Αφιερωμένο στην –ακόμα ομορφούλα και τσαχπίνα Μαργαρίτα από τη Σαλονίκη, συντρόφισσα από τα παλιά –ανερχόμενο στελεχάκι στην ΚΝΕ τότε και φίλη, που της πήγα δώρο μια από τις πρώτες εκδόσεις του αγαπημένου μου βιβλίου, τη 10ετία του ΄80, λίγα χρόνια πριν τις ανατροπές και τον ορυμαγδό.
Δε φόρεσε ποτέ το πράσινο αμπέχωνο της εποχής, ούτε αρβύλες, αλλά γοβες –κάποιες φορές και «στιλέτο», αλλά διαβάζοντας το βιβλίο ξετρελάθηκε, αναπολώντας πάντα εκείνα τα παπούτσια - τ’ αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες…
Τσαγκάρης, Παπουτσής
– Παπουτσάνης στα καθαρευουσιάνικα “υποδηματοποιός» -επίσημη ονομασία των
τεχνιτών που κατασκεύαζαν και επιδιόρθωναν παπούτσια, έβαζαν τακούνια, σόλες
και μπάλωναν με τον κερωμένο σπάγκο τα τρυπημένα. Σε μας τους πιτσιρικάδες
έβαζαν και «πέταλα» για να αντέχουν.
Γεμάτη η
περιοχή Ψυρρή
πριν την «ανάπλαση»
με καφετέριες και ξενυχτάδικα
Για τα
καινούργια παπούτσια, ο μάστορας έπαιρνε τα «μέτρα» -με τη βοήθεια του κάλφα το
«στάμπο» ή «στάμπα», μάκρος, δάχτυλα, κουντουπιέ, πασάγιο. Οι
κουντουράδες όταν έπεφτε πολύ δουλειά, δούλευαν ως τα μεσάνυχτα (Πάσχα – Χριστούγεννα)
-τότε έλεγαν πως «έτρωγαν της λάμπας το φυτίλι», ενώ
Η Τσαγκαροδευτέρα -από προπολεμικά, γιατί οι τσαγκάρηδες την επόμενη της
Κυριακής,
επειδή δεν είχαν δουλειά είχαν
καθιερώσει από μόνοι τους συνέχιση της αργίας.
Ο τσαγκάρης
δούλευε στον πάγκο -ένα ξύλινο μικρό τετράγωνο τραπεζάκι με γύρω-γύρω
ξύλινο κορδόνι και χωρισμένο στις γωνίες με άλλο, ώστε να σχηματίζονται τέσσερα
τρίγωνα. Με σφυριά και σφυράκια, τανάλιες μονταρίσματος και τις παπουτόπροκες,
φαλτσέτες (μακριές ατσάλινες λάμες για το κόψιμο των δερμάτων) ράσπες, λίμες,
κατσαμπρόκο, διάφορα σουβλιά –σπαθάτα και πατωτικά- (για να τρύπες στα
δέρματα), γάντζο για το καλαπόδι, μασάτι (ακόνι για τις φαλτσέτες -για να «γλυκαθούν»),
μεζούρα, σπράγκες και ξυλόπροκες. Γύρω - γύρω από τον πάγκο υπήρχαν
πέτσινες θήκες με τα βοηθητικά εργαλεία
και δίπλα η «πατούνα» (αμόνι) και τρίποδο.
Αναπόσπαστο αξεσουάρ το καλαπόδι (ξύλινο ομοίωμα σε φυσικό μέγεθος, του ποδιού
του πελάτη επάνω στο οποίο συναρμολογούσαν τα παπούτσια –βάζοντας «τσόντες αν
χρειαζόταν: συμπλήρωμα για το μάκρος, «λόγκα» στο πίσω μέρος ή «άλτσες»,
προσθετικό στο πάνω μέρος για να μεγαλώνει τον κου(ν)τουπιέ. Επάνω τα «φόντια».
Τις «σόλες», και τα «βάρδουλα» τις έβρεχε στο «μαστέλο» (μεγάλο δοχείο με νερό
κάτω απ’ το τραπεζάκι του). Στο μαστέλο έβαζαν τα πετσιά για να
μαλακώσουν, να χτυπηθούν, να «πισταριστούν», να ανοίξουν και να είναι εύκολα
στην παραπέρα επεξεργασία. Το μαστέλο έπρεπε να καθαρίζεται κάθε
μέρα. H κατασκευή των παπουτσιών ήταν όλη χειροποίητη. Τα παπούτσια γίνονταν
ραφτά και καρφωτά.
