30 Μαρτίου 2024

Πρέπει να γνωρίσεις το στοιχειωτικά παραμυθένιο σινεμά της Alice Rohrwacher

Υποψήφια για Όσκαρ, βραβευμένη 2 φορές στις Κάννες, η ιταλίδα δημιουργός ξεναγεί σε έναν πανέμορφο κόσμο μαγικού ρεαλισμού, αναμνήσεων και σχέσης με το παρελθόν μας.

_από τη συνέντευξη τύπου για το «η χίμαιρα» (2023) στο Φεστιβάλ Καννών
Από τότε που ήμουν παιδί, όταν ήμουν πολύ, πολύ μικρή, σκεφτόμουν όσο δεν παίρνει την περιοχή όπου ζούσα - την Τοσκάνη - και υπήρχε κάτι που ήταν απολύτως προφανές. Υπήρχαν τόσοι άλλοι πληθυσμοί που είχαν ζήσει στην περιοχή αυτή στο παρελθόν και  αυτό πάντα με εντυπωσίαζε. Αν σκάψετε λίγο στη γη, θα βρείτε κάθε λογής αντικείμενα φτιαγμένα στο χέρι, φτιαγμένα από άλλους ανθρώπους. Συγκεκριμένα, στις δεκαετίες του '80 και του '90, υπήρχε κάτι που ήταν αρκετά συνηθισμένο τότε εκεί - αναζήτηση θησαυρών, αρχαιολογικά ευρήματα, κρυμμένους θησαυρούς στους ετρουσκικούς τάφους. Οι Ετρούσκοι ζούσαν στην περιοχή πριν από πολύ καιρό, πολύ πριν από εμάς, και πιθανότατα θα υπάρχουν άλλοι πολιτισμοί που θα ζήσουν στην περιοχή μετά από εμάς. Αυτή η δραστηριότητα, αυτή η αναζήτηση αρχαιολογικών αντικειμένων πάντα μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Δεν ήταν νόμιμο φυσικά, είναι παράνομο να κλέβεις αρχαιολογικά αντικείμενα και έρχεται σε αντίθεση με τις ψυχές των ανθρώπων που έχουν πεθάνει, οπότε αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσαμε να απεικονίσουμε ανθρώπους που έκλεψαν από τους τάφους, που άρπαξαν αυτά τα τεχνουργήματα. Μιλάμε λοιπόν για αυτόν τον κόσμο, τη μέρα, τη νύχτα, τη σχέση μεταξύ αυτών που είναι ζωντανοί, εκείνων που ήταν νεκροί - τη σχέση μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος

Έχοντας μόλις βγει από τη φυλακή, ο αρχαιολόγος Aρθουρ θα επανασυνδεθεί με τη συμμορία των τομπαρόλι, τυμβωρύχων που μαζί λεηλατούν ετρουσκικούς τάφους και συγκεντρώνουν τους αρχαίους θησαυρούς τους... Μια «χειροποίητη» ταινία, μιας αισθητικής που θα συναντούσε κανείς σε άλλη εποχή. Γυρισμένη σε φιλμ διαφόρων φορμάτ, με μια αφέλεια ρομαντική αλλά και μεταφυσικές ανησυχίες, διερευνά το πώς βρέθηκαν όλοι οι θησαυροί των Ετρούσκων στα χέρια των μεγαλεμπόρων και διακινητών της τέχνης... Φτωχοδιάβολοι με τη βοήθεια ειδικών έβρισκαν τους τάφους και τους άδειαζαν από κτερίσματα, τα οποία έδιναν για φραγκοδίφραγκα στους μεγαλοκαρχαρίες... Δυστυχώς κρατάει λίγο παραπάνω η ψηλάφηση και τα γύρω - γύρω μέχρι να καταλήξουμε στο επίμαχο συμπέρασμα... Απευθύνεται περισσότερο σε σινεφίλ για τα στοιχεία που προαναφέραμε... 

Η Alice, γεννημένη 29-Δεκ-1981 στο Fiesole, σκηνοθέτης και σεναριογράφος  υποψήφια Oscar, με 34 βραβεύσεις και 62 υποψηφιότητες, εκτός από τη _χίμαιρα (La Chimera 2023), όπου ο Άρθουρ αποφυλακίζεται και μαζί με την παλιά του συμμορία, κλέβουν και διακινούν αρχαία κειμήλια από τάφους, όμως στην πραγματικότητα αναζητά κάτι άλλο (η συνέχεια επί της οθόνης) έκανε τα _ Le Pupille (2022): Με την άφιξη μιας χριστουγεννιάτικης τούρτας στο καθολικό οικοτροφείο, τα νεαρά κορίτσια επαναστατούν απέναντι στις μοναχές. Υποψήφιο για Όσκαρ. Στριμάρει στο Disney _Futura (2021) _Quattro strade + Ad una mela + Omelia contadina (2020) _Ευτυχισμένος Λάζαρος (Lazzaro Felice, 2018): Ένας καλοκάγαθος εργάτης στην ιταλική επαρχία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από μια αδίστακτη βαρώνη της τοπικής καπνοβιοχιομηχανίας. Μέχρι που ξαφνικά κάτι αλλάζει απότομα. Βραβείο Σεναρίου στις Κάννες. Στριμάρει στο Cinobo + η υπέροχη φίλη μου (2018) _Violettina (2016) _ De Djess (2015) _ Τα Θαύματα (Le Meraviglie, 2014): Η ζωή μιας οικογένειας μελισσοκόμων διαταράσσεται όταν ένα τηλεοπτικό ριάλιτι τους κάνει κεντρικό θέμα. Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες. Στριμάρει στο Cinobo _ και 9x10 novanta (2014) _ Ουράνιο Σώμα (Corpo Celeste, 2011): Ιστορία ενηλικίωσης για ένα 13χρονο κορίτσι που δοκιμάζει τα όρια σε μια πόλη άγνωστη προς την ίδια και απέναντι στον κατηχισμό της καθολικής εκκλησίας. Στριμάρει στο Mubi _Checosamanca (2006)

Όταν ρωτούν την Αλίτσε τι είναι αυτό που την συναρπάζει τόσο πολύ στους αγνούς, ρομαντικά αφελείς χαρακτήρες, κοιτάζει με ένα απορημένο χαμόγελο σα να μην το είχε ποτέ σκεφτεί και αποκρίνεται, «σε τι αναφέρεσθε συγκεκριμένα;».

