Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πέθανε ο Μίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πέθανε ο Μίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

08 Σεπτεμβρίου 2021

Δημ Κουτσούμπας στο Μίκη: Αθάνατος! Κι όταν «θα πάρουν τα όνειρα εκδίκηση» θα είσαι κι εσύ, όπως πάντα στις μεγάλες στιγμές, παρών !

 

Σε κλίμα συγκίνησης, ολοκληρώθηκε η τελετή αποχαιρετισμού στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, στη Μητρόπολη Αθηνών. Πλήθος κόσμου, όλων των ηλικιών, έστειλε στερνό αποχαιρετισμό στον Μίκη Θεοδωράκη, δίνοντας το «παρών» γύρω από τη Μητρόπολη, παρά το ψιλόβροχο, για να πει το τελευταίο «αντίο» στον μεγάλο μουσουργό. 

Επικήδειους στην τελετή αποχαιρετισμού στον Μίκη Θεοδωράκη εκφώνησαν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου και ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας.


Ο αποχαιρετισμός του Δημήτρη Κουτσούμπα στον Μίκη Θεοδωράκη

"Βροντάνε στράτες κι αγορές" μετά την είδηση του χαμού σου, αγαπημένε μας Μίκη.

Πλήθος ανθρώπων από όλες τις ηλικίες, απ’ όλες τις γενιές βρίσκονται τις τρεις αυτές μέρες εδώ για να σε αποχαιρετήσουν.

Σεμνά, μα όχι βουβά.

Με τα τραγούδια σου σε αποχαιρετάμε, όπως αξίζει σε εκείνους που λεβέντικα ροβόλησαν τον κόσμο.
Και ένας ψίθυρος περνά από στόμα σε στόμα: "Χωρίς τον Μίκη θα ήμασταν αλλιώς".

Και έτσι είναι. Χωρίς εσένα θα ήμασταν αλλιώς.

Φράγμα μεγαλόπρεπο στη λήθη, ένα δοξαστικό στην εποποιία του λαού μας τον 20ό αιώνα είναι το έργο σου.

Αποστόμωσε όσους προσπαθούν να μαυρίσουν τη μνήμη της, διόρθωσε τα ψέματα, έκανε έναν ολόκληρο λαό να νιώθει περηφάνια για την κληρονομιά του και θαυμασμό για εκείνους που με τον αγώνα τους την τιμούν και προσπαθούν να τη μεγαλώσουν.

Ορμητική, επαναστατική, φλογισμένη από το πάθος, μια κατάφαση είναι η μουσική σου ότι ο κόσμος μας χρειάζεται και μπορεί ν’ αλλάξει.

Με το αστραφτερό σπαθί της, εκτοπίζοντας τον φόβο, την ηττοπάθεια, την αδιαφορία, σαλπίζει νέο ξεκίνημα, πυρπολεί τα όνειρα, "πολιορκεί το «κοίταζε τη δουλειά σου»", γεμίζει με ήλιο τις καρδιές.

Μας έδειξες τη δύναμη του ελληνικού λαού, τη δύναμη των λαών του κόσμου.

Χωρίς αμφιβολία ήξερες καλά να εδραιώνεις την πίστη πως το δίκιο, η ειρήνη, η ευτυχία είναι πράγματα κατορθωτά.

Όσο ρωμαλέα και στιβαρά αναμετριέται η Τέχνη σου με την αδικία, τόσο τρυφερά και απαλά ξέρει να θωπεύει τα όμορφα και τα καλά στη ζωή και τον κόσμο.

Έσμιξες "τους τρανούς αητούς με τους χρυσούς αγγέλους", μαθαίνοντάς μας πως για να είσαι δυνατός, πρέπει να είσαι ευαίσθητος.

Με ιερή αφοσίωση καλλιέργησες αυτή την ευαισθησία μας, μας έμαθες πως μέσα στις καταιγίδες μπορούμε να κρατηθούμε από ένα λουλούδι.

Είχες εμπιστοσύνη στο λαό

Πίστευες, κι όχι άδικα, πως μόνο ο λαός μπορεί να κατανοήσει και να κατακτήσει τα ανώτερα δημιουργήματα του ανθρώπου, τέτοια όπως η Τέχνη, η Ποίηση, η Μουσική.

Αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλειδιά.

Γι’ αυτό δεν μελοποίησες μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο, χωρίς να τον προδίδεις. Τον αναδημιούργησες και τον παρέδωσες με εκείνη τη μορφή που μπαίνει κατ’ ευθείαν στη λαϊκή ψυχή.

"Έφερες την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του", όπως έγραφε για σένα ο Γιάννης Ρίτσος.

Δεν είναι μόνο ο "Επιτάφιος", η ανεπανάληπτη αυτή συνομιλία της μουσικής σου με την ποίηση του Ρίτσου, που μέσα και από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του Μπιθικώτση και του Χιώτη, έγινε ένας διαχρονικός λαϊκός θρήνος και ύμνος μαζί στον θάνατο που γονιμοποιεί το μέλλον.

Πέτυχες να μιλήσεις με την υψιπετή ποίηση στη λαϊκή ψυχή, ακόμα και μέσα από απαιτητικές και ασυνήθιστες στο λαϊκό αυτί μουσικές φόρμες, όπως αυτές

  • στο "Άξιον Εστί" του Ελύτη,
  • στο "Επιφάνεια - Αβέρωφ" του Σεφέρη,
  • στο "Πνευματικό Εμβατήριο" του Άγγελου Σικελιανού,
  • στο "Κάντο Χενεράλ" του Πάβλο Νερούδα κ.ά.

Δίχως άλλο, χωρίς εσένα οδηγητή και πρωτεργάτη αυτής της νέας Τέχνης, η μουσική θα ήταν αλλιώς.

Βαθύς ποταμός, ακόμα ανεξερεύνητος είναι το έργο σου.

Σ’ αυτό συνυπάρχουν όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής:

Από τους λαϊκούς δρόμους και το δημοτικό τραγούδι ως την αρχαία τραγωδία, το βυζαντινό μέλος, τη συμφωνική μουσική, το κλασικό τραγούδι, τα ορατόρια.

Σου το χρωστάμε, λοιπόν, να φροντίσουμε να ανοιχτούν διάπλατα στον κόσμο όλοι οι θησαυροί της μουσικής σου.

Σου το χρωστάμε να συνεχίσουμε να διεκδικούμε το μεγάλο όνειρό σου να φτάσουν στο λαό οι θησαυροί σε όλη την ιστορία της μουσικής, μέχρι αυτό ατόφιο να εκπληρωθεί σε μια ανώτερη μορφή κοινωνίας, όπου όλα τα μέλη της θα μπορούν να κατανοούν και να απολαμβάνουν την Τέχνη.
Ακόμα και το πιο δύσκολο και αφηρημένο είδος της, τη μουσική, αυτή την τέχνη που από μικρό παιδί, από τότε που πρωτοάκουσες την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν, σου πήρε το μυαλό και σ’ έκανε να βλέπεις με τα μάτια της τον κόσμο.

"Οι αγώνες και η μουσική είναι τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι, ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα", έλεγες.

Σ’ όλη τη ζωή σου με το ένα χέρι κρατούσες το τουφέκι και με το άλλο τις παρτιτούρες σου.
Και αυτό δεν είναι αλληγορία.
Μέχρι και στη Μακρόνησο, σ’ αυτόν τον εφιαλτικό τόπο των μαρτυρίων, εσύ έγραφες μουσική.
Εκεί έγραψες και το πρώτο συμφωνικό έργο σου, τη Συμφωνία για τη Μακρόνησο.
Εκεί κατάλαβες πόσο ευεργετική είναι η δημιουργία, όταν πρέπει να αντέξεις τον πόνο και την κτηνωδία, πόσο ευγενική γίνεται για τους γενναίους, αυτούς που μένουν όρθιοι και δεν χαμηλώνουν το βλέμμα τους.

Στο ερώτημα για ποιον δημιουργείς, πάντα απαντούσες: Για το λαό.

"Και όταν ακόμα συνθέτω συμφωνικά έργα πάντοτε έχω στο νου μου το λαό. Φιλοδοξώ να γίνω κατανοητός από τους απλούς εργαζόμενους ανθρώπους, γιατί έχω πίστη ότι αυτοί αποτελούν τη βασική δύναμη που σπρώχνει μπροστά την Ιστορία", είχες δηλώσει όταν σου απονεμήθηκε το βραβείο Λένιν.

Κι έπειτα πάλι συνήθιζες συχνά να επαναλαμβάνεις πως "Ό,τι φτιάξαμε το πήραμε από το λαό και στο λαό το επιστρέφουμε".

Και δεν ήταν σεμνοτυφία.

Είχες βαθιά συνείδηση ότι για το προσωπικό καλλιτεχνικό σου επίτευγμα, σπουδαίο ρόλο έπαιξε η εποχή σου, ότι στον ιδιαίτερο τρόπο της τέχνης σου, αντανακλούσαν οι πράξεις του λαού.

