20 Ιανουαρίου 2025

Ο κινηματογράφος 💥 του '24 🎥σε μια μεγάλη σελίδα

🇵🇸  Παλαιστίνη! Free Palestine! Cease fire! Αυτές ήταν οι λέξεις που αναζητούσαμε σε όλες τις γλώσσες τη χρονιά που μας πέρασε σε κάθε ταινία, σε κάθε φεστιβάλ, σε κάθε βράβευση, σε κάθε συνέντευξη ή δήλωση ηθοποιού και σκηνοθέτη ανά τον κόσμο. Palestine \ Cease fire ή μια παλαιστινιακή μαντήλα ή μια κονκάρδα με το μισό καρπούζι, ένα πλακάτ ή ένα φόρεμα που έδενε με το κόκκινο χαλί και σχημάτιζε τη σημαία της Παλαιστίνης...

Ψάχναμε μια ανάσα από τη λογοκρισία και το εκκωφαντικό σιωπητήριο που επέβαλλαν τα μεγάλα φεστιβάλ και βραβεία που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ αλλά και τους άλλους συμμάχους του Ισραήλ, ψάχναμε μια ανάσα για τη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς στις σελίδες μας καταγράψαμε όσα περισσότερα μπορέσαμε και είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτό. Με την ευχή για Λευτεριά στην Παλαιστίνη, ξεκινάμε την αναδρομή μας, ελπίζοντας για περισσότερες καλές ταινίες, καλύτερους όρους χρηματοδότησης των ελληνικών ταινιών μικρού και μεγάλου μήκους, καλύτερους όρους επιβίωσης για τα εναπομείναντα σινεμά στις πόλεις μας και επιτέλους να κριθούν διατηρητέες με αποκλειστική κινηματογραφική χρήση οι μονές ανεξάρτητες αίθουσες, πριν να είναι αργά.

Πάμε να δούμε τι ξεχωρίσαμε από όσες ταινίες πήραν διανομή στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2024.

Αφιέρωμα στο ντοκιμαντέρ 🎥 “Ο Κόκκινος Δάσκαλος”
από τη σωστή πλευρά της ιστορίας

Οι “απελευθερωτές” της Συρίας

Ενοχλεί η 🇵🇸 καφίγια_ keffiyeh τους Πορτοσάλτε κλπ “πρόθυμους”
MHTSO_TAKHδες _ΑNDROU-Lakhdes & Ri_zaious…

Καμία Άλλη Γη / No Other Land των Μπάζελ Αντρα, Χαμντάν Μπαλάλ, Γιούβαλ Αμπραχάμ και Ρέιτσελ Ζορ __Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι κινηματογραφούν μαζί τον διωγμό και τη μεγαλύτερη επιχείρηση εκτοπισμού στην κατεχόμενη Δυτική Οχθη για περισσότερα από 5 χρόνια.

«Αν φωνάξεις δεν θα πεθάνεις» ουρλιάζουν με όλη τη δύναμη της φωνής τους δεκάδες Παλαιστίνιοι που διαδηλώνουν στη Μασαφέρ Γιάτα για τη ζωή τους. Μια συγκλονιστική ταινία, μια φλέβα που χτυπά και μας ενώνει με τις σπηλιές της Μασαφέρ Γιάτα στη Δυτική Οχθη. Μια ταινία για το «δεν παραδίνομαι», το «αντέχω», το «αγωνίζομαι μέχρι την τελευταία μου πνοή».

Μικρά πράγματα σαν κι αυτά / Small Things Like These του Τιμ Μίλαντς
Η ταινία αναφέρεται στα «πλυντήρια» της Μαγδαληνής στην Καθολική Ιρλανδία.

«Αν θες να πας μπροστά στη ζωή, υπάρχουν πράγματα που πρέπει να αγνοήσεις», σε αυτή την πρόταση, αλλά και την αντίθεσή της, συνοψίζεται ολόκληρη η ταινία, μια κοινωνική ταινία σπάνιας ομορφιάς και ισορροπίας μεταξύ του προσωπικού και του συλλογικού. Ένα μικρό διαμάντι.

Ρισελιέ / Richelieu του Πιέρ - Φιλίπ Σεβινί
Η Αριάν εργάζεται ως διερμηνέας για τους εποχικούς εργάτες σε ένα εργοστάσιο και προσπαθεί να γίνει ο μεσάζοντας μεταξύ των ευάλωτων εργατών και του διευθυντή.
Σάρκα από τη σάρκα μας. Η αλληλεγγύη μεταξύ ντόπιων και ξένων εργατών είναι το κλειδί. Ενωμένοι διεκδικούμε τη ζωή και την αξιοπρέπειά μας.

Πλάνο 75 / Plan 75 της Τσι Χαγιακάουα
Σε μια δυστοπική Ιαπωνία το κυβερνητικό πρόγραμμα Σχέδιο 75 «παροτρύνει» τους ηλικιωμένους πολίτες να επιλέξουν την ευθανασία, ως λύση στο πρόβλημα μιας γερασμένης κοινωνίας...
«Στην ταινία θέλησα να δείξω μια κοινωνία που βάζει σε προτεραιότητα την οικονομία και την παραγωγικότητα έναντι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας...». Ενα πραγματικό κομψοτέχνημα φτιαγμένο με χειρουργικό νυστέρι ακριβείας.

Ο Δάσκαλος που Υποσχέθηκε τη Θάλασσα / El maestro Que Prometio el Mar της Πατρίσια Φον Ισπανία 1936. Η ταινία είναι βασισμένη στην πραγματική ιστορία του Αντόνιο Μπενάγιες, ενός από τους 40 κόκκινους δασκάλους που δολοφονήθηκαν από τους φαλαγγίτες του Φράνκο.
Η Ιστορία μας, οι αγώνες μας, οι διώξεις μας σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, με τις μικρές ενστάσεις μας αλλά περίσσια συγκίνηση. Θα θέλαμε πιο πολλές ταινίες σαν κι αυτή.

Εγώ, Καπετάνιος / Io Capitano του Ματέο Γκαρόνε
Ο 16χρονος Σεϊντού και ο ξάδερφός του, ο Μούσα, ζουν φτωχικά σε ένα χωριό στη Σενεγάλη. Ονειρεύονται μια λαμπερή ζωή σε μια εξιδανικευμένη Ευρώπη...
Μια σπαρακτική κραυγή για το Προσφυγικό μέσα από τις ιστορίες που διηγήθηκαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες στον σκηνοθέτη. Ο Γολγοθάς τους μέχρι να μπουν σε κάποιο σαπιοκάραβο, που ίσως τους βγάλει σε μια άγνωστη στεριά.


Black Dog
του Γκουάν Χου
Έπειτα από 10 χρόνια στη φυλακή, ένας άντρας επιστρέφει στον τόπο του. Προσπαθώντας να επανενταχθεί, συμμετέχει στην εκκαθάριση της πόλης από τα αδέσποτα σκυλιά ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Τότε δημιουργεί έναν ιδιαίτερο δεσμό με έναν μαύρο σκύλο...
Απόκληρος κι ο άνθρωπος, απόκληρος κι ο σκύλος. Μήπως τελικά άνθρωποι και σκύλοι πρέπει να αναποδογυρίσουν αυτόν τον κόσμο, όπως το λεωφορείο στη μέση της ερήμου; Από τις πιο σκληρά τρυφερές ταινίες των τελευταίων χρόνων.

Οι Άποικοι / The Settlers του Φελίπε Γκάλβες
Στη Χιλή του τέλους του 19ου αιώνα, τρεις ιππείς προσλαμβάνονται από έναν πλούσιο γαιοκτήμονα για να σημειώσουν την περίμετρο της εκτεταμένης περιουσίας του.
Η σφαγή των αυτοχθόνων της Γης του Πυρός είναι ένα κομμάτι της «κρυμμένης» Ιστορίας της ματωμένης Λατινικής Αμερικής που δεν συναντάμε εύκολα στη μεγάλη οθόνη, ειδικά σε τέτοιο σπουδαίο εικαστικό περίβλημα.

Τα Παιδιά του Χειμώνα / The Holdovers του Αλεξάντερ Πέιν
Η ταινία ακολουθεί έναν στριμμένο καθηγητή σε ένα αμερικανικό κολέγιο υψηλού κύρους, ο οποίος υποχρεώνεται να παραμείνει στην πανεπιστημιούπολη κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, για να προσέχει τους λίγους σπουδαστές του οι οποίοι δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε. Τούτη η ταινία ανήκει στην κατηγορία «βάλσαμο στην ψυχή», μια απλή αλλά τόσο πλούσια σε νοήματα και συναισθήματα ιστορία που εκπλήσσει. Μια ταινία που θα μείνει κλασική.

Συνάδελφοι ηρωικοί οικοδόμοι του Γιάννη Ξύδα
Η συγκρότηση ενός συλλογικού αγώνα την περίοδο 1960 - '67. Οικοδόμοι, εργάτες σε κατασκευαστικούς τομείς και τεχνίτες παίρνουν στις πλάτες τους ένα συνδικαλιστικό κίνημα - πυξίδα για το μέλλον.


Ένα σπουδαίο μάθημα για το παρόν και το μέλλον και μια μεγάλη ανάσα για να πάμε παρακάτω. Και μια συνειδητοποίηση από πού λύνεται εκείνη η κόκκινη κλωστή που είναι σειρά μας να την κρατήσουμε γερά και να την παραδώσουμε στις μελλοντικές γενιές άφθαρτη.

