θα ρχότανε O άλλος κουνούσε θλιβερά το κεφάλι. Έχουμε την ανάγκη της, γι αυτό δεν έρχεται.Σ αυτόν τον παραστρατημένο κόσμο μας λείπει ακριβώς εκείνο που θέλουμε. Μας λείπει, γι αυτό το θέλουμε! Αν είχαμε όσα θέλαμε, τι θα μας έλειπε; Κι αν δε μας έλειπε τίποτα, τι θα επιθυμούσαμε; Και τι αξία θα χε η ζωή χωρίς πεθυμιές; Όχι, να μου απαντήσεις! O άλλος τον κοιτούσε και σώπαινε. Είχε ένα ύφος μεμψίμοιρο, σαν του άρρωστου παιδιού που διώχνει τα φάρμακα που του δίνουν. Φυσικά, η έμπνευση, ούτε με τα παράπονα του ενός, ούτε με τους αφορισμούς του άλλου, ερχότανε. Και η λάμπα τη νύχτα έκαιε μάταια και μάταια το τραπέζι είχε χαρτιά και μελάνι.
H έμπνευση, αυτή η άπιαστη αλκυόνα, το ανήμερο αυτό πουλί, έχει την παραξενιά να διαλέγει τον κυνηγό του. Κι ο κυνηγός του πρέπει να χει χέρι γρήγορο και σταθερό, αλλιώς με την πρώτη άστοχη τουφεκιά σ αφήνει και πάει να βρει αλλού φονιά. Ήταν όμως και νύχτες που ο Βενετός, μόλο που ποτέ δε θα το περίμενε κανείς, φερνότανε αλλιώτικα, αλλόκοτα. Δεν έβγαζε μιλιά. Ούτε κουράγιο, ούτε επίπληξη. Άναβε τσιγάρο και καθόταν να παρακολουθεί αμίλητος το φίλο του με κάτι το απόκοσμο στο βλέμμα του. H μυστική και ανεξήγητη αυτή έκσταση κρατούσε ως το πρωί. Και το πρωί καμιά λέξη, κανένας υπαινιγμός πάνω σ αυτό. Τρώγανε κάτι στεγνό, αναθεματίζοντας τη φτώχεια, και κάνανε την πρωινή τους κυκλοφορία, ο ένας στις εφημερίδες, στα θέατρα, στους εκδότες κι ο άλλος στα χρηματιστηριακά γραφεία όπου δούλευε σαν «αντικριστής», για να μην αποκομίσουν τίποτα παρά μονάχα πικρίες, υποσχέσεις και σκώμματα. Και το βράδυ έφτανε, κι άλλο βράδυ περνούσε. Και τα λαμπρά σχέδια μες στα κεφάλια τους φύτρωναν το ένα κατόπι στ άλλο για να καταρρεύσουν με την ίδια σειρά και τάξη την επομένη.
Πλάι σ αυτό το έντεκα δωμάτιο υπήρχε, φυσικά, το δώδεκα. Αυτό το δωμάτιο δεν είδε ποτέ του αέρα και ήλιο. Έμοιαζε με μερικές κάμαρες πατριαρχικών σπιτιών, που οι άνθρωποι σωρεύουν μέσα τις αναμνήσεις τους, τις θάβουν, τις κλειδώνουν κι αφήνουν κάπου το κλειδί για να το φάει η σκουριά. Εδώ έγινε κάτι περισσότερο: O άνθρωπος θάφτηκε κι ο ίδιος μαζί με τις αναμνήσεις του. Εκεί μέσα υπήρχε μια ατμόσφαιρα πολλών, πάρα πολλών χρόνων, και μέσα σ αυτήν ένα παμπάλαιο ανθρωπάκι αρθριτικό και μισερό. Ήταν λευκό, μικροκαμωμένο και ήμερο. Δεν είχε ξεστομίσει ποτέ πικρό λόγο. Το επάγγελμά του ήταν πολυλογάδικο, φανφαρονικό ήταν ηθοποιός, μα εκείνος έμεινε άσπιλος μέσα σ αυτόν τον παραφουσκωμένο και ψεύτικο συρφετό, και μόνο τους καλύτερούς του ρόλους αγάπησε κι απ΄αυτούς μόνο τις καλύτερες φράσεις ξεδιάλεγε. H μνήμη του ήταν γεμάτη από μεγάλα λόγια. Όλα γι αυτόν, κι αυτός μαζί, ήταν παρελθόν. Ζούσε μες στις αναθυμιάσεις αυτού του παρελθόντος, με τους παλιούς του τρόπους και τα φερσίματα, αναπνέοντας έναν αέρα φορτωμένο απ την αποφορά των παλιών ρούχων, και πνιγμένον απ την παλιά του αναπνοή.Ο ένοικος της κάμαρας αυτής ήταν μια αμυδρή
έννοια ανθρώπου που έχασε οριστικά την προσγείωσή του με τη ζωή, ξεχασμένος
μέσα στις σελίδες του παλιού καιρού, αρκούμενος στο να μη λέει τίποτε και να
ζει με το τίποτε.
