Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κάρολος Ντίκενς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κάρολος Ντίκενς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

09 Ιουνίου 2022

Κάρολος Ντίκενς: για τα δίκαια του προλεταριάτου ενάντια στην ταξική ανισότητα και την εκμετάλλευση

Σαν σήμερα το 1870 πεθαίνει ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας (γεννήθηκε το 1812 στο Πόρτσμουθ, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λονδίνο).

Αναγκάστηκε να εργαστεί από 10 ετών, για να συντηρήσει τον εαυτό του, λόγω οικογενειακών προβλημάτων -στο σχολείο πήγε για δυόμισι με τρία χρόνια συνολικά. Ωστόσο, η ζωτικότητά του ήταν παροιμιώδης. Η ευφυΐα, το πρακτικό πνεύμα, ο ζήλος και η ανεξάντλητη ενεργητικότητα, δεν τον εγκατέλειψαν μέχρι το τέλος του.

Τα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα τα έκανε, δημοσιεύοντας έργα του σε περιοδικά και εφημερίδες. «Τα χαρτιά του Πίκγουικ» ήταν το πρώτο του βιβλίο, ενώ την ίδια περίοδο ανέλαβε και την έκδοση του περιοδικού «Bentley' s Miscellany». Μέσα από το περιοδικό δημοσίευσε μυθιστορήματά του που έμελλε να γίνουν μεγάλες επιτυχίες, όπως ο «Ολιβερ Τουίστ». Εξαιρετικά δημοφιλή τον έκαναν οι «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες», (απ' όπου ο τσιγκούνης Σκρουτζ έγινε το πρότυπο του Σκρουτζ Μακ Ντακ). Παράλληλα, πολλά από τα έργα του μεταφέρθηκαν στα θέατρα του Λονδίνου. Η αγάπη του και για την ηθοποιία τον οδήγησε στην ίδρυση δικού του θιάσου. Το 1846 στρέφεται στη δημοσιογραφία και ιδρύει την εφημερίδα «Daily News» και το περιοδικό «Household Words».

Κυριότερα έργα του:
«Ολιβερ Τουίστ», «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», «Το παλαιοπωλείο», «Το σκοτεινό σπίτι», «Δύσκολοι καιροί», «Μεγάλες προσδοκίες», «Το “πνεύμα των Χριστουγέννων” 💥 A Christmas Carol», κά. που διαβάζονται μέχρι σήμερα με την ίδια αγάπη σε όλο τον κόσμο.


Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Ντίκενς, ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ανήκει στους λογοτέχνες εκείνους που πολέμησαν με το έργο τους για τα δίκαια του προλεταριάτου. Ο ίδιος βίωσε από την παιδική του ηλικία τη φτώχεια, την εξαθλίωση και τον κατατρεγμό, βιώματα τα οποία αποτυπώνει στο έργο του - από τον «Ολιβερ Τουίστ» μέχρι τον «Οίκο του Ζόφου» - με σπάνια ευαισθησία και έξοχο ρεαλισμό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ένας από τους σημαντικότερους μεταφραστές του ήταν ο δικός μας κατατρεγμένος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

«Τα δύσκολα χρόνια» (μετάφρ. Αλεξίου Γεωργία, επιμέλεια Ορφανουδάκη Φλώρα, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2010, σελ. 512), ένα μυθιστόρημα που έγραψε στην ωριμότητά του (1854), αν και δεν είναι τόσο γνωστό όσο οι «Μεγάλες Προσδοκίες» ή ο «Ολιβερ Τουίστ», θεωρείται σταθμός στο έργο του. Στην ουσία πρόκειται για ένα λογοτεχνικό μανιφέστο κατά του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο σαρώνει όχι μόνο ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και ανθρώπινες υπάρξεις στην Αγγλία της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ο Ντίκενς επιτίθεται κατά της φτώχειας και της εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, κατά της ανεξέλεγκτης λειτουργίας της βιομηχανίας σε βάρος του περιβάλλοντος, κατά της κερδοφορίας του κεφαλαιοκράτη σε βάρος του εργάτη, κατά της ηθικής της αστικής τάξης, την οποία αντιπαραβάλλει στην ηθική της εργατικής τάξης, κατά της εκπαίδευσης που επιβάλλει η καπιταλιστική κοινωνία. Εξάλλου, και ο τίτλος του μυθιστορήματος, ο οποίος λειτουργεί μετωνυμικά, παραπέμπει στα δύσκολα χρόνια της Βιομηχανικής Επανάστασης.

Για να πετύχει τον στόχο του ο Ντίκενς και να αποτυπώσει με μεγαλύτερη ενάργεια τις ταξικές συγκρούσεις στη βιομηχανική Αγγλία του 19ου αιώνα, δεν διστάζει να παραβιάσει τις συμβάσεις του κλασικού ρεαλισμού και να δώσει στους ήρωές του τον χαρακτήρα συμβόλων, οι οποίοι στην ουσία συμπυκνώνουν τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών τάξεων που αντιπροσωπεύουν.