Αναφερόμαστε φυσικά στον «Lazzaro felice», αρχικά, τον κεντρικός ήρωας της σπουδαίας προηγούμενης ταινίας της «Ευτυχισμένος Λάζαρος», έναν άνθρωπο απολύτως αγνός, που δουλεύει σε ένα ιδιότυπο καθεστώς μοντέρνας σκλαβιάς σε μια φάρμα καπνού στην ιταλική επαρχία των ‘70s. Μια φιγούρα με μεσσιανικά χαρακτηριστικά που έρχεται για να εξιλεώσει την οικογένεια άτυπων σκλάβων, ο Λάζαρο έρχεται με απολύτως ειρηνικό και πράο τρόπο σε σύγκρουση με την διαφόρων μορφών σύγχρονη καπιταλιστική εκμετάλλευση. Η ταινία κέρδισε το βραβείο Σεναρίου στις Κάννες το 2018 όπου Μπονγκ Τζουν-χο είπε: «διερευνά το ρήγμα μεταξύ της αγροτικής και της σύγχρονης ζωής και περιέχει μια από τις πιο εκθαμβωτικές ανατροπές – και λήψεις – στην πρόσφατη μνήμη». Ο σκηνοθέτης των Παράσιτων, συμπεριέλαβε μάλιστα τον Ευτυχισμένο Λάζαρο στην δεκάδα του στο Sight & Sound, στην ψηφοφορία για τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών:

Πριν τον Λάζαρο ήταν Τα Θαύματα (που κέρδισαν το Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες το 2014), μια ιδιότυπη μίξη ντοκου-δράματος με σατιρική μυθοπλασία, για μια οικογένεια μελισσοκόμων στην ιταλική επαρχία και τον τρόπο με τον οποίο ταράζεται η ζωή τους κι η ισορροπία τους όταν εμπλέκονται με ένα τηλεοπτικό ριάλιτι (και τη Μόνικα Μπελούτσι). Ναι, η Ρορβάχερ –της οποίας οι γονείς ήταν μελισσοκόμοι– είναι η σπάνια σκηνοθέτης σήμερα που κάνει σπουδαίο σινεμά για την καρδιά της επαρχιακής γης, των ανθρώπων της, και του τρόπου με τον οποίο η αγνότητα συγκρούεται με μια εκμεταλλευτική μορφή μοντερνισμού. Ενώ υπάρχει μια άλλου είδους αγνότητα στην μικρού μήκους, μαγευτική χριστουγεννιάτικη ιστορία Le Pupille, σε ένα καθολικό σχολείο για μικρά κορίτσια όπου καταφθάνει μια λαχταριστή τούρτα – η ταινία, σε παραγωγή Αλφόνσο Κουαρόν, προτάθηκε για Όσκαρ ταινίας μικρού μήκους πέρυσι.

Και μετά υπάρχει, φυσικά, Η Χίμαιρα. Στην νέα της ταινία, που προβλήθηκε στις πιο πρόσφατες Κάννες (δυστυχώς χωρίς να χωρέσει στα βραβεία αυτή τη φορά, κάτι που όπως αποδεικνύεται καταλήγει αληθινό βαρόμετρο σχετικά με την καριέρα και την μελλοντική υποδοχή μιας μη-αμερικάνικης ταινίας), η Ρορβάχερ λέει ξανά μια ιστορία για την γη που πατάμε. Αλλά και για τα όσα κρύβονται μέσα της. Κυριολεκτικά: Ο Τζος Ο’Κόνορ του The Crown (που έμαθε ιταλικά συγκεκριμένα ώστε να παίξει σε αυτή την ταινία, επειδή είχε λατρέψει κι εκείνος τον Ευτυχισμένο Λάζαρο) παίζει τον Άρθουρ, έναν άντρα με ένα σχεδόν μεταφυσικό ταλέντο στο να βρίσκει θαμμένους θησαυρούς σε τάφους. Μαζί με μια συμμορία tombaroli, γυρίζουν στην ιταλική επαρχία σαν καταραμένοι, σκάβοντας και βρίσκοντας έργα τέχνης περασμένων αιώνων – έργα που τα ανθρώπινα μάτια δεν έπρεπε ποτέ να αντικρύσουν. «Πάντα τρεφόμουν με ιταλικά παραμύθια. Η ιδιαιτερότητά τους είναι ότι οι πρωταγωνιστές δεν είναι πρίγκιπες και πριγκίπισσες, αλλά βοσκοί, χωριάτες, ψαράδες.»