Τα σκαρπίνια ήταν το επίσημο χαμηλό παπούτσι που άφηνε ακάλυπτους τους
αστράγαλους.
Οι κουντούρες ήταν παπούτσια χαμηλά, κλειστά και δερμάτινα των γεωργών.
Οι μπότες κλειστές και ψηλές –αρχικά προνόμιο των αντρών, καλύπτοντας το πόδι
συνήθως ως το γόνατο (υπήρχαν και οι «παπαδίστικες» -μέχρι την κνήμη και τα τσερβούλια
(τσαρούχια με δερμάτινο πάτο).
Τα γαμπριάτικα ήταν τα πιο ακριβά και περιποιημένα -μερικοί μάλιστα ήθελαν
τριζάτα σκαρπίνια.
Άλκη Ζέη
Αρβυλάκια και Γόβες
27-Οκτ-1940: Θα
τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται
γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω... έγινε
πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;» Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της
Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο και γνώριζε
τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως θυμάται πως πέθανε το τριζόνι του
και τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη
μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο - μια
βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των
συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών, αλλά και της ΕΑΜικής Αντίστασης και συνέχεια
την εποποιία των αλύγιστων της ταξικής πάλης.
Επιθεώρηση Τέχνης- τ100_1963
(10ετία 1960)
-Είμαι ο Νίκος.
-Ποιος Νίκος;
-Ο Γρηγόρης!
Τότε κατάλαβε η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε
τώρα δα ο Γρηγόρης!… Της μιλούσε αργά αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως έκανε
και τότε…
-Η ιδέα ήτανε
της Μαρίας, εξηγεί εκείνος, να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά συντροφιά…
Κλείνουν είκοσι χρόνια.
Ύστερα η φωνή
του γίνεται πιο βαθιά:
-Όσοι μείναμε…
-Θα προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.
Από την άλλη
μεριά έφτασε σίγουρη η φωνή:
-Σε περιμένουμε, λοιπόν.
Η Λία κατέβασε
το ακουστικό κι ύστερα άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έσυρε την πολυθρόνα κοντά στο
μπαλκόνι και κάθισε με τον ήλιο κατάφατσα. Μία με μιάμιση. Αυτή η ώρα ήταν
καταδικιά της. Η υπηρέτρια πάει να φέρει τη μικρή από το σχολείο κι ο Τάκης δε
γυρίζει το μεσημέρι. Τότε μπορεί η Λία να κάθεται και να συλλογιέται. Κι είχε
ένα σωρό πράγματα να συλλογιστεί. Πριν από λίγες μέρες έκλεισε τα τριάντα εφτά.
Δεν είναι που γέρασε· ούτε μια άσπρη τρίχα δεν έχει. Ένιωσε μόνο, ξαφνικά, σαν
να βαρέθηκε. Παρέες, εκδρομές, η συναυλία της εβδομάδας, πού και πού καμιά
πρεμιέρα στο θέατρο… Δεκατέσσερα χρόνια τώρα, από τη μέρα που παντρεύτηκε… Το
δίπλωμα της βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο, στο πατρικό της σπίτι. Για το
νοικοκυριό, για το παιδί φροντίζει η μητέρα του Τάκη. Έτσι είχε ένα σωρό καιρό
ελεύθερο. Βαρέθηκε… αυτό είναι. Μόνο ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα την έσωζε.
Καινούρια μέρη, καινούριοι άνθρωποι. Κάτι ν’ αλλάξει… Συλλογιότανε τη ζωή της
με τον Τάκη -αγάπη υπάρχει, δεν μπορείς να πεις. Συλλογιότανε την κόρη της, που
μόλις είχε πατήσει τα δεκατρία κι έκανε σκηνές να την αφήσουν να βάλει ψηλά
τακούνια. Μόνο εκείνο το κορίτσι των δεκαεννιά χρονώ, τη Λία του ’42, ήταν που
δε συλλογιότανε καθόλου. Θαρρείς και διάλεξε την ώρα ο Γρηγόρης -μία και
μιάμιση- να τηλεφωνήσει.
Τώρα ο Γρηγόρης
είναι πάλι έξω. -Ως πότε;...
Αν τον είχε παντρεφτεί, θα γυρνούσε κι αυτή, σαν τη γυναίκα του Πέτρου, από
σπίτι σε σπίτι, να ζητάει να πάει παιδιά περίπατο. Είχε έρθει και σε κείνη, μα
ή Λία φοβήθηκε.
Ή πολυθρόνα πού
κάθεται είναι ολοκόκκινη και μαλακιά. Του Τάκη του αρέσει, όταν μελετάει κανένα
καινούργιο σχέδιό, να τη βλέπει αντίκρυ του, καθισμένη στην πολυθρόνα της.
