Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μενέλαος Λουντέμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μενέλαος Λουντέμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15 Ιουνίου 2022

Οι κερασιές άνθισαν και φέτος –και του χρόνου και πάντα!

«Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα. Από κει και πέρα οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε».

Δύο στενοί φίλοι, ο Ευγενής Βενετός και ο Άρης Βεργωλής, μοιράζονται τη φτώχεια και την απελπισία και φουντώνουν από αγανάκτηση για την αδικία που κυβερνάει αυτό τον κόσμο, προσπαθώντας να την εξηγήσουν ο καθένας απ' τη μεριά του. Κάποτε θα συναντήσουν τυχαία -ή μήπως όχι;- τον γερο-Ραματά. Αυτός, στον παλιό καφενέ του, θα γίνει ο πατέρας τους, συντροφεύοντάς τους καθώς θα έρχονται αντιμέτωποι με τις επιλογές τους. Ώσπου μια μέρα θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φούγιας, "Για λίγο ουρανό", που χωρίς να το περιμένουν θ' αλλάξει τελικά τη ζωή τους. Πρόσωπα που θα τα φέρει κοντά η τύχη, ίσως και το πεπρωμένο, τα οποία ανακαλύπτουν πως τελικά «οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος»...


«Νύσταξα να σε καρτερώ, έρωτα, και να λειώνω
μπρος στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα, έστω, πρωί,
χίλια θε να 'δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!»

Τον Απρίλη του '40 ένα γράμμα ήρθε να με βρει. . . αποστολέα δεν είχε. . . Ήταν γραμμένο με απόγνωση - ένα χέρι που υψώνεται απ' το νερό ζητώντας βοήθεια. . . Με παρακαλούσε να σώσω όλα τα σαν και κείνην πλάσματα που χάσανε την ελπίδα τους, να ρίξω λίγο φως στο δρόμο που πήραν ολομόναχα. . . Την αντάμωσα το άλλο πρωί. Ήταν ένα πουλί με λερωμένα φτερά, που με περίμενε να σπάσω τα κάγκελα του κλουβιού του. Την έλεγαν Φούγια...

«Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος… και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα, και μοσκοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα. Όπως το περασμένο, όπως το περσινό κι όπως το τωρινό καλοκαίρι… κι όπως κάθε καλοκαίρι όσο θα υπάρχουν στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές.
Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα στόματα.
Μα τα κεράσια και τα στόματα, μα τα καλοκαίρια και τ’ άνθη – όλη αυτή η πλουμιστή λιτανεία του καιρού- για κείνον έγιναν ό,τι έγιναν κι ό,τι είναι για να γίνουν, γιατί χωρίς αυτόν δε θα χρειαζότανε αυτή η μοσκοβολημένη γιορτή της ζωής, ούτε ο ήλιος για να τη χρυσώσει, κι ούτε κι ένα νεανικό χέρι να τη γράψει.

Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος, για να τις χαρούν τα στραφτερά μάτια, να τις μυρίσουν οι νέες αισθήσεις και για να στεφανώνουν στιλπνά μέτωπα κι ολόμαυρα κεφάλια.
Οι κερασιές θα καρπίσουν και φέτος, για να δροσίσουν διψασμένα χείλη και να στολίσουν ρόδινα αφτιά και καπελίνα.
(…)
Τώρα η παλιά άνοιξη έμεινε πολύ πίσω και μια καινούργια φουσκώνει μέσα στους χυμούς.»

Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουνε με άνθη το παρτέρι.
Πικρή που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!

Άνοιξε το παράθυρο στην πρωινή γιορτή,
για νάμπουν οι μοσκοβολιές από το περιβόλι.
Αχ, κάθε του τριαντάφυλλο και μια πληγή από βόλι,
είναι για σε, ποιητή!

Πικρή  που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!

Κουράστηκα  να σε καρτερώ, Έρωτα, και να λιώνω,
πα’ στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μ’ αν ήτανε να ‘ρχόσουνα για ένα έστω πρωί
χίλια θε να ‘δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!

Πικρή  που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!


Πρόλογος της πρώτης έκδοσης

Πολλές στάθηκαν, αγαπητέ αναγνώστη, οι περιπέτειες αυτού του βιβλίου που κρατάς στα χέρια σου. Άρχισε να γράφεται το ’40 για να διακοπεί το ’41 με την εισβολή των Γερμανών. Συνεχίστηκε μετά το ’42 και τελείωσε το ’43. Ένα χρόνο όμως αργότερα κάηκε σ’ ένα μπλόκο. Nέο γράψιμο ξανάρχισε το 1947, μα οι νέες περιπέτειες του συγγραφέα του το πήραν μαζί τους.
Ξανάρχισε να γράφεται το ’53 όταν κάποιες καλές μέρες άρχιζαν ν’ ανατέλλουν.

Οι ελπίδες όμως αυτές στάθηκαν απατηλές, γιατί –και βιβλίο και συγγραφέας– χάσανε το φως της λευτεριάς. Tο 1955 άρχισε το τέταρτο και τελευταίο γράψιμο.
Το χιλιογκρεμισμένο γεφύρι δοκίμαζε να ξαναστηθεί. Και σήμερα μπαίνει στο λιμάνι του τυπογραφείου.
Θα κάνει πια άραγε τώρα αποκεί πανιά;
Οι χιλιοφυλλορροημένες κερασιές θ’ ανθίσουν, επιτέλους, φέτος; Θα το δούμε...
O συγγραφέας τους δεν είναι προληπτικός. Αποφασίζει όμως να πιστέψει ότι αν, ύστερα από τόσην Οδύσσεια, το πολύπαθο τούτο βιβλίο βρει λίγη γαλήνη σ’ αυτό τον κόσμο, τότε ίσως τη συμμεριστεί κι ο δημιουργός του.

Το αρχικό σχέδιο έμεινε άθικτο. Πολλά κεφάλαια ξαναμπήκαν ατόφια, αν και χρειάστηκε πολύς βασανισμός της μνήμης. Εύχομαι κανείς ποτέ –συγγραφέας ή βιβλίο– να μη δοκιμάσει αυτούς τους επάλληλους θανάτους και νεκραναστάσεις. Είναι πικρό.
Μ.Λ. -1956

Τον Απρίλη του 1940 ένα γράμμα με μολύβι ήρθε να με βρει σ’ ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Το γύρισα να βρω τον αποστολέα· δεν είχε…

Οι κερασιές θ΄ανθίσουν και φέτος

Ο Ευγένης Βενετός και ο Άρης Βεργωλής, φίλοι αδερφικοί, συμπορεύονται στη φτώχεια, στην απελπισία, μα και στην αγανάκτησή τους για το άδικο του κόσμου, που προσπαθούν να το εξηγήσουν, ο καθένας με τον τρόπο του. Ώσπου θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φούγιας, που απρόσμενα θα αλλάξει την πορεία της ζωής τους. Πρόσωπα που θα τα συνδέσει η τύχη, ίσως και το πεπρωμένο, που θα ανακαλύψουν πως, τελικά, «οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος» Νύσταξα να σε καρτερώ, έρωτα, και να λιώνω, μπρος στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή! Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα, έστω, πρωί, χίλια θε να δινα πρωινά, να ζούσα εκείνο μόνο!

Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαθίστανται οικογενειακώς στην Πέλλα. Στην εφηβεία του αναγκάζεται να εργαστεί ως λαντζιέρης, λούστρος, ακόμη και στα έργα του Γαλλικού ποταμού. Στη Δ τάξη του Γυμνασίου αποβάλλεται από όλα τα γυμνάσια της χώρας «για πολιτικούς λόγους». Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, φτάνει στην Αθήνα όπου διορίζεται βιβλιοθηκάριος το 1938, τη χρονιά που θα τιμηθεί και με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Την ίδια εποχή θα γίνει μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Στην Κατοχή θα πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Στον Εμφύλιο συλλαμβάνεται για εσχάτη προδοσία εξορίζεται στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη. Το 1958 δικάζεται, καταδικάζεται και εκπατρίζεται έπειτα στο Βουκουρέστι το 1967 τού αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια, έως το 1976 που επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα πεθαίνει από καρδιακή προσβολή. Τα βιβλία του «πιο πολυδιαβασμένου Έλληνα λογοτέχνη μετά τον Καζαντζάκη» μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ακόμη και στα κινεζικά και τα βιετναμέζικα.


