Φυσικά τα «εικονογραφημένα» μόνο κλασσικά δεν ήταν
γιατί από τη λογοτεχνία δεν έμενε τίποτα, μερικές φορές ούτε και από το story
(με τον ίδιο τρόπο που το Hollywood κατέστρεφε συστηματικά την ελληνική
μυθολογία και ιστορία).
Το «πνεύμα των Χριστουγέννων-Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» είναι το τεύχος
20 – του Δεκ 1952
Η γνωστή νουβέλα του Ντίκενς, «A Christmas Carol», έστω και «εικονογραφημένη» μας μελαγχόλησε πολύ, μας μάγεψε, κυριολεκτικά τη λατρέψαμε (τότε), αργότερα διαβάσαμε (κάποιοι από εμάς) το βιβλίο και το είδαμε αρκετές φορές στον κινηματογράφο σε κάποιες αρκετά αξιόλογες εκδόσεις του.
Πέρασαν χρόνια, για να συνειδητοποιήσουμε το πώς και γιατί έγινε κυριολεκτικά bestseller, πολύ παραπάνω από άλλα, μάλλον ανώτερα του Ντίκενς.
Στην πρώιμη βικτωριανή περίοδο στη Βρετανία, οι γιορτές των Χριστουγέννων με τις μεσαιωνικές παραδόσεις, που συνδύαζαν την γέννηση του Χριστού με τις αρχαίες Ρωμαϊκές γιορτές Saturnalia και το γερμανικό χειμερινό Yule, αντιμετωπίζονταν (ήταν παγανιστικές) με αυξανόμενη καχυποψία από τα εκκλησιαστικά δόγματα.
Οι Yule ή Yuletide (“Yule-χρονο”) μια
θρησκευτική γιορτή των λαών της Βόρειας Ευρώπης, που στη συνέχεια ενσωματώθηκε
στην χριστιανική χροιά των Χριστουγέννων.
Οι πρώτες αναφορές για Yule είναι μέσω των αυτοχθόνων γερμανικών ονόματα των
μηνών Ærra Jéola (προ-Yule) ή Jiuli και Æftera Jéola (μετά-Yule).
Οι μελετητές έχουν συνδέσει τη γιορτή με το Wild Hunt , το θεό Όντιν και την
παγανιστική αγγλοσαξονική Modranicht .
O πρίγκιπας Αλβέρτος εισήγαγε το έθιμο του
Χριστουγεννιάτικου Δέντρου από την Γερμανία, όπως επίσης την αναβίωση των
χριστουγεννιάτικων τραγουδιών και καλάντων, αλλά και την ανταλλαγή
Χριστουγεννιάτικων καρτών, αφού η πρώτη εμφανίστηκε στη βικτωριανή Βρετανία την
δεκαετία του 1840 (το 1843 σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε με το χέρι και μία έκδοση
1.000 καρτών βγήκε προς πώληση στο Λονδίνο: έδειχνε ένα οικογενειακό πάρτι σε
εξέλιξη, κάτω από το οποίο ήταν γραμμένο «καλά Χριστούγεννα και καλή χρονιά»
και στη μία πλευρά είχε μία σκηνή που τάιζαν κάποιον πεινασμένο και στην άλλη
μία σκηνή που έντυναν τους φτωχούς).
Οι ρίζες του χριστουγεννιάτικου δέντρου χάνονται στα ειδωλολατρικά έθιμα της
λατρείας τους (τότε τα δέντρα μεταφέρονταν μέσα στα σπίτια και τα στόλιζαν για
να εξασφαλίσουν καλή σοδειά τον επόμενο χρόνο). Λέγεται ότι ο Μαρτίνος Λούθηρος
ξεκίνησε την παράδοση των αναμμένων λαμπών, πάντα στη Γερμανία, τον
16ο αιώνα.
Το έργο του Dickens «A Christmas Carol» ήταν αυτό που μεταξύ άλλων ανέδειξε την Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, τόσο στη Βρετανία – όχι τυχαία (και στη συνέχεια σ΄όλη την Ευρώπη) όσο και στην Αμερική.