Εκείνη πλέκει, διαβάζει ή δεν κάνει τίποτα. Όταν τελειώσει ο Τάκης, πίνουν
ουίσκι κι ακούνε Βιβάλντι. Άλλη είναι ή ζωή τής Λίας τώρα. Καλλίτερα νά μήν
πάει αύριο. Τώρα πιά, τά παλιά πέρασαν... Ούτε θά προσέξουν πώς δεν πήγε... αν
μαζευτούν πολλοί... Τότε, άμα δεν ερχόταν κανείς, αγωνιούσαν. Πιάστηκε; Έπεσε
σε μπλόκο; Τώρα, αν λείψει κάποιος, θα πούνε απλά: «Κάτι θα του τυχε» και δε θα
ξαναμιλήσουν πια για την απουσία.
Κοντεύει
μιάμιση. Λίγα λεπτά της μείνανε ακόμα της Λίας για να συλλογιέται. Δε θέλει
τίποτα να θυμηθεί. ’Ίσως ήταν καλά, πού τόσον καιρό δε συλλογιόταν... Είπε να
σκεφτεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη... Άραγε ο Κρίτωνας τραγουδά ακόμα
μουρμουριστά, όλη ώρα, τζαζ;... Η Λία απόμεινε ασάλευτη στην πολυθρόνα της.
θαρεί πώς κι αυτή ή ανάσα της σταμάτησε. Τη μούδιασε κάτι σαν πανικός. Δε πάει
αύριο! Όχι! θα πάει στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Ρώμη!... Μα όταν γυρίσει;...
θα πρέπει να βγει ξανά στους δρόμους της Αθήνας... θα περνά έξω από το
Πανεπιστήμιο... θα κατεβαίνει στην οδό Ερμού... θα βρεθεί, πόσες φορές!, στην
οδό Μαυροματαίων, σε κείνο το πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου! Η Αθήνα, όσο
και να ΄λλαξε, έχει γωνιές πού έμειναν οι ίδιες, πού σε καλούν-και σου
φωνάζουν: θυμάσαι! Κι αν ξεγελαστείς και θυμηθείς μια φορά...
Ένα λεπτό απόμεινε για να γίνει μιάμιση. Οι σκέψεις
έρχονται τώρα μπερδεμένες στο μυαλό της Λίας, απανωτές... Έβγαλε τα παπούτσια
της και προσπάθησε να βολευτεί, με τα πόδια διπλωμένα, πάνω στην πολυθρόνα.
Ο ήλιος πέφτει
πάνω στις ασημιές αγκράφες των παπουτσιών της και τις κάνει να λαμποκοπάνε.
Η Λία θυμήθηκε το ’42, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο αυτοκινήτου για σόλα
και χοντρές καφετιές κάλτσες με ρίγες… Είχε λιακάδα σαν και σήμερα. Καθότανε
στο προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε μ’ απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της,
δυο άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες
πλεγμένες με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα
πρόσωπα. Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες της
ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σαν να τα ‘χει μπροστά της. Θυμάται ακόμα
και τη μελανιά, που είχε στάξει από το στιλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα
της Ματίλντε.
-Να τη βράσεις με τσουένι και θα φύγει το μελάνι,
συμβούλεψε η Γιάννα, που καθότανε στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια της
άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας, κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με
κορδόνια και χακί κάλτσες γκολφ.
Απλωμένα στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με καλοκαιρινά πέδιλα και
χοντρές κάλτσες. Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούρια του άρβυλα από την οδό
Πανδρόσου.
Ύστερα είχαν
έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι στα δικά της, δυο πόδια με λαστιχένια παπούτσια
του μπάσκετ και μάλλινες κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι κοπέλες τσίριξαν χαρούμενα.
-Γεια σου, Γρηγόρη!
Ο Γρηγόρης
άπλωσε τα μακριά του χέρια, σαν νά ‘θελε να τις αγκαλιάσει όλες μαζί.
-Γεια σας, αγάπες μου, είπε και τράβηξε τη Γιάννα
παράμερα.
“Κι όμως η φωνή
του είναι ολότελα σαν και τότε”, συλλογίστηκε η Λία μετά το τηλεφώνημα.
—Έσβησα το κοτόπουλο με κρασί, μισάνοιξε την πόρτα ή
μητέρα του Τάκη.
—Καλά, λέει
μηχανικά ή Λία και κοιτάζει τις γόβες της.
