11 Φεβρουαρίου 2023

Antonio Gramsci _Μισώ τους αδιάφορους

Ο Αντόνιο Γκράμσι, Ιταλός πολιτικός, φιλόσοφος, πολιτικός επιστήμονας, δημοσιογράφος, συγγραφέας, γλωσσολόγος, κριτικός λογοτεχνίας κά, υπήρξε ιδρυτής και ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, γεννημένος στο Άλες της Σαρδηνίας, 22-Ιαν-1891, το 1913 προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Μαζί με τον Τολιάτι και τον Τερατσίνι συγκρότησαν το 1919 την ομάδα «Νέα Τάξη» που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και τη διάδοση του λενινισμού και του μηνύματος της Οχτωβριανής Επανάστασης στην εργατική τάξη της Ιταλίας. Το 1921 η ομάδα αυτή μαζί με άλλους αριστερούς σοσιαλιστές ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας.

Η γυναίκα του Julia
(Schucht) _ Gramsci
4ος γιος οικογένειας με επτά αγόρια, με πατέρα (Φραντσέσκο) αλβανικής καταγωγής Γκράμσι (μετανάστη γύρω στα 1700 στη Νότια Ιταλία), χαμηλόβαθμο δημόσιο υπάλληλο και μητέρα του την Πεππίνα (Τζιουζεππίνα) Γκράμσι, κόρη εφοριακού υπαλλήλου. Σπούδασε με υποτροφία που κέρδισε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο όπου μυήθηκε και μύησε στις σοσιαλιστικές ιδέες και αμέσως _χαρισματικός καθώς ήταν αναδείχτηκε σε καθοδηγητικό στέλεχος του Σοσιαλιστικού (μετέπειτα Κομμουνιστικού) Κόμματος.
Το 1914 παίρνει το πτυχίο του και τον επόμενο χρόνο περνά στη σύνταξη της σοσιαλιστικής εφημερίδας του Τορίνο "Il grido del popolo" (Η Κραυγή του Λαού) και λίγο αργότερα στη σύνταξη του κεντρικού οργάνου του Σοσιαλιστικού Κόμματος «Avanti» (Εμπρός) - και του εβδομαδιαίου "L' Ordine Nuovo" (Νέα Τάξη).
Το 1914 όταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα –όπως και όλη η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη διχάστηκε γύρω από το αν πρέπει η Ιταλία να συμμετάσχει στον Α' Παγκόσμιο ο Γκράμσι τάχθηκε υπέρ της ουδετερότητας, αλλά όχι της "απόλυτης" που υποστήριζε μέρος της ηγεσίας του κόμματος, αλλά την "ενεργής, μάχιμης _ λειτουργικής" διαβλέποντας την απειλή να μετατραπεί το προλεταριάτο σε αμέτοχο παρατηρητή και νεροκουβαλητή των αστών
Το 1920 καθοδηγεί την μεγάλη απεργία των εργατών για την υπεράσπιση των εργοστασιακών επιτροπών του Τορίνο και διατυπώνει το πολιτικό πρόγραμμα-μανιφέστο «Για την ανανέωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος».

Το κελί της φυλακής Turi όπου ήταν έγκλειστος

Το Νοέμβρη του 1926 συνελήφθη απ’ τους φασίστες και εξορίστηκε. Το 1928 το δικαστήριο τον καταδίκασε σε 20 χρόνια φυλακή. Το 1937 αποφυλακίστηκε ενώ η υγεία του είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Έτσι λίγες μέρες μετά την αποφυλάκισή του 27 Απριλίου 1937 πέθανε.
Άφησε μεγάλη θεωρητική κληρονομιά που περιέχεται στα περίφημα «Τετράδια της φυλακής», γραμμένα στα χρόνια της φυλάκισής του.

Μισώ τους αδιάφορους

Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι μαχητικά κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι αγωνιστής με το λαό. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό Odio gli indifferenti μισώ τους αδιάφορους.
Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία. Είναι αυτό που δεν μπορείς να υπολογίσεις. Είναι αυτό που διαταράσσει τα προγράμματα, που ανατρέπει τα σχέδια που έχουν κατασκευαστεί με τον καλύτερο τρόπο. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει τη σκέψη  ευφυΐα.

Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει.
Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί. Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.

 Άλλοι γκρινιάζουν αξιολύπητα, άλλοι βρίζουν άσεμνα, αλλά κανένας ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το καθήκον μου, αν προσπαθούσα να διεκδικήσω (με) τη θέλησή μου, θα γινόταν αυτό που συνέβη;

Μισώ τους αδιάφορους και γι' αυτό: γιατί με εκνευρίζει η αιώνια αθώα γκρίνια τους. Ζητώ από τον καθένα να λογοδοτήσει για το πώς έφερε σε πέρας το καθήκον που του έχει βάλει η ζωή και τους αναθέτει σε καθημερινή βάση, τι έχει κάνει και κυρίως τι δεν έχει κάνει. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν χρειάζεται να σπαταλήσω τον οίκτο μου, ότι δεν χρειάζεται να μοιραστώ τα δάκρυά μου μαζί τους.

Είμαι παρτιζάνος, ζω, νιώθω τη δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης που χτίζει το κομμάτι μου να πάλλεται ήδη στις συνειδήσεις του μέρους μου. Και σε αυτήν η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει λίγους, σε αυτήν ό,τι συμβαίνει δεν οφείλεται σε τύχη, σε μοιραίο, αλλά είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει κανείς μέσα σε αυτό που να στέκεται στο παράθυρο και να παρακολουθεί καθώς οι λίγοι θυσιάζονται, λιποθυμούν. Ζω, είμαι παρτιζάνος Γι' αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους _Odio gli indifferenti

 


Odio gli indifferenti. Credo che vivere voglia dire essere partigiani. Chi vive veramente non può non essere cittadino e partigiano. L’indifferenza è abulia, è parassitismo, è vigliaccheria, non è vita. Perciò odio gli indifferenti.

L’indifferenza è il peso morto della storia. L’indifferenza opera potentemente nella storia. Opera passivamente, ma opera. È la fatalità; è ciò su cui non si può contare; è ciò che sconvolge i programmi, che rovescia i piani meglio costruiti; è la materia bruta che strozza l’intelligenza. Ciò che succede, il male che si abbatte su tutti, avviene perché la massa degli uomini abdica alla sua volontà, lascia promulgare le leggi che solo la rivolta potrà abrogare, lascia salire al potere uomini che poi solo un ammutinamento potrà rovesciare. Tra l’assenteismo e l’indifferenza poche mani, non sorvegliate da alcun controllo, tessono la tela della vita collettiva, e la massa ignora, perché non se ne preoccupa; e allora sembra sia la fatalità a travolgere tutto e tutti, sembra che la storia non sia altro che un enorme fenomeno naturale, un’eruzione, un terremoto del quale rimangono vittime tutti, chi ha voluto e chi non ha voluto, chi sapeva e chi non sapeva, chi era stato attivo e chi indifferente. Alcuni piagnucolano pietosamente, altri bestemmiano oscenamente, ma nessuno o pochi si domandano: se avessi fatto anch’io il mio dovere, se avessi cercato di far valere la mia volontà, sarebbe successo ciò che è successo? 