Αυτό άλλωστε είναι το μυστικό της μεγάλης, της αληθινής Τέχνης, της Τέχνης που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής και αφουγκράζεται το επερχόμενο.

Να αντλεί τη δύναμή της από την ανθρωπιά, από τα βάσανα, τους καημούς, τις μνήμες και τις ελπίδες του λαού και αυτή την ανθρωπιά να την επιστρέφει πάλι στους δημιουργούς της.

Μια βαθύτερη όμως συνείδηση της ανθρωπιάς: Τη συνείδηση της δύναμης, που μόνο ο άνθρωπος μέσα σε όλα τα πλάσματα διαθέτει, να υποτάσσει τον κόσμο γύρω του στην ανάγκη του για δίκιο και ευτυχία, να τον μετασχηματίζει στα μέτρα του.

Έτσι, γράφοντας για τον δικό σου λαό, είδες τη μουσική σου να σπάει τα σύνορα της χώρας, καθώς η γλώσσα της έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τα οράματα "όλων των τίμιων ανθρώπων της Γης που αγωνίζονται ενάντια στην τυραννία, τη βία και την εκμετάλλευση", αγγίζει τις καρδιές όλων των λαϊκών ανθρώπων ανεξάρτητα από εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία, φυλή.

Γι’ αυτό δεκάδες συλλυπητήρια μηνύματα καταφτάνουν αυτές τις μέρες από όλες της γωνιές της Γης από Κομμουνιστικά, από Εργατικά Κόμματα, από πολλές άλλες προοδευτικές οργανώσεις από όλες τις ηπείρους.

Από κείνους που νιώθουν σαν να έχασαν έναν δικό τους άνθρωπο.

"Ο καλλιτέχνης που ζει και δημιουργεί μέσα στην πάλη, εξασφαλίζει ξεχωριστή θέση για το έργο του", δήλωνες.

Και πράγματι το έργο σου έκανε θρύψαλα τον μύθο ότι η δέσμευση καταστρέφει την Τέχνη.

Το έργο σου είναι τρανή απόδειξη ότι η μεγάλη Τέχνη είναι πάντα πολιτική, είτε το γνωρίζει είτε δεν το γνωρίζει ο δημιουργός της.

Πίστευες ακλόνητα πως η συμμετοχή σου στη λαϊκή δράση ήταν αυτή που "έδινε ρεύμα", που "έβαζε φωτιά" στη δημιουργία σου, πως δεν αρκεί ο καλλιτέχνης μόνο με το έργο του να είναι κοντά στο λαό, αλλά και με την ίδια του τη ζωή.

"Να μην ξεχωρίζει τη ζωή του από τη ζωή του εργαζόμενου, από τη ζωή του πρωτοπόρου λαϊκού αγωνιστή", "να είναι ένας απλός στρατιώτης στην ακατάβλητη στρατιά των λαϊκών ανθρώπων" που μάχονται για τη ζωή.

Δικά σου τα λόγια.

Έτσι, πορεύτηκες κι εσύ μαζί με τους αδικημένους σε δρόμους που έκαιγαν.
Από νωρίς "πήρες του ήλιου το δρόμο, κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο", για το λαό μας, για όλους τους λαούς, ως άλλος Σολωμός, ως άλλος βάρδος της ελευθερίας, με όλα τα προτάγματα της δικής μας εποχής.

  • Από 17 κιόλας χρονών οργανώθηκες στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ, παίρνοντας μέρος στην Εθνική μας Αντίσταση.
  • Τον Δεκέμβρη του ΄44 πολέμησες στη Μάχη της Αθήνας, με τον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ.
  • Και ήταν τόση η περηφάνια σου για τη συμμετοχή σου σ’ αυτή την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στη χώρα μας, που πολλά χρόνια αργότερα θα πεις πως "αν υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα που θα επιθυμούσες να χαραχτεί στον τάφο σου, θα ήταν: Πολέμησε τον Δεκέμβρη".
  • Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, μοιράστηκες με τους συντρόφους σου τις άγριες διώξεις του αστικού κράτους εξόριστος στην Ικαρία και έπειτα στη Μακρόνησο όπου βασανίστηκες φρικτά.
  • Εκεί είναι, με τα δικά σου λόγια, που έσπασε το "εγώ" και έγινε τελεσίδικα "εμείς".
  • Στη συνέχεια αγωνίστηκες μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες για την κοινωνική και πολιτιστική αναγέννηση, ενώ "πλήρωσες" με νέες δοκιμασίες, φυλακές και εξορίες την παράνομη δράση σου ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967.
  • Με τις αμέτρητες συναυλίες σου στο εξωτερικό μέχρι την πτώση της δικτατορίας μετέφερες σε όλο τον κόσμο το μήνυμα της αντίστασης και της λευτεριάς, και έπειτα σε όλη την Ελλάδα.
  • Τα τραγούδια σου, που τα λέγαμε μυστικά όλα τα μαύρα εκείνα χρόνια, κατέκλυσαν τα πάντα, τις ταβέρνες, τα γιαπιά, τα σχολειά, τα Πανεπιστήμια, τις εκδρομές, τις συντροφιές, τις διαδηλώσεις.
  • Στις συγκλονιστικές συναυλίες σου και στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ, μέσα σε μια μέθεξη της μουσικής σου με τον κόσμο, αποθεωνόταν η πίστη πως με τους αγώνες μας θα αλλάξουμε τον κόσμο για να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο.

Τα χρόνια αυτά έδωσες τη μάχη ως υποψήφιος του ΚΚΕ για το Δήμο της Αθήνας, ενώ το 1981 και το 1985 ως βουλευτής του Κόμματος υπερασπίστηκες τα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού. Από κάθε μετερίζι στη σκέψη σου πρυτάνευε ο αγώνας για την "ενότητα των Ελλήνων".

Πολύπλευρος και πολυτάλαντος, διανοούμενος καθώς ήσουν, δεν περιορίστηκες στη μουσική, αλλά με το χαρισματικό λόγο σου έγραψες ένα σωρό βιβλία εκείνα τα χρόνια.

Το ξεχωριστό, όμως, στην περίπτωσή σου είναι ότι η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα σου συναντήθηκε με μια προσωπικότητα ανήσυχη και άγρυπνη, που ένιωθε πάντα την ανάγκη να ξεπερνά τον εαυτό της.

Έτσι συνέχιζες μέχρι το τέλος να δίνεις το "παρών" σε όλες τις κρίσιμες στιγμές που ακολούθησαν, παίρνοντας το μέρος της αλήθειας και της δικαιοσύνης.

Μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, δεν λύγισες.

"Κι όμως σταθήκαμε όρθιοι κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ, πως το οφείλουμε στα δάκρυα και τις θυσίες αυτών των χιλιάδων και χιλιάδων πρωτοπόρων αγωνιστών που έπεσαν ακολουθώντας τις σημαίες και τα λάβαρα με το κόκκινο αίμα, που φλόγιζαν, εξακολουθούν να φλογίζουν, τις καρδιές όσων πάλευαν και παλεύουν για την ελευθερία, την ειρήνη, το δίκαιο, τα δικαιώματα του λαού μας και όλων των λαών της Γης», είχες πει τότε.

Σταθερά στις επάλξεις του διεθνισμού, ασταμάτητα υποστήριζες την αδερφική φιλία του ελληνικού με τον τούρκικο λαό και το δίκαιο αγώνα του Παλαιστινιακού λαού.

Πολεμώντας "τους λύκους που διψούν για αίμα και σεργιανούν στην περιοχή μας", διοργάνωσες το 1999 την ιστορική συναυλία με τη συμμετοχή όλων των μεγάλων Ελλήνων τραγουδιστών ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία και καταδίκασες, με τις ξεκάθαρες δημόσια εκφρασμένες θέσεις σου τις κρίσιμες στιγμές τα "τσακάλια του αντικομμουνισμού", όπως τα ονόμασες, τα αντικομμουνιστικά μνημόνια του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ανιστόρητη εξομοίωση "των θυμάτων με τους θύτες, των εγκληματιών με τους ήρωες, των κατακτητών με τους απελευθερωτές και των ναζιστών με τους κομμουνιστές".

Παρών δήλωσες και στη δίκη της εγκληματικής, ναζιστικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής.

Παρών και στο δίκαιο αγώνα του λαού μας για την κατάργηση των μνημονίων και όλων των αντεργατικών εφαρμοστικών νόμων τους.

Η αλήθεια είναι, όπως και γνωστό σε όλους, πως δεν συμφωνούσαμε πάντα με τις πολιτικές πρωτοβουλίες σου, όμως αυτό που μένει, το υστερόγραφο της δόξας, είναι η τεράστια παρακαταθήκη του έργου σου και η πολιτική διαθήκη που μας άφησες, "σβήνοντας τις λεπτομέρειες" και κρατώντας τα "Μεγάλα Μεγέθη".