Ολοκαίνουργιες,
αφόρετες σχεδόν, στέκονται απάνω στο χαλί, Έτσι όπως τις πρωτόχε δει στη
βιτρίνα. Τις κοιτάζει και προσπαθεί, με απόγνωση και πείσμα, να διώξει τη
σκέψη, πώς δε θα μπορεί πια να. αγοράζει τέτοιες γόβες, με μαλακό πετσί σα
γάντι, χωρίς να της έρχονται στο νου τ’ Αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό
Πανδρόσου, πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω
ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες…
«Εφυγε»
από τη ζωή η Αλκη Ζέη
Ο κυρ - Κώστας,
ο τσαγκάρης, έριξε καλό σπόρο...
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1989 βρισκόταν στο Λος Αντζελες, στο διαμέρισμά του.
Ο Τίτος Βανδής περίμενε να έρθει από την Ελλάδα η Δέσπω του. «Τι ωραίο
όνομα!», έλεγε. Η μάνα της το άλλαξε σε Μπέτυ, κι έτσι την ξέρει ο κόσμος. Μπέτυ
Βαλάση.
Περίμενε εκείνη, στην οποία, σ' ένα από τα πολλά ερωτικά σημειωματάκια του,
έλεγε: «Είσαι η Μονάκριβη. Η γυναίκα που περίμενα από την ώρα που γεννήθηκα. Η
μόνη γυναίκα που γνώρισα. Κι αν οι άσχετοι καγχάσουν, εσύ θα χαμογελάς
ευτυχισμένα γιατί θα ξέρεις». Ο Τίτος Βανδής βρισκόταν στην Αμερική,
για να τακτοποιήσει τις «λίγες πενταροδεκάρες» από τα εκεί κινηματογραφικά και
τηλεοπτικά του «συγγενικά δικαιώματα». Κλεισμένος στο σπίτι, πήρε μολύβι και
χαρτί. Άρχισε να γράφει και να κρίνει ό,τι σκέφτηκε, ό,τι ένιωσε, ό,τι βίωσε,
ό,τι αγάπησε, ό,τι έπραξε στη ζωή του.
Πάνω από δέκα χρόνια έγραφε το βιβλίο του. «Κουβέντα με τους φίλους μου»
το τιτλοφόρησε. Τέτοιο είναι. Μέσα από αυτό θα «περιδιαβούμε» σταθμούς του
βίου, των ιδεών, των αγώνων, της καλλιτεχνικής πορείας του μεγάλου ηθοποιού,
του αξέχαστου συντρόφου μας.
«Όλοι οι δικοί μου ήταν από την Καβάλα. Γινόταν κάτι φασαρίες τότε με τους
Τούρκους και με τους Βούλγαρους κι η μάνα μου με μένα στην κοιλιά πήγε στην
Αθήνα, με γέννησε στο Νέο Φάληρο και σ' ένα χρόνο με ξανάφερε στην Καβάλα.
Γεννήθηκα το 1917». Ήταν ανήμερα της Οχτωβριανής Επανάστασης (7/11/1917). Η
μάνα του δεν του 'λεγε την ημερομηνία. Ισως, γιατί θεωρούσε «βρωμιάρηδες» και
«άθεους» τους εργάτες και τους κομμουνιστές. Πού να φανταζόταν η
αρχοντομαθημένη μάνα του - σύζυγος μεγαλοκαπνεμπόρου, ότι ο ελβετομεγαλωμένος
και γαλλομαθημένος γιος της θα γινόταν κομμουνιστής. Οτι δεκατριάχρονος θα
αποφάσιζε να γίνει μεροκαματιάρης σαν τους εργάτες. Ηθοποιός! Πού να 'ξερε ότι
τον γιο της «ξεμυάλισε» ο κομμουνιστής τσαγκάρης της γειτονιάς τους στη
Θεσσαλονίκη, ο κυρ - Κώστας, που του 'λεγε ότι από τους εργάτες, που
είδε - γύρω στο 1930 ήταν - να περνούν μπροστά από το σπίτι, «τους παίρνουν το
ψωμί. Δεν τους πληρώνουν και δεν μπορούν ν' αγοράσουν ούτε ψωμί ούτε παπούτσια
σαν τα δικά σου. Γι' αυτό φωνάζουν. Παλεύουν για τη ζωή τους. Μπροστά στο σπίτι
σου τους χτύπησε η Χωροφυλακή. Δυο απ' αυτούς είναι σε κρίσιμη κατάσταση.
Θέλουν να τους φοβίσουν, να τους διαλύσουν. Και πολλές φορές τα καταφέρνουν.
Οσοι φεύγουν, όσοι δε μιλάνε, περιμένουν κάποιο θάμα, που λέει ο δικός μας ο
ποιητής».
