Το έργο του αποτελεί ραψωδία αναστάσιμη των ανθρώπων που αγωνίζονται για ν' αλλάξει ο κόσμος.
Η «πένα» του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό.
Περί Λουντέμη ο
λόγος –συνειρμικά λόγω των ημερών, που έχουν φέρει γι' ακόμη μια φορά τα πάνω κάτω με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία και με το -παντός καιρού ΚΚΕ να το παλεύει με νύχια και δόντια.
Τόσο σε
ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο (βλ Απόφαση της ΚΕ –σταθμός στην ταξική
ανάλυση του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία + εδώ –αναλυτικά), όσο και με συνεχείς
κινητοποιήσεις – σήμερα στο μεγάλο
συλλαλητήριο του Κόμματος στις 8 μμ. θα μιλήσει ο ΓΓ της ΚΕ Δημήτρης
Κουτσούμπας)
🤓 Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα –για μια ακόμη φορά, βαθειά διχασμένο και περί άλλων τυρβάζον, όπως στο “τέλος της μικρής μας πόλης” του Χατζή …με το μικρό μονοπάτι που οδηγούσε ειδυλλιακά στην
ποταμιά και προσδοκούσαν να γίνει δρόμος (τελικά
ολοκληρώνεται μαζί με το διήγημα, φέρνοντας όμως νέα ήθη και ένα ακόμα τέλος)
Ο Μενέλαος
Λουντέμης ανήκει στους λογοτέχνες που στράφηκαν –κάποια στιγμή μπήκε με τα
μπούνια, προς τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό (όπως ο ίδιος υποστήριζε, δεν τον
ενδιέφερε η Τέχνη για την τέχνη, αλλά η κατάδειξη της εκμεταλλευτικής
κοινωνικής και της ανάγκης να καταργηθεί η ταξική ανισότητα...) και στην πορεία
την είδαν αλλιώς
«Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι
να το δει, είναι ομορφιά»; Ο Μενέλαος Λουντέμης αγωνίστηκε για το ιδανικό της
κοινωνικής απελευθέρωσης, που διαποτίζει όλη τη συγγραφική δημιουργία του. Τα
έργα του «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος» και το μπεστ σέλερ
«Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του
'50, του '60 και του '70. Έχει όμως προσφέρει και πλήθος άλλα λογοτεχνικά
«διαμάντια» λιγότερο γνωστά, αλλά εξίσου σημαντικά, που το καθένα διατηρεί μια
διαχρονική λάμψη. Όλα αυτά τα βιβλία - θησαυροί (45+) που το αναγνωστικό
κοινό αξίζει να ανακαλύψει, έχουν επανεκδοθεί.
“Κείνο το βράδυ
σώπαιναν οι λύκοι,
γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι”
Ανάμεσα σε αυτά τα ξεχωριστά, αλλά λιγότερο γνωστά βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη είναι «Το Ρολόι Του Κόσμου Χτυπάει Μεσάνυχτα», ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που συνιστά μια τοιχογραφία του παγκόσμιου σκηνικού τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, εναρμονισμένο με τις αγωνίες του καιρού του, τις οποίες όμως επεκτείνει σε διαχρονικούς προβληματισμούς οικουμενικών διαστάσεων.
Ένα από τα πιο βιωματικά του έργα, που χαρακτηρίζει και περιγράφει τη ζωή και τη στάση του ενήλικα και κομμουνιστή Μενέλαου Λουντέμη σαν πολιτικό εξόριστο στη Μακρόνησο είναι το «Οδός Αβύσσου Αριθμός 0». Κάτοικοι της οδού Αβύσσου, στον αριθμό μηδέν και κεντρικά πρόσωπα αυτής της φρίκης ο Γιώργης και ο Παναής. Αγρια θεριά, αμετανόητοι κομμουνιστές, που δε θα υπογράψουν δήλωση και δε θα χάσουν την ελπίδα τους για ζωή. Στο έργο αυτό ο Λουντέμης γράφει για τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, τις οποίες και ο ίδιος έχει ζήσει ως πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο. Γράφει, για να καταγγείλει, για να αναδείξει από τη μια μεριά το αίσχος της Μακρονήσου, την ωμότητα και βιαιότητα των βασανιστηρίων - «όταν ο θάνατος γίνεται εύκολος, η ζωή γίνεται δύσκολη» - και από την άλλη να αναδείξει τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των κομμουνιστών. Η Μακρόνησος, στο έργο του Λουντέμη, δεν είναι απλά ένα κολαστήρι. Είναι γέννημα - θρέμμα του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος, που προκειμένου να διασφαλίσει τη διαιώνισή του δεν διστάζει να στήνει Μακρονήσια.
«... Και σαν ξημέρωσε η οχτώ του Δεκέμβρη σύρτηκε απ' τη μιαν άκρη του νησιού ως την άλλη η πελώρια σκιά του τρόμου. Δήμιοι, νεκροί, πληγωμένοι... κείτουνταν χάμω, μέσα σ' έναν πέτρινο αγρό σπαρμένον με ανθρώπινα κορμιά. Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου - για πρώτη φορά - δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Οσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες, παρακολουθούσαν τη ζωή απ' τις χαραμάδες... Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη...».