Οικοδόμοι: Κέρδισαν τον σεβασμό και την εκτίμηση της κοινωνίας, κατάφεραν μια σειρά ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών κατακτήσεων, λύγισαν το αήττητο της αστυνομικής βαρβαρότητας… Είναι οι «Συνάδελφοι ηρωικοί οικοδόμοι…» Οι δικοί μας ήρωες!!! Της 10ετίας του 1960 και μέχρι σήμερα!! Μπροστά τα πανό τους σε κάθε κινητοποίηση του ΠΑΜΕ και στης ζωής μας τα Πολυτεχνεία. Ηρωικές πράξεις των ανθρώπων της διπλανής πόρτας άμεσα συνυφασμένες με το συλλογικό στοιχείο, την αλληλεγγύη που αναπτύσσεται μέσα στην ομάδα, μέσα στο σωματείο, με την καλλιέργεια του πνεύματος _που το διατηρεί σε μία εγρήγορση, προκειμένου το άτομο να αντιλαμβάνεται πού βρίσκεται, πού θέλει να πάει και πώς μπορεί με τις δυνάμεις που διαθέτει να προχωρήσει μέσα σε ένα περιβάλλον που είναι εχθρικό απέναντί του, στην ασίγαστη ταξική πάλη. 80+χρόνια δεν φοβήθηκαν τη δουλειά, δεν φοβήθηκαν το κυνηγητό, δεν φοβήθηκαν τις διώξεις, δεν φοβήθηκαν τη φτώχεια, γιατί είχαν να κρατηθούν ο ένας από τον άλλον. Είναι οι ηρωικοί οικοδόμοι που μας τους συστήνει στο ντοκιμαντέρ του ο Γιάννης Ξύδας. Οι παρακατιανοί μέχρι το 1960 που δεν τους επέτρεπαν οι εισπράκτορες να ανέβουν στο λεωφορείο με τα εργαλεία της δουλειάς τους, την τσάπα και το φτυάρι-για να μην λερώσουν- που μέχρι τότε δούλευαν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου ανασφάλιστοι, που άλλη δουλειά δεν υπήρχε για αυτούς πλην της οικοδομής. Ήταν οι πολιτικά στιγματισμένοι, από όλους διωγμένοι στο μετεμφυλιακό κράτος λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων, ήταν οι πάμπτωχοι εσωτερικοί μετανάστες που ανήλικοι ακόμη συνέρρεαν στις μεγάλες πόλεις για να γλιτώσουν από τη φτώχεια και την πείνα του χωριού τους. Ένας από αυτούς, μας περιγράφει στο ντοκιμαντέρ την πρώτη μέρα που πήγε στη δουλειά, στις 6.30 το πρωί όπου βρήκε δύο μεγαλύτερούς του να ζεσταίνονται σε μία φωτιά που είχαν ανάψει, και που το πρώτο πράγμα που του είπαν ήταν την επόμενη να ερχόταν νωρίτερα στη δουλειά του, χωρίς να του εξηγήσουν τον λόγο. Και όταν εκείνος πήγε την επόμενη στις 6.00 το πρωί, φοβούμενος ότι κάθε μέρα έπρεπε να ξεκινά τη βαριά δουλειά της οικοδομής από τόσο νωρίς, εντυπωσιάστηκε όταν ανακάλυψε τον λόγο της τόσο πρωινής άφιξής του. Και ο λόγος ήταν ότι μέχρι το ξεκίνημα της δουλειάς, στο μισάωρο που μεσολαβούσε οι δύο μεγαλύτεροι πολιτικά οργανωμένοι, αριστεροί συνάδελφοί του ήθελαν να συζητούν μαζί του για την κατάσταση των πραγμάτων, για τις άθλιες συνθήκες εργασίας και για την εξεύρεση τρόπων ανατροπής αυτών των συνθηκών. Έτσι σιγά σιγά τα σωματεία των οικοδόμων άρχισαν να αποκτούν δύναμη, γιατί τα μέλη τους συνειδητοποιούσαν μέσα από τις διαρκείς συζητήσεις ότι μπορούν να καλυτερέψουν τις συνθήκες της ζωής τους και σιγά σιγά να κερδίσουν και οι ίδιοι τον σεβασμό και την εκτίμηση της κοινωνίας.

Οι οικοδόμοι ύψωσαν μέσα από τη Συντονιστική τους Επιτροπή -που αντιπροσώπευε τα μαζικά σωματεία τα οποία δεν γίνονταν δεκτά στην εργατοπατερική Ομοσπονδία Οικοδόμων του εγκάθετου Λυκιαρδόπουλου- το ταξικό και πολιτικό τους ανάστημα τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, οδηγώντας το εργατικό κίνημα σε μεγάλες νίκες και κατακτήσεις με αποκορύφωμα τη μεγαλειώδη απεργία της 1ης Δεκέμβρη του 1960 αλλά και τη συμμετοχή τους στη μεγάλη πορεία την ημέρα της κηδείας του Σωτήρη Πέτρουλα, καθώς και την επίσης μαζική κινητοποίηση τους 9 μέρες πριν το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 στο θέατρο Περοκέ. Μιας κινητοποίησης που σκοπό είχε να αποτρέψει το επερχόμενο στρατιωτικό πραξικόπημα και που η απόφαση αυτής της κινητοποίησης πάρθηκε από τη Συντονιστική Επιτροπή των Οικοδόμων.

Το ντοκιμαντέρ έρχεται να προστεθεί στα προηγούμενα «Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών» και «Καινούργιος Ουρανός: Οι γυναίκες στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» όπου η ανεξάρτητη ομάδα Συλλογική Μνήμη ερευνά τα ιστορικά γεγονότα αποτυπώνοντάς τα στον κινηματογραφικό φακό μέσω της προφορικής ιστορίας ανθρώπων που μετείχαν σε αυτά σε μία προσπάθεια διάσωσης της συλλογικής μνήμης που δέχεται ανελέητη επίθεση από τα συστημικά μέσα που προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξαφανίσουν. «Η ταξική τοποθέτηση» μας λέει ένας από τους πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ, πρώην οικοδόμος, «είναι ένας τρόπος μέτρησης της ποιότητας ενός μέρους της ζωής του ανθρώπου». Και πράγματι. Ο ταξικός και πολιτικός χαρακτήρας της πάλης των οικοδόμων κατάφερε ακριβώς αυτό: να ανεβάσει πολύ ψηλά την ποιότητα της ζωής τους και να δείξει τον δρόμο στις επόμενες γενεές πώς αυτή η ποιότητα μπορεί να παραμείνει ψηλά ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Δηλαδή στις τωρινές! 

Ξεχωρίσαμε ακόμα...

Βεβαίως δεν είναι μόνο αυτές οι ταινίες που αγαπήσαμε, υπήρξαν και κάποιες μέσα στη χρονιά που για διαφορετικούς λόγους η καθεμία μας κίνησαν το ενδιαφέρον. Πολύ επιγραμματικά θα αναφέρουμε το «The Apprentice» του Αλί Αμπάσι όχι γιατί δεν γνωρίζαμε την ιστορία του Τραμπ, αλλά γιατί διαφωτιστήκαμε για τον ρόλο που έπαιξε ο μακαρθικός Ρόι Κον στην άνοδό του. Την υπέροχη ταινία «Αδάμ» (Adam) της Μαριάμ Τουζανί, που μιλά για την αλληλεγγύη και τη θέση της γυναίκας στο σύγχρονο Μαρόκο και όχι μόνο. Την ξεχωριστή ταινία «Οι Χωρικοί» (The Peasants) των Ντορότα Κομπιέλα και Χιου Βέλχμαν, γιατί είναι στηριγμένο σε σπουδαία λογοτεχνία και υπέροχα ζωγραφισμένο στο χέρι καρέ καρέ με χιλιάδες ελαιογραφίες __Μια νεαρή επαρχιώτισσα αναγκάζεται να παντρευτεί έναν πολύ μεγαλύτερο της πλούσιο κτηνοτρόφο, παρά τον έρωτά της για τον γιο του. Σύντομα, θα γίνει αντικείμενο ζήλιας και έχθρας από τους υπόλοιπους χωρικούς και θα χρειαστεί να παλέψει για να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της και με φόντο την Πολωνία των αρχών του 20ού αιώνα, οι ιστορίες των χωρικών ξεδιπλώνονται καθώς οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη. Η υπόθεσή της θα φανεί κάπως “απλοϊκή” για τη σημερινή εποχή, δείχνοντας όμως το σκληρό πρόσωπο τόσο της αγροτικής ζωής όσο και της θέσης της γυναίκας που ήταν τρομερά υποβαθμισμένη. 0 “έρωτας” και η εξαγορά του, αυτό το δούναι και λαβείν που κυριαρχεί στην ταινία, σήμερα φαντάζει αδυσώπητο, κι όμως… Αυτή ακριβώς η συνθήκη είναι που καθορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις της κοινωνίας του χωριού που διαδραματίζεται, η γη και η ισχύς της ως διαπραγματευτικό ερωτικό όπλο… Οι δημιουργοί του “Loving Vincent” (2017) της πρώτης ταινίας που είναι εξολοκλήρου ζωγραφισμένη στο χέρι καρέ καρέ με χιλιάδες ελαιογραφίες. έκαναν πάλι το θαύμα τους…
Την «Υπόθεση Γκολντμάν» (Le proces Goldman) του Σεντρίκ Καν γιατί μας δείχνει τις αντιφάσεις της γαλλικής αριστεράς τη δεκαετία του '70. Τη «Lee» της Ελεν Κούρας που αφηγείται τη ζωή της Λι Μίλερ, μιας απ' τις σημαντικότερες ανταποκρίτριες και φωτογράφους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το σπαραχτικό «Bird» της Αντρεα Αρνολντ γιατί μιλάει για τα παιδιά που μεγαλώνουν μόνα τους, εγκαταλειμμένα σε άθλιες συνθήκες. Τους «Τρεις Σωματοφύλακες: Μιλαίδη» (Les Τrois Μousquetaires: Μilady) του Μαρτάν Μπουρμπουλόν που αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας που βασίζεται στο διάσημο ομώνυμο έργο του Αλέξανδρου Δουμά, μια υπέροχη ταινία εποχής που πρέπει να κρατήσουμε στο νου μας γιατί φέτος έρχεται και η τρίτη ταινία. Το «Αλάνι» (Scrapper) της Σάρλοτ Ρέγκαν γιατί είναι ένα ρεαλιστικό παραμύθι στις εργατογειτονιές της Αγγλίας. Θα δείτε τις δομές Πρόνοιας, το σχολείο, τον περίγυρό της μέσα από ένα χιουμοριστικό και «ανάλαφρο» πρίσμα. Το «Αγόρι του Θεού» (Rapito) του Μάρκο Μπελόκιο για το στιβαρό του σενάριο, στηριγμένο σε ιστορική έρευνα για τις συνθήκες της περιόδου στην κοινωνία και στην Εκκλησία. «Τα μαθήματα της Μπλάγκα» (Blaga's Lessons) του Στέφαν Κομαντάρεφ για τον σκληρό ρεαλισμό της σύγχρονης, καπιταλιστικής Βουλγαρίας. Τους «Βασιλιάδες του Κόσμου» (Kings of the World) της Λάουρα Μόρα, ένα πικρό ντοκουμέντο για το τι σημαίνει να είσαι απόκληρο παιδί στην Κολομβία. Την ταινία «Πάντα Υπάρχει το Αύριο» (C'e ancora domani) της Πάολα Κορτελέζι για την οπτική της σχετικά με τη γυναίκα εκείνης της περιόδου και το ρητορικό ερώτημα εάν μια τυπική ισότητα απέναντι στον νόμο αποτελεί πραγματική ισοτιμία και στη ζωή. Το «Dune: Μέρος Δεύτερο» (Dune: Part 2) του Ντενί Βιλνέβ γιατί πρόκειται για μια επικών διαστάσεων λογοτεχνική μεταφορά, που όμως δεν μπορεί να κριθεί συνολικά αλλά μόνο σαν μέρος της τριλογίας. Το «Χρέος του Εκτελεστή» (Knox Goes Away) του Μάικλ Κίτον για το καλοδουλεμένο νουάρ σενάριό του. Το «Κόκκινο Νησί» (L' ile Rouge) του Ρομπίν Καμπιγιό για την αποικιοκρατία μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. «Ο Σπόρος της Ιερής Συκιάς» (The Seed of the Sacred Fig) του Μοχάμαντ Ρασούλοφ, για όσα τράβηξε να τη γυρίσει, χωρίς να τη βλέπουμε ξεκομμένα από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. «Maria» του Πάμπλο Λαραίν γιατί η Κάλλας είναι παντοτινή.