Το πρώτο ξύπνημα
Το αγόρι, συμπτωματικά, ήξερε τους «Μοιραίους» του Βάρναλη, όταν του 'πε τα
παραπάνω ο κυρ - Κώστας. Αργότερα του έλεγε κι άλλα. Οτι «οι κομμουνιστές
εργάτες, αν διαφέρουν σε κάτι, είναι ότι αυτοί έχουν μάθει τι σημαίνει
εκμετάλλευση, Ξέρουν την αξία της οργάνωσης, του σωματείου, της μαζικής
αντίστασης. Οι κομμουνιστές δε δέχονται την αδικία σιωπηλά». Ο κυρ - Κώστας τού
δάνειζε βιβλία. «Το "Κεφάλαιο" του Μαρξ ήταν το πρώτο. Μου έδινε και
προκηρύξεις ύστερα από λίγο καιρό», θυμόταν ο Τίτος Βανδής, ομολογώντας ότι
αγάπησε πολύ και ουδέποτε ξέχασε τον κυρ - Κώστα.
Δεκάχρονος ο Βανδής έλεγε στη μάνα του ότι, τάχα, έχει γαλλικό αξάν και για
να μιλά καλά τα ελληνικά πρέπει να πάει σε δραματική σχολή. Τα κατάφερε. Το
γυμνασιόπαιδο πήγε σε δραματική σχολή της Θεσσαλονίκης. Κι έπειτα έπαιξε σε
σχολικές παραστάσεις τον «Πειρασμό», με σκηνοθέτη τον Τάκη Μουζενίδη και τον
«Διαβάτη» του Κοπέ. Υπό τον Μουζενίδη, το 1933, έπαιξε στη διασκευασμένη σε
θεατρικό «Νερατζούλα» του κομμουνιστή Παναΐτ Ιστράτι. Το «κακό» έγινε. Παράτησε
το σχολείο και βρέθηκε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με μεγάλους δασκάλους.
Μετά τις πρώτες ερωτικές εμπειρίες, δεκαοχτάχρονος ετοιμαζόταν να παντρευτεί
την πρώτη του γυναίκα, τη συμμαθήτριά του στη Σχολή, Μαρία Αλκαίου. Πριν το
γάμο του (διαλύθηκε γρήγορα), η Μαρίκα Κοτοπούλη έδινε παραστάσεις στη
Θεσσαλονίκη. Ο Βανδής πήγε, την είδε και της είπε ότι σπουδάζει ηθοποιός. Η
Κοτοπούλη υποσχέθηκε να ξαναμιλήσουν στην Αθήνα. Δεν άργησε πολύ να βρεθεί επί
σκηνής μαζί της, σε ασήμαντους κι ύστερα σε σημαντικούς ρόλους.
Φιλίες και όνειρα
Φίλοι, συμμαθητές κι ομοϊδεάτες του στη Σχολή, ήταν η Μαρία και ο Γιάννης,
τα παιδιά του δασκάλου του, Αιμίλιου Βεάκη. «Δασκάλα» του στα ιδεολογικά και -
έως άδικης παρεξήγησης - φίλη του, η Μαρία. Στα 1932-1933, ο Βανδής έγινε
«μέλος της Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η πρώτη επαφή με την οργάνωση... πρώτη
μυρουδιά από το ΚΚΕ». Το 1933-1934, δευτεροετής στη Σχολή, παίζει στο Εθνικό
Θέατρο, στον «Ιούδα» του Σπύρου Μελά και γίνεται μέλος του ΣΕΗ. Η Κατερίνα
Ανδρεάδη υπόσχεται - στον μέλλοντα πεθερό του, άντρα της Σαπφώς Αλκαίου και
δάσκαλό του στη Σχολή, Νίκο Παπαγεωργίου - ότι θα πάρει στο θίασό της τους
μελλονύμφους. Το νεαρό ζεύγος έμεινε άνεργο. Αργότερα, ο Βανδής δουλεύει με την
Κατερίνα (έπαιξε πολλές φορές μαζί της) και στο Εθνικό. Η μεταξική δικτατορία
δεν τον «σηκώνει» και φεύγει από το Εθνικό. Στα χρόνια 1937-1938 περιοδεύει με
το θίασο Αργυρόπουλου - Λάμπρου - Σαντοριναίου. Μεγάλο «σχολειό». Καθημερινά
και άλλο έργο. Στο θίασο ήταν και ο μορφωμένος και σπουδαίος κομμουνιστής
ηθοποιός Αντώνης Γιαννίδης (πέθανε στην ΕΣΣΔ). Μεγάλος «δάσκαλός» του κι αυτός.