Odio gli indifferenti anche per questo: perché mi dà fastidio il loro piagnisteo da eterni innocenti. Chiedo conto a ognuno di loro del come ha svolto il compito che la vita gli ha posto e gli pone quotidianamente, di ciò che ha fatto e specialmente di ciò che non ha fatto. E sento di poter essere inesorabile, di non dover sprecare la mia pietà, di non dover spartire con loro le mie lacrime.

Sono partigiano, vivo, sento nelle coscienze della mia parte già pulsare l’attività della città futura che la mia parte sta costruendo. E in essa la catena sociale non pesa su pochi, in essa ogni cosa che succede non è dovuta al caso, alla fatalità, ma è intelligente opera dei cittadini. Non c’è in essa nessuno che stia alla finestra a guardare mentre i pochi si sacrificano, si svenano. Vivo, sono partigiano. Perciò odio chi non parteggia, odio gli indifferenti”.

Antonio Gramsci  -
11 Φεβρουαρίου 1917


 

 

09 Φεβρουαρίου 2023

George Sand ^Γεωργία Σάνδη: επαναστάτρια; ή σουφραζέτα της δεκάρας;

Με την ευκαιρία μιας φωτο που μου έστειλε νωρίς το πρωί μια φίλη από τη Γαλλία με την καλημέρα της και νέα από τη μεγάλη απεργία που συνεχίζεται (Je n'ai rien de brilland pour vous éblouir, mais j'ai le coeur solide pour vous aimer _George Sand…. Δεν έχω τίποτα το λαμπρό για να σε θαμπώσω, αλλά έχω μια δυνατή καρδιά να αγαπά)
George Sand _αν δεν το ξέρετε δεν είναι άντρας είναι η (Γεωργία) Σάνδη

Τουλάχιστον 179 πορείες πραγματοποιήθηκαν στη Γαλλία την Τρίτη 7 Φεβρουαρίου ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού (νέα αύξηση ορίων ηλικίας κλπ). Μόνο στο Παρίσι οι διαδηλωτές ήταν 400.000 σύμφωνα με το CGT και σ’ όλη τη Γαλλία 2.000.000 Συχνές και οι κόντρες του “ιερού πεζοδρόμιου (την 3η μέρα της κινητοποίησης, ο ΓΓ Philippe Martinez “στριμώχτηκε” και έφυγε εκνευρισμένος ψελλίζοντας διάφορα).
Ακούμε εδώ τη Sophie Gonzalez _δασκάλα σχολείου στη Μασσαλία, να ελπίζει θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη κινητοποίηση για την επόμενη, που έχει προγραμματιστεί για το Σάββατο 11 Φλεβάρη.
“Εάν θέλουμε πραγματικά να υποχωρήσει η κυβέρνηση, πρέπει να μπλοκάρουμε τη χώρα” –με πολιτικές επιλογές, είπε ο Arnaud Rougier, υπάλληλος στο Météo France, από την πορεία της Τουλούζης.

Αυτό κι αν προκαλούσε τα "χρηστά ήθη"
Εδώ στο τρένο καπνίζουσα "πίπα πολέμου"
George Sand en train
de fumer une longue pipe

Η Amantine Aurore Lucile Dupin (Αμαντίν Ωρόρ Λυσίλ Ντυπέν), αργότερα Βαρόνη Dudevant (Ντυντεβάν) -1804 ^1876) υπήρξε Γαλλίδα μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και πρώιμη (προ της επινόησης του όρου) “φεμινίστρια” που συνέγραφε με το ψευδώνυμο George Sand (ελληνοποιημένο Γεωργία Σάνδη).

Γύρω στα 15 βιβλία της κυκλοφορούν και στην Ελλάδα

Υπήρξε μία από τις πιο δημοφιλείς συγγραφείς στην Ευρώπη, ούσα _τότε, πιο διάσημη από τον Βίκτορ Ουγκώ και τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ ακόμα και στην Αγγλία κατά τις δεκαετίες του 1830 και 1840.
Αναγνωρίζεται ως μία από τις πιο αξιόλογες συγγραφείς και εκπροσώπους του ρομαντισμού στην Ευρώπη, με περισσότερα από 70 μυθιστορήματα στο ενεργητικό της και 50 τόμους με διάφορα έργα, συμπεριλαμβανομένων μυθιστορημάτων, παραμυθιών, θεατρικών και πολιτικών κειμένων.

Η Γεωργία Σάνδη ακολούθησε τα βήματα της προγιαγιάς της (τάχτηκε υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, επέκρινε την τελετή του γάμου και πολέμησε ενάντια στις προκαταλήψεις μιας συντηρητικής κοινωνίας) Λουίζ Ντυπέν, προς την οποία έτρεφε αμέριστο θαυμασμό.
Γεννημένη στο Παρίσι από τον Μωρίς Ντυπέν, αριστοκρατικής γενιάς, και τη Σοφί Βικτουάρ Ντελαμπόρντ, λαϊκής καταγωγής, ανατράφηκε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας από τη γιαγιά της, που ήταν νόθα κόρη του Μαυρικίου της Σαξονίας, στρατάρχη της Γαλλίας και νόθου γιου του Αυγούστου 2ου της Πολωνίας, Ελέκτωρα της Σαξονίας (τα σημειώνουμε αυτά για να φανεί η θέση της γυναίκας εκείνο τον καιρό, ως εργαλείονόμιμηςσεξουαλικής χρήσης από την αστική κοινωνία της εποχής).

(παρένθεση)
Ο απόηχος της 8ης Μάρτη 1857 στη Νέα Υόρκη με τις εργάτριες στην κλωστοϋφαντουργία να διαδηλώνουν διεκδικώντας μείωση των ωρών εργασίας σε 10, εξίσωση των μισθών τους με των ανδρών, υγιεινές συνθήκες δουλειάς κλπ. δεν είχε ακόμη επιδράσει καταλυτικά στην Ευρώπη
(σσ.) διοργανώθηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αμερικής SocialistPartyofAmerica-SPAκαι της Women's suffrage in the United States κατόπιν εισήγησης της Τερέζα Μαλκίελ (εκπαιδευτικός και βιομηχανική εργάτρια επικεφαλής της Εθνικής Επιτροπής Γυναικών του Σοσιαλιστικού Κόμματος γεννημένη στη Ρωσία, που η νουβέλα της του 1910, The Diary of a Shirtwaist Striker, βοήθησε στην αναμόρφωση των εργατικών νόμων της Νέας Υόρκης.