«Τα δύσκολα χρόνια» είναι ένα μυθιστόρημα που αποδεικνύει ότι η μεγάλη λογοτεχνία δεν βρίσκεται μόνο κοντά στον άνθρωπο, αλλά πολεμάει γι' αυτόν. Είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει και πρέπει να διαβαστεί.

Μεγάλες Προσδοκίες

Διαβάζοντας ή ξαναδιαβάζοντας τις «Μεγάλες Προσδοκίες» του Κάρολου Ντίκενς, ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να παρασυρθεί και να γοητευθεί από τη σύνθετη πλοκή, τους ολοκληρωμένους χαρακτήρες, τις ανατροπές και τις κορυφώσεις, τη μυστηριακή ατμόσφαιρα που συνυφαίνεται με τη ρεαλιστική αφήγηση, τις εναλλαγές του ύφους. Με άλλα λόγια, οι «Μεγάλες Προσδοκίες» έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των μεγάλων ρεαλιστικών μυθιστορημάτων που διαβάζονται απνευστί. Γι' αυτό, άλλωστε, γνωρίζει ακόμη και στις μέρες μας τόσο μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, αυτό που, κυρίως, ξεχωρίζει στις «Μεγάλες Προσδοκίες» είναι ο τρόπος με τον οποίο μετουσιώνει ο συγγραφέας σε καλλιτεχνικό έργο ένα σοβαρό κοινωνικό θέμα, το ταξικό πρόβλημα στην καπιταλιστική Αγγλία του 19ου αιώνα. Στην ουσία, αυτό που αντανακλάται στις «Μεγάλες Προσδοκίες» είναι η ταξική διαστρωμάτωση της αγγλικής κοινωνίας μετά τη βιομηχανική επανάσταση, στις αρχές του 19ου αιώνα. Μέσα από την οπτική της μέσης βικτωριανής περιόδου (1860), ο Ντίκενς αποτυπώνει τις καταστροφικές συνέπειες που έχει η νέα ταξική διάρθρωση της αστικής κοινωνίας στη ζωή και την εξέλιξη του ατόμου.

Η ιστορία του Πιπ, κεντρικού ήρωα και αφηγητή του μυθιστορήματος, απομυθοποιεί την κυρίαρχη αντίληψη των αστών, ότι, δηλαδή, μόνο στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς, του πλούτου και του κέρδους, το άτομο είναι ελεύθερο να επιλέξει τη ζωή που θέλει. Οι «μεγάλες προσδοκίες» του Πιπ να μετεξελιχθεί από φτωχόπαιδο των βάλτων της Νότιας Αγγλίας σε τζέντλεμαν του Λονδίνου, αποδεικνύονται ψεύτικες και ανερμάτιστες. Η κοινωνική κινητικότητα και το γεγονός ότι ο πλούτος μπορεί να αλλάξει γρήγορα χέρια δημιουργούν στον Πιπ ψευδαισθήσεις ότι η κοινωνική του άνοδος είναι μια εύκολη υπόθεση, αρκεί να έχει τα χρήματα. Οι «μεγάλες προσδοκίες», επομένως, ταυτίζονται με την ψευδή συνείδηση του ατόμου που ελπίζει ότι μπορεί να ανέβει την κοινωνική κλίμακα εύκολα και χωρίς κόστος, αρκεί να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις και τους κανόνες της κοινωνίας. Αυτή την ψευδαίσθηση την καλλιεργεί συστηματικά η αστική τάξη, υποχρεώνοντας το άτομο σε συμβιβασμούς και συνθλίβοντας την προσωπικότητά του. Ελέγχοντας τη συμπεριφορά του ατόμου, το αστικό κατεστημένο πετυχαίνει να προστατέψει την κυρίαρχη κοινωνική τάξη και τους κανόνες που την διέπουν.

Οι «Μεγάλες Προσδοκίες» έχουν χαρακτηριστεί μυθιστόρημα μαθητείας (Bildungsroman). Ωστόσο, η πορεία της μαθητείας του κεντρικού ήρωα δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά ακολουθεί δύο κατευθύνσεις διαφορετικές και, ταυτόχρονα, παράλληλες μεταξύ τους. Η πρώτη κατεύθυνση, που διακρίνεται και πιο εύκολα, είναι η μαθητεία του Πιπ ώστε να γίνει ένας ευυπόληπτος τζέντλεμαν. Καινούργια ρούχα, άβολα στην αρχή, καινούργιος τρόπος ζωής μέσα στην υψηλή κοινωνία, καινούργιες συμπεριφορές, τις οποίες μαθαίνει όχι χωρίς κόπο. Η δεύτερη και περισσότερο σημαντική κατεύθυνση είναι η μαθητεία του μέσα από τις τραυματικές εμπειρίες της ζωής, οι οποίες, τελικά, τον προσγειώνουν στην πραγματικότητα και αποδεικνύουν ότι οι μεγάλες προσδοκίες του ήταν ένα ψεύτικο οικοδόμημα, στηριγμένο σε μια ψευδή συνείδηση.