Ο Άρθουρ γνωρίζει την Ιτάλια, μια πραγματικά αγνή ηρωίδα που προσπαθεί να τον ζωντανέψει ξανά στον κόσμο μας. Βλέπετε, ο Άρθουρ σκέφτεται ακόμα την αγαπημένη του Μπενιαμίνα, την γυναίκα που έχασε, και χωρίς την οποία μοιάζει σαν φάντασμα που περιφέρεται ασκόπως, στοιχειωμένος, σαν σώμα που έχει χάσει την ψυχή του. Όταν κατεβαίνει στους τάφους, οι σύντροφοί του αναζητούν αντικείμενα – ο Άρθουρ, αναζητά την χαμένη του ψυχή. Κάπου ανάμεσα σε λαϊκό ρομαντικό παραμύθι και σε ένα μίγμα κοινωνικού δράματος και μαγικού ρεαλισμού, η Χίμαιρα λειτούργησε εξαρχής ως κάτι το βραδυφλεγές, μια χαμηλών τόνων ταινία που ζει μέσα σου σαν ανάμνηση παραμυθιού. Ή, όπως έγραψε η Τζέσικα Κίανγκ στο Sight & Sound, «νιώθεις σαν να παρακολουθείς αρχαία μαγεία, από τη σκοπιά του ξορκιού».

Η Χίμαιρα (La Chimera) κυκλοφορεί τώρα στις αίθουσες από το Cinobo κι εμείς θυμόμαστε την κουβέντα της Ρορβάχερ στις Κάννες. Όπου μας μίλησε για τους κόσμους που φτιάχνει στο σινεμά, για το πώς άλλαξε τον κεντρικό χαρακτήρα που είχε γράψει όταν γνώρισε τον Τζος Ο’Κόνορ, για εκείνη τη φορά που η Ιζαμπέλα Ροσελίνι βρήκε ένα εξώφυλλο του εαυτού της ως μωρό κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας. Και, φυσικά, για την αγνότητα. Και τον καπιταλισμό και τον μοντερνισμό και τη σχέση όλων αυτών με εμάς τους ίδιους – και το πώς φερόμαστε στην γη που πατάμε και στο παρελθόν που κουβαλάμε, πάντοτε, μέσα μας.

Πώς γεννήθηκε η ταινία;
Είναι μια παράξενη ιστορία, ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης;

Για μένα το να κάνω μια ταινία δεν είναι μόνο το να πω μια ιστορία, αλλά και το να επιτρέψω στους ανθρώπους να μπουν σε έναν κόσμο που αποφασίζω να εξερευνήσω και να απεικονίσω. Το σημαντικότερο για μένα είναι να δώσω στους θεατές τα εργαλεία να βρουν τις δικές τους αναφορές σε αυτό τον πλανήτη που επισκέπτονται και να χτίσουν τη δική τους διαδρομή. Υπό αυτή την έννοια, απαιτώ αρκετή προσπάθεια από τους θεατές. Γιατί είναι λίγο σα να βρίσκεις τον εαυτό σου σε μια ξένη χώρα. Η ιδέα για την ταινία ήρθε από το γεγονός ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια περιοχή όπου το παρελθόν είναι πάντα πολύ σημαντικό, είναι άρρηκτα δεμένο με το παρόν. Όταν ήμουν παιδί, όταν ήμουν έφηβη, τα βράδια οι άνθρωποι πήγαιναν και έσκαβαν στους τάφους, τους άνοιγαν ώστε να βρουν θησαυρούς που ήταν θαμμένοι μέσα για πολλά χρόνια, ακόμα και αιώνες. Αυτό που με εντυπωσίασε σε αυτή την ενέργεια ήταν φυσικά η παράνομη διάστασή της, αλλά ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι παραβίαζαν έναν ιερό νόμο. Το να ανοίγουν τους τάφους με αυτό τον τρόπο σήμαινε πως δεν θεωρούσαν πια αυτά τα μέρη ιερά όπως θεωρούνταν για 2000, 3000 χρόνια. Αλλά τώρα τους άνοιγαν κι έπαιρναν αντικείμενα από μέσα. Οπότε άρχισα να σκέφτομαι, γιατί ένας άνθρωπος νιώθει να δικαιούται αυτή την παραβίαση, και το να στερεί την ιερή διάσταση ενός πράγματος που ανήκει στο παρελθόν.

Και υπάρχουν ακόμα;

Ναι, ο κόσμος είναι γεμάτος tombaroli. Έχουν γραφτεί πολλές έρευνες, για παράδειγμα του Φάμπιο Ισμάν, I predatori dell’arte perduta (Τα Αρπακτικά της Χαμένης Τέχνης). Ήταν κάτι τρομερά διαδεδομένο στα ‘80s και ‘90s, τρομερά κοινότυπο στην Ιταλία. Τώρα έχει αλλάξει ο νόμος οπότε δεν είναι κάτι τόσο συνηθισμένο πια, αλλά σε πολλές χώρες, ειδικά Μεσογειακές χώρες όπου υπήρχαν μεγάλοι πολιτισμοί στο παρελθόν και πολλά θαμμένα έργα, αυτό είναι μια πρακτική που ακόμα συναντάμε. Ήταν κάποτε πολύ στη μόδα το να έχεις αρχαία έργα τέχνης στο σπίτι σου αν μπορούσες να το στηρίξεις οικονομικά.
σσ. το «Tombarolo» (πληθυντικός «tombaroli»), είναι ιταλικός όρος που προέρχεται από τη λέξη «tomba», που σημαίνει τάφος. Αναφέρεται κυρίως σε «ληστές τάφων» συλητές, που δρουν στην Ιταλία, αν και ο όρος «clandestini» _«παράνομοι» ή «λαθροφύλακες» στα ιταλικά, έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τους λαθροθήρες και ένας tombarolo μπορεί να μην περιορίζει απαραίτητα τις δραστηριότητές του μόνο σε τάφους αλλά κλεφτρόνι σε βίλες και γενικότερα
«Μου αρέσει το γεγονός ότι οι χαρακτήρες δεν έχουν πλήρη συναίσθηση των ζητημάτων που τους περιτριγυρίζουν. Με τον ίδιο τρόπο που οι εικόνες δεν έχουν συναίσθηση του νοηματικού βάρους που τους προσδίδουμε.» Και οι tombaroli λένε πως το λαθρεμπόριο σταμάτησε τελικά όχι χάρη στο νόμο, αλλά επειδή η νέα γενιά δεν είχε αρκετά δυνατούς μύες για να μπορέσουν να σκάψουν τους τάφους (γελάει)