Το ότι "τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά, τα ώριμα χρόνια σου τα πέρασες κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ".

Δεν σε αποχαιρετούμε σύντροφε Μίκη, γιατί εσύ δεν έφυγες.

Μέσα στις φλέβες μας είσαι. Θα ’σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά πολέμησες, θα ’σαι για πάντα σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου.

Κι όταν "θα πάρουν τα όνειρα εκδίκηση" και γύρω μας θα λάμπει η λιόλουστη ζωή θα είσαι κι εσύ, τρανός, όπως πάντα, στις μεγάλες στιγμές, παρών.

Γιατί το έργο σου έγινε ελπιδοφόρος αναγεννητικός "ανάκουστος κελαηδισμός" για τον ελληνικό λαό, για όλους τους λαούς, στη σύγχρονη ιστορική εποχή της ανατολής της νέας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Για την Ελευθερία σε όλες της τις μορφές: Πνευματική, ηθική, πολιτική, κοινωνική, για την πλήρη, αληθινή ελευθερία.

Στο φέρετρό σου σηκώνεται, υψώνει τη γροθιά της "κι αντριεύει και θεριεύει" η Ελλάδα!

Σύντροφε Μίκη,

Είσαι "φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη"!

Φως επαναστατικό "στην κορφή του Ολύμπου αριστερά"… Φως που "ολούθε λαμπυρίζει", όπως έγραψαν αυτές τις μέρες γερμανικές εφημερίδες.

Ένα "φως που καίει". "Τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής"!

Όπως ήθελες θα γίνει, όπως το προδιέγραψες με την πολιτική διαθήκη σου "στους μεγάλους δρόμους κάτω από τις αφίσσες", με τα αθάνατα τραγούδια σου.

Θα τον "σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα". Θα τον "σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο".

Όταν απόψε το πλοίο θα σαλπάρει από τον Πειραιά για να διασχίσει τα γαλάζια νερά της ελληνικής θάλασσας για να σε οδηγήσει στην τελευταία σου κατοικία, στον τόπο καταγωγής σου, στο Γαλατά Χανίων, στην αγαπημένη σου Κρήτη, σύμφωνα με την επιθυμία σου, όλη η Ελλάδα θα σε συνοδεύει με τα τραγούδια σου.

Γιατί για σένα, για να δανειστούμε στίχους από το μεγαλείο του Σολωμού, "ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε"…

Αθάνατος Μίκη!

07 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκης – «Ένας όμηρος»: Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά λοχαγούς και βασιλιάδες

Ο Ιρλανδός Brendan [Francis Aidan] Behan (σσ. 9-Φεβ 1923 | 20-Μαρτ-1964) υπήρξε πολυσχιδής ποιητής, διηγηματογράφος, συγγραφέας (+θεατρικός), μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος που έγραψε στα αγγλικά και ιρλανδικά και θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους Ιρλανδούς συγγραφείς όλων των εποχών.
Μεταξύ των έργων του το μονόπρακτο An Giall, που το 1958 σε μια loose αγγλική έκδοση του με τραγούδια, προσαρμόστηκε ως «The Hostage» (ο όμηρος) για το θέατρο, αναφορικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στην εκτέλεση ενός 18χρονου μέλους του IRA σε φυλακή του Μπέλφαστ, κατηγορούμενουγια τη δολοφονία ενός αστυνομικού της Βασιλικής Χωροφυλακή του Όλστερ (σσ. η περίφημη Royal Ulster Constabulary, πάνω από 8.500 τσιράκια των Άγγλων που διαλύθηκε το 2001)

Η δράση του έργου διαδραματίζεται σε ένα περίεργο «κακόφημο» σπίτι στην οδό Νέλσον του Δουβλίνου, που ανήκει σε έναν πρώην διοικητή του IRA. Όπως στο πρώτο θεατρικό του Behan (Quare Fellow -1954) το κοινό δεν βλέπει ποτέ τον πρωταγωνιστή, απλά διαισθάνεται την ύπαρξή του.
Ο όμηρος του τίτλου είναι ο Leslie Williams, ένας νεαρός και αθώος στρατιώτης του Cockney British Army (σσ. ένα από τα πολλά nicknames του Βρετανικού Στρατού), στα σύνορα με τη Βόρεια Ιρλανδία που κρατείται σε ένα είδος μπουρδέλου, με έναν ζωντανό αλλά απελπιστικά ανορθόδοξο συνδυασμό ιερόδουλων, επαναστατών του IRA κλπ. «τύπων» που κατοικούν εκεί.
Κατά τη διάρκεια της παράστασης, αναπτύσσεται μια ιστορία αγάπης μεταξύ Λέσλι και της Τερέζα, ενός νεαρού κοριτσιού, κατοίκου του σπιτιού. Και οι δύο είναι ορφανά ξένα στην πόλη και η Τερέζα υπόσχεται να μην τον ξεχάσει ποτέ.
Το έργο τελειώνει με την είδηση του απαγχονισμού στο Μπέλφαστ και την έφοδο των Gardaí (swat της εποχής) στον «οίκο ανοχής», η Λέσλι σκοτώνεται σε ένα καταιγισμό από σφαίρες και στο φινάλε το άψυχο κορμί της αιωρείται τραγουδώντας «The Bells of Hell Go Ting-a-ling-a-ling» (σσ. τραγούδι Βρετανών αεροπόρων από τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο -δημιουργήθηκε γύρω στο 1911).

Το φινάλε θυμίζει έντονα το «Θεώρημα» (Teorema – 1968) του Pier Paolo Pasolini όπου στο σπίτι μιας μεγαλοαστικής οικογένειας ζουν ο εργοστασιάρχης πατέρας, η σύζυγος, η κόρη, ο γιος και η υπηρέτρια και μια μέρα έρχεται απρόσκλητος και χωρίς προφανή λόγο ένας νεαρός επισκέπτης.
Μένει μαζί τους για λίγο και φεύγει όπως ήρθε αφού συνευρίσκεται ερωτικά με όλα τα μέλη του σπιτιού και «τρελαίνει» τους πάντες, με εξαίρεση την υπηρέτρια (εργατική τάξη) που επιστρέφει στο χωριό της και «αγιάζει» σε ένα καρέ ανάληψης.

🔹 Το βιβλίο του Behan, στις πρώτες εκδόσεις είναι «συλλεκτικό» (η πανόδετη έκδοση κοστίζει 750-950$!)

️  🆘 Οι πολιτικές απόψεις του δεν είχαν σε καμιά περίπτωση να κάνουν με το μαρξισμό και την διαλεκτική –βλ παρακάτω και σύντομο βιογραφικό.

Στο βίντεο που ακολουθεί (αρχές 10ετίας 1950 στο απόγειο της αντικομμουνιστικής υστερίας στις ΗΠΑ) συζητά για τον James Connolly (Τζέιμς Κόνολι) και την εξέγερση του 1916 στο Δουβλίνο (σσ. "Ανάδυση του Πάσχα", γνωστή και ως "εξέγερση του Πάσχα, ένοπλη εξέγερση στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της μεγαλοβδομάδας τον Απρίλη του 1916).
Με μικρή παύση για να περιπλανηθεί στον κινεζικό σοσιαλισμό – χαϊδεύει τ΄αφτιά των αμερικανών με χλευασμό στον Λένιν (
t=1λ+50δ) σε σχέση με το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός (Rising-εξέγερση) λέγοντας ειρωνικά «Ελπίζω να μην σπάσει ο δίσκος –να μην τιναχτεί στον αέρα η ηχογράφηση, στο σημείο να αναφέρω το όνομά του»
Παρακολουθήστε τον πάντως –με την ευκαιρία (
t=4λ+34δ)  ενώ ερμηνεύει μερικές προσωπικές συνθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της στοιχειωμένης μπαλάντας της φυλακής (The Auld Triangle ακούστε το και στην εξαιρετική σύγχρονη εκτέλεση των Luke Kelly & The Dubliners - t=0λ+51δ) και ενός άλλου τραγουδιού που αφηγείται τη συμμετοχή του σε επιχείρηση του IRA όταν ήταν 14 ετών (Bonfire on the Border –δείτε και εδώ).