(…)
Είχε όμως μια διεύθυνση. Ήταν γραμμένο με απόγνωση ένα χέρι που υψώνεται απ το νερό ζητώντας βοήθεια. Το διάβαζα ολόκληρη τη νύχτα. Με φώναζε με το μικρό μου όνομα, πιο πολύ όμως καλούσε σε βοήθεια έναν άνθρωπο. Με παρακαλούσε να σώσω όχι πια κείνην για κείνην ήταν αργά, μα να σώσω όλα τα σαν και κείνην πλάσματα, που χάσανε την ελπίδα τους, να ρίξω λίγο φως στο δρόμο που πήραν ολομόναχα. Bαριά αποστολή για ένα νέο συγγραφέα που ως χτες ήταν έφηβος. Ήξερα όμως και τότε τι ανελέητοι ανθρωποκυνηγοί είναι μερικές φορές οι άντρες, και το ξέρω ακόμα και τώρα ποια άγρια ενδοχώρα φωλιάζει μες στα σπλάχνα τους.
H γυναίκα είναι γι αυτούς σκέτη λεία, και πιο πολύ, η γυναίκα η ολομόναχη. Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που κορίτσια πέρασαν αυτόν τον ωκεανό της αγριότητας χωρίς να βραχούν. Θα έπρεπε να έχουν πολεμική ψυχή. Και πού να την έβρουν. H μικρή ναυαγός μου ήταν μια απ αυτές που παρακαλούσε να τη σώσω. Παιδιάστικη προσδοκία
«Σας λέω πατέρα, αδερφό, άντρα μου. Είστε η μικρή ελπίδα που έφτασε στο υπόγειό μου. Γράφω σε σας γιατί ξέρω πως πονέσατε, αν και, πολλές φορές, οι πιο άπονοι είναι αυτοί που πόνεσαν.
Μενέλαε, έχασα τα βήματά μου. Φοβάμαι να το φωνάξω δυνατά μη μ ακούσουν οι λύκοι και ξανάρθουν. Γι αυτό σας καλώ κρυφά. Ελάτε, αν και θα είναι ανώφελο. Είναι αργά. Δεν έχω πια δύναμη να κάνω ούτε και τη μικρή κίνηση της αναπνοής. Έπηξαν τα πόδια μου μες σε μια λάσπη που ξεράθηκε. Να βγω είναι αδύνατο. Μα κι αν ακόμα το πετύχαινα, θα πεφτα στην υγρή λάσπη, που είναι πιο γλιστερή»
Την αντάμωσα το άλλο πρωί. Ήταν ένα πουλί με λερωμένα φτερά, που με περίμενε να σπάσω τα κάγκελα του κλουβιού του.
Tην έλεγαν Φούγια Δεν ήταν πολύ αργά…

Μερος 1ο | Kεφ. 1ο
Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα, και μοσκοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα. Όπως το περασμένο, όπως το περσινό κι όπως το τωρινό καλοκαίρι κι όπως κάθε καλοκαίρι όσο θα υπάρχουν στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές.
Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα στόματα. Μα τα κεράσια και τα στόματα, μα τα καλοκαίρια και τ΄άνθη όλη αυτή η πλουμιστή λιτανεία του καιρού για κείνον έγιναν ό,τι έγιναν κι ό,τι είναι για να γίνουν, γιατί χωρίς αυτόν δε θα χρειαζότανε αυτή η μοσκοβολημένη γιορτή της ζωής, ούτε ο ήλιος για να τη χρυσώσει, κι ούτε κι ένα νεανικό χέρι για να τη γράψει.
Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος, για να τις χαρούν τα στραφτερά μάτια, να τις μυρίσουν οι νέες αισθήσεις και για να στεφανώσουν στιλπνά μέτωπα κι ολόμαυρα κεφάλια. Οι κερασιές θα καρπίσουν και φέτος, για να δροσίσουν διψασμένα χείλη και να στολίσουν ρόδινα αυτιά και καπελίνα.

Ύστερα το βουερό καλοκαίρι θα μισέψει κι ο χειμώνας θα μας κυρτώσει τις ράχες, και θα χιονίσει θα χιονίσει αλύπητα πάνω απ τα κεφάλια μας. Κι όταν θα φύγει κι αυτός, οι κερασιές, ναι, θ΄ανθίσουν και πάλι, μα κάποιες απ τις νιφάδες του χιονιού του θα χουν ξεχαστεί στα μαλλιά μας

Τώρα η παλιά άνοιξη έμεινε πολύ πίσω και μια καινούργια φουσκώνει μέσα στους χυμούς. Μα τώρα είναι ακόμα μακριά. H πόλη είναι σκεπασμένη από χειμώνα. Οκνές τουλίπες από καπνούς και σύννεφα φυλλορροούνε πάνω στις στέγες. Όξω, μακριά, στα λευκά κρόσσια της μεγάλης κι άνοιαστης πολιτείας, ληθαργούνε τα φτωχόσπιτα με κλειστά τζάμια. Περιμένουν να ζεστάνει ο καιρός για ν ανοίξουν. Μα ο καιρός αργεί Γιατί όπου βασιλεύει η φτώχεια, ο καιρός αργεί, αργεί πάντα, πολύ.

 

Βέβαια οι σόμπες είναι γεμάτες καλοκαίρι, μα οι σόμπες χωρίς ξύλα είναι κρύα σίδερα, που παγώνουν τα λόγια και τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής. Όξω στους κήπους, οι κερασιές (που θ΄ ανθίσουν) τουρτουρίζουν τώρα γυμνές σαν τα ξυλιασμένα φτωχοκόριτσα. Ζητιανεύουν ένα ψίχουλο ήλιο, μια σταλίτσα ζεστή νοτιά. Κι ο ήλιος πίσω απ τα σύννεφα, χωμένος μέσα στις βαριές του γούνες, χαίρεται τη ζέστα του και τη γυαλάδα του, που ευφραίνεται σαν τον καλοταϊσμένο αφέντη. Κι όλα συμβαίνουν εκεί ψηλά, όπως συμβαίνουν εδώ χαμηλά. Μόνο που εδώ πεθαίνουν χωρίς να το θέλουν και να φταίνε, ενώ δεν πεθαίνουν διόλου, γιατί είναι αθάνατοι (πεθαμένοι). Εκεί πάνω δεν υπάρχει ζωή. Και δεν υπάρχει ούτε κι ευτυχία, γιατί δεν υπάρχει, επίσης, ζωή. Σ΄ αυτόν τον παραζαλισμένο κόσμο, που οι άνθρωποι ξεφυτρώνουν απ τη γη σαν τους ασπάλακες για να βλάψουν και να ξαναμπούνε στη γη, η συμφορά είναι παλιά όσο και το χώμα. O κόσμος όλος είναι ξεχειλισμένος από ασκήμιες που τις έκαναν οι άνθρωποι σε στιγμές που ξεχάσανε το θάνατο. Mα πίσω απ αυτή τη στοιβαγμένη αθλιότητα λάμπουν και μερικές ομορφιές οι λιγοστές ομορφιές που έκαναν κάποιοι άνθρωποι, οι μόνοι άνθρωποι που το ξεραν πως θα πεθάνουν. Αλλά εμείς τώρα δεν πρόκειται να μιλήσουμε για όσους ξέχασαν ή θυμήθηκαν το θάνατο. Θα μιλήσουμε για μερικά ανθρώπινα σπουργίτια που τα ξέχασε η ζωή, και που ξέχασαν κι αυτά κείνην. Αυτή τη στιγμή μπαίνουμε στη φωλιά τους. Από μέσα δεν ακούγεται τίποτα. Οι κάτοικοί της είναι άσημοι, καταθλιπτικά άσημοι, γιατί ποτέ δεν τα κατάφεραν να βλάψουν. Οι κάμαρές τους είναι μικρά άδυτα. Όλα είναι αμίλητα μέσα τους, και τα στόματα επίσης. Αν κολλούσες τ αυτί σου στην πόρτα τους, δε θ άκουγες τίποτα. Μερικές μόνο φορές ακούονται κάτι θροΐσματα παράξενα, σαν ξεφυλλίσματα ξερών φύλλων, ή κάτι πνιχτά συρσίματα ρούχων Και αραιά αραιά, κάποιο βαθύ, κρυφό στέναγμα ή κανένας ασθενικός βήχας. Και πάλι το θρόισμα και πάλι ο βήχας και πάλι η σιωπή, η μέχρι τρέλας σιωπή. Πώς ζούσαν; (Πού να το ξέρει κι αυτό κανείς; Δεν έβγαζαν ποτέ μιλιά.) Έμαθε κανείς ποτέ τι κάνουν μες στις μονιές τους τ΄αμίλητα αγρίμια; H αφέντισσα αυτού του αλλόκοτου σπιτιού, η κοσμοκαλόγρια κυρία Αυγή, δεν ήξερε περισσότερα απ τους άλλους.