Η ζωή του Πιπ, καθώς βαδίζει προς την ενηλικίωση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σειρά συμβιβασμών στα πρότυπα συμπεριφοράς της αστικής κοινωνίας. Αρνείται την ταξική του καταγωγή, απορρίπτοντας, ως ακατάλληλους για τη νέα κοινωνική του θέση, τους φίλους του από το παρελθόν, τον καλοσυνάτο Joe και την παιδική του φίλη Biddy, που τον στήριξαν στα πρώτα του βήματα. Παρασυρμένος από το πάθος του για την Εστέλλα, ακολουθεί τυφλά τους κανόνες της νέας του ζωής, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι έχει γίνει ένας ακόμη συμβιβασμένος άνθρωπος μέσα στην κοινωνία των αστών. Από τη στιγμή που μαθαίνει ότι ο ανώνυμος ευεργέτης του του παρέχει τα οικονομικά μέσα να γίνει τζέντλεμαν, ο Πιπ, προκειμένου να πετύχει τους στόχους του, υποτάσσεται στην ηγεμονία της αστικής τάξης και συμβιβάζεται με τις αξίες της. Αυτό σημαίνει ότι παύει να είναι ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος μπορεί να διαφεντεύει τη ζωή του, και το μόνο που κατορθώνει είναι να μιμείται παραδείγματα άλλων ανθρώπων, οι οποίοι θεωρούνται από την κοινωνία αξιοσέβαστοι τζέντλεμαν. Αυτή η καινούργια ζωή, η οποία θεμελιώνεται στις ψευδαισθήσεις, στη μίμηση και τους συμβιβασμούς, τον καταστρέφει οικονομικά, τον εξουθενώνει ψυχικά και, σε τελευταία ανάλυση, αποκαλύπτει ότι η σχέση του ατόμου, ως οντότητας, με την κοινωνία των αστών είναι σχέση συγκρουσιακή και καταστροφική.