Ο πολιτικά (σύγχρονος, μάλλον πρωτοποριακός για τότε) και ρεαλιστικός τρόπος που περιέγραψε ο Dickens τις γιορτές, ως μια ανάπαυλα της καθημερινά όλο και πιο τραγικής διαβίωσης της εργατικής οικογένειας, όπου όλοι είναι ευγενικοί, καλοί και φιλάνθρωποι και σκέφτονται τον διπλανό τους σαν τον εαυτό τους, ήταν αυτό που μίλησε στις καρδιές των συμπατριωτών του και αποθέωσε το κείμενό του.Όσο περνούσαν τα χρόνια το μοτίβο της πληροφορίας ‑με την εξέλιξη και της ψηφιακής τεχνολογίας, άλλαζε άρδην (βλ ΝΥtimes A New ‘Christmas Carol’ Explores the Roots of Scrooge’s Scorn A new TV adaptation by Steven Knight)
Η ιστορία του Charles Dickens λίγο πολύ γνωστή: Ο
Εμπενέζερ Σκρουτζ (Ebenezer Scrooge), ένας (κλασσικός καπιταλιστής της εποχής),
τσιγκούνης και μίζερος γέρος (από αυτόν, πήρε τ΄ όνομά του και ο Σκρουτζ του
Ντίσνεϊ), δε νοιάζεται για κανέναν (ο χαρακτήρας είναι εμπνευσμένος από τον
πατέρα του, που ο Dickens μισούσε και λάτρευε ταυτοχρόνως) και οι άνθρωποι γι‘
αυτόν υπάρχουν μόνο για να δουλεύουν για αυτόν και να του δίνουν χρήματα.
Ιδιαιτέρως σιχαίνεται τα Χριστούγεννα, τα οποία θεωρεί πως
απλώς τον μεγαλώνουν κατά ένα χρόνο χωρίς, όμως, να τον κάνουν ούτε κατά μια
δεκάρα πλουσιότερο.
Εικονογράφηση John Leech, 1843 | “το αγόρι προσωποποίηση Άγνοιας, το κορίτσι Θέλησης” |
Όμως …(ο καπιταλισμός θέλει ανανέωση), την παραμονή των Χριστουγέννων του 1843, ο γερο-Σκρουτζ δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη από το φάντασμα του πρώην συνεργάτη του, Τζέικομπ Μάρλεϊ, που είχε πεθάνει ακριβώς πριν από επτά χρόνια.
Ο Μάρλεϊ υπήρξε και αυτός τσιγκούνης και μίζερος όπως ο Σκρουτζ, αλλά μετά θάνατον, υποφέρει από τις αμαρτίες του και θέλει να βοηθήσει τον Σκρουτζ, ώστε να μην έχει την ίδια κατάληξη. Εξηγεί, λοιπόν, στον πρώην συνεργάτη του πως πρόκειται τον επισκεφτούν τρία πνεύματα, των περασμένων (τον ταξιδεύει σε τρεις διαφορετικές στιγμές της ζωής του στο παρελθόν), των τωρινών (του φανερώνει την πραγματική διάσταση της τωρινής του ζωής ) και των μελλοντικών Χριστουγέννων (τον βάζει να παρακολουθήσει το θάνατο ενός άνδρα, του ίδιου του εαυτού του).
Αυτά τα τρία πνεύματα, λοιπόν, δείχνουν στον Σκρουτζ τα λάθη του κι ο ίδιος σταδιακά μετανοεί.Το πρωί των Χριστουγέννων, στέλνει μια γαλοπούλα (ως τότε το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο πιάτο ήταν η ψητή χήνα) στον ταλαίπωρο και φτωχό υπάλληλό του Μπομπ Κράτσιτ, ενώ περνά τη γιορτινή ημέρα παρέα με τον ανιψιό του Φρεντ, τον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή περιφρονούσε.
(η συνέχεια στο βιβλίο …ή ‑καλύτερα “επί της οθόνης”)
ℹ️ Αυτή είναι η πρώτη ηχητική εκδοχή (βρετανική) σε ταινία διάρκειας μιας
ώρας (βελτιωμένη έκδοση 77λ), του μυθιστορήματος “A Christmas Carol” του
Charles Dickens και είναι επίσης η μόνη προσαρμογή της ιστορίας με αόρατο το
φάντασμα του Marley (ο Seymour Hicks διαδραματίζει τον πρωταγωνιστικό
ρόλο ‑που μάλιστα παίζει και τον Ebenezer και νέο και γέρο).
