Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 100 ΧΡΟΝΙΑ ΕΣΣΔ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 100 ΧΡΟΝΙΑ ΕΣΣΔ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

04 Ιανουαρίου 2024

Η κολεκτιβοποίηση στην ΕΣΣΔ: κοινωνική συμμαχία και ταξική πάλη στη σοσιαλιστική οικοδόμηση

5 Γενάρη 1930: Η σοβιετική κυβέρνηση δημιουργεί γεωργικούς παραγωγικούς συνεταιρισμούς, τα περιβόητα “κολχόζ” ρωσική колхоз < коллективное хозяйство (kollektívnoje xozjájstvo, συνεταιριστικό –συνεταιρισμένο  αγρόκτημα) sov(etskoe) khoz(yaĭstvo) _σοβιετικό νοικοκυριό.

Βάση της Σοβιετικής οικονομίας _ακόμη και με τις συνεχείς στρεβλώσεις που έφτασαν στις ανατροπές και στην παλινόρθωση του καπιταλισμού ήταν η κρατική _σοσιαλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και ο κεντρικός προγραμματισμός στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα με τις αγροτικές κολλεκτίβες, να αποτελούν πυλώνα της γεωργίας σε διασύνδεση με την υπόλοιπη οικονομία, ένα πλαίσιο, που εξασφάλιζε, μακροοικονομική σταθερότητα και υψηλή εξασφάλιση της εργασίας (ανεργία 0,0…%). Η όλη πορεία της καθοδηγούνταν από τα 5/χρονα πλάνα: η αγροτική παραγωγή πέρασε στο μεγαλύτερο μέρος της από την ατομική, μικροεμπορευματική καλλιέργεια της γης στην από κοινού, εκμηχανισμένη, μέσα από τη διαδικασία της κολεκτιβοποίησης _να θυμίσουμε εδώ ένα αντικειμενικά αρνητικό παράγοντα _μόνο το 10 τοις εκατό των Σοβιετικών εδαφών ήταν καλλιεργήσιμο.

Δημιουργήθηκαν πάνω από 200 χιλιάδες παραγωγικά συνεταιριστικά αγροκτήματα (κολχόζ) και περίπου 5 χιλιάδες σιτοπαραγωγικά και κτηνοτροφικά κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ). Τα κολχόζ συνένωναν στα τέλη του 1932 το 61% των αγροτικών νοικοκυριών και πάνω από το 70% όλων των χωραφιών, ξεπερνώντας κατά πολύ τους προβλεπόμενους από το Πλάνο ρυθμούς. Συντρίφτηκαν και εξαλείφτηκαν ως τάξη οι πλουσιοχωρικοί (κουλάκοι) που μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920 εκμεταλλεύονταν με διάφορους τρόπους την υπόλοιπη αγροτιά (μισθώνοντας εργατική δύναμη, νοικιάζοντας μέσα παραγωγής και γη κλπ.) _δες ΚΟΜΕΠ . Μέχρι τη δεκαετία του 1950, η Σοβιετική Ένωση είχε εξελιχθεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων λίγων δεκαετιών, από μια κυρίως αγροτική κοινωνία σε μια μεγάλη βιομηχανική δύναμη. Η μεγάλη ικανότητα μετασχηματισμού της Σοβιετικής οικονομίας πήγαινε χέρι-χέρι με την ιδιαίτερη απήχηση του κομμουνισμού σαν ιδεολογία, τόσο στο ευρωπαϊκό τμήμα όσο στις αχανείς αναπτυσσόμενες λαϊκές δημοκρατίες της Ασίας. Οι εντυπωσιακοί ρυθμοί μεγέθυνσης υπό τα πρώτα τρία πενταετή προγράμματα (1928-1940) είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτοι γιατί συνέπεσαν με τη Μεγάλη Ύφεση στη Δύση.

Σύμφωνα με τον Λένιν, τα σοβχόζ έδειξαν παραστατικά στους αγρότες τα πλεονεκτήματα της παραγωγής που στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία. Εκεί όλα τα μέσα παραγωγής, καθώς και τα προϊόντα που παράγονται ανήκουν στο κράτος. Σε σύγκριση με τα κολχόζ, τα σοβχόζ έχουν μεγαλύτερο επίπεδο κοινωνικοποίησης της παραγωγής και γι’ αυτό κατέχουν την πρώτη θέση στη σοσιαλιστική αγροτική οικονομία. Από τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, όταν το κράτος δεν είχε ακόμη τη δυνατότητα να τα εφοδιάσει όλα με τρακτέρ και γεωργικές μηχανές, φάνηκε ο μεγάλος ρόλος τους στη βελτίωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Η σημασία τους αυξάνονταν όσο προχωρούσε η βελτίωση των συνθηκών εκμηχανισμού της παραγωγής. Το σοβιετικό κράτος διάθεσε σημαντικά κονδύλια για την οικοδόμηση στα σοβχόζ κατοικιών, παραγωγικών κτισμάτων και κτηρίων εξυπηρέτησης των εργαζόμενων, πολυδύναμων πολιτιστικών και αθλητικών κέντρων. Στα ακαλλιέργητα εδάφη της Ουκρανίας, του Β. Καύκασου, της Σιβηρίας, του Καζαχστάν και σε άλλες περιοχές, ιδρύθηκαν μεγάλα σοβχόζ παραγωγής σιτηρών, εμπορεύσιμων προϊόντων και κτηνοτροφίας. Στα 1940 αποτελούσαν σημαντική δύναμη στην αγροτική οικονομία της χώρας. Στα χρόνια του μεγάλου πατριωτικού πόλεμου, οι εκεί εργαζόμενοι, μαζί με τους αγρότες των κολχόζ, εξασφάλισαν τον εφοδιασμό του στρατού και του πληθυσμού με τρόφιμα και πρώτες ύλες. Παρά τις καταστροφές που τους προξένησε ο πόλεμος, κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν γρήγορα το προπολεμικό επίπεδο της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Η παραγωγική δομή της χώρας είχε πληγεί σε τεράστιο βαθμό, ενώ στον πόλεμο είχε χαθεί το 1/3 του παραγόμενου πλούτου της. Οι χιτλερικοί κατακτητές είχαν κλέψει ή καταστρέψει υλικές αξίες που έφταναν τα 67 δισ. ρούβλια, αξία ίση σχεδόν με όσα είχε επενδύσει η ΕΣΣΔ όλα τα προπολεμικά χρόνια για την οικοδόμηση νέων εργοστασίων, ηλεκτροσταθμών, σιδηροδρομικών γραμμών, σοβχόζ και άλλων επιχειρήσεων. Ωστόσο οι τεράστιες αυτές απώλειες καλύφθηκαν σχεδόν σε μία πενταετία μετά από το τέλος του πολέμου, αποδεικνύοντας και με αυτόν τον τρόπο την τεράστια δυναμική της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, του κεντρικού σχεδιασμού και της εργατικής - λαϊκής αυτοθυσίας και αυτενέργειας.

Οι προκλήσεις της δεκαετίας του 1950

(με πληροφορίες από το Ριζοσπάστη)
Τη δεκαετία του 1950, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έφτασε σ' ένα σημείο καμπής, το οποίο εκφραζόταν τόσο σε μια σειρά από προβλήματα του κεντρικού σχεδιασμού όσο και στην όξυνση της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ για το μέλλον της σοσιαλιστικής οικονομίας. Από αυτό το σημείο θα προέκυπτε είτε παραπέρα εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής είτε σημαντική υποχώρησή τους.

Το πανό γράφει:
Προχωρούμε για την κολεκτιβοποίηση.

Θα συντρίψουμε την τάξη των κουλάκων”
 
                      

Η ζωή έδειξε ότι δεν υπήρχε συλλογικά κατακτημένη θεωρητική επεξεργασία και δυναμική που θα μπορούσε να προσαρμόσει την κομμουνιστική στρατηγική στις προκλήσεις που έθετε το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν δεν έγινε κατορθωτό να ερμηνευτούν σωστά. Δεν αναδείχτηκαν ως ενδείξεις της αναγκαιότητας εμβάθυνσης των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, ως προϊόν υποκειμενικών αδυναμιών στο σχεδιασμό και στην κατανόηση του χαρακτήρα της σοβιετικής παραγωγής. Αντίθετα, ερμηνεύτηκαν ως εγγενείς αδυναμίες του κεντρικού σχεδιασμού, ενώ υιοθετήθηκε θεωρητικά η αναγωγή του εμπορευματικού νόμου της αξίας σε νόμο που διέπει εν μέρει και την κατανομή της σοσιαλιστικής παραγωγής. Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν και κυριάρχησαν πιο ακραίες αγοραίες θέσεις, περί «σοσιαλισμού με αγορά».

Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά από οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, των διεθνών σχέσεων, εν μέρει και της οικονομίας. Λίγα χρόνια μετά, με αφετηρία τη λεγόμενη «μεταρρύθμιση Κοσίγκιν» (1965), υιοθετήθηκε η αστική κατηγορία του «επιχειρησιακού κέρδους» της κάθε μεμονωμένης παραγωγικής μονάδας και η σύνδεση με αυτό των αμοιβών των διευθυντών και των εργαζομένων. Πάρθηκαν μια σειρά μέτρων που αδυνάτιζαν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό, και στον αντίποδα ενίσχυαν την αγορά και την εμπορευματική κυκλοφορία. Παράλληλα, μέχρι το 1975 όλα τα κρατικά αγροκτήματα, τα σοβχόζ, είχαν περάσει σε καθεστώς πλήρους ιδιοσυντήρησης. Όλα αυτά τα μέτρα οδήγησαν στη δημιουργία των προϋποθέσεων ατομικού σφετερισμού και ιδιοκτησίας, σχέσεις που ακόμα ήταν απαγορευμένες.

Ενισχύθηκε το βραχυπρόθεσμο ατομικό και ομαδικό συμφέρον (με αύξηση της διαφοροποίησης του εργασιακού εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση, μεταξύ των εργαζομένων και του μηχανισμού διεύθυνσης, μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων) σε βάρος των γενικών κοινωνικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκε στην πορεία το κοινωνικό έδαφος για ν' ανδρωθεί και να επικρατήσει, τελικά μερικά χρόνια αργότερα, η αντεπανάσταση. Το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της «μαύρης» αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφαλαίου στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οι κάτοχοί του αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης.

Την ίδια περίπου περίοδο αναθεωρήθηκε και η μαρξιστική - λενινιστική αντίληψη για το εργατικό κράτος. Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961) χαρακτήρισε το κράτος της ΕΣΣΔ «παλλαϊκό κράτος» και το ΚΚΣΕ «παλλαϊκό κόμμα». Αυτές οι θέσεις επέφεραν άμβλυνση και στη συνέχεια μετάλλαξη των επαναστατικών χαρακτηριστικών και της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος. Η οπισθοχώρηση των κομμουνιστικών σχέσεων στην οικονομία εκφράστηκε και στο εποικοδόμημα, με την υποχώρηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, με την ενίσχυση της μονιμότητας των στελεχών των Σοβιέτ, με τη σταδιακή αύξηση των χρόνων θητείας των οργάνων, με τη διεύρυνση της δυνατότητας απαλλαγής των βουλευτών από τα παραγωγικά τους καθήκοντα. Η οπορτουνιστική διάβρωση και ο εκφυλισμός του ΚΚΣΕ σε ανοιχτή αντεπαναστατική δύναμη εκδηλώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Με όχημα την πολιτική της «περεστρόικα» (που σήμαινε «ανασυγκρότηση» και προπαγανδίστηκε ότι γίνεται στο όνομα του σοσιαλισμού) πέρασαν σε αποφασιστική επίθεση οι δυνάμεις που επιδίωκαν την παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Το 1987 ψηφίστηκε νόμος που κατοχύρωνε θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις, με πρόσχημα την πολυμορφία των σχέσεων ιδιοκτησίας.

Η ανάπτυξη της παθητικότητας και της αδιαφορίας που παρατηρήθηκε στο τελευταίο στάδιο των αντεπαναστατικών ανατροπών αντανακλούσε την υποχώρηση της κομμουνιστικής συνείδησης, η οποία στρεβλά απέδιδε στο σοσιαλισμό αρνητικές συνέπειες, που ήταν όμως προϊόν της υποχώρησης, όχι της ανάπτυξής του. Οι επαναστατικές δυνάμεις μέσα στο ΚΚΣΕ και στην κοινωνία δεν μπόρεσαν έγκαιρα και αποφασιστικά ν' αντιδράσουν και ν' αντεπιτεθούν.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση
φωτίζει τις λεωφόρους του μέλλοντος

Οι αντεπαναστατικές ανατροπές της περιόδου 1989 - 1991 δεν αναιρούν το γεγονός ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση εγκαινίασε την εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Όπως και στις προηγούμενες περιόδους κοινωνικών ανατροπών και διαδοχής οικονομικών σχηματισμών, έτσι κι εδώ η επικαιρότητα του «νέου» απορρέει από το βαθμό ανάπτυξης των αντιφάσεων του «παλιού» και από τις υλικές προϋποθέσεις διαμόρφωσης του «καινούργιου». Η βασική αντίθεση του καπιταλισμού - από την οποία απορρέουν και όλες οι υπόλοιπες - συνίσταται στην αντίθεση ανάμεσα στον ολοένα και πιο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και της παραγωγής, από τη μία, και την καπιταλιστική (ατομική ή συλλογική - μετοχική) ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτής της παραγωγής, από την άλλη. Πρόκειται για μια αντίφαση που αναπτύσσεται όλο και περισσότερο όσο αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού. Μετά από τις αντεπαναστατικές ανατροπές οξύνθηκε η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, οξύνθηκαν τα φαινόμενα σήψης και παρασιτισμού. Η αναγκαιότητα της ανατροπής του ενισχύθηκε.

Δείτε Σοσιαλισμός, η απάντηση για τον 21ο αιώνα
         Το σταχανοφικό κίνημα




Το ζήτημα της γης στάθηκε ένα από τα πιο καθοριστικά κατά τη διαμόρφωση της επαναστατικής στρατηγικής στη Ρωσία. Η επίσημη κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861 μπορεί να έκανε τυπικά τον αγρότη ελεύθερο παραγωγό, δε βελτίωσε όμως ουσιαστικά τη θέση του. Οι αγρότες υποχρεώθηκαν να πληρώσουν στους ευγενείς-γαιοκτήμονες δισεκατομμύρια ρούβλια ως δικαίωμα εξαγοράς για την «απελευθέρωσή» τους, ενώ αναγκάστηκαν να νοικιάζουν και γη από αυτούς, για να την καλλιεργήσουν. Εκτός από το νοίκι, οι γαιοκτήμονες υποχρέωναν συχνά τους αγρότες να καλλιεργούν δωρεάν ορισμένη έκταση της γης τους.

Στο έδαφος αυτό «η βασική μάζα της αγροτιάς δεν μπορούσε να βελτιώσει το νοικοκυριό της. Σε αυτό βρίσκεται η αιτία της εξαιρετικής καθυστέρησης της αγροτικής οικονομίας στην προεπαναστατική Ρωσία, που προκαλούσε συχνές επιδημίες και λιμούς»1.

Παρά τα υπολείμματα αυτά της φεουδαρχικής οικονομίας, ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν και στο χωριό. Η αγροτιά, η πιο πολυάριθμη τάξη στην προεπαναστατική Ρωσία, διαφοροποιούνταν. Ξεχώριζε ένα στρώμα πλούσιων αγροτών (κουλάκων) που, πλουτίζοντας μέσα και από τη μίσθωση εργατικής δύναμης και γης, μετατρεπόταν σε αστική τάξη του χωριού, σε έναν ακόμα εκμεταλλευτή στο πλάι των ευγενών-γαιοκτημόνων. Μεγάλωναν ταυτόχρονα και οι διαστάσεις της αγροτικής φτωχολογιάς, που καλλιεργούσε ένα ασήμαντο κομματάκι γης, νοίκιαζε το υπόλοιπο και πρόσφερε και την εργατική της δύναμη για μίσθωση2.

Το ταξικό αυτό υπόβαθρο στη ρωσική ύπαιθρο, ο άσβεστος πόθος της μεγάλης μάζας της αγροτιάς για την απόκτηση γης αποτέλεσαν το εύφλεκτο υλικό που τροφοδότησε αμέτρητες εξεγέρσεις ενάντια στους ευγενείς και στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του τσαρικού κράτους. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι πολύ έγκαιρα διέβλεψαν τη σημασία του αγροτικού ζητήματος στις συνθήκες του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού στη Ρωσία και διαμόρφωσαν μια στρατηγική γραμμή που είχε ως αναπόσπαστο στοιχείο της την κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τις φτωχές μάζες της αγροτιάς, κάτω από την καθοδήγηση της πρώτης.

Στις επαναστατικές συνθήκες του 1917, μετά από την ολοκλήρωση της αστικής επανάστασης, ήταν η μακρόχρονη πείρα τούτης της κοινωνικής συμμαχίας που «καθόρισε και τη στάση των μεσαίων αγροτών, που ταλαντεύονταν για πολύ καιρό και που μόνο στις παραμονές της εξέγερσης του Οκτώβρη έκαναν κανονική στροφή με το μέρος της επανάστασης, προσχωρώντας με το μέρος της αγροτικής φτωχολογιάς»3.

Το «Διάταγμα για τη Γη», ένα από τα τρία πρώτα διατάγματα της νεογέννητης σοβιετικής εξουσίας στις 26 Οκτώβρη 1917, σφράγισε αυτήν την κοινωνική συμμαχία. Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό, η ιδιοκτησία των γαιοκτημόνων πάνω στη γη καταργήθηκε άμεσα δίχως αποζημίωση. Το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη αντικαταστάθηκε από την κρατική παλλαϊκή ιδιοκτησία. Η γη του τσάρου, των ευγενών, των γαιοκτημόνων και των μοναστηριών παραχωρήθηκε δωρεάν για χρήση στους αγρότες. Το διάταγμα αυτό αποτέλεσε το αφετηριακό σημείο μιας σύνθετης και βασανιστικής πορείας ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, πλευρές της οποίας θα παρακολουθήσουμε στο παρόν άρθρο.

Η “πολύχρωμη” διαστρέβλωση της κολεκτιβοποίησης

Η πολιτική του προλεταριακού κράτους από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1920 για την οργάνωση της συλλογικής καλλιέργειας της γης σε μεγάλα αγροκτήματα (κολεκτιβοποίηση) ανταποκρινόταν στις αντικειμενικές συνθήκες της αγροτικής παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση την εποχή εκείνη. Ο κατακερματισμός της παραγωγής σε δεκάδες εκατομμύρια ατομικές εκμεταλλεύσεις, ως αποτέλεσμα και του επαναστατικού μέτρου του μοιράσματος της γης που πήρε η Οκτωβριανή Επανάσταση, και το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της τεχνικής της αγροτικής παραγωγής αποτελούσαν τις αντικειμενικές συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει η σοβιετική εξουσία στην ύπαιθρο. Σε αυτό το έδαφος έπρεπε να στερεώσει και να προχωρήσει προς τα μπρος τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγροτιά, η οποία, αντικειμενικά λόγω της έστω και περιορισμένης ιδιοκτησίας πάνω σε μέσα παραγωγής, ταλαντευόταν ανάμεσα στις νέες σχέσεις παραγωγής και στην αυταπάτη της ατομικής ανέλιξης και πλουτισμού.

Η ηγεσία του μπολσεβίκικου κόμματος, ενσωματώνοντας στην πολιτική της γραμμή και την πείρα από την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής στον καπιταλισμό, αντιλαμβανόταν καθαρά ότι η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της γης προϋπέθετε την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα. Και κάτι τέτοιο μπορούσε να πραγματωθεί είτε μέσα από τον καπιταλιστικό δρόμο, με βιαιότητα απέναντι στη μεγάλη μάζα της αγροτιάς και την τελική απαλλοτρίωσή της προς όφελος της μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη, είτε μέσα από το σοσιαλιστικό δρόμο, με καταναγκασμό απέναντι στους αγρότες εκμεταλλευτές και εξοβελισμό τους από την παραγωγή, αλλά και με τη συλλογική καλλιέργεια από τους δουλευτές αγρότες.

Η διαδικασία της πλατιάς κολεκτιβοποίησης στη Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε πάντοτε καρφί στο μάτι των διάφορων γραφίδων της αστικής τάξης και του αναθεωρητισμού. Ίσως καμία άλλη περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με την πιθανή εξαίρεση της συντριβής της αντεπαναστατικής πέμπτης φάλαγγας τη δεκαετία του 1930, δε συγκέντρωσε έναν τέτοιο όγκο προσοχής και λιβελογραφημάτων. Οι συκοφαντικές κριτικές επικεντρώνουν στον υποτιθέμενο τυχοδιωκτικό και αυθαίρετο χαρακτήρα της συγκεκριμένης πολιτικής, με πρωταρχική ευθύνη του Στάλιν, στη «βιαιότητα» της παρέμβασης του εργατικού κράτους για τη δημιουργία των συνεταιριστικών αγροκτημάτων (κολχόζ), που δήθεν σηματοδότησε μια ρήξη της σοβιετικής εξουσίας με το σύνολο της αγροτιάς, στα δήθεν αρνητικά αποτελέσματα της κολεκτιβοποίησης, τόσο από την άποψη των ανθρώπινων απωλειών, όσο και λόγω της μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής που υποστηρίζεται ότι προέκυψε ως αποτέλεσμα της κολεκτιβοποίησης.

Ορισμένες χαρακτηριστικές αντιλήψεις επαρκούν για να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο της κριτικής προς την κολεκτιβοποίηση, που σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται με το προκάλυμμα της υπεράσπισης ενός «αυθεντικού», «δημοκρατικού» σοσιαλισμού. Η Χάνα Άρεντ, μια από τις δημιουργούς του ιδεολογήματος περί «ολοκληρωτισμού», ισχυρίζεται ότι στην κολεκτιβοποίηση «αντιτάχτηκε σκληρά η αλληλεγγύη ολόκληρης της αγροτικής τάξης… [που] δε δέχτηκε να την διαιρέσουν σε χωρικούς πλούσιους, μεσαίους και φτωχούς για να την στρέψουν εναντίον των κουλάκων»4. Ο διαβόητος αντικομμουνιστής και τρόφιμος των βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών Ρόμπερτ Κόνκουεστ ισχυρίζεται ότι η σοβιετική ηγεσία προχώρησε στην κολεκτιβοποίηση «ως μέσο για να εξασφαλίσει ότι η σοδειά θα παρέμενε από την αρχή υπό τον έλεγχο του Κόμματος και μακριά από τα χέρια της αγροτιάς»5 και χαρακτηρίζει τους κουλάκους ως «φυσικούς ηγέτες» της αγροτιάς. Ο γνωστός Σοβιετικός αντιφρονών Ρόι Μεντβέντιεφ υποστηρίζει ότι ο Στάλιν έσπρωξε την ΕΣΣΔ σε μια τυχοδιωκτική πορεία και ότι «η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας στη σταλινική της εκδοχή έκανε μεγάλη ζημιά στην αγροτική παραγωγή»6.