Εσύ τι πιστεύεις πάνω σε αυτό; Πιστεύεις ότι αυτά τα έργα τέχνης πρέπει να μένουν καλυμμένα ή πρέπει να έχουμε πρόσβαση για να τα θαυμάζουμε;

Η ταινία εκφράζει τις σκέψεις μου νομίζω, και δεν έχω απόλυτη απάντηση σε αυτό. Προφανώς εναντιώνομαι την παράνομη διάσταση του λαθρεμπορίου, κι η ιστορία μου έτσι κι αλλιώς είναι περισσότερο ένας διαλογισμός πάνω στη σχέση μας με το παρελθόν, με τους ανθρώπους που έχουμε χάσει, με τον θάνατο, με το τι έρχεται μετά, ακόμα και με τους ίδιους τους νεκρούς.

Και δεν είναι σύμπτωση που ανέπτυξα την ταινία στη διάρκεια της πανδημίας όταν πολύ ξαφνικά, ο θάνατος μπήκε στις ζωές μας ως μια πολύ συλλογική ιδέα. Άρχισα να στοχάζομαι πάνω στη σχέση μου με τον θάνατο, κι αυτό για μένα είναι αρκετό ώστε να θέλω να σκάψω κάτω από το έδαφος που πατάω.

Πώς συνέθεσες το βασικό καστ της ταινίας;

Ο Τζος βασικά μου έγραψε ένα γράμμα ότι ήθελε να δουλέψει μαζί μου επειδή του άρεσε η προηγούμενη ταινία που έκανα. Συναντηθήκαμε, αλλά η πρόθεσή μου δεν ήταν να τον συναντήσω για να παίξει στην ταινία, αλλά για να τον γνωρίσω ως άνθρωπο. Η εκδοχή του χαρακτήρα του που είχα τότε στο σενάριό μου ήταν ένας άντρας 60 χρονών που διαλογιζόταν πάνω στη ζωή του. Η έμφαση ήταν στο παρελθόν και όχι στο μέλλον του. Αλλά όταν γνώρισα τον Τζος βρήκα τόσες ποιότητες σε αυτόν, μια χάρη, μια νοσταλγία, κάτι στην ευαισθησία του και μια συσσωρευμένη οργή που έκρυβε μέσα του. Αυτό με έκανε να ξαναγράψω τον χαρακτήρα και να μην εστιάσω τόσο στο παρελθόν, όσο στο παρόν και το μέλλον. Τόσο πολύ μάλιστα, που λέει πως δεν έχει σημασία από πού προέρχεται ο κάθε άνθρωπος που καταλήγει εδώ.

Πώς ήταν η συνεργασία με τον Τζος; Η προετοιμασία του για τον ρόλο;

Ξεκινά να απαντά στα ιταλικά και γελάνε με τη μεταφράστρια. «Όχι, όχι, ήταν απλά αστείο», λέει αυτή _Τι είπε; Στη διάρκεια των γυρισμάτων είπε στον Τζος ότι, ξέρεις, δε θα μπορέσεις να βρεις ξανά ρόλο μετά από αυτό, αυτή η ταινία θα σου καταστρέψει την καριέρα. -Ρορβάχερ, στα αγγλικά Αλλά όχι, ο Τζος… είναι ένα σημάδι του πεπρωμένου. _συνεχίζει στα ιταλικά

Πριν συναντήσω τον Τζος, ο Άρθουρ ήταν διαφορετικός, ήταν πιο ώριμος. Άλλαξα τον χαρακτήρα επειδή η πεμπτουσία του χαρακτήρα βρισκόταν ξαφνικά σε ένα διαφορετικό σώμα από αυτό που είχα φανταστεί. Ξαναέγραψα το φιλμ, πάνω του πλέον. Νομίζω πως δεν είναι εύκολο να δουλεύει κάποιος μαζί μου, γιατί αυτό που ζητάω από όλους τους επαγγελματίες ηθοποιούς είναι να καλωσορίζουν πάντα και να είναι τρομερά γενναιόδωροι απέναντι σε όλους τους πρωτάρηδες και τους ερασιτέχνες. Αυτό το ζήτησα κι από τον Τζος. Κι ήταν όντως πολύ γενναιόδωρος, και παράλληλα ήταν απόλυτα ικανός να ενσαρκώσει αυτό τον τραγικωμικό ήρωα.


Τους πρωτάρηδες πώς τους βρίσκεις; Όλα αυτά τα πρόσωπα…

Κυρίως είναι γείτονές μου! Γυρίζουμε στα χωριά και τους συναντάμε. Για παράδειγμα o Μελκιόρε (σσ. ένας από τους περιφερειακούς χαρακτήρες της ταινίας), ο νεαρός, ήρθε και με βρήκε όσο ψάχναμε, και μου είπε ότι ζήλευε που ο γείτονάς του έπαιξε στον Ευτυχισμένο Λάζαρο. Και ότι μιλάνε πάντα για αυτή την ταινία. Οπότε του είπα κατευθείαν πως πρέπει να κάνουμε και μαζί μια ταινία. Έλα. Γενικά διαλέγουμε πρόσωπα για πολλούς λόγους, όχι απλά αν είναι σπουδαίοι ηθοποιοί. Έγιναν καλοί κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. Γενικά τους διαλέγουμε για την προσωπικότητά τους και για την ανθρωπιά τους. Μετά ξεκινάμε τη δουλειά.