Η Μαλκίελ πίστευε ότι μόνο ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να απελευθερώσει τις γυναίκες και ότι ο σοσιαλισμός, με τη σειρά του, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την πλήρη συμμετοχή των γυναικών. Θεωρητικά, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε δεσμευτεί να εξισώσει τα δικαιώματα των ανδρών και των γυναικών, αλλά στην πράξη δεν έκανε καμία προσπάθεια να απευθυνθεί ειδικά σε γυναίκες εργαζόμενες και δεν εξέφρασε έντονο ενδιαφέρον για τις ανησυχίες τους. Η Μαλκίελ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σοσιαλίστριες γυναίκες θα πρέπει να πολεμήσουν την παράλληλη μάχη τους για ισότητα.
Το δοκίμιό της, 1909, Where Do We Stand On the Woman Question? "Πού βρισκόμαστε στο ερώτημα για τη γυναίκα;" εκφράζει την απογοήτευσή της για την κατάσταση αυτή: Γιατί η σημερινή εργαζόμενη βρίσκει τον εαυτό της ανάμεσα σε δύο πυρκαγιές - αφενός αντιμετωπίζει την καπιταλιστική τάξη, τον πικρό εχθρό της, προβλέπει την ύπαρξη ενός μεγάλου κινδύνου για τη χειραφέτησή της και με όλη την ικανότητα της χρηματικής της δύναμης προσπαθεί να αντισταθεί στην ενδεχόμενη έλευσή της στον πολιτισμένο κόσμο. Με την αγωνία της, η εργαζόμενη στρέφεται προς τους αδελφούς της (άνδρες) με την ελπίδα να βρει μια ισχυρή υποστήριξη ανάμεσά τους, αλλά είναι καταδικασμένη να απογοητευθεί, επειδή αποθαρρύνουν τη δραστηριότητά της και είναι τελείως αδιάφοροι για την έκβαση του αγώνα της.
Στις 19-Αυγ-1910 διοργανώθηκε Διεθνής Διάσκεψη Γυναικών ως πρόδρομος της γενικής συνάντησής της Δεύτερης Διεθνούς Σοσιαλιστικής Κοινότητας στη Κοπεγχάγη της Δανίας, όπου εμπνευσμένη από τις αμερικανίδες σοσιαλίστριες, η κομμουνίστρια ηγέτιδα Κλάρα Τσέτκιν, υποστηριζόμενη από την Κέιτ Ντούκε και τη Γερμανίδα Λουίζε Τσιτς πρότεινε την καθιέρωση μιας ετήσιας Διεθνούς Ημέρας της Γυναίκας. Οι αντιπρόσωποι (100 γυναίκες από 17 χώρες) συμφώνησαν με την ιδέα ως μέσο προώθησης των ίσων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος του εκλέγειν και το επόμενο έτος (19-Μαρτ-1911), η Παγκόσμια ημέρα της γυναίκας σηματοδοτήθηκε για πρώτη φορά με τη συμμετοχή πάνω από ενός εκατομμυρίου ανθρώπων στην Αυστρία, τη Δανία, τη Γερμανία και την Ελβετία.
Μόνο στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία υπήρξαν 300 διαδηλώσεις ενώ στη Βιέννη, οι γυναίκες παρέλασαν στην Ρίνγκστρασσε και σήκωσαν πανό για να τιμούν τους μάρτυρες της Κομμούνας του Παρισιού.
Οι γυναίκες ζήτησαν να τους δοθεί το δικαίωμα του εκλέγειν_εκλέγεσθαι και της κατοχής δημοσίων αξιωμάτων. Διαμαρτυρήθηκαν επίσης κατά της διάκρισης λόγω φύλου στην εργασία.
Το 1913 οι Ρωσίδες όρισαν την πρώτη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας το τελευταίο Σάββατο του Φλεβάρη.

Δείτε και Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς “το άλλο μισό του ουρανού”

(μετά την παραπάνω μακρά εισαγωγή –χαρακτηριστική του περιρρέοντος κλίματος της εποχής)
Η Σάνδη, αφού άφησε τον άντρα της έκανε όλο και πιο φανερή την προτίμησή της στα αντρικά ρούχα, αν και συνέχισε να ντύνεται γυναικεία σε κοινωνικές περιπτώσεις. Αυτή η αντρική "μεταμφίεση" (που δεν είχε καμιά σχέση με ετεροφυλίες και λεσβίες) της έδωσε τη δυνατότητα να κυκλοφορεί περισσότερο ελεύθερα στο Παρίσι με αυξανόμενη πρόσβαση σε μέρη όπου θα είχαν αρνηθεί σε μια γυναίκα της κοινωνικής της θέσης. Αυτή ήταν μια αποκλίνουσα πρακτική για τον 19ο αιώνα, όταν οι κοινωνικοί κώδικες – ιδιαίτερα της ανώτερης τάξης – είχαν υψηλή σημασία. Ως συνέπεια η Σάνδη έχασε πολλά από τα προνόμια της ως Βαρόνη. Κατά ειρωνικό τρόπο, μέρος των ηθών της εποχής αυτής επέτρεπε σε γυναίκες των υψηλότερων τάξεων να ζουν σωματικά χωρισμένες από τους συζύγους τους χωρίς να κακοχαρακτηρίζονται, αν δεν επεδείκνυαν κάποια προσβλητική και ασυνήθιστη συμπεριφορά προς τον έξω κόσμο (το ξενοπήδημα _νόμιμο και επιζητούμενο για τους άντρες, επιτρεπτό και για γυναίκες “πολυτελείας” ή απλά αριστοκράτισες, αρκεί να μη γινόταν γνωστό).
Ακόμη κι ο Βίκτορ Ουγκώ σχολίαζε: "Η Γεωργία Σάνδη δεν μπορεί να προσδιορίσει αν είναι άνδρας ή γυναίκα. Εκφράζω μεγάλη εκτίμηση για κάθε συνάδελφο μου, αλλά δεν είναι δική μου θέση να αποφασίσω αν είναι η αδερφή μου ή ο αδερφός μου".