Ενα μυθιστόρημα, όμως, δεν είναι μια επιστημονική κοινωνιολογική μελέτη. Είναι ένα καλλιτεχνικό έργο, το οποίο οφείλει πρώτιστα να υπακούει στους κανόνες και τις αρχές της αφηγηματικής τέχνης. Ο Ντίκενς κατορθώνει με αριστοτεχνικό τρόπο να δείξει πώς η διαδικασία μεταμόρφωσης του Πιπ σε ευυπόληπτο τζέντλεμαν αποκοιμίζει την κοινωνική του συνείδηση, συσκοτίζει την κριτική του σκέψη και μειώνει τις εσωτερικές του αντιστάσεις. Κομβικό γεγονός για την εξέλιξη της πλοκής είναι η συνάντησή του με την μυστηριώδη Miss Havisham και την υιοθετημένη κόρη της, την όμορφη Εστέλλα. Η Miss Havisham, η νύφη που ο γαμπρός εγκατέλειψε στα σκαλιά της εκκλησίας, υιοθετεί την Εστέλλα και την εκπαιδεύει έτσι ώστε να γίνει μια γοητευτική γυναίκα που θα ραγίζει τις καρδιές των ανδρών. Η Εστέλλα γίνεται το όργανό της για να εκδικηθεί τους άνδρες. Πρώτο θύμα της είναι ο Πιπ. Με τις ευλογίες της Miss Havisham, η Εστέλλα δείχνει την περιφρόνησή της στον Πιπ, τον κοροϊδεύει για την εμφάνισή του, τη φτώχεια του, τους τρόπους του. Από εκείνη τη στιγμή ο Πιπ, μαγεμένος από την ομορφιά της Εστέλλα, αρχίζει να αμφιβάλλει για τον εαυτό του και για τη ζωή του. Ντρέπεται για το περιβάλλον του και την κοινωνική του τάξη και αρχίζει να σκέφτεται με εμμονή πώς θα ξεφύγει από τη μίζερη ζωή του, για να γίνει αντάξιος της Εστέλλα. Τότε ακριβώς αρχίζουν οι μεγάλες προσδοκίες, τότε ακριβώς αρχίζει να διαμορφώνεται η ψευδής συνείδηση. Από το σημείο αυτό και μετά, όλα τα γεγονότα που συνθέτουν την πλοκή, διαγράφουν την πορεία της ζωής του Πιπ, η οποία, ενώ στην αρχή φαίνεται να τον οδηγεί στην εκπλήρωση των ονείρων του, στην τελική της έκβαση γκρεμίζει τις μεγάλες του προσδοκίες. Ο Magwitch, ο δραπέτης που είχε βοηθήσει, όταν ήταν παιδί, και κρυφός ευεργέτης του, τα χρήματα, η σπάταλη ζωή στο Λονδίνο, η σχέση του με τον κ. Jaggers, τον απόμακρο και ψυχρό συνήγορο των ποινικών καταδίκων, οι φυλακές και τα δικαστήρια, οι λέσχες των αριστοκρατών και οι δεξιώσεις της υψηλής κοινωνίας και πάνω απ' όλα το κυνήγι της Εστέλλα παρασύρουν τον Πιπ σε μια ζωή την οποία ο ίδιος δεν μπορεί να ελέγξει, αφού το μόνο που έχει μάθει, από τη στιγμή που αρνήθηκε την κοινωνική του τάξη, είναι να συμβιβάζεται στις αρχές και τις αξίες της αστικής κοινωνίας. Το αποτέλεσμα αυτής της σκληρής μαθητείας είναι η οικονομική καταστροφή, η αλλοτρίωση της προσωπικότητάς του, η σωματική και η ψυχική του εξουθένωση. Ωστόσο, ο Πιπ, μέσα από τις πικρές εμπειρίες της ζωής του, μαθαίνει, τελικά, ότι το να αρνηθεί κάποιος την κοινωνική του τάξη δεν είναι μια εύκολη υπόθεση και έχει μεγάλο κόστος. Ο ίδιος πλήρωσε ακριβά αυτήν την άρνηση και, ώριμος πια, αφηγείται τις περιπέτειες της ζωής του. Σ' αυτήν την αφήγηση ο αναγνώστης διακρίνει την πικρία του αφηγητή, ακόμη και στις στιγμές που με καυστικό χιούμορ σατιρίζει πολλές από τις καταστάσεις που βίωσε. Η μεταστροφή του Πιπ φαίνεται κυρίως προς το τέλος της αφήγησης, όταν, μέσα στη φυλακή, ξενυχτάει στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου Magwitch. Του συμπαραστέκεται σαν γιος, τον παρηγορεί και διαβάζει τις ενδόμυχες σκέψεις του: «Καμιά φορά μου δημιουργούσε την εντύπωση από τον τρόπο του και από καμιά ψιθυριστή λέξη που του ξέφευγε από τα χείλια του πως τον απασχολούσε το πρόβλημα κατά πόσο θα μπορούσε να είναι καλύτερος άνθρωπος, αν ζούσε κάτω από καλύτερες συνθήκες. Ποτέ όμως δεν δικαιολογήθηκε κι ούτε προσπάθησε ν' αποτινάξει από πάνω του το παρελθόν του τώρα που είχε πια πάρει το οριστικό του σχήμα».

Ο προβληματισμός του κυνηγημένου και έκπτωτου κοινωνικά Magwitch αναδεικνύει ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα, τη σύγκρουση του ανθρώπου με την κοινωνική αδικία και τα όρια της ατομικής ευθύνης. Πρόκειται για ένα θέμα που δεν απασχολεί απλώς τον Ντίκενς, αλλά, το κυριότερο, γίνεται πηγή έμπνευσης στα σημαντικότερα έργα του, από τον «Ολιβερ Τουίστ» μέχρι τον «Οίκο του Ζόφου» και τα «Δύσκολα Χρόνια». Ο Ντίκενς γνώριζε καλά, από προσωπική εμπειρία, την εκμετάλλευση και τη σκληρότητα της ταξικής κοινωνίας. Σε όλη του τη ζωή τον κυνηγούσε το φάντασμα της φτώχειας και προσπαθούσε, δουλεύοντας σκληρά, να μην ξαναπέσει στα δίχτυα της. Οπαδός των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, ήλπιζε, όπως πολλοί φωτισμένοι άνθρωποι της εποχής του, ότι με το φιλανθρωπικό του έργο και τη μαχητική του δημοσιογραφία θα μπορούσε να περιορίσει την κοινωνική αδικία. Τα οράματα του Ντίκενς για μια πιο δίκαιη κοινωνία μπορεί να χαρακτηριστούν ουτοπικά, με το λογοτεχνικό του έργο, όμως, ο μεγάλος Άγγλος συγγραφέας κατόρθωσε να ζωντανέψει με ρεαλισμό και χωρίς ψευδαισθήσεις τον εφιαλτικό κόσμο του καπιταλισμού.

 

31 Δεκεμβρίου 2021

Το «πνεύμα των Χριστουγέννων» 💥 A Christmas Carol

Το πρωτογνωρίσαμε το ΄56, από τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» (πρόκειται για γνωστό, στους μεγαλύτερους ‑αμερικανόφερτο κόμικ – σε μετάφραση συνήθως, που έφερε στην Ελλάδα η “Εκδόσεις Ατλαντίς / Πεχλιβανίδης” το ΄51 — στην Αμερική ξεκίνησαν το ΄41 !! – με το πρώτο τεύχος “οι Άθλιοι” να πιάνουν το αστρονομικό τιράζ του 1.000.000 αντιτύπων).