Ο γνωστός τροτσκιστής Τόνι Κλιφ, στο πλαίσιο της συνολικότερης προσέγγισής του της σοβιετικής κοινωνίας ως «γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού», περιγράφει την κολεκτιβοποίηση ως μια διαδικασία συνολικής «απαλλοτρίωσης της αγροτιάς», με τη μεταμόρφωση «ενός μέρους των αγροτών σε εφεδρικό εργατικό στρατό για τη βιομηχανία… [και] μεταβολή των υπόλοιπων σε μισο-εργάτες, μισο-αγρότες και μισο-δουλοπάροικους στα κολχόζ».7

Ο Σαρλ Μπετελέμ, υιοθετώντας ουσιαστικά τις θέσεις του Μπουχάριν στα τέλη της δεκαετίας του 1920, υποστηρίζει ότι η πολιτική της κολεκτιβοποίησης «πραγματοποιείται έτσι βασικά εκ των άνω με μέτρα διοικητικά» και ότι εξέφραζε «υποτίμηση των δυνατοτήτων που διέθεταν ακόμα για μερικά χρόνια οι εκμεταλλεύσεις των μικρών και μεσαίων χωρικών»8. Σύμφωνα με την αντίληψή του, η ενίσχυση της πολιτικής επιρροής των κουλάκων στην ύπαιθρο οφειλόταν σε λάθη των μπολσεβίκων στη σχέση τους με τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες, στη μη επαρκή στήριξή τους με μέσα παραγωγής.

Έχει, τέλος, σημασία να αναφερθούμε και στις απόψεις του Σοβιετικού ιστορικού Βίκτορ Ντανίλοφ, ο οποίος πρωτοστάτησε στην αναθεώρηση της ιστορίας της κολεκτιβοποίησης μετά από το 20ό Συνέδριο κι έγινε επικεφαλής ειδικός στα ζητήματα της αγροτικής σοβιετικής ιστορίας στη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών μετά από τις ανατροπές. Ο Ντανίλοφ ισχυρίζεται ότι η κολεκτιβοποίηση ισοδυναμούσε με «αποικιοποίηση» της υπαίθρου και ότι η αγροτιά υποβιβάστηκε σε «κολχόζνικη εργατική δύναμη και ανανεώσιμη πηγή για τις συνεχείς οικονομικές και στρατιωτικές ανάγκες» της σοβιετικής εξουσίας.9

Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου δεν μπορούν φυσικά να απαντηθούν όλες οι διαβολές του ταξικού αντιπάλου για την κολεκτιβοποίηση10 ούτε να ειδωθούν τα συνολικά αποτελέσματα της κολεκτιβοποίησης, όπως αυτά ξεδιπλώθηκαν ολοκληρωμένα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Στόχος του άρθρου είναι να δώσει ένα αδρό περίγραμμα των εξελίξεων στη σύνθετη, αντιφατική σοβιετική πραγματικότητα της υπαίθρου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920, που οδήγησαν το μπολσεβίκικο κόμμα στις κοσμοϊστορικές του αποφάσεις. Θα επιχειρήσουμε επίσης να αναφερθούμε σύντομα στις μεθόδους που χρησιμοποίησε η σοβιετική εξουσία απέναντι στη μάζα της αγροτιάς, προκειμένου να απαντηθεί ο μύθος περί εκτεταμένης βίας απέναντι στο σύνολο της αγροτιάς. Πρόκειται για μύθο που έχει αποκτήσει το χαρακτήρα «λαϊκής» πρόληψης, με την καθοριστική συμβολή πρώην αρχιτεκτόνων της «περεστρόικα» (Γιάκοβλεφ κλπ.). Όλα τα παραπάνω ζητήματα απαιτούν φυσικά παραπέρα διερεύνηση.

Η ΝΕΠ και οι αντιφάσεις της

Η εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) από την άνοιξη του 1921 σηματοδότησε μια αναγκαστική προσαρμογή της πολιτικής του εργατικού κράτους. Ο μακρόχρονος εμφύλιος πόλεμος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση, σε συνδυασμό με την αποδιοργάνωση που είχε προκαλέσει ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, είχαν καταβαραθρώσει την αγροτική παραγωγή στο μισό της προεπαναστατικής. Μια ανάλογη κατάσταση στη σοσιαλιστική βιομηχανία φανέρωνε την αδυναμία της εργατικής εξουσίας να εξασφαλίσει τότε τον αναγκαίο όγκο προϊόντων για μια άμεση (κομμουνιστική) κατανομή στο χωριό. Τα μέτρα αναγκαστικής παράδοσης των αγροτικών προϊόντων που χαρακτήριζαν την περίοδο του λεγόμενου «πολεμικού κομμουνισμού» –μια περίοδο όπου κυριαρχούσε «το άμεσα επείγον κι επιτακτικό καθήκον να αποκρούσουμε τον κίνδυνο να μας πνίξουν αμέσως οι γιγάντιες δυνάμεις του διεθνούς ιμπεριαλισμού»11– δεν μπορούσαν να συνεχιστούν δίχως να κινδυνεύσει η συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά.

Η ΝΕΠ είχε ως συστατικό της στοιχείο την ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στην πόλη και την ύπαιθρο, κάτω από τον καθοδηγητικό έλεγχο της σοβιετικής εξουσίας. Οι μπολσεβίκοι στις επεξεργασίες τους δε θεωρούσαν τη ΝΕΠ ως κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, ως νομοτελειακό χαρακτηριστικό της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά ως μια προσωρινή φάση της που έδινε ένα πολύτιμο χρονικό περιθώριο για την ανάκαμψη της σοσιαλιστικής βιομηχανίας. Μόνο μια τέτοια ανάκαμψη θα επέτρεπε στην εργατική εξουσία να δώσει στη μικρομεσαία αγροτιά εκείνη την υλικοτεχνική υποδομή (τρακτέρ, θεριζοαλωνιστικές μηχανές, λιπάσματα κτλ.) που θα την έπειθε, μέσα από την ίδια της την πείρα, να περάσει στο δρόμο της μεγάλης, συλλογικής καλλιέργειας της γης. Οι νομοτελειακές αντιφάσεις της ΝΕΠ και οι κίνδυνοι που αυτή δημιουργούσε για το πισωγύρισμα της επανάστασης δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αυθόρμητα, μέσα από τη λειτουργία των νόμων της αγοράς, αλλά απαιτούσαν την ταξική πολιτική του κράτους και το επιδέξιο ξεδίπλωμα της ταξικής πάλης.12

Τι συνθήκες όμως είχαν διαμορφωθεί στην ύπαιθρο, μέσα και από την εφαρμογή της ΝΕΠ, ως τις παραμονές της κολεκτιβοποίησης; Μέχρι το 1926 η αγροτική παραγωγή είχε φτάσει ή και ξεπεράσει τα προπολεμικά επίπεδα. Το 1927 υπήρχαν 24 εκατομμύρια αγροτικά νοικοκυριά, ως αποτέλεσμα της εθνικοποίησης της γης από την Οκτωβριανή Επανάσταση και της παραχώρησης της χρήσης της. Η κατάσταση της μικρομεσαίας αγροτιάς είχε βελτιωθεί σε κάποιο βαθμό –οι αγρότες κρατούσαν και κατανάλωναν ένα μεγαλύτερο μέρος της συγκομιδής τους. Τα συνεταιριστικά όμως αγροκτήματα ήταν πολύ λίγα.

Η παραδοσιακή ρωσική αγροτική κοινότητα διατηρούσε μια σειρά σημαντικές αρμοδιότητες που επηρέαζαν τη συνείδηση των μαζών της αγροτιάς: Την περιοδική αναδιανομή της γης στο πλαίσιο της κοινότητας, τη συντήρηση των κοινών βοσκοτόπων, την οργάνωση διάφορων κοινωνικών υπηρεσιών που δεν παρέχονταν ακόμα από το εργατικό κράτος, το μοίρασμα της φορολογίας στα μέλη της κοινότητας κτλ. Οι αποφάσεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα παίρνονταν από τη συνέλευση της κοινότητας, όπου η κάθε οικογένεια εκπροσωπούνταν από τον επικεφαλής της και όπου οι κουλάκοι, λόγω της μόρφωσης και του κοινωνικού τους κύρους, έτειναν να κυριαρχούν. Μέχρι την περίοδο αυτή τα αγροτικά Σοβιέτ φαίνεται ότι δεν είχαν ακόμα καταφέρει να παίξουν το ρόλο ενός ουσιαστικού αντίβαρου.

Το 1927 υπήρχαν περίπου 8 εκατομμύρια αγρότες που δε διέθεταν ούτε άλογο, ούτε άροτρο, ενώ την ίδια στιγμή το 8,4% των αγροκτημάτων (η πλειοψηφία τους ανήκε σε μεσαίους αγρότες) μίσθωναν εργατική δύναμη σε περιστασιακή βάση. Το ποσοστό των κουλάκικων αγροκτημάτων (αγροκτήματα που και μίσθωναν εργατική δύναμη και καλλιεργούσαν επιπλέον μισθωμένη γη) υπολογιζόταν σε 3,7% του συνόλου.13

Έχει σημασία να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο αναθεωρητής Σοβιετικός ιστορικός Ντανίλοφ που αναφέρθηκε παραπάνω τονίζει, σε κείμενό του της δεκαετίας του 1960, ότι την περίοδο αυτή τα μισά τουλάχιστον αγροκτήματα υπόκειντο σε εκμεταλλευτικές σχέσεις, πυρήνας των οποίων ήταν η ενοικίαση μέσων παραγωγής (ζώα, εργαλεία, γη) από τους κουλάκους προς τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες και η παροχή μισθωτής εργασίας από τους δεύτερους προς τους πρώτους14.

Επιπλέον, στα τέλη του 1925 το ποσοστό συμμετοχής του κράτους στο λιανικό εμπόριο ήταν σχεδόν 23% (16% το 1923-24), των καταναλωτικών συνεταιρισμών15 32,9% (25,9%) και των ιδιωτών εμπόρων 44,3% (57%). Η τάση μείωσης του ελέγχου του λιανικού εμπορίου από το ιδιωτικό κεφάλαιο16 συνυπάρχει με μια ενίσχυση του ρόλου των καταναλωτικών συνεταιρισμών, οι ταξικές ταλαντεύσεις των οποίων θα γίνουν καθαρές λίγο καιρό αργότερα. Οι αντιφατικές τάσεις της εξέλιξης εκφράζονται παραστατικά στα ακόλουθα λόγια του Στάλιν στο 14ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων (1925): «Μπήκαμε σε μια περίοδο ζωογόνησης όλων των τάξεων και όλων των κοινωνικών ομάδων […] ζωογονήθηκε και η νέα αστική τάξη, οι πράκτορές της στο χωριό (οι κουλάκοι), οι εκπρόσωποί της μέσα στη διανόηση»17.

Στις Θέσεις «για τη δουλειά στο χωριό» στο 15ο Συνέδριο του Κόμματος (Δεκέμβρης 1927), η σύνθετη πραγματικότητα της ταξικής διαστρωμάτωσης στο χωριό που δημιουργούσε η ΝΕΠ παρουσιάζεται με τα ακόλουθα λόγια: «Σε αντίθεση με τον καπιταλιστικό τύπο ανάπτυξης, που εκδηλώνεται με την εξασθένηση της μεσαίας αγροτιάς και την ανάπτυξη των άκρων, των φτωχών και των κουλάκων, εμείς έχουμε ένα προτσές ισχυροποίησης του στρώματος της μεσαίας αγροτιάς, με μια ορισμένη, για την ώρα, αύξηση του στρώματος των κουλάκων προερχόμενη από το πιο εύπορο μέρος των μεσαίων αγροτών, με μείωση του στρώματος των φτωχών, ένα μέρος των οποίων προλεταριοποιείται, ενώ ένα άλλο, σημαντικότερο τμήμα μετακινείται σταδιακά στην ομάδα των μεσαίων αγροτών».

Γινόταν η εκτίμηση ότι «το προτσές ανάπτυξης των καπιταλιστικών στοιχείων στην ύπαιθρο έχει αισθητά ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια. […] Το θεμελιώδες ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης του χωριού έγκειται στο γεγονός ότι τα οφέλη της μεγάλης κλίμακας οικονομίας βρίσκονται σήμερα από τη μεριά των εύπορων-κουλάκικων στοιχείων… Αυτή είναι η βασική οικονομική αντίφαση στο χωριό, από την οποία πρέπει να βρούμε μια διέξοδο για τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες»18.

Σε αυτές τις συνθήκες οι μπολσεβίκοι έβαζαν ως κεντρικό καθήκον να δημιουργήσουν την οικονομική βάση του σοσιαλισμού. «Να δημιουργήσουμε την οικονομική βάση του σοσιαλισμού θα πει να σμίξουμε την αγροτική οικονομία με τη σοσιαλιστική βιομηχανία σε μια ενιαία οικονομία, να υποτάξουμε την αγροτική οικονομία στην καθοδήγηση της σοσιαλιστικής βιομηχανίας, να ρυθμίσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στην πόλη και το χωριό με βάση την ανταλλαγή των προϊόντων της αγροτικής οικονομίας και της βιομηχανίας, να φράξουμε και να εξαφανίσουμε όλα τα κανάλια που με τη βοήθειά τους γεννιούνται οι τάξεις και πριν απ’ όλα το κεφάλαιο και να δημιουργήσουμε τελικά τέτοιες συνθήκες παραγωγής και διανομής, που να οδηγούν κατευθείαν και άμεσα στην εξαφάνιση των τάξεων»19.

Στο μεταίχμιο της κολεκτιβοποίησης

Μπορεί να υποστηριχτεί ότι τα χρόνια 1926-1927 σηματοδοτούν ένα σημείο καμπής στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, το πέρασμα της Σοβιετικής Ένωσης από την περίοδο της ανόρθωσης στην περίοδο της αναδιοργάνωσης της βιομηχανίας, αλλά και μια όξυνση της πάλης ανάμεσα στα καπιταλιστικά και τα σοσιαλιστικά στοιχεία της οικονομίας.

Το ζήτημα της σταθερής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγροτιά, υπό τον καθοδηγητικό ρόλο της πρώτης, βρισκόταν στο μόνιμο προσανατολισμό της μπολσεβίκικης ηγεσίας.20 Όπως τονίζει ο Στάλιν την άνοιξη του 1926: «Η αγροτιά δεν μπορεί να είναι για την εργατική τάξη ούτε αντικείμενο εκμετάλλευσης, ούτε αποικία. […] Η αγροτιά όμως για μας δεν είναι μόνο αγορά. Είναι και σύμμαχος της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό ακριβώς η ανύψωση της αγροτικής οικονομίας, η μαζική οργάνωση της αγροτιάς σε συνεταιρισμούς, η καλυτέρευση της υλικής της θέσης αποτελεί προϋπόθεση που, χωρίς αυτή, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί μια κάπως σοβαρή ανάπτυξη της βιομηχανίας μας. […] Φτάνει απλώς να υποσκάψει κανείς την ιδέα της ηγεσίας της εργατικής τάξης, για να μη μείνει πέτρα πάνω σε πέτρα από τη συμμαχία των εργατών και των αγροτών και να γυρίσουν πίσω στην παλιά φωλιά τους οι κεφαλαιοκράτες και οι τσιφλικάδες»21.

Οι δυσκολίες που αντικειμενικά γεννούσαν οι αναγκαιότητες της οικοδόμησης στη συγκεκριμένη φάση βρήκαν την αντανάκλασή τους και στις γραμμές του ΠΚΚ (Μπ.). Ξέσπασε μια οξύτατη διαπάλη με έναν «ετερόκλητο» αντιπολιτευτικό, οπορτουνιστικό συνασπισμό (Τρότσκι-Ζινόβιεφ-Κάμενεφ κτλ.). Οι Ζινόβιεφ-Κάμενεφ φαίνεται να συγκλίνουν με τη βασική τροτσκιστική αντίληψη περί αδυναμίας οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ δίχως τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.22 Θυμίζουμε ότι ο Τρότσκι κάνει λόγο το 1922 για το ανέφικτο μιας «απομονωμένης σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέσα στα εθνικά-κρατικά πλαίσια. […] Η πραγματική άνοδος της σοσιαλιστικής οικονομίας στη Ρωσία δε θα είναι δυνατή, παρά μονάχα ύστερα από τη νίκη του προλεταριάτου στις σπουδαιότερες χώρες της Ευρώπης»23.

Στο πεδίο της πολιτικής στην ύπαιθρο ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης πρότεινε μια σειρά μέτρα (αύξηση των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων, αύξηση της φορολογίας της αγροτιάς) που, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, θα έθεταν σε κίνδυνο τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά, θα χειροτέρευαν το βιοτικό τους επίπεδο και θα υπονόμευαν τις δυνατότητες μιας πραγματικής εκβιομηχάνισης. Τα συγκεκριμένα μέτρα προβάλλονταν κάτω από τη μάσκα μιας υποτιθέμενης «αριστερής» κριτικής στην πλειοψηφία της ΚΕ και στο όνομα της επιτάχυνσης της εκβιομηχάνισης. Στην πραγματικότητα δεν περιείχαν τίποτα το επαναστατικό. «Βλέποντας την αγροτιά κυρίως σαν εχθρικό περιβάλλον», ως αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη σοσιαλιστική βιομηχανία, αποτελούσαν «άμεση συνέχεια του βασικού λάθους αυτού του συνασπισμού στο ζήτημα του χαρακτήρα και των προοπτικών της επανάστασης».24

Στις αντιλήψεις της αντιπολίτευσης διαφαίνεται μια φαινομενικά λογική αντίφαση: Από τη μια μεριά, μια υποτιθέμενη γραμμή σύγκρουσης με τα καπιταλιστικά στοιχεία στο χωριό (κουλάκοι) και, από την άλλη, μια ξεκάθαρη έλλειψη πίστης στις δυνατότητες της εργατικής τάξης να προχωρήσει, σε συμμαχία με τις βασικές μάζες της αγροτιάς, στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Η αντίφαση όμως αυτή προκύπτει νομοτελειακά από τη θεμελιακή θέση του Τρότσκι ότι το προλεταριάτο από τα πρώτα στάδια της εξουσίας του «θα έρθει σε εχθρικές συγκρούσεις όχι μόνο με όλες τις μερίδες της αστικής τάξης […] αλλά και με τις πλατιές μάζες της αγροτιάς […] οι αντιθέσεις μεταξύ μιας εργατικής κυβέρνησης και της συντριπτικής πλειοψηφίας της αγροτιάς σε μια καθυστερημένη χώρα […] θα μπορέσουν να βρουν τη λύση τους μονάχα σε διεθνή κλίμακα»25. Τυχοδιωκτισμός και μικροαστική απελπισία βαδίζουν χέρι-χέρι, στο έδαφος μιας απόσπασης των ηγετικών στελεχών της αντιπολίτευσης από τις διαθέσεις και τα συμφέροντα των ίδιων των πλατιών λαϊκών μαζών.

Ο Στάλιν, απαντώντας στις κινδυνολογίες της αντιπολίτευσης με αφορμή την ενίσχυση της ταξικής διαφοροποίησης στο πλαίσιο της αγροτιάς, σημείωνε ότι η διαφοροποίηση της αγροτιάς συντελούνταν με ένα δυνάμωμα του μεσαίου αγρότη και μέσα σ’ ένα πλαίσιο κρατικής πολιτικής που της έθετε σαφείς περιορισμούς.26 Η ανάπτυξη της βιομηχανίας, των σοσιαλιστικών μορφών οικονομίας, αποτελούσε το βασικό αντίδοτο για όλες τις μορφές ιδιωτικού κεφαλαίου. Πέρα και ανεξάρτητα από την επιτάχυνση των ρυθμών κολεκτιβοποίησης που θα επιβάλουν το αμέσως επόμενο διάστημα οι συγκυρίες της ταξικής πάλης, η απάντηση του Στάλιν φανερώνει μια ξεκάθαρη κατανόηση δύο θεμελιωδών ζητημάτων που υποτιμούσε η αντιπολίτευση: α) Του μεγέθους και της σημασίας της μεσαίας αγροτιάς στην αγροτική παραγωγή της ΕΣΣΔ και β) του κεντρικού ρόλου του εργατικού κράτους και της σοσιαλιστικής βιομηχανίας στην προώθηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ύπαιθρο και στη λύση των αντιφάσεων με τη μεσαία αγροτιά.

Το 1926 και μέχρι το φθινόπωρο του 1927 δε φαίνεται να παρουσιάζονται (τουλάχιστον ανοιχτά) προβλήματα στην κρατική συγκέντρωση σιτηρών.27 Η σοβιετική εξουσία όμως κατανοεί τις εγγενείς αντιφάσεις της ΝΕΠ και συνυπολογίζει στις πολιτικές της αποφάσεις τις ενέργειες και την ισχύ των ταξικά εχθρικών στοιχείων, την προσπάθεια διεκδίκησης από μέρους τους αυτοτελών ταξικών συμφερόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Στάλιν σε γράμμα του προς τον Μόλοτοφ το Σεπτέμβρη του 1926 τονίζει την ανάγκη να παρθούν συγκεκριμένα μέτρα ξεσκεπάσματος και δίωξης των «νέπμαν»28, «που στρογγυλοκάθονται στους προμηθευτικούς και συνεταιριστικούς οργανισμούς» και παραβιάζουν τις οδηγίες της σοβιετικής εξουσίας, «αποσυνθέτοντας ολόκληρο τον οικονομικό και σοβιετικό μηχανισμό».29

Η αστική και αναθεωρητική κριτική της κολεκτιβοποίησης αρνείται την προσπάθεια υπονόμευσης της σοβιετικής οικονομίας από τους κουλάκους, την επιδίωξη διεκδίκησης των δικών τους ταξικών συμφερόντων στα χρόνια που προηγήθηκαν της κολεκτιβοποίησης. Για το λόγο αυτό, έχει σημασία να αναφερθούμε και στο εξής πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα:

Η 15η Συνδιάσκεψη του μπολσεβίκικου κόμματος (1926) αποφάσισε τη διεύρυνση της παραγωγής των λεγόμενων τεχνικών καλλιεργειών - βιομηχανικών φυτών (βαμβάκι, λινάρι, ζάχαρη κλπ.) σε μια σειρά περιοχές, προκειμένου να καλυφθούν οι αυξανόμενες ανάγκες της βιομηχανίας σε πρώτες ύλες. Μια από τις περιοχές αυτές ήταν το Σμολένσκ, μια παραδοσιακή περιοχή καλλιέργειας λιναριού. Προκειμένου να πετύχει αύξηση της παραγωγής, η κρατική ηγεσία υποσχέθηκε, διαμέσου της σύναψης συμβολαίων, την προμήθεια των παραγωγών λιναριού με σιτάρι από άλλες περιοχές. Το Δεκέμβρη του 1927, στη συνεδρίαση της Κομματικής Επιτροπής της περιοχής, αναφέρεται ότι ήδη για ένα διάστημα μηνών οι παραγωγοί λιναριού δε λάμβαναν την ποσότητα σιταριού που δικαιούνταν σε ανταμοιβή της ποσότητας λιναριού που είχαν ήδη παραδώσει.