Αν τύχαινε να ξεστομίσει κάποτε κάτι, το λεγε περισσότερο προς τα μέσα του,
παρά για τους έξω ακροατές γιατί ακροατής του εαυτού του ήταν μόνο αυτός. Κάποτε,
στο θέατρο, τον παρακίνησαν να πει κάποιο κομμάτι από ένα ρόλο του. Τους
κοίταξε λυπημένος: «Δεν τους συγκινώσι τα παλαιά δράματα. Οι σημερινοί άνθρωποι
υποφέρουσι πλέον αλλέως. Άλλοτε έκαμνα εκείνους και έκλαιον Τώρα φοβούμαι πως
θα κλαύσω εγώ!». Κάπου και κάποτε μονάχα ιστορούσε κάποια αντιφεγγίσματα απ τις
παλιές του δόξες, μερικά μισοσβησμένα κομμάτια (που δεν τα πρόσεχε κανένας) απ
το παραμύθι της ζωής του, που ήταν εξαίσιο όπως όλα τα παραμύθια που είναι έξω
απ τη ζωή. H μέρα του περνούσε μέσα στη βαριά, ατέλειωτη σκοτεινιά της κάμαράς του,
και τη νύχτα, όταν κατακάθιζε η βουή των δρόμων, ξεπόρτιζε βιαστικά κι έτρεχε
στο θέατρο να προφτάσει την παράσταση. Μα ποιο θέατρο; Ποια παράσταση; Το
σανίδι είχε χρόνια και χρόνια ν ακούσει τη λαλιά του, γιατί 23 χρόνια και
χρόνια ήταν απόμαχος. Τι σημασία όμως είχαν όλα αυτά; Εκεί τον περίμενε η
χλαλοή, τα καρφώματα, τα σούρτα φέρτα των παρασκηνίων. Τον ηδόνιζε η μυρωδιά
της πομάδας, τον έθρεφε των καμαρινιών η μπόχα, η ρουχίλα, τον μεθούσε της
κουίντας το πασπάτεμα. Τα έργα αν τύχαινε να δει κανένα τα παρακολουθούσε
ανάποδα, από μέσα. Και αργά, στις μικρές ώρες, όταν έσβηναν τα φώτα, κινούσε
σαν μύστης κι έφτανε στον απομαχώνα του και κλειδωνότανε εκεί ως την άλλη
νύχτα. Και το σπίτι κοιμότανε, έξω απ το ρυθμό κι έξω απ την περιοχή της
εποχής, σαν ένα θρυμματάκι απ το πολυάνθρωπο τέρας της πολιτείας, που
αποσπάσθηκε απ το άρρυθμο και οργιαστικό ρεύμα της κι απολιθώθηκε στην όχθη του
Σαν ένα καράβι, που ταξιδεύει τρίζοντας και βογκώντας μέσα στον τυφώνα της
ζωής, έχοντας πλώρη το τέλος του κόσμου τραβώντας για μια πολιτεία άναρθρη και διαλυμένη
στο χάος που λέγεται: Συντέλεια…
Δείτε και ευτυχώς... ⏳ Το ρολόι του κόσμου δεν χτυπά ακόμη μεσάνυχτα !