Μα για ποιους έπρεπε να γράψω;
Οι «Βουρκωμένες μέρες» είναι μια συλλογή κειμένων, που διηγούνται ιστορίες ανθρωπιάς στο πιο απάνθρωπο ιστορικό πλαίσιο, αυτό του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφύλιου που ακολούθησε. Τα 14 διηγήματα, με ήρωες ανθρώπους του μόχθου, της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, ανθρώπους καθημερινούς, κυνηγημένους από το παρακράτος, θύματα μιας αχαλίνωτης μισαλλοδοξίας, στέκονται εκεί αντίκρυ μας με μάτια απορημένα σ' ένα ατέλειωτο «γιατί». Με αδρό, πλούσιο, παραστατικό λόγο καταγράφει τις ταλαιπωρίες ενός λαού που υφίσταται τη βία μέσα στις φυλακές και τις εξορίες, ενός λαού όμως αλύγιστου, περήφανου, που ψάχνει για φως και ελπίδα. Το βιβλίο όμως εκρίθη από την Ασφάλεια «αντεθνικό και επαναστατικό». Στη δίκη που έγινε την Τρίτη, 13 Μαρτίου του 1956, με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, η Εισαγγελία είχε προσάψει στον Μενέλαο Λουντέμη την κατηγορία ότι είναι έργο υπονομευτικό και αντεθνικό και ότι η δημοσίευσή του αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη εσχάτης προδοσίας. Ο Λουντέμης μαζί με τους τρεις συγκατηγορούμενούς του (Ν. Αμπατιέλο, Γ. Χριστοδουλάκη, Ι. Γαμβιέλο) είχαν μεταχθεί στην Αθήνα από τον Αη-Στράτη, όπου βρίσκονταν εκτοπισμένοι, για να δικαστούν.
Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».
Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Αγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στρατής Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον». Απολογούμενος, ο Λουντέμης δέχτηκε παρέμβαση του προέδρου, ο οποίος του είπε πως «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και η απάντηση του Λουντέμη: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».
Η πορεία του
Γεννήθηκε το
1912. Πρόσφυγας από τη Γιάλοβα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, ο Λουντέμης εγκαθίσταται
με την οικογένειά του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριό
Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για
την Κοζάνη. Έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας. Η οικογένειά
του ήταν εύπορη, αλλά χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο
Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του ως λαντζέρης,
λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος σε χωριά της Αλμωπίας, ακόμη και ως επιστάτης στα
υπό κατασκευή την εποχή εκείνη έργα του Γαλλικού ποταμού.
Η πολιτική
δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα
Γυμνάσια της χώρας. Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, από την Έδεσσα
σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας κάποιο
περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει τελικά στην Αθήνα και συνδέεται
στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Αγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Την ίδια
εποχή, η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη, θα τον βοηθήσει
να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Θα
ακολουθήσουν αρκετές συγγραφικές επιτυχίες και θα γίνει μέλος της Eταιρίας
Eλλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Nίκο Kαζαντζάκη.
Στην Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση ενταγμένος στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον Εμφύλιο συλλαμβάνεται, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Αη Στράτη. Μετά τη δίκη του 1956 για τις «Βουρκωμένες μέρες», φεύγει στο Βουκουρέστι και το 1967 χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, έως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ενα χρόνο αργότερα, στις 22 Ιανουαρίου 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα.
Από το γάμο του απέκτησε μια κόρη, τη Μυρτώ. Το αφιέρωμα αυτό κατατίθεται και στη μνήμη της κόρης του Μυρτώς Λουντέμη - Ηλιοπούλου, που «έφυγε» κι αυτή από τη ζωή. Η Μυρτώ, που γεννήθηκε στην καρδιά του Δεκέμβρη 1944, δεν είχε την ευκαιρία να δει πολλές φορές τον πατέρα της, μέχρι την επάνοδό του στην Ελλάδα το 1976. Μάλιστα, ο Μενέλαος Λουντέμης για πολλά χρόνια νόμιζε ότι η μοναχοκόρη του ήταν νεκρή. Το 1947 ο συγγραφέας συνελήφθη και εξορίστηκε στο Μαυράτο Ικαρίας, ενώ η γυναίκα του Έμυ και η τρίχρονη τότε Μυρτώ εξορίστηκαν στη Χίο και αργότερα στο Τρίκερι.
Έζησε και
δημιούργησε
με ακούραστο πείσμα, με πάθος και ελπίδα
Ο βόγκος του «ακούμπησε στο στήθος μας». Ο Μενέλαος Λουντέμης, αγωνίστηκε για όλα τα πανανθρώπινα ιδανικά. Το έργο του αποτελεί ραψωδία αναστάσιμη των ανθρώπων που αγωνίζονται για το «όραμα». Η «πένα» του, με αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό ακουμπά τις καρδιές μας και ενεργοποιεί τη σκέψη. Πολυγραφότατος και πιο πολυδιαβασμένος έλληνας συγγραφέα μετά τον Νίκο Καζαντζάκη, ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της χώρας μας.