Το καλοκαίρι του 1938 συμμετέχει σε περιοδεύοντα εταιρικό θίασο του ΣΕΗ. Στο
θίασο ήταν και η παντρεμένη με επιφανή δημοσιογράφο, Τασία, η μάνα του πρώτου
του παιδιού, της Ζαΐρας, που πέθανε τριάντα εννιά χρόνων.
|
Ο Τίτος Βανδής καθολικός καλόγερος - σκίτσο του Πίτερ Ουστίνοφ με λεζάντα: Mastro don Tito Vandikios |
Το 1938-1939 πάει στο στρατό. Το '40 στο Μέτωπο. Τότε αρχίζει το μίσος του
για τον πόλεμο: «Οι ιστορικοί γράφουν για κάθε πόλεμο πολλά χρόνια μετά τη λήξη
του, απολύτως "αντικειμενικά". Ούτε λέξη για το παγκόσμιο καθεστώς
της δουλείας, που μας επιβάλλει να πηγαίνουμε στον πόλεμο και να δίνουμε τη ζωή
μας ή κομμάτια από το κορμί μας για να πλουτίζει το πουγκί των Ισχυρών της Γης.
Αλήθεια, ποιοι είναι οι Ισχυροί; Εμείς είμαστε οι Ισχυροί. Οι πολλοί. Είναι
σίγουρο. Δεν έχουμε παρά να καθίσουμε και να σκεφτούμε πέντε λεπτά. Να
ξεχάσουμε αυτά που μας καρφώνουν στο μυαλό με όλα τα μέσα που διαθέτουν, από
σχολεία, ΜΜΕ, "Βασιλεία των Ουρανών" και βία».
Στα χρόνια της Αντίστασης
Με τη γερμανική κατοχή, αρχίζει τον αγώνα της επιβίωσης, «το κυνήγι του
συσσιτίου». Ο Δήμος Σταρένιος τον μυεί στο ΕΑΜ. Ζητά επανασύνδεση με το ΚΚΕ. Ο
Γιώργος Γιολδάσης τού ανακοινώνει: «Το κόμμα σε ξαναενέκρινε». Το 1941 δουλεύει
στο θίασο του Αργυρόπουλου. Επειτα στης Κατερίνας, με σκηνοθέτη τον Κάρολο
Κουν. Μια από τις κομματικές ευθύνες του ήταν και ο Τύπος. Το 1942, μαζί με
άλλους ΕΑΜίτες, εκλέγεται στο ΔΣ του ΣΕΗ. Ομως, μόνον εκείνος ήταν μέλος του
ΚΚΕ. Για τα χρόνια της Αντίστασης, γράφει ότι «ίσως, τότε, ήμουν ο τέλειος
κομμουνιστής. Κουβαλούσα πιστόλια. Μοίραζα προκηρύξεις. Μάζευα ρούχα παλιά γι'
αυτούς που δεν είχαν. Οδήγησα σε σπίτια δυο Ακροναυπλιώτες που το έσκασαν από
τη "Σωτηρία" το 1943. Κι ακόμα, όταν έπαιζα στο θέατρο, προσπαθούσα
να παίζω καλύτερα, γιατί είχα πιο πολλές ευθύνες. Γιατί ήμουνα κομμουνιστής».
Οι έρωτες και οι γάμοι του Τ. Βανδή καταλαμβάνουν πολλές σελίδες. Το 1943
παντρεύεται τη συμμαθήτριά του στη Σχολή Καίτη Ασπρέα, που γεννά την κόρη τους,
Τίτα. Ο γάμος δεν κρατά πολύ. Δουλεύει σε γνωστούς θιάσους, συχνά
πρωταγωνιστώντας. Ερχονται η «απελευθέρωση» και τα Δεκεμβριανά. Ολο το
Δεκέμβρη, ο Βανδής δρα στην Πολιτοφυλακή της Κυψέλης. Γενάρη του '45, με την
υποχώρηση, ο Βανδής με άλλους ΕΑΜίτες ηθοποιούς διαβαίνει τη Θήβα, τη Λαμία, το
Αγρίνιο, τη Λάρισα, την Κοζάνη, συμμετέχοντας στο «Θέατρο του Λαού». Παίζει στα
έργα του Ρίτσου «Η Αθήνα στ' άρματα», του Γιαλαμά «Ελληνική Εποποιία», του
Τσέχοφ «Αίτηση σε γάμο».