Μουσική Σπύρος Σαμοΐλης
Ποίηση: Μενέλαος Λουντέμης
Ερμηνεία: Ισιδώρα Σιδέρη
Από το δίσκο "Κραυγή στα πέρατα" με 5 τραγούδια σε ποίηση Μ.Λουντέμη -
Στον ίδιο δίσκο ο ποιητής διαβάζει στίχους του από το ''Είμαι καλά"
Κυκλοφόρησε το 1976 από την Lyra
με ερμηνευτές τον Χρήστο Στυλιανέα και την Ισιδώρα Σιδέρη.


Το πρωί ένα ένα ξετρύπωναν απ τις κούρνιες τους τα παράξενα αυτά ζωντανά, χαιρετούσαν βουβά, κυλούσαν καμπουριασμένα στους διαδρόμους, κατηφόριζαν μουλωχτά τις σκάλες και ξεπροβάλλανε στο δρόμο. Φορούσαν ρούχα παλιά και παμπάλαιου συρμού. Τα παλτά τους ήταν κάποτε μαύρα, μα απ΄την πολυκαιρία έπαιρναν μια απόχρωση λαδιά προς το κροκάτο. Δεν ήταν ποτέ φρεσκοξουρισμένοι και ποτέ πολύ αξούριστοι. Το λεξιλόγιό τους ήταν μικρό και περιορισμένο σε τρεις μονάχα λέξεις: «Kαλημέρα καλησπέρα καληνύχτα». Καλή (μέρα σπέρα νύχτα), κι ας ήταν κι η μέρα κι η εσπέρα και η νύχτα κακή κι ανώφελη. Το φοβερότερο πάθος των ανθρώπων αυτών ήταν το κρύψιμο. Κρύψιμο απ΄τον κόσμο κι απ τον εαυτό τους. Zούσαν πίσω απ τη ζωή, σαν να κουβαλούσαν στις ράχες τους την ταφόπετρά τους. Ως κι η σπιτάρισσά τους, ακόμα ως κι αυτή, είχε κολλήσει την αρρώστια τους. Σαν να ήπιε μαζί τους κάποιο περίεργο φίλτρο που σκοτώνει τη διάθεση και αφαιρεί τη μιλιά. Ζούσε μαζί τους «υπό εχεμύθειαν», κουρντισμένη πάνω στο ίδιο τέμπο, συγκαταβατική, απαραξένευτη σαν να τα παν όλοι τους όλα, και να χόρτασαν και να τελείωσαν απ την πρώτη στιγμή που βρεθήκανε.

Το πρόσωπό της ήταν σπαρμένο από ολόκληρα διχτυωτά με ρυτίδες. Ήταν σχεδόν αφανισμένο απ αυτές, σε σχήμα που ζωγραφίζουν στους χάρτες τους ποταμούς με τα παρακλάδια τους, ή σαν τις σκασιματιές της απότιστης γης. Τα μάτια, επίμονα πρησμένα σαν να κοιμόταν ή να κλαιε διαρκώς πράματα απίθανα και τα δυο. Μα, πάλι, ποιος μπορούσε να ήταν σίγουρος; Και ποιος εκεί μέσα ήταν σίγουρος για τον άλλον, αφού ούτε για τον εαυτό του δεν ήταν; Στο περίεργο αυτό σπίτι παιζότανε μια πρωτάκουστη παντομίμα με νικημένους ιππότες. O καθένας τους κομπολόγιαζε τη δική του ζωή, σιγουρεμένος μες στους τέσσερις τοίχους του, ρουφώντας αχόρταγα και ένοχα την παρθενική μοναξιά του, απροσπέλαστος στην ξένη περιέργεια, άπληστος στην αποκλειστική της απόλαυση. Γύρω απ το σπίτι θρασομανούσε η λάσπη, μια θάλασσα από λάσπη. Kι αυτό, σαν το αφορεσμένο νησί, ησύχαζε με τα κατάκλειστα παράθυρά του, όπως ένα νυσταλέο ζώο του βάλτου που αγρυπνά ύπουλα με κλειστά τα βλέφαρα. Tη νύχτα φωσφόριζαν λίγο τα μάτια του, μα κατόπιν ξανάσβηναν και κείνο παραδινότανε, χωνευότανε μες στους νυχτερινούς ίσκιους και στην ίδια τη νύχτα. Το πρωί, για δυο στιγμούλες, άνοιγαν τα παράθυρά του και χασμουριότανε με όλα κείνα τα στόματα για δυο μόνο στιγμούλες. Σε λίγο τα παράθυρα πάλι ξανάκλειναν σαν να κλειναν έξω τον κόσμο. Τα πατώματά του ήταν τρία και τα γερασμένα του θεμέλια τα σήκωναν με φιλοσοφία και υπομονή, σίγουρα πως αυτά κάποτε θα κουραστούν και κείνα θα πέσουν. Κάθε πάτωμα είχε κι από τέσσερις κάμαρες με αριθμούς που ζωγράφισαν στην πόρτα τους με πράσινη λαδομπογιά. Στο ένα καθόταν ένας, στο δύο πάλι ένας, και στο τρία επίσης, και στο καθένα από ένας. Μόνο στο έντεκα του τρίτου η μονοτονία έσπαζε. Τα πράματα εδώ άλλαζαν. Τούτο το έντεκα ήταν η μόνη όαση του σιγαλού αυτού περιστεριώνα, ένας πνεύμονας, μια ευεργετική παραλλαγή μέσα στην άρρωστη μονοτονία. Το κατοικούσαν δυο σαραντάρηδες με μερικές γκρίζες πινελιές στους κροτάφους, εργένηδες, με βουνά από όνειρα κι από χαρτιά. Τα ρούχα τους κι αυτονών, παλιά, που σε μερικά τους σημεία εργάστηκε αλύπητα το βελόνι.

Το περίεργο είναι που οι δυο αυτοί άνθρωποι, που τόσο στενά έδεσαν τις τύχες τους, δεν είχαν τίποτε το κοινό μεταξύ τους. O ένας, λυγισμένος κάτω απ το βάρος των απατημένων ονείρων του, σκληρά μαστιγωμένος απ τη ζωή, παράδερνε μέσα στις τελευταίες του προσπάθειες κι ο άλλος, αλέγρος, ετερόφωτος, προικισμένος μ ένα εύθυμο πνεύμα, θαρραλέος, κεφάτος και χωρίς ανώφελες επιδιώξεις. O πρώτος έγραφε ανόρεξα, ο δεύτερος τον παρακινούσε με όρεξη. Zούσαν με το μισθό του ενός κι επειδή δεν τα φερναν βόλτα, ζούσαν κι αλλιώτικα πότε πουλώντας κάτι και πότε ξαναγοράζοντας «αυτό το κάτι» και ξαναπουλώντας το ακριβότερα. Πότε γράφοντας στα χρωματιστά περιοδικά «γνήσια» ισπανικά μυθιστορήματα, ή «αυθεντικές» ινδιάνικες παροιμίες, κι άλλοτε μονομερίτικα θεατρικά έργα που έπεφταν απ τη δεύτερη μέρα, κι άλλοτε μην κάνοντας τίποτα και κλαίοντας ή βρίζοντας απλώς τη μοίρα τους. Και σ όλο αυτό το διάστημα, και κάθε διάστημα, το «ένα», το «δύο» και το «τρία» και ολόκληρη η δωδεκάδα των αριθμών, βουλιαγμένοι μέσα στο λαβύρινθο της σιωπής τους, υπηρετούσαν την ασκητική θητεία της μοναξιάς τους και βάραιναν τον αέρα.