Η διερεύνηση του προβλήματος αυτού αποκάλυψε ότι οι κεντρικοί οργανισμοί που ήταν υπεύθυνοι για τη διανομή του σιταριού, ενώ είχαν υπογράψει συμβόλαια με τους παραγωγούς λιναριού και αγόραζαν σιτάρι για να το ανταλλάξουν έναντι, πουλούσαν στη συνέχεια το σιτάρι σε ιδιώτες εμπόρους, αθετώντας τα συμβόλαια.30 Φαίνεται σαν μια ξεκάθαρη περίπτωση συμπαιγνίας μεταξύ «νέπμαν» που είχαν διεισδύσει στους κρατικούς οργανισμούς και «νέπμαν» που λειτουργούσαν ως ιδιώτες έμποροι. Το 1926/1927 το 37% του λιανικού εμπορίου βρισκόταν ακόμα στα χέρια ιδιωτών εμπόρων.31

Μπροστά στο οξυμένο πρόβλημα της έλλειψης σιτηρών (και του πιθανού λιμού), η τοπική ηγεσία εξέτασε την πιθανότητα να εισάγει στην περιοχή και να πουλήσει μεγαλύτερες ποσότητες σιτηρών σε τιμές ελεύθερης αγοράς. Είναι ενδιαφέρον και υποστηρικτικό της ύπαρξης συμπαιγνίας, που σημειώσαμε παραπάνω, ότι η κομματική ηγεσία της περιοχής διαπιστώνει το Φλεβάρη του 1928 ότι η παράδοση σιταριού σε τιμές ελεύθερης αγοράς ήταν εφικτή σε ποσότητες μεγαλύτερες από το αναμενόμενο –άρα σιτάρι υπήρχε, αλλά διοχετευόταν στην ελεύθερη αγορά. Η προμήθεια όμως σιταριού σε τιμές ελεύθερης αγοράς και η διοχέτευσή του, πρώτα και κύρια στους παραγωγούς λιναριού, δημιουργούσε ένα βασικό πολιτικό ζήτημα για την κομματική ηγεσία: Οι παραγωγοί λιναριού ήταν κατά βάση πιο εύποροι αγρότες (λόγω της φύσης της καλλιέργειας), με αποτέλεσμα οι φτωχότεροι αγρότες να προμηθεύονται σιτάρι δεύτεροι και σε ακριβότερες τιμές.

Η κρίση στη συγκέντρωση των σιτηρών

Με δεδομένες τις αντιφάσεις της ΝΕΠ, την πλατιά κυριαρχία των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή και την ενισχυμένη επιρροή των κουλάκων, η κρίση που παρουσιάστηκε στη συγκέντρωση σιτηρών στα τέλη του 1927 δε συνιστά κεραυνό εν αιθρία. Οι θρηνωδίες διάφορων αναθεωρητών, που επικεντρώνουν στο ότι η σοβιετική ηγεσία δεν ανέμενε μια τόσο απότομη όξυνση της κατάστασης32 και που υπονοούν έτσι ότι η κρίση του 1927-1928 θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με πιο επιδέξια μέτρα που δε θα οδηγούσαν στη συμπαγή κολεκτιβοποίηση, αντανακλούν το λιγότερο μια σχηματική αντίληψη της πολιτικής. Η επαναστατική τακτική οφείλει να αναπροσαρμόζεται ταχύτατα στις αναγκαιότητες που γεννά η ζωή και η ταξική πάλη, να πετά στο καλάθι των αχρήστων εκτιμήσεις και μεθόδους που πάλιωσαν και ξεπεράστηκαν. Μανουβράροντας στα μονοπάτια της τακτικής, το επαναστατικό κόμμα κρίνεται από το αν κρατά σταθερό τον μπούσουλα της επαναστατικής στρατηγικής, αν προχωρά προς τα μπρος την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, διατηρώντας τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τη μικρή και μεσαία αγροτιά. Έτσι πρέπει να κριθεί και το κόμμα των μπολσεβίκων στη συγκεκριμένη καμπή της Ιστορίας.

Το τελευταίο τρίμηνο του 1927 αρχίζει να παρατηρείται μια σημαντική υστέρηση στην κρατική συγκέντρωση σιτηρών.33 Στο 15ο Συνέδριο του ΠΚΚ (Μπ.) το Δεκέμβρη του 1927, η Πολιτική Λογοδοσία της ΚΕ αποτυπώνει τις εντεινόμενες δυσκολίες στο μέτωπο της αγροτικής παραγωγής. Ο σχετικά αργός ρυθμός ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας σε σχέση με τους ρυθμούς ανάπτυξης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας αποδίδεται στην πολύ μεγάλη καθυστέρηση της αγροτικής τεχνικής, στο χαμηλό επίπεδο της πολιτιστικής κατάστασης του χωριού και, κυρίως, στο ότι «η κατατεμαχισμένη αγροτική μας παραγωγή δεν έχει τα πλεονεκτήματα που έχει η μεγάλη ενωμένη εθνικοποιημένη βιομηχανία». Η διέξοδος από το πρόβλημα εντοπίζεται «στη βαθμιαία, αλλά σταθερή συνένωση των μικρών και πολύ μικρών αγροτικών νοικοκυριών –όχι με την πίεση, αλλά με το παράδειγμα και την πειθώ– σε μεγάλα νοικοκυριά με βάση την από κοινού, συντροφική, κολεκτιβιστική καλλιέργεια της γης, με τη χρησιμοποίηση γεωργικών μηχανών και τρακτέρ, με την εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων εντατικοποίησης της γεωργίας».34

Παρά την αύξηση τα προηγούμενα χρόνια του ρόλου των καταναλωτικών συνεταιρισμών και του κράτους στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ βιομηχανίας και αγροτικής παραγωγής, ο παραγωγικός ρόλος των κρατικών (σοβχόζ) και συνεταιριστικών (κολχόζ) αγροκτημάτων παρέμενε αμελητέος: Έδιναν μόνο το 2% της συνολικής αγροτικής παραγωγής και το 7% της εμπορεύσιμης παραγωγής.

Το 15ο Συνέδριο, δίνοντας εντολή να καταρτιστεί το πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο της ΕΣΣΔ, υιοθέτησε ειδική Απόφαση για τη δουλειά στο χωριό.35 Η Απόφαση έθετε ως το βασικό καθήκον του Κόμματος στην ύπαιθρο τη συνένωση και μετασχηματισμό των μικρών ατομικών αγροκτημάτων σε μεγάλες κολεκτίβες. Τονιζόταν η ανάγκη στήριξης και ενίσχυσης των διάφορων μορφών συνεργατικής καλλιέργειας της γης από φτωχούς αγρότες, αλλά και ο σημαντικός ρόλος των κρατικών αγροκτημάτων (σοβχόζ) ως «μοντέλου που αναδεικνύει την ανωτερότητα της μεγάλης κοινωνικοποιημένης παραγωγής σε σχέση με τη μικρή αγροτική παραγωγή». Σημειωνόταν ακόμα η μεγάλη σημασία της εισαγωγής σύγχρονης τεχνικής στην αγροτική παραγωγή.

Η Απόφαση ασκούσε ακόμα αυστηρή κριτική στο Λαϊκό Επιτροπάτο Οικονομικών για αδυναμίες στην ουσιαστική φορολόγηση των κουλάκων με βάση τα πραγματικά τους εισοδήματα και στην τάση των κρατικών οργανισμών συγκέντρωσης να αντιμετωπίζουν τους συνεταιρισμούς ως απλά παραρτήματά τους και όχι ως «οργανώσεις των μαζών» που στόχο έχουν την κοινωνικοποίηση της αγροτικής παραγωγής. Στους ήδη υπάρχοντες συνεταιρισμούς (βασικά καταναλωτικούς), παρόλο που στη σύνθεσή τους πλειοψηφούσαν οι φτωχοί και μεσαίοι αγρότες, εντοπιζόταν η τάση να κυριαρχούν στη δραστηριότητα και στα εκλεγμένα όργανά τους τα πιο εύπορα στοιχεία του χωριού. Υιοθετήθηκαν ακόμα συγκεκριμένα μέτρα για τον περιορισμό της ενοικίασης γης, ενοικίαση που εξαθλίωνε τη φτωχή αγροτιά κι ενίσχυε τα κουλάκικα στοιχεία.

Βλέπουμε ότι το 15ο Συνέδριο εντοπίζει το κεντρικό πρόβλημα της κατατεμαχισμένης παραγωγής, πριν ακόμα φανερωθούν στην ολοκληρωμένη τους μορφή τα αποτελέσματα της κρίσης στη συγκέντρωση σιτηρών. Το πρόβλημα γίνεται πιο ξεκάθαρο το Γενάρη του 1928: Παρά την καλή σοδειά, η μέχρι τότε κρατική συγκέντρωση σιτηρών ήταν 300 εκ. πούτια36 σε σύγκριση με 428 εκ. πούτια το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου χρόνου.

Στην ίδια κατεύθυνση τοποθετείται ο Στάλιν το Γενάρη του 1928 κατά την επίσκεψή του στη Σιβηρία37: «Το πρόβλημα των σιτηρών αποτελεί μέρος του προβλήματος της αγροτικής οικονομίας και το πρόβλημα της αγροτικής οικονομίας αποτελεί συστατικό μέρος του προβλήματος της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μας […] για τη στερέωση του σοβιετικού καθεστώτος και για τη νίκη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη χώρα μας είναι πέρα για πέρα ανεπαρκής η κοινωνικοποίηση μόνο της βιομηχανίας. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να περάσουμε από την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας στην κοινωνικοποίηση ολόκληρης της αγροτικής οικονομίας». Τα έκτακτα διοικητικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν άμεσα προκειμένου να παραδοθούν από τους κουλάκους όλα τα πλεονάσματα σιτηρών που παρακρατούσαν, με κρατικές τιμές, δε συνιστούσαν μόνιμη και επαρκή λύση, μια που «όσο υπάρχουν κουλάκοι θα υπάρχει και σαμποτάρισμα της συγκέντρωσης σιτηρών»38.

Σε οδηγία που στέλνεται εκ μέρους της ΚΕ προς τις Κομματικές Οργανώσεις το Φλεβάρη του 1928, ο Στάλιν σημειώνει ως άμεσες αιτίες της κρίσης στη συγκέντρωση σιτηρών τα εξής39:

·       Α) Την παρακράτηση των πλεονασμάτων των σιτηρών από τους κουλάκους, με στόχο την αύξηση των κρατικών τιμών, σε συμπαιγνία με τους ιδιώτες κερδοσκόπους της πόλης. Η στάση τούτη των κουλάκων παράσερνε, λόγω του κύρους τους στο χωριό, και τους μεσαίους αγρότες, δηλαδή τους παραγωγούς της μεγάλης μάζας των εμπορεύσιμων σιτηρών.

·       Β) Την προβληματική δουλειά των κρατικών οργανισμών συγκέντρωσης που, κάνοντας κατάχρηση διάφορων πριμοδοτήσεων και προσαυξήσεων, αντί να καταπολεμήσουν την κερδοσκοπία, ανέβαζαν τις τιμές των σιτηρών.

·       Γ) Μια σειρά Κομματικές Οργανώσεις στο χωριό, διαστρεβλώνοντας τη γραμμή του Κόμματος, δεν ανέπτυξαν την πάλη ενάντια στους κουλάκους και υποτίμησαν την ανάγκη στήριξης στους φτωχούς αγρότες.

·       Δ) Η αυξημένη αγοραστική δύναμη της αγροτιάς από διάφορες πηγές εισοδήματος δεν έβρισκε επαρκή διέξοδο σε βιομηχανικά εμπορεύματα που να διοχετεύονται στο χωριό.40

Μιλώντας πάνω στα αποτελέσματα της Ολομέλειας της ΚΕ του Απρίλη του 1928, ο Στάλιν χαρακτηρίζει την κρίση στη συγκέντρωση σιτηρών ως «την πρώτη, μέσα στις συνθήκες της ΝΕΠ, σοβαρή εξόρμηση των καπιταλιστικών στοιχείων του χωριού ενάντια στη σοβιετική εξουσία»41.

Στην ομιλία του σε σπουδαστές το Μάη του 192842 ο Στάλιν συνοψίζει κάποια βασικά συμπεράσματα από την κρίση που παρουσιάστηκε στη συγκέντρωση σιτηρών. Τονίζει ότι οι δυσκολίες στο ζήτημα των σιτηρών δεν ήταν βασικά αποτέλεσμα σχεδιοποίησης ή λαθών στην οικονομική διαχείριση. Μια τέτοια απλουστευτική εξήγηση ήταν λανθασμένη, γιατί παραγνώριζε ότι υπήρχαν στοιχεία στη λαϊκή οικονομία που δεν υπάγονταν για την ώρα σε σχεδιοποίηση, καθώς και εχθρικές τάξεις που δεν μπορούσαν να κατανικηθούν μόνο με τη σχεδιοποίηση. «Η βασική αιτία των δυσκολιών μας στα σιτηρά είναι ότι στη χώρα μας η αύξηση της εμπορεύσιμης παραγωγής43 σιτηρών προχωρεί πιο αργά από την αύξηση των αναγκών σε σιτηρά».

Στη συνέχεια ο Στάλιν παρουσιάζει τις εξελίξεις στην κρατική συγκέντρωση σιτηρών και στη διανομή τους κατά τα τελευταία χρόνια (σε εκατομμύρια πούτια και μέχρι τον Απρίλη του κάθε χρόνου):


Από τον παραπάνω πίνακα γίνεται φανερό ότι τα έκτακτα μέτρα που έλαβε η σοβιετική εξουσία το πρώτο τρίμηνο του 1928 πέτυχαν να σταθεροποιήσουν την κρατική συγκέντρωση σιτηρών περίπου στα επίπεδα της προηγούμενης χρονιάς. Οι αυξημένες όμως ανάγκες της εσωτερικής κατανάλωσης, που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από μια αντίστοιχη αύξηση της ποσότητας των εμπορεύσιμων σιτηρών, επέβαλλαν μια ραγδαία μείωση των εξαγωγών σιτηρών.44

Τις δυσκολίες στο μέτωπο των σιτηρών «τις εκμεταλλεύτηκαν τα καπιταλιστικά στοιχεία του χωριού και πρώτα απ’ όλα οι κουλάκοι, για να υπονομεύσουν τη σοβιετική οικονομική πολιτική». Η διαπίστωση αυτή του Στάλιν ξεκαθαρίζει ότι το πρόβλημα είναι ευρύτερο και σημαντικότερο και η υπονόμευση των κουλάκων έρχεται να το οξύνει ακόμα περισσότερο. Ποιο ήταν ουσιαστικά το πρόβλημα;

Παρά το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ είχε φτάσει το προπολεμικό επίπεδο παραγωγής σιτηρών, τα εμπορεύσιμα σιτηρά ήταν 2 φορές λιγότερα και οι εξαγωγές τους 20 φορές μικρότερες απ’ ότι προπολεμικά. Πως εξηγείται το φαινόμενο αυτό; Εξηγείται πρώτα και κύρια από το γεγονός ότι το μοίρασμα της γης στους αγρότες από την εργατική εξουσία σήμανε το πέρασμα από το μεγάλο τσιφλικάδικο και κουλάκικο νοικοκυριό (που έδινε ένα μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής του στο εμπόριο) στο μικρό και μεσαίο νοικοκυριό. Άρα, το πρόβλημα της αγροτικής παραγωγής εντοπίζεται στις διαστάσεις του αγροτικού νοικοκυριού και τις δυνατότητες που δίνει το μεγάλο νοικοκυριό για ανέβασμα της παραγωγικότητας της εργασίας, με τη χρήση μηχανών, επιστήμης, λιπασμάτων κτλ.

Εδώ ο Στάλιν χρησιμοποιεί τον ακόλουθο πίνακα, όπου γίνεται σύγκριση της διάρθρωσης των εμπορεύσιμων σιτηρών πριν την Επανάσταση και το 1926-1927:

Φαίνεται καθαρά ότι τα φτωχά και μεσαία νοικοκυριά δίνουν ένα πολύ μικρό μέρος της συνολικής τους παραγωγής σιτηρών στο εμπόριο (11,2%), παρόλο που έχουν πια το συντριπτικό όγκο (85,3%) της συνολικής παραγωγής σιτηρών στη χώρα.45 Είναι ενδιαφέρον ότι ο Στάλιν δε σχολιάζει τη μείωση του ποσοστού της κουλάκικης παραγωγής που έρχεται στην αγορά (από το 34% το 1913 στο 20% της παραγωγής τους) –πρόκειται για δευτερεύον ζήτημα μπροστά στο πρόβλημα της κατακερματισμένης παραγωγής, καθώς η κουλάκικη παραγωγή αντιπροσωπεύει μόνο το 13% της συνολικής παραγωγής.46

Το ουσιαστικό πρόβλημα της αγροτικής παραγωγής στην ΕΣΣΔ εντοπίζεται και από τον Καλίνιν στην Ολομέλεια της ΚΕ του Ιούλη του 1928: «Όλες αυτές οι συζητήσεις ότι ο κουλάκος απέκρυψε σιτηρά, ότι υπάρχουν σιτηρά, αλλά δεν τα παραδίδει, είναι απλά συζητήσεις, γιατί γνωρίζουμε πώς να πάρουμε τα σιτηρά από τον κουλάκο […] Πρέπει να θέσουμε το ζήτημα ανοιχτά: Αν ο κουλάκος διέθετε πολλά σιτηρά, τότε θα τα αποκτούσαμε […] Στη βάση του προβλήματος βρίσκεται μια έλλειψη παραγωγικότητας, μια έλλειψη σιτηρών και αυτή η έλλειψη σιτηρών μάς ωθεί επιτακτικά στην οργάνωση σοβχόζ»47.

Η διάρθρωση της αγροτικής παραγωγής (σε συνδυασμό με την έλλειψη ανεπτυγμένου μεγάλου συλλογικού νοικοκυριού –τα κολχόζ και τα σοβχόζ έδιναν τότε μόνο το 1,7% της συνολικής παραγωγής σιτηρών) δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στην απότομη ελάττωση της παραγωγής εμπορεύσιμων σιτηρών μετά από την Επανάσταση.

Ποια έπρεπε να είναι η διέξοδος από αυτήν την κατάσταση; Προφανώς όχι η ανάπτυξη και η επέκταση του κουλάκικου νοικοκυριού. Στη μεγάλη κουλάκικη παραγωγή του χωριού, το σοβιετικό κράτος δεν μπορούσε να αντιπαρατάξει ακόμα (όπως το έκανε στη βιομηχανία) ένα ισχυρό μεγάλο κοινωνικό νοικοκυριό. Άρα, δε χωρούσε εφησυχασμός και παραγνώριση του ειδικού βάρους των κουλάκων στο χωριό («εκατό φορές πιο μεγάλο από το ειδικό βάρος των μικρών καπιταλιστών στη βιομηχανία της πόλης»).

Ο Στάλιν διατυπώνει τρία βασικά στοιχεία της διεξόδου:

α) «Η διέξοδος βρίσκεται στο πέρασμα από το ατομικό αγροτικό νοικοκυριό στο συλλογικό, στο κοινωνικό νοικοκυριό στη γεωργία». Παρόλο που οι μπολσεβίκοι πάντα πρόβαλλαν την ιδέα των κολχόζ, μόνο οι εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος (ανεβασμένη παραγωγικότητα των κολχόζ, δυνατότητα σοβαρής χρηματοδότησης από το κράτος) έκαναν την ιδέα των κολχόζ ελκυστική για τη φτωχολογιά και τα κατώτερα στρώματα της μεσαίας αγροτιάς.

β) Η διεύρυνση και το δυνάμωμα των παλιών σοβχόζ, η δημιουργία νέων.48

γ) Το ανέβασμα της αποδοτικότητας των μικρών και μεσαίων νοικοκυριών στα επόμενα 3-4 χρόνια.

Το τελευταίο αυτό στοιχείο αποκαλύπτει ότι τη συγκεκριμένη στιγμή (Μάης 1928) δεν υπήρχε ακόμα απόφαση της σοβιετικής εξουσίας για πλατιά, συμπαγή κολεκτιβοποίηση. Το ίδιο προκύπτει και από την εκτίμηση του Στάλιν στον ίδιο λόγο για μόλις 100 εκ. πούτια εμπορεύσιμων σιτηρών από τα κολχόζ σε 3-4 χρόνια, αν την συγκρίνουμε με τα 55 εκ. πούτια που ήδη έδιναν τα κολχόζ το 1927.49

Νέες δυσκολίες
και η απάντηση της σοβιετικής εξουσίας

Από τον Ιούλη του 1928 εμφανίστηκαν σημάδια που φαινόταν ότι θα επιβάρυναν εκ νέου τη συγκέντρωση σιτηρών: Ανομβρία στη Νότια Ουκρανία και το Βόρειο Καύκασο, πρώιμες παγωνιές τον Οκτώβρη. Στα τέλη του 1928 και έως την άνοιξη του 1929 σημειώνεται μια ραγδαία πτώση του όγκου των σιτηρών που είχαν συγκεντρωθεί από το κράτος,50 αλλά και μια μετακίνηση αγροτικών πληθυσμών από τις παραπάνω περιοχές προς το Βορρά προς αναζήτηση τροφής. Η σοβιετική εξουσία αναγκάστηκε να αναστείλει τις εξαγωγές σιτηρών και να επανεισαγάγει το δελτίο, ενώ η κερδοσκοπία αυξανόταν γοργά και στην ύπαιθρο και στις πόλεις (σχετικές συζητήσεις γίνονται στην Ολομέλεια της ΚΕ το Νοέμβρη του 1928, αλλά υπάρχουν και εργατικές αντιδράσεις σε εργοστασιακές συνελεύσεις μπροστά στις εκλογές των Σοβιέτ). Αναζητήθηκε διέξοδος στις περιοχές που έδιναν τη χρονιά εκείνη υψηλές σοδειές σιτηρών (κυρίως Σιβηρία, αλλά και Ουράλια, Βόλγας, Καζακστάν). Φαίνεται όμως ότι η αυξημένη συγκέντρωση σιτηρών από τις περιοχές αυτές δεν έγινε με τη λήψη έκτακτων καταναγκαστικών μέτρων.51 Η αστάθεια στη συγκέντρωση σιτηρών για μια ακόμη χρονιά, παρά την υιοθέτηση κάποιων οργανωτικών μεταρρυθμίσεων στο μεσοδιάστημα, δεν μπορούσε παρά να επαναφέρει στο κέντρο της προσοχής τη χαμηλή παραγωγικότητα κι εμπορευσιμότητα της μικροαγροτικής παραγωγής.