Από τις ελληνικές ταινίες της χρονιάς επιλέξαμε...

«Με Αξιοπρέπεια» του Δημήτρη Κατσιμίρη για το καλοδουλεμένο σενάριό της και τις εξαιρετικές ερμηνείες της, «Νυχτερινός Εκφωνητής» του Ρένου Χαραλαμπίδη για τη νοσταλγία της και την εκπληκτική μουσική της, «Animal» της Σοφίας Εξάρχου γιατί θρυμματίζει τη βιτρίνα του τουριστικού θαύματος, δείχνοντας το σαθρό παρασκήνιό της και το «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για τον Στέλιο Καζαντζίδη.

Από ντοκιμαντέρ ξεχωρίσαμε τα ακόλουθα... «Tack» της Βάνιας Τέρνερ, «Γιάννης Σπανός: Πίσω απ' τη Μαρκίζα» του Αρη Δόριζα, «Dourgouti Town» του Δημήτρη Μπαβέλλα, «Searching for Rodakis» του Κερέμ Σογιουλμάζ.

Ειρήνη, Αγάπη, Αγώνες, Σινεμά για το 2025 και σας αφήνουμε με μουσική, την άρια «Je crois entendre encore» από την όπερα του Georges Bizet, Les Pecheurs de perles, που ακούσαμε στον «Νυχτερινό Εκφωνητή».

Με όπλο τους την κάμερα

Συνέντευξη των δημιουργών του βραβευμένου ντοκιμαντέρ «Καμιά Άλλη Γη», του Ισραηλινού Γιούβαλ Αμπραχάμ και του Παλαιστίνιου Μπάζελ Αντρα, στον «Ριζοσπάστη»

«Είμαι 5 χρόνων. Η πρώτη μου ανάμνηση είναι ένα φως που με ξύπνησε. Ήταν η πρώτη σύλληψη του πατέρα μου.
Είμαι 7. Η πρώτη διαδήλωση που θυμάμαι. Κάθισα με τη μητέρα μου στο χώμα. Συνέλαβαν ξανά τον πατέρα μου.
Τότε κατάλαβα ότι οι γονείς μου είναι ακτιβιστές και ο πατέρας μου ανίκητος».

Κάπως έτσι ξεκινά η ταινία «Καμία Άλλη Γη» (No Other Land) που μιλάει για τη μεγαλύτερη πράξη αναγκαστικής μετακίνησης πληθυσμού στη Δυτική Οχθη από την κατάκτησή της το 1967, τον εκτοπισμό των κατοίκων της Masafer Yatta και την κήρυξη της περιοχής σε ζώνη στρατιωτικής εκπαίδευσης από την ισραηλινή κατοχή. Η Masafer Yatta είναι μια περιοχή με 20 αρχαία παλαιστινιακά χωριά στο νότιο άκρο της Δυτικής Οχθης. Οι κάτοικοί της, αγρότες και κτηνοτρόφοι, ζουν σε παλιά πέτρινα κτίσματα και σπηλιές, εκατοντάδες χρόνια πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Η «Καμία Αλλη Γη» είναι το πρώτο ντοκιμαντέρ που αφηγείται τη συστηματική προσπάθεια εκτοπισμού αλλά και την ανυποχώρητη στάση των κατοίκων της. Στα χέρια των Παλαιστίνιων Μπάζελ Αντρα και Χαμντάν Μπαλάλ και των Ισραηλινών Γιούβαλ Αμπραχάμ και Ρέιτσελ Ζορ η κάμερα λειτουργεί ως όπλο αλήθειας και αντίστασης. Λειτουργεί επίσης και ως εργαλείο μνήμης - απόδειξη ότι τα χωριά αυτά υπάρχουν.
Η ταινία προβλήθηκε στο 74ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου και κέρδισε το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ και το βραβείο κοινού. Οι Γιούβαλ Αμπραχάμ και Μπάζελ Αντρα συγκλόνισαν με την ομιλία τους, υψώνοντας το ανάστημά τους κατά της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη. Εκτοτε τους παρακολουθούσαμε με αγωνία, αφού αρκετές φορές κινδύνευσε η ζωή τους από τη βράβευσή τους μέχρι σήμερα. Θέλαμε να τους μιλήσουμε από την πρώτη στιγμή αλλά ήταν αδύνατον. Τα καταφέραμε, μέσω zoom, μια μέρα πριν από την επίθεση του Ισραήλ στον Λίβανο, με αφορμή την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ στους ελληνικούς κινηματογράφους, την Πέμπτη 17 Οκτώβρη.

Κινηματογραφώντας τη ζωή μας

__«Μα δε θα λένε: Ήταν σκοτεινοί καιροί. Θα λένε γιατί σώπαιναν οι ποιητές τους», λέει κάπου ο Μπρεχτ.
Μπορούμε να πούμε ότι αυτό το ντοκιμαντέρ είναι μια πράξη αντίστασης;
Πώς μπορεί η Τέχνη να βοηθήσει σε καιρούς πολέμου;

Μπ. Αντρα: Πράγματι. Το ντοκιμαντέρ δείχνει την καταστροφή του τόπου μου, της Masafer Yatta. Είναι μια πραγματικότητα που βιώνουμε δεκαετίες τώρα. Ομως, δεν το βάζουμε κάτω, συνεχίζουμε να ζούμε εκεί.
Και ναι, η κάμερα είναι το δικό μου «όπλο», για να πολεμήσω τη βία, την κατοχή. Με την κάμερα στον ώμο μου καταγράφω τις επιθέσεις, τους στρατιώτες, τους εποίκους, τα σπίτια που καταστρέφουν, τις συνεχείς προσβολές τους στους κατοίκους...
Και μέσα από αυτόν τον τρόπο επιδιώκουμε να δείξουμε στους λαούς τι γίνεται, για να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους, να σταματήσουν να υποστηρίζουν το κράτος του Ισραήλ με όπλα και χρήματα. Να μη μένουν σιωπηλοί. Να ενώσουν τις φωνές τους μαζί μας. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο γυρίζαμε αυτήν την ταινία τα τελευταία 5 χρόνια.

__ Πώς βιώνετε την καθημερινότητα στη Masafer Yatta;

Μπ. Αντρα: Το κυρίαρχο συναίσθημα θα έλεγα ότι είναι ο φόβος πως κάτι θα συμβεί... Το πρωί, μπορεί να έρθει μια μπουλντόζα και να καταστρέψει ένα σπίτι, μια ομάδα στρατιωτών να μας επιτεθεί, ή να δηλητηριάσει ένα πρόβατο. Και αυτό το αίσθημα δεν μας αφήνει. Τι θα γίνει άμα λείψουμε για λίγες ώρες από το σπίτι μας; Τι θα γίνει με τα παιδιά μας όταν λείπουν στο σχολείο;
Αυτή είναι η πραγματικότητα της ζωής μας. Και αυτή η αλήθεια πιστεύω ότι βγαίνει και στην ταινία.

__ Πότε αποφασίσατε να κάνετε την ταινία και πώς δημιουργήθηκε αυτή η ομάδα;

Μπ. Αντρα: Πριν από 5 χρόνια ο Γιούβαλ και η Ρέιτσελ ήρθαν ως δημοσιογράφοι, για να γράψουν ένα άρθρο για τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων από τα χωριά της Masafer Yatta. Τότε γνώρισαν εμένα και τον Χαμντάν. Μια μέρα συμφωνήσαμε οι τέσσερίς μας να ξεκινήσουμε το ντοκιμαντέρ χρησιμοποιώντας καταρχάς το υλικό που τραβούσαμε για χρόνια στην περιοχή. Παράλληλα αρχίσαμε να καταγράφουμε την καθημερινότητα: Τις συγκρούσεις, τις καταστροφές, τις διαδηλώσεις, τη ζωή των οικογενειών μας.

__ Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια της κινηματογράφησης;

Γ. Αμπραχάμ: Δεν είχαμε ξανακάνει ντοκιμαντέρ. Δεν είμαστε σκηνοθέτες, είμαστε δημοσιογράφοι. Και έπρεπε να μάθουμε πολλά. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μια ταινία!
Ως δημοσιογράφοι γνωρίζαμε πώς είναι να καταγράφεις ένα γεγονός, π.χ. την κατεδάφιση ενός σπιτιού. Αλλά πώς θα καταφέρναμε να πούμε την ιστορία μιας ολόκληρης κοινότητας, που βρίσκεται σε μια διαδικασία αναγκαστικής μεταφοράς, αλλά παράλληλα και την ιστορία του εαυτού μας, της δράσης μας, τον τρόπο, καθώς και την πολυπλοκότητα της συνεργασίας μας, ως Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι που δουλεύουν μαζί; Πώς θα καταφέρναμε να πούμε την ιστορία του Χαρούν, του νεαρού φίλου μας που δέχτηκε δολοφονική επίθεση από τον ισραηλινό στρατό, έμεινε ανάπηρος και τελικά «έφυγε» από τη ζωή;
Όλα τα παραπάνω, επομένως, δεν είναι μόνο ενημέρωση. Αφορούν και τις ζωές των ανθρώπων, τα συναισθήματά τους. Ολα αυτά λοιπόν ήταν πολύ δύσκολες προκλήσεις για εμάς. Και ευτυχώς δεχθήκαμε πολλή βοήθεια στην πορεία, για παράδειγμα συνεργαστήκαμε με την Πρωτοβουλία Close-Up, η οποία βοηθά τις ταινίες ντοκιμαντέρ στη Μέση Ανατολή.
Και τώρα που το συζητάμε, νομίζω ότι μια άλλη πρόκληση ήταν ο στρατός. Ξέρετε, μερικές φορές καθόμασταν και μοντάραμε μια σκηνή κατεδάφισης σπιτιού και μετά έρχονταν οι στρατιωτικές μπουλντόζες και πήγαιναν να καταστρέψουν ένα άλλο σπίτι και εμείς έπρεπε να τρέξουμε, να το κινηματογραφήσουμε. Η μεγαλύτερη, δηλαδή, πρόκληση ήταν ότι κάναμε ένα ντοκιμαντέρ για κάτι που βρίσκεται σε εξέλιξη. Και αυτό προσθέτει διάφορες δυσκολίες.

Δεν υπήρχε άλλος δρόμος

__ Γιούβαλ, μια ερώτηση για εσένα. Είσαι αρνητής στράτευσης. Πες μας παραπάνω για την απόφασή σου.

Γ. Αμπραχάμ: Η θητεία στον στρατό είναι υποχρεωτική για την ισραηλινή κοινωνία και σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό είναι μέρος της ισραηλινής κουλτούρας.
Οι Ισραηλινοί βλέπουν από πολύ μικρή ηλικία τους πατεράδες τους ή τα μεγαλύτερα αδέρφια τους να είναι αξιωματικοί του ισραηλινού στρατού. Διδάσκονται στο σχολείο για τον στρατό. Με αυτές τις εικόνες μεγαλώνουν. Με αυτό το «όνειρο» γαλουχούνται από μικρά παιδιά.

Στην περίπτωσή μου, κατατάχθηκα στον ισραηλινό στρατό, αλλά σε λίγους μήνες έφυγα για πολιτικούς λόγους. Ηταν η εποχή που ξεκινούσα να συνειδητοποιώ τι σημαίνει στρατιωτική κατοχή. Και ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι ήθελα να μάθω περισσότερα, πριν πάρω κάποιο όπλο ή κληθώ να πάρω μέρος σε αυτήν τη σύγκρουση. Κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να υπηρετήσω σε μια ένοπλη δύναμη, πριν κατανοήσω ποιον πολεμώ και γιατί τον πολεμώ.
Και είμαι πολύ χαρούμενος που πήρα αυτήν την απόφαση. Είναι μια ασυνήθιστη απόφαση, αλλά είχα τον χρόνο να σπουδάσω Αραβικά και να δουλέψω όπως βλέπετε στην ταινία.

Ξέρω ότι πολλοί Ισραηλινοί είναι επικριτικοί σχετικά με την απόφασή μου. Εγκαταλείπεις την ασφάλειά μας, μου λένε. Όμως, πραγματικά, σήμερα πιστεύω ότι η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια των Παλαιστινίων αλλά και για την ασφάλεια των Ισραηλινών είναι το γεγονός ότι η στρατιωτική κατοχή συνεχίζεται.
Για μένα είναι πολύ πιο σημαντικό να υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται για να αναδιαμορφώσουν τη σχέση μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, που αγωνίζονται γι' αυτήν την πολιτική αλλαγή. Το μέλλον που έχουμε ανάγκη δεν περνάει μέσα από την ύπαρξη περισσότερων στρατιωτών και όπλων. Αυτό είναι το δικό μου «πιστεύω» και γι' αυτό ενήργησα με τον τρόπο που ενήργησα.

__Το μεγάλο γεγονός στην Μπερλινάλε ήταν οι συγκλονιστικές σας ομιλίες στην τελετή βράβευσης της ταινίας.
Πιστεύετε ότι αυτό έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη ενός ακόμα μεγαλύτερου κινήματος αλληλεγγύης στον χώρο της Τέχνης;
Τι θέλετε να πείτε στο ελληνικό κοινό;

Μπ. Αντρα: Είμαστε πολύ χαρούμενοι για την αποδοχή της ταινίας μας. Για να πω, τουλάχιστον, για τον εαυτό μου, νιώθω περισσότερο αγωνιστής παρά σκηνοθέτης. Ο στόχος μας είναι να φτάσει η φωνή μας σε όσο το δυνατόν περισσότερους.
Γ. Αμπραχάμ: Αυτή είναι η δύναμη της Τέχνης. Μπορεί πιο εύκολα να πυροδοτεί μια συζήτηση, να επηρεάζει τη σκέψη των ανθρώπων, να γίνει «όπλο» στην πάλη για δικαιοσύνη, αντίσταση σε διάφορες μορφές καταπίεσης. Το ξέρω, δεν είναι μόνο τα παραπάνω η λειτουργία της Τέχνης, αλλά για μένα ήταν ο βασικός λόγος.
Και ναι, δεν ήταν εύκολο να αποδεχτούμε τις απειλές που βιώσαμε εμείς και οι οικογένειές μας, μετά την Μπερλινάλε. Αλλά δεν υπήρχε άλλος δρόμος.

Θέλω να γνωρίζουν οι Έλληνες, οι αναγνώστες της εφημερίδας σας, ότι υπάρχουν Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί σαν εμένα και τον Μπάζελ. Φοβόμαστε για το αύριο. Και θέλουμε και τη δική σας βοήθεια, για να μπει ένα τέρμα στη στρατιωτική κατοχή. Ξέρουμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι πολύ φίλη με την κυβέρνηση του Νετανιάχου...
Αλλά πιστεύουμε βαθιά ότι η Παλαιστίνη και το Ισραήλ, όπως και η Ελλάδα μπορούν να γίνουν... καλύτερα μέρη! Ο αγώνας είναι κοινός για να φτάσουμε σε ένα μέλλον που στο επίκεντρό του θα είναι ο άνθρωπος και οι ανάγκες του και όχι η εκμετάλλευση και η βία, όπως συμβαίνει αυτήν τη στιγμή.
Σας ευχαριστούμε λοιπόν για την αλληλεγγύη και ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να σας συναντήσουμε από κοντά στο μέλλον!

Δείτε και Ο Παλαιστίνιος Μπάζελ Αντρα κι ο Ισραηλινός Γιουβάλ Αμπραχάμ μιλούν στο Flix για το «Καμία Αλλη Γη», την ταινία που έκαναν μαζί

 

Με πληροφορίες και από Ριζοσπάστη

Αφιέρωμα Γκόγια _Χαρακτικά του σε μία έκθεση

Ογδόντα χαρακτικά, οξυγραφίες σε χαρτί και ακουατίντα, που χρονολογούνται από το 1797-’98, θα παρουσιαστούν σε μια πολύ σημαντική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη και θα συνοδεύονται από φωτογραφίες των προπαρασκευαστικών σχεδίων. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Τετάρτη 22 Γενάρη, ενώ η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 30 Σεπτέμβρη 2025.

Είναι η πρώτη χαρακτική σειρά του Goya και η μόνη που δημοσιοποιήθηκε όταν ο καλλιτέχνης ήταν εν ζωή. Η σειρά που έχει στην κατοχή της η Εθνική Πινακοθήκη είναι εκτυπωμένη το 1803 και αγοράστηκε το 1962 όταν ήταν διευθυντής ο Μ. Καλλιγάς. Η σειρά των χαρακτικών που φέρει τον τίτλο «Los Caprichos», που ο Francisco Goya δημοσιεύει στις αρχές του 1799, αποτελεί ένα έργο – ορόσημο στην καλλιτεχνική του εξέλιξη, καθώς για πρώτη φορά ο επίσημος ζωγράφος της Ισπανικής Αυλής αφήνεται να εκφράσει τον επαναστατικό χαρακτήρα μιας τέχνης ώριμης και απελευθερωμένης από τις δεσμεύσεις των δημόσιων παραγγελιών.

Εμφορούμενος από τα πνευματικά και φιλοσοφικά ερείσματα του Διαφωτισμού, ο Goya αντλεί τα θέματά του από την ίδια τη ζωή της εποχής του, εστιάζοντας στις πιο προκλητικές όψεις της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που τον περιβάλλει, προκειμένου να ασκήσει μια ανελέητη κριτική στις σκοτεινές πλευρές της ισπανικής κοινωνίας του τέλους του 18ου αιώνα.

Στηλιτεύει τη ματαιοδοξία και τις υποκριτικές ανθρώπινες σχέσεις, την πορνεία, τη μιζέρια και την αμορφωσιά των απλών ανθρώπων, που ζουν σε έναν κόσμο βυθισμένο στις δεισιδαιμονίες και τις μαγικές πρακτικές. Καυτηριάζει την τεμπελιά και τη διαφθορά μιας συντηρητικής και σκοταδιστικής Εκκλησίας, που χρησιμοποιεί ως όργανο καθυπόταξης την Ιερά Εξέταση. Χλευάζει θεσμούς σατιρίζοντας την άγνοια και την απληστία γιατρών, δασκάλων και δικαστών, ασκώντας έτσι μια έμμεση κριτική στην εξουσία του Στέμματος.