  • Το 1822, 18χρονη παντρεύτηκε τον Casimir Dudevant (Φρανσουά_Καζιμίρ Ντυντεβάν), γιο βαρώνου κάνοντας μαζί του δύο παιδιά, ενώ το 1825, είχε μια θυελλώδη (κατά ορισμένους πλατωνική) σχέση με τον νεαρό δικηγόρο Aurélien de Sèze.
  • Το 1831, 27χρονη, διάλεξε το ψευδώνυμό της Γεωργία Σάνδη, θηλυκό με το άγνωστο μέχρι τότε όνομα Georges, και πρόσθεσε το Sand (Σάνδη), υποκοριστικό του Sandeau ("Σαντώ", το όνομα του Léonard Sylvain Julien <|Jules|> Sandeau εραστή της εκείνη την περίοδο). Αυτή της η απόφαση προέκυψε από την σφοδρή της επιθυμία να προκαλέσει σύγχυση σχετικά με την ταυτότητά της και να αυξήσει τις πιθανότητές της να εισχωρήσει σε έναν αμιγώς ανδροκρατούμενο εκδοτικό κόσμο.
    Στις αρχές του 1831, άφησε τον σύζυγό της και άρχισε μια περίοδο 4-5 ετών «ρομαντικής εξέγερσης», ενώ το 1835, τον χώρισε νομικά και ανέλαβε την επιμέλεια των παιδιών τους.
  • H Σάνδη είχε συνάψει “ρομαντικές” (;;) σχέσεις με τον μυθιστοριογράφο Ζυλ Σαντώ (1831), τον συγγραφέα Prosper Mérimée (Προσπέρ Μεριμέ), τον δραματουργό Αλφρέ ντε Μυσέ, τον Louis-Chrysostome Michel (Λουί-Χρυσόστομο Μισέλ), τον ηθοποιό Pierre-François Bocage (Πιερ-Φρανσουά Μποκάζ), τον συγγραφέα Charles Didier (Σαρλ Ντιντιέρ), τον συνθέτη Félicien Mallefille (Φελισιάν Μαλεφί), τον πολιτικό Louis Blanc (Λουί Μπλανς) και τον συνθέτη Φρεντερίκ Σοπέν, ενώ σ΄όλη τη ζωή της αλληλογραφούσε με τον Γκυστάβ Φλωμπέρ και παρά τις ετερόκλιτες ιδιοσυγκρασίες τους, έγιναν στενοί φίλοι.
  • Η Σάνδη είχε επίσης μια πολύ στενή ρομαντική σχέση με την Marie Dorval _ μια από τις πιο διάσημες Γαλλίδες ηθοποιούς του 19ου αιώνα, επιτυχημένη στο θέατρο και με πολυτάραχη προσωπική ζωή που συνέβαλαν στη δημιουργία μύθου γύρω από το όνομά της. Οι δυο τους συναντήθηκαν Γενάρη 1833, αφού η Σάνδη έπειτα από την παρακολούθηση μίας παράστασης της Ντορβάλ της έστειλε επιστολή στην οποία της εξέφραζε την εκτίμηση της. Έγραψε βιβλίο για την Ντορβάλ, με πολλά αποσπάσματα την περιγράφουν ως "τσιμπημένη" μαζί της.

Μόνο όσοι ξέρουν πόσο διαφορετικά ήμασταν φτιαγμένοι μπορούν να συνειδητοποιήσουν πόσο ενθουσιάστηκα μαζί της... Ο Θεός της είχε δώσει τη δύναμη να εκφράζει αυτό που ένιωθε... Ήταν όμορφη και απλή. Δεν της είχαν διδαχθεί ποτέ τίποτα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να μην ήξερε από ένστικτο. Δεν μπορώ να βρω λέξεις με τις οποίες να μπορώ να περιγράψω το πόσο ψυχρή και ημιτελής είναι η δική μου φύση. Δεν μπορώ να εκφράσω τίποτα. Πρέπει να υπάρχει ένα είδος παράλυσης στον εγκέφαλό μου που εμποδίζει αυτό που νιώθω να βρει ποτέ μια μορφή μέσω της οποίας να μπορεί να επιτύχει την επικοινωνία... Όταν εμφανίστηκε στη σκηνή, με την κρεμασμένη της σιλουέτα, το άτονο βάδισμά της, τη λυπημένη και διεισδυτική ματιά της... Μπορώ να πω μόνο ότι ήταν σαν να κοιτούσα ένα ενσαρκωμένο πνεύμα.

Ο κριτικός θεάτρου Gustave Planche φαίνεται να προειδοποίησε την Σάνδη να μείνει μακριά της _ομοίως, ο κόμης Alfred de Vigny, εραστής της Ντορβάλ, προειδοποίησε την ηθοποιό να μείνει μακριά από την Σάνδη, αποκαλώντας την δεύτερη «αυτή η καταραμένη λεσβία». Το 1840, η Ντορβάλ έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα έργο που έγραψε η Σάνδη, με τίτλο Cosima, και οι δύο γυναίκες συνεργάστηκαν στο σενάριο. Ωστόσο, το έργο δεν σημείωσε επιτυχία και ακυρώθηκε μετά από μονάχα επτά προβολές. Η Σάνδη και η Ντορβάλ παρέμειναν στενές φίλες για το υπόλοιπο της ζωής της Ντορβάλ.


Η σχέση της με τον Σοπέν: Στη Μαγιόρκα μπορεί κανείς να επισκεφτεί το (τότε εγκαταλειμμένο) Καρθουσιανό μοναστήρι του Valldemossa, όπου πέρασε τον χειμώνα του 1838-39 μαζί με τον Σοπέν και τα παιδιά της. Το ταξίδι αυτό στη Μαγιόρκα περιγράφηκε στο βιβλίο της Un hiver à Majorque (Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα"), που εκδόθηκε το 1841. Ο Σοπέν ήδη από την αρχή της σχέσης του με την Σάνδη έπασχε από φυματίωση σε πρώιμο στάδιο, με αποτέλεσμα ο κρύος και υγρός χειμώνας στην Μαγιόρκα να επιδεινώσουν τα συμπτώματα του.
Η Σάνδη και ο Σοπέν πέρασαν επίσης πολλά καλοκαίρια στο εξοχικό αρχοντικό της στη Νοάν (1839-1846), όπου έγραψε μερικά από τα πιο διάσημα έργα του, συμπεριλαμβανομένων των Fantaisie in F minor, Op. 49, Piano Sonata No. 3, Op. 58, Ballade No. 3 Op. 47 κά.

Στο μυθιστόρημα της, Lucrezia Floriani (Λουκρητία Φλοριάνι) η Σάνδη εμπνεύστηκε από τον Σοπέν τον χαρακτήρα του άρρωστου πρίγκιπα της Ανατολικής Ευρώπης ονόματι Καρλ, όπου τον φροντίζει μια μεσήλικη ηθοποιός, η Λουκρητία, η οποία υποφέρει πολύ από τη στοργή της γι αυτόν. Αν και η Σάνδη ισχυρίστηκε ότι δεν έπλασε μία "καρικατούρα" του Σοπέν, η δημοσίευση του βιβλίου και η ευρεία αναγνωρισιμότητα του στο κοινό αργότερα να όξυνε τις προστριβές μεταξύ του ζευγαριού. Μετά το θάνατο του Σοπέν, η Σάνδη έκαψε μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας τους, αφήνοντας μόνο τέσσερις επιστολές των δυο τους.
Ο Σοπέν και η Σάνδη χώρισαν δύο χρόνια πριν από το θάνατό του Σοπέν για διάφορους λόγους _αυτός επέστρεψε στο Παρίσι μετά από μια περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, για να πεθάνει στην Place Vendôme το 1849 (η Σάνδη απουσίαζε από την κηδεία του)

Όντας πάντα φτωχή δεν είχε άλλη επιλογή από το να γράφει για το θέατρο, ενώ άσκησε ακόμη και τα καθήκοντα του γιατρού του χωριού, έχοντας σπουδάσει ανατομία και βοτανοθεραπεία.
Πέθανε στη Νοάν, κοντά στο Châteauroux, σε ηλικία 71 ετών και τάφηκε στο ιδιωτικό νεκροταφείο πίσω από το παρεκκλήσι στο Nohant-Vic. Το 2003, η προοπτική να μεταφερθούν τα λείψανά της στο Πάνθεον, στο Παρίσι, προκάλεσε διαμάχες.