Επιπλέον, στη βάση των συνεχιζόμενων προβλημάτων στην αγροτική παραγωγή και της όξυνσης της ταξικής πάλης στην ύπαιθρο, διαμορφώθηκε μια δεξιάς κατεύθυνσης παρέκκλιση στις γραμμές του Κόμματος. Τα πρώτα ορατά ίχνη της εμφανίστηκαν στην Ολομέλεια της ΚΕ του Ιούλη του 1928, με κάποια στελέχη (όπως ο Οσίνσκι) να αναφέρονται σε διάρρηξη της συμμαχίας με την αγροτιά, σε καταναγκασμό της αγροτιάς μέσω των χαμηλών τιμών52 και να υπερτονίζουν την ανάγκη στήριξης του ατομικού νοικοκυριού, υποτιμώντας την ανάπτυξη των κολχόζ και σοβχόζ.

Στην Ολομέλεια του Ιούλη του 1928 ο Μπουχάριν53 υποστηρίζει ότι οι θεμελιακές αιτίες των δυσκολιών της αγροτικής παραγωγής, όπως ο κατακερματισμός της, «δεν μπορούν να εξηγήσουν το απότομο και σπασμωδικό σοκ που βασάνισε το οικονομικό μας σύστημα τη φετινή χρονιά […] ο κουλάκος δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε τέτοια δύναμη μέσα σε ένα χρόνο, το προτσές του κατακερματισμού δε θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια γρήγορη κρίση ολόκληρης της οικονομίας […] ο κουλάκος μπόρεσε να τραβήξει τα άλλα στρώματα της αγροτιάς μόνο εξαιτίας ειδικών, πρόσθετων, συγκεκριμένων λόγων […] το πιο σημαντικό ζήτημα εδώ είναι το ζήτημα των τιμών […] έχουμε ένα τέτοιο μοχλό όπως η φορολογική πολιτική, που μας επιτρέπει να απαλλοτριώσουμε σχεδόν τον κουλάκο δίχως να χτυπήσουμε το μεσαίο αγρότη»54.

Η δεξιά αντιπολίτευση αποδίδει την κρίση των σιτηρών σε υπαρκτές, διαπιστωμένες από το Κόμμα, αλλά δευτερεύουσες αιτίες: Την έλλειψη κρατικής ετοιμότητας, το φτωχό εφοδιασμό του χωριού με εμπορεύματα, τις αδυναμίες του τοπικού σοβιετικού μηχανισμού, κυρίως δε στην πολιτική χαμηλών τιμών για τα αγροτικά προϊόντα. Φαίνεται ότι προτείνουν μια επανέναρξη των εισαγωγών σιτηρών –έστω και με τη μέθοδο των ξένων πιστώσεων– και μια μείωση στις νόρμες κατανάλωσης σιτηρών. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1928 το σοβιετικό κράτος είχε ήδη αναγκαστεί να κάνει εισαγωγές 200.000 τόνων σιτηρών, εξαντλώντας έτσι τα εξαιρετικά πολύτιμα για τις εισαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού συναλλαγματικά αποθέματα. Επί της ουσίας προβάλλουν την άποψη ότι η σοβιετική εξουσία μπορούσε κι έπρεπε να συνυπάρξει για ένα σχετικά μακρόχρονο διάστημα με τους κουλάκους και με τη μικροεμπορευματική παραγωγή στην ύπαιθρο.

Ο Στάλιν θέτει παραστατικά το επίδικο της διαπάλης με τη δεξιά παρέκκλιση τον Οκτώβρη του 1928: «Η ύπαρξη σοσιαλιστικής βιομηχανίας στην πόλη αποτελεί το βασικό παράγοντα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού του χωριού. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο παράγοντας αυτός είναι πέρα για πέρα αρκετός […] δεν πρέπει να οικοδομούμε το σοσιαλισμό μονάχα στη βιομηχανία και ν’ αφήσουμε την αγροτική οικονομία στο έλεος της στοιχειακής ανάπτυξης…»55.

Το ανοιχτό όμως και οργανωμένο αποκρυστάλλωμα της δεξιάς παρέκκλισης, με τη συμμετοχή των Μπουχάριν, Τόμσκι και Ρίκοφ, λαμβάνει χώρα μόνο στις αρχές του 1929,56 όταν το Κόμμα κατηγορείται για πολιτική «στρατιωτικο-φεουδαρχικής εκμετάλλευσης της αγροτιάς».

Στην Ολομέλεια της ΚΕ τον Απρίλη του 1929 ο Μπουχάριν υποστηρίζει ότι με την ακολουθούμενη πολιτική ο μικρός παραγωγός στην ύπαιθρο είχε μετατραπεί από πωλητή σε (αναγκαστικό) πάροχο σιτηρών προς το κράτος, με μια σταδιακή ελάττωση του ρόλου του χρήματος στην ανταλλαγή μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Υπήρχε, κατά τη γνώμη του, μια «καθαρή υπερεκτίμηση της δυνατότητας επίδρασης πάνω στη βασική μάζα των αγροτών δίχως τις σχέσεις αγοράς», ένα άλμα σε μια μεταγενέστερη φάση ανάπτυξης των οικονομικών σχέσεων. Ο Μπουχάριν θεωρούσε ότι για «πολλά, πολλά χρόνια… η ανάπτυξη του σοσιαλισμού θα γίνεται διαμέσου της σύνδεσης των αγορών, διαμέσου των αγοραίων ανταλλαγών μεταξύ πόλης και χωριού»57.

Μετά από την ανοιχτή σύγκρουση με τη δεξιά παρέκκλιση και την ήττα της, η ΚΕ σε Απόφασή της στις 17 Νοέμβρη 1929 κάνει την εξής ολοκληρωμένη εκτίμηση σχετικά με το χαρακτήρα της: «Η όξυνση της ταξικής πάλης και η λυσσαλέα αντίσταση των καπιταλιστικών στοιχείων ενάντια στον επελαύνοντα σοσιαλισμό, σε συνθήκες καπιταλιστικής περικύκλωσης της χώρας μας, ισχυροποιούν την πίεση των μικροαστικών στοιχείων στα λιγότερο σταθερά στοιχεία του Κόμματος, πυροδοτώντας μια ιδεολογία συνθηκολόγησης μπροστά στις δυσκολίες […] την αντιλενινιστική θεωρία για τον κουλάκο που θα εξελιχτεί προς το σοσιαλισμό και την αντίθεση στην πολιτική επίθεσης ενάντια στα καπιταλιστικά στοιχεία στην ύπαιθρο»58.

Μια σειρά αστοί μελετητές θεωρούν ότι η απόφαση για την επιτάχυνση των ρυθμών κολεκτιβοποίησης, για μαζική, «συμπαγή» κολεκτιβοποίηση, παίρνεται το διάστημα γύρω από την Ολομέλεια της ΚΕ του Απρίλη του 1929. Η παραπάνω άποψη δεν μπορεί να στηριχτεί στα ντοκουμέντα του ΠΚΚ (Μπ.) του πρώτου μισού του 1929 (πρακτικά και αποφάσεις Ολομελειών ΚΕ, ομιλίες Στάλιν κλπ.). Στην Ολομέλεια του Απρίλη του 1929, όπου κορυφώνεται και η σύγκρουση με τη δεξιά παρέκκλιση, ο Στάλιν υπερασπίζεται α) το ορθολογικό της κολεκτιβοποίησης και β) τη μετριοπαθούς έκτασης κολεκτιβοποίηση που προβλεπόταν από το πρώτο Πεντάχρονο. Όπως τονίζει: «Το ατομικό φτωχομεσαίο νοικοκυριό παίζει και θα παίξει ακόμα στο κοντινό μέλλον τον επικρατέστερο ρόλο στον εφοδιασμό της βιομηχανίας με είδη επισιτισμού και με πρώτες ύλες»59.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι οι στόχοι του πρώτου Πεντάχρονου Πλάνου, όπως αυτοί υιοθετήθηκαν και με απόφαση της 16ης Συνδιάσκεψης του Κόμματος τον Απρίλη του 1929, προέβλεπαν τα σοβχόζ και τα κολχόζ να δίνουν το 1933/1934 μόλις το 21% της συνολικής παραγωγής σιτηρών, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός που θα είχε ενταχτεί στα κολχόζ να φτάνει το 13,6%.

Είναι φανερό ότι η σοβιετική ηγεσία στάθμιζε μια σειρά ζητήματα που έθεταν αντικειμενικές δυσκολίες στην επιτάχυνση των ρυθμών: Τις ελλείψεις στην υλικοτεχνική υποδομή που θα απαιτούνταν για μια πιο γοργή επέκταση της κολεκτιβοποίησης (μηχανήματα, τρακτέρ κτλ.), τη μη ύπαρξη ενός επαρκούς διοικητικού μηχανισμού που θα μπορούσε να καθοδηγήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο κολχόζ και σοβχόζ.60

Η εντεινόμενη όμως αντίσταση των καπιταλιστικών στοιχείων της πόλης και του χωριού, που εκφράστηκε και στα προβλήματα με τη συγκέντρωση σιτηρών, αποτελεί ίσως τον καθοριστικό παράγοντα στην επιτάχυνση της μπολσεβίκικης πολιτικής για την κολεκτιβοποίηση. Λέει ο Στάλιν για τον κουλάκο: «Τώρα, ύστερα από μια σειρά χρόνια καλής σοδειάς… τώρα που κατάφερε να συσσωρεύσει τα απαραίτητα κεφάλαια, απόκτησε τη δυνατότητα να ελίσσεται στην αγορά […] θα ήταν γελοίο να ελπίζουμε ότι μπορούμε να πάρουμε σιτηρά από τον κουλάκο με τη θέλησή του […] Τα πλεονάσματα σιτηρών στα χέρια του κουλάκου αποτελούν στις σημερινές συνθήκες μέσο για το οικονομικό και πολιτικό δυνάμωμα των κουλάκικων στοιχείων»61. Στη 16η Συνδιάσκεψη του Απρίλη του 1929 ο Γραμματέας της Περιοχής Σιβηρίας (Σιρτσόφ) υποστηρίζει ότι η οικονομική δύναμη των κουλάκων σύντομα θα μπορούσε να μεταφραστεί σε πολιτικό κίνδυνο –«κάθε ελεύθερο πούτι από τα σιτηρά τους θα μετατραπεί σε όπλο ενάντια στη σοβιετική εξουσία». Και σημειώνει ότι οι κουλάκοι ήδη αναπτύσσουν μια «ταξική συνειδητοποίηση», αρχίζουν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως «ένα συγκεκριμένο ταξικό στρώμα με τα δικά του ιδιαίτερα συμφέροντα και καθήκοντα».62

Σχετικά με τις μεθόδους δράσης των κουλάκων, ένα σοβιετικό περιοδικό σημειώνει το 1928: «Μέχρι πρόσφατα επικρατούσε μια κατάσταση όπου η αγροτική κοινότητα μαζευόταν και δούλευε παράλληλα με το επαρχιακό Σοβιέτ και ήταν αποσπασμένη από την ευρύτερη σοβιετική κοινωνία […] Η απομόνωση αυτή των αγροτικών κοινοτήτων από τη σοβιετική κοινωνία μπορεί να εξηγηθεί από την ειδική σύνθεση της κοινότητας. Οι κουλάκοι έχουν το δικαίωμα της ψήφου και ανεβασμένο κύρος, συχνά το πιο υψηλό στη σύναξη της αγροτικής κοινότητας, ενώ είναι αποκλεισμένοι από το Σοβιέτ και το συνεταιρισμό […] Από την άλλη μεριά, οι περιστασιακοί εργάτες δεν περιλαμβάνονται ως μέλη στην αγροτική κοινότητα και δεν μπορούν να πάρουν μέρος στις δραστηριότητές της»63.

Στο έδαφος μιας αγροτικής παραγωγής που κυριαρχούνταν (από την άποψη του όγκου της παραγωγής) από τη μικρομεσαία ατομική ιδιοκτησία, η επίθεση ενάντια στη μεγάλη, κουλάκικη ιδιοκτησία δε θα μπορούσε να μη συνοδεύεται από μια παράλληλη πολιτική ενίσχυσης της ανάπτυξης των κολχόζ και των σοβχόζ, δηλαδή της μεγάλης, συλλογικής, εκμηχανισμένης καλλιέργειας της γης. Σε αντίθετη περίπτωση, η χαμηλή παραγωγικότητα των μικρομεσαίων αγροκτημάτων δε θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τις διευρυνόμενες ανάγκες (παραγωγικές και καταναλωτικές) στην πόλη και την ύπαιθρο, με αποτέλεσμα η σοσιαλιστική οικοδόμηση να καρκινοβατεί σε μια πορεία σταδιακής παρακμής. Ταυτόχρονα, η ατομική εμπορευματική παραγωγή στην ύπαιθρο θα αναγεννούσε νομοτελειακά σε μια πορεία τις εκμεταλλευτικές σχέσεις, ξαναφέρνοντας την προλεταριακή εξουσία μπροστά στο ίδιο δίλημμα.

Σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια του 1929 οι ρυθμοί της κολεκτιβοποίησης παραμένουν αρκετά χαμηλοί. Το συνολικό ποσοστό κολεκτιβοποίησης αυξάνεται από 3,9% τον Ιούνη στο 7,5% τον Οκτώβρη, με σημαντικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή. Υψηλότερα του μέσου όρου ποσοστά παρατηρούνταν στις βασικές σιτοπαραγωγικές περιοχές (Βόρειος Καύκασος, Κάτω Βόλγας, Ουκρανία).

Επιπλέον, το 1929 δε φαίνεται να υπάρχουν καιρικά προβλήματα που να επιβαρύνουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της μικροαγροτικής οικονομίας. Αυτό ανακοινώνει και ο Μόλοτοφ στη Συνδιάσκεψη της Οργάνωσης Μόσχας στις 14 Σεπτέμβρη 1929. Την ίδια περίοδο (καλοκαίρι 1929), παίρνονται αυστηρά μέτρα περιορισμού της δραστηριότητας των ιδιωτών εμπόρων, προκειμένου να αποφευχθεί η πώληση σιτηρών σε αυτούς σε υψηλότερες τιμές. Εξελίσσεται όμως κι ένας ιδιόμορφος πόλεμος ανάμεσα σε διάφορους κυβερνητικούς-κρατικούς οργανισμούς γύρω από το ποιος έχει το δικαίωμα συγκέντρωσης των σιτηρών. Από τα μέσα του Σεπτέμβρη αρχίζουν όμως να εμφανίζονται νέα προβλήματα καθυστέρησης στη συγκέντρωση σιτηρών. Οι ανταποκρίσεις στον Τύπο σημειώνουν όλο και πιο εμφαντικά τα προβλήματα από τη διείσδυση κουλάκων στα κολχόζ. Τον Οκτώβρη παρουσιάζεται η ανάγκη εκτεταμένης προσφυγής σε αποσπάσματα εργατών που, μετακινούμενα από περιοχή σε περιοχή, αναλαμβάνουν τον έλεγχο της συγκέντρωσης.

Το διάστημα αυτό η σοβιετική ηγεσία φαίνεται να καταλήγει σε μια πιο ολοκληρωμένη απόκριση στη νέα όξυνση των προβλημάτων στην αγροτική παραγωγή. Στις 3 Νοέμβρη 1929 η «Πράβντα» καλεί για μια αποφασιστική αναθεώρηση των πλάνων συνένωσης της γης, σε μια υλοποίηση των στόχων του Πεντάχρονου σε αυτόν τον τομέα σε 2 χρόνια. Σε αυτό το υπόβαθρο συνέρχεται η Ολομέλεια του Νοέμβρη (10-17 Νοέμβρη), που παίρνει και τις οριστικές αποφάσεις πάνω στο ζήτημα της συμπαγούς κολεκτιβοποίησης.

Στις παραμονές της Ολομέλειας ο Στάλιν εκφωνεί το λόγο: «Ο χρόνος της μεγάλης στροφής». Χαρακτηρίζοντας «θυελλώδεις» τους προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης της συλλογικής καλλιέργειας της γης, παραθέτει τα εξής στοιχεία:

Οι στόχοι για τα κολχόζ υπερκαλύφθηκαν: Η σπαρμένη επιφάνεια ήταν 27,9 εκ. εκτάρια και η εμπορεύσιμη παραγωγή ≥410 εκ. πούτια.64

Η πρόβλεψη, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, είναι η παραγωγή σιτηρών των σοβχόζ και των κολχόζ να αντιπροσωπεύει το 1930 πάνω από το 50% της συνολικής καθαρής εμπορεύσιμης παραγωγής στη χώρα.

Η διεύρυνση της κολεκτιβοποίησης
και η εξάλειψη των κουλάκων ως τάξης

Η Απόφαση της Ολομέλειας του Νοέμβρη: «Σχετικά με τα αποτελέσματα και τα τρέχοντα καθήκοντα της οικοδόμησης κολχόζ»65 αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα σχετικά με την κολεκτιβοποίηση. Επισημαίνοντας ότι η ανάπτυξη της παραγωγής των κολχόζ και των σοβχόζ είχε ξεπεράσει όλες τις προβλέψεις του Πλάνου, εντοπίζει τις ακόλουθες σημαντικές δυσκολίες και αδυναμίες στην οικοδόμηση των κολχόζ: «Το χαμηλό επίπεδο της τεχνικής βάσης των κολχόζ, τη λειψή οργάνωση και τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στα κολχόζ, την οξεία έλλειψη στελεχών για τα κολχόζ και τη σχεδόν παντελή απουσία των αναγκαίων ειδικών, τη νοσηρή κοινωνική σύνθεση ενός μέρους των κολχόζ, τη μη προσαρμογή των μορφών καθοδήγησης στο εύρος του κολχόζνικου κινήματος, αλλά και την υστέρησή της σε σχέση με τους ρυθμούς και την έκταση του κινήματος και, συχνά, την ανεπάρκεια των διευθυντικών οργάνων του κολχόζνικου κινήματος».

Προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα της αδύναμης τεχνικής βάσης των κολχόζ, η Ολομέλεια ενέκρινε τη δημιουργία νέων εργοστασίων παρασκευής τρακτέρ, θεριζοαλωνιστικών μηχανών και λιπασμάτων. Τονίζεται επίσης η ανάγκη να αντιπαλευτούν τα «ψευτο-κολχόζ», στα οποία διεισδύουν με συγκαλυμμένο τρόπο οι κουλάκοι για να υπονομεύσουν το κίνημα από τα μέσα.

Σημειώνεται η αναγκαιότητα να ισχυροποιηθεί η συλλογική ιδιοκτησία στο πλαίσιο των υπαρχόντων κολχόζ (ιδιαίτερα πάνω στα μέσα παραγωγής) και η συμμετοχή και καθοδηγητική επίδραση των προλεταριακών στοιχείων της πόλης και των προλεταριακών και μισοπρολεταριακών στρωμάτων της υπαίθρου στο κολχόζνικο κίνημα. Στην κατεύθυνση αυτή, αποφασίστηκε η αποστολή 25.000 εργατών από τις πόλεις στην ύπαιθρο, προκειμένου να στηρίξουν την κολεκτιβοποίηση με την οργανωτική και πολιτική τους πείρα και να ελέγξουν τις υπερβολές των τοπικών οργάνων.

Η Απόφαση διαβλέπει την αναγκαιότητα –σε συνθήκες όπου υπήρχε ακόμα «οξεία έλλειψη» τρακτέρ και σύνθετου μηχανολογικού εξοπλισμού– να προχωρήσει η οικοδόμηση κολχόζ με διάφορους τρόπους και μορφές: Με την οργάνωση της κοινής χρήσης των σύνθετων μηχανών και των τρακτέρ από τα μικρά κολχόζ, με την ενοποίηση μικρών κολχόζ για την από κοινού οικοδόμηση επιχειρήσεων, στόλων τρακτέρ και μεγάλης κλίμακας μηχανολογικών σταθμών κτλ. Οι μορφές αυτές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πόλος έλξης για τους αγρότες που δεν είχαν μπει ακόμα στα κολχόζ.

Η Απόφαση δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγκη ανόδου της παραγωγικότητας και της εμπορευματικής παραγωγής των κολχόζ, μέσω της ανάπτυξης της συνειδητής πειθαρχίας κι ευθύνης στην εργασία, των ατομικών υλικών κινήτρων (πληρωμή με το κομμάτι, νόρμες εργασίας, μπόνους κτλ.), της σοσιαλιστικής άμιλλας, των παραγωγικών συσκέψεων, της ορθολογικής χρησιμοποίησης της εργατικής δύναμης κτλ.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται σε μια πλειάδα μέτρων που προβλέπονται για την εξυπηρέτηση των πολιτιστικών αναγκών, ιδιαίτερα στα μεγάλα κολχόζ και στις περιοχές συμπαγούς κολεκτιβοποίησης.

Η Απόφαση προειδοποιεί, τέλος, για τον κίνδυνο υποτίμησης των δυσκολιών στην οικοδόμηση των κολχόζ και, ιδιαίτερα, ενάντια σε μια φορμαλιστική και γραφειοκρατική προσέγγιση του ζητήματος και των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται. Η σημασία της προειδοποίησης αυτής θα γίνει κατανοητή το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, με μια σειρά υπερβασίες που θα σημειωθούν μέχρι την άνοιξη του 1930. Βασική ευθύνη για το αποτελεσματικό και σωστό προχώρημα της κολεκτιβοποίησης έπεφτε στους ώμους των Σοβιέτ, των συνδικάτων και, κυρίως, του Κόμματος, ξεκινώντας από τον κομματικό πυρήνα του χωριού.

Στις 5 Δεκέμβρη 1929 συστήθηκε από το ΠΓ επιτροπή, υπό την προεδρία του κομισάριου των Αγροτικών Γιάκοβλεφ, για να διατυπώσει συγκεκριμένη πρόταση για την παραπέρα εξέλιξη της κολεκτιβοποίησης. Διατυπώθηκε η εκτίμηση ότι δεν έπρεπε να υπάρξει μια υπερβολικά γρήγορη κολεκτιβοποίηση, προκειμένου να αποφευχθεί ένας τυπικός, «στα χαρτιά» χαρακτήρας της. Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που εξετάστηκε από την Επιτροπή ήταν αυτό της αγροτικής ιδιοκτησίας. Τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής ήταν υπέρ του να παραμείνει μέρος της ιδιοκτησίας σε ατομικά χέρια. Όμως άλλα μέλη υποστήριξαν ότι, αν οι αγρότες δεν αναγκαστούν να δώσουν στα κολχόζ όλη την περιουσία τους, στο μέλλον θα μπουν στον πειρασμό να αποχωρήσουν από τα κολχόζ. Είναι η τελευταία αυτή γνώμη που τελικά υιοθετείται από το ΠΓ.