Οι άνθρωποι λοιπόν του έντεκα ήσαν δυο. Δυο μονάδες που έκαναν έναν αριθμό. Ένας Δον Κιχώτης κι ένας Σάντσος σε σύγχρονο μέγεθος με μοντέρνα περιβολή και παμπάλαια όνειρα. O Κιχώτης λεγότανε Βεργωλής, Άρης Bεργωλής, κι ο Σάντσος Eυγένιος Bενετός. O Σάντσος μιλούσε, μιλούσε. O Κιχώτης έγραφε, έγραφε, έγραφε… O πρώτος μιλούσε για να τρώει, ο δεύτερος έγραφε για να τρώει και δεν κατάφερναν κι οι δυο παρά ο ένας να φάει τον καιρό του κι ο άλλος τα νιάτα του. H νύχτα ήταν η προτιμημένη ώρα του Bεργωλή. Έγραφε, έσκιζε, ώσπου δεν είχε τι να σκίσει, κι αποκοιμότανε με θλίψη και στενάγματα αντίκρυ στο ντιβάνι, όπου ο γερός και ξένοιαστος φίλος του ροχάλιζε μελωδικά. Και δε θα ήθελε παρά να μπορεί να είναι τέτοιος. Πολλές απ αυτές τις νύχτες τύχαινε ο Βενετός να ξυπνήσει και τότε σαν τον έβλεπε να παραδέρνει άγρυπνος πάνω στα χαρτιά θύμωνε και τον κατσάδιαζε. Υποστήριζε πως όταν δεν έχει ή δεν μπορεί να κάνει τίποτα τη νύχτα, πρέπει να κοιμάται. Και τη μέρα και τη μέρα επίσης, όταν δεν μπορεί να κάνει ό,τι και τη νύχτα, να κοιμάται και τη μέρα. Και στην επιμονή του άλλου πως η έμπνευση έρχεται τη νύχτα, απαντούσε, με ανυπόφορη κυνικότητα, πως η έμπνευση δε βρίσκει το δρόμο την ημέρα και θα τον βρει τη νύχτα; H έμπνευση δεν είναι τυφλή! τον αντίκοβε ο άλλος.

Είναι, αγαπητέ μου, είναι. Αν δεν ήταν τυφλή, θα βλεπε πόσο έχουμε την ανάγκη της και θα ρχότανε O άλλος κουνούσε θλιβερά το κεφάλι. Έχουμε την ανάγκη της, γι αυτό δεν έρχεται.
Σ αυτόν τον παραστρατημένο κόσμο μας λείπει ακριβώς εκείνο που θέλουμε. Μας λείπει, γι αυτό το θέλουμε! Αν είχαμε όσα θέλαμε, τι θα μας έλειπε; Κι αν δε μας έλειπε τίποτα, τι θα επιθυμούσαμε; Και τι αξία θα χε η ζωή χωρίς πεθυμιές; Όχι, να μου απαντήσεις! O άλλος τον κοιτούσε και σώπαινε. Είχε ένα ύφος μεμψίμοιρο, σαν του άρρωστου παιδιού που διώχνει τα φάρμακα που του δίνουν. Φυσικά, η έμπνευση, ούτε με τα παράπονα του ενός, ούτε με τους αφορισμούς του άλλου, ερχότανε. Και η λάμπα τη νύχτα έκαιε μάταια και μάταια το τραπέζι είχε χαρτιά και μελάνι.

H έμπνευση, αυτή η άπιαστη αλκυόνα, το ανήμερο αυτό πουλί, έχει την παραξενιά να διαλέγει τον κυνηγό του. Κι ο κυνηγός του πρέπει να χει χέρι γρήγορο και σταθερό, αλλιώς με την πρώτη άστοχη τουφεκιά σ αφήνει και πάει να βρει αλλού φονιά. Ήταν όμως και νύχτες που ο Βενετός, μόλο που ποτέ δε θα το περίμενε κανείς, φερνότανε αλλιώτικα, αλλόκοτα. Δεν έβγαζε μιλιά. Ούτε κουράγιο, ούτε επίπληξη. Άναβε τσιγάρο και καθόταν να παρακολουθεί αμίλητος το φίλο του με κάτι το απόκοσμο στο βλέμμα του. H μυστική και ανεξήγητη αυτή έκσταση κρατούσε ως το πρωί. Και το πρωί καμιά λέξη, κανένας υπαινιγμός πάνω σ αυτό. Τρώγανε κάτι στεγνό, αναθεματίζοντας τη φτώχεια, και κάνανε την πρωινή τους κυκλοφορία, ο ένας στις εφημερίδες, στα θέατρα, στους εκδότες κι ο άλλος στα χρηματιστηριακά γραφεία όπου δούλευε σαν «αντικριστής», για να μην αποκομίσουν τίποτα παρά μονάχα πικρίες, υποσχέσεις και σκώμματα. Και το βράδυ έφτανε, κι άλλο βράδυ περνούσε. Και τα λαμπρά σχέδια μες στα κεφάλια τους φύτρωναν το ένα κατόπι στ άλλο για να καταρρεύσουν με την ίδια σειρά και τάξη την επομένη.

Πλάι σ αυτό το έντεκα δωμάτιο υπήρχε, φυσικά, το δώδεκα. Αυτό το δωμάτιο δεν είδε ποτέ του αέρα και ήλιο. Έμοιαζε με μερικές κάμαρες πατριαρχικών σπιτιών, που οι άνθρωποι σωρεύουν μέσα τις αναμνήσεις τους, τις θάβουν, τις κλειδώνουν κι αφήνουν κάπου το κλειδί για να το φάει η σκουριά. Εδώ έγινε κάτι περισσότερο: O άνθρωπος θάφτηκε κι ο ίδιος μαζί με τις αναμνήσεις του. Εκεί μέσα υπήρχε μια ατμόσφαιρα πολλών, πάρα πολλών χρόνων, και μέσα σ αυτήν ένα παμπάλαιο ανθρωπάκι αρθριτικό και μισερό. Ήταν λευκό, μικροκαμωμένο και ήμερο. Δεν είχε ξεστομίσει ποτέ πικρό λόγο. Το επάγγελμά του ήταν πολυλογάδικο, φανφαρονικό ήταν ηθοποιός, μα εκείνος έμεινε άσπιλος μέσα σ αυτόν τον παραφουσκωμένο και ψεύτικο συρφετό, και μόνο τους καλύτερούς του ρόλους αγάπησε κι απ΄αυτούς μόνο τις καλύτερες φράσεις ξεδιάλεγε. H μνήμη του ήταν γεμάτη από μεγάλα λόγια. Όλα γι αυτόν, κι αυτός μαζί, ήταν παρελθόν. Ζούσε μες στις αναθυμιάσεις αυτού του παρελθόντος, με τους παλιούς του τρόπους και τα φερσίματα, αναπνέοντας έναν αέρα φορτωμένο απ την αποφορά των παλιών ρούχων, και πνιγμένον απ την παλιά του αναπνοή.