Δυο λόγια περί Τζέιμς Κόνολι (5-Ιουν-1868 | 12 Μάη 1916): Γεννημένος στο Εδιμβούργο, από Ιρλανδούς γονείς δραστηριοποιήθηκε στο Σοσιαλιστικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του 1890, πήγε στην Ιρλανδία το 1896 όπου ίδρυσε το Irish Socialist Republican Party - Ιρλανδικό Σοσιαλιστικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1903.
Έγινε μέλος του
Socialist Labour Party (U.S.) -Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΗΠΑ) και των Industrial Workers of the World (Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου) και ίδρυσε την Irish Socialist Federation (Ιρλανδική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία στη Νέα Υόρκη, 1907)
Επέστρεψε στην Ιρλανδία το 1910 ως ψυχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιρλανδίας – Μπέλφαστ διοργανωτής του
Irish Transport and General Workers Union (Ιρλανδικού Συνδικάτου Μεταφορών) και –το 1914 Διοικητής του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού στο Δουβλίνο
Εκτελέστηκε από τους Άγγλους το 1916 μετά την Εξέγερση
(περισσότερα στο marxists.org)

️  Δείτε επίσης amazon-music Brendan Behan και Brendan Behan Sings Irish Folk Songs & Ballads όπου μπορείτε να ακούστε τα πάντα

Ήταν 18 Νοέμβρη 

Ξαναγυρνώντας στο «The Hostage»: η παράσταση περιλαμβάνει ένα μεγάλο καστ πάνω με πάνω από από 13 Ιρλανδούς χαρακτήρες να αντιπροσωπεύουν διαφορετικές όψεις του ιρλανδικού πατριωτισμού και εθνικισμού, με κωμικά στοιχεία που εκφράζουν την αντιπάθεια –ίσως και τον αυτοχλευασμό του Behan για διαφορετικές πτυχές του εθνικιστικού, του καθολικισμού, του ρεπουμπλικανικού Ιρλανδικού οράματος στα τέλη της 10ετίας του 1950.

“laughing boy” -Το γελαστό παιδί»

Το έργο –διάρκειας πάνω από 2 ώρες, εναλλάσσεται αναπάντεχα μεταξύ κωμωδίας, σοβαρού πολιτικού σχολιασμού και τραγωδίας και αυτή η συνεχής μετάπτωση εντείνεται ακόμη περισσότερο από τις τακτικές αλλαγές του λόγου σε τραγούδι, με μια σειρά από δημοφιλείς μπαλάντες που σημαδεύουν την αφήγηση, όταν τραγουδιούνται από διαφορετικά μέλη του καστ.
Ο Behan χρησιμοποιεί μπρεχτικές τεχνικές -απευθείας κουβέντα με το κοινό, χρησιμοποιώντας τραγούδι και χορό για να αντισταθμίσει την τραγωδία της κατάστασης.

Με αυτή τη μακρά –αλλά απαραίτητη, εισαγωγή, περνάμε στην ελληνική έκδοση του θεατρικού «Ένας όμηρος» που ανέβηκε για πρώτη φορά την άνοιξη του 1962 στο Κυκλικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά και σκηνικά Γιάννη Τσαρούχη.
Πρωταγωνιστούσαν οι Κώστας Μπάκας, Χρήστος Πάρλας, Νέλλη Αγγελίδου, Ντόρα Γιαννακοπούλου, Τασσώ Καββαδία.
Τη μουσική και τα τραγούδια για την παράσταση έγραψε ο Μίκης πάνω σε στίχους του Brendan Behan, που απέδωσε στα ελληνικά ο μεταφραστής του έργου Βασίλης Ρώτας.   

Το Σεπτέμβριο θυμάμαι όταν άδειαζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ ή βουή του κόσμου, πήγαν τα παιδιά για τσάι.
Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγαπάνε, λοχαγοί και βασιλιάδες.

Πέρα στην παλιά μας Κύπρο και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασανισμένοι μαύροι κι άσπροι από τους άσπρους.
Και στα ξωτικά τα μέρη κι όπου ρίξουμε το μάτι
το κουδούνι του σχολείου στο μισό Μπέλφαστ σημαίνει
κι αχ, ή Αγγλία μας ή καημένη, λοχαγοί και βασιλιάδες.

Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου και στο πάρκο ‘κει του Ουΐνδσορ,
τι θαρρείτε κει πώς ηύρα, περπατώντας στο σκοτάδι;
Μισοδαγκωμένο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγμένα πέντε δόντια
πέντε δόντια από παιδάκι, λοχαγοί και βασιλιάδες.

Αγία Γραφή
Ακούσλα ταίρι μου      
Άνοιξε λίγο το παράθυρο        
Δεν παίρνει εδώ κανείς
Είμαι Άγγλος νιος και τυχερός
Ήταν 18 Νοέμβρη
Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
Θα σου στείλω μάνα
Θες να ζεις από τις γυναίκες
Λατρεύω το Σωτήρα μου
Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
Της κόλασης καμπάνες
Το γελαστό παιδί        
Το Σεπτέμβριο θυμάμαι


Η πρώτη επίσημη κυκλοφορία αυτού του κύκλου τραγουδιών, που αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τη λογοκρισία, έγινε το 1964 με ερμηνευτή τον συνθέτη.
Τον Φεβρουάριο του 1967 ηχογραφήθηκαν με τη Μαρία Φαραντούρη, η οποία τα απογείωσε με την ερμηνεία της, ωστόσο δύο μήνες μετά επιβλήθηκε η στρατιωτική δικτατορία και φυσικά η κυκλοφορία του δίσκου αναβλήθηκε μέχρι το 1974. 

The Laughing Boy – Το γελαστό παιδί

Στην Ελλάδα το «Γελαστό παιδί» συνδέθηκε με τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη από τους παρακρατικούς το 1963 -πολύ περισσότερο όταν ο Κώστας Γαβράς το χρησιμοποίησε ως βασικό μουσικό μοτίβο στην ταινία του «Ζ», ενώ στο ίδιο τραγούδι, με τη φωνή της Φαραντούρη, ο στίχος σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί» έγινε «σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί».

Brendan Behan – The Captains and the Kings – Οι λοχαγοί κι οι βασιλιάδες

Το Σεπτέμβριο θυμάμαι, όταν φτάσαμε στο τέλος του παιχνιδιού
Κι οι κραυγές του πλήθους τώρα σιωπηλές, και τα παιδιά έχουν φύγει για τα δικά τους
Τα΄ απλά πράγματα Κρατάμε –ο θεός μας βλέπει,
Όταν όλοι είναι νεκροί και μας αγαπούν, ω Λοχαγοί και Βασιλιάδες
Όταν όλοι είναι νεκροί …, ω οι Λοχαγοί κι οι Βασιλιάδες

Έχουμε πολλά πλούτη για τις ξένες πολιτείες, χριστιανική ηθική και παλιό λιμάνι
Αλλά το μεγαλύτερο καμάρι μας είναι ότι το αγγλοσαξονικό μας είναι άθλημα
Όταν τελειώσουμε εμείς το παιχνίδι με τα βελάκια
και τα αγόρια το παιχνίδι τους με τα δαχτυλίδια
Και η ντάμα και το σκάκι τελειώσουν, ω Λοχαγοί και  βασιλιάδες

Μακριά στην αγαπημένη παλιά Κύπρο, ή στη σκονισμένη γη της Κένυας
Εκεί που κουβαλάμε το βάρος του λευκού σε πολλές παράξενες χώρες
Καθώς κοιτάζουμε τον ώμο μας, στο Δυτικό Μπέλφαστ χτυπάει το κουδούνι του σχολείου
Και αναστενάζουμε για την αγαπητή παλιά Αγγλία, τους Λοχαγούς και  και τους Βασιλιάδες
Και αναστενάζουμε για την αγαπητή παλιά Αγγλία…

Στα όνειρά μας βλέπουμε τον παλιό Harrow και ακούμε το δυνατό κρώξιμο του κόρακα
Στην έκθεση λουλουδιών το μεδούλι μας παίρνει έπαθλο από τον Evelyn Waugh
Φλιτζάνια τσάι και μερικά ξηρά φρούτα, vintage αυτοκίνητα… αυτά τα απλά πράγματα
Ας πιούμε λοιπόν κι ας χαρούμε, ω Λοχαγοί και Βασιλιάδες
Ας πιούμε λοιπόν κι ας χαρούμε…

Έπεσα σε έναν εφιάλτη γύρω από το πάρκο Great Windsor
Και τι νομίζετε ότι βρήκα εκεί καθώς περιπλανιόμουν στο σκοτάδι;
Ένα μήλο μισοδαγκωμένο και το πιο γλυκό από όλα
Πέντε δόντια βρέφους είχαν γράψει για τους Λοχαγούς και τους Βασιλιάδες
Πέντε βρεφικά δόντια είχαν γράψει …

Κι ενώ το φεγγάρι που λάμπει από πάνω μας το ομιχλώδες πρωί και τη νύχτα
Ας σταματήσουμε να τρέχουμε και να δοξάζουμε τον Θεό που είμαστε λευκοί
Και ακόμα περισσότερο Άγγλοι με τσάι και βουτήματα και δαχτυλίδια μάφιν
Γριές με αυστηρά βλέμματα … Λοχαγοί και βασιλιάδες

I remember in September
when the final stumps were drawn
And the shouts of crowds now silent
when the boys to tea had gone
Let us O Lord above us
remember simple things
When all are dead who love us,
Oh, the Captains and the Kings
When all are dead who love us,
Oh, the Captains and the Kings

We have many goods for export,
Christian ethics and old port
But our greatest boast
is that the Anglo-Saxon is a sport
When the darts game is finished
and the boys their game of rings