Η υποεπιτροπή που είχε την ευθύνη του ζητήματος των κουλάκων πρότεινε στις περιοχές της συμπαγούς κολεκτιβοποίησης όλα τα μέσα παραγωγής των κουλάκων να δημευθούν και να περάσουν στα κολχόζ. Μόνο οι κουλάκοι που ήταν αντίθετοι στη σοσιαλιστική εξουσία ή που έκαναν αντεπαναστατικές ενέργειες ή ήταν αντίθετοι στη μαζική κολεκτιβοποίηση θα συλλαμβάνονταν ή θα εξορίζονταν ή θα μεταφέρονταν σε άλλες περιοχές κατά περίπτωση. Οι υπόλοιποι (η πλειοψηφία) θα δούλευαν στα κολχόζ για μια περίοδο 3-5 χρόνων χωρίς πληρωμή και χωρίς μερίδιο και στη συνέχεια θα κρινόταν αν θα γίνονταν πλήρη μέλη. Υπήρξαν και γνώμες (Βαρέικις) για τον αποκλεισμό όλων των κουλάκων από τα κολχόζ. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις στο πλαίσιο της υποεπιτροπής οδήγησαν στη σύσταση μιας νέας επιτροπής (υπό τον Μόλοτοφ), που διαμόρφωσε την τελική πρόταση για το ζήτημα το Γενάρη του 1930.

Σε βαρυσήμαντο λόγο του στη συνδιάσκεψη των μαρξιστών θεωρητικών του αγροτικού ζητήματος,66 ο Στάλιν θέτει ανοιχτά τους πιο προωθημένους πλέον άξονες της πολιτικής της σοβιετικής εξουσίας. Επισημαίνει ότι το κολχόζνικο κίνημα είχε πια μετατραπεί σε κίνημα εκατομμυρίων ανθρώπων από τις βασικές μάζες της αγροτιάς. Το μικρό αγροτικό νοικοκυριό δεν μπορούσε όμως, λόγω της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, «να μετασχηματιστεί στοιχειακά κατ’ εικόνα και ομοίωση της σοσιαλιστικής πόλης». Απαιτούνταν μια ενεργητική πολιτική ίδρυσης μεγάλων συλλογικών νοικοκυριών, «που να είναι σε θέση να τραβήξουν μαζί τους τις βασικές μάζες της αγροτιάς». Τονίζει επιπλέον τη μεγάλη σημασία της εθνικοποίησης της γης από την Οκτωβριανή Επανάσταση για το πέρασμα από το ατομικό στο συλλογικό νοικοκυριό.

Στο ζήτημα της στάσης απέναντι στα καπιταλιστικά στοιχεία του χωριού, ο Στάλιν αναδεικνύει την ανάγκη περάσματος «από την πολιτική του περιορισμού των εκμεταλλευτικών τάσεων των κουλάκων στην πολιτική της εξάλειψης των κουλάκων ως τάξης». Η επίθεση ενάντια στους κουλάκους δε θα μπορούσε να είχε επιχειρηθεί λίγα χρόνια πριν, γιατί δεν υπήρχαν ακόμα στην ύπαιθρο εκείνα τα αναγκαία «σημεία στήριξης» (κολχόζ-σοβχόζ) που θα μπορούσαν –ως μεγάλες παραγωγικές μονάδες– να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στα κουλάκικα αγροκτήματα. Στα 1926-1927 μια πολιτική επίθεσης στους κουλάκους, όπως πρότειναν οι Τρότσκι-Ζινόβιεφ, θα ισοδυναμούσε με τυχοδιωκτισμό. Η εκτίμηση αυτή του Στάλιν δε σημαίνει βέβαια ότι είχαν ήδη επιλυθεί με επάρκεια τα ζητήματα εφοδιασμού της αγροτικής παραγωγής με μηχανολογικό εξοπλισμό. Η προλεταριακή εξουσία δεν μπορούσε όμως να σέρνει τα πόδια της μέχρι να ολοκληρωθεί αυτός ο εφοδιασμός.

Στη βάση των προτάσεων των επιτροπών Μόλοτοφ και Γιάκοβλεφ και των τροποποιήσεων που έγιναν από το ΠΓ,67 υιοθετήθηκαν δύο σημαντικές Αποφάσεις της ΚΕ στις 5 και στις 30 Γενάρη 1930, που εξειδίκευαν τα μέτρα της σοβιετικής εξουσίας.68 Η πρώτη Απόφαση, εκτιμώντας ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης των κολχόζ που είχαν προβλεφθεί είχαν ήδη υπερκαλυφθεί, έθετε ως στόχο την κολεκτιβοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας των αγροκτημάτων μέχρι το τέλος του πρώτου Πεντάχρονου (Σεπτέμβρης 1933). Ειδικά για τις πολύ σημαντικές σιτοπαραγωγικές περιοχές (Κάτω και Μέσος Βόλγας, Βόρειος Καύκασος) προβλεπόταν η κολεκτιβοποίηση να έχει βασικά ολοκληρωθεί μέχρι το φθινόπωρο του 1930 (ή τουλάχιστον την άνοιξη του 1931) και για τις υπόλοιπες σιτοπαραγωγικές περιοχές μέχρι την άνοιξη του 1932. Οι Μηχανοτρακτερικοί Σταθμοί69 (ΜΤΣ) έπρεπε να εξυπηρετούν αποκλειστικά τα κολχόζ και τα σοβχόζ να βοηθούν μέσω συμβολαίων τα κολχόζ με γεωργικές μηχανές. Διαβλέποντας τους σχετικά πιο αργούς ρυθμούς εφοδιασμού με γεωργικές μηχανές, η Απόφαση προειδοποιούσε ενάντια στην υποτίμηση της σημασίας των ζώων ως εργαλείων παραγωγής. Οι Κομματικές Οργανώσεις χρεώνονταν να προσανατολίζουν το αυθόρμητο κίνημα προς μια αυθεντική κολεκτιβιστική παραγωγή στα κολχόζ και προειδοποιούνταν «να μην καθοδηγούν το κολχόζνικο κίνημα με διατάγματα από τα πάνω –κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γεννήσει τον κίνδυνο να αντικατασταθεί η αυθεντική σοσιαλιστική άμιλλα στην οργάνωση κολχόζ με απλά παιχνίδια κολεκτιβοποίησης»70. Η Απόφαση αυτή τόνιζε, τέλος, το πέρασμα στην πολιτική της εξάλειψης των κουλάκων ως τάξης και το απαράδεκτο της προσχώρησης κουλάκων στα κολχόζ.

Η δεύτερη Απόφαση71 ξεχώριζε 3 κατηγορίες κουλάκων: Τους ενεργούς αντεπαναστάτες, τους πιο εύπορους κουλάκους και την (πολυπληθέστερη) μερίδα που μπορούσαν να παραμείνουν στην ευρύτερη περιοχή τους (φυσικά ως απλοί αγρότες-καλλιεργητές και όχι ως κουλάκοι). Προσδιοριζόταν ότι τα κουλάκικα αγροκτήματα όλων των κατηγοριών δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν το 3-5% στις σιτοπαραγωγικές περιοχές και το 2-3% στις υπόλοιπες. Προβλεπόταν διαφορετική αντιμετώπιση των 3 κατηγοριών, όσον αφορούσε τη δήμευση των μέσων παραγωγής και άλλων περιουσιακών τους στοιχείων, τους τόπους μετακίνησής τους κτλ.

Μαζί με την παραπάνω Απόφαση για τους κουλάκους, στάλθηκε και τηλεγράφημα στις Κομματικές Οργανώσεις με την ακόλουθη αυστηρή υπόμνηση: «Λάβαμε πληροφορίες από το τοπικό επίπεδο που δείχνουν ότι σε ορισμένες περιοχές οι Οργανώσεις έχουν εγκαταλείψει την καμπάνια κολεκτιβοποίησης κι έχουν επικεντρώσει όλες τις προσπάθειές τους στην αποκουλακοποίηση. Η ΚΕ κάνει καθαρό ότι μια τέτοια πολιτική είναι ριζικά λανθασμένη. Η πολιτική του Κόμματος δε συνίσταται απλά στην αποκουλακοποίηση, αλλά στην ανάπτυξη του κολχόζνικου κινήματος, αποτέλεσμα του οποίου είναι και η αποκουλακοποίηση. Η ΚΕ απαιτεί να μη διεξάγεται η αποκουλακοποίηση αποσυνδεμένα από την ανάπτυξη του κολχόζνικου κινήματος, έτσι ώστε το κέντρο βάρους να μετατοπιστεί στην οικοδόμηση νέων κολχόζ…»72.

Η πορεία εφαρμογής των παραπάνω αποφάσεων τους αμέσως επόμενους μήνες έδειξε ότι μια σειρά περιφερειακά κομματικά όργανα αγνόησαν τις προειδοποιήσεις, υπερακόντισαν τους στόχους της κολεκτιβοποίησης και διαστρέβλωσαν την κομματική γραμμή στο ζήτημα της αντιμετώπισης της μεσαίας αγροτιάς. Μια τέτοια στάση οδήγησε «σε μια σειρά περιοχές σε επικίνδυνα φανερώματα σοβαρής δυσαρέσκειας των αγροτών»73 και απαίτησε την αποφασιστική παρέμβαση της ηγεσίας του μπολσεβίκικου κόμματος προκειμένου να τιθασευτεί.

Ακολούθησε ένας μεγάλος αριθμός άρθρων στο σοβιετικό Τύπο και οδηγιών της ΚΕ, με προειδοποιήσεις ότι η κολεκτιβοποίηση ήταν το βασικό καθήκον, ότι από την αποκουλακοποίηση δεν έπρεπε να θιγούν οι μεσαίοι αγρότες. Ο ίδιος ο Στάλιν σε άρθρο του τόνιζε ότι η απαλλοτρίωση των κουλάκων δεν πρέπει να επιτραπεί «σαν αυτοτελές έργο, που να γίνεται πριν και χωρίς την κολεκτιβοποίηση»74. Αμέσως μετά, το Κομισαριάτο Δικαιοσύνης ετοίμασε νόμο που απαγόρευε την αποκουλακοποίηση στις περιοχές όπου δεν προβλεπόταν να προχωρήσει η συμπαγής κολεκτιβοποίηση.

Παρά τη συστηματική προσπάθεια της ΚΕ να μπει ένα φρένο στις τοπικές υπερβολές και διαστρεβλώσεις της γραμμής και στην επιλογή διοικητικών μέτρων για την προσχώρηση των αγροτών στα κολχόζ, τα προβλήματα συνέχισαν να υπάρχουν σε αρκετές περιοχές75. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό που αναφέρθηκε στην κομματική συνδιάσκεψη της Δυτικής Περιοχής τον Ιούνη του 1930, ότι η αποκουλακοποίηση στο 70-80% των περιπτώσεων έγινε με λανθασμένο τρόπο. Ενδεικτικό στοιχείο είναι και η μετεωρική αύξηση στα συνολικά ποσοστά κολεκτιβοποίησης: Από 18,1% το Γενάρη, ανέβηκε στο 31,7% το Φλεβάρη κι εκτινάχτηκε στο 57,2% του συνόλου των αγροκτημάτων το Μάρτη.

Η διόρθωση των διαστρεβλώσεων
και η ανάπτυξη της κολεκτιβοποίησης

Η κατάσταση αυτή αλλάζει ριζικά μόνο μετά από το άρθρο του Στάλιν «Ίλιγγος από τις επιτυχίες» στις αρχές του Μάρτη και τη σχετική Απόφαση της ΚΕ που ακολούθησε. Ο Στάλιν, εκτιμώντας ότι «μπορεί να θεωρείται πια εξασφαλισμένη η ριζική στροφή του χωριού προς το σοσιαλισμό», επικεντρώνει στις αρνητικές πλευρές που μπορεί να οδηγήσουν «στη δυσφήμηση της ιδέας του κολχόζνικου κινήματος». Αναφέρει χαρακτηριστικά μια σειρά περιοχές με λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες για την άμεση οργάνωση κολχόζ, όπου «γίνεται όχι σπάνια προσπάθεια να υποκατασταθεί η προκαταρκτική δουλειά για την οργάνωση κολχόζ […] με διατάγματα, με αποφάσεις στα χαρτιά για την ανάπτυξη κολχόζ», αλλά και την περίπτωση ακόμα πιο καθυστερημένων, ακρινών περιοχών (όπως το Τουρκεστάν), όπου δε λαμβάνονταν υπόψη οι τοπικές ιδιομορφίες. Στιγματίζοντας τυχοδιωκτικές προσπάθειες «κοινωνικοποίησης» όλων των στοιχείων της ιδιοκτησίας των αγροτών που έμπαιναν στα κολχόζ, το άρθρο τονίζει ότι στο αρτέλ (τη βασική τότε μορφή των κολχόζ) «δεν κοινωνικοποιούνται η συνεχόμενη με το σπίτι γη (μικροί λαχανόκηποι, οπωρόκηποι), οι κατοικίες, ένα μέρος από τα γαλακτοφόρα ζώα, τα μικρά ζώα, τα πουλερικά κτλ.»76.

Ανάλογες υποδείξεις γίνονται λίγες μέρες μετά με την Απόφαση της ΚΕ: «Για την πάλη ενάντια στις διαστρεβλώσεις της κομματικής γραμμής στο κολχόζνικο κίνημα». Στην Απόφαση χαρακτηρίζονται ως εγκληματικές οι περιπτώσεις όπου μεσαίοι αγρότες, ακόμα και φτωχοί αγρότες, απαλλοτριώθηκαν ως κουλάκοι, με το ποσοστό της αποκουλακοποίησης να φτάνει σε ορισμένες περιοχές το 15%! Η Απόφαση έδινε μια σειρά αυστηρών οδηγιών προς τις Κομματικές Οργανώσεις προκειμένου να σταματήσουν άμεσα οι παραβιάσεις και διαστρεβλώσεις της κομματικής γραμμής.77

Σε κατοπινότερο άρθρο του ο Στάλιν ξεχωρίζει ως «ρίζα των λαθών» στο αγροτικό ζήτημα τη βία που ασκήθηκε ενάντια στο μεσαίο αγρότη, το γλίστρημα από την επίθεση ενάντια στον κουλάκο στην πάλη ενάντια στο μεσαίο αγρότη, κυνηγώντας μεγάλα ποσοστά κολεκτιβοποίησης. Και τονίζει ότι «τα λάθη των “αριστερών” στον τομέα του κολχόζνικου κινήματος είναι τέτοια λάθη, που ευνοούν το δυνάμωμα και τη στερέωση της δεξιάς παρέκκλισης».78

Η μείωση στο ποσοστό κολεκτιβοποίησης το πρώτο διάστημα μετά από την άνοιξη του 1930 δεν αποδεικνύει με κανέναν τρόπο ότι η ανάπτυξη του κολχόζνικου κινήματος μέχρι τότε οφειλόταν μόνο σε διοικητικά μέτρα. Πολλοί αγρότες που μπήκαν στα κολχόζ το πρώτο τρίμηνο του 1930 παρέμειναν σε αυτά. Άλλοι έφυγαν προσωρινά, ιδιαίτερα από εικονικά ή λειψά συγκροτημένα κολχόζ, αλλά γρήγορα επέστρεψαν. Μέχρι το καλοκαίρι του 1930 στις βασικές σιτοπαραγωγικές περιοχές το ποσοστό των αγροκτημάτων που είχε μπει στα κολχόζ έφτασε το 47%, στις άλλες σιτοπαραγωγικές περιοχές το 24,5% και στις υπόλοιπες περιοχές το 13,4%.79

Τα μέτρα που έλαβε η σοβιετική εξουσία για την ορθή διεξαγωγή της κολεκτιβοποίησης, την εδραίωση και σταθεροποίηση των πραγματικών (και όχι στα χαρτιά) κολχόζ και την επιδιόρθωση των σχέσεων με το μεσαίο αγρότη με την καταπολέμηση αυθαιρεσιών έφεραν γρήγορα αποτελέσματα. Επέτρεψαν μια νέα φάση γρήγορης κολεκτιβοποίησης το 1931-1932.

Η Ολομέλεια της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) το Δεκέμβρη του 1930 εκτίμησε ότι τα καθήκοντα στον τομέα της κολεκτιβοποίησης που είχε θέσει το πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο είχαν ήδη υπερκαλυφθεί –το 25% των συνολικών αγροκτημάτων είχαν ήδη ενοποιηθεί σε κολχόζ και η καλλιεργημένη έκταση των κολχόζ το 1930 ήταν περίπου διπλάσια από αυτή που προβλεπόταν. Σε αυτήν τη βάση, η Ολομέλεια αποφάσισε η κολεκτιβοποίηση να αγκαλιάσει το 80% των νοικοκυριών το 1931 στις βασικές σιτοπαραγωγικές περιοχές, το 50% στις υπόλοιπες σιτοπαραγωγικές περιοχές και το 20-25% στις άλλες περιοχές.

Μέχρι το καλοκαίρι του 1931 περισσότερα από 13 εκατομμύρια νοικοκυριά (το 52,7% του συνόλου) είχαν ενωθεί σε κολχόζ. Αυτό επέτρεψε στην ΚΕ, σε Απόφασή της τον Αύγουστο του 1931, να διακηρύξει ότι η κολεκτιβοποίηση στις βασικές σιτοπαραγωγικές περιοχές είχε βασικά ολοκληρωθεί. Για τις υπόλοιπες σιτοπαραγωγικές περιοχές τέθηκε ένας αντίστοιχος στόχος μέχρι το τέλος του 1932 και για το σύνολο της ΕΣΣΔ μέχρι τα τέλη του 1933.

Η πορεία της κολεκτιβοποίησης το διάστημα 1929-1937 διαμορφώθηκε ως εξής80:

Βλέπουμε ότι μέχρι τα μέσα του 1932 το ποσοστό των νοικοκυριών που είχε μπει σε κολχόζ ήδη ξεπερνούσε το 60%. Μετά από το 1932 οι ρυθμοί της κολεκτιβοποίησης μειώθηκαν για μια σειρά λόγους. Καταρχάς, ο μεγάλος όγκος της εργαζόμενης αγροτιάς είχε ήδη προσχωρήσει στα κολχόζ και άρα η αναγκαιότητα γρήγορης κολεκτιβοποίησης είχε εκλείψει.

Έπειτα, σε μια σειρά περιοχές, για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, τα κολχόζ δεν μπορούσαν να δείξουν άμεσα τα πλεονεκτήματά τους σε σχέση με την ατομική καλλιέργεια της γης. Ιδιαίτερα στις ακρινές, εθνικές περιοχές της ΕΣΣΔ, η κολεκτιβοποίηση ακολούθησε μια πιο αργή πορεία –το 1933 το ποσοστό κολεκτιβοποίησης ήταν 42% στη Λευκορωσία, 37% στην Αρμενία, 36% στη Γεωργία. Η σοβιετική εξουσία έλαβε υπόψη της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στις Δημοκρατίες αυτές, αλλά και την εμπειρία της κολεκτιβοποίησης που είχε συντελεστεί αλλού.

Όσον αφορά την εκστρατεία εξάλειψης των κουλάκων ως τάξης, τα αποτελέσματα ήταν εξίσου εντυπωσιακά. Μέχρι τον Ιούλη του 1930 πάνω από 320 χιλιάδες αγροκτήματα είχαν αποκουλακοποιηθεί και η περιουσία τους είχε περάσει στο αδιαίρετο απόθεμα των κολχόζ. Υπολογίζεται ότι μέχρι το καλοκαίρι του 1930 η αγροτιά των κολχόζ είχε λάβει πάνω από 400 εκατομμύρια ρούβλια σε μέσα παραγωγής από την περιουσία των κουλάκων, ποσό που αναλογούσε στο 23% της περιουσίας των κολχόζ.

Τα κουλάκικα στοιχεία αντέδρασαν φυσικά με όλες τους τις δυνάμεις στην εφαρμογή της κολεκτιβοποίησης. Αξιοποιώντας τον αναβρασμό που προκλήθηκε μέσα στην αγροτιά από μια σειρά δυσκολίες στην πρώτη φάση της κολεκτιβοποίησης, επιχείρησαν να στρέψουν σημαντικά τμήματα της φτωχομεσαίας αγροτιάς ενάντια στη σοβιετική εξουσία. Σύστησαν διάφορες αντεπαναστατικές οργανώσεις που, σύμφωνα με ένα μεγάλο όγκο αναλυτικών αναφορών της ΓκεΠεΟυ, προχώρησαν σε συγκεκριμένες βίαιες ενέργειες κι επιθέσεις: Στην Ουκρανία, στα τέλη του 1928 - αρχές του 1929, σημειώθηκαν 290 τρομοκρατικές πράξεις, ενώ στη ΣΟΣΔΡ το 1929 σημειώθηκαν τριάντα χιλιάδες εμπρησμοί.

Οι κουλάκοι ανέπτυξαν μια λυσσασμένη πάλη και στο οικονομικό πεδίο, επιχειρώντας κυρίως να καταστρέψουν την παραγωγική βάση των κολχόζ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η εκτεταμένη σφαγή των ζώων εργασίας: Μέχρι την άνοιξη του 1930, στο σύνολο της Σοβιετικής Ένωσης, ο αριθμός των αλόγων είχε μειωθεί κατά 3,4 εκατομμύρια και των βοοειδών κατά 4,6 εκατομμύρια.81

Μετά από το 1931, καθώς ο βασικός όγκος των πιο επικίνδυνων κουλάκικων στοιχείων στις περιοχές συμπαγούς κολεκτιβοποίησης είχε απομακρυνθεί από τους τόπους διαμονής τους, η ΚΕ αποφάσισε να σταματήσει για το 1932 τις εξώσεις κουλάκων, με την εξαίρεση κάποιων αντεπαναστατικών στοιχείων. Το τρίχρονο 1930-1932 απελάθηκαν από τις περιοχές της συμπαγούς κολεκτιβοποίησης 241 χιλιάδες οικογένειες κουλάκων – το νούμερο αυτό αντιπροσώπευε λιγότερο από το 1% των αγροτικών νοικοκυριών και μόνο το 25% των κουλάκικων νοικοκυριών.

Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου δεν μπορούμε να εξετάσουμε αναλυτικά τα αποτελέσματα της κολεκτιβοποίησης στην απόδοση της σοβιετικής αγροτικής παραγωγής. Δίνουμε μόνο ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία. Στο έδαφος μιας αυξημένης συγκέντρωσης σιτηρών, η προμήθεια των πόλεων και ειδικών κατηγοριών εργατών με σιτηρά ανέβηκε από τα 8 εκατομμύρια τόνους το 1928/1929 στα 12,1 εκατομμύρια τόνους το 1930/1931, πράγμα που αποτέλεσε σημαντική ανάσα για την επίλυση της τροφοδοσίας της εργατικής τάξης.82 Μελετώντας την πιο μακροπρόθεσμη εξέλιξη της συνολικής παραγωγής σιτηρών, βλέπουμε ότι αυτή από 71,7 εκ. τόνους το 1929 και 83 εκ. τόνους το 1930, υποχωρεί στα 65-70 εκ. τόνους κατά την κορύφωση της κολεκτιβοποίησης (το 1932 φαίνεται ότι ήταν μια χρονιά έντονης σιτοδείας83), αυξάνεται στο επίπεδο των 90 εκ. τόνων το διάστημα 1933-1935 και ξεπερνά τα 100 εκ. τόνους μετά από το 1937 (με υψηλό τα 120,9 εκ. τόνους το 1937 και χαμηλό τα 95 εκ. τόνους το 1938).

Η κολεκτιβοποίηση όχι μόνο αύξησε τη συνολική παραγωγή σιτηρών, αλλά σχεδόν τριπλασίασε και το εμπορεύσιμο μέρος της μεταξύ 1926/1927 και 1938/193984:

Παράλληλα μέχρι το 1937/1938 ο συντριπτικός όγκος της συγκέντρωσης σιτηρών από το κράτος γινόταν μέσω των κολχόζ και των σοβχόζ:

Η αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα υποστηρίζει ότι η πολιτική της σοβιετικής εξουσίας την περίοδο αυτή συνιστούσε μια μορφή «πρωταρχικής συσσώρευσης» προς όφελος της βιομηχανίας και ότι οδήγησε στην άγρια εκμετάλλευση της αγροτιάς. Η προπαγάνδα αυτή έλκει την καταγωγή της από αντίστοιχες εκτιμήσεις της δεξιάς αντιπολίτευσης στο μπολσεβίκικο κόμμα το 1928-1929.85

Απαντώντας στις προτάσεις ορισμένων στελεχών να αυξηθούν οι τιμές των σιτηρών, προκειμένου να κλείσει η «ψαλίδα» των τιμών σε σχέση με τα βιομηχανικά εμπορεύματα και να απαλειφθεί ο «πρόσθετος φόρος» σε βάρος της αγροτιάς, ο Στάλιν τον Ιούλη του 1928, πριν το ξεκίνημα της κολεκτιβοποίησης, τονίζει ότι το ζήτημα πρέπει να ειδωθεί σε μακροπρόθεσμη βάση: «Η πολιτική μας πρέπει να είναι το βαθμιαίο κλείσιμο αυτής της ψαλίδας, η προσέγγιση των σκελών της από χρόνο σε χρόνο, με την ελάττωση των τιμών στα βιομηχανικά εμπορεύματα και με το ανέβασμα της τεχνικής της γεωργίας, πράγμα που δεν μπορεί παρά να κάνει πιο φτηνή την παραγωγή σιτηρών, έτσι που αργότερα, ύστερα από μερικά χρόνια, να εξαλείψουμε εντελώς αυτήν την πρόσθετη φορολογία της αγροτιάς»86.

Ο πρόσθετος αυτός «φόρος» δε συνιστούσε «εκμετάλλευση» της αγροτιάς. Η γρήγορη ανάπτυξη της βιομηχανίας αποτελούσε αναγκαίο όρο και για τη μακροπρόθεσμη σταθερή ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής (προμήθεια με τρακτέρ, αγροτικές μηχανές, λιπάσματα κτλ.), «για την ανασυγκρότηση της αγροτικής οικονομίας στη βάση του κολεκτιβισμού»87.

Το πέρασμα στη συλλογική καλλιέργεια της γης, μέσα από τη διεύρυνση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, την αξιοποίηση των τεχνικών μέσων και την άνοδο της παραγωγικότητας, θα διευκόλυνε το παραπέρα κλείσιμο της απόστασης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό. «Αν το κολχόζνικο κίνημα θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται με τους σημερινούς ρυθμούς, η ψαλίδα θα εξαλειφθεί στο πιο σύντομο χρονικό διάστημα»88.

Tα στοιχεία των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού της ΕΣΣΔ για το διάστημα 1929-1939 (δες τον παρακάτω πίνακα) φανερώνουν και αυτά μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική από τις αστικές συκοφαντίες για φεουδαρχικής μορφής εκμετάλλευση της αγροτιάς από τη σοβιετική εξουσία. Σε απόλυτα νούμερα οι δαπάνες για τον αγροτικό τομέα είναι το 1939 18 φορές μεγαλύτερες από το 1929. Πολύ πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι στα χρόνια κορύφωσης της κολεκτιβοποίησης (1930-1932) παρατηρείται και μια αύξηση στο ποσοστό των συνολικών κονδυλίων του προϋπολογισμού που κατευθύνεται στον αγροτικό τομέα, από 8,1% το 1929 σε 11,6% το 1931 (10,3% το 1932). Φυσικά η αύξηση των δαπανών για τη βιομηχανία είναι πολύ μεγαλύτερη (από 14,2% το 1929 στο 32,4% το 1931) –η γοργή εκβιομηχάνιση αποτελούσε μονόδρομο για το συνολικό ανέβασμα της σοβιετικής οικονομίας, μαζί και του αγροτικού τομέα.

Σημασία έχει και το πώς τοποθετείται αργότερα ο Στάλιν απέναντι στη σχετική συκοφαντία με γράμμα του προς το ΠΓ στις 14.7.1934, απαντώντας σε άρθρο του Μπουχάριν με παρόμοιες απόψεις: «Δεν πρέπει να γίνεται η παραμικρή νύξη ότι δήθεν η βαριά βιομηχανία μας αναπτύχθηκε μέσω ενός μερικού αφανισμού της ελαφριάς βιομηχανίας και της γεωργίας. Και δεν πρέπει, γιατί δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δυσφημίζει και συκοφαντεί την πολιτική του Κόμματος»89.

Η μέθοδος Ουραλίων – Σιβηρίας

Κεντρικό στοιχείο της αστικής και οπορτουνιστικής κριτικής στην κολεκτιβοποίηση είναι ο ισχυρισμός ότι αποτελούσε μια διαδικασία βίαιης, καταναγκαστικής καθυπόταξης του συνόλου της αγροτιάς στους δήθεν ουτοπικούς σχεδιασμούς της σοβιετικής εξουσίας. Η κριτική αυτή είναι προσχηματική, γιατί στην πραγματικότητα απορρίπτει συνολικά τη δυνατότητα κατάργησης των εκμεταλλευτικών σχέσεων και ξεπεράσματος των εμπορευματοχρηματικών ανταλλαγών στην οικονομία. Καλυπτόμενη πίσω από ένα δήθεν ουδέτερο, τεχνοκρατικό μανδύα, εστιάζει στις μορφές που έλαβε η ταξική πάλη, προκειμένου να εμποδίσει τη συνειδητοποίηση από τα εργατικά, λαϊκά στρώματα του γεγονότος ότι η οικοδόμηση μιας κοινωνίας δίχως εκμετάλλευση, του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, συνιστά μια σύνθετη διαδικασία, με συγκρούσεις με τον ταξικό αντίπαλο, με ελιγμούς, αλλά και αποφασιστικές αντεπιθέσεις.

Η διαδικασία της κολεκτιβοποίησης στη Σοβιετική Ένωση περιείχε και το στοιχείο της δυναμικής επιβολής από μεριάς της εργατικής εξουσίας. Η επιβολή και ο καταναγκασμός όμως είχαν αποδέκτη το ολιγάριθμο σχετικά στρώμα των κουλάκων, των πλούσιων δηλαδή καλλιεργητών που, μισθώνοντας εργατική δύναμη και νοικιάζοντας γη και άλλα μέσα παραγωγής, εκμεταλλεύονταν άγρια τη μεγάλη πλειοψηφία της αγροτιάς. Όπως τονίζει και ο Στάλιν στην Ολομέλεια της ΚΕ του Ιούλη του 1928, το γεγονός ότι η εργατική εξουσία δεν έχει συμφέρον να πάρει η ταξική πάλη μορφές εμφύλιου πολέμου «δε σημαίνει καθόλου ότι μ’ αυτόν τον τρόπο καταργήθηκε η ταξική πάλη ή ότι δε θα οξύνεται […] δε σημαίνει ότι η ταξική πάλη δεν είναι η αποφασιστική δύναμη της κίνησής μας προς τα μπρος»90.

Η κολεκτιβοποίηση είχε όμως και μια άλλη όψη: Αυτήν της στήριξης στη φτωχή αγροτιά, της προσπάθειας πειθούς της μεγάλης μάζας της μεσαίας αγροτιάς και τραβήγματός της, με το παράδειγμα και την υλικοτεχνική ενίσχυση, στο δρόμο της συλλογικής καλλιέργειας της γης. Έλεγε ο Στάλιν για τον αγρότη: «Μη νομίζετε ότι είναι κουτός, όπως μας τον παρουσιάζουν καμιά φορά μερικοί εξυπνάκηδες […] πρέπει να εξηγείς τις οδηγίες του Κόμματος και της σοβιετικής εξουσίας, να τις εξηγείς υπομονετικά και με προσοχή, για να καταλάβουν οι άνθρωποι τι θέλει και πού οδηγεί τη χώρα το Κόμμα»91.

Η σοβιετική εξουσία δε θα είχε καταφέρει να υλοποιήσει το στόχο της κολεκτιβοποίησης με τόσο γρήγορους ρυθμούς, να αξιοποιήσει τη διεύρυνση της αγροτικής παραγωγής για τη στήριξη της εκβιομηχάνισης, να στηριχτεί στην αγροτιά για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής πατρίδας λίγα χρόνια αργότερα, αν είχε λειτουργήσει με τη βία απέναντι στην πλειοψηφία των αγροτών.

Στο ξετύλιγμα της κολεκτιβοποίησης που παρακολουθήσαμε παραπάνω κατά την πρώτη φάση της κρίσης των σιτηρών (1927-1928), εφαρμόστηκαν μια σειρά έκτακτα μέτρα καταναγκασμού για τη συλλογή των σιτηρών με πολύ συγκεκριμένους αποδέκτες (π.χ. η εφαρμογή του άρθρου 107 του Ποινικού Κώδικα ενάντια στους κερδοσκόπους –με ποινές φυλάκισης έως 3 χρόνια και δήμευση περιουσίας για «κακόβουλη ύψωση των τιμών διαμέσου αγοράς, απόκρυψης ή άρνησης πώλησης αγαθών στην αγορά»). Τα έκτακτα αυτά μέτρα πάρθηκαν στις αρχές του 1928 κι εγκαταλείφθηκαν από την Κεντρική Επιτροπή τον Ιούλη του 1928. Στη συνέχεια εφαρμόστηκαν διάφορα πρωτοποριακά μέτρα, σχεδιασμένα να μεγιστοποιήσουν τη λεγόμενη «κοινωνική επιρροή» των εργατών γης, των μικρών αγροτών και των μεσαίων αγροτών στο γενικό πλαίσιο της πολιτικής «επίθεσης ενάντια στους κουλάκους». Συνεχείς είναι το διάστημα αυτό οι παρεμβάσεις της μπολσεβίκικης ηγεσίας στα διάφορα κομματικά σώματα και οι οδηγίες προς τις τοπικές αρχές προκειμένου να αποφευχθούν οι όποιες αυθαιρεσίες στην αντιμετώπιση των μεσαίων αγροτών, η πιθανή ταύτισή τους από τους τοπικούς κρατικούς μηχανισμούς με τους κουλάκους, με την πρόφαση εκπλήρωσης των πλάνων συγκέντρωσης σιτηρών.

Η σοβιετική ηγεσία είναι φανερό ότι αναζητεί τρόπους και μεθόδους να αναπτύξει ένα μαζικό κίνημα υπέρ των συλλογικών μορφών καλλιέργειας στις γραμμές της αγροτιάς. Κάποια πρώτα ίχνη μπορούμε πιθανά να αναζητήσουμε στην οδηγία του Στάλιν προς τις Κομματικές Οργανώσεις το Φλεβάρη του 1928.92 Χαρακτηριστική είναι η έμφαση που δίνεται εκεί στην κοινωνική πρωτοβουλία και στο ρόλο που πρέπει να παίξει η φτωχολογιά και οι κοινωνικές οργανώσεις του χωριού.

Μια καταγραφή των κουλάκικων αγροκτημάτων που είχε αρχίσει τον Ιούλη του 1928 φαίνεται ότι αποτέλεσε τη βάση για τον αποκλεισμό περίπου 166.000 (4,3%) αγροτών από τους εκλογικούς καταλόγους. Στη συνέχεια αυτοί αποτέλεσαν τους στόχους των μεθόδων «κοινωνικής επιρροής», μεθόδων πίεσης που ακόμα όμως δεν έχουν διαμορφωθεί σε μια συστηματική μέθοδο. Κάποια στοιχεία από τη Σιβηρία δείχνουν ότι ο μεγάλος όγκος των φορολογικών αυξήσεων (η φορολογία χρησιμοποιείται και αυτή από το 1928 ως μέθοδος πίεσης των κουλάκων) αφορά τους κουλάκους (δίνουν το 28% του εισοδήματός τους σε φόρους), ενώ η φορολογία των μικρομεσαίων αγροτών μειώνεται δραστικά.

Μπροστά στις δυσκολίες εκπλήρωσης του ανεβασμένου πλάνου σιτηρών για τη Σιβηρία (δες παραπάνω), η 4η Κομματική Συνδιάσκεψη Περιοχής το Φλεβάρη του 1929 πρότεινε στην ΚΕ την εφαρμογή μιας νέας μεθόδου συγκέντρωσης –την υποχρεωτική «αλλοτρίωση» (δέσμευση), με τη μορφή ενός δανείου των πλεονασμάτων σιτηρών από τους αγρότες που σαμπόταραν τη συγκέντρωση (στην ουσία ένα καταναγκαστικό δάνειο σιτηρών). Η μέθοδος απαιτούσε να καθοριστεί ένα ποσοστό 6-8% των αγροκτημάτων της περιοχής που θα αναλάμβαναν το δάνειο και θα έπρεπε να δώσουν την αντίστοιχη ποσότητα σιτηρών.93 Σύμφωνα με το σχέδιο, τα σιτηρά θα πληρώνονταν είτε σε χρήμα μετά από ένα χρόνο είτε σε είδος μετά από 2-3 χρόνια. Οι αγρότες που θα αρνούνταν να συμμορφωθούν θα τιμωρούνταν με πρόστιμα, με δημεύσεις ή και με εξορία. Ως κίνητρο για να συμμετάσχουν οι φτωχοί αγρότες στη διαδικασία, το 10% των σιτηρών που θα μαζεύονταν με αυτόν τον τρόπο θα δίνονταν στα χωριά για τροφή και σπόρο.94

Στην ουσία η συγκεκριμένη πρόταση αποτελούσε μια επιστροφή στα μέτρα καταναγκασμού των αρχών του 1928, αν και η ηγεσία στη Σιβηρία σπεύδει να την διαχωρίσει από προτάσεις της «αριστερής» αντιπολίτευσης στα τέλη του 1927 για ένα καταναγκαστικό δάνειο από το 10% της αγροτιάς.

Το Πολιτικό Γραφείο, σε συνεδρίασή του στις 4 Μάρτη, απέρριψε την πρόταση της Συνδιάσκεψης Σιβηρίας. Στις 11 Μάρτη σε τηλεγράφημά του προς την κομματική ηγεσία της περιοχής ο Στάλιν εξηγεί την αναγκαιότητα επιμονής σε νόμιμες μεθόδους κι ενημερώνει ότι θα σταλεί αντιπροσωπία με επικεφαλής τον Καγκανόβιτς για βοήθεια. Είναι προφανές ότι το χρονικό αυτό διάστημα η ηγεσία της ΕΣΣΔ μελετά το πρόβλημα και αναζητά λύσεις. Στις 20 Μάρτη το Πολιτικό Γραφείο ενέκρινε την υιοθέτηση μιας νέας μεθόδου για τη συγκέντρωση σιτηρών, προς άμεση εφαρμογή στη Σιβηρία, τα Ουράλια και το Καζακστάν.95

Σύμφωνα με τη νέα μέθοδο (τη μέθοδο «Ουραλίων-Σιβηρίας»96), ο επιμερισμός των κρατικών πλάνων συγκέντρωσης σιτηρών στα νοικοκυριά του κάθε χωριού δε θα γινόταν από τις κρατικές υπηρεσίες, αλλά με την «πρωτοβουλία των κοινωνικών οργανώσεων, των ομάδων και αχτίφ των φτωχών αγροτών». Κεντρικό ρόλο θα έπαιζε η γενική συνέλευση της αγροτικής κοινότητας, που θα συγκαλούνταν δίχως την παρουσία των κουλάκων και θα ψήφιζε για την υιοθέτηση του συνολικού πλάνου παράδοσης σιτηρών από το χωριό στο κράτος και για τον επιμερισμό του στα αγροτικά νοικοκυριά, σε αναλογία 65% για τους κουλάκους και τα ευκατάστατα νοικοκυριά και 35% για τη μεσαία αγροτιά.

Καθορίζονταν αυστηρές χρονικές προθεσμίες για την παράδοση. Κοινωνική πίεση από το εσωτερικό της κοινότητας και κυρώσεις, όπως γενικό μποϊκοτάζ και αυστηρές ποινές, εφαρμόζονταν ενάντια σε όσους αρνούνταν να συμμορφωθούν. Ειδικές επιτροπές σιτηρών στα χωριά θα αναλάμβαναν να επιβάλουν τη συμμόρφωση με τα πλάνα, λειτουργώντας με την εξουσιοδότηση της γενικής συνέλευσης. Στους αγρότες που αρνούνταν να πληρώσουν επιβαλλόταν πρόστιμο πενταπλάσιο του μεριδίου που τους αναλογούσε, ενώ η τιμωρία για τη μη πληρωμή των προστίμων ήταν η δήμευση και ο πλειστηριασμός της περιουσίας τους από το κράτος και, σε περιπτώσεις επίμονης μη συμμόρφωσης, η φυλάκιση και η εξορία. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι Κομματικές Οργανώσεις καλούνταν να κινητοποιήσουν την «προλεταριακή κοινωνική επιρροή πάνω στις αγροτικές μάζες».

Η μέθοδος Ουραλίων-Σιβηρίας συνδυάζει την μπολσεβίκικη ταξική πολιτική (διατήρηση και δυνάμωμα της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τη φτωχή αγροτιά) με οργανωτικές μορφές που έλκουν την καταγωγή τους από την παραδοσιακή αγροτική κοινότητα (τη σύναξη-συνέλευση, сход - της κοινότητας, την αρχή της αυτοφορολόγησης και του στοχευμένου μοιράσματος του φόρου στα μέλη της κοινότητας). Ο καταναγκασμός αυτής της μεθόδου δεν επιβάλλεται απλά από τα πάνω, αλλά θωρακίζεται και βρίσκει κοινωνικά στηρίγματα στο εσωτερικό των χωριών /κοινοτήτων.

Λίγες μέρες μετά από την υιοθέτηση της νέας μεθόδου από το Πολιτικό Γραφείο, ο Καγκανόβιτς έφτασε στη Σιβηρία για να εποπτεύσει την εφαρμογή της. Πρότεινε μια σειρά από αλλαγές στον τρόπο εφαρμογής της, όπως αυτός είχε καθοριστεί από την τοπική ηγεσία. Συγκεκριμένα: α) Οι επιτροπές που εκλέγονταν από τις συνελεύσεις των χωριών να λειτουργούν σε τακτική βάση (δηλαδή όχι μόνο την περίοδο συγκέντρωσης σιτηρών), β) να δημιουργηθούν πρότυπα «ουντάρνικα χωριά» όπου οι κουλάκοι θα αναλάμβαναν το βάρος των ποσοστώσεων σιτηρών, γ) να υπάρξει μια στροφή, στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τα πλάνα, από τα πρόστιμα (που επιβάλλονταν εξωδικαστικά από τις επιτροπές και τα Σοβιέτ των χωριών) σε δικαστικές καταδίκες με βάση άρθρο του Ποινικού Κώδικα («για άρνηση εκτέλεσης καθηκόντων εθνικής σημασίας»). Μια τέτοια αντιμετώπιση πιστευόταν ότι θα ήταν πιο αποδεκτή από τους αγρότες και θα επέτρεπε έναν καλύτερο έλεγχο από το κράτος (αποφυγή τοπικών αυθαιρεσιών).

Τα στοιχεία από 13 περιοχές (κύρια στη Δυτική Σιβηρία) δείχνουν ότι μέχρι το Μάη του 1929 η περιουσία περίπου 8.000 αγροκτημάτων είχε δημευτεί και από αυτά 4.200 είχαν περάσει σε πλειστηριασμό. Η τεράστια πλειοψηφία τους ήταν αγροκτήματα κουλάκων. Η επιτυχία της μεθόδου εκδηλώθηκε και στην ίδια τη συγκέντρωση σιτηρών. Το διάστημα 1-20 Απρίλη 1929 συγκεντρώθηκαν 4,5 εκατομμύρια πούτια σιτηρά, παρά τη δύσκολη κατάσταση των δρόμων την εποχή αυτή. Συνολικά, τη χρονιά αυτή συγκεντρώθηκαν στη Σιβηρία 110 εκατομμύρια πούτια, 30% περισσότερο από την προηγούμενη χρονιά (18% της συνολικής συγκέντρωσης σιτηρών στην ΕΣΣΔ)97.

Η μέθοδος «Ουραλίων-Σιβηρίας» συστηματοποιήθηκε παραπέρα με Απόφαση της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) στις 29.7.1929.98 Βοήθησε στην εκτίναξη της κρατικής συγκέντρωσης σιτηρών από 10,8 εκ. τόνους το 1928/1929 στους 16,1 εκ. τόνους το 1929/1930. Μπορεί να ιδωθεί ως ένα πανίσχυρο οργανωτικό εργαλείο που, με τη στήριξη που εξασφάλιζε μέσα στις μάζες της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς, βοήθησε στην επιτάχυνση των ρυθμών κολεκτιβοποίησης και στην αποκουλακοποίηση.

Ορισμένα συμπεράσματα

Η κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 συνιστά ένα σημείο καμπής στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, «μια βαθύτατη επαναστατική ανατροπή, ένα άλμα από την παλιά ποιοτική κατάσταση της κοινωνίας σε μια νέα ποιοτική κατάσταση»99. Η σοβιετική εξουσία βρίσκεται αντιμέτωπη με εξαιρετικά σύνθετες αντικειμενικές δυσκολίες: Τον κατακερματισμό της αγροτικής παραγωγής σε μικρούς κλήρους, την τεράστια καθυστέρηση στη χρησιμοποίηση προηγμένης τεχνικής, την αναιμική ακόμα ανάπτυξη της βιομηχανίας, την αντοχή της οικονομικής ισχύος των κουλάκων, στο έδαφος της ΝΕΠ, και της δυνατότητάς τους να επηρεάζουν και τμήματα της μεσαίας αγροτιάς.