 Φυσικά τα «εικονογραφημένα» μόνο κλασσικά δεν ήταν γιατί από τη λογοτεχνία δεν έμενε τίποτα, μερικές φορές ούτε και από το story (με τον ίδιο τρόπο που το Hollywood κατέστρεφε συστηματικά την ελληνική μυθολογία και ιστορία).
Το «πνεύμα των Χριστουγέννων-Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» είναι το τεύχος 20 – του Δεκ 1952

Η γνωστή νουβέλα του Ντίκενς, «A Christmas Carol», έστω και «εικονογραφημένη» μας μελαγχόλησε πολύ, μας μάγεψε, κυριολεκτικά τη λατρέψαμε (τότε), αργότερα διαβάσαμε (κάποιοι από εμάς) το βιβλίο και το είδαμε αρκετές φορές στον κινηματογράφο σε κάποιες αρκετά αξιόλογες εκδόσεις του.

Πέρασαν χρόνια, για να συνειδητοποιήσουμε το πώς και γιατί έγινε κυριολεκτικά bestseller, πολύ παραπάνω από άλλα, μάλλον ανώτερα του Ντίκενς.

Στην πρώιμη βικτωριανή περίοδο στη Βρετανία, οι γιορτές των Χριστουγέννων με τις μεσαιωνικές παραδόσεις, που συνδύαζαν την γέννηση του Χριστού με τις αρχαίες Ρωμαϊκές γιορτές Saturnalia και το γερμανικό χειμερινό Yule, αντιμετωπίζονταν (ήταν παγανιστικές) με αυξανόμενη καχυποψία από τα εκκλησιαστικά δόγματα.

Οι Yule ή Yuletide (“Yule-χρονο”) μια θρησκευτική γιορτή των λαών της Βόρειας Ευρώπης, που στη συνέχεια ενσωματώθηκε στην χριστιανική χροιά των Χριστουγέννων.
Οι πρώτες αναφορές για Yule είναι μέσω των αυτοχθόνων γερμανικών ονόματα των μηνών Ærra Jéola (προ-Yule) ή Jiuli και Æftera Jéola (μετά-Yule).
Οι μελετητές έχουν συνδέσει τη γιορτή με το Wild Hunt , το θεό Όντιν και την παγανιστική αγγλοσαξονική Modranicht .

Να μην ξεχνάμε όμως, αν θέλουμε να κάνουμε μια σωστή κοινωνική προσέγγιση, πως βρισκόμαστε στην περίοδο της βιομηχανική επανάσταση της αστικής τάξης, τότε σε πλήρη εξέλιξη (πρωτοκυκλοφόρησε 19 Δεκέμβρη 1843) και φυσικά η πολιτική εξουσία δεν επιθυμούσε «διατάραξη της τάξης», που θα έφερνε εμπόδια στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, πέρα από το ότι καθόλου χρόνος και χρήματα δεν υπήρχαν στους εργάτες και στη φτωχή λαϊκή οικογένεια της εποχής για εορτασμούς.

O πρίγκιπας Αλβέρτος εισήγαγε το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου από την Γερμανία, όπως επίσης την αναβίωση των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών και καλάντων, αλλά και την ανταλλαγή Χριστουγεννιάτικων καρτών, αφού η πρώτη εμφανίστηκε στη βικτωριανή Βρετανία την δεκαετία του 1840 (το 1843 σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε με το χέρι και μία έκδοση 1.000 καρτών βγήκε προς πώληση στο Λονδίνο: έδειχνε ένα οικογενειακό πάρτι σε εξέλιξη, κάτω από το οποίο ήταν γραμμένο «καλά Χριστούγεννα και καλή χρονιά» και στη μία πλευρά είχε μία σκηνή που τάιζαν κάποιον πεινασμένο και στην άλλη μία σκηνή που έντυναν τους φτωχούς).
Οι ρίζες του χριστουγεννιάτικου δέντρου χάνονται στα ειδωλολατρικά έθιμα της λατρείας τους (τότε τα δέντρα μεταφέρονταν μέσα στα σπίτια και τα στόλιζαν για να εξασφαλίσουν καλή σοδειά τον επόμενο χρόνο). Λέγεται ότι ο Μαρτίνος Λούθηρος ξεκίνησε την παράδοση των αναμμένων λαμπών, πάντα στη Γερμανία, τον 16ο αιώνα.

Το έργο του Dickens «A Christmas Carol» ήταν αυτό που μεταξύ άλλων ανέδειξε την Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, τόσο στη Βρετανία – όχι τυχαία (και στη συνέχεια σ΄όλη την Ευρώπη) όσο και στην Αμερική.