 

Αυτή η εμβύθιση στα σκοτάδια του ανθρώπινου ψυχισμού χρησιμοποιεί συχνά ως μορφολογικό εργαλείο την παραμόρφωση: Αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου με έντονους και αποκρουστικούς μορφασμούς, περιγραφή της φθοράς και του γήρατος των γυμνών σωμάτων των μαγισσών, ασχήμια, ζωομορφισμός – πρόσωπα και σώματα που λειτουργούν ως αποτυπώσεις ψυχικών διαστρεβλώσεων και παθών. Οντα στο μεταίχμιο της φαντασίας και της πραγματικότητας, κινούμενα μέσα σε δραματικά φωτισμένα σκηνικά που ζωντανεύουν χάρη στην αριστοτεχνική χρήση της τεχνικής της ακουατίντας.

Εγκαίνια: 22-Ιαν
Διάρκεια: ως Σεπ-2025

Γκόγια στην Εθνική Πινακοθήκη – Αφιέρωμα

Η νέα χρονιά βρίσκει την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου έτοιμη για την υποδοχή των επισκεπτών με νέες εκθέσεις, δρώμενα, σειρά ξεναγήσεων και εκπαιδευτικά προγράμματα για όλες τις ηλικίες, τόσο στο Κεντρικό Κτήριο και στην Εθνική Γλυπτοθήκη όσο και στα Παραρτήματα εκτός Αθήνας _εκθέσεις που είχαν ήδη προαναγγελθεί:

·        Francisco Goya, Los Caprichos

·        Η Σαγήνη του Αλλόκοτου

·        ___

Ο Φρανθίσκο Γκόγια χλευάζει θεσμούς και απεικονίζει φαντασιακές σκηνές μαγικών τελετουργικών στη νέα έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης. Ογδόντα χαρακτικά, οξυγραφίες σε χαρτί και ακουατίντα, που χρονολογούνται από το 1797-98, θα παρουσιαστούν σε μια πολύ σημαντική έκθεση και θα συνοδεύονται από φωτογραφίες των προπαρασκευαστικών σχεδίων. Είναι η πρώτη χαρακτική σειρά του Goya και η μόνη που δημοσιοποιήθηκε όταν ο καλλιτέχνης ήταν εν ζωή (την έχει στην κατοχή της η Εθνική Πινακοθήκη, είναι εκτυπωμένη το 1803 και αγοράστηκε το 1962). Η σειρά των χαρακτικών που φέρει τον τίτλο Los Caprichos (Οι ιδιοτροπίες, τα καπρίτσια), που ο Francisco Goya δημοσιεύει στις αρχές του 1799, αποτελεί ένα έργο-ορόσημο στην καλλιτεχνική του εξέλιξη, καθώς για πρώτη φορά ο ζωγράφος αφήνεται να εκφράσει τον επαναστατικό χαρακτήρα μιας τέχνης ώριμης και απελευθερωμένης από τις δεσμεύσεις των δημόσιων παραγγελιών. Εμφορούμενος από τα πνευματικά και φιλοσοφικά ερείσματα του Διαφωτισμού που πρέσβευε τα ιδανικά της λογικής, της προόδου και της ελευθερίας, ο Goya αντλεί τα θέματά του από την ίδια τη ζωή της εποχής του, εστιάζοντας στις πιο προκλητικές όψεις της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που τον περιβάλλει, προκειμένου να ασκήσει μια ανελέητη κριτική στις σκοτεινές πλευρές της ισπανικής κοινωνίας του τέλους του 18ου αιώνα.

Φρανθίσκο Γκόγια
Francisco José de Goya y Lucientes

Ο Γκόγια (Francisco José de Goya y Lucientes, 30 Μαρτίου 1746 – 16 Απριλίου 1828) ήταν Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Υπήρξε ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε τρεις γενιές μοναρχών και θεωρείται ο σπουδαιότερος Ισπανός καλλιτέχνης, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου. Το έργο του περιλαμβάνει περισσότερους από 700 πίνακες ζωγραφικής, 900 σχέδια και σχεδόν 300 χαρακτικά, που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από καινοτομίες και ρηξικέλευθα στοιχεία σύνθεσης. Σημαντικά έργα (μεταξύ άλλων): Η γυμνή μάχα \ η ντυμένη μάχα Ο San Bernardino της Σιένα κηρύττει ενώπιον του Αλφόνσο Ε’ της Αραγονίας, Ο Σκύλος, Πορτραίτο του Don Ramón Satué, Η 3η Μαΐου 1808 _(φυσικά) τα Καπρίτσια, Η τελευταία μετάληψη του Αγίου Ιωσήφ δε Καλασάνθ, Η 2α Μαΐου 1808, Στρατηγός José de Palafox στο Horseback, Πορτραίτο του Mariano Goya, ο εγγονός του καλλιτέχνη, Πορτραίτο του Mariano Goya, Παναγία του Στύλου, Προσκύνηση του Ονόματος του Θεού και Βασίλισσα Martyrum κλπ.
Αν και υπήρξε διακεκριμένος και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία, η φήμη του εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκετές δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Κατά τον 19ο αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από τους ζωγράφους του ρομαντισμού, με κύριο θαυμαστή του τον Ντελακρουά, ενώ την ίδια στάση τήρησαν καλλιτέχνες, όπως ο Πάμπλο Πικάσο, και θεωρητικοί της τέχνης του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών, ο σημαντικότερος της εποχής του καθώς και ένας εκ των πρώτων “μοντέρνων” καλλιτεχνών.

Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών με τον ζωγράφο Χοσέ Λουθάν Μαρτίνεθ, καλλιτέχνη που είχε εκπαιδευτεί στη Νάπολι και συνδεόταν φιλικά με τον πατέρα του Γκόγια. Το 1764 και το 1766 συμμετείχε σε εξετάσεις για την υποτροφία που είχε θεσπίσει η Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάρντο στη Μαδρίτη, στις οποίες τελικά απέτυχε. Αργότερα, υπήρξε μαθητής του διακεκριμένου αυλικού ζωγράφου Φρανσίσκο Μπαγέ, στη Μαδρίτη. Το 1771 ταξίδεψε στη Ρώμη όπου συνέχισε την εκπαίδευσή του, ενώ μετά την επιστροφή του ανέλαβε τις πρώτες σημαντικές παραγγελίες για εκκλησίες και μοναστήρια της περιοχής της Σαραγόσας, κυρίως νωπογραφίες, τις οποίες ολοκλήρωσε μέσα στα επόμενα χρόνια.

Το 1773 νυμφεύθηκε τη Χοσέφα Μπαγέ, αδελφή του δασκάλου του και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας (Real Fábrica de Tapices de Santa Bárbara). Η επιρροή του Μπαγιέ στους κύκλους της αυλής της Μαδρίτης υπήρξε ενδεχομένως καθοριστική για την ανάθεση του έργου στον Γκόγια, πέρα από το ταλέντο που είχε ήδη εκδηλωθεί στο πρώιμο έργο του. Οι ύστεροι τοιχοτάπητες που ολοκλήρωσε αποτυπώνουν την αυτονομία του ως καλλιτέχνη και την ανάπτυξη ενός προσωπικού ύφους που εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια. Το 1780 εκλέχθηκε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο (Real Academia de Bellas Artes de S Fernando) υποβάλλοντας τον πίνακα Ο εσταυρωμένος Χριστός, μία συμβατική σύνθεση στα ακαδημαϊκά πρότυπα του Άντον Ράφαελ Μενγκς, που πιθανώς στηρίζεται στο ομώνυμο έργο του Ντιέγο Βελάθκεθ. Πέντε χρόνια αργότερα, διορίστηκε βοηθός διευθυντή του τμήματος ζωγραφικής της Ακαδημίας, ενώ στις το 1786 ανακηρύχθηκε επισήμως «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ’, με ετήσιο μισθό 15.000 ρεάλια. Την περίοδο αυτή, ο Γκόγια καθιερώθηκε και απέκτησε σημαντική φήμη ως προσωπογράφος.

Ο θάνατος του Καρόλου Γ’ το 1788, λίγο πριν το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, οδήγησε σε μία νέα εποχή πολιτικών και κοινωνικών αναταράξεων, υπό την ηγεμονία του Καρόλου Δ’. Υπό την προστασία του νέου βασιλιά, ο Γκόγια ανακηρύχθηκε «ζωγράφος της Αίθουσας του βασιλιά» και σύντομα εξελίχθηκε σε έναν από τους διασημότερους και πιο πετυχημένους ζωγράφους της Ισπανίας. Το 1795 διορίστηκε Διευθυντής Ζωγραφικής της Ακαδημίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε όμως δύο χρόνια αργότερα, εξαιτίας προβλημάτων υγείας, τα οποία είχαν εμφανιστεί από το 1792, όταν προσβλήθηκε από μία σοβαρή νόσο που είχε ως αποτέλεσμα τη μόνιμη απώλεια της ακοής του. Σχετικά με την αρρώστια του, δεν διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες, ούτε γνωρίζουμε αν υπήρξε αποκλειστικά σωματικής φύσης ή επηρέασε την ψυχική του υγεία. Το 2017 η Ρόννα Χερτζάνο, ειδική επί της ακοής στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, πραγματοποίησε ανακοίνωση, στο Συνέδριο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου (UM SOM) σχετικά με έρευνά της για την ασθένεια του ζωγράφου. Διαπιστώνει ότι έπασχε από το σπάνιο σύνδρομο Σούσακ (Susac’s syndrome). Τα συμπτώματα αυτού του συνδρόμου είναι η περιορισμένη εγκεφαλική λειτουργία και προσωρινή απώλεια όρασης, ακοής και ισορροπίας. Παρά το ότι τα περισσότερα από αυτά εξαφανίζονται με την πάροδο του χρόνου, η απώλεια ακοής μπορεί να είναι οριστική, όπως συνέβη με τον Γκόγια. Μια άλλη εκδοχή που εκφράζει η ερευνήτρια, η οποία όμως δεν είναι τόσο ισχυρή όσο η πρώτη, είναι ότι η απώλεια ακοής προέκυψε ως συνέπεια της σύφιλης. Ανεξαρτήτως της πραγματικής αιτίας, θεραπεία στην εποχή του Γκόγια δεν υπήρχε για καμία από τις δύο παθήσεις.