Η πολιτική του μπολσεβίκικου κόμματος την περίοδο αυτή εκφράζει τη συνειδητή προσπάθεια της εργατικής εξουσίας να επιλύσει προωθητικά τη βασική αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων – σχέσεων παραγωγής. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (της παραγωγικότητας της εργασίας στην ύπαιθρο, της ποσότητας των εμπορεύσιμων σιτηρών, άρα και των δυνατοτήτων για βιομηχανική ανάπτυξη) φρενάρεται από τις υπάρχουσες μικροεμπορευματικές σχέσεις παραγωγής.

Η διατήρηση και ισχυροποίηση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τη βασική μάζα της αγροτιάς συνιστούσε θεμελιακό ζητούμενο της συγκεκριμένης πολιτικής. Η κοινωνική αυτή συμμαχία στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δε στηρίζεται μόνο σε μια ιδεολογική συμφωνία για την αναγκαιότητα πάλης ενάντια σε κοινούς ταξικούς αντιπάλους. Θεμελιώνεται πρώτα και κύρια στα υλικά συμφέροντα των αντίστοιχων τάξεων, όπως αυτά διαμορφώνονται, εξελίσσονται και κατανοούνται στο έδαφος που δημιουργεί η ανατροπή της αστικής εξουσίας. Έτσι, η πολιτική του προλεταριακού κράτους οφείλει να σταθμίζει, σε κάθε δεδομένη συγκυρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τα ιδιαίτερα υλικά συμφέροντα της μικρής και μεσαίας αγροτιάς, όπως αυτά συνειδητοποιούνται από τον ίδιο τον κοινωνικό σύμμαχο και όχι όπως αυτά γίνονται αντιληπτά από την κοινωνικά πρωτοπόρα τάξη. Στις συνθήκες της Σοβιετικής Ένωσης του τέλους της δεκαετίας του 1920, αυτό σήμαινε να λαμβάνεται υπόψη η μακρόχρονη πρόσδεση της αγροτιάς στις αντιλήψεις της ατομικής ιδιοκτησίας της γης και της εμπορευματικής ανταλλαγής ενός μέρους τουλάχιστον της παραγωγής της με την πόλη. Φυσικά «μια τέτοια συμμαχία δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς πάλη ενάντια στα καπιταλιστικά στοιχεία της αγροτιάς, χωρίς πάλη ενάντια στους κουλάκους»100.

Από την άλλη πλευρά της κοινωνικής συμμαχίας βέβαια, τα ιδιαίτερα συμφέροντα της εργατικής τάξης επέβαλλαν, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, τόσο μια ταχεία εκβιομηχάνιση, όσο και μια γρήγορη προώθηση της συλλογικής καλλιέργειας της γης, που μόνο αυτή, με το ανέβασμα της παραγωγικότητας της εργασίας στα συλλογικά νοικοκυριά, μπορούσε να εξασφαλίσει μια επαρκή τροφοδοσία των πόλεων με τρόφιμα και πρώτες ύλες. Η σοβιετική εξουσία κρινόταν από την ικανότητά της να βρει τη «χρυσή τομή», τη μορφή εκείνη οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής που, βαθαίνοντας τις νέες σχέσεις παραγωγής, θα συμβάδιζε και με το χαμηλό ακόμα επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην ύπαιθρο και με τη διατήρηση σε κάποιο βαθμό των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Είναι καθαρό ότι, στις δεδομένες συνθήκες, η μορφή αυτή δεν μπορούσε παρά να χαρακτηρίζεται από ισχυρές αντιφάσεις, που εκφράστηκαν με διάφορους τρόπους τα επόμενα χρόνια. Σήμερα διαθέτουμε πλουσιότερη ιστορική πείρα για να μελετήσουμε και να κρίνουμε το πώς η προλεταριακή εξουσία μπορεί να αντιμετωπίζει πιο έγκαιρα και πιο αποφασιστικά τέτοιες αντιφάσεις.

Αποτυπώνει όμως η πολιτική αυτή και τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της επαναστατικής τακτικής που επέβαλλαν μια γρήγορη αναπροσαρμογή των μεθόδων και των ρυθμών της κολεκτιβοποίησης, με βάση τη δράση των ταξικά εχθρικών στοιχείων (κουλάκοι και άλλα στοιχεία που ανδρώθηκαν στο έδαφος της ΝΕΠ στη σφαίρα του εμπορίου). Η κρίση στη συγκέντρωση σιτηρών το 1928 και η υπονόμευση της συγκέντρωσης από τους κουλάκους δρα ως το καμπανάκι για την επιτάχυνση των ρυθμών της κολεκτιβοποίησης. Όπως λέγεται τον Ιούνη του 1929: «Αν δεν υπήρχαν οι δυσκολίες με τα σιτηρά, το ζήτημα των ισχυρών κολχόζ και των ΜΤΣ δε θα είχε τεθεί ακριβώς τη στιγμή αυτή με τέτοια ένταση, πλάτος και στόχευση. Φυσικά, θα είχαμε αναπόφευκτα αναγκαστεί να αντιμετωπίσουμε αυτό το καθήκον κάποια στιγμή, αλλά πρόκειται για ζήτημα επιλογής της χρονικής στιγμής»101.

Η πολιτική της σοβιετικής εξουσίας δεν αποτελεί επομένως ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα που εφαρμόζεται έξω από χρόνο και χώρο. Διαμορφώνεται στη βάση των εξελισσόμενων ιστορικών συνθηκών, των νέων προβλημάτων και καθηκόντων που θέτει η σοσιαλιστική οικοδόμηση. Θεμελιώνεται στη –στέρεα την περίοδο εκείνη– στρατηγική αντίληψη ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση πρέπει να αποτελεί μια διαδικασία σταθερού βαθέματος των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και περιορισμού των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και των κινδύνων που αυτές εγκυμονούν για ένα αντεπαναστατικό πισωγύρισμα. Πάνω σε αυτό το έδαφος γίνεται οξυμένη και πολύπλευρη διαπάλη στις γραμμές του Κόμματος μεταξύ της επαναστατικής πτέρυγας και διάφορων οπορτουνιστικών αντιλήψεων. Από τη μια μεριά, με τις τροτσκιστικές αντιλήψεις που, υποτιμώντας τις δυνατότητες επαναστατικής συμπόρευσης της εργατικής τάξης με τις βασικές μάζες της αγροτιάς και υπερτιμώντας την καθυστέρηση των παραγωγικών δυνάμεων στη Σοβιετική Ένωση, αρνούνταν τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα ή πρόβαλλαν (όπως ο Πρεομπραζένσκι) μια εκβιομηχάνιση σε βάρος της αγροτιάς, δίχως μια παράλληλη ανάπτυξη της συλλογικής καλλιέργειας της γης. Από την άλλη, με τις αντιλήψεις της δεξιάς παρέκκλισης που έθετε τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής ως κεντρικά στοιχεία της ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής για ένα πολύ μακρόχρονο διάστημα.

Σε τελική ανάλυση, όλες οι οπορτουνιστικές αυτές αντιλήψεις, παρά το φαινομενικά αντιδιαμετρικό ιδεολογικό μανδύα τους, αντανακλούσαν τη μικροαστική πίεση στις γραμμές του Κόμματος. Αυτό εξηγεί και το γιατί οι φυσικοί φορείς τους συνέπλευσαν στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 σε μια πολιτική περιορισμού των ρυθμών εκβιομηχάνισης και κολεκτιβοποίησης και σε ένα συμβιβασμό με τους μηχανισμούς της αγοράς.

Στο έδαφος της συλλογικής καλλιέργειας της γης και της πανκοινωνικής ιδιοκτησίας πάνω στα βασικά μέσα παραγωγής στην ύπαιθρο (γη, μεγάλα μηχανικά μέσα υπό τη διαχείριση των ΜΤΣ), η κολεκτιβοποίηση βάθυνε τις νέες σχέσεις παραγωγής στην ύπαιθρο.102 Έλυσε το διάστημα εκείνο βασικά ζητήματα εφοδιασμού της εργατικής τάξης στις πόλεις, πράγμα που συνιστούσε καθοριστικό παράγοντα εδραίωσης της εργατικής εξουσίας. Αναπτύσσοντας την παραγωγικότητα στην ύπαιθρο, απελευθέρωσε εργατικά χέρια που πύκνωσαν τις γραμμές της εργατικής τάξης και ώθησαν προς τα μπρος την εκβιομηχάνιση. Με την εξάλειψη των κουλάκων ως τάξης ακυρώθηκαν οι σχεδιασμοί των ταξικά εχθρικών στοιχείων για σταδιακή διολίσθηση της σοβιετικής εξουσίας στο δρόμο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Το τσάκισμα του κουλάκικου στοιχείου αποδείχτηκε καθοριστικό λίγα χρόνια αργότερα, στα χρόνια του πολέμου, καθώς αποστέρησε (σε σημαντικό βαθμό) την κοινωνική βάση της πέμπτης φάλαγγας που συνεργάστηκε με τον κατακτητή, συμβάλλοντας έτσι στην ασφάλεια των μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού.

Όπως κάθε ριζικό μέτρο σε μια επαναστατική διαδικασία, η κολεκτιβοποίηση δεν μπορούσε να μη συνταράξει συθέμελα όλες τις οικονομικές και ιδεολογικές σταθερές της πρότερης κατάστασης. Έτσι, για τη μεσαία αγροτιά, που συνιστούσε τη μεγάλη μάζα του αγροτικού στοιχείου στις παραμονές της κολεκτιβοποίησης, η ένταξη στα κολχόζ και η συλλογική καλλιέργεια της γης σηματοδοτούσε μια ρήξη με τις παγιωμένες αντιλήψεις της μικροϊδιοκτησίας που είχαν ενισχυθεί με το μοίρασμα της χρήσης γης από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Το βάθος αυτής της ρήξης, που δεν μπορούσε να προχωρήσει στη ζωή με τη βία, αλλά πρώτα και κύρια με την πειθώ, εξηγεί και τα σκαμπανεβάσματα στην πορεία της κολεκτιβοποίησης και την αναγκαιότητα διόρθωσης των λαθών το 1930 («Ίλιγγος από τις επιτυχίες»).

Όπως εξηγεί ο Στάλιν στην Ολομέλεια της ΚΕ το Νοέμβρη του 1929: «Θα ήταν λάθος να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, έχοντας κολχόζ, έχουμε και σοσιαλισμό στα κολχόζ. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Το ξαναδούλεμα της αγροτιάς μόλις τώρα αρχίζει στη βάση των κολχόζ»103.

Παρόλο που η κολεκτιβοποίηση βάθυνε τις σχέσεις παραγωγής στην ύπαιθρο και βοήθησε στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η διατήρηση εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και μικρών ατομικών κομματιών γης από τους κολχόζνικους αγρότες σηματοδοτούσε τη διατήρηση πολλαπλών μορφών ιδιοκτησίας στην ΕΣΣΔ. Τα κολχόζ συνιστούσαν μορφή ομαδικής ιδιοκτησίας, με διατήρηση και στοιχείων ατομικής ιδιοκτησίας. Δε συνιστούσαν όμως άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία.

Οι νομοτελειακές αντιφάσεις που προέκυπταν από αυτό θα αρχίσουν να απασχολούν τη σοβιετική ηγεσία αρκετά χρόνια μετά, στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1940. Συνοψίζοντας μια εκτεταμένη συζήτηση που γίνεται τότε στις γραμμές του Κόμματος και των κρατικών οργάνων, ο Στάλιν τονίζει: «Το καθήκον των καθοδηγητικών οργάνων συνίσταται στο να εξακριβώνουν έγκαιρα τις αυξανόμενες αντιθέσεις και έγκαιρα να παίρνουν μέτρα για την καταπολέμησή τους, μέσω της προσαρμογής των σχέσεων παραγωγής στο ύψος των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό αφορά πρώτα απ’ όλα τέτοια οικονομικά φαινόμενα, σαν την ομαδική κολεκτιβίστικη ιδιοκτησία και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων […] Το καθήκον μας είναι να εξαλείψουμε αυτές τις αντιθέσεις, μέσω της βαθμιαίας μετατροπής της ιδιοκτησίας των κολχόζ σε κοινωνική ιδιοκτησία και της εισαγωγής της ανταλλαγής των προϊόντων –επίσης βαθμιαία– αντί της εμπορευματικής κυκλοφορίας»104.

Οι ξεκάθαρες αυτές υπομνήσεις για την αναγκαία πολιτική βαθέματος των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής παραβιάστηκαν μετά από την οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ105. Απόλυτα χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της στροφής ήταν η διάλυση των ΜΤΣ το 1958 και η πώληση των μέσων παραγωγής τους (τρακτέρ, αλωνιστικές μηχανές κλπ.) στα κολχόζ. Οι ΜΤΣ είχαν θεωρηθεί σωστά ως αγκωνάρι της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ύπαιθρο και ο Στάλιν στο παραπάνω έργο του απορρίπτει εμπεριστατωμένα τις αντιλήψεις μιας σειράς Σοβιετικών οικονομικών στελεχών για το πέρασμα των βασικών μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία των κολχόζ.

Η πείρα της πολιτικής της κολεκτιβοποίησης σε όλα τα παραπάνω ζητήματα αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για το επαναστατικό κίνημα, όχι μόνο από τη σκοπιά της αναγκαίας υπεράσπισης της ιστορικής μας κληρονομιάς από τις συκοφαντίες του ταξικού αντίπαλου. Φυσικά σήμερα οι αντικειμενικές συνθήκες στην Ελλάδα είναι σημαντικά διαφορετικές από αυτές στην προεπαναστατική Ρωσία ή στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1920. Η σημαντική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο πλαίσιο του καπιταλισμού, παρά τα νομοτελειακά φαινόμενα παρασιτισμού που χαρακτηρίζουν το εκμεταλλευτικό σύστημα, εξασφαλίζει μια βιομηχανική παραγωγική βάση που θα μπορεί να τροφοδοτήσει με πολύ μεγαλύτερη επάρκεια τις ανάγκες της εκμηχανισμένης και συλλογικά οργανωμένης μεγάλης αγροτικής παραγωγής. Η αγροτιά συνιστά ένα συντριπτικά μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού. Επιπλέον, όπως τονίζεται και στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ: «Η ελληνική πραγματικότητα δεν απαιτεί αναδιανομή της γης. Οι μη κατέχοντες γη καλλιεργητές θα εργάζονται στις σοσιαλιστικές μονάδες αγροτικής, γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Το μέτρο της κοινωνικοποίησης της γης αποκλείει τη δυνατότητα συγκέντρωσης της γης, την αλλαγή χρήσης κι εμπορευματοποίησή της από τους ατομικούς ή συνεταιρισμένους αγροτοπαραγωγούς». Η ύπαρξη όμως αγροτικών παραγωγικών συνεταιρισμών και διάθεσης μέρους της παραγωγής τους μέσω εμπορευματοχρηματικών σχέσεων θέτει αναγκαστικά στο κέντρο της προσοχής του Κόμματος προβλήματα και κινδύνους ανάλογα με αυτά που αντιμετώπισαν πριν 90 χρόνια οι μπολσεβίκοι. Σε μας εναπόκειται να φανούμε αντάξιοι συνεχιστές τους, ενσωματώνοντας όλη την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.