Ο ένοικος της κάμαρας αυτής ήταν μια αμυδρή έννοια ανθρώπου που έχασε οριστικά την προσγείωσή του με τη ζωή, ξεχασμένος μέσα στις σελίδες του παλιού καιρού, αρκούμενος στο να μη λέει τίποτε και να ζει με το τίποτε.
Αν τύχαινε να ξεστομίσει κάποτε κάτι, το λεγε περισσότερο προς τα μέσα του, παρά για τους έξω ακροατές γιατί ακροατής του εαυτού του ήταν μόνο αυτός. Κάποτε, στο θέατρο, τον παρακίνησαν να πει κάποιο κομμάτι από ένα ρόλο του. Τους κοίταξε λυπημένος: «Δεν τους συγκινώσι τα παλαιά δράματα. Οι σημερινοί άνθρωποι υποφέρουσι πλέον αλλέως. Άλλοτε έκαμνα εκείνους και έκλαιον Τώρα φοβούμαι πως θα κλαύσω εγώ!». Κάπου και κάποτε μονάχα ιστορούσε κάποια αντιφεγγίσματα απ τις παλιές του δόξες, μερικά μισοσβησμένα κομμάτια (που δεν τα πρόσεχε κανένας) απ το παραμύθι της ζωής του, που ήταν εξαίσιο όπως όλα τα παραμύθια που είναι έξω απ τη ζωή. H μέρα του περνούσε μέσα στη βαριά, ατέλειωτη σκοτεινιά της κάμαράς του, και τη νύχτα, όταν κατακάθιζε η βουή των δρόμων, ξεπόρτιζε βιαστικά κι έτρεχε στο θέατρο να προφτάσει την παράσταση. Μα ποιο θέατρο; Ποια παράσταση; Το σανίδι είχε χρόνια και χρόνια ν ακούσει τη λαλιά του, γιατί 23 χρόνια και χρόνια ήταν απόμαχος. Τι σημασία όμως είχαν όλα αυτά; Εκεί τον περίμενε η χλαλοή, τα καρφώματα, τα σούρτα φέρτα των παρασκηνίων. Τον ηδόνιζε η μυρωδιά της πομάδας, τον έθρεφε των καμαρινιών η μπόχα, η ρουχίλα, τον μεθούσε της κουίντας το πασπάτεμα. Τα έργα αν τύχαινε να δει κανένα τα παρακολουθούσε ανάποδα, από μέσα. Και αργά, στις μικρές ώρες, όταν έσβηναν τα φώτα, κινούσε σαν μύστης κι έφτανε στον απομαχώνα του και κλειδωνότανε εκεί ως την άλλη νύχτα. Και το σπίτι κοιμότανε, έξω απ το ρυθμό κι έξω απ την περιοχή της εποχής, σαν ένα θρυμματάκι απ το πολυάνθρωπο τέρας της πολιτείας, που αποσπάσθηκε απ το άρρυθμο και οργιαστικό ρεύμα της κι απολιθώθηκε στην όχθη του Σαν ένα καράβι, που ταξιδεύει τρίζοντας και βογκώντας μέσα στον τυφώνα της ζωής, έχοντας πλώρη το τέλος του κόσμου τραβώντας για μια πολιτεία άναρθρη και διαλυμένη στο χάος που λέγεται: Συντέλεια…

Δείτε και ευτυχώς... Το ρολόι του κόσμου δεν χτυπά ακόμη μεσάνυχτα !


 

 

 

01 Απριλίου 2022

Εκατομμύρια χρόνια χρειάστηκαν για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνουμε πάλι τέσσερα …

Το έργο του αποτελεί ραψωδία αναστάσιμη των ανθρώπων που αγωνίζονται για ν' αλλάξει ο κόσμος.
Η «πένα» του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό.

Περί Λουντέμη ο λόγος –συνειρμικά λόγω των ημερών, που έχουν φέρει γι' ακόμη μια φορά τα πάνω κάτω με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία και με το -παντός καιρού ΚΚΕ να το παλεύει με νύχια και δόντια.
Τόσο σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο (βλ Απόφαση της ΚΕσταθμός στην ταξική ανάλυση του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία + εδώ –αναλυτικά), όσο και με συνεχείς κινητοποιήσειςσήμερα στο μεγάλο συλλαλητήριο του Κόμματος στις 8 μμ. θα μιλήσει ο ΓΓ της ΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας)
🤓  Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα –για μια ακόμη φορά, βαθειά διχασμένο και περί άλλων τυρβάζον, όπως στο “τέλος της μικρής μας πόλης” του Χατζή …με το μικρό μονοπάτι που οδηγούσε ειδυλλιακά στην ποταμιά και προσδοκούσαν να γίνει δρόμος (τελικά ολοκληρώνεται μαζί με το διήγημα, φέρνοντας όμως νέα ήθη και ένα ακόμα τέλος)

Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους λογοτέχνες που στράφηκαν –κάποια στιγμή μπήκε με τα μπούνια, προς τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό (όπως ο ίδιος υποστήριζε, δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη για την τέχνη, αλλά η κατάδειξη της εκμεταλλευτικής κοινωνικής και της ανάγκης να καταργηθεί η ταξική ανισότητα...) και στην πορεία την είδαν αλλιώς
«Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά»; Ο Μενέλαος Λουντέμης αγωνίστηκε για το ιδανικό της κοινωνικής απελευθέρωσης, που διαποτίζει όλη τη συγγραφική δημιουργία του. Τα έργα του «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος» και το μπεστ σέλερ «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70. Έχει όμως προσφέρει και πλήθος άλλα λογοτεχνικά «διαμάντια» λιγότερο γνωστά, αλλά εξίσου σημαντικά, που το καθένα διατηρεί μια διαχρονική λάμψη. Όλα αυτά τα βιβλία - θησαυροί (45+) που το αναγνωστικό κοινό αξίζει να ανακαλύψει, έχουν επανεκδοθεί.

“Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι,
γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι”

Ανάμεσα σε αυτά τα ξεχωριστά, αλλά λιγότερο γνωστά βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη είναι «Το Ρολόι Του Κόσμου Χτυπάει Μεσάνυχτα», ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που συνιστά μια τοιχογραφία του παγκόσμιου σκηνικού τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, εναρμονισμένο με τις αγωνίες του καιρού του, τις οποίες όμως επεκτείνει σε διαχρονικούς προβληματισμούς οικουμενικών διαστάσεων.

Ένα από τα πιο βιωματικά του έργα, που χαρακτηρίζει και περιγράφει τη ζωή και τη στάση του ενήλικα και κομμουνιστή Μενέλαου Λουντέμη σαν πολιτικό εξόριστο στη Μακρόνησο είναι το «Οδός Αβύσσου Αριθμός 0». Κάτοικοι της οδού Αβύσσου, στον αριθμό μηδέν και κεντρικά πρόσωπα αυτής της φρίκης ο Γιώργης και ο Παναής. Αγρια θεριά, αμετανόητοι κομμουνιστές, που δε θα υπογράψουν δήλωση και δε θα χάσουν την ελπίδα τους για ζωή. Στο έργο αυτό ο Λουντέμης γράφει για τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, τις οποίες και ο ίδιος έχει ζήσει ως πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο. Γράφει, για να καταγγείλει, για να αναδείξει από τη μια μεριά το αίσχος της Μακρονήσου, την ωμότητα και βιαιότητα των βασανιστηρίων - «όταν ο θάνατος γίνεται εύκολος, η ζωή γίνεται δύσκολη» - και από την άλλη να αναδείξει τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των κομμουνιστών. Η Μακρόνησος, στο έργο του Λουντέμη, δεν είναι απλά ένα κολαστήρι. Είναι γέννημα - θρέμμα του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος, που προκειμένου να διασφαλίσει τη διαιώνισή του δεν διστάζει να στήνει Μακρονήσια.

«... Και σαν ξημέρωσε η οχτώ του Δεκέμβρη σύρτηκε απ' τη μιαν άκρη του νησιού ως την άλλη η πελώρια σκιά του τρόμου. Δήμιοι, νεκροί, πληγωμένοι... κείτουνταν χάμω, μέσα σ' έναν πέτρινο αγρό σπαρμένον με ανθρώπινα κορμιά. Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου - για πρώτη φορά - δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Οσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες, παρακολουθούσαν τη ζωή απ' τις χαραμάδες... Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη...».

Μα για ποιους έπρεπε να γράψω;

Οι «Βουρκωμένες μέρες» είναι μια συλλογή κειμένων, που διηγούνται ιστορίες ανθρωπιάς στο πιο απάνθρωπο ιστορικό πλαίσιο, αυτό του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφύλιου που ακολούθησε. Τα 14 διηγήματα, με ήρωες ανθρώπους του μόχθου, της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, ανθρώπους καθημερινούς, κυνηγημένους από το παρακράτος, θύματα μιας αχαλίνωτης μισαλλοδοξίας, στέκονται εκεί αντίκρυ μας με μάτια απορημένα σ' ένα ατέλειωτο «γιατί». Με αδρό, πλούσιο, παραστατικό λόγο καταγράφει τις ταλαιπωρίες ενός λαού που υφίσταται τη βία μέσα στις φυλακές και τις εξορίες, ενός λαού όμως αλύγιστου, περήφανου, που ψάχνει για φως και ελπίδα. Το βιβλίο όμως εκρίθη από την Ασφάλεια «αντεθνικό και επαναστατικό». Στη δίκη που έγινε την Τρίτη, 13 Μαρτίου του 1956, με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, η Εισαγγελία είχε προσάψει στον Μενέλαο Λουντέμη την κατηγορία ότι είναι έργο υπονομευτικό και αντεθνικό και ότι η δημοσίευσή του αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη εσχάτης προδοσίας. Ο Λουντέμης μαζί με τους τρεις συγκατηγορούμενούς του (Ν. Αμπατιέλο, Γ. Χριστοδουλάκη, Ι. Γαμβιέλο) είχαν μεταχθεί στην Αθήνα από τον Αη-Στράτη, όπου βρίσκονταν εκτοπισμένοι, για να δικαστούν.

Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».

Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Αγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στρατής Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον». Απολογούμενος, ο Λουντέμης δέχτηκε παρέμβαση του προέδρου, ο οποίος του είπε πως «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και η απάντηση του Λουντέμη: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».

Η πορεία του

Γεννήθηκε το 1912. Πρόσφυγας από τη Γιάλοβα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, ο Λουντέμης εγκαθίσταται με την οικογένειά του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη. Έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος σε χωριά της Αλμωπίας, ακόμη και ως επιστάτης στα υπό κατασκευή την εποχή εκείνη έργα του Γαλλικού ποταμού.
Η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα Γυμνάσια της χώρας. Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, από την Έδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει τελικά στην Αθήνα και συνδέεται στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Αγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Την ίδια εποχή, η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη, θα τον βοηθήσει να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Θα ακολουθήσουν αρκετές συγγραφικές επιτυχίες και θα γίνει μέλος της Eταιρίας Eλλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Nίκο Kαζαντζάκη.

Στην Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση ενταγμένος στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον Εμφύλιο συλλαμβάνεται, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Αη Στράτη. Μετά τη δίκη του 1956 για τις «Βουρκωμένες μέρες», φεύγει στο Βουκουρέστι και το 1967 χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, έως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ενα χρόνο αργότερα, στις 22 Ιανουαρίου 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα.

Από το γάμο του απέκτησε μια κόρη, τη Μυρτώ. Το αφιέρωμα αυτό κατατίθεται και στη μνήμη της κόρης του Μυρτώς Λουντέμη - Ηλιοπούλου, που «έφυγε» κι αυτή από τη ζωή. Η Μυρτώ, που γεννήθηκε στην καρδιά του Δεκέμβρη 1944, δεν είχε την ευκαιρία να δει πολλές φορές τον πατέρα της, μέχρι την επάνοδό του στην Ελλάδα το 1976. Μάλιστα, ο Μενέλαος Λουντέμης για πολλά χρόνια νόμιζε ότι η μοναχοκόρη του ήταν νεκρή. Το 1947 ο συγγραφέας συνελήφθη και εξορίστηκε στο Μαυράτο Ικαρίας, ενώ η γυναίκα του Έμυ και η τρίχρονη τότε Μυρτώ εξορίστηκαν στη Χίο και αργότερα στο Τρίκερι.

Έζησε και δημιούργησε
με ακούραστο πείσμα, με πάθος και ελπίδα

Ο βόγκος του «ακούμπησε στο στήθος μας». Ο Μενέλαος Λουντέμης, αγωνίστηκε για όλα τα πανανθρώπινα ιδανικά. Το έργο του αποτελεί ραψωδία αναστάσιμη των ανθρώπων που αγωνίζονται για το «όραμα». Η «πένα» του, με αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό ακουμπά τις καρδιές μας και ενεργοποιεί τη σκέψη. Πολυγραφότατος και πιο πολυδιαβασμένος έλληνας συγγραφέα μετά τον Νίκο Καζαντζάκη, ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της χώρας μας.

Ακολουθώντας τον Μέλιο του («Ενα παιδί μετράει τ' άστρα») θα μετράμε πάντα τα άστρα όπως εκείνος μετράει τα όνειρά του, με αγωνία, προσδοκίες και αγάπη για τη ζωή. Θα φτάσουμε μαζί του στη μεγάλη πολιτεία, εκεί που βρίσκεται το σχολείο, η πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου. Ποτέ πριν δεν είχε πάει σε σχολείο... και τώρα το Γυμνάσιο φάνταζε στην καρδιά του σαν το ωραιότερο του κόσμου μέρος:

«Κι άλλοτε, κύριε γυμνασιάρχα, μου κλείσατε το δρόμο και λυπάμαι που δε μ' αφήνετε να το ξεχάσω. Ξέρω ότι μισείτε τη φτώχεια. Ότι περιφρονείτε την κακοτυχιά των άλλων, ότι αποστρέφεστε την ορφάνια. Ξέρω ότι τα γράμματα τα πουλάτε μόνο σε κείνους, που τα πληρώνουν ακριβά. Μα - σας ρωτώ - ξέρετε κανέναν, που να τα 'χει πληρώσει ακριβότερα από μένα; Ορίστε τα "βιβλία" μου, κύριε γυμνασιάρχα. Τα καταθέτω στην έδρα. Είναι όλα κι όλα αυτό το τετράδιο. Σας το αφιερώνω. Για να σας θυμίζει ένα άρρωστο, άστεγο και καταδιωγμένο παιδί, και την απάνθρωπη στάση που του δείξατε. Χαίρετε»!

(Η Μυρτώ ανεβαίνει τριών χρονών στο Γολγοθά)
Αντίο μητερούλα, μητερούλα της Μυρτώς, και των χεριών μου. Με το γήινο βρέφος στην αγκαλιά, που μπήκε στο μαρτύριο. Τριάντα χρόνια μικρότερο απ' τον Χριστό, Αντίο ... Τώρα μας χωρίζουν οι ουρανοί. Αγρύπνιες ιδρωμένες και ατέλειωτες. Κι ένας κόσμος τρομαγμένος που κρυώνει - κρυώνει κάτω απ' τον βοριά και τα σίδερα.

Το 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» υπάρχουν «....προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας....». Στη δίκη που έγινε με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509\47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».
Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Αγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς).
Οταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού και της γυναίκας του ο πρόεδρος παρατηρεί: «Αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και ο Λουντέμης απαντά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ». Άλλωστε, το γράφει και στο «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα»: «Ζωντανός θα πει περήφανος»!


Αυτοεξορία και απώλεια ελληνικής ιθαγένειας

Στην εφημερίδα «Μακεδονία», στις 07/05/1959 και με τίτλο «Συνεχίζονται οι διενέξεις των εις το παραπέτασμα καταφυγόντων συμμοριτών», δίνεται η πληροφορία πως από τον Μάρτη του 1959 έφτασε στην Οστράβα της Τσεχοσλοβακίας και ο Μενέλαος Λουντέμης που μίλησε στους πολιτικούς εξόριστους:
«[...] Εξ άλλου - κατά τους επαναπατρισθέντας πάντοτε- προ διμήνου αφίχθη επίσης εις Οστράβαν και ο γνωστός κομμουνιστής λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, ο οποίος, ομιλήσας προς τους συγκεντρωθέντας Έλληνας συμμορίτας, κατεφέρθη δριμύτατα εναντίον των επαναπατριζομένων διά τους οποίους είπεν ότι μόλις φθάσουν εις την Ελλάδα σπεύδουν να ενισχύσουν τον εναντίον του Κ.Κ.Ε. αγώνα και επιφέρουν μεγίστην ζημίαν εις το έργον της Ε.Δ.Α. Αμεσον αποτέλεσμα της ομιλίας αυτής του Λουντέμη ήτο ν' αρχίση ασκουμένη έντονος τρομοκρατία εις βάρος παντός εκδηλούντος πρόθεσιν επαναπατρισμού».

Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί πάντα την Ελλάδα. Μετά τη μεταπολίτευση και μετά από μεγάλες περιπέτειες ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει το 1976. Δεν πρόλαβε να χαρεί για την επάνοδό του και στις 22 Γενάρη 1977 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

“Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια”

Για την Οχτωβριανή Επανάσταση έγραψε στη συλλογή του «Κραυγή στα πέρατα»: «Είδα το Λένιν. Τον είδα να τρέχει χέρι - χέρι με τη ζωή. Να σπρώχνει κατά τον ανήφορο, με τον ώμο, την Ιστορία. Τον είδα να λαχανιάζει και να βιάζεται. Γιατί όλα τότε ήταν βιαστικά. Ολα. Οι ώρες, οι σελίδες, οι στιγμές. "Σήμερα νωρίς - αύριο θα 'ν' αργά". Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια. Ναι. Ήταν καιρός. Το φώναξε κι η "Αβρόρα" από το ποτάμι. Ήταν καιρός. Θολός σιγόψελνε δίπλα της κι ο Νέβας. Τον ακολούθησαν σιγοψέλνοντας και τα κανάλια. Ηταν καιρός. Η πόλη σώπαινε πνιγμένη στα σκότη. Και μόνο το "Σμόλνυ" έφεγγε. Μόνο το "Σμόλνυ" έφεγγε σαν φανάρι. Για να δείξει στο μέλλον να περάσει"».