Το 1799, ονομάστηκε «Πρώτος Ζωγράφος της Αίθουσας του Βασιλιά», με ετήσιο μισθό 50.000 ρεάλια. Τον ίδιο χρόνο, τυπώθηκε και η δημοφιλής σειρά χαρακτικών του, με τίτλο Καπρίτσια (Los Caprichos), έργο που είχε ξεκινήσει να φιλοτεχνεί από το 1796 και επιβεβαίωνε μία γενικότερη αλλαγή στο ύφος του έργου του, αν και οι επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε διατηρούσαν ακόμα τις καθιερωμένες φόρμες. Ανάμεσα σε αυτές τις παραγγελίες ξεχωρίζουν, την περίοδο αυτή, οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για τον Άγιο Αντώνιο δε λα Φλόριδα της Μαδρίτης, καθώς και το ομαδικό πορτρέτο για την οικογένεια του Καρόλου Δ’.

Το 1808, ο βασιλιάς της Ισπανίας παραιτήθηκε και αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό λόγω της εισβολής των στρατευμάτων του Ναπολέοντα. Ο Γκόγια, όπως και η πλειοψηφία των φιλελεύθερων Ισπανών, διχάστηκε σε ό,τι αφορά τη στάση που έπρεπε να κρατήσει καθώς έβλεπε θετικά τις μεταρρυθμίσεις που πίστευε πως θα προωθούσαν οι Γάλλοι, από την άλλη πλευρά όμως, δεν ήταν αδιάφορος απέναντι σε πατριωτικά αισθήματα και στη γενικευμένη εξέγερση του ισπανικού λαού εξαιτίας των εκτελέσεων που πραγματοποίησαν οι Γάλλοι. Διατηρούσε επίσης στενές σχέσεις με Ισπανούς εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Τελικά διατήρησε τη θέση του ως αυλικός ζωγράφος, αποτυπώνοντας στις προσωπογραφίες του τόσο Ισπανούς όσο και Γάλλους στρατιωτικούς. Το 1808 ταξίδεψε στη Σαραγόσα όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει πίνακα με θέμα την αντίσταση των κατοίκων της πόλης. Ολοκλήρωσε επίσης μία προσωπογραφία του Ιωσήφ Βοναπάρτη που ανέβηκε στο θρόνο της Ισπανίας το 1808. Ανάμεσα στα διασημότερα έργα του Γκόγια, αυτής της περιόδου, ανήκει ένας κύκλος χαρακτικών που απεικονίζουν τη σκληρότητα του πολέμου, με γενικό τίτλο Οι Συμφορές του Πολέμου.

Μετά την παραίτηση του Ναπολέοντα και την επιστροφή του Φερδινάνδου Ζ’ στην Ισπανία, επαναφέρθηκε το παλαιό απολυταρχικό καθεστώς, ενώ δεκάδες χιλιάδες Ισπανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε άλλες χώρες. Ο Γκόγια διατήρησε τη θέση του, παρά το γεγονός πως είχε υπηρετήσει τον Γάλλο βασιλιά και θεωρείτο «ύποπτος» ως φιλελεύθερος, αν και αναγκάστηκε να απολογηθεί προς την Ιερά Εξέταση για τους πίνακες Γυμνή μάχα και ντυμένη μάχα που θεωρήθηκαν «άσεμνοι», χωρίς ωστόσο να καταδικαστεί. Με αφορμή την παλινόρθωση των Βουρβόνων, φιλοτέχνησε τους πίνακες Η 2α Μαΐου 1808 (σσ. γνωστό και ως “έφοδος των Μαμελούκων” απεικονίζει μία σκηνή που εκτυλίχθηκε κατά την Εξέγερση στο Calle de Alcalá κοντά στην πλατεία Πουέρτα ντελ Σολ της Μαδρίτης) και 3η Μαΐου 1808 (σσ. μ΄αυτό το έργο, ο Γκόγια θέλησε να τιμήσει τη μνήμη της Ισπανικής αντίστασης στο στρατό του Ναπολέοντα κατά τη διάρκεια της κατοχής του 1808 κατά τον πόλεμο της Ιβηρικής Χερσονήσου), χάρη στους οποίους βελτίωσε τις σχέσεις του με τον Ισπανό μονάρχη. Το 1819 ο Γκόγια μετακόμισε στα περίχωρα της Μαδρίτης, σε μία κατοικία που ονομάστηκε από τους περίοικους La Quinta del Sordo _«Η έπαυλη του κουφού». Στα τέλη του έτους αρρώστησε βαριά, την ίδια περίοδο που φιλοτέχνησε τους αποκαλούμενος και Μαύρους πίνακές του. Το 1824, όταν οι διώξεις έναντι των φιλελεύθερων και αντιμοναρχικών στοιχείων ανανεώθηκαν, ο Γκόγια υπέβαλε αίτημα για άδεια μετακίνησής του στη Γαλλία, για λόγους υγείας. Εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι, ενώ αργότερα έζησε στο Μπορντό μέχρι το τέλος της ζωής του, με εξαίρεση λίγες ημέρες κατά τις οποίες επισκέφθηκε τη Μαδρίτη προκειμένου να διευθετήσει το ζήτημα της συνταξιοδότησής του. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, ο Γκόγια συνέχισε να εργάζεται, ενώ στα τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε μία σειρά λιθογραφιών, με σκηνές ταυρομαχίας. Πέθανε στις 16 Απριλίου του 1828 στο Μπορντώ, σε ηλικία 82 ετών. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1901 στη Μαδρίτη και θάφτηκαν τελικά στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου δε λα Φλόριδα, διακοσμημένη με τις νωπογραφίες του Γκόγια του 1798.

Βασική επιρροή στα πρώιμα έργα του Γκόγια ήταν οι Ιταλοί ζωγράφοι ροκοκό όπως ο Κοράντο Τζιακουίντο και ο Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο τον οποίο είναι πιθανό πως ο Γκόγια συνάντησε στη Μαδρίτη, πριν αναχωρήσει για την Ιταλία. Η επόμενη σημαντική επιρροή προέρχεται από τον Γερμανό νεοκλασικιστή Άντον Ράφαελ Μενγκς ο οποίος ήταν και προϊστάμενός του κατά την εργασία του για τους τοιχοτάπητες του ισπανικού παλατιού. Στη συνέχεια, ο Γκόγια επηρεάστηκε σημαντικά, όπως και ο ίδιος αναγνώριζε, από τους Ντιέγο Βελάθκεθ και Ρέμπραντ. Από τον Βελάθκεθ, ο Γκόγια πήρε την προσέγγιση στη Φύση και το πρότυπο για την «ιμπρεσιονιστική» τεχνική την οποία ανέπτυξε περισσότερο από κάθε ζωγράφο της εποχής του. Από τον Ρέμπραντ, του οποίου το έργο ο Γκόγια πρέπει να γνώρισε σχεδόν αποκλειστικά από χαρακτικά, έμαθε την οικονομία στον φωτισμό η οποία προκαλεί ευχάριστα ακόμη και τον πιο αμύητο θεατή.

Τα πρώτα έργα του Γκόγια, ως επί το πλείστον νωπογραφίες για εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς της Σαραγόσας, αποτύπωναν θρησκευτικά θέματα και ήταν επηρεασμένα από την κυρίαρχη τεχνοτροπία του ροκοκό. Μετά την εγκατάστασή του στη Μαδρίτη, το 1774, τού ανατέθηκε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας, με το οποίο ανέπτυξε μία σταθερή συνεργασία. Αυτό το είδος της ζωγραφικής δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, ωστόσο αποτελούσε πιθανότατα μία ευκαιρία διάκρισης για τον νεαρό Γκόγια, ο οποίος παρουσίασε τα προσχέδια για τους τοιχοτάπητες το 1780, μπροστά στον βασιλιά. Συνολικά συνέθεσε 62 προσχέδια, αντλώντας τα θέματά του με βάση τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα των μελών της βασιλικής οικογένειας, των οποίων τα δωμάτια θα διακοσμούσαν, αποδίδοντας κυρίως σκηνές της καθημερινότητας, όπως στιγμιότυπα από κυνήγι ή διασκεδάσεις. Αρκετά προσχέδια του αποτύπωσαν επίσης τους άνδρες (μάχος) και τις γυναίκες (μάχας) των λαϊκών τάξεων, που διακρίνονταν για την προκλητική τους συμπεριφορά και την ιδιαίτερη ενδυμασία τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνθέσεις Ο Γάμος και Η Μαριονέτα, στις οποίες διαφαίνεται η κριτική διάθεση του Γκόγια. Η πρώτη αποτελεί ένα σχόλιο αποδοκιμασίας για τους γάμους που πραγματοποιούνταν από οικονομικό συμφέρον, ενώ η δεύτερη σατιρίζει την ικανότητα των γυναικών να χειραγωγούν τους άνδρες.

Από το 1786, χρονιά κατά την οποία έλαβε τον τίτλο του «ζωγράφου του βασιλιά», ο Γκόγια ξεχώρισε και έγινε περισσότερο γνωστός μέσα από τις προσωπογραφίες του, φιλοτεχνώντας κυρίως πορτρέτα εκπροσώπων της άρχουσας τάξης και πλούσιων αστών. Στο ομαδικό πορτρέτο Η Οικογένεια του Καρόλου Δ΄, ακολούθησε το παράδειγμα του Ντιέγο Βελάθκεθ, απεικονίζοντας τον εαυτό του σε μία άκρη του πίνακα, όπως είχε κάνει και ο Βελάθκεθ στον πίνακα Las Meninas. Ο Γκόγια είχε μελετήσει το έργο του Βελάθκεθ, ο οποίος επίσης διακρίθηκε ως προσωπογράφος, και πιθανώς επηρεάστηκε από αυτό. Ενδεικτικό είναι ακόμα το γεγονός πως επέλεξε να απεικονίσει με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, χωρίς διάθεση κολακείας. Ανάμεσα στους διακεκριμένους παραγγελιοδότες του Γκόγια, ανήκε επίσης ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, Μανουέλ Γοδόι.