Ακολουθώντας τον Μέλιο του («Ενα παιδί μετράει τ' άστρα») θα μετράμε πάντα τα άστρα όπως εκείνος μετράει τα όνειρά του, με αγωνία, προσδοκίες και αγάπη για τη ζωή. Θα φτάσουμε μαζί του στη μεγάλη πολιτεία, εκεί που βρίσκεται το σχολείο, η πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου. Ποτέ πριν δεν είχε πάει σε σχολείο... και τώρα το Γυμνάσιο φάνταζε στην καρδιά του σαν το ωραιότερο του κόσμου μέρος:
«Κι άλλοτε, κύριε γυμνασιάρχα, μου κλείσατε το δρόμο και λυπάμαι που δε μ' αφήνετε να το ξεχάσω. Ξέρω ότι μισείτε τη φτώχεια. Ότι περιφρονείτε την κακοτυχιά των άλλων, ότι αποστρέφεστε την ορφάνια. Ξέρω ότι τα γράμματα τα πουλάτε μόνο σε κείνους, που τα πληρώνουν ακριβά. Μα - σας ρωτώ - ξέρετε κανέναν, που να τα 'χει πληρώσει ακριβότερα από μένα; Ορίστε τα "βιβλία" μου, κύριε γυμνασιάρχα. Τα καταθέτω στην έδρα. Είναι όλα κι όλα αυτό το τετράδιο. Σας το αφιερώνω. Για να σας θυμίζει ένα άρρωστο, άστεγο και καταδιωγμένο παιδί, και την απάνθρωπη στάση που του δείξατε. Χαίρετε»!
(Η Μυρτώ ανεβαίνει τριών χρονών στο Γολγοθά)
Αντίο μητερούλα, μητερούλα της Μυρτώς, και των χεριών μου. Με το γήινο βρέφος
στην αγκαλιά, που μπήκε στο μαρτύριο. Τριάντα χρόνια μικρότερο απ' τον Χριστό,
Αντίο ... Τώρα μας χωρίζουν οι ουρανοί. Αγρύπνιες ιδρωμένες και ατέλειωτες. Κι
ένας κόσμος τρομαγμένος που κρυώνει - κρυώνει κάτω απ' τον βοριά και τα σίδερα.
Το 1956 τον
μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα
με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» υπάρχουν
«....προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας....». Στη δίκη που έγινε με
τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509\47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του
«προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει
την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».
Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Αγις Θέρος,
Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας
Κοτζιάς).
Οταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού και της γυναίκας του ο πρόεδρος
παρατηρεί: «Αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα
'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και ο Λουντέμης απαντά:
«Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα
κάμω πάλι τέσσερα εγώ». Άλλωστε, το γράφει και στο «Ενα παιδί μετράει τ'
άστρα»: «Ζωντανός θα πει περήφανος»!
Αυτοεξορία και απώλεια ελληνικής ιθαγένειας
Στην εφημερίδα
«Μακεδονία», στις 07/05/1959 και με τίτλο «Συνεχίζονται οι διενέξεις των εις το
παραπέτασμα καταφυγόντων συμμοριτών», δίνεται η πληροφορία πως από τον Μάρτη
του 1959 έφτασε στην Οστράβα της Τσεχοσλοβακίας και ο Μενέλαος Λουντέμης που
μίλησε στους πολιτικούς εξόριστους:
«[...] Εξ άλλου - κατά τους επαναπατρισθέντας πάντοτε- προ διμήνου αφίχθη
επίσης εις Οστράβαν και ο γνωστός κομμουνιστής λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, ο
οποίος, ομιλήσας προς τους συγκεντρωθέντας Έλληνας συμμορίτας, κατεφέρθη
δριμύτατα εναντίον των επαναπατριζομένων διά τους οποίους είπεν ότι μόλις
φθάσουν εις την Ελλάδα σπεύδουν να ενισχύσουν τον εναντίον του Κ.Κ.Ε. αγώνα και
επιφέρουν μεγίστην ζημίαν εις το έργον της Ε.Δ.Α. Αμεσον αποτέλεσμα της ομιλίας
αυτής του Λουντέμη ήτο ν' αρχίση ασκουμένη έντονος τρομοκρατία εις βάρος παντός
εκδηλούντος πρόθεσιν επαναπατρισμού».
Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί πάντα την Ελλάδα. Μετά τη μεταπολίτευση και μετά από μεγάλες περιπέτειες ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει το 1976. Δεν πρόλαβε να χαρεί για την επάνοδό του και στις 22 Γενάρη 1977 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
“Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια”
Για την Οχτωβριανή Επανάσταση έγραψε στη συλλογή του «Κραυγή στα πέρατα»: «Είδα το Λένιν. Τον είδα να τρέχει χέρι - χέρι με τη ζωή. Να σπρώχνει κατά τον ανήφορο, με τον ώμο, την Ιστορία. Τον είδα να λαχανιάζει και να βιάζεται. Γιατί όλα τότε ήταν βιαστικά. Ολα. Οι ώρες, οι σελίδες, οι στιγμές. "Σήμερα νωρίς - αύριο θα 'ν' αργά". Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια. Ναι. Ήταν καιρός. Το φώναξε κι η "Αβρόρα" από το ποτάμι. Ήταν καιρός. Θολός σιγόψελνε δίπλα της κι ο Νέβας. Τον ακολούθησαν σιγοψέλνοντας και τα κανάλια. Ηταν καιρός. Η πόλη σώπαινε πνιγμένη στα σκότη. Και μόνο το "Σμόλνυ" έφεγγε. Μόνο το "Σμόλνυ" έφεγγε σαν φανάρι. Για να δείξει στο μέλλον να περάσει"».
Πηγές:
Δημοσιεύματα στον
«Ριζοσπάστη».
Εφημ. «Μακεδονία»,
07/05/1959
Δαυίδ Ναχμίας, εκπομπή «Ιχνηλάτες» -δείτε παρακάτω
αφιερωμένη στον Μενέλαο Λουντέμη,
που προβλήθηκε το 2002 στη ΝΕΤ,
Διεύθυνση Ειδήσεων - Τμήμα Αρχείου της ΕΡΤ.