1. «Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (Μπ.)», τ. Α΄, εκδ. «Τα Νέα Βιβλία», Αθήνα, 1946, σελ.10.
2. Για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην αγροτική παραγωγή στα τέλη του 19ου αιώνα, δες Β. Ι. Λένιν: «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», «Άπαντα», τ. 3, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 21-338.
3. «Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (Μπ.)», τ. Β΄, εκδ. «Τα Νέα Βιβλία», Αθήνα, 1946, σελ. 40.
4. Χάνα Άρεντ: «Το Ολοκληρωτικό Σύστημα», εκδ.
«Ευρύαλος», Αθήνα, 1988, σελ. 17-18.
5. Robert Conquest: «The harvest of sorrow: Soviet collectivization and the terror-famine», The University of Alberta Press, 1986,
σελ.115.
6. Roy Medvedev: «Let history judge: the origins and consequences of Stalinism», Columbia University Press, New York, 1989,
σελ. 222, 227.
7. Τόνι Κλιφ: «Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία - μια μαρξιστική ανάλυση των σταλινικών καθεστώτων», εκδ. «Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο», Αθήνα, 2005, σελ. 52, 56-57.
8. Σαρλ Μπετελέμ: «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ - 2η περίοδος, 1923-1930», εκδ.
«Κέδρος», Αθήνα, 1977, σελ. 109, 117.
9. L. Viola, V. P. Danilov et al: «The war against the peasantry, 1927-1930 - The tragedy of the Soviet countryside», Yale University Press, 2005,
σελ. 325-326.
10. Για τις διάφορες αντιλήψεις περί κολεκτιβοποίησης, αξιοποιήσαμε και τη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία του Κωστή Σιδέρη, «Ερμηνευτικές προσεγγίσεις της κολεκτιβοποίησης στη Σοβιετική Ένωση και πολιτικές διακυβεύσεις», Αθήνα, 2016.
11. Β. Ι. Λένιν: «Πολιτική έκθεση δράσης της Κ.Ε. του ΚΚΡ(Μπ.) στο ΧΙ Συνέδριο», «Άπαντα», τ. 45, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 73.
12. Ένα μόλις χρόνο μετά από την εφαρμογή της ΝΕΠ, στο ΧΙ Συνέδριο του Κόμματος το 1922, ο Λένιν μιλούσε για «σταμάτημα της υποχώρησης», για την ανάγκη η υποχώρηση της ΝΕΠ να μη μετατραπεί σε άτακτη φυγή, αλλά να στοχεύει στο να δυναμώσει «την οικονομική ισχύ του προλεταριακού μας κράτους». Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 45, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 86, 92.
13. Β. Μόλοτοφ: «Εισήγηση στο 15ο Συνέδριο», XV съезд Всесоюзной Коммунисти-ческой партии (б). Декабрь
1928 года. Стенографический отчёт.- М.-Л.: Госи-здат, 1928, σελ. 1056, 1066.
14. Roger D. Markwick: «Rewriting history in Soviet Russia. The politics of revisionist historiography, 1956-1974», Palgrave, New York, 2001,
σελ. 127.
15. Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί πρωτοδημιουργήθηκαν στη Ρωσία τη δεκαετία του 1860. Στις συνθήκες της σοβιετικής εξουσίας μετεξελίχτηκαν σε σημαντικό μοχλό για την εκδίωξη του ιδιωτικού κεφαλαίου από τη σφαίρα κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, άρα και για την προφύλαξη της σοσιαλιστικής βιομηχανίας από τα κερδοσκοπικά παιχνίδια των ιδιωτών εμπόρων. Ο κύριος ρόλος τους ήταν να εκπληρώνουν τα κρατικά πλάνα ανταλλαγής της βιομηχανικής παραγωγής με τα πλεονάσματα των αγροτών. Το 1927 είχαν 9,8 εκ. μέλη στην ύπαιθρο. Για τους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, δες και τα ακόλουθα κείμενα του Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 35, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 206-210, ό.π., τ. 38, σελ.163-165 και ό.π., τ. 40, σελ.102-103, 276-280.
16. Στα τέλη του 1927 στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων ανάμεσα στη βιομηχανία και τα αγροτικά νοικοκυριά ο ρόλος των συνεταιρισμών και του κρατικού εμπορίου «μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο επικρατέστερος, μα και κυρίαρχος, αν όχι μονοπωλιακός», Ι. Β. Στάλιν: «Άπαντα», τ. 10, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2013, σελ. 261.
17. Ι. Β. Στάλιν: «Πολιτική έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής στο 14ο Συνέδριο», «Άπαντα», τ. 7, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 356.
18. Β. Μόλοτοφ: «Εισήγηση στο 15ο Συνέδριο», XV съезд Всесоюзной Коммунисти-ческой партии (б). Декабрь 1928 года. Стенографический отчёт.- М.-Л.: Госи-здат, 1928, σελ. 1052,1056, 1067.
19. Ι. Β. Στάλιν: «Ακόμα μια φορά για τη σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση στο Κόμμα μας», Εισήγηση στην 7η Ευρεία Ολομέλεια της ΕΕ της ΚΔ (7 Δεκέμβρη 1926), «Άπαντα», τ. 9, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 35.
20. Πιο συγκεκριμένα: «Μαζί με τη φτωχολογιά, σε στέρεη συμμαχία με το μεσαίο αγρότη, ενάντια στα καπιταλιστικά στοιχεία της οικονομίας μας στην πόλη και το χωριό, για τη νίκη της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης», Ι. Β. Στάλιν: «Άπαντα», τ. 8, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 413.
21. Ι. Β. Στάλιν: «Η οικονομική κατάσταση της Σοβιετικής Ένωσης και η πολιτική του Κόμματος», «Άπαντα», τ. 8, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 178-180.
22. Για το ζήτημα αυτό δες τα κείμενα του Στάλιν, «Για το συνασπισμό της αντιπολίτευσης μέσα στο ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ» και «Η σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση στο Κόμμα μας», «Άπαντα», τ. 8, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή». Μέχρι τον Οκτώβρη του 1926 ο Ζινόβιεφ παρέμενε πρόεδρος της ΕΕ της Κομμουνιστικής Διεθνούς, διατηρώντας σημαντικό κύρος και δυνατότητες παρέμβασης λόγω της θέσης του αυτής. Δες το γράμμα του Στάλιν προς τον Μόλοτοφ κτλ. στις 25.6.1926.
23. Επίλογος στη νέα έκδοση της μπροσούρας «Πρόγραμμα ειρήνης», http://1917.com/ XML/djjxxfAE0tYpGPnpqd82EVwpU-M
24. Ι. Β. Στάλιν: «Για το συνασπισμό της αντιπολίτευσης μέσα στο ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ», «Άπαντα», τ. 8, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 271, 268.
25. Τρότσκι, πρόλογος στην πρώτη έκδοση (1922) του βιβλίου «Το 1905», Vintage books, 1972.
26. Ι. Β. Στάλιν: «Η σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση στο Κόμμα μας», «Άπαντα», τ. 8, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 349-350.
27. Δες και το γράμμα του Ι. Β. Στάλιν προς τον Μόλοτοφ στις 23.12.1926, Сталин И. В. Cочинения. - Т. 17. - Тверь: Научно-издательская компания «Северная корона», 2004. С. 255–257. Τα σιτηρά, λόγω της καθοριστικής σημασίας τους για τη διατροφή του πληθυσμού την εποχή εκείνη, αποτελούσαν την πιο σημαντική καλλιέργεια.
28. «Νέπμαν»=άνθρωποι της ΝΕΠ –ένα στρώμα που διαμορφώθηκε στο έδαφος της ΝΕΠ και ασχολούνταν με το εμπόριο, έχοντας διεισδύσει και στους κρατικούς εμπορικούς οργανισμούς.
29. Сталин И. В. Cочинения. - Т. 17. - Тверь: Научно-издательская компания «Се-верная корона», 2004. С
. 248-251.
30.
Αρχείο της Κομματικής Επιτροπής Σμολένσκ, όπως παρατίθεται στο O. Narkiewicz: «Soviet administration and the grain crisis of 1927-28», Soviet Studies, vol. 20, No 2, p. 237.
31.
Περιοδικό «Ζητήματα εμπορίου» (вопросы торговли), 1927, no 1, σελ. 45-46 –όπως παρατίθεται στο Hiroaki Kuromiya: «Stalin’s Industrial Revolution», Cambridge University Press 1990, σελ. 7.
32. Παραπέμπουν συχνά στη συνομιλία του Στάλιν με εργατικές αντιπροσωπίες του εξωτερικού το Νοέμβρη του 1927, όταν, αναφερόμενος στην καθολική κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής, λέει ότι: «Εκεί τραβάν τα πράγματα, δεν έφτασαν όμως ακόμα ως εκεί και δε θα φτάσουν γρήγορα […] απαιτούνται τεράστια οικονομικά μέσα, που δεν τα διαθέτει ακόμα το κράτος μας…», Ι. Β. Στάλιν: «Άπαντα», τ. 10, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 264.
33. Πέφτει στο 52% του αντίστοιχου τρίμηνου του προηγούμενου χρόνου.
34. Ι. Β. Στάλιν: «Πολιτική λογοδοσία της ΚΕ στο 15ο Συνέδριο», «Άπαντα», τ. 10, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 325-353.
35. XV съезд Всесоюзной Коммунистической партии (б). Декабрь 1928 года. Стенографический отчёт. - М.-Л.: Госиздат, 1928, σελ. 1304-1317.
36. Το πούτι αποτελούσε ρωσική μονάδα μέτρησης (1 τόνος=61 πούτια).
37. Με απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) στις 24.12.1927, που επισήμαινε τις μεγάλες καθυστερήσεις στην κρατική συλλογή σιτηρών, το συνεπαγόμενο κίνδυνο για τον εφοδιασμό των μεγάλων βιομηχανικών κέντρων και τον κίνδυνο λιμού, μια σειρά κεντρικά καθοδηγητικά στελέχη στάλθηκαν στις βασικές σιτοπαραγωγικές περιοχές προκειμένου να εποπτεύσουν τη λήψη των αναγκαίων μέτρων. Η ίδια απόφαση επέβαλλε τη διοχέτευση του βασικού όγκου της τρέχουσας παραγωγής μεταποιητικών αγαθών στις περιοχές αυτές, προκειμένου να διευκολυνθούν οι εμπορευματικές ανταλλαγές. Απέρριπτε όμως την αύξηση των τιμών των σιτηρών ως μέσο επίτευξης αυτού του στόχου.
38. Ι. Β. Στάλιν: «Η συγκέντρωση των σιτηρών και οι προοπτικές ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας», «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 17-19.
39. Ι. Β. Στάλιν: «Τα πρώτα αποτελέσματα της καμπάνιας συγκέντρωσης και τα παραπέρα καθήκοντα του Κόμματος», «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 25-27.
40. Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κίνητρο για παραπέρα πώληση-ρευστοποίηση αγροτικών προϊόντων.
41. Ι. Β. Στάλιν: «Για τις εργασίες της κοινής Ολομέλειας του Απρίλη της ΚΕ και της ΚΕΕ», «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 62.
42. Ι. Β. Στάλιν: «Στο μέτωπο των σιτηρών», «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 102-119.
43. Εμπορεύσιμη παραγωγή: Ολόκληρο το μέρος της αγροτικής παραγωγής που, μέσα από διάφορα κανάλια, τροφοδοτούσε τις μη αγροτικές περιοχές (καταναλωτικές και παραγωγικές ανάγκες) και το εξωτερικό εμπόριο. Σε συνθήκες ανάπτυξης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και αύξησης της εργατικής τάξης, το μέρος αυτό της παραγωγής ήταν αναγκαίο να αυξάνεται σταθερά.
44. Άρα, και απώλεια πολύτιμου συναλλάγματος για τις εισαγωγές τεχνικού εξοπλισμού για τη βιομηχανία.
45. Όχι επειδή τα παρακρατούν με σκοπιμότητα, αλλά προκειμένου να ικανοποιήσουν ανάγκες της ατομικής και παραγωγικής τους κατανάλωσης. Και πριν τον πόλεμο έδιναν ένα μικρό μόνο μέρος της παραγωγής τους στο εμπόριο.
46. Ορισμένοι αστοί μελετητές ασκούν κριτική στα στοιχεία που παραθέτει ο Στάλιν για το πρόβλημα της παραγωγικότητας των μικρών και μεσαίων νοικοκυριών. Η κριτική τους εστιάζει σε δευτερεύουσες πλευρές του ζητήματος και όχι στην ουσία των επιχειρημάτων του Στάλιν.
47. Стенограммы Пленумов ЦК ВКП(б), 4-12 июля 1928 г., Μόσχα, 2000, σελ. 460.
48. Τον Απρίλη του 1928 το ΠΓ, μετά από πρόταση του Στάλιν, αποφάσισε τη δημιουργία μεγάλων μηχανοποιημένων σοβχόζ σε μια σειρά περιοχές (Σιβηρία, Καζακστάν, Βόλγας), με στόχο να δίνουν αυτά μέσα σε 5 χρόνια 100 εκ. πούτια εμπορεύσιμα σιτηρά. Στην Ολομέλεια του Ιούλη του 1928 παρουσιάζεται σχετική εισήγηση (Καλίνιν) και γίνεται αντιπαράθεση σχετικά με το εφικτό του σχεδίου, με κύρια αντίπαλη άποψη αυτή του Οσίνσκι. Ο Στάλιν απαντάει στον Οσίνσκι στην Ολομέλεια –δες Ι. Β. Στάλιν: «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 226-235. Την ουσία της απάντησής του ο Στάλιν την επαναλαμβάνει το Νοέμβρη του 1929, Ι. Β. Στάλιν: «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 163-164.
49. Τον Ιούνη του 1928 ο Στάλιν χαρακτηρίζει «κουταμάρα» την απαλλοτρίωση των κουλάκων στις δεδομένες συνθήκες (Ι. Β. Στάλιν: «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 131). Ανάλογα, στην Ολομέλεια της ΚΕ του Ιούλη του 1928 συμφωνεί με την εκτίμηση του Καλίνιν ότι «για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το βάρος για την προμήθεια του κράτους θα το επωμίζεται το ατομικό αγρόκτημα».
50. Η τελική κρατική συγκέντρωση σιτηρών για τη χρονιά 1928-1929 θα είναι η χαμηλότερη ολόκληρης της περιόδου που εξετάζουμε: 10,8 εκ. τόνοι –το 1927-1928 ήταν 11,05 εκ. τόνοι.
51. Αυτό αποτυπώνεται και στην οδηγία της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) και της ΚΕΕ της ΕΣΣΔ προς τα τοπικά όργανα, 29 Νοέμβρη 1928, http://istmat.info/node/29544
52. «Για τους μεσαίους αγρότες δεν ήταν προσοδοφόρο να πουλάνε σιτηρά. Αυτός είναι ο πυρήνας του ζητήματος». (Πρακτικό της Ολομέλειας της ΚΕ του Ιούλη του 1928, στο Стенограммы Пленумов ЦК ВКП(б), 4-12 июля 1928 г., Μόσχα, 2000, σελ. 230).
53. Ο Μπουχάριν ήταν το διάστημα αυτό μέλος του ΠΓ, Γραμματέας της ΕΕ της Κομμουνιστικής Διεθνούς και διευθυντής της «Πράβντα».
54. Πρακτικό της Ολομέλειας της ΚΕ του Ιούλη του 1928, στο Стенограммы Пленумов ЦК ВКП(б), 4-12 июля 1928 г., Μόσχα, 2000, σελ. 371-390.
55. Ι. Β. Στάλιν: «Ο δεξιός κίνδυνος στο ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ», «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 272-273.
56. Ι. Β. Στάλιν: «Η ομάδα του Μπουχάριν και η δεξιά παρέκκλιση στο Κόμμα μας», «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 371-379.
57. Ομιλία στις 18 Απρίλη 1929, στο «Προβλήματα θεωρίας και πρακτικής του σοσιαλισμού», Μόσχα 1989, http://revarchiv.narod.ru/bukharin/oeuvre/1929.html
58. «Σχετικά με τους αριθμούς ελέγχου της οικονομίας το 1929-1930», Απόφαση της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) της 17.11.1929, στο «Директивы ВКП(б) по хозяйственным вопро-сам», Государственное Социально-Экономическое Издательство, Москва, 1931, σελ. 607. Ανάλογα
δες και «Resolutions and Decisions of the CPSU», τ. 3, University of Toronto Press, σελ. 27.
59. Ι. Β. Στάλιν: «Η δεξιά παρέκκλιση στο ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ», «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 82.
60. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Κομισαριάτο για την Εκπαίδευση προέβλεπε μια άνοδο στις εισαγωγές σπουδαστών στις τεχνικές αγροτικές σχολές μόνο κατά 10% ως το 1932-1933. Το διάστημα 1928-1929 σε ολόκληρη τη ΣΟΣΔΡ αποφοίτησαν μόνο 650 ειδικοί αγρονόμοι, ενώ στο πλάνο προβλεπόταν ότι μέχρι το 1933 θα αποφοιτούσαν μόνο 130 αγρονόμοι, ειδικοί στη διαχείριση μεγάλων αγροτικών μονάδων.
61. Ι. Β. Στάλιν: «Η δεξιά παρέκκλιση στο ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ», «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 31-32, 117.
62. XVI конференция Всесоюзной коммунистической партии (б). 23-29 Αпреля 1929. Стенографический отчёт. - М.-Л.: Госиздат, 1929, σελ. 154.
63. «Σοβιετική εξουσία», Νο 22, 1928, όπως παρατίθεται στο Y. Taniuchi, «The village gathering in Russia in the mid-1920’s», University of Birmingham, 1968, σελ. 32-33.
64. Δες: «Η λαϊκή οικονομία της ΕΣΣΔ. Στατιστικός κατάλογος 1932» (Народное хозяйство СССР. Статистический справочник 1932), Μόσχα, 1932, σελ. 153, http://istmat.info/node/22079, και «Επετηρίδα σιτοπαραγωγής Νο 4, 1929/30 έως 1930/1» (Ежегодник хлебооборота № 4, 1929/1930 и 1930/1931 гг.), Μόσχα, 1932, σελ. 25, http://istmat.info/node/20367
65. «Директивы ВКП(б) по хозяйственным вопросам», Государственное Соци-ально-Экономическое Издательство, Москва, 1931, σελ. 616-625. Ανάλογα
δες και στο «Resolutions and Decisions of the CPSU», τ. 3, University of Toronto Press, σελ. 28-38.
66. Ι. Β. Στάλιν: «Ζητήματα της αγροτικής πολιτικής στην ΕΣΣΔ», «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 177-211.
67. Για τις τροποποιήσεις, δες την τηλεγραφική επικοινωνία Στάλιν-Μόλοτοφ στο http: //istmat.info/node/30787 και http://istmat.info/node/30788
68. «Σχετικά με τους ρυθμούς της κολεκτιβοποίησης και τα μέτρα κρατικής στήριξης της οικοδόμησης κολχόζ» και «Σχετικά με τα μέτρα για την εξάλειψη των κουλάκικων αγροκτημάτων στις περιοχές της συμπαγούς κολεκτιβοποίησης».
69. Οι ΜΤΣ ήταν κρατικές μονάδες με μεγάλα γεωργικά μηχανήματα (τρακτέρ, θεριζοαλωνιστικές μηχανές κλπ.) και το αντίστοιχο εργατοτεχνικό προσωπικό, περιλαμβανομένων και γεωπόνων. Ο εξοπλισμός και το προσωπικό των ΜΤΣ διατίθονταν προγραμματισμένα για αναγκαίες αγροτικές εργασίες (σπορά, συγκομιδή κτλ.) ορισμένων κολχόζ μιας περιοχής, σε «αντάλλαγμα» ενός μέρους της παραγωγής του κολχόζ. Οι ΜΤΣ εξασφάλιζαν ότι τα βασικά αγροτικά μέσα παραγωγής βρίσκονταν εκτός της σφαίρας της εμπορευματικής κυκλοφορίας κι επέτρεπαν μια σχετική υποταγή της κολχόζνικης παραγωγής στον Κεντρικό Σχεδιασμό. Καταργήθηκαν το 1958, μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, και τα μέσα παραγωγής πουλήθηκαν στα κολχόζ.
70. «Директивы ВКП(б) по хозяйственным вопросам», Государственное Соци-ально-Экономическое Издательство, Москва, 1931, σελ. 662-664. Ανάλογα
δες και στο «Resolutions and Decisions of the CPSU», τ. 3, University of Toronto Press, σελ. 40-43.
71. «Σχετικά με τα μέτρα εξάλειψης των κουλάκικων αγροκτημάτων στις περιοχές συμπαγούς κολεκτιβοποίησης», РГАСПИ. Ф. 17. Ό.π. 162. Д. 8. Л. 64-69, http://istmat. info/node/44292
72. Директива И.В.Сталина всем парторганизациям об опасности увлечения раскулачиванием в ущерб коллективизации, http://istmat.info/node/30864
73. «Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (Μπ.)», τ. Β΄, εκδ. «Τα Νέα Βιβλία», Αθήνα, 1946, σελ.138.
74. Ι. Β. Στάλιν: «Απάντηση στους συντρόφους του “Σβερντλόφ”», «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 228.
75. Για παράδειγμα, σχετικά με την Κεντρική Περιοχή της Μαύρης Γης, η οποία θα χαρακτηριστεί ως «περιοχή των υπερβάσεων» στο 16ο Συνέδριο, ο Γραμματέας Βαρέικις έγραφε σε σημείωμά του προς την ΚΕ: «Κατά κανόνα, στην αποκουλακοποίηση, δεν τηρήθηκε η οδηγία για τη μερική κατάσχεση των μέσων παραγωγής από τους κουλάκους που εκδιώχτηκαν από τα κολχόζ. Σχεδόν παντού κατασχέθηκαν εντελώς, και όχι μόνο τα μέσα παραγωγής, αλλά και όλα τα άλλα περιουσιακά στοιχεία. Πραγματοποιήθηκαν πολλές υπερβολές, που αφορούσαν τους μεσαίους αγρότες, κομμουνιστές, εργάτες, δασκάλους της αγροτικής διανόησης και ούτω καθεξής. Οι φτωχοί προσπαθούσαν συνήθως να διευρύνουν το απόθεμα της αποκουλακοποίησης, καθώς φυσικά ενδιαφέρονται γι’ αυτό το υλικό». http://istmat.info/node/31015
76. Ι. Β. Στάλιν: «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 232-241.
77. «Директивы ВКП(б) по хозяйственным вопросам», Государственное Соци-ально-Экономическое Издательство, Москва 1931, σελ. 678-680. Ανάλογα
δες και στο «Resolutions and Decisions of the CPSU», University of Toronto Press, τ. 3, σελ. 48-50.
78. Ι. Β. Στάλιν: «Απάντηση στους συντρόφους κολχόζνικους», «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 260.
79. Μ. А. Вылцан, Н. А. Ивницкий, Ю. А. Поляков: «Вопросы истории», № 3, Март 1965, C. 3-25, http://library.ua/m/articles/view/НЕКОТОРЫЕ-ПРОБЛЕМЫ-ИСТОРИИ-КОЛЛЕКТИВИЗАЦИИ-В-СССР
80. М. А. Вылцан, Н. А. Ивницкий, Ю. А. Поляков: «Вопросы истории», № 3, Март 1965, C. 3-25, http://library.ua/m/articles/view/НЕКОТОРЫЕ-ПРОБЛЕМЫ-ИСТОРИИ-КОЛЛЕКТИВИЗАЦИИ-В-СССР
81. В. А. Сидоров: «Ликвидация в СССР Кулачества как класса», «Вопросы истории», № 7, Июль 1968, C. 18-35, http://libmonster.ru/m/articles/view/ ЛИКВИДА ЦИЯ-В-СССР-КУЛАЧЕСТВА-КАК-КЛАССА
82. «Επετηρίδα σιτοπαραγωγής Νο 4, 1929/30 έως 1930/31» (Ежегодник хлебообо-рота № 4, 1929/1930 и 1930/1931 гг.), Μόσχα, 1932, σελ. 27. http://istmat.info/node /20367
83. Τα προβλήματα εφοδιασμού με σιτηρά και η πείνα σε μια σειρά περιοχές της ΕΣΣΔ το 1932-1933, λόγω της πολύ κακής σοδειάς, έχουν αποτελέσει ένα προσφιλές αντικείμενο της αστικής προπαγάνδας. Χαρακτηρίζονται ως αποτέλεσμα της κολεκτιβοποίησης, ενώ οι Ουκρανοί φασίστες τα αποδίδουν σε ένα συνειδητό σχέδιο γενοκτονίας του ουκρανικού λαού από τη σοβιετική εξουσία (ο μύθος του «Γολοντομόρ»). Στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου δεν μπορούμε να αναπτύξουμε το ζήτημα αυτό. Χρειάζεται όμως να τονίσουμε ότι υπάρχουν συντριπτικά στοιχεία που καταρρίπτουν την αστική προπαγάνδα και αποδεικνύουν ότι η σοβιετική εξουσία έκανε εντατικές προσπάθειες, στο μέτρο μιας αντικειμενικά δύσκολης κατάστασης, να τροφοδοτήσει με σιτηρά και την Ουκρανία και άλλες περιοχές που υποσιτίζονταν. Δες και Α. Γκίκας, «Κατασκευή εγκλημάτων και η φαυλότητα της σταλινολογίας», εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 30 Νοέμβρη 2008 και 7 Δεκέμβρη 2008.
84. Σ. Ν. Προκοπόβιτς: «Народное хозяйство СССР», τ. 1, Издательство имени Чехова, Нью-Йорк, 1952, σελ. 211, 217.
85. Πλατιά διαδεδομένες είναι και οι εκτιμήσεις ότι η πολιτική της σοβιετικής εξουσίας για την κολεκτιβοποίηση συνιστούσε μια καθυστερημένη εφαρμογή των αντιλήψεων για «πρωταρχική σοσιαλιστική συσσώρευση» του τροτσκιστή Πρεομπραζένσκι.
86. Ι. Β. Στάλιν: «Η εκβιομηχάνιση και το πρόβλημα των σιτηρών», «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 192-193.
87. Ι. Β. Στάλιν: «Η δεξιά παρέκκλιση στο ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ», «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 83.
88. Ι. Β. Στάλιν: «Ζητήματα της αγροτικής πολιτικής στην ΕΣΣΔ», «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 197.
89. Сталин И.В. Письмо членам и кандидатам в члены Политбюро ЦК ВКП(б), А. А. Жданову, Н. И. Бухарину, А. И. Стецкому, 14 июля 1934 года, Cочинения. – Т. 18. – Тверь: Информационно-издательский центр «Союз», 2006. С. 64-65.
90. Ι. Β. Στάλιν: «Η εκβιομηχάνιση και το πρόβλημα των σιτηρών», «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 204.
91. Ι. Β. Στάλιν: «Λόγος στη 15η κομματική Συνδιάσκεψη του Κυβερνείου της Μόσχας», «Άπαντα», τ. 9, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 190.
93. Το συγκεκριμένο ποσοστό των αγροκτημάτων προέκυψε από μια ανάλυση της διαφοροποίησης της αγροτιάς στη Σιβηρία στη βάση συγκεκριμένων δεικτών: Μίσθωση εργασίας, ενοικίαση μηχανημάτων, έκταση σπαρμένης έκτασης, αξία περιουσιακών στοιχείων. Δες
James Hughes, «Stalin, Siberia and the crisis of the New Economic Policy», Cambridge University Press, 1991, σελ. 88-96.
94. Τηλεγράφημα της ηγεσίας της Περιοχής Σιβηρίας προς το ΠΓ της ΚΕ του ΠΚΚ (Μπ.) για την υλοποίηση του δανείου σιτηρών, 27 Φλεβάρη 1929, http://istmat.info/ node/29681
95. «Трагедия советской деревни. Коллективизация и раскулачивание», Под ред. В. .Данилова, Р. Маннинг, Л. Виолы. - М.: «РОССПЭН», 1999, τ. 1, σελ. 805.
96. Ο Στάλιν αναφέρεται για πρώτη φορά στη μέθοδο αυτή στο λόγο του: «Η δεξιά παρέκκλιση στο ΚΚ (Μπ.) της ΕΣΣΔ» στην Ολομέλεια της ΚΕ του Απρίλη του 1929, Ι. Β. Στάλιν: «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 117-118.
97. Ακόμα και με την εισαγωγή της νέας μεθόδου, η κρατική συγκέντρωση σιτηρών για το σύνολο της χρονιάς 1928/1929 έφτασε μόλις το 84,5% της σχεδιαζόμενης. М. Л. Чернов, «Как Разрешена Зерновая Проблема» (1929/30-1930/31 гг.)», σελ. 15, http://istmat.info/node/20367
98. «Για την κομματικο-οργανωτική δουλειά σε σχέση με την επερχόμενη νέα καμπάνια συγκέντρωσης σιτηρών», РЦХИДНИ. Ф. 17. Оп. 113. Д. 760. Л. 203-204, http: //istmat.info/node/30390
99. «Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (Μπ.)», τ. Β΄, εκδ. «Τα Νέα Βιβλία», Αθήνα 1946, σελ. 135.
100. Ι. Β. Στάλιν: «Στο μέτωπο των σιτηρών», «Άπαντα», τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 116-119.
101. Αν. Μικογιάν: «Το πρόβλημα του εφοδιασμού της χώρας και η ανασυγκρότηση της λαϊκής οικονομίας», όπως παρατίθεται στο Hiroaki Kuromiya: «Stalin’s industrial revolution», Cambridge University Press 1990, σελ. 9.
102. Για τα κολχόζ ως «μια από τις μορφές της σοσιαλιστικής οικονομίας», με τη διατήρηση όμως αντιθέσεων και στοιχείων ταξικής πάλης, δες Ι. Β. Στάλιν: «Ζητήματα της αγροτικής πολιτικής στην ΕΣΣΔ», «Άπαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 199-204.
103. Πρακτικό της Ολομέλειας της ΚΕ του Νοέμβρη του 1929, στο Стенограммы Пленумов ЦК ВКП(б) 10-17 Ноября 1929 г., Μόσχα, 2000, σελ. 579.
104. Ι. Β. Στάλιν: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», «Άπαντα», τ. 16, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 368-369.
105. Για τη ραγδαία μεταστροφή που σηματοδότησε το 20ό Συνέδριο, δες αναλυτικά: «Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό», Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ.

δείτε ΚΟΜΕΠ Σοσιαλισμός