21 Ιανουαρίου 2022

ευτυχώς... ⏳ Το ρολόι του κόσμου δεν χτυπά ακόμη μεσάνυχτα !

Τα μεσάνυχτα στα παραμύθια και τους θρύλους εν είδει μεταίχμιου σε ταινία μυστηρίου, με τη μορφή του κόσμου να αλλάζει και μορφές αλλόκοτων όντων, λυκάνθρωπων Τζεκιλ-Χάιντ  κάνουν την εμφάνισή τους (σπανίως και βασιλόπουλα για σταχτοπούτες).
Ο κίνδυνος ante portasεν αρχή ην ο φόβος Και ο φόβος γέννησε το Θεό… και τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις, αλλά και εκείνους που θέλουν να (αυτο)σκλαβωθεί ο άνθρωπος στον ίδιο του το φόβο.

Αλλά πέρασε πια ο μεσαίωνας και η ιερή εξέταση ο ποιητής αγνάντεψε το φωτεινό μέλλον της «πιο όμορφης θάλασσας αυτής που δεν την αρμενίσαμε ακόμα»… και έγινε αυτός ο γίγαντας άνθρωπος και λαός, που έκαναν σημαία τους το «αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;»

Και ο αγώνας «για να γυρίσει ο ήλιος» ανέβηκε στα ουράνια, άλλοτε με και άλλοτε χωρίς σημαίες και ταμπούρλα.

Οι κρατούντες όμως –το κεφάλαιο και το αστικό κράτος όπως το ονοματίζουν πεισματικά κάποιοι από εμάς, ποτέ δεν κοιμάται: ακόμα και στα «δύσκολα» οραματίζεται -χωρίς ιερό και όσιο, την επόμενη μέρα, ρόδινη για το ίδιο και μαύρη για τους λαούςπλουτίζοντας κι απ’ την επιδημία του κορονοϊού.
Οι κρατούντες, ξεσπαθώνουν καθημερινά κραδαίνοντας ανερυθρίαστα τη ρομφαία της «ατομικής» (μας) «ευθύνης» (που έχει να κάνει με το κακό το ριζικό μας και το σύστημα υγείας που αυτοί έστησαν και απαξίωσαν).

Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα

«Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ», «Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι» γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης, με τους ήρωες του βιβλίου, τύπους καθημερινούς της διπλανής μας πόρτας, με αγνά ιδανικά, οι οποίοι ξεχειλίζουν από ανθρωπιά κι αγάπη, γνωρίζουν από πρώτο χέρι τη βία, το μίσος και το έγκλημα. Η πορεία τους μοιάζει με μια αέναη θυσία στον βωμό της ελευθερίας των λαών και της αγάπης.

το ρολόι της Αποκάλυψης 100" πριν τα μεσάνυχτα

Η ΜηΚυΟ Bulletin of the Atomic Scientists που διαχειρίζεται αυτό το συμβολικό ρολόι, «μια αλληγορία της έκθεσης του ανθρώπου στους παγκόσμιους κινδύνους» μας πληροφορεί πως καμία βελτίωση δεν σημειώθηκε στην παγκόσμια κατάσταση από το 2020 μέχρι σήμερα, καθώς οι δείκτες του ρολογιού, παρέμειναν στα 100 δευτερόλεπτα πριν από τα μεσάνυχτα.

Από το 1947, που δημιουργήθηκε συμβολίζει ένα «επικείμενο γεγονός κατακλυσμιαίας σημασίας για τον πλανήτη», το μοιραίο για τον κόσμο χτύπημα, διατηρήθηκαν στο ίδιο σημείο με το 2020 δείχνοντας πως ο κόσμος «δεν έγινε πιο ασφαλής».
Οι κίνδυνοι που θέτουν τα πυρηνικά όπλα, η κλιματική αλλαγή και η πανδημία αυξήθηκαν την περασμένη χρονιά, κυρίως –λένε, όχι των επιχειρηματικών ομίλων που σημασία δε δίνουν στην ανθρώπινη ζωή αλλά … λόγω «ενός δυσλειτουργικού συστήματος πληροφόρησης που υπονομεύει τη λήψη λογικών αποφάσεων» σημειώνει

«Βρισκόμαστε μπλοκαρισμένοι σε μια επικίνδυνη περίοδο που δεν φέρνει ούτε σταθερότητα ούτε ασφάλεια» ανέφερε η καθηγήτρια Σάρον Σκουασόνι.
«Το ρολόι της Αποκάλυψης συνεχίζει να επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας, υπενθυμίζοντάς μας ότι είναι αναγκαίο να εργαστούμε για να διασφαλίσουμε έναν πλανήτη πιο ασφαλή και πιο υγιή», πρόσθεσε η πρόεδρος της ΜΚΟ, η Ρέιτσελ Μπρόνσον.

«Εάν η ανθρωπότητα θέλει να αποφύγει μια υπαρξιακή καταστροφή, που θα έσβηνε όλα όσα έχει βιώσει, οι ηγέτες (sic!!) πρέπει να κάνουν καλύτερη δουλειά για να αντιμετωπίσουν την παραπληροφόρηση, να λάβουν υπόψη τους την επιστήμη και να συνεργαστούν», τόνισε η Μπρόνσον.

Σε σύγκριση με τις προηγούμενες χρονιές, το θέμα της πληροφόρησης θεωρείται πλέον κρίσιμο από την οργάνωση (βλ Ν|Σ "για τον εκσυγχρονισμό του δικαίου ανταγωνισμού για την ψηφιακή εποχή" της ΝΔ –σε σκυλοκαβγά με τον Συριζα για το πάπλωμα).

Ο Χερμπ Λιν, ειδικός στην ψηφιακή ασφάλεια, σχολίασε ότι δεν αρκεί πλέον κανένα «λογικό επιχείρημα» για να μεταπείσει εκείνους που έχουν εδραιωμένες πεποιθήσεις οι οποίες προκαλούν «ρωγμές στην κοινή αντίληψή μας του τι είναι αληθές».

Σύμφωνα με το Bulletin of the Atomic Scientists, το 2021 δεν έφερε κάποια σημαντική αλλαγή για το κλίμα.

«Την περασμένη χρονιά (…) είχαμε τον θόλο της ζέστης πάνω από τη Βόρεια Αμερική, πυρκαγιές σε όλον τον κόσμο, ξηρασίες και πλημμύρες, αλλά αυτό δεν είναι παρά ένα δείγμα του τι περιμένουμε αν δεν μειώσουμε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στο μηδέν», εξήγησε ο Ρέιμοντ Ριερχάμπερτ, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Το Bulletin of the Atomic Scientists ιδρύθηκε το 1945 από τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, τον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ και άλλους επιστήμονες που εργάστηκαν στο σχέδιο Μανχάταν για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας.
Το επιστημονικό συμβούλιο της οργάνωσης αποτελείται κυρίως από Αμερικανούς καθηγητές πανεπιστημίου και ειδικούς σε θέματα περιβάλλοντος και πυρηνικής ασφάλειας.

Όταν «δημιουργήθηκε» το ρολόι της Αποκάλυψης έδειχνε 7 λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα.
Το 1991, τα πράγματα –για πρώτη φορά “βελτιώθηκαν αισθητά” -οι δείκτες γύρισαν πίσω στα 17 λεπτά, αφού οι κύριοι Atomic Scientists έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση με τις ανατροπές και την καπιταλιστική παλινόρθωση στις σοσιαλιστικές χώρες , το 1953, 2018 και 2019 έδειχναν 2 λεπτά

Αυτά και πολλά παρόμοια μέσω του πρόσφατου δελτίου Bulletin, που –κατά τους ιδιοκτήτες του «ιεραπόστολους» …
Εξοπλίζει το κοινό, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους επιστήμονες με τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη μείωση των ανθρωπογενών απειλών

Προκατειλημμένα Ακομμάτιστοι ...