Το γεγονός της βαριάς ασθένειάς του, που εκδηλώθηκε το 1792 και προκάλεσε μεταξύ άλλων την απώλεια της ακοής του, αποτέλεσε πιθανά την αφορμή για την έντονη διαφοροποίηση των καλλιτεχνικών προσανατολισμών του και την απεικόνιση των προσωπικών του οραμάτων, πέρα από τις επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε. Την περίοδο αυτή ολοκλήρωσε ένα νέο κύκλο έργων μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένα σε πλάκες λευκοσίδηρου, που διακρίνονταν για την πρωτοτυπία, τη φαντασία αλλά και την εφιαλτική ατμόσφαιρα τους. Σε ένα από αυτά, με τίτλο Το προαύλιο των τρελών, ο Γκόγια απεικόνισε μία ομάδα τρελών, μερικοί από τους οποίους παλεύουν μεταξύ τους ενώ άλλοι χαμογελούν ή ειρωνεύονται προς τον θεατή. Στον πίνακα φαίνεται αμυδρά μία περίφραξη, ενώ ο φωτισμός εντείνει με τη σειρά του τη ζοφερή ατμόσφαιρα που μεταδίδεται. Στα πλαίσια των «οραματικών» έργων του, ο Γκόγια κυκλοφόρησε το 1799 μία σειρά 80 χαρακτικών, με τον γενικό τίτλο Καπρίτσια (όρος που απέδιδε περισσότερο την έννοια φαντασιώσεις). Για τη δημιουργία των χαρακτικών, υιοθέτησε τη μέθοδο της οξυγραφίας, κυρίως της γραμμικής, αλλά και της τονικής. Οι συνθέσεις σατίριζαν ή καυτηρίαζαν τα ανθρώπινα πάθη ή τα ήθη της κοινωνίας της εποχής, ειδικότερα την εξουσία της Ιεράς Εξέτασης και γενικά του κλήρου, τη στιγμή που ο ίδιος ο Γκόγια αποτελούσε οπαδό του Διαφωτισμού. Λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία τους, τα Καπρίτσια έπαψαν να διατίθενται, πιθανά υπό το βάρος πιέσεων που ασκήθηκαν από εκκλησιαστικούς κύκλους, ενώ το 1803 οι μήτρες των χαρακτικών δόθηκαν ως δώρο στον Κάρολο Δ’ και μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό Χαλκογραφείο. Τυπώθηκαν εκ νέου πολύ μεταγενέστερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενισχύοντας σημαντικά τη φήμη του Γκόγια εκτός των ισπανικών συνόρων.

Στα δημοφιλέστερα έργα του Γκόγια ανήκει ο πίνακας Η γυμνή μάχα (La maja desnuda), που φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1800 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γυμνά στην ιστορία της ισπανικής τέχνης. Απεικονίζει μία γυμνή γυναίκα που σε αντίθεση με ανάλογους παλαιότερους πίνακες (όπου ακολουθείται συνήθως η «αιδήμονα» στάση), δεν επιχειρεί να καλύψει τα επίμαχα σημεία του σώματός της αλλά στρέφει προκλητικά το βλέμμα προς το θεατή. Παραγγελιοδότης του έργου ήταν πιθανώς ο Μάνουελ Γκοντόυ, εκδοχή που εξηγεί ενδεχομένως την ύπαρξη του έργου, καθώς μόνο κάποιος με ανάλογη εξουσία θα μπορούσε να παραγγείλει ένα τόσο προκλητικό θέμα, με δεδομένο πως το γυναικείο γυμνό ήταν απαγορευμένο στη Ισπανία εκείνη την εποχή. Σχετικά με την ταυτότητα του μοντέλου έχουν διατυπωθεί διάφορες πιθανές εκδοχές, ωστόσο καμία δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα. Ο Γκόγια ζωγράφισε επίσης ένα πανομοιότυπο έργο, στο οποίο το μοντέλο απεικονίζεται ντυμένο, με τίτλο Η ντυμένη μάχα (La Maja Vestida). Η πρώτη αναφορά σε αυτό τον πίνακα χρονολογείται στα 1800 και βρέθηκε στο ημερολόγιο ενός χαράκτη και ακαδημαϊκού που επισκέφτηκε το παλάτι του Γκοντόυ. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται η Γυμνή μάχα, οδηγεί ενδεχομένως στο συμπέρασμα πως αποτελεί μεταγενέστερο πίνακα[25]. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ο Γκοντόυ παρήγγειλε την Ντυμένη μάχα λίγο μετά το γυναικείο γυμνό, έτσι ώστε να εμφανίζει στους καλεσμένους του έναν από τους δύο πίνακες, ανάλογα με την ηθική τους[26]. Οι πίνακες κατασχέθηκαν από την Ιερά Εξέταση το 1815 και τον Νοέμβριο του 1814 ο Γκόγια αναγκάστηκε να απολογηθεί για το «άσεμνο» περιεχόμενό τους. Η υπόθεση τελικά θα «κουκουλωθεί» – πιθανώς χάρη σε παρέμβαση του Antonio Maria Galarza, μέλους του συμβουλίου της Ιεράς Εξέτασης και συγγενή της πεθεράς του γιου του, Χαβιέ.

Τι παραπάνω να κάνεις; _Οι Συμφορές του Πολέμου, αρ. 33,
οξυγραφία (γραμμική και τονική), 15,4 x 20,7 εκ.
24,9 x 34,1 εκ. (χαρτί), 1812-1815.
Ευνουχισμός Ισπανού αιχμαλώτου από Γάλλους στρατιώτες.

Η ενασχόλησή του με τη χαρακτική συνεχίστηκε, όταν με αφορμή την εισβολή των γαλλικών στρατευμάτων ολοκλήρωσε ένα κύκλο έργων που ονομάστηκε Οι Συμφορές του Πολέμου, αποτελούμενος από 82 συνθέσεις που αποτύπωναν τις θηριωδίες του πολέμου. Ο Γκόγια επέλεξε να φιλοτεχνήσει τα έργα από μία μάλλον ουδέτερη οπτική γωνία, χωρίς διάθεση να εξυμνήσει τα κατορθώματα μίας πλευράς ή να αναδείξει στοιχεία ηρωισμού, ενώ τα θέματά τους δεν βασίστηκαν σε προσωπικές του εμπειρίες, αλλά αποτέλεσαν προϊόν της φαντασίας του. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, ο Γκόγια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Φερδινάνδο Ζ’ και το 1814 ολοκλήρωσε δύο παραγγελίες για τους πίνακες 2α Μαΐου 1808 και 3η Μαΐου 1808, στους οποίους αποτύπωσε την εξέγερση που είχε ξεσπάσει το 1808 στη Μαδρίτη. Στα έργα αυτά, ο Γκόγια επιχείρησε να αποδώσει τα ιστορικά γεγονότα δίνοντας στην ισπανική εξέγερση μία θρησκευτική διάσταση, χωρίς να δώσει έμφαση στη ρεαλιστική απεικόνιση των σκηνών.

Τον χειμώνα του 1819, ο Γκόγια ξεκίνησε να φιλοτεχνεί μία σειρά 14 ελαιογραφιών, έργα που έμειναν γνωστά με την ονομασία Μαύροι Πίνακες λόγω των σκοτεινών τόνων που τα χαρακτηρίζουν. Οι πίνακες προορίζονταν για τη διακόσμηση της νέας κατοικίας του, στα περίχωρα της Μαδρίτης, και συνέπεσαν χρονικά με μία σοβαρή επιδείνωση της υγείας του. Οι «Μαύροι πίνακες», όπως και άλλοι που ανήκουν στο ύστερο έργο του, διακρίνονται για τη ζοφερή και απαισιόδοξη ατμόσφαιρά τους. Ένας από τους δημοφιλέστερους πίνακες της σειράς αυτής, με τίτλο Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του, απεικονίζει τον ομώνυμο θεό της μυθολογίας να καταβροχθίζει ένα από τα παιδιά του. Το ίδιο θέμα απεικόνισε περίπου το 1636 ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, ο οποίος ωστόσο απέδωσε τον Κρόνο με λιγότερο τερατώδη χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με το αντίστοιχο έργο του Γκόγια που διακρίνεται για την ωμότητα του. Οι «Μαύροι πίνακες» ήταν αρχικά τοιχογραφίες, οι οποίες μεταγενέστερα «μεταφέρθηκαν» σε μουσαμά και από το 1881 ανήκουν στο Μουσείο Πράδο.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά την εγκατάστασή του στο Μπορντώ της Γαλλίας, ο Γκόγια φιλοτέχνησε κυρίως προσωπογραφίες φιλικών του προσώπων και άλλες μικρογραφίες, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την τεχνική της λιθογραφίας, που είχε ανακαλυφθεί περίπου το 1798. Μεταξύ των τελευταίων έργων του Γκόγια ξεχωρίζουν οι τέσσερις λιθογραφίες της σειράς Οι Ταύροι του Μπορντώ, που απεικονίζουν σκηνές από ταυρομαχίες, αγαπημένο θέμα του Γκόγια από τα νεανικά του χρόνια. Την περίοδο 1815-16, παράλληλα με τις Συμφορές του πολέμου, είχε φιλοτεχνήσει επίσης μία σειρά 33 χαρακτικών με γενικό τίτλο Ταυρομαχία, στις οποίες απεικονίζονται αρκετές βίαιες σκηνές ή ριψοκίνδυνες ενέργειες των ταυρομάχων. Αντίθετα, στους Ταύρους του Μπορντώ, ο Γκόγια εστιάζει περισσότερο στην ταυρομαχία ως είδος λαϊκής διασκέδασης και αναψυχής.

Αποδοχή και μεταθανάτια φήμη

Ο Γκόγια υπήρξε εν γένει αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία και έλαβε πολυάριθμες διακρίσεις εν ζωή. Η φαντασία του, η ικανότητά του στη διαχείριση του χρώματος και των σκιών, οι καινοτομίες στη σύνθεση και η πρωτοτυπία του αναγνωρίστηκαν από σύγχρονους κριτικούς, ενώ παράλληλα κατακρίθηκε κυρίως για την έλλειψη πειθαρχίας και στις συνθέσεις του και το γεγονός πως δεν «επέμενε» σε λεπτομέρειες των έργων του. Ο Γκόγια δεν διέθετε μεγάλο αριθμό μαθητών, με αποτέλεσμα να μην επηρεάσει άμεσα την καλλιτεχνική ζωή της εποχής του, διαδίδοντας τις γνώσεις, τις αισθητικές του αντιλήψεις ή την τεχνική του σε άλλους ζωγράφους. Σχετικά με τους μαθητές του, διαθέτουμε λίγες πληροφορίες, κυρίως από αναφορές των ονομάτων τους σε σχέδια, έγγραφα ή επιστολές του. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι Luis Gil Ranc (1787-1867), Felipe Arrojo (1801-70) και María del Rosario Weiss (1814-43). Η τελευταία υπήρξε κόρη της συντρόφου του Γκόγια, Λεοκάντια Βάις, και μαθήτριά του κατά την παραμονή του στο Μπορντώ.