Πολιτικές απόψεις -
“Είμαι κομμουνίστρια και ονομάζομαι George Sand”

Mια από τις πολύ μεγάλες μορφές του ΙΘ΄ αιώνα, παραμένει ως προσωπικότητα ακόμη ασαφής, τυλιγμένη με τον απόηχο των θαυμασμών, αλλά και με μια αχλύ φαρμακερής αμφισβήτησης. Μια βαρόνη, η οποία τρέχει στα χωριάτικα πανηγύρια, μια μητέρα που γυρνάει τον κόσμο συζώντας με τα παιδιά και τους εραστές της, μια ρομαντική συγγραφέας που καπνίζει, φοράει αντρικά κοστούμια και μάχεται για τα δικαιώματα του γυναικείου φύλου, μια απόγονος του βασιλιά της Πολωνίας, που κατεβαίνει στους δρόμους πολεμώντας για την Κομμούνα. Και πάντα να γράφει, να εμπνέει συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Μπαλζάκ, μουσικούς όπως ο Σοπέν και ο Λιστ, να έχει φίλους της τον Φλωμπέρ και τον Ντελακρουά, θαυμαστές της τον Ουγκώ και τον Χάινε... Αυτή δεν είναι γυναίκα (είπαν πολλοί), είναι σκάνδαλο!

«Ο χωρικός λοιπόν είναι, αν μπορούμε να πούμε, ο μόνος ιστορικός που μας έχει απομείνει από τα προϊστορικά χρόνια. Τιμή και πνευματικό κέρδος για όποιον θ' αφιερωνόταν στην έρευνα των θαυμαστών παραδόσεων κάθε χωριού, οι οποίες, αν συγκεντρωθούν, ομαδοποιηθούν, μελετηθούν συγκριτικά και αναλυθούν προσεχτικά, θα μπορέσουν ίσως να ρίξουν ένα φως στο βαθύ σκοτάδι των πρωτόγονων καιρών. Αλλά γι' αυτό θα χρειαζόταν μια ολόκληρη ζωή, έστω και μόνο για τη Γαλλία.
Από την άλλη, θα πρέπει να προειδοποιηθούν οι ερευνητές ότι οι παραλλαγές του ίδιου θρύλου είναι αναρίθμητες (...). Αυτή η πολλαπλότητα είναι το φυσικό της προφορικής λογοτεχνίας. Η ποίηση των ανθρώπων της υπαίθρου, όπως και η μουσική τους, αριθμούν τόσους διασκευαστές όσους και ανθρώπους». («Lιgendes rustiques», 1858).
«Εχω έναν σκοπό, ένα καθήκον, ας την πω τη λέξη, ένα πάθος. Το να γράφω είναι ένα πάθος βίαιο και σχεδόν ακαταμάχητο» (Από επιστολή της, 1831).
«Να μη βάζει κανείς τίποτα από την καρδιά του σ' αυτό που γράφει; Καθόλου δεν καταλαβαίνω, μα καθόλου. Εμένα μου φαίνεται ότι αυτό και μόνο πρέπει να βάζουμε» (από Επιστολή στον Φλωμπέρ, 1866).
«Η τυραννία, η ζήλια και η βία είναι πάντα σημάδια αδυναμίας» («Horace», 1841).

« "Αλλά", έλεγε με οργή, "αυτοί οι άθλιοι μπάσταρδοι που κυβερνάνε τον κόσμο βασιλικώ δικαιώματι, κάνουν οτιδήποτε άλλο από το να συντρέχουν αυτούς που υποφέρουν. Απορροφημένοι από τις άνοστες ηδονές τους, διασκεδάζουν με τον ίδιο παιδαριώδη και μικρόψυχο τρόπο, ωσότου η φωνή των λαών γκρεμίσει αυτούς τους θρόνους που μείνανε τόσον καιρό ανάλγητοι μπροστά στον σπαραγμό. (...) Οι μεγάλοι βασιλιάδες κάνουν τους μεγάλους λαούς", έλεγε, "όλα συνοψίζονται σ' αυτόν τον κοινότοπο αφορισμό, μόνο που ως τώρα, δεν υπήρξαν ποτέ στον κόσμο μεγάλοι βασιλιάδες" ». («Le Secrιtaire intime», 1834).

«Η μόρφωση μπορεί και οφείλει να τα διορθώνει όλα»
Η Σάνδη πίστευε βαθιά στην αξία της μόρφωσης. Οπως προκύπτει από όλες τις επιλογές της ζωής της, εκτιμούσε και εμπιστευόταν τη γνώση, θεωρώντας ότι αυτή οδηγεί στην ελευθερία και στο σεβασμό της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Ο άνθρωπος δε γεννιέται κακός. Δε γεννιέται ούτε και καλός, όπως το εννοεί ο Ζαν Ζακ Ρουσώ, (...). Ο άνθρωπος γεννιέται με περισσότερο ή λιγότερο δυναμισμό στα πάθη, με περισσότερη ή λιγότερη δυνατότητα να τα καταφέρνει ή όχι στην κοινωνία. Αλλά η μόρφωση μπορεί και οφείλει να τα διορθώνει όλα. Εκεί βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λυθεί: Να βρεθεί η μόρφωση που είναι η κατάλληλη για τον καθένα.(«Mauprat», 1837).

Για την ισότητα των γυναικών

«Ένας άντρας και μια γυναίκα είναι τόσο ίδιοι που δεν μπορώ καθόλου να καταλάβω όλο αυτό το πλήθος των διακρίσεων και των υπαινικτικών συλλογισμών που τροφοδοτούν τις κοινωνίες σ' αυτό το κεφάλαιο». (Από Επιστολή στον Φλωμπέρ, 1867).
Σε όλη της τη ζωή, η θέση των γυναικών θα τη γεμίζει αγανάκτηση. Οι νόμοι τις αδικούν, η κοινωνία τις περιθωριοποιεί, οι ίδιες υποτάσσονται.

«Οι συγγραφείς, αγαπητό μου παιδί, δε βάζουν εύκολα στην ιστορία τους γυναίκες αληθινά δυνατές. Φοβούνται μήπως το κοινό δεν τις βρει αληθοφανείς, ή τις βρει ενοχλητικές». («Tamaris», 1862).