Ο πολιτικά (σύγχρονος, μάλλον πρωτοποριακός για τότε) και ρεαλιστικός τρόπος που περιέγραψε ο Dickens τις γιορτές, ως μια ανάπαυλα της καθημερινά όλο και πιο τραγικής διαβίωσης της εργατικής οικογένειας, όπου όλοι είναι ευγενικοί, καλοί και φιλάνθρωποι και σκέφτονται τον διπλανό τους σαν τον εαυτό τους, ήταν αυτό που μίλησε στις καρδιές των συμπατριωτών του και αποθέωσε το κείμενό του.

Όσο περνούσαν τα χρόνια το μοτίβο της πληροφορίας ‑με την εξέλιξη και της ψηφιακής τεχνολογίας, άλλαζε άρδην (βλ ΝΥtimes A New ‘Christmas Carol’ Explores the Roots of Scrooge’s Scorn A new TV adaptation by Steven Knight)

Η ιστορία του Charles Dickens λίγο πολύ γνωστή: Ο Εμπενέζερ Σκρουτζ (Ebenezer Scrooge), ένας (κλασσικός καπιταλιστής της εποχής), τσιγκούνης και μίζερος γέρος (από αυτόν, πήρε τ΄ όνομά του και ο Σκρουτζ του Ντίσνεϊ), δε νοιάζεται για κανέναν (ο χαρακτήρας είναι εμπνευσμένος από τον πατέρα του, που ο Dickens μισούσε και λάτρευε ταυτοχρόνως) και οι άνθρωποι γι‘ αυτόν υπάρχουν μόνο για να δουλεύουν για αυτόν και να του δίνουν χρήματα.
Ιδιαιτέρως σιχαίνεται τα Χριστούγεννα, τα οποία θεωρεί πως απλώς τον μεγαλώνουν κατά ένα χρόνο χωρίς, όμως, να τον κάνουν ούτε κατά μια δεκάρα πλουσιότερο.

Εικονογράφηση John Leech, 1843 | “το αγόρι προσωποποίηση Άγνοιας, το κορίτσι Θέλησης”

Όμως …(ο καπιταλισμός θέλει ανανέωση), την παραμονή των Χριστουγέννων του 1843, ο γερο-Σκρουτζ δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη από το φάντασμα του πρώην συνεργάτη του, Τζέικομπ Μάρλεϊ, που είχε πεθάνει ακριβώς πριν από επτά χρόνια.

Ο Μάρλεϊ υπήρξε και αυτός τσιγκούνης και μίζερος όπως ο Σκρουτζ, αλλά μετά θάνατον, υποφέρει από τις αμαρτίες του και θέλει να βοηθήσει τον Σκρουτζ, ώστε να μην έχει την ίδια κατάληξη. Εξηγεί, λοιπόν, στον πρώην συνεργάτη του πως πρόκειται τον επισκεφτούν τρία πνεύματα, των περασμένων (τον ταξιδεύει σε τρεις διαφορετικές στιγμές της ζωής του στο παρελθόν), των τωρινών (του φανερώνει την πραγματική διάσταση της τωρινής του ζωής ) και των μελλοντικών Χριστουγέννων (τον βάζει να παρακολουθήσει το θάνατο ενός άνδρα, του ίδιου του εαυτού του).

Αυτά τα τρία πνεύματα, λοιπόν, δείχνουν στον Σκρουτζ τα λάθη του κι ο ίδιος σταδιακά μετανοεί.
Το πρωί των Χριστουγέννων, στέλνει μια γαλοπούλα (ως τότε το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο πιάτο ήταν η ψητή χήνα) στον ταλαίπωρο και φτωχό υπάλληλό του Μπομπ Κράτσιτ, ενώ περνά τη γιορτινή ημέρα παρέα με τον ανιψιό του Φρεντ, τον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή περιφρονούσε.
(η συνέχεια στο βιβλίο …ή ‑καλύτερα “επί της οθόνης”)

ℹ️ Αυτή είναι η πρώτη  ηχητική εκδοχή (βρετανική) σε ταινία διάρκειας μιας ώρας (βελτιωμένη έκδοση 77λ), του μυθιστορήματος “A Christmas Carol” του Charles Dickens και είναι επίσης η μόνη προσαρμογή της ιστορίας με αόρατο το φάντασμα του Marley (ο Seymour Hicks  διαδραματίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο ‑που μάλιστα παίζει και τον Ebenezer και νέο και γέρο).
ℹ️ Προϋπήρξε ένα 9λεπτο μικρού μήκους (1928) του Hugh Croise με τον Bransby Williams
ℹ️ Η πρώτη κινηματογραφική προσπάθεια μεταφοράς της νουβέλας του Dickens έγινε το 1901. Ονομαζόταν “Scrooge; Οr, Marley’s Ghost” (το φάντασμα του Marley) και ήταν βρετανική — ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα μικρό, το μόνο τμήμα, άλλωστε, της ταινίας που έχει διασωθεί από τη Βρετανική Ταινιοθήκη, αλλά φυσικά πολύ ενδιαφέρον, κυρίως για ιστορικούς λόγους. Η μόνη γνωστή κόπια της BFI, είναι ελλιπής, αλλά καταφέρνει να πει αρκετά από την ιστορία για να είναι αναγνωρίσιμη. Θεωρήθηκε στον καιρό της επίτευγμα αφού μια ιστορία 80 σελίδων την έκανε 5λεπτη και είχε πρωτοποριακές για τον καιρό σκηνές (τεχνικά)