Ταχύτητα και γενναιότητα του Χουανίτο Απινιάνι
στην αρένα της Μαδρίτης
(η πλάκα Νο.20 της σειράς χαρακτικών Ταυρομαχία)
1815-16,
οξυγραφία (γραμμική και τονική), 24,5×35,5 εκ.

Μετά τον θάνατό του, μέρος του έργου του, κυρίως εκείνο που θεματικά συνδεόταν με τις κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις στην Ισπανία, έπαψε να γίνεται εύκολα αντιληπτό από τις επόμενες γενιές. Έργα όπως οι «μαύροι πίνακες», κρίθηκαν κυρίως υπό το πρίσμα της ωμότητάς και της σκληρότητας που αποπνέουν, θεωρούμενα ως δημιουργία ενός «διαταραγμένου» μυαλού.

Αν και κατά την τελευταία εικοσαετία της ζωής του, οι προσωπογραφίες του εκτοπίστηκαν από έργα άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως του νεοκλασικιστή Vicente López y Portaña (1772-1850), ορισμένοι ρομαντικοί καλλιτέχνες συνέχισαν να αναπαράγουν πίνακες ή χαρακτικά του Γκόγια, είτε μιμούμενοι το ύφος του, είτε αντιγράφοντας έργα του καθώς η φήμη του ενισχύθηκε σημαντικά με την κυκλοφορία της σειράς χαρακτικών Καπρίτσια. Βασισμένος στα χαρακτικά του Γκόγια, ο Ευγένιος Ντελακρουά ολοκλήρωσε ανάλογα σχέδια, στα μέσα της δεκαετίας του 1820.

Η πρώτη μονογραφία για τον Γκόγια κυκλοφόρησε το 1858, από τον Λοράν Ματερόν και ήταν αφιερωμένη στον Ντελακρουά. Ήδη όμως, πριν τον Ματερόν, η φήμη του Γκόγια ως ζωγράφου και χαράκτη είχε διαδοθεί από συγγραφείς όπως ο Θεόφιλος Γκωτιέ και ο Σαρλ Μπωντλαίρ. Στη συνέχεια, η διάδοση του ρεύματος του ισπανισμού (hispanisme), μαζί με την έκδοση των Συμφορών του Πολέμου και των Παροιμιών (Proverbios), διεύρυναν τη φήμη του ακόμη περισσότερο.

 Μέχρι το 1835, ο Γκόγια θεωρείται πως είχε ασκήσει επίδραση στο σύνολο των Γάλλων ρομαντικών ζωγράφων, ανανεώνοντας παράλληλα το ενδιαφέρον στη Γαλλία, για την ισπανική τέχνη. Η επίδρασή του είναι έντονα αισθητή σε ζωγράφους, από τον Γκυστάβ Κουρμπέ ως τον Εντουάρ Μανέ και τον Πάμπλο Πικάσο. Για παράδειγμα, η επίδραση στον Μανέ μελέτησε επίσης το έργο του Γκόγια, γεγονός που αναδεικνύεται χαρακτηριστικά στον πίνακα Η εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού (1867), έργο που παραπέμπει στον πίνακα 3η Μαΐου 1808 του Γκόγια. Οι ιμπρεσιονιστές, αλλά και μεταγενέστερα ρεύματα, εκτίμησαν το έργο του Γκόγια και εμπνεύστηκαν από αυτό, με αποτέλεσμα από τα τέλη του 19ου αιώνα να αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους «μοντέρνους» ζωγράφους.

Ο Γκόγια ως έμπνευση

Η ζωή του Γκόγια ενέπνευσε άλλους δημιουργούς και αποδόθηκε τόσο σε κινηματογραφικές ταινίες όσο και σε έργα όπερας. Το 1986 ο Τζιαν Κάρλο Μενότι συνέθεσε τη βιογραφική όπερα Γκόγια, κατά παραγγελία του Πλάθιντο Ντομίνγκο, ο οποίος υποδύθηκε τον Ισπανό ζωγράφο. Η όπερα Facing Goya (2000) του Μάικλ Νάιμαν, σχετίζεται επίσης με τον Γκόγια, πραγματευόμενη μία ιστορία αναζήτησης του κρανίου του, το οποίο δεν είχε βρεθεί κατά τη μεταφορά των λείψανών του στη Μαδρίτη. Στις κινηματογραφικές παραγωγές με θέμα τον Γκόγια ή πτυχές της ζωής του, ανήκουν επίσης οι ταινίες Goya en Burdeos και Goya’s Ghosts (2006).

Παράλληλα …Η Σαγήνη του Αλλόκοτου – Ενδιάμεσος Χώρος: Ένα θεματικό αφιέρωμα στην ελληνική Τέχνη _Γιάννης Γαΐτης Άγγελος Αντωνόπουλος, Σίλεια Δασκοπούλου, Μαριάννα Ιγνατάκη, Διονύσης Καβαλλιεράτος, Χριστόφορος Κατσαδιώτης, Τάσος Μαντζαβίνος, Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Άγγελος Παπαδημητρίου, Φίλιππος Τσιτσόπουλος.

Η επιδραστικότητα της ανατρεπτικής θέασης του κόσμου από τον Goya αποδεικνύεται εξαιρετικά ανθεκτική στο χρόνο. Κάνει εμφανή την παρουσία της στην απελευθερωτική έκρηξη των σουρεαλιστικών οραμάτων και της ποιητικής γλώσσας του μοντερνισμού, ενώ συνεχίζει μέχρι σήμερα να μας προσφέρει μια πολύτιμη δεξαμενή πρωτότυπων εικαστικών ερμηνειών για τη σχέση μας με τον κόσμο και τα όντα που τον συναποτελούν. Τα χαρακτικά του διακρίνονται για την αληθοφάνεια του τερατώδους, την πειστικότητα του παράλογου και την έλξη του αποτρόπαιου.

Αξιοποιώντας τη θεατρικότητα της καρναβαλικής παράδοσης και της Commedia dell’ Arte, ο Goya συνθέτει ένα καινοφανές σύμπαν στο οποίο κυριαρχεί η αμφισημία και η υβριδικότητα, η διαρκής αιώρηση ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, αίσθηση που οφείλεται στην αριστοτεχνική συναρμογή δημοφιλών, καθημερινών θεμάτων με παράταιρες, απειλητικές, αποκρουστικές ή και δυσερμήνευτες μορφές οι οποίες παραδόξως μας έλκουν αντί να μας απωθούν, ίσως διότι σ’ αυτές αναγνωρίζουμε διαισθητικά κάτι βαθιά δικό μας.

Με κινητήριο μοχλό τις σειρές των χαρακτικών έργων του Goya στην Εθνική Πινακοθήκη και συνεπείς στην πρόθεση να ανανεώσουμε τα εργαλεία ανάγνωσης των ιστορικών συλλογών με το πρόγραμμα δράσεων του Ενδιάμεσου Χώρου, παρουσιάζουμε παράλληλα με την έκθεση των 80 χαρακτικών της σειράς Los Caprichos, ένα θεματικό αφιέρωμα στην ελληνική τέχνη με τίτλο Η Σαγήνη του Αλλόκοτου. Στην ομαδική έκθεση περιλαμβάνονται έργα δέκα καλλιτεχνών που από διαφορετικές αφετηρίες εναγκαλίζονται και εικονίζουν το αλλόκοτο, το υβριδικό, και το γκροτέσκο.

_______________________________________________________________
 
Θυμίζουμε πως ολοκληρώνεται στις 2 Φεβρουαρίου 2025 η επίκαιρη έκθεση ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αν και δεν έχει το απαιτούμενο νεύρο, ούτε την οπτική της δικής μας σωστής πλευράς της ιστορίας, πρόκειται για μεγάλη, διεθνή έκθεση που πραγματεύεται τη σχέση της τέχνης με τη δημοκρατία κατά τη διάρκεια μιας από τις πιο καθοριστικές περιόδους για την ιστορία της Νότιας Ευρώπης, την περίοδο που Ελλάδα, Πορτογαλία και  Ισπανία μετέβησαν _όπως μετέβησαν στο (αστικό) δημοκρατικό πολίτευμα.
 

Στίχοι: Γιώργος Σκούρτης
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Θίασος
Ζώμεν εις δημοκρατίαν
Κι έκαστος πολίτης
Ελευθέρως ενεργεί
– Εργαζόμενοι και διευθύνοντες
Δεχτήκαμε
-Δεχτήκαμε;
-Ναι. Τα διαδικασίας
Διαδικασίας που ορίζουνε
Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα
Ενός εκάστου.
Ζώμεν εις δημοκρατίαν
Κι έκαστος πολίτης
Άμα του’ρθει να ενεργεί
Ελευθέρως ενεργεί
-Ουδείς σας υποχρέωσε
να υπογράψετε μίαν τάχα
ασύμφορον σύμβαση
Με την θέλησή σας εργάζεστε εδώ εσείς
Με την ελεύθερη θέλησή σας
– Ζώμεν εις δημοκρατίαν
Κι έκαστος πολίτης
Άμα του’ρθει να ενεργεί
Να κάθεται και να ενεργεί
– Ολοι οι εργάτες θα απεργήσουν
– Και στους δρόμους κατεβούν…

Η έκθεση αποτελεί ένα συνολικό εγχείρημα στο οποίο συμμετέχουν πάνω από 55 καλλιτέχνες και ομάδες καλλιτεχνών. Περιλαμβάνει 140 εικαστικά έργα, από την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά και αφίσες, βιντεοπροβολές, performances.
Στο πλαίσιο της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν τον Ιανουάριο δύο performances
Μπορείτε να αγοράσετε τον κατάλογο της Δημοκρατίας από το πωλητήριο της Εθνικής Πινακοθήκης.