And the draughts and chess relinquished,
Oh, the Captains and the Kings
And the draughts and chess relinquished,
Oh, the Captains and the Kings

Far away in dear old Cyprus
or in Kenya’s dusty land
Where all bear the white man’s burden
in many a strange land
As we look across our shoulder
in West-Belfast the school-bell rings

And we sigh for dear old England,
and the Captains and the Kings
And we sigh for dear old England,
and the Captains and the Kings

In our dreams we see old Harrow
and we hear the crow’s loud caw
At the flower show our big marrow
takes the prize from Evelyn Waugh
Cups of tea and some dry sherry,
vintage cars, these simple things
So let’s drink up and be merry,
Oh, the Captains and the Kings
So let’s drink up and be merry,
Oh, the Captains and the Kings

As I wandered in a nightmare
all around Great Windsor Park
Now what do you think I found there
as I wandered in the dark?
‘Twas an apple half-bitten
and sweetest of all things
Five baby teeth had written
of the Captains and the Kings
Five baby teeth had written
of the Captains and the Kings

By the moon that shines above us
in the misty morn’ and night
Let us cease to run our self down
and praise God that we are white
And better still are English,
tea and toast and muffing rings

And old ladies with stern faces,
and the Captains and the Kings
All the ladies with stern faces,
and the Captains and the Kings

Λαϊκή μας παρακαταθήκη ο πλούτος του "συμφωνικού" Μίκη

 

Ο Μίκης –έτσι κι αλλιώς παγκόσμια μουσική φυσιογνωμία υπήρξε ο μεγαλύτερος στη χώρα μας λαϊκός καλλιτέχνης, πρωτοπόρος και ανόμοιαστος, στρατευμένος στην τέχνη του, που ίπταται πάνω από τεχνοτροπίες και μανιέρες, σφραγίζοντας ανεξίτηλα, τον πολιτισμό.

Ο ίδιος έλεγε: «Είμαι πολύ ευτυχής γιατί ως συνθέτης μπόρεσα να εκπληρώσω σε ικανοποιητικό βαθμό αυτά που ήθελα να κάνω, τόσο στον τομέα του τραγουδιού όσο και στον χώρο της συμφωνικής μουσικής. Βεβαίως θα μπορούσα να προσφέρω περισσότερα, εάν δεν αφιέρωνα μεγάλο μέρος της ζωής μου στα κοινά» (…)
Και αυτό το 2ο κομμάτι τον «συμφωνικό Θεοδωράκη» με τα ορατόρια, μπαλέτα, όπερες και μουσική δωματίου θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε στο σημερινό σημείωμα.
Μεγάλη κουβέντα γιατί, ξεφυλλίζοντας  το αρχείο του
στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη –που αυτές τις μέρες έχει εξώφυλλο τη ζωή του, δίπλα σε κείμενα, αποκόμματα τύπου κλπ. τεκμήρια, υπάρχει μια μουσική, με πάνω από 50.000 φύλλα!

Και ενώ τα πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν ψαλμωδίες -έπαιρνε μάλιστα μέρος σαν ψάλτης σε εκκλησίες, στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή» ενώ σε ηλικία 22 χρόνων πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού στο Ωδείο Πατρών και δημιούργησε συνθέσεις βασισμένες σε στίχους Σολωμού, Παλαμά, Δροσίνη και Βαλαωρίτη.

Ξεκίνησε να ανακαλύπτει τη μουσική μέσα από έργα των Μπαχ, Μότσαρτ και Μπετόβεν μπαίνοντας –δεδομένης και της εποχής σε έναν άγνωστο μέχρι τότε σε εκείνον κόσμο.
Μια πορεία που θα συνεχίσει για χρόνια –μέχρι τα τέλη της 10ετίας του ΄50 όταν έγραψε τις
τρεις μουσικές μπαλέτου «Αντιγόνη», «Les Amants de Teruel» και «Le Feu aux Poudres», οι οποίες γνώρισαν επιτυχία στη γαλλική πρωτεύουσα και στο Λονδίνο, ενώ την ίδια περίοδο συνέθεσε και το έργο «Οιδίπους Τύραννος».
Το 1957 τιμάται με το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Μόσχας για την «Πρώτη Συμφωνία για πιάνο και ορχήστρα» και μάλιστα από τα χέρια του Σοστακόβιτς, που χαρακτήρισε τον Μίκη «μουσική μεγαλοφυΐα του 20ού αιώνα».



Η «Πρώτη συμφωνία» πλάι-πλάι με την «Άρνηση» και την ώρα που παγκόσμιοι ερμηνευτές και ειδικοί προσπαθούν να προσεγγίσουν τις ερμηνείες του «αγράμματου» Μπιθικώτση, καταξιωμένοι μαέστροι μελετούν με ευλάβεια σουίτες, όπερες και ορατόρια.




Το «Άξιον εστί» θα γίνει το πρώτο μεγάλο έργο του με χορωδία, το οποίο ο συνθέτης ονομάζει «λαϊκό ορατόριομετασυμφωνικό», χαρακτηρισμός που δηλώνει «όχι τόσο την χρονική απόσταση όσο την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη δυτική και την νεοελληνική μουσική τέχνη»



«Έπλασα σιγά –σιγά μέσα μου το ιδανικό της ζωής μου. Να δημιουργήσω ηχητικές τοιχογραφίες , όμως με υλικά απολύτως ζωντανά. Με αναγκαιότητα και αλήθεια. Πλουτίζοντας τη μουσική μου γλώσσα με κάθε καινούρια τεχνική προσφορά…. όμως το πιο σπουδαίο, ήθελα τη μεγάλη αυτή μουσική τοιχογραφία να τη νοιώθει όλος ο λαός, να τη λογαριάζει για κάτι εντελώς δικό του, που βγαίνει από αυτόν».

(γράφει ο Μίκης):
«Ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στο βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων».
Τα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας παραμένουν, αλλά εμπλουτίζονται με μπουζούκι και σαντούρι, ενώ η καταλυτική παρουσία της χορωδίας βάζει τη σφραγίδα της.

Ήδη από τη 10ετία του 1990 το συμφωνικό έργο του Μίκη με ελληνικές και ξένες ορχήστρες και με μεγάλους σολίστες «επισκιάζει» τον «λαϊκό» Θεοδωράκη και ο «άλλος» ήχος -100% αναγνωρίσιμος, με κλίμακες βυζαντινής λαϊκής μουσικής, δημοτικούς ρυθμούς και σύγχρονη ποίηση ακούγεται στα μεγαλύτερα θέατρα

Όπως είχε αναφέρει ο Gerhard Folkerts «Αυτό που τον διαφοροποιεί από άλλους και πολλούς συνθέτες της δυτικοευρωπαϊκής πρωτοπορίας, είναι πως στην καρδιά των συμφωνικών του έργων υπάρχει διαμαρτυρία και αντίσταση κατά αυτού που δεν θέλει να αλλάξει. Ο Θεοδωράκης με το συμφωνικό του έργο μας κάνει να σκεφτούμε. Το συμφωνικό του έργο μας δημιουργεί την ανάγκη και την επιθυμία να πραγματώσουμε την αγάπη, τον έρωτα, την ελευθερία και την ειρήνη».



Ο θρίαμβος του λυρισμού μέσα από τις Όπερες του Μίκη

Το μπαλέτο «Ζορμπάς» παίχτηκε στο αρχαίο θέατρο της Βερόνας τον Αύγουστο του 1988. Ο Θεοδωράκης ένιωσε περήφανος, όταν το βράδυ της πρεμιέρας που θα διηύθυνε την ορχήστρα, είδε σε πανό να γράφεται το όνομά του δίπλα στους γίγαντες της ιταλικής όπερας.


Ανάμεσα στα 1984 και 1986 ο Θεοδωράκης είχε ήδη γράψει την όπερα «Κώστας Καρυωτάκης ή οι Μεταμορφώσεις του Διονύσου» (κείμενο του συνθέτη με στίχους Καρυωτάκη και Κώστα Βάρναλη). Πρόκειται για ένα έργο που χαρακτηρίζεται ως «opera buffa» και βασίζεται στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή και την εμπνεύστηκε –πιθανά σε έναν στιγμιαίο αυτοσαρκασμό όταν μέσα και από τα προσωπικά του βιώματα αηδίασε από τη σύγχρονη πολιτική του αστικού κράτους βάζοντας σ’ ένα πλαίσιο πικρής σάτιρας λυρικά στοιχεία.
Το αποτέλεσμα είναι μια σκόπιμα γκροτέσκα, μαύρη κωμωδία, κάτι σαν μπρεχτικός εφιάλτης, από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει την κριτική και ο αυτόχειρας ποιητής θεωρεί τους πάντες υπεύθυνους όχι μόνο για το θάνατό του αλλά και για το θάνατο του έθνους του.
Η όπερα αυτή αποτελεί μια οπτική-σχόλιο του συνθέτη για τη 10ετία του ’80, σαν μία ακόμη περίοδος στιγματισμένη από την κατάχρηση της εξουσίας σε μια χώρα που στην ιστορική πορεία της έχει καταδυναστευτεί από ξένους και ντόπιους.