Μετά τη Βάρκιζα, οι ΕΑΜίτες καλλιτέχνες γυρίζουν στην Αθήνα. Με «διευθυντή»
τον Αντρέα Μαρουλίδη, δημιουργείται ένα θίασος εξαιρετικών ΕΑΜιτών ηθοποιών:
Αιμ. Βεάκης, Α. Γιαννίδης, Θ. Κουρή, Θ. Μορίδης, Δ. Σταρένιος, Γ. Δήμος, Ν.
Κεδράκας, Αλ. Δαμιανός, Ν. Βασταρδής, Τ. Βανδής, Μ. Μυράτ, Αλ. Παΐζη, Ασπ.
Παπαθανασίου. Σκηνοθέτης ο Γιαννούλης Σαραντίδης. Σκηνογράφος ο Γιώργος Βακαλό.
Ο θίασος ανεβάζει κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο. Σε μια παράσταση του
σαιξπηρικού «Ιουλίου Καίσαρα», στο θέατρο εισβάλλουν 100 Χίτες. Κοινό και
ηθοποιοί δίνουν κανονική μάχη. Οι ηθοποιοί, με τα κοντάρια και τα σπαθιά της
παράστασης. Τραυματίζονται ο Βεάκης, ο Γιαννίδης και η Μ. Μυράτ.
Αρχές του 1945, δημιουργείται ο ΕΑΜικός θίασος «Ενωμένοι Καλλιτέχνες».
Λειτουργεί μέχρι το 1946. Οι Σταρένιος - Βανδής - Παΐζη κάνουν δικό τους θίασο.
Ο Βανδής και η Παΐζη είναι ζευγάρι από το 1945. Το 1947 ο Βανδής καλείται στο
στρατό σαν έφεδρος και η Παΐζη εξορίζεται. Μετά την επιστροφή της από την
εξορία (γύρω στο 1950) παντρεύονται, αλλά το 1956 χωρίζουν.
Στο Μπροντγουαίη και στο Χόλιγουντ
Ο Βανδής, προ πολλού, είναι καταξιωμένος ηθοποιός. Θα χρειαζόταν πολύς
χώρος για να αναφερθούν οι απόψεις του για τους θιασάρχες, σκηνοθέτες,
ηθοποιούς, με τους οποίους συνεργάστηκε, οι θίασοι στους οποίους έπαιξε -
μεταξύ των θιάσων ήταν και το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη - και
οι ρόλοι του στη δεκαετία του '50 και μέχρι την περίοδο 1963-1964, που παίζει
τον «Ερρίκο Ογδοο» στο «Κυκλικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά, που έκτοτε έγιναν
φίλοι. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60, διδάσκει στη Σχολή Σταυράκου και
με τον σκηνοθέτη Γιώργο Θεοδοσιάδη συστήνουν τη Δραματική Σχολή Αθηνών. Το 1964
κάνει δικό του θίασο στον κινηματογράφο «Μετάλλιον», στο Παγκράτι. Θέλει μόνιμο
σκηνοθέτη τον Τριβιζά. Αγαπούν κι οι δυο τον Μπρεχτ. Ο Βανδής μεταφράζει τους
μπρεχτικούς «Στρογγυλοκέφαλους και μυτεροκέφαλους». Δε βρίσκουν κατάλληλους
πρωταγωνιστές για το μπρεχτικό έργο και ανεβάζουν τον «Όμηρο» του προοδευτικού
Ιρλανδού συγγραφέα Μπρένταν Μπίαν, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Το 1960, όταν πήγε στις Κάννες για την προβολή της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν
«Ποτέ την Κυριακή» (ήταν συμπρωταγωνιστής της Μελίνας στην ταινία αυτή, όπως και
στο «Τοπ Καπί», επίσης του Ντασσέν), γνώρισε έναν Αμερικάνο ατζέντη. Αυτός ο
ατζέντης, Μάη του 1965, του ζήτησε τηλεφωνικά να «πεταχτεί» στο Παρίσι για μια
πρόταση του Αμερικανού παραγωγού Λέρνερ να παίξει στο «On a clear day yoy can
see for ever», στο θέατρο «Mark Hellinger», το δεύτερο μεγαλύτερο του
Μπροντγουαίη, με «χίλια δολάρια τη βδομάδα». Ελπίζοντας να ξελασπώσει από τα
θιασαρχικά του χρέη, ο Βανδής πάει στο Παρίσι και την άλλη μέρα στη Ν. Υόρκη,
για ακρόαση από το επιτελείο του παραγωγού. Αγγλικά δεν ήξερε. Εκανε αγώνα για
να τα μάθει το ταχύτερο. Αύγουστο του '65 άρχισε πρόβες. Η επιτυχία του σ'
αυτήν την παράσταση και σε άλλες, σε πολλές ταινίες και σίριαλ, τον έκανε να
παραμείνει και να δουλέψει στις ΗΠΑ, περίπου, 26 χρόνια. Να συνεργαστεί ακόμα
και με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες (λ.χ., με τον Λόρενς Ολίβιε), να ερωτευτεί,
να παντρευτεί και ξαναπαντρευτεί.