Οπότε υπάρχει ακόμα μια τεράστια ουρά από γείτονες.

__Ναι, ναι, φυσικά!
Η Ιζαμπέλα Ροσελίνι έχει μια μικρή εμφάνιση στην ταινία, γιατί ήθελες να έχει αυτό το ρόλο;

Ήθελα πολύ να δουλέψω με αυτή την σπουδαία γυναίκα. Έχει τόσο όμορφη προσωπικότητα. Έχει ζήσει μια υπέροχη ζωή, είναι εμβληματική και πανέξυπνη. Αλλά πέρα από την υπέροχη καριέρα της, και το πόσο σπουδαία ήταν η ίδια όσο και οι γονείς της, ήταν κάτι που ονειρευόμουν για πολύ καιρό και ήταν τιμή μου.  Θυμήθηκα κάτι. Υπήρχε μια στίβα παλιών περιοδικών που είχε φέρει η σκηνογράφος, και κάποια στιγμή η στίβα έπεσε. Και το περιοδικό που στάθηκε στην κορυφή της πεσμένης στίβας, την είχε στο εξώφυλλο όταν ήταν νεογέννητη! Και γυρνάει και μου λέει, α, κοίτα, ήμουν σε εξώφυλλα ήδη από παιδί. Η ιδέα του να είσαι πρωτοσέλιδο κυριολεκτικά από τη στιγμή της γέννησής σου είναι κάτι απίστευτα μοναδικό. Κι είναι απίστευτο το ότι η ίδια είναι τόσο προσγειωμένη στο έδαφος.

“Δεν εναντιώνομαι το μοντέρνο,
εναντιώνομαι τον καπιταλισμό”

Ποια είναι η σχέση σου με τα παραμύθια;
Υπάρχει στο σινεμά σου κάτι το μυστικιστικό σχεδόν,
δίπλα σε στοιχεία ρεαλισμού;

Πάντα τρεφόμουν με ιταλικά παραμύθια. Η ιδιαιτερότητά τους είναι ότι οι πρωταγωνιστές δεν είναι πρίγκιπες και πριγκίπισσες, αλλά βοσκοί, χωριάτες, ψαράδες. Κι είναι η μαγεία των συνηθισμένων ανθρώπων που περιγράφεται στα παραμύθια της ιταλικής παράδοσης. Γι’ αυτό βλέπεις πράγματα όπως ας πούμε ένα δέντρο που ματώνει και κλαίει επειδή παραπαίει, ή βλέπεις τον άνεμο να κουβαλάει ένα δώρο. Υπάρχει ένα στοιχείο ρεαλισμού στην αφήγηση των παραμυθιών και βρίσκω πολύ όμορφο το να έχουμε αυτά τα στοιχεία στις ζωές μας. Υπάρχει μια διάσταση απλότητας στις ταινίες σου, πάντα συναντάμε κάποιο χαρακτήρα με μια κάπως αθώα οπτική απέναντι σε εξωτερικές δυνάμεις. Είναι αυτή η οπτική σου απέναντι στον σύγχρονο κόσμο;

Σε τι αναφέρεσαι συγκεκριμένα;

Ας πούμε ο χαρακτήρας του Λάζαρου στον Ευτυχισμένο Λάζαρο. Στη Χίμαιρα έχουμε την Ιτάλια. Στα Θαύματα έχουμε μια οικογένεια που ζει στην επαρχία και η σύγχρονη κοινωνία κατά κάποιο εισβάλει… Αυτές οι συγκρούσεις. (απαντάει κατευθείαν στα αγγλικά)

Δεν εναντιώνομαι το μοντέρνο, εναντιώνομαι τον καπιταλισμό.
Και, δυστυχώς, ο καπιταλισμός και το μοντέρνο, είναι… πολύ φίλοι.
(χαμογελάει) _αλλά ο νεωτερισμός μπορεί να είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Οπότε δεν είναι ότι «α, το παρελθόν, ωραίες εποχές». Ξεκάθαρα, δεν έχει να κάνει με αυτό _ επιστρέφει στα ιταλικά
Μου αρέσουν οι αθώοι χαρακτήρες. Μου αρέσουν απλές εικόνες που συζητούν περίπλοκα θέματα. Η εικόνα της κόκκινης κλωστής ας πούμε, που μπορεί να φαίνεται σαν κάτι το στερεοτυπικό, αλλά κρατά ως εικόνα μια αγνότητα που αναπόφευκτα μου φαίνεται πολύ ελκυστική. Αποφάσισα να τη χρησιμοποιήσω με έναν πολύ απλό και καθαρό τρόπο. Μου αρέσει το γεγονός ότι οι χαρακτήρες δεν έχουν πλήρη συναίσθηση των ζητημάτων που τους περιτριγυρίζουν. Με τον ίδιο τρόπο που οι εικόνες δεν έχουν συναίσθηση του νοηματικού βάρους που τους προσδίδουμε.