Εδώ ο «λαϊκός» Διόνυσος του Μίκη

Η «όπερα» ήταν ένα θυμωμένο, χωρίς απόγνωση όμως, ξέσπασμα, με τον υπότιτλο της να δένει το έργο με μια άλλη σύνθεση, για λαϊκό τραγουδιστή, χορωδία και τη λαϊκή ορχήστρα «Διόνυσος», που παρουσιάστηκε το 1985 στο θέατρο «Ορφέας» στην Αθήνα.
Ο Θεοδωράκης ονόμασε αυτόν τον κύκλο «σύγχρονο θρησκευτικό δράμα», τονίζοντας ότι ο σκοπός του ήταν να ξαναφέρει, όπως λέει, «στην μνήμη του λαού, αρχαίους και σύγχρονους μύθους, ελπίζοντας να τον βοηθήσω να δει μέσα από τα σύμβολα, την ουσία της ζωής του, που έχω την γνώμη ότι χάνεται όλο και πιο πολύ».

Η επιστροφή του θεού Διόνυσου δίνει μια συμβολική και μυθική διάσταση στη τραγωδία της σύγχρονης Ελλάδας. Μετά από χρόνια ξένης παρέμβασης, πολέμους και κατοχές η χώρα υποφέρει από την κατάχρηση εξουσίας με «οργιαστική κατανάλωση» που μπορεί να νικήσει, φαίνεται, ακόμη και το Διόνυσο. Αλλά με τέτοιο θεό, ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει; Ο Διόνυσος, το σύμβολο του ελληνικού παρελθόντος, είναι που ενώνει το κοσμικό με το ιερό και αφήνει χώρο για ελπίδα. Στις όπερες που θα συνθέσει ο Θεοδωράκης την επόμενη δεκαετία, θα επιστρέψει στην πηγή έμπνευσής του, στο μυθικό και συμβολικό κόσμο της αρχαίας Ελλάδας και θα δημιουργήσει μια τριλογία τραγωδιών μ’ ένα νέο λυρισμό, ένα λυρισμό που υπερβαίνει την πικρία του παρελθόντος και καταφάσκει στη δύναμη της ανθρώπινης αγάπης και του έρωτα.

Ο Θεοδωράκης πιστεύει ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το τραγικό. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό οφείλεται στην ιστορία της χώρας ή ακόμη στο ότι το έχουν στο αίμα τους που τους ευχαριστεί η ακραία έκφραση του πόνου στη λογοτεχνία. Εν πάση περιπτώσει, ο Θεοδωράκης πάντοτε ταυτιζόταν με τις τραγικές μορφές της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και ιδιαίτερα με τις τρεις ηρωίδες που στέκονται μόνες και χωρίς φόβο στο κέντρο των λεγόμενων «λυρικών τραγωδιών»: Μήδεια, Ηλέκτρα και Αντιγόνη. Το πρόβλημα για το συνθέτη ήταν πώς να μετουσιώσει αυτή την ιδιαίτερη έλξη που ασκούσε πάνω του η τραγωδία σε μουσική μορφή. Η λύση ήταν, όπως έχει συμβεί με όλα σχεδόν τα έργα του, να βασιστεί στον ποιητικό λόγο, ώστε αυτός να του εξασφαλίσει τη μουσική έμπνευση. Ο συνθέτης ένιωθε ότι ο Ευριπίδης τον οδηγούσε πιο κοντά στον άνθρωπο και στην ανθρώπινη κοινωνία παρά ο Αισχύλος, ο οποίος έβλεπε τον άνθρωπο ως όργανο της θεϊκής θέλησης.

Ο σεβασμός του Θεοδωράκη για το κείμενο του Ευριπίδη τον οδήγησε όχι μόνο να ακολουθήσει το πρωτότυπο λέξη προς λέξη και στίχο προς στίχο, αλλά να δημιουργήσει μια μοναδική μελωδική γραμμή που αρχίζει με την πρώτη φράση της τροφού και τελειώνει με το τελευταίο χορικό. Δεν σημαίνει όμως ότι μια μόνο μελωδία κυριαρχεί στο έργο, αλλά η μελωδία, το μέλος, είναι το κυρίαρχο στοιχείο που θα επηρεάσει τις άπειρες αντιθέσεις και μεταβολές των χαρακτήρων. Όπως θα περίμενε κανείς, με τέτοια εμμονή στη μελωδία, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ρετσιτατίβο, ακόμη και οι πιο γρήγοροι διάλογοι τραγουδιούνται σε μια μελωδική μορφή.

Η εστίαση του συνθέτη στη μελωδία σημαίνει ότι κάθε μελωδική γραμμή είναι φορτωμένη με συμβολικό βάρος. Το εναρκτήριο θέμα της Μήδειας θυμίζει τη μουσική που έγραψε ο Θεοδωράκης για τη ταινία «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη. Δημιουργεί μια μελαγχολική, απειλητική ατμόσφαιρα που θα ανακαλείται σε κρίσιμες στιγμές της όπερας αλλά και στις δυο επόμενες των «λυρικών τραγωδιών» του. Τέτοιες οικείες μελωδίες και ρυθμοί αποδεικνύουν τη συνέχεια μεταξύ αρχαίας και σύγχρονης Ελλάδας υπογραμμίζοντας ότι αυτό το δράμα συμβαίνει σ’ ένα τόπο που κατοικείται ακόμα από Έλληνες.

Η Μήδεια είναι πρόσφυγας από τον Πόντο. Ο Ευριπίδης με το τέχνασμα της τροφού, που κάνει έκκληση ευθέως στους θεατές για συμπόνια, μας καλεί να καταλάβουμε την τρομερή θέση της Μήδειας ως ντροπιασμένης εξόριστης. Ο Θεοδωράκης αποδίδει αυτή την έκκληση για κατανόηση με μια μουσική γλώσσα που υπογραμμίζει ότι η Μήδεια δεν είναι εντελώς ξένη, αλλά πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. «Νιώθω πόνο στη καρδιά κι ήρθα να κλάψω… Να πω τα πάθη της κυράς μου σε ουρανό και γη» μας λέει η τροφός σε μια άρια που θα μπορούσε να ενορχηστρωθεί ξανά ως ένα μικρασιάτικο ρεμπέτικο τραγούδι.

Αντί για συμπόνια από τους Κορίνθιους η Μήδεια αντιμετωπίζει τον ίδιο εθνικισμό με τον οποίο οι Έλληνες υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες το 1922. Όταν ο Ιάσονας διαλαλεί ότι πρέπει να είναι ευγνώμων που ζει τώρα στην Ελλάδα και ο χορός των ανδρών επαναλαμβάνει «ζεις στην Ελλάδα. Οι Έλληνες σε επαινούν», ενοχλούμαστε για το σωβινισμό τους. Ο χορός των γυναικών μας θυμίζει ότι αυτά είναι κούφια λόγια, λόγια που λέγονται πολύ καθυστερημένα προς αντίπαλο πιο ισχυρό από τον ίδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις βλέπουμε πόσο υπολογίζει ο Θεοδωράκης στην ιδιότητα του ανδρικού χορού. Η ύπαρξη αντρικού και γυναικείου χορού επιτρέπει στο συνθέτη να τονίσει τη διαφορά μεταξύ της αρσενικής και θηλυκής στάσης απέναντι στη συμπεριφορά της Μήδειας. Ενώ οι άνδρες φοβούνται τη Μήδεια, οι γυναίκες, τουλάχιστον στην αρχή, είναι με το μέρος της.

Αντίθετα με τις ηρωίδες στις επόμενες όπερες – Ηλέκτρα και Αντιγόνη – η Μήδεια είναι μια άστατη γυναίκα, που βασανίζεται ανάμεσα στην επιθυμία της για εκδίκηση και στην αγάπη της για τα παιδιά της. Μουσικά οι διαθέσεις της αποκαλύπτονται με γρήγορες αλλαγές μελωδικής γραμμής, τέμπο και ρυθμού. Από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση μοιάζει σαν μια δύναμη της φύσης, σαν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
Στη μουσική του Ιάσονα βρίσκουμε μια επινόηση του Θεοδωράκη που θα τη χρησιμοποιήσει σ’ όλη την τριλογία: τα χάλκινα όργανα θα γίνουν σύμβολο κοσμικής εξουσίας, εξουσίας που ωστόσο φοβάται τον αντίπαλο. Ο Ιάσονας δίνει τις διαταγές του με μουσική γρήγορη και εκρηκτική.
Οι γυναίκες του χορού καταγγέλλουν όχι μόνο τον Ιάσονα, αλλά και την τύχη των γυναικών. Η κορυφαία μας θυμίζει τι θυσίασε η Μήδεια αφήνοντας το πατρικό της σπίτι και ταξιδεύοντας με το μικρό σκάφος του Ιάσονα στην Ελλάδα. Η άριά τους έχει ένα απαλό, λικνιστικό ρυθμό που μιμείται την κίνηση του σκάφους του Ιάσονα, αλλά φτάνει σε δραματική κορύφωση, όταν ο χορός μαζί με την κορυφαία κάνουν μια επίθεση στην ελληνική ηθική, επίθεση που δεν αφήνει αδιάφορο το σύγχρονο ελληνικό κοινό. «Ω Ελλάδα! Ελλάδα δοξασμένη! Ποιος σέβεται σήμερα όρκους και τιμή; Στους ουρανούς πέταξαν και χάθηκε η ντροπή!»