Λογοτεχνικό αφιέρωμα Δημήτρη Δαμασκηνού.
Τώρα μας χωρίζουν οι ουρανοί. Αγρύπνιες ιδρωμένες και ατέλειωτες. Κι ένας κόσμος τρομαγμένος που κρυώνει - κρυώνει κάτω απ' τον βοριά και τα σίδερα.
Τώρα μας χωρίζουν οι θολές νεροποντές. Βουνά θυμωμένα κι απερπάτητα. Τώρα μας χωρίζουν, οι σαστισμένοι μες στον άνεμο καπνοί, και τ' αρμυρό κλάμα του Αιγαίου.
Να προσέχεις, μητερούλα, εκεί που πάτε. Σκορπώ στα μονοπάτια του παραμυθιού μικρά ψίχουλα απ' την καρδιά μου - για να μη χάσει το δρόμο η Μυρτώ.
Να προσέχεις, μητερούλα, εκεί που πάτε. Να σκεπάζεστε τις νύχτες δυνατά. Να σκεπάζεστε πολύ με τη στοργή μου... Γιατί κάνει κρύο εφέτος, μάνα... Κάνει μίσος εφέτος, μάνα... Εφέτος κάνει θάνατο»...
Στη Μακρόνησο γράφει επίσης το «Είμαι καλά».
Μητερούλα... αυγή μου...
Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά...
... "Πρώτον, Σεβαστή μου ..."
"Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω ..." Και δεν ρωτώ τίποτα.
Εδώ δεν ρωτούν. Ολοι "Είναι καλά ..."
Κι ας ανεμίζονται οι
κρεμάλες πάνω απ' τα κεφάλια τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα.
Είμαι καλά...
... Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.
"Είμαι καλά".
Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. Μα ξέρω ...
Πως έχεις χρόνους να πάρεις
μήνυμά μου.
Μα συχώρα με. Συχώρα με, Μητέρα.
Για τα χίλια μονότονα "Είμαι καλά"'
Τα χίλια μονότονα ψέματά μου...
... Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του, μάθημα:
"Είμαι καλά".
Ξέρω, αχ, Μητερούλα ...
Ξέρω πως σου στέλνω κάθε μέρα
την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω
πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου ...
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από 'δω ...
"Είμαι καλά"...
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι' αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο.
Πάνω σ' αυτόν τον ανεμόδαρτο γκρεμνό.
Σ' αυτό το τρελό νεκροταφείο
πως όλοι οι νεκροί του
ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ».
Γραμμένο στη Μακρόνησο για τον Ναζίμ Χικμέτ: «Ναζίμ Χικμέτ, αρκαντάς. Συγκάτοικε της κόλασης. Σ' άκουσα που βόγκηξες εψές για την Ελλάδα. Ηταν νύχτα ώρα πικρή. Κι ο βόγκος ακούμπησε στο στήθος μας. Ήταν η ώρα που δέναμε τις πληγές μας. Κι ανασηκώσαμε τον επίδεσμο για να σ' ακούσουμε. Να σ' ακούσουμε -απ' το μικρό μπουντρούμι της Σταμπούλ- Να βογκάς μες σ' όλα τα μπουντρούμια του κόσμου. Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω. Τώρα που μου στένεψαν τον κόσμο. Τώρα που γεύτηκα της αλυσίδας τη σκουριά. Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω: Πως στο δεξί βραχιόλι της χειροπέδας μου αισθάνομαι το χέρι το δικό σου. Ναζίμ, ομοθάνατε αδελφέ μου. Μας έφτασε απρόσμενα το γράμμα σου εδώ χτες βράδυ. Σαν ένα πουλί που έφυγε απ' το κλουβί του. Σαν ένα χέρι που ανέβηκε από τα κύματα. Το διαβάσαμε, ριγώντας συλλαβιστά, κάτω απ' το γιαταγάνι του μισοφέγγαρου. Και πήραμε τον όρκο: Να σου κεντήσουμε στο ρούχο τη στάμπα του Μακρονησιώτη. Και να σε κράξουμε επίτιμο μάρτυρα και συντοπίτη μας. Η φυλακή μας είναι ξέσκεπη εδώ, Ναζίμ. Γκρεμότοπος που τον ζώνει ολοτρόγυρα η πίσσα. Και πάνω του σαλεύουμε ολόρθοι σκελετοί. Πώς ήρθε και μας βρήκε το χαρτί σου; Εδώ δεν άραξε άλλο τίποτε, ποτές - παρά μονάχα οι δήμιοι κι οι βοριάδες. Πώς βρήκε τη στράτα το χαρτί σου; Αυτό που γίνηκε στον τόπο μου, αρκαντάς, δεν εματάγινε ποτές, αλλού, στη σφαίρα, κι ουδέ μιλιέται, ουδέ γρικιέται»...
είναι αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη
“Κομμουνιστής πολυτελείας” (;)
Δεν
είναι λίγοι οι λογοτέχνες που αναδείχτηκαν ή συμπορεύτηκαν στους αγώνες του
λαού. Λογοτέχνες που το έργο τους ταυτίστηκε με την πορεία και τους αγώνες του
Κομμουνιστικού Κόμματος. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Κατοχής και όσα
ακολούθησαν μετά (1940 – 1949). Εποποιία της Αντίστασης, Δημοκρατικός Στρατός,
τόποι εξορίας γέννησαν λογοτεχνικές φωνές, και άλλες τις καθόρισαν.