Το αγοροκόριτσο του Μπερί αναστατώνει τη γαλλική κοινωνία, όχι μόνο με τα γραπτά της, αλλά και με τους τρόπους της. Κυκλοφορεί ντυμένη σαν άντρας - «σαν μικρός φοιτητάκος» - με παντελόνι, γιλέκο ρεντιγκότα και καπέλο! Κι από πάνω, καπνίζει και πίπα! Οι γελοιογράφοι δε σταματούν να την σκιτσάρουν. Ωστόσο, είναι πάντα μια γοητευτική γυναίκα. Ανάμεσα στις πιο ευτυχισμένες της στιγμές, ο έρωτάς της με τον λεπτεπίλεπτο ποιητή Αλφρέ ντε Μισέ και το ρομαντικό ταξίδι τους στη Βενετία, ο οχτάχρονος δεσμός της με τον μεγαλοφυή ασθενικό Σοπέν και η ζωή τους στη Μαγιόρκα.

Στα οδοφράγματα

Η επανάσταση το Φλεβάρη του 1848, βρίσκει τη συγγραφέα στους δρόμους, μαζί με το λαό που αγωνίζεται εναντίον του βασιλιά Λουδοβίκου - Φιλίππου, ο οποίος τελικά καθαιρείται και φεύγει, και προκηρύσσεται η δημοκρατία! (25_Φλεβάρη). Η Σάνδη αρθρογραφεί με πάθος, στηλιτεύει τη μετριοπαθή στάση ορισμένων αγωνιστών και τάσσεται ανοιχτά υπέρ μιας “κομμουνιστικής δημοκρατίας” για το συμφέρον των πολλών...

       «Πολίτες,
(...) Βουλευτές δεν πρέπει να είναι οι εκφραστές των τοπικών συμφερόντων, αλλά οι εκπρόσωποι της υπέρτατης βούλησης της Γαλλίας. Γι' αυτό και πρέπει να τους αναζητήσουμε ανάμεσα στους πιο προικισμένους με υψηλές αρετές και ευγενή αισθήματα». (Από άρθρο της στο «Bulletin de la Repiblique», 13/4/1848).
Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ο λαός θα ξανακατεβεί στους δρόμους, αλλά αυτός ο λαϊκός ξεσηκωμός πνίγεται στο αίμα. Επικρατούν οι μετριοπαθείς, οι περισσότεροι φίλοι της συλλαμβάνονται και φυλακίζονται, η ίδια καταφεύγει στο πατρογονικό της σπίτι στο Νοάν, γεμάτη θλίψη. Ο ανιψιός του Βοναπάρτη χρίζεται αυτοκράτορας, Ναπολέων Γ΄!...

Η Σάνδη έγραψε λογοτεχνικές κριτικές και πολιτικά κείμενα: στην πρώιμη ζωή της, τάχθηκε υπέρ των φτωχών και της εργατικής τάξης καθώς επίσης υπερασπίστηκε –με τον τρόπο της τα δικαιώματα των γυναικών. Όταν ξεκίνησε η Επανάσταση του 1848, ήταν ένθερμη ρεπουμπλικανή, με δική της εφημερίδα, που εκδόθηκε σε έναν εργατικό συνεταιρισμό.
Έγινε πολιτικά ακόμη πιο δραστήρια μετά το 1841, όντας μέλος της προσωρινής κυβέρνησης του 1848, εκδίδοντας μια σειρά από φλογερά μανιφέστα, αλλά –όντας ανερμάτιστη σε κάποια ζητήματα κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας του 1871, πήρε αντιφατική θέση στη συνέλευση των Βερσαλλιών κατά των κομμουνάρων, προτρέποντάς τους “να αναλάβουν βίαιη δράση κατά των ανταρτών”: τρομοκρατημένη από την ταξική βία έγραφε … Η φρικτή περιπέτεια συνεχίζεται. Εξαγοράζουν, απειλούν, συλλαμβάνουν, κρίνουν. Έχουν καταλάβει όλα τα δημαρχεία, όλα τα δημόσια ιδρύματα, λεηλατούν πολεμοφόδια και  προμήθειες τροφίμων”.

Οι πρώτες λογοτεχνικές απόπειρες της ήταν σε συνεργασία με τον συγγραφέα Ζυλ Σαντώ, με πρώτο δημοσιευμένο μυθιστόρημα, το "Rose et Blanche" (1831), ενώ στη συνέχεια το πρώτο της ανεξάρτητο, Indiana (Ινδιάνα_1832), το ψευδώνυμο που την έκανε διάσημη – Γεωργία Σάνδη.

Στις αρχές της καριέρας της, η δουλειά της είχε μεγάλη ζήτηση _το 1836 δημοσιεύθηκε η πρώτη συλλογή των έργων της που κυκλοφόρησε σε 24 τόμους και στο μέλλον κυκλοφόρησαν ακόμη περισσότερες συλλογές από διαφορετικούς εκδότες. Συνολικά εκδόθηκαν τέσσερις ξεχωριστές εκδόσεις των «Ολοκληρωμένων Έργων» της όσο βρισκόταν εν ζωή. Το 1880, τα παιδιά της πούλησαν τα δικαιώματα της λογοτεχνικής της περιουσίας για 125.000 φράγκα (1,3 εκατομμύρια ευρώ).

Εμπνευσμένη από τις παιδικές της εμπειρίες στην ύπαιθρο έγραψε τα αγροτικά μυθιστορήματα La Mare du Diable (Ο Βάλτος του Διαβόλου, 1846), François le Champi (1847–1848), La Petite Fadette (Η μικρή Φαντέτ, 1849), και Les Beaux Messieurs Bois-Dore και το προαναφερθέν Un hiver à Majorque (Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα, όπου περιγράφει την περίοδο που έζησε εκείνη και ο Σοπέν στο νησί). Στο συγγραφικό της έργο περιλαμβάνονται και άλλα μυθιστορήματα, όπως τα βιβλία Indiana ("Ινδιάνα", 1832), Lélia (Λέλια, 1833), Mauprat (1837), Le Compagnon du Tour de France (1840), Consuelo ("Κονσουέλο", 1842–1843) και Le Meunier d'Angibault.
Θεατρικά και αυτοβιογραφικά της έργα αποτελούν τα: Histoire de ma vie (Η Ιστορία της Ζωής Μου, 1855), Elle et Lui (Αυτή και Αυτός" _1859, στο οποίο αφηγείται την σχέση της με τον Μυσέ), Journal Intime (μεταθανάτια έκδοση του 1926, στα ελληνικά "Ημερολόγιο Της Καρδιάς") και Correspondence ("Αλληλογραφία"). Η Σάνδη έπαιζε συχνά τα θεατρικά της έργα στο μικρό της ιδιωτικό θέατρο στο κτήμα της στη Νοάν.

Η γραφή της Σάνδη ήταν εξαιρετικά δημοφιλής κατά τη διάρκεια της ζωής της και η ίδια έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τη λογοτεχνική και πολιτιστική ελίτ της Γαλλίας. Ο Βίκτωρ Ουγκώ, στο επιτάφιο που εκφώνησε στην κηδεία της, είπε «η λύρα ήταν μέσα της». Η Γεωργία Σάνδη ήταν μία ιδέα. Ήταν ένα ξεχωριστό μέρος στην ιστορία μας. Άλλοι είναι σπουδαίοι άντρες... Εκείνη ήταν μία σπουδαία γυναίκα.