Ο ιστότοπος του Bulletin, το εμβληματικό Ρολόι του Doomsday και οι τακτικές εκδηλώσεις βοηθούν στην προώθηση ιδεών σε μια εποχή που η τεχνολογία ξεπερνά την ικανότητά μας να την ελέγχουμε, εστιάζοντας σε τρεις βασικούς τομείς: πυρηνικό κίνδυνο, κλιματική αλλαγή και τεχνολογίες που φέρνουν τα πάνω-κάτω, με  κινητήρια την πεποίθηση ότι «τα δημιούργησαν οι άνθρωποι, άρα μπορούμε να τα ελέγξουμε».

Το Bulletin δεσμεύεται στην Διαφορετικότητα και την πολυφωνία, δεδομένου ότι οι ομοιογενείς οργανισμοί δεν κάνουν άλλο παρά να συσκοτίζουν τους κινδύνους αλλά και τις ευκαιρίες.
Όλοι μαζί, δεσμευόμαστε να κινηθούμε προς μεγαλύτερη ποικιλομορφία, έτσι ώστε να εκπροσωπούμε καλύτερα το αυξανόμενο κοινό μας και να αντανακλούμε | προωθούμε πιο δυναμικά την αποστολή μας που επηρεάζει όλη την ανθρωπότητα.

(…)
Υποσχόμαστε να είμαστε δίκαιοι: Είμαστε ακομμάτιστοι (σσ.
not partisan). Πιστεύουμε ότι οι κυβερνητικές πολιτικές πρέπει να βασίζονται σε γεγονότα και όχι σε ιδεολογία... έχουμε αυτήν την προκατάληψη 

Όσο για τον Μενέλαο Λουντέμη με όλο το σεβασμό στο λογοτεχνικό του έργο… έχουν γνώση οι φύλακες «Κομμουνιστής πολυτελείας»(;)

Ένας “κομμουνιστής” πολυτελείας


(…)
Τα τελευταία χρόνια, ύστερα από την τρικυμία που έφερε στα μυαλά τους η αναπάντεχη γι’ αυτούς δικτατορία των συνταγματαρχών, κατάληξαν «τ’ αλάθητα» αυτά πνεύματα σε μια πρωτότυπη ερμηνεία της ιστορίας. Αν άλλοτε υπήρχαν σοφοί που θεωρούσαν την ανθρώπινη ιστορία σαν δημιούργημα των βασιλιάδων, τώρα αποδίδουν την καταστροφή της ιστορίας αποκλειστικά στα λάθη των πολιτικών ηγετών και μάλιστα των ηγεσιών των «ανά την γη» κομμουνιστικών κομμάτων!! Αν δεν επικράτησε ακόμη ο σοσιαλισμός στην Ευρώπη και στις άλλες ηπείρους, φταίνε «οι δογματικές» ηγεσίες και πρώτ’ απ’ όλα η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, αυτού του γίγαντος που υποτάσσει στη θέληση του, στα κρατικά και εθνικιστικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ τα άλλα κόμματα «νάνους»!

Η θεωρία αυτή του Λουντέμη και των άλλων αναθεωρητών είναι παλαιότατη και στο κάτω – κάτω της γραφής δεν είναι δικιά τους.
Ο φασιστικός νόμος 375 της 4ης Αυγούστου για την «κατασκοπεία» των κομμουνιστών «προς όφελος ξένης δυνάμεως» αυτή τη θεωρία είχε για θεμέλιο κι αυτή καλλιεργούσε μέσα στις μάζες για να τις διαθέσει εχθρικά απέναντι στο ΚΚΕ. Μετά την κατάργηση αυτού του νομοθετικού διατάγματος –με πολύχρονους αγώνες του λαού και αμέτρητα θύματα- έρχεται ο «σοφός» Λουντέμης στα 1975 από το μετερίζι μιας σοσιαλιστικής χώρας και υπό την προστασία του μειδιάματος του Έλληνα υπουργού Εθνικής Άμυνας, να σαλπίσει πως η ηγεσία του ΚΚΕ –του «κόμματος νάνου»- «ήταν διαποτισμένη ως τους τελευταίους αρμούς της απ’ το πνεύμα της υποτέλειας και γιατί είχε εκποιήσει και το τελευταίο μόριο της εθνικής και πολιτικής της αξιοπρέπειας».

(…)
Ποιος ξεχνάει -για να αναφέρουμε μόνο μία από τις παλιές του ακροβασίες- κείνη τη χειμαρρώδη σε ύβρεις επιστολή του, που δημοσιεύτηκε στα χρόνια της φασιστικής δικτατορίας εναντίον του ΚΚΕ στον «Ελεύθερο κόσμο»;
Είναι γνωστό πως σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, μέσα στο λαϊκό κίνημα ο Λ. υπήρξε μόνιμα ένας «κομμουνιστής» πολυτελείας. Εκμεταλλεύτηκε την ξεχωριστή θέση του μέσα στα ελληνικά γράμματα για να εξασφαλίζει από άξιους και ευγενέστατους συναγωνιστές του στις εξορίες και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων ιδιαίτερης μεταχείρισης. Αυτό το διαχωρισμό των αγωνιστών σε κατηγορίες, που τον έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας από ιδιοτέλεια, τώρα τον αποδίδει στην ηγεσία του κομμουνιστικού κινήματος χωρίς καμιά συστολή.

Να ζητήσουμε από το Λουντέμη να σεβαστεί κάποτε το καλό του όνομα στα ελληνικά γράμματα και να πάψει να ευθυγραμμίζεται με τους χυδαίους εχθρούς της Σοβιετικής Ένωσης, του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, και του ΚΚΕ το θεωρούμε μάταιο. Είναι άλλωστε τόσο αναπαυτικό σήμερα με την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, να συμπαρατάσσεται, όποιος δε διαθέτει γερή ραχοκοκαλιά, με τους παντός είδους «δημοκράτες», «σοσιαλιστές» και φιλελεύθερους «κομμουνιστές» εναντίον του ΚΚΕ.
Αλλά, ούτε η Σοβιετική Ένωση, ούτε το ΚΚΕ αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά τέτοιες επιθέσεις από προσωπικότητες που άλλοτε υπηρετήσαν το λαό μέσα από τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος. Να αναφέρουμε ονόματα; Είναι τόσο γνωστά.
Θα θυμίσουμε μόνο το όνομα του Παναΐτ Ιστράτι, πεζογράφου με παγκόσμια αναγνώριση, που στάθηκε ως αρνητής της Σοβιετικής Ένωσης, ως τρομερός πολέμιος της.
Σ’ αυτόν τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη, ο Ρομάν Ρολάν έγραφε στα 1929:
Το να γράφεις εναντίον της ΕΣΣΔ σημαίνει να βοηθάς την παγκόσμια αντίδραση, η οποία έχει για σκοπό να τσακίσει την ΕΣΣΔ. «Είδα πως ο Βαβίλ σας επιδοκίμασε στην τροτσκιστική επιθεώρηση. Οι τρελοί! Οι μανιακοί! Έτσι οι Καρνό και Μπιλόντ-Βαρέν ενέργησαν ή άφησαν να πέσει το κεφάλι του Ροβεσπιέρου. Πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους να αλληλοκατηγορούνται!» Σ.
(Ριζοσπάστης, 16|12|1975)

Βέβαια, ξεχωρίζοντας το έργο από τις μετέπειτα πολιτικές επιλογές του Λουντέμη το ΚΚΕ τίμησε και τιμά και το έργο του και τον ίδιο.
Στην κηδεία του Λουντέμη, δεκατρείς μήνες αργότερα, παρέστη αντιπροσωπεία του Κόμματος και επικήδειο εκφώνησε ο Νίκανδρος Κεπέσης εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Στεφάνι κατέθεσαν η Κομματική Οργάνωση Αθήνας και η ΚΝΕ.

Προσεγγίζοντας το έργο ενός δημιουργού δεν ξεκινάμε από το αξίωμα «ό,τι είναι ο άνθρωπος είναι και το έργο του» και αν το έργο είναι μεγάλο άρα και ο άνθρωπος μεγάλος κατά συνέπεια η βιογραφία πρέπει να είναι ηρωογραφία.
Οι όποιες ανθρώπινες αδυναμίες σε τίποτα δε μειώνουν την αξία του έργου. Ο Λουντέμης θα συνεχίσει να είναι αυτός που δρόσισε την εφηβική ψυχή μας, αυτός που μας έμαθε να έχουμε όνειρα και να τα παλεύουμε, να νιώθουμε άνθρωποι, αυτός που μας μετέφερε όλη τη φρίκη της Μακρονήσου.