Κάποιοι από αυτούς αργότερα έκαναν άλλες πολιτικές επιλογές, κυρίως με τη
διάσπαση του ΚΚΕ το 1968. Παρά τις όποιες ιδεολογικές και πολιτικές ενστάσεις
για πλευρές του έργου τους ή για τις μεταγενέστερες πολιτικές επιλογές τους
κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει την αξία και τη σημασία του έργου τους (π.χ.
Δημήτρης Χατζής, Στρατής Τσίρκας, Μανώλης Αναγνωστάκης κλπ)
Μία τέτοια περίπτωση είναι και ο Μενέλαος Λουντέμης ο οποίος μετά τη διάσπαση του 1968 είναι σφόδρα επικριτικός απέναντι στο ΚΚΕ. Φτάνει να κατηγορήσει το ΚΚΕ ως «κόμμα νάνο» και την ηγεσία του ότι «ήταν διαποτισμένη ως τους τελευταίους αρμούς της απ’ το πνεύμα της υποτέλειας και γιατί είχε εκποιήσει και το τελευταίο μόριο της εθνικής και πολιτικής της αξιοπρέπειας». Επικριτικός απέναντι και στο ΚΚΣΕ και στη Σοβιετική Ένωση αναπαράγοντας στερεότυπα επιχειρήματα είτε γενικεύοντας και υπερτονίζοντας καταστάσεις.
Οι δημόσιες τοποθετήσεις του κάποια στιγμή προκάλεσαν την απάντηση του «Ριζοσπάστη» με επιφυλλίδα υπό τον τίτλο «Ένας ‘’κομμουνιστής’’ πολυτελείας», στις 16 Δεκέμβρη 1975 και υπογραφή Σ. Είχαν προηγηθεί δηλώσεις του Λουντέμη από το Βουκουρέστι όπου ζούσε και άρθρο του στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία». Στο δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» αναφέρεται και μια χειμαρρώδης «σε ύβρεις επιστολή του, που δημοσιεύτηκε στα χρόνια της φασιστικής δικτατορίας εναντίον του ΚΚΕ στον ‘‘Ελεύθερο κόσμο’’» την οποία δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε.
Ένας «κομμουνιστής»
πολυτελείας
| Ριζοσπάστης, 16-Δεκ-1975
Ο
Μ. Λουντέμης ανήκει στο μικρό αριθμό λογοτεχνών και καλλιτεχνών μας, που
πιστεύουνε πως τα πάνε τόσο καλά με την πολιτική, όσο και με την Τέχνη τους, αν
όχι και καλύτερα. Το κοινό δε συμφωνεί μαζί τους σε τούτο το σημείο, τους
καταδικάζει μάλιστα σαν επιπόλαιους, αλλ’ αυτό δε σημαίνει πολλά πράγματα για
τις εξοχότητές τους. Αξία γι’ αυτούς δεν έχει η κοινή γνώμη, μα η πεποίθησή
τους. Αυτή η πεποίθηση που τους κάνει ν’ αμφιβάλλουν για όλους τους άλλους, ν’
αρνούνται οποιαδήποτε αξία σε όλους τους άλλους, εκτός από τους εαυτούς τους.
Τα τελευταία χρόνια, ύστερα από την τρικυμία που έφερε στα μυαλά τους η
αναπάντεχη γι’ αυτούς δικτατορία των συνταγματαρχών, κατάληξαν «τ’ αλάθητα»
αυτά πνεύματα σε μια πρωτότυπη ερμηνεία της ιστορίας. Αν άλλοτε υπήρχαν σοφοί
που θεωρούσαν την ανθρώπινη ιστορία σαν δημιούργημα των βασιλιάδων, τώρα
αποδίδουν την καταστροφή της ιστορίας αποκλειστικά στα λάθη των πολιτικών
ηγετών και μάλιστα των ηγεσιών των «ανά την γη» κομμουνιστικών κομμάτων!! Αν
δεν επικράτησε ακόμη ο σοσιαλισμός στην Ευρώπη και στις άλλες ηπείρους, φταίνε
«οι δογματικές» ηγεσίες και πρώτ’ απ’ όλα η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος
της Σοβιετικής Ένωσης, αυτού του γίγαντος που υποτάσσει στη θέληση του, στα
κρατικά και εθνικιστικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ τα άλλα κόμματα «νάνους»!
Η θεωρία αυτή του Λουντέμη και των άλλων αναθεωρητών είναι παλαιότατη και στο κάτω — κάτω της γραφής δεν είναι δικιά τους. Ο φασιστικός νόμος 375 της 4ης Αυγούστου για την «κατασκοπεία» των κομμουνιστών «προς όφελος ξένης δυνάμεως» αυτή τη θεωρία είχε για θεμέλιο κι αυτή καλλιεργούσε μέσα στις μάζες για να τις διαθέσει εχθρικά απέναντι στο ΚΚΕ. Μετά την κατάργηση αυτού του νομοθετικού διατάγματος –με πολύχρονους αγώνες του λαού και αμέτρητα θύματα- έρχεται ο «σοφός» Λουντέμης στα 1975 από το μετερίζι μιας σοσιαλιστικής χώρας και υπό την προστασία του μειδιάματος του Έλληνα υπουργού Εθνικής Άμυνας, να σαλπίσει πως η ηγεσία του ΚΚΕ –του «κόμματος νάνου»- «ήταν διαποτισμένη ως τους τελευταίους αρμούς της απ’ το πνεύμα της υποτέλειας και γιατί είχε εκποιήσει και το τελευταίο μόριο της εθνικής και πολιτικής της αξιοπρέπειας».