ℹ️ Προϋπήρξε ένα 9λεπτο μικρού
μήκους (1928) του Hugh Croise με τον Bransby Williams
ℹ️ Η πρώτη κινηματογραφική προσπάθεια
μεταφοράς της νουβέλας του Dickens έγινε το 1901. Ονομαζόταν “Scrooge; Οr,
Marley’s Ghost” (το φάντασμα του Marley) και ήταν βρετανική — ένα
χαρακτηριστικό απόσπασμα μικρό, το μόνο τμήμα, άλλωστε, της ταινίας που έχει
διασωθεί από τη Βρετανική Ταινιοθήκη, αλλά φυσικά πολύ ενδιαφέρον, κυρίως για
ιστορικούς λόγους. Η μόνη γνωστή κόπια της BFI, είναι ελλιπής, αλλά καταφέρνει
να πει αρκετά από την ιστορία για να είναι αναγνωρίσιμη. Θεωρήθηκε στον καιρό
της επίτευγμα αφού μια ιστορία 80 σελίδων την έκανε 5λεπτη και είχε
πρωτοποριακές για τον καιρό σκηνές (τεχνικά)
Ο Ντίκενς υπήρξε από τους σφοδρότερους επικριτές των ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και της τεράστιας – απόλυτης φτώχειας, για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, επακόλουθο της Βιομηχανικής Επανάστασης, είναι ο συγγραφέας των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων και μέσα από τα βιβλία του (που έχουν όλα βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο) ξεπροβάλλει η φιλοσοφία του για τη ζωή.
Και αν η κοινωνική προσέγγιση της “χριστουγεννιάτικης ιστορίας” του, δείχνει σήμερα απλοϊκή, πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι το εργατικό κίνημα και οι διεκδικήσεις εκείνη την περίοδο ήταν ακόμη στα σπάργανα (το “μανιφέστο” των Μαρξ-Ένκελς δημοσιεύεται μετά πέντε χρόνια το 1848, που συμπίπτει με τις εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη και η παρισινή κομούνα αργεί ακόμη …ως το 1871 ένα χρόνο μετά το θάνατο του Ντίκενς).
Η καρδιά της επανάστασης θα χτυπήσει δυνατά στην “Ιστορία δύο πόλεων” — A Tale of Two Cities (1859), ενώ από τον “Ολιβερ Τουίστ” έως τον “Ζοφερό Οίκο” — The bleak house (1853) ο συγγραφέας δεν έπαψε ποτέ να ρίχνει το ανάθεμα στη βικτωριανή οικονομία και στους βικτωριανούς θεσμούς (χωρίς ποτέ να φτάσει στις ρίζες της). Αλλά να ξαναγυρίσουμε στη “Χριστουγεννιάτικη ιστορία του”: Η ζωή του υπήρξε οικονομικά πολυτάραχη, έτσι, όπως και σε πολλές άλλες περίοδες το φθινόπωρο του 1843 (που ξεκίνησε να το γράφει), ο συγγραφέας βρισκόταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση με τη γυναίκα του Kate να περιμένει το πέμπτο τους παιδί, ενώ έπρεπε να δίνουν χρήματα και για μια μεγάλη υποθήκη στο σπίτι τους στο Devonshire.
Τη “Χριστουγεννιάτικη Ιστορία” ξεκίνησε να τη γράφει τον Οκτώβριο, σταδιακά δέθηκε πολύ με τους χαρακτήρες της ιστορίας του, στο σημείο να κλαίει, να γελάει και να κλαίει ξανά, όπως έλεγε κι ο ίδιος, γράφοντάς την. Τελείωσε έξι εβδομάδες αργότερα. Πλήρωσε μόνος του τα έξοδα της έκδοσης του βιβλίου κι επέμεινε σε πολυτελές εξώφυλλο και εικονογράφηση, αλλά πούλησε το βιβλίο σε χαμηλή τιμή για να μπορούν όλοι να το αγοράσουν (αυτό ήταν και πάλι μέρος της φιλοσοφίας του).
Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν τα Χριστούγεννα του 1843, στις 19 Δεκεμβρίου κι έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία, αν και εξαιτίας του υψηλού κόστους της έκδοσης, τα έσοδα του ήταν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα. Από τότε, το όνομα του Dickens συνδέθηκε για πάντα με τα Χριστούγεννα και το βιβλίο έγινε χριστουγεννιάτικη παράδοση για όλες τις επόμενες γενιές. Τόσο είχε ταυτιστεί ο συγγραφέας με το χριστουγεννιάτικο πνεύμα που όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του το 1870, λέγεται ότι ένα κοριτσάκι ρώτησε αν αυτό σήμαινε πως θα πεθάνει μαζί του κι ο Αϊ Βασίλης.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ronald Hutton, ο σύγχρονος εορτασμός των Χριστουγέννων είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της επιρροής της νουβέλας (οικογενειακές συνάξεις εποχιακά φαγητά — η γνωστή σε όλους μας γαλοπούλα — και ποτά, χορός, παιχνίδι και εορταστική-πνευματική γενναιοδωρία) στην κοινωνία. Η ζωή αντέγραψε την τέχνη… η τέχνη αντέγραψε τη ζωή (βοηθούσης της άρχουσας τάξης και της βιομηχανίας του θεάματος).
Το διήγημα του Ντίκενς από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του κέρδισε τους κριτικούς. Στον αντίποδα, πολύ πρόσφατα – σημεία των καιρών… ο σύγχρονος αμερικανός φιλόσοφος Μάικλ Λέβιν (Michael Levin), έγραψε (τα Χριστούγεννα του 2000) μία “επίκαιρη” (συνάδει με την τότε οικονομική και πολιτική “νέα τάξη πραγμάτων”) «κριτική» του έργου από την αστική σκοπιά, για να καταγγείλει όχι την ταξική συμφιλίωσης (προς θεού !! ) αλλά τα “μεγάλα ψέματα” του Ντίκενς δηλ …να υπερασπιστεί τον Σκρουτζ “σαν επιχειρηματία του οποίου οι ιδέες και πρακτικές ωφελούν, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τους υπαλλήλους του και την κοινωνία εν γένει”…Να πούμε συμπληρωματικά πως ανεξάρτητα από τις προθέσεις του Ντίκενς, όλα ξεκίνησαν από την Αγγλία όχι τυχαία (ήταν η πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα τότε) όπως επίσης καθόλου τυχαία δεν είναι η “βιομηχανία των Χριστουγέννων” ειδικά στην Αμερική που προβάλλεται συνεχώς από την κυρίαρχη ιδεολογία (για προφανείς λόγους … βλ. και τα διάφορα ‑απανταχού “όλοι μαζί μπορούμε”)
Το «Christmas Carol», η δημοφιλής νουβέλα του Dickens υπήρξε εν τη γενέσει της η ιστορία του Ebenezer Scrooge, ενός άπληστου γέροντα που μισεί τα Χριστούγεννα και μεταμορφώνεται σε ένα ευγενικό πρόσωπο μέσα από τις επισκέψεις τεσσάρων φαντασμάτων.
Το κλασικό έργο έχει προσαρμοστεί αμέτρητες ‑κυριολεκτικά αμέτρητες (σίγουρα πάνω από 1000) φορές για σχεδόν κάθε είδος μέσο (βιβλίο, θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, κόμικς, καρτούν και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς)
Μερίδα του λέοντος από τον κινηματογραφικό και ψηφιακό κολοσσό Disney |
Από τη θεατρική προσαρμογή του Michael Wilson (σκηνοθέτης), με την πρωτότυπη μουσική του John Gromada στο θέατρο Alley για 19 χρόνια (1990–1998, 2005-σήμερα) …στο Hartford Stage για 17 χρόνια (1998-σήμερα) … στο Ford της Washington DC για 11 χρόνια
Από προσαρμογές του καπιταλιστική Ebenezer (πχ. ως ιδιοκτήτη μιας πόλης μεταλλευτικής εταιρείας) στην πιο πρόσφατη (Ιανουάριος του 2019), από το μονοπώλιο του θεάματος Blue Apple Theatre με μια ηθοποιό με το σύνδρομο Down, Katy Francis ως «Emilina» Scrooge στο Theatre Royal Winchester και φυσικά το τελευταίο τηλεοπτικό BBC One+iPlayer με πρώτα ονόματα, μεταξύ αυτών Guy Pearce, Stephen Graham, Andy Serkis, Joe Alwyn, Charlotte Riley and Vinette Robinson.
Μαθαίνουμε από το χθες, αντιμετωπίζουμε αγωνιστικά το σήμερα, οργανώνουμε την αντεπίθεση, παλεύοντας για το αύριο, ευχές για χρόνια πολλά, καλή χρονιά με δύναμη και υγεία.