Θεωρείς την ταινία σου πολιτική;

Είμαστε μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Όταν μιλώ εναντίον του καπιταλισμού, εμπλέκω τον εαυτό μου όπως όλους. Δεν αποτελώ εξαίρεση. Είμαι εμπλεκόμενη όσο και ο διευθυντής μιας πολυεθνικής. Αυτό δεν το συζητώ. Όταν ονειρεύομαι ένα όνειρο, είναι συλλογικό. Δεν είναι ένα άτομο μόνο του. Αλλά όταν μιλώ εδώ για καπιταλισμό, αναφέρομαι στον συλλογισμό που γέννησε μέσα μου η ταινία. Μιλάμε ας πούμε για αρχαία τέχνη, που δεν δημιουργήθηκε με σκοπό να την δούνε ανθρώπινα όντα. Αν επισκεφθείς το αιγυπτιακό μουσείο στο Τορίνο, όπου υπάρχει μια τεράστια συλλογή αρχαιοτήτων, όλα αυτά τα πανέμορφα αντικείμενα δεν είχαν φτιαχτεί για να τα δει ποτέ άνθρωπος. Ήταν κρυμμένα πίσω από εφτά πόρτες, σε τούνελ κάτω από τις πυραμίδες, υπογείως. Και είναι τόσο όμορφα. Αυτή λοιπόν η ιδέα, μιας σπουδαίας δουλειάς με τόση τεχνική τελειότητα, με στόχο να παραμείνει αόρατη, είναι κάτι που με συναρπάζει. Υπάρχει κι εκεί μια ιεραρχία. Θρησκευτική. Όπως εμείς έχουμε οικονομική ή κοινωνική.
Ίσως μπορούμε όλοι να μάθουμε από αυτό: Να σκεφτόμαστε τι είναι αυτό που ονειρευόμαστε και να μπορούμε να εκτιμούμε αυτό που δεν μπορούμε να δούμε. Και ναι, να δημιουργούμε πράγματα και για αυτούς που βρίσκονται έξω από αυτές τις ιεραρχίες.

Info: Η Χίμαιρα (La Chimera) της Αλίτσε Ρορβάχερ κυκλοφορεί στις αίθουσες από το Cinobo. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του ‘23 στο φεστιβάλ Καννών.

Πηγές

·        Alice Rohrwacher: «Η Χίμαιρα και εγώ, ένα ταξίδι στον άνθρωπο, τη φύση και τον νόμο των νεκρών»

·        «Για μένα, οι τάφοι είναι θησαυροί που σχηματίζουν μια γέφυρα μεταξύ του παρελθόντος και του θανάτου».

27 Μαρτίου 2024

Μέρα Θεάτρου με “Ξυρισμένα Πηγούνια”

Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου: γιορτάζεται, από το 1962, διεθνώς. Κάθε χρόνο το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, επιλέγει μια "εξαιρετική θεατρική προσωπικότητα" για γράψει ένα μήνυμα, το οποίο διαβάζεται στα θέατρα πριν από την παράσταση της 27ης Μαρτίου.
«Η τέχνη είναι ειρήνη» είναι το φετινό μήνυμα του Νορβηγού συγγραφέα Γιον Φόσε, βραβευμένου με  Νόμπελ Λογοτεχνίας 2023, που επελέγη για τη συγγραφή του μηνύματος της Παγκόσμιας Ημέρας
Στο παρελθόν, οι Ζαν Κοκτώ, Άρθουρ Μίλλερ, Λώρενς Ολίβιε, Ζαν Λουί Μπαρώ, Πήτερ Μπρουκ, Πάμπλο Νερούδα, Ευγένιος Ιονέσκο, Λουκίνο Βισκόντι, Μάρτιν Έσλιν, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Αριάν Μνουσκίν, Ρομπέρ Λεπάζ, Αουγκούστο Μποάλ, Τζούντι Ντεντς και πολλοί άλλοι έχουν καταθέσει τις σκέψεις τους γι’ αυτόν τον σκοπό.
Τίποτε το ιδιαίτερο, έχουμε τελείως άλλη άποψη για το θέατρο του αγώνα, όπως και για την ειρήνη και τον πόλεμο _την παραθέτουμε στο τέλος «για την ιστορία»

Τα “πηγούνια” του Γιάννη Τσίρου, το είδαμε πρώτη φορά _και μας εντυπωσίασε, στο Θέατρο Πόρτα το 2006, σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου και σήμερα (τελευταία παράσταση _ευχόμαστε να επαναναληφθεί) στο Θέατρο Μικρό Χορν, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη (παίζεται, σχεδόν συνεχώς sold out πάνω από τρία χρόνια _από Οκτ-2021). Στο ρόλο του Σάββα Ανδρέου είναι ο εξαιρετικός Στάθης Σταμουλακάτος (ο “κακός” των “Παγιδευμένων”) και στους ρόλους του Κυριάκου Κωστόπουλου, ο επίσης πολύ καλός Ηλίας Βαλάσης, τέλος Σπύρος Ασημένιος και Αντωνία Πιτουλίδου (Μαρινάκης και Ιρίνα _η θλιβερή πόρνη-στριπτιζέζ, μετανάστρια από τη “Ρωσία”) συμπληρώνουν, την τετράδα των πρωταγωνιστών.

Πάνω από 20 _μετά την πρώτη του γραφή χρόνια, αποδεικνύεται πιο σύγχρονο και πιο επίκαιρο από ποτέ. Η ανθρώπινη εκμετάλλευση, η κατάσταση των μεταναστών, η σεξιστική αντιμετώπιση της γυναίκας, η οικονομική ανισότητα και οι σχέσεις εξουσίας – μερικά από τα ζητήματα που θίγει το έργο – έχουν διογκωθεί στο έπακρο στις μέρες μας, στη χώρα μας και παγκόσμια _και έπεται συνέχεια. Οι υπαρξιακές και ποιητικές προεκτάσεις, το χιούμορ (έστω και μαύρο) οι οικείοι χαρακτήρες, με αδυναμίες, ενοχές, γοητεία, γελοιότητα, τρυφερότητα και σκληρότητα τους δεν αποσπούν τον μυημένο θεατή από το κύριο καθώς ξετυλίγεται κομμάτι-κομμάτι το κουβάρι της ιστορίας μέχρι το καθηλωτικό φινάλε.