Ο
Μ. Λουντέμης φαίνεται να έχει χάσει και το τελευταίο ίχνος σοβαρότητας. Βέβαια
δεν είναι ο μόνος μέσα στις γραμμές των αναθεωρητών που έπαθε αυτό το
δυστύχημα. Ωστόσο, η πτώση του Λουντέμη προκαλεί κατάπληξη, αν και οι παλιοί
σύντροφοί του και αυτή η κοινή γνώμη ακόμα, δεν ήταν ποτέ σίγουροι για τη
σοβαρότητα τούτου του Έλληνα συγγραφέα. Πάντα κρατούσαν στάση επιφυλαχτική
απέναντί του γιατί ξαφνιάζονταν κάθε τόσο από τις πιο απίθανες ακροβασίες του
και στην ιδεολογία και στο ήθος του.
Ποιος ξεχνάει ‑για
να αναφέρουμε
μόνο μία
από τις
παλιές του
ακροβασίες- κείνη
τη χειμαρρώδη
σε ύβρεις
επιστολή του,
που δημοσιεύτηκε
στα χρόνια της φασιστικής δικτατορίας εναντίον του ΚΚΕ στον «Ελεύθερο κόσμο»;
Τώρα σε μια σειρά συνεντεύξεις του που έδωσε στους Αθηναίους δημοσιογράφους που συνόδευαν τον κύριο Αβέρωφ στο ταξίδι του στο Βουκουρέστι και που δημοσιεύτηκαν στην «Ακρόπολη», τα «Νέα» και την «Ελευθεροτυπία» παρουσιάζεται σαν ένα από τα πιο σπάνια φαινόμενα υποκρισίας, να αξιώνει τάχα την κατάργηση των κατηγοριών στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος, δηλαδή να μην υπάρχουν κομμουνιστές «βοηθητικοί» ή παρεκεντέδες όπως λέει. Είναι γνωστό πως σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, μέσα στο λαϊκό κίνημα ο Λ. υπήρξε μόνιμα ένας «κομμουνιστής» πολυτελείας. Εκμεταλλεύτηκε την ξεχωριστή θέση του μέσα στα ελληνικά γράμματα για να εξασφαλίζει από άξιους και ευγενέστατους συναγωνιστές του στις εξορίες και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων ιδιαίτερης μεταχείρισης. Αυτό το διαχωρισμό των αγωνιστών σε κατηγορίες, που τον έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας από ιδιοτέλεια, τώρα τον αποδίδει στην ηγεσία του κομμουνιστικού κινήματος χωρίς καμιά συστολή.
Να ζητήσουμε από το Λουντέμη να σεβαστεί κάποτε το καλό του όνομα στα ελληνικά γράμματα και να πάψει να ευθυγραμμίζεται με τους χυδαίους εχθρούς της Σοβιετικής Ένωσης, του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, και του ΚΚΕ το θεωρούμε μάταιο. Είναι άλλωστε τόσο αναπαυτικό σήμερα με την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, να συμπαρατάσσεται, όποιος δε διαθέτει γερή ραχοκοκαλιά, με τους παντός είδους «δημοκράτες», «σοσιαλιστές» και φιλελεύθερους «κομμουνιστές» εναντίον του ΚΚΕ. Αλλά, ούτε η Σοβιετική Ένωση, ούτε το ΚΚΕ αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά τέτοιες επιθέσεις από προσωπικότητες που άλλοτε υπηρετήσαν το λαό μέσα από τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος. Να αναφέρουμε ονόματα; Είναι τόσο γνωστά. Θα θυμίσουμε μόνο το όνομα του Παναΐτ Ιστράτι, πεζογράφου με παγκόσμια αναγνώριση, που στάθηκε ως αρνητής της Σοβιετικής Ένωσης, ως τρομερός πολέμιος της.
Σ’
αυτόν τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη, ο Ρομάν Ρολάν έγραφε στα 1929:
Το να γράφεις εναντίον της ΕΣΣΔ σημαίνει να βοηθάς την παγκόσμια αντίδραση, η
οποία έχει για σκοπό να τσακίσει την ΕΣΣΔ.
«Είδα πως ο Βαβίλ σας επιδοκίμασε στην τροτσκιστική επιθεώρηση. Οι τρελοί! Οι
μανιακοί! Έτσι οι Καρνό και Μπιλόντ-Βαρέν ενέργησαν ή άφησαν να πέσει το κεφάλι
του Ροβεσπιέρου. Πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους να αλληλοκατηγορούνται!»
Σ.
Σοφία Αδαμίδου
ERT– ΕΡΤ:
Δείτε δυο αφιερώματα στον Μενέλαο Λουντέμη.
1. Εκπομπή “Ιχνηλάτες” -παρουσιάζει
ο Δαυίδ Ναχμίας,
σκιαγραφώντας το πορτρέτο του συγγραφέα και
2. Με την ευκαιρία της κηδεία του
δήλωση του Στρατή Τσίρκα
και απλών πολιτών.