Μια «γεύση» από τη ζωή του στις ΗΠΑ είναι και η εξής: «Παρ' όλο το ξεσήκωμα
του κόσμου στη δεκαετία του 1960 εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ακόμα και
στη δεκαετία του 1970 πλανιόταν πάνω από τις ΗΠΑ η σκιά του Μακάρθι. Η μεγάλη
ευαισθησία των Αμερικανών γενικά είναι το οικονομικό. Πάνω απ' όλα τιμούν το
δολάριο. Ο στρατηγός Morehead, στην ερώτηση "Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι
με τόσες απώλειες οι Βιετναμέζοι κρατήσαν τόσα χρόνια;", απάντησε:
"Δεν είναι παράξενο. Αλλιώς λογαριάζεται η ζωή ενός Βιετναμέζου. Αλλο
Αμερικάνοι, άλλο Βιετναμέζοι". Εννοούσε "Αλλο να σκοτώνεις ανθρώπους
κι άλλο μύγες και κουνούπια. Αυτά τα σκοτώνεις και έρχονται άλλα. Ο θάνατός
τους δεν έχει σημασία, ούτε για σένα, ούτε γι' αυτά". Στην κατηγορία της
μύγας και του κουνουπιού έχουν κατατάξει οι Αμερικάνοι τους Σέρβους, τους
Ιρακινούς, οποιονδήποτε αντιστέκεται», έγραφε ο Βανδής στην «Κουβέντα με τους
φίλους μου».
Επιστροφή στην Ελλάδα
Το 1982 ήρθε στην Ελλάδα. Τότε γνώρισε την Μπέτυ Βαλάση, με την οποία
συνδέθηκε το 1983 και παντρεύτηκε το 1984. Εκτοτε έζησε μόνιμα στην Ελλάδα.
Δούλεψε στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και ξαναδίδαξε σε
δραματικές σχολές. Επανασυνδέθηκε με το ΚΚΕ, στο οποίο δεν έπαψε ουδέποτε να
πιστεύει. Αρθρογραφούσε κάθε βδομάδα στο «Ριζοσπάστη». Ελπίδα του ήταν όσοι
διαλέγουν το δρόμο του αγώνα και προπάντων η ΚΝΕ - «το νέο αίμα του ΚΚΕ». Και
περηφάνια του μεγάλη ήταν ότι από τη ζωή θα φύγει κομμουνιστής, όπως ο κυρ -
Κώστας, που «ο λόγος του έπεφτε σαν τη βροχή σε δέντρο που κάρπιζε αμέσως. Ο
κυρ - Κώστας που ήταν πάντα μαζί μου, όπως και η γυναίκα μου η Δέσπω, και το
Μπέτυ δε μ' ενοχλεί. Ημουνα τυχερός που τη βρήκα». Την τύχη του αυτή, της την
έγραφε και σε καθημερινά γραμματάκια ή στιχάκια του: «Μην κλαιν πια τα ματάκια
σου/ ευρήκα τα γυαλάκια/ κι ησύχασε η καρδούλα μου/ γιατ' είσαι η ψυχούλα μου».
Εκτός του κυρ - Κώστα και της Μπέτυς, όπως εξομολογείται στο βιβλίο του, «ο
τρίτος της παρέας είναι ο εαυτός μου, που μου φέρνει εμπόδια, με εκθέτει, με
προκαλεί, με ρωτάει: "Αφού έγραψες ένα βιβλίο για να τα πεις όλα, γιατί
δεν τα είπες;". Τι να κάνω, να τον συγχωρέσω, να τον σκοτώσω, ή να τον
αγαπήσω; Θα κάνω μια ευχή. Να καταργηθεί το ρητό "Η σιωπή είναι
χρυσός". Γιατί η σιωπή είναι ντροπή. Και να φωνάζουμε όλοι μαζί για το
Δίκιο. Για τη Λευτεριά. Για τον Άνθρωπο». Αυτή ήταν η τελευταία «κουβέντα»
του Τίτου Βανδή. Δεν την ξεχνούμε...
Λαλητής των ανταρτών και των συγκεντρώσεων
“Ημουνα
και καλός τσαγκάρης”, έλεγε ο μπαρμπα - Τάσος