Στη λογομαχία Ιάσονα – Μήδειας η Μήδεια θυμίζει τον άνδρα της ότι αυτή ήταν που τον έκανε ήρωα προδίδοντας και σκοτώνοντας τους συγγενείς της. Η τραγουδιστή απάντηση του Ιάσονα, που συνοδεύεται από συνεχή αρπίσματα, μας υπενθυμίζει ότι αυτός που μιλάει είναι ένας ναύτης που αντιλαμβάνεται τη φουρτούνα που δημιούργησαν τα λόγια της. Αλλά ο λόγος του, άλλοτε σωβινιστικός άλλοτε πραγματικός, καταφέρνει μόνο να μετατρέψει τη φουρτούνα σε κυκλώνα.
Όταν η Μήδεια πείθει τον Αιγέα να ορκισθεί μπροστά στους θεούς – στη Γη, στον Ήλιο, στο Δία, στον ‘Αδη και στη Μοίρα – ότι θα την προστατέψει, η μεγαλοπρεπής μελωδία του χορού διακόπτει την πράξη και ο ιερός χαρακτήρας της προσευχής ενισχύεται μουσικά. Η προσευχή στο τέλος της πρώτης πράξης ξαναπιάνεται από το χορό των γυναικών στη δεύτερη πράξη, που ζητούν τη βοήθεια του Ερμή να οδηγήσει τον Αιγέα με ασφάλεια στο παλάτι του. Η Μήδεια επίσης επικαλείται τους θεούς πριν ανακοινώσει τα τρομαχτικά της σχέδια. Από δω και πέρα η Μήδεια βρίσκεται στην επίθεση, αλλά ο θρίαμβός της είναι πιο πικρός από οποιαδήποτε αποτυχία.

Ανηλεής από τη μανία της ετοιμάζεται να σκοτώσει τα παιδιά της, ενώ ακούμε τη δυσοίωνη μουσική της αρχής της όπερας. Αλλά ξαφνικά αρχίζει μια εκπληκτική άρια. Η μελωδία βασίζεται σ’ ένα τραγούδι του Θεοδωράκη του 1969 με τίτλο «Ο χρησμός» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η γλυκιά και μελαγχολική μελωδία μεταμορφώνει τη γυναίκα, που μόλις σκότωσε δύο ανθρώπους με βάρβαρο τρόπο και ετοιμάζεται να σκοτώσει τα δικά της παιδιά, σε τρυφερή μητέρα.


Ένα χαρακτηριστικό της τραγωδίας, όπως παρατηρεί ο Θεοδωράκης, είναι ότι όλοι οι πρωταγωνιστές έχουν δίκιο από την πλευρά τους, μέχρι και ο Ιάσονας, που ο συνθέτης του χαρίζει την λυτρωτική του στιγμή. Η άρια που τραγουδάει, όταν μαθαίνει για το θάνατο των παιδιών του είναι ο θρήνος ενός ανθρώπου που έχει λυγίσει από την απελπισία. Οι ρόλοι ανατρέπονται. Ο πόνος δίνει στον Ιάσονα μια καινούργια αξιοπρέπεια, ενώ η Μήδεια γίνεται μια θριαμβεύουσα ξένη. Εδώ η ορχήστρα τονίζει, πετυχημένα αυτή την ανατροπή. Τα χάλκινα όργανα, σύμβολο ανδρικής εξουσίας, συνοδεύουν τώρα τη Μήδεια.

Στις τελευταίες στιγμές της όπερας η σύντομη άρια της Μήδειας, με την οποία δηλώνει το σκοπό της να θάψει τα παιδιά της μακριά από την Κόρινθο στο Ναό της Ήρας, είναι ακόμα μια ιερή στιγμή που ο συνθέτης μάς βοηθάει να καταλάβουμε το λειτουργικό χαρακτήρα της τραγωδίας και την πεποίθηση του Θεοδωράκη ότι όλοι έχουν δίκιο. Αν υπάρχει απόλυτο κακό, αυτό βρίσκεται στην κοσμική εξουσία και στην κατάχρησή της.


Κανένας που δε γνωρίζει το λαϊκό έργο του Θεοδωράκη δεν θα συνδέσει την όπερα Αντιγόνη με το θεατρικό έργο του που στηρίζεται στον ίδιο μυθικό υλικό, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού δηλαδή, γραμμένο όταν οι πληγές του εμφύλιου ήταν ακόμα ανοιχτές. Για να τονιστεί πάλι ο παραλληλισμός με την σύγχρονη ελληνική ιστορία, ο συνθέτης έπρεπε να επεκτείνει την όπερα πέρα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή και να γράψει το δικό του λιμπρέτο, φτιάχνοντας ένα κολάζ από πέντε αρχαία έργα που αναφέρονται στον κύκλο της Θήβας. Χρειάζεται μια Ιοκάστη που σπαράσσεται ανάμεσα στους δυο γιους της και έναν Οιδίποδα ως σύμβολο αυτοκαταστροφής. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Θεοδωράκης μπόρεσε να τονίσει τον κυκλικό χαρακτήρα της ανθρώπινης σύγκρουσης και την αμηχανία των αθώων να παρέμβουν. Ο Ετεοκλής και ο Κρέοντας έχουν το ίδιο πάθος για εξουσία, ενώ ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη καταφέρνουν να γίνουν κοινωνοί των «νόμων της παγκόσμιας αρμονίας».


Η προσωπική ερμηνεία του Θεοδωράκη για την Αντιγόνη του δίνει τη δυνατότητα να ενώσει τη μουσική με τη φιλοσοφική ενόρασή του για την αναπόφευκτη, παγκόσμια ανθρώπινη τραγωδία, αλλά και για την ιδιαίτερη τραγωδία της χώρας του. Δραματικά η όπερα πληρώνει το κόστος του ετερόκλητου χαρακτήρα του υλικού της. Η μακροσκελής άρια του Οιδίποδα στην αρχή της όπερας βαραίνει την πράξη πριν αρχίσει. Ως «alter ego» του συνθέτη ο Οιδίποδας επηρεάζεται από το νόμο της παγκόσμιας αρμονίας, κάτι που υπάρχει πέρα από τη μεταφυσική αναζήτηση και τον τελικό προορισμό του.

Η εμφάνιση του Ετεοκλή, ο διάλογός του με το χορό και οι προετοιμασίες για πόλεμο είναι στοιχεία από τους Επτά επί Θήβας. Η εισαγωγή του Οιδίποδα ως αφηγητή ανοίγει το δρόμο για την τρίτη σκηνή, που βασίζεται στις Φοίνισσες του Ευριπίδη με τις γρήγορες στιχομυθίες ανάμεσα στον Κορυφαίο, στον Κρέοντα και στην Αντιγόνη. Σ’ αυτό το έργο οφείλεται και η εμφάνιση της Ιοκάστης και η προσπάθειά της να συμφιλιώσει τους δυο αδελφούς. Η σύγκρουση σπαθιών και λόγων καταφέρνει να δημιουργήσει μια δραματική ένταση που φτάνει στην κορύφωσή της, όταν η Ιοκάστη τραγουδάει την καταπληκτική της άρια «Η πιο δύστυχη μητέρα». Οι πηγές αυτής της άριας είναι δυο τραγούδια γραμμένα το 1942 στην Τρίπολη και οι μελωδίες ανακαλούνται σε στιγμές που τονίζουν την καθαρότητα της αγάπης της Ιοκάστης για τα παιδιά της και της Αντιγόνης για τον Αίμωνα.

Αν η Ηλέκτρα είναι η πιο δραματική όπερα του Θεοδωράκη, ένα tour de force ρυθμικής έντασης και μεγάλων οπερατικών στιγμών, η τρίτη λυρική τραγωδία, η Αντιγόνη είναι η κατάλληλη επιλογή για τελευταίο έργο της τριλογίας. Το μπαλέτο Αντιγόνη ήταν η πρώτη διεθνής εντολή που πήρε ο συνθέτης και το έργο είναι κάτι που πάντοτε τον τραβούσε. Για το Θεοδωράκη η Αντιγόνη αντιπροσωπεύει «ένα ολοκληρωμένο, κλειστό κύκλο ανθρώπινης τραγωδίας. Συμβολίζει το αιώνιο κακό, το επαναλαμβανόμενο δράμα που σαν κατάρα συνοδεύει το ανθρώπινο γένος: από τη μια πλευρά υπάρχουν οι θύτες, από την άλλη τα θύματα. Οι Θεοί του Κακού συμβολίζουν το βασικό ένστικτο της κυριαρχίας, της δίψας για δύναμη και εξουσία.»