Ο τάφος στο “τέλος της μικρής μας πόλης” του Χατζή
Ο Χατζής σχεδόν συνομήλικος και σε βίο παράλληλο με τον Λουντέμη, στο δεύτερο διήγημα, της “μικρής μας πόλης” μας παρουσιάζει την περιφέρεια άκρη-άκρη της πόλης-χωριού αστικής μετάλλαξης (1979). Εκεί, ένα μικρό μονοπάτι οδηγούσε στην ποταμιά, ένα σημείο ειδυλλιακό, δεμένο άρρηκτα με τη ζωή των ανθρώπων της πόλης, με τις πιο όμορφες συναισθηματικές στιγμές τους σε κάθε καμπή της ηλικίας τους. Οι κάτοικοι, προσδοκούσαν να γίνει δρόμος της προκοπής το μονοπάτι και γι’ αυτό θύμωναν με τους δημάρχους, που σαν υποψήφιοι το υπόσχονταν αλλά όταν εκλέγονταν το ξεχνούσαν.
Το
διήγημα αναπτύσσεται με άξονα την ανταγωνιστικότητα του Αντώνη Τσιάγαλου απέναντι στο Σπούργο.
Ο κυρ Αντώνης είναι ένα από τα
στηρίγματα της τοπικής κοινωνίας αν και δεν είναι πλούσιος. Μικρομαγαζάτορας
δίπλα στην ποταμιά, κρατούσε μια απ’ τις
δύο δημοτικές παράγκες, δεν αγαπάει τις καινοτομίες, η αλήθεια είναι πως δεν αγαπάει κι από φυσικού του τις
αλλαγές και τους νεωτερισμούς. Συντηρητικός και
μετρημένος είναι άνθρωπος λογικός κι αγαπάει τα
σίγουρα.
Έχει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός ευυπόληπτου πολίτη και στυλοβάτη της
κοινωνίας, με πέντε παιδιά, μια σύζυγο άψογης διαγωγής, ιδιόκτητο σπίτι,
δραστήρια συμμετοχή στις εκλογές και τη θέση του επιτρόπου στην εκκλησία. Όταν
θα χρειαστεί να υπερασπίσει το συμφέρον του όμως, ο ευυπόληπτος πολίτης θα
χρησιμοποιήσει αδίστακτα κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο: τις πολιτικές του
διασυνδέσεις, το ψέμα και τη δολιότητα, για να βγάλει από τη μέση αυτόν που
θεωρεί ανταγωνιστή του.
Δείχνει να μην έχει συναίσθηση του αμοραλισμού του. Όταν τυλίξει το Σπούργο με
τις μηχανορραφίες του και εξασφαλίσει τη συναίνεση του νέου δημάρχου στα σχέδιά
του, θα ευχαριστήσει το Θεό δακρυσμένος που
του ’δινε τώρα την ανταμοιβή της στερημένης κι
ενάρετης ζωής του.
Ευυπόληπτος εξωτερικά αλλά σαθρός στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύει την ηθική
των μικροαστών, την οποία ο Χατζής καταγγέλλει στο πρόσωπό του. Το μαγαζί του
υπήρχε για να εξυπηρετεί τους ομοίους του, τους άλλους ευυπόληπτους συμπολίτες,
τους νοικοκυραίους της μικρής πόλης, οι οποίοι θα τον προδώσουν αμέσως μόλις
φτιαχτεί το μοντέρνο μαγαζί μαζί με το δρόμο. Η κατασκευή του δρόμου είναι γι’
αυτόν υπόθεση ζωής και επενδύει σ’ εκείνη κάθε μελλοντικό του σχέδιο. Περιμένει
είκοσι χρόνια για να δει αυτό το όνειρο να πραγματοποιείται. Η έλλειψη κοινωνικής
διορατικότητας δεν θα του επιτρέψει να αντιληφθεί έγκαιρα ότι η κατασκευή του
δρόμου συνεπάγεται και άλλες αλλαγές, που θα οδηγήσουν και στη δική του
περιθωριοποίηση και κοινωνική συντριβή.
Στον
αντίποδά του βρίσκεται ο Σπούργος που
δουλεύει τη δεύτερη παράγκα. Οι θαμώνες όμως είναι διαφορετικοί. Εδώ συχνάζουν
μπεκρήδες, κυνηγοί, αγωγιάτες, φουκαράδες και περιθωριακοί. Ο Σπούργος δεν
είναι ιδιοκτήτης. Δεν είναι ούτε ντόπιος, δεν είναι καν κύρ(ιος) λέει ο
συγγραφέας. Δεν έχει δεσμούς με κανέναν, είναι ένας μέτοικος, που
συμπεριφέρεται σαν να θέλει να κρυφτεί στην παράγκα της ποταμιάς κι όχι να
ριζώσει στη μικρή πόλη. Ντροπαλός και ολιγαρκής, δεν έχει όνειρα ή φιλοδοξίες.
Του αρκεί η μικρή παράγκα στον όμορφο τόπο της ποταμιάς, που φαίνεται ότι του
εξασφαλίζει ήσυχα, μετρημένα γεράματα. Η διακριτικότητά του όμως θα
δημιουργήσει γύρω του μια μικρή ατμόσφαιρα μυστηρίου και οι πελάτες του
υποθέτουν ότι ο Σπούργος κρύβει πίσω από τη ντροπαλή εικόνα του ένα ταραγμένο
ίσως και εγκληματικό παρελθόν.
Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Ο Σπούργος σκιαγραφείται από το Χατζή ως
ένας αγαθός του Θεού, ανίκανος ή μάλλον αδιάφορος στο να υπερασπίσει τα
συμφέροντά του. Μεγαλωμένος με αγάπη κάπου στην Πελοπόννησο θα δει τον κόσμο
γύρω του να γκρεμίζεται, όταν οι γονείς του πεθάνουν. Τότε τ’ αδέρφια του
συγκρούονται μεταξύ τους για την κληρονομιά και στο τέλος εκμεταλλεύονται και
τον ίδιο. Φεύγοντας, θα διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι είναι παντού οι ίδιοι,
ίδιος παραμένει όμως κι αυτός: Εκείνοι να διαφεντεύουν το συμφέρον τους κι
αυτός από τη φύση του να μην ξέρει τι θα πει συμφέρον. Η φτωχική παράγκα στην
ποταμιά βρέθηκε αναπάντεχα στη ζωή του, ένα αποκούμπι, μια τελική καταφυγή και
σταμάτησε εκεί αποσταμένος,
δηλαδή κουρασμένος.
Για
τον Αντώνη τον Τσιάγαλο όμως, η εμφάνιση και εγκατάσταση του Σπούργου,
ισοδυναμούσε με πρόκληση, γιατί κι αυτός είχε
συμφέρον. Το όνειρό του για την κατασκευή του δρόμου
μοιάζει να υπονομεύεται από την άκακη παρουσία του γείτονα, γι’ αυτό και θα τον
κυνηγήσει ανελέητα και χωρίς ντροπή. Τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι
σ’ αυτόν θα στραφεί για παρηγοριά στο τέλος, όταν συνειδητοποιήσει τη
ματαιότητα της νίκης του. Τότε θα καταλάβει όμως ότι έχει καταστρέφει κάθε
δυνατότητα ανθρώπινης αλληλεγγύης ανάμεσά τους.
Όπως και ο Σιούλας θα ανακαλύψει το συνάνθρωπο τη στιγμή της πτώσης του. Ο
Σιούλας όμως δεν απώλεσε ποτέ την ανθρωπιά του, απλώς δεν την είχε
συνειδητοποιήσει, έτσι η κοινωνική συντριβή τού άνοιξε το δρόμο της αλληλεγγύης
και της συναδέλφωσης. Ο Αντώνης ο Τσιάγαλος όμως, έκαψε μόνος του κάθε γέφυρα
ψυχικής επικοινωνίας και καταδίκασε ο ίδιος τον εαυτό του στην απόλυτη ψυχική
μοναξιά.
Τα πολιτικά ήθη – θέσμια και θέσφατα
Ο Χατζής στέκεται μάλλον επιδερμικά –ή αδυνατεί να κατανοήσει λειτουργίες ορισμένων πολιτικών θεσμών. Βλέπουμε την υποσχεσιολογία των υποψήφιων τοπικών αρχόντων αλλά και την αδιαφορία τους απέναντι στα αιτήματα της τοπικής κοινωνίας, αφού αποκτήσουν εξουσία. Φαίνεται επίσης πώς λειτουργούν οι παραπολιτικές διασυνδέσεις αλλά και η πελατειακής μορφής σχέση (ρουσφέτι) που αναπτύσσεται μεταξύ ενός πολιτικού και των ψηφοφόρων του. Διαπιστώνουμε ότι είναι πολύ εύκολο να καταστρατηγηθεί κάθε έννοια δικαίου από τους φορείς της εξουσίας, προκειμένου να αποζημιωθούν οι υποστηρικτές της αλλά και ότι εύκολα το σύστημα περιθωριοποιεί όποιον δεν έχει τη δυνατότητα να συμπορεύεται μέχρι τέλους μαζί του, όπως στην περίπτωση του κυρ Αντώνη. Γλαφυρά, αλλά όχι στην ουσία του αστικού εποικοδομήματος
Αυτό έχει να κάνει με τον ξεπεσμό των ιδιοκτητών μικρομάγαζων που επέρχεται με την “πρόοδο”, την οποία αντιπροσωπεύει ο καινούργιος δρόμος αλλά και το μοντέρνο μαγαζί που φτιάχνεται δίπλα του για τους τουρίστες. Η ανάπτυξη του τουρισμού θα οδηγήσει στην εξαφάνιση τις παραδοσιακές εξοχικές παράγκες καταστρέφοντας τους μικροκαταστηματάρχες αλλά και τις γραφικές συνήθειες των οικογενειών στις επαρχιακές πόλεις. Η μεταμόρφωση του χώρου περιθωριοποιεί και υποβιβάζει όσους δεν μπορούν να προσαρμοστούν σ’ αυτήν.
Ο καινούργιος δρόμος δε θ’ αναβαθμίσει τελικά το μαγαζί και τη ζωή του κυρ Αντώνη αλλά αντίθετα θα γίνει ο τάφος όπου θάβεται αρχικά η ανθρωπιά του, αργότερα οι ελπίδες του για κοινωνική αναβάθμιση και τέλος η θέση του στην τοπική κοινωνία. Ό,τι έφερε μαζί του ο δρόμος γι’ αυτόν, ήταν η απέραντη μοναξιά, η ερημιά του τάφου, αφού στο όνομα του συμφέροντος κατέστρεψε ο ίδιος την ευκαιρία να μοιραστεί τον καημό του με τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να τον νιώσει, το Σπούργο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"