Σε αυτή τη χώρα που χρέος της είναι να ολοκληρώσει τη Γαλλική Επανάσταση και να ξεκινήσει αυτή της ισότητας των δύο φύλων, για την ισότητα των ανθρώπων χρειαζόταν μία σπουδαία γυναίκα. Ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί ότι μια γυναίκα μπορεί να έχει όλα τα ανδρικά χαρίσματα χωρίς να χάνει καμία από τις αγγελικές της ιδιότητες, μπορεί να είναι δυνατή χωρίς να παύει να είναι τρυφερή... Αυτό απέδειξε η Γεωργία Σάνδη.
    Βίκτωρ Ουγκώ, Les funérailles de George Sand

Ο Ευγένιος Ντελακρουά ήταν επίσης στενός φίλος της και έτρεφε σεβασμό για το λογοτεχνικό της χάρισμα και ο Γκυστάβ Φλομπέρ ήταν ένας εμφανής θαυμαστής της. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τη Σάνδη, είπε κάποτε ότι "αν κάποιος πιστεύει ότι η Γεωργία Σάνδη γράφει άσχημα, είναι επειδή τα δικά του πρότυπα κριτικής είναι ανεπαρκή." Σημείωσε επίσης ότι η μεταχείριση της εικόνας στα έργα της έδειχνε ότι η γραφή της είχε μια εξαιρετική λεπτότητα, έχοντας την ικανότητα «να βάζει στην ουσία την εικόνα στη λέξη». Ο Αλφρέ Ντε Βινύ την αποκαλούσε «Σαπφώ».
Δεν θαύμαζαν όλοι οι σύγχρονοί της την ίδια ή και την γραφή της. Ο ποιητής Σαρλ Μπωντλέρ έλεγε "Είναι ανόητη, βαριά και φλύαρη. Οι ιδέες της για τα ήθη έχουν το ίδιο βάθος κρίσης και λεπτότητας συναισθήματος με αυτές των καθαριστριών και των έγκλειστων γυναικών… Το γεγονός ότι υπάρχουν άντρες που θα μπορούσαν να ερωτευτούν αυτή την πόρνη είναι πράγματι μια απόδειξη της ταπείνωσης των ανδρών αυτής της γενιάς"...
Ακόμα και αυτός -ο σημαντικότατος ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας  της “μπήκε” … ένας Μπωντλαίρ που προσπάθησε να ενυφάνει ομορφιά και κακία, βία και ηδονή (Une martyre), καθώς και να καταδείξει τη μεταξύ τους σχέση, αλλά η γυναίκα γυναίκα…

Επιρροές στην λογοτεχνία

Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι «διάβασε πολλά από τα πολυάριθμα μυθιστορήματα της Γεωργίας Σάνδη» και μετέφρασε το βιβίο της La dernière Aldini το 1844. Σε ώριμη ηλικία εξέφρασε μια αμφίλογη στάση απέναντί της -για παράδειγμα, στη νουβέλα του «Запи́ски из подпо́лья» (Σημειώσεις από το Υπόγειο_ 1864), ο αφηγητής εκφράζει ως εξής τα αισθήματα του: «Σε αυτό το σημείο ξεκινάω τις ευρωπαϊκές, ανεξήγητα υψηλές λεπτότητες a la Γεωργία Σάνδη».

Η βρετανή ποιήτρια Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ (1806–61) έγραψε δύο ποιήματα για τη Σάνδη: To «George Sand: A Desire (1853)» και το «George Sand: A Recognition». Ο Αμερικανός ποιητής Ουώλτ Ουίτμαν ανέφερε το μυθιστόρημα Consuelo της Σάνδη ως το προσωπικό του αγαπημένο, και η συνέχεια αυτού του μυθιστορήματος της Σάνδη, La Comtesse de Rudolstadt ("Η Κόμισσα του Ρούντολσταντ", 1843), περιέχει αρκετά αποσπάσματα που φαίνεται να άσκησαν άμεση επιρροή επάνω του.

Εκτός από την επιρροή της Σάνδη στην αγγλική και ρωσική λογοτεχνία, η γραφή και οι πολιτικές απόψεις της έπιασαν τόπο σε πολλούς συγγραφείς του 19ου αιώνα στην Ισπανία και τη Λατινική Αμερική, συμπεριλαμβανομένης της Gertrudis Gómez de Avellaneda, την γεννημένη στην Κούβα συγγραφέα που έγραψε και έζησε στην Ισπανία. Οι κριτικοί έχουν ανακαλύψει δομικές και θεματικές ομοιότητες μεταξύ της Indiana, που εκδόθηκε το 1832, και της νουβέλας κατά της δουλείας της Gertrudis Gómez με τίτλο Sab, που εκδόθηκε το 1841.

 Μικρές σελίδες

Για πρώτη φορά κυκλοφορεί στα ελληνικά το 2008 από τις εκδόσεις «PRiNTA», το μυθιστόρημα της Γεωργίας Σάνδη, «Λουκρητία Φλοριάνι». Το έργο αποτελεί μέρος ενός κύκλου με γενικό τίτλο Βίοι Καλλιτεχνών. Η συγγραφέας λάτρευε τους καλλιτέχνες και τη ζωή τους, με τους θριάμβους αλλά και τις απογοητεύσεις της, τη ματαιοδοξία, τα υπερφίαλα «εγώ» και τους ισχυρούς «προστάτες».

Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το «τρομερό κορίτσι» των γαλλικών γραμμάτων, επιλέγει να κάνει μια κατάθεση ψυχής εμπνεόμενη από τον ερωτά της με τον μεγάλο συνθέτη Φρειδερίκο Σοπέν. Το έργο γράφτηκε το 1846, όταν η θυελλώδης σχέση τους πλησίαζε στο τέλος της: Η ηθοποιός Λουκρητία Φλοριάνι, που έχει αποσυρθεί πλέον από τη σκηνή κι έχει αφοσιωθεί στα εκτός γάμου παιδιά της, συναντά τυχαία τον λεπτεπίλεπτο, ασθενικό και υπερευαίσθητο πρίγκιπα Κάρολ ντε Ρόσβαλντ. Δύο πλάσματα -πρόθυμα ν' αγαπήσουν με τη μεγαλύτερη αφοσίωση - έρχονται κοντά και η «έλξη των ετερώνυμων» είναι τόσο δυνατή, που στην αρχή πείθει ότι η απόλυτη ευτυχία μπορεί και να υπάρξει. Το ζητούμενο, όμως, σε μια σχέση που διαρκεί είναι η αντοχή στην καθημερινότητα... Γιατί ο έρωτας μπορεί να πληγωθεί, να πληγώσει, να φτερουγίσει μακριά, να ξαναγίνει άπιαστο όνειρο και ουτοπία...