Βγαίνοντας από την αίθουσα υπήρξε ένα προβληματισμός, αν αυτό ήταν καλύτερο από εκείνο στο Θέατρο Πόρτα το 2006. Η γνώμη μας είναι πως και τα δύο ήταν επίκαιρα _το σημερινό σε μια ελληνική κοινωνία περισσότερο αλωμένη, αλλά που εξακολουθεί να το παλεύει κινηματικά, όπου και όπως μπορεί, ενάντια στον καναπέ. Μια δυνατή παράσταση εγκλωβισμένων που ξεγυμνώνονται ψυχικά απέναντι στο αντικείμενο του πόθου, θύτες αλλά και θύματα της ίδιας τους της αντρικής φύσης.

Η υπόθεση με δυο λόγια: Τρεις άντρες, υπάλληλοι ενός νοσοκομείου, εργάζονται καθημερινά στην υπηρεσία τους στην υπόγεια πτέρυγα. Από τους πάνω ορόφους δέχονται και στη συνέχεια ταξινομούν, φροντίζουν και φυλάνε προσωρινά πτώματα, ακολουθώντας μια ρουτίνα με τυπικές διαδικασίες και “αποσυνδέσου” (=εξαφανίσου) και μια αόρατη “κυρία Κονταξή” να κινεί τα νήματα σε κάτι που αντί για υπηρεσία υγείας θυμίζει χασάπικο, με τα φώτα φθορισμού να κάνουν ακόμα πιο παγερή την εικόνα, απειλώντας κάθε τόσο να ρίξουν σκοτάδι με τον χαρακτηριστικό _γκζ…γκζ ήχο του βραχυκυκλώματος. Μια  γυναίκα μετανάστρια θα ταράξει τη νεκρή τους πραγματικότητα, έγκλημα; εκδίκηση; ενοχή; Μια  γυναίκα μετανάστρια, ίσως από την πολύπαθη Ουκρανία, θλιβερή στριπτιζέζ και πόρνη και γλυκιά_πονετική ερωμένη, που δεν έχει να κάνει με τις “αέρινες” ξανθές υπάρξεις, αλλά με μια μυώδη γεματούλα

Δεν υπάρχει «κακό» γι’ αυτόν που το πράττει. Προσωπικά, ποτέ δεν πείστηκα πραγματικά ότι έβλαψα κάποιον. Εννοώ μέσα μου, βαθιά. Πάντα είχα τις αμφιβολίες μου. Η συνείδησή μου μπορούσε να μετατραπεί σε συνήγορο, βεβαιώνοντάς με κάθε φορά ότι επί της ουσίας δεν διέπραξα ποτέ κάποια πραγματικά κακή πράξη. Ούτε υπήρξα ποτέ ένας πραγματικά κακός άνθρωπος. Στο περιβάλλον μου άλλωστε, πάντα υπήρχαν κάποιοι σαν εμένα, ή και χειρότεροί μου, κι αυτό με καθησύχαζε. Σπανιότατα, γνώριζα βέβαια κάποιους ανθρώπους, άντρες ή γυναίκες, που θα μπορούσα να τους χαρακτηρίσω καλύτερους. Πιο ισορροπημένους. Και πιο συγκροτημένους. Πάντα όμως αυτοί οι άνθρωποι κινούνταν σε μια δική τους τροχιά, αποφεύγοντας εμένα και το περιβάλλον μου, γιατί εκτός από συγκρότηση και ισορροπία διέθεταν και σοφία. Αν και αρκετές φορές προσπάθησα να τους ακολουθήσω, ποτέ δεν τα κατάφερα. Δεν διέθετα το ταλέντο των γρήγορων επιλογών τους, ούτε γνώριζα ακριβώς τι ήθελα από τη ζωή, όπως εκείνοι. Επέστρεφα λοιπόν πίσω. Στο γνωστό περιβάλλον μου. Εδώ, μπορεί κάθε προσδοκία να διαψεύδεται και κάθε προσωπική αδυναμία να μετατρέπεται σε απειλή για τον άλλον, αλλά η απόγνωση είναι μικρότερη από την ασφάλεια που παρέχει ο χώρος. Γιατί, εδώ, κανένας δεν ενοχοποιείται. Ούτε αντιλαμβάνεται το κακό, αν δεν το υποστεί. Το κακό εκφράζεται μόνο με τη δυστυχία που εισπράττει ο «άλλος».

Κατά έναν παράδοξο τρόπο, το «κακό» δεν συνιστά πάντα νομικό αδίκημα. Καθημερινά, μπορεί κάποιος να βλάπτει τον άλλον, χωρίς τιμωρία. Αρκεί να διαθέτει μεγαλύτερη ισχύ. Μπορεί να τον εκμεταλλεύεται οικονομικά, να του στερεί δικαιώματα, να του πουλά με υπεραξία το εμπόρευμά του, τη γνώση του, να του προπαγανδίζει ιδέες, αξίες, να τον προσηλυτίζει, να τον εγκλωβίζει σε διλήμματα, να τον κατασκοπεύει, να τον ελέγχει ψυχολογικά, πολιτικά και κοινωνικά, να τον τρομοκρατεί με φαντάσματα, να τον καταπιέζει σεξουαλικά, ηθικά, χωρίς ο παθών να έχει δυνατότητα αντίδρασης. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που κάποιος άνθρωπος «κακοποιήθηκε» εμπρός μου. Σε κάποιες από αυτές, ήμουν ο θύτης. Σε κάποιες άλλες, το θύμα. Θύμα ή θύτης, εγκλιματίστηκα στις συνθήκες ενός περιβάλλοντος όπου κανόνας είναι η αδικία και εξαίρεση η ανθρώπινη αντίδραση. Τοπίο γνωστό σε όλους. Μέσα σε αυτό το γνωστό τοπίο, όπου η ανθρώπινη αδυναμία αποκτά γιγαντιαίες διαστάσεις, αδύναμος κι εγώ να αντιδράσω, καταφεύγω στο πιο υποχθόνιο καταφύγιο του νου. Στις δραματουργικές χίμαιρες. Εκεί, αναλύοντας τα αυτονόητα, προμελετώ τα εξ αμελείας «εγκλήματα» των ηρώων μου. Εγκλήματα «τέλεια», αφού ποτέ δεν θα τους αποδοθούν ευθύνες. Και «εξ αμελείας», αφού οι ήρωές μου αγνοούν τις διαστάσεις του κακού που πράττουν, ακόμα κι όταν το προμελετούν. Σχεδιάζω τα μεγέθη και τα όρια των πράξεών τους, με γνώμονα όσα προανέφερα. Ως εκ τούτου, συγγραφικά, δεν επιδιώκω δικαίωση για όσους βλάφτηκαν, ούτε τιμωρία για όσους έβλαψαν. Δεν καταδικάζονται οι θύτες, ούτε λυτρώνονται τα θύματα. Και επειδή η αδικία δεν υπήρξε ποτέ κάτι άλλο από προϊόν ιδιοτέλειας, όταν αδικούν τον πλησίον τους, ωφελούνται. Το συμφέρον τους λειτουργεί όπως και στην πραγματική ζωή, υποκαθιστώντας το δίκαιο.