Μια ολόκληρη πόλη καταστρέφεται από αυτό το ένστικτο, αλλά μέσα από τις στάχτες ξεπηδούν η Αντιγόνη και ο Αίμων, «τα δύο απαραίτητα θύματα της κοινωνίας που θα θυσιαστούν για να εξευμενίσουν το Κακό..» Έτσι δίνουν την ευκαιρία στο συνθέτη να τελειώσει την τριλογία του όχι απαισιόδοξα αλλά με θριαμβευτικό λυρισμό.


Μια σύντομη αναφορά στην κωμική, λυρική του όπερα «Λυσιστράτη» (όπερα σε δύο πράξεις και δέκα σκηνές, σε λιμπρέτο του συνθέτη), που μας οδηγεί σε πολύ διαφορετικό μουσικό και πνευματικό περιβάλλον.
«Στην ελεύθερη απόδοση του κειμένου εισήγαγα νέα στοιχεία, όπως λ.χ. το πρόσωπο του ποιητή και αναμόρφωσα πολλές σκηνές με βάση τις ανάγκες της προβολής των μουσικών στοιχείων, που ως γνωστό αποτελούν τη βάση ενός λυρικού - μουσικού έργου, παραμένοντας βεβαίως πάντοτε πιστός στο πνεύμα και στο γράμμα του Αριστοφάνη».
Ανέβηκε στο «μέγαρο» τον Απρίλη του 2002 με την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής -στη διανομή, Δάφνη Ευαγγελάτου, Λουντμίλα Σεμτσούκ, Μαρίνα Βουλογιάννη, Αλεξάνδρα Παπατζιάκου, Δημήτρης Καβράκος, Ζάχος Τερζάκης κ.ά. Μετέχει γιά πρώτη φορά σε όπερα ο Γιώργος Νταλάρας, με τον ρόλο του Ποιητή -συμμετέχει η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε διδασκαλία Φανής Παλαμίδη.

Ο όρος "έντεχνο λαϊκό τραγούδι" φέρει τη σφραγίδα και την υπογραφή του Μίκη Θεοδωράκη. [...]
Το έντεχνο λαϊκό τραγούδι, αντίθετα με το λαϊκό, θα μιλήσει καθαρά και θα περάσει και στον δρόμο και στο γήπεδο και στο συλλαλητήριο και στην πορεία. Θα είναι ένα μαζικό τραγούδι. Που θα αγκαλιάζει όλες τις στιγμές και όλα τα προβλήματα της δεκαετίας του '60. Την ανεργία. Τη μιζέρια. Το αυθαίρετο. Το εκτός σχεδίου. Το όνειρο ενός καινούριου κόσμου. Τη συντροφικότητα. Τον αγώνα για τη δημοκρατία. Και φυσικά τον έρωτα. Και τη γειτονιά. Και τις απλές χαρές της ζωής.
(Λευτέρης Παπαδόπουλος)

Eάν ακούσετε την 3η Συμφωνία, στην εκδοχή του 1992, θα ανακαλύψετε στοιχεία που υπάρχουν, ως σχεδιάσματα του 1941. Παρατηρείς στον Θεοδωράκη τα εξής: Η ίδια ιδέα μέσα από μια αλληλουχία σχεδιασμάτων που αναπτύσσεται στον χρόνο μπορεί να βρεθεί σε τραγούδια, σε κύκλους τραγουδιών, σε μετασυμφωνικά έργα, σε μουσική δωματίου, σε μπαλέτα, σε συμφωνικά έργα, σε όπερες. Ο Μίκης δε λειτουργεί όπως εγώ που είμαι ένα είδος Δρ. Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ. Δε συνθέτει τραγούδια και μετά από 3 μήνες ένα συμφωνικό έργο, το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με αυτά. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε το έργο του Μίκη ως μια πλήρως αδιάσπαστη ενότητα.
[...]
Και αυτό νομίζω ότι καθιστά τον Μίκη μια από τις μοναδικές περιπτώσεις στην Ελληνική Τέχνη και στον Πολιτισμό μας.
(Θάνος Μικρούτσικος)

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου ο συμφωνικός Θεοδωράκης -από την Κασσιανή ως τη Λυσιστράτη

ℹ️  Επισκεφτείτε για πληρέστερη ενημέρωση το επίσημο site του Μίκη Θεοδωράκη.

Συμφωνική μουσική

«Τρίο» για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο, «Το πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς», «Έρως και Θάνατος», «Πρώτη Συμφωνία», Συμφωνία Νο 1., Μετά το 1953: Σονατίνα για πιάνο, Κονσέρτο για πιάνο, Σουίτες Νο 1, 2 και 3 για ορχήστρα, Σονατίνες Νο1 και 2 για βιολί και πιάνο, 1981: Συμφωνία Νο 2. (Το τραγούδι της Γης, Ποίηση: Μίκη Θεοδωράκη), 1983: Συμφωνία Νο 7 («Εαρινή», Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος, Γιώργος Κουλούκης), 1986/7: Συμφωνία Νο 4 («Των Χορικών») για σοπράνο, μέτζο, αφηγητή, χορωδία και συμφωνική ορχήστρα χωρίς έγχορδα, «Κατά Σαδδουκαίων», «Canto Olympico», «Κονσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα», «Κονσέρτο για κιθάρα και ορχήστρα» , κ.ά

Καντάτες και Ορατόρια

1960: «’Αξιον Εστί» (Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης), 1967: «Επιφάνια Αβέρωφ» (Κείμενο: Γ. Σεφέρης),  1969: «Πνευματικό Εμβατήριο» (Ποίηση: Σικελιανός), «Κατάσταση Πολιορκίας» (Ποίηση: Ρένα Χατζηδάκη), 1971/82: «Canto General» (Ποίηση: Πάμπλο Νερούντα), 1981/2: «Κατά Σαδδουκαίων» (Ποίηση: Μιχ. Κατσαρός) 1982: Λειτουργία Νο 2. («Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον Πόλεμο»: Τάσος Λειβαδίτης,  1982/3: «Λόρκα» για φωνή, σόλο κιθάρα, χορωδία ορχήστρα, (βάσει του«Romancero Gitan»), 1992: «Canto Olympico» (πιάνο-χορωδία-ορχήστρα), «Θεία Λειτουργία»(«Miss a Greca»), «Liturgia 2», «Requiem».

Μπαλέτα

1953: «Ελληνική Αποκριά», 1958: «Le feu aux poudres», 1958: «Les amants de Teruel», 1959: «Aντιγόνη», 1963 «Ηλέκτρα», 1958: «Επτά Ελληνικοί Χοροί» (μπαλέτο: Μωρίς Μπεζάρ), 1987/88: «Ζορμπάς».

Λυρικές Τραγωδίες – Όπερες

1984/85: «Καρυωτάκης», 1988/90: «Μήδεια», 1992/93: «Ηλέκτρα», 1995/97: «Αντιγόνη».

Κλασσικές τραγωδίες

1979: «Ιππής» (Αριστοφάνη), 1986/88: «Ορέστεια»: «Αγαμέμνων» – «Χοηφόροι» – «Ευμενίδες» (Αισχύλου), 1987: «Εκάβη» (Ευριπίδη), 1990: «Αντιγόνη» (Σοφοκλή) 1992: «Προμηθέας Δεσμώτης» (Αισχύλου).

Μίκης Θεοδωράκης - Ένας Όμηρος
Πιάνο Τατιάνα Παπαγεωργίου

 
Μια εξαιρετική συναυλία με έργα Μίκη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με κρουστά, πνευστά και την Τατιάνα Παπαγεωργίου, απόδειξη πως τα λαϊκά αυτά έργα μπορούν να αποδοθούν θαυμάσια και συμφωνικά.

Μίκης Θεοδωράκης Piano Concerto 2, 10-Σεπ 2008 Θέατρο Ηρώδου Αττικού
με την πιανίστα Τατιάνα Παπαγεωργίου -δνση Λουκά Καρυτινού


Η Συμφωνική ορχήστρα είναι μουσικό σύνολο μεγάλης κλίμακας από συγκεκριμένα όργανα, που δημιουργήθηκε τον 17ο αιώνα -με την ραγδαία εξέλιξη της όπερας.  
Σε μια πρώτη φάση (μπαρόκ -
Χαίντελ Μπαχ κλπ) κυριαρχούν τα έγχορδα (10-12), χρησιμοποιούνται ελάχιστα ξύλινα πνευστά (όμποε, φλάουτο ή φαγκότο) και -κατά περίσταση χάλκινα πνευστά ή κρουστά ενώ εμφανίζεται ο μαέστρος.
Σήμερα οι μεγάλες «φιλαρμονικές» έχουν συνήθως πάνω από 100-120 άτομα