Βέβαια για τις ανάγκες του παραμυθιού η “καλοσύνη” του Σκρουτζ συνεχίζεται και μετά τα Χριστούγεννα, αφού γίνεται πια “καλός” και “ευεργέτης” δίνει αύξηση στον Μπομπ και ορκίζεται να βοηθά την οικογένειά του, ιδίως τον μικρό γιο του Τιμ, που είναι κουτσός και τελικά, ο Σκρουτζ μεταμορφώνεται στον μεγαλύτερο ευεργέτη της πόλης του και λυτρώνεται.

Ο Ντίκενς υπήρξε από τους σφοδρότερους επικριτές των ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και της τεράστιας – απόλυτης φτώχειας, για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, επακόλουθο της Βιομηχανικής Επανάστασης, είναι ο συγγραφέας των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων και μέσα από τα βιβλία του (που έχουν όλα βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο) ξεπροβάλλει η φιλοσοφία του για τη ζωή.

Και αν η κοινωνική προσέγγιση της “χριστουγεννιάτικης ιστορίας” του, δείχνει σήμερα απλοϊκή, πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι το εργατικό κίνημα και οι διεκδικήσεις εκείνη την περίοδο ήταν ακόμη στα σπάργανα (το “μανιφέστο” των Μαρξ-Ένκελς δημοσιεύεται μετά πέντε χρόνια το 1848, που συμπίπτει με τις εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη και η παρισινή κομούνα αργεί ακόμη …ως το 1871 ένα χρόνο μετά το θάνατο του Ντίκενς).

Η καρδιά της επανάστασης θα χτυπήσει δυνατά στην “Ιστορία δύο πόλεων” — A Tale of Two Cities (1859), ενώ από τον “Ολιβερ Τουίστ” έως τον “Ζοφερό Οίκο” — The bleak house (1853) ο συγγραφέας δεν έπαψε ποτέ να ρίχνει το ανάθεμα στη βικτωριανή οικονομία και στους βικτωριανούς θεσμούς (χωρίς ποτέ να φτάσει στις ρίζες της). Αλλά να ξαναγυρίσουμε στη “Χριστουγεννιάτικη ιστορία του”: Η ζωή του υπήρξε οικονομικά πολυτάραχη, έτσι, όπως και σε πολλές άλλες περίοδες το φθινόπωρο του 1843 (που ξεκίνησε να το γράφει), ο συγγραφέας βρισκόταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση με τη γυναίκα του Kate να περιμένει το πέμπτο τους παιδί, ενώ έπρεπε να δίνουν χρήματα και για μια μεγάλη υποθήκη στο σπίτι τους στο Devonshire.

Τη “Χριστουγεννιάτικη Ιστορία” ξεκίνησε να τη γράφει τον Οκτώβριο, σταδιακά δέθηκε πολύ με τους χαρακτήρες της ιστορίας του, στο σημείο να κλαίει, να γελάει και να κλαίει ξανά, όπως έλεγε κι ο ίδιος, γράφοντάς την. Τελείωσε έξι εβδομάδες αργότερα. Πλήρωσε μόνος του τα έξοδα της έκδοσης του βιβλίου κι επέμεινε σε πολυτελές εξώφυλλο και εικονογράφηση, αλλά πούλησε το βιβλίο σε χαμηλή τιμή για να μπορούν όλοι να το αγοράσουν (αυτό ήταν και πάλι μέρος της φιλοσοφίας του).

Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν τα Χριστούγεννα του 1843, στις 19 Δεκεμβρίου κι έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία, αν και εξαιτίας του υψηλού κόστους της έκδοσης, τα έσοδα του ήταν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα. Από τότε, το όνομα του Dickens συνδέθηκε για πάντα με τα Χριστούγεννα και το βιβλίο έγινε χριστουγεννιάτικη παράδοση για όλες τις επόμενες γενιές. Τόσο είχε ταυτιστεί ο συγγραφέας με το χριστουγεννιάτικο πνεύμα που όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του το 1870, λέγεται ότι ένα κοριτσάκι ρώτησε αν αυτό σήμαινε πως θα πεθάνει μαζί του κι ο Αϊ Βασίλης.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Ronald Hutton, ο σύγχρονος εορτασμός των Χριστουγέννων είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της επιρροής της νουβέλας (οικογενειακές συνάξεις εποχιακά φαγητά — η γνωστή σε όλους μας γαλοπούλα — και ποτά, χορός, παιχνίδι και εορταστική-πνευματική γενναιοδωρία) στην κοινωνία. Η ζωή αντέγραψε την τέχνη… η τέχνη αντέγραψε τη ζωή (βοηθούσης της άρχουσας τάξης και της βιομηχανίας του θεάματος).

Το διήγημα του Ντίκενς από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του κέρδισε τους κριτικούς. Στον αντίποδα, πολύ πρόσφατα – σημεία των καιρών… ο σύγχρονος αμερικανός φιλόσοφος Μάικλ Λέβιν (Michael Levin), έγραψε (τα Χριστούγεννα του 2000) μία “επίκαιρη” (συνάδει με την τότε οικονομική και πολιτική “νέα τάξη πραγμάτων”) «κριτική» του έργου από την αστική σκοπιά, για να καταγγείλει όχι την ταξική συμφιλίωσης (προς θεού !! ) αλλά τα “μεγάλα ψέματα” του Ντίκενς δηλ …να υπερασπιστεί τον Σκρουτζ “σαν επιχειρηματία του οποίου οι ιδέες και πρακτικές ωφελούν, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τους υπαλλήλους του και την κοινωνία εν γένει”…

Να πούμε συμπληρωματικά πως ανεξάρτητα από τις προθέσεις του Ντίκενς, όλα ξεκίνησαν από την Αγγλία όχι τυχαία (ήταν η πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα τότε) όπως επίσης καθόλου τυχαία δεν είναι η “βιομηχανία των Χριστουγέννων” ειδικά στην Αμερική που προβάλλεται συνεχώς από την κυρίαρχη ιδεολογία (για προφανείς λόγους … βλ. και τα διάφορα ‑απανταχού “όλοι μαζί μπορούμε”)

Το «Christmas Carol», η δημοφιλής νουβέλα του Dickens υπήρξε εν τη γενέσει της η ιστορία του Ebenezer Scrooge, ενός άπληστου γέροντα που μισεί τα Χριστούγεννα και μεταμορφώνεται σε ένα ευγενικό πρόσωπο μέσα από τις επισκέψεις τεσσάρων φαντασμάτων.

Το κλασικό έργο έχει προσαρμοστεί αμέτρητες ‑κυριολεκτικά αμέτρητες (σίγουρα πάνω από 1000) φορές για σχεδόν κάθε είδος μέσο (βιβλίο, θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, κόμικς, καρτούν και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς)

Μερίδα του λέοντος από τον κινηματογραφικό και ψηφιακό κολοσσό Disney
Από τότε που ο μεγάλος βρετανός ηθοποιός Seymour Hicks περιόδευε την Αγγλία με τη δική του μη μουσική προσαρμογή της ιστορίας, στην πρωτότυπη μουσική σκηνική προσαρμογή του Tim Dietlein, που κινηματογραφήθηκε στην επαναλαμβανόμενη επί χρόνια θεατρική προσαρμογή στο Θέατρο Guthrie στη Μινεάπολη και σε εκατοντάδες παρόμοιες σε όλο τον κόσμο.

Από τη θεατρική προσαρμογή του Michael Wilson (σκηνοθέτης), με την πρωτότυπη μουσική του John Gromada στο θέατρο Alley για 19 χρόνια (1990–1998, 2005-σήμερα) …στο Hartford Stage για 17 χρόνια (1998-σήμερα) … στο Ford της Washington DC για 11 χρόνια

Από προσαρμογές του καπιταλιστική Ebenezer (πχ. ως ιδιοκτήτη μιας πόλης μεταλλευτικής εταιρείας) στην πιο πρόσφατη (Ιανουάριος του 2019), από το μονοπώλιο του θεάματος Blue Apple Theatre με μια ηθοποιό με το σύνδρομο Down, Katy Francis ως «Emilina» Scrooge στο Theatre Royal Winchester και φυσικά το τελευταίο τηλεοπτικό BBC One+iPlayer με πρώτα ονόματα, μεταξύ αυτών Guy Pearce, Stephen Graham, Andy Serkis, Joe Alwyn, Charlotte Riley and Vinette Robinson.

Μαθαίνουμε από το χθες, αντιμετωπίζουμε αγωνιστικά το σήμερα, οργανώνουμε την αντεπίθεση, παλεύοντας για το αύριο, ευχές για χρόνια πολλά, καλή χρονιά με δύναμη και υγεία.

Ο σοσιαλισμός είναι η απάντηση για τον 21ο αιώνα!