Στο πρώτο επεισόδιο του "Προιοιμίου" του Swann's Way ("Από τη μεριά του Σουάν", 1913) - το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς In Search of Lost Time ("Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο") του Μαρσέλ Προυστ - ένας νεαρός, ταραγμένος Μαρσέλ ηρεμείται από τη μητέρα του καθώς εκείνη του διαβάζει ένα απόσπασμα από το François le Champi, ένα μυθιστόρημα που (αργότερα εξηγεί) αποτελούσε μέρος του δώρου της γιαγιάς του, το οποίο περιλάμβανε επίσης τα βιβλία La Mare du Diable ("Ο Βάλτος του Διαβόλου", 1846), La Petite Fadette ("Η μικρή Φαντέτ[51]", 1849) και Les Maîtres Sonneurs. Όπως σε πολλά επεισόδια που αφορούν την τέχνη στο In Search of Lost Time, αυτή η αναδρομή περιλαμβάνει και σχολιασμό του έργου.

Στο δοκίμιο A Room of One's Own (Ένα Δικό της Δωμάτιο", 1929) της Βιρτζίνια Γουλφ, αναφέρει τη Σάνδη μαζί με τις Τζορτζ Έλιοτ και Σαρλότ Μπροντέ, λέγοντας «... όλες τους θύματα εσωτερικής διαμάχης, όπως αποδεικνύουν τα γραπτά τους, προσπάθησαν αναποτελεσματικά να κρυφτούν πίσω από το όνομα ενός άνδρα».

Συχνές λογοτεχνικές αναφορές στην Γεωργία Σάνδη εμφανίζονται στο Possession (1990) της Α.Σ. Μπάιατ και στο έργο Voyage, το πρώτο μέρος της τριλογίας The Coast of Utopia του (2002), επίσης εμφανίζεται στο μυθιστόρημα Zorro (2005) της Ιζαμπέλ Αλιέντε, ως μία νεαρή κοπέλα που ερωτεύεται τον τον Ντιέγκο ντε λα Βέγκα (Ζορρό).

Στον κινηματογράφο

10+ ταινίες –σταχυολογούμε: την Γεωργία Σάνδη έχουν υποδυθεί η Μερλ Όμπερον στην ταινία A Song to Remember (1945), η Πατρίσια Μόρισον στην ταινία Song Without End (1960), η Ρόζμαρι Χάρις στην σειρά Notorious Woman (1974), η Τζούντι Ντέιβις στη βρετανοαμερικανική ταινία του Τζέιμς Λάπιν Impromptu (1991) η Ζιλιέτ Μπινός στη γαλλική ταινία "Τα Παιδιά του αιώνα" (Les Enfants du siècle, 1999). Επίσης στην ταινία George qui?, μια γαλλική βιογραφική του 1973 σε σκηνοθεσία Michèle Rosier όπου πρωταγωνιστεί η Anne Wiazemsky, στην πολωνική 2002 Chopin: Desire for Love σε σκηνοθεσία Jerzy Antczak (με Danuta Stenka), στη γαλλική Flashback (2021) -σκηνοθεσία Caroline Vigneaux _με Suzanne Clément κά

«Για να είναι κανείς αληθινός ποιητής πρέπει να είναι συγχρόνως καλλιτέχνης και φιλόσοφος» («Γράμματα ενός ταξιδευτή», 1837).

219 χρόνια από τη γέννηση της Γεωργίας Σάνδη: μια επέτειος που θα μπορούσε να γίνει αφορμή και αφετηρία για την ανάδυση αυτού του λαμπερού και ασυμβίβαστου πνεύματος από τη λήθη, στην οποία οι τρομαγμένοι αστοί και οι πατριαρχικοί διανοούμενοι την έχουν καταδικάσει.
Η Σάνδη είναι σπάνιο παράδειγμα πολύπλευρου ανθρώπου, δοσμένου και στην τέχνη του και στους κοινωνικούς αγώνες, με το ίδιο φλογερό και ανυπόταχτο πάθος.

ℹ️  Με πληροφορίες και από δημοσίευμα της Ουμανιτέ (27_Απρ_2004) _
L
'Humanité ^Je suis communiste et je m'appelle George Sand

Αντίο

Λένε ότι οι «καλοκαιρινοί έρωτες» πεθαίνουν συνήθως με την πρώτη φθινοπωρινή βροχή. Πεθαίνουν ακαριαίως ή παίρνουν παράταση και σέρνονται άντε και μέχρι τον Οκτώβρη το πολύ... και φτάσαμε Φλεβάρη ...Το θέμα μας όμως δεν είναι γιατί δεν κρατάνε, το θέμα μας είναι πώς τελειώνουν και με ποιο τρόπο λέγεται αυτό το «γεια», το «φεύγω», το μού «πέρασε» ή το πιο αποκρουστικό και κάπως ανέφικτο, το «ας μείνουμε φίλοι»;

Τούτο το καλοκαίρι είδαμε πάλι νέους που έστελναν και έπαιρναν μηνύματα από το smart κινητό. Εκατοντάδες χιλιάδες νέους ανθρώπους, εκατομμύρια μηνύματα. Από το ύφος που είχαν, προσπαθούσα να φανταστώ τι διάβαζαν, τι έγραφαν και τις περισσότερες φορές ήταν τόσο ευδιάκριτο... Ανάμεσά τους υπήρχαν και μηνύματα χωρισμού. 

Δε χρειάζεται να διαθέτεις μεγάλη εξυπνάδα για να τα «διαβάσεις» από μέτρα μακριά. Διότι «μιλούν» τα μάτια αποστολέα & παραλήπτη, το «μαρτυρούν» τα χέρια, το «δηλώνει» η κίνηση του σώματος, το «φωνάζει» η έκφραση του προσώπου. Μια άλλη εποχή, όμως, μια εποχή παλιά... πολύ παλιά, οπωσδήποτε πριν από το 1993, που έκανε την καταλυτική εμφάνισή της, την επέλασή της μάλλον, η κινητή τηλεφωνία, οι άνθρωποι για να χωρίσουν έγραφαν επιστολές.
Ας διαβάσουμε λοιπόν επιστολές γυναικών, επιστολές χωρισμού οι οποίες εκτός από τον συναισθηματικό πλούτο, παρουσιάζουν και μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον.
Το βιβλίο «Γράμματα χωρισμού» κυκλοφορεί από τις «εκδόσεις Μελάνι» με την εισαγωγή και τη μετάφραση της Έφης Φρυδά. Ας δούμε λοιπόν, πώς είπαν «αντίο» οι διάσημες γυναίκες όπως η Γεωργία Σάνδη, η Σάρα Μπερνάρ, η Σαρλότ Μπροντέ, η Αλμα Μάλερ Βέρφελ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η Αν Μπόλεϊν, η Αναΐς Νιν και άλλες. Προτιμότερο το γράμμα από το «κινητό τέλος», δεν είναι; Είναι.