Γνωρίζω ότι οι χαρακτήρες του έργου μου, στα «Αξύριστα πηγούνια», δεν θα γίνουν ποτέ φωτεινά παραδείγματα. Θα προτιμούσα να ήταν καλύτεροι. Πιο συμπαθείς. Άλλωστε οι αρχικές μου προθέσεις για την ηθική τους ήταν υψηλότερες από το τελικό αποτέλεσμα. Δεν εννοώ ότι στερούνται παντελώς ηθικών στοιχείων. Συχνά γίνονται συναισθηματικοί και ευσυγκίνητοι με τα προβλήματα των άλλων. Η καλοσύνη, όμως, προϋποθέτει βασικά την ύπαρξη καθαρής συνείδησης. Συστατικό που δεν περισσεύει σε κανέναν. Και πρωτίστως σ’ εμένα. Επομένως, δεν δικαιούμαι να τους κρίνω. Επιπλέον, ποτέ δεν ξεχνώ ότι μεταφέρουν το φορτίο των δικών μου αδιεξόδων. Επί της ουσίας, όμως, αποφεύγω γενικά να κρίνω τους ήρωές μου, γιατί συγγραφικά αδυνατώ να τους βελτιώσω. Κάθε φορά που τους μεταμοσχεύω ηθικά γνωρίσματα, αποδέχονται επιτυχώς το μόσχευμα, αλλά αποκτούν και μεγαλύτερη ικανότητα στην υποκρισία. Γίνονται ανεξέλεγκτοι. Ψεύτες. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, η υποκρισία τους γίνεται τόσο απροκάλυπτη, ώστε αγγίζουν το όριο της βλακείας. Τότε, επιτέλους, καταφέρνουν από μόνοι τους και γίνονται, έστω πρόσκαιρα, κάπως αστείοι και συμπαθείς. Και λέω πρόσκαιρα, γιατί η «βλακεία» ποτέ δεν γράφτηκε στη λίστα των αρετών. Παρά την αστεία όψη της, ήταν πάντα η αφετηρία του «κακού».

Αποφεύγω να ορίσω το «κακό» με τη θρησκευτική έννοια, γιατί η μοναδική βεβαιότητα που αποκόμισα στο περιβάλλον που ζω είναι ότι δεν υπάρχει θεός στις επαίσχυντες πράξεις μας. Ίσως να υπάρχει στις μεγάλες στιγμές μας. Στις μικρότητές μας, υπάρχει το χάος. Και μεταξύ των δύο σημείων απλώνεται το λιβάδι όπου καλλιεργούνται οι άπειρες προσωπικές προσδοκίες μας. Εκεί καλλιεργώ κι εγώ τις δικές μου. Διαθέτοντας τη συνείδηση που μου αναλογεί, έχω επίγνωση ότι δεν είμαι διανοούμενος, λόγιος, φιλόσοφος, κριτικός ή θεωρητικός συγγραφέας, αν και από την παιδική μου ηλικία όλες αυτές οι ιδιότητες με γέμιζαν υπαρξιακά ερωτήματα, δημιουργώντας μου την αγωνία για απαντήσεις. Αρκούμαι, στις καλές και στις κακές στιγμές μου, να προμελετώ, επί χάρτου, τα τέλεια εξ αμελείας «εγκλήματά» μας. Ίσως βαθύτερο συγγραφικό μου κίνητρο να είναι η εκδίκηση για το κακό που εισέπραξα, ή η αναζήτηση ελέους για το κακό που διέπραξα.
                       Γ.Τσίρος

σσ.
Ο Γιάννης Τσίρος πό το 1990) ασχολείται με τη συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων και θεατρικών έργων.

(πρώτο 5λεπτο_από την παρουσίαση)
Το νούμερο του στριπτίζ Φως-Μουσική.
Η Γυναίκα χορεύει.
Είναι νέα κι όμορφη (σσ. όπως ήδη αναφέραμε, Ρωσίδα που όμως δεν έχει να κάνει με τις “αέρινες” ξανθές υπάρξεις, αλλά με μια μυώδη γεματούλα).
Το σώμα της λικνίζεται ευλύγιστα (με κινήσεις μαριονέτας θα συμπληρώναμε.
Πλησιάζει τους θαμώνες-θεατές τους αγγίζει. Οι κινήσεις της σαγηνευτικές, άκρως επαγγελματικές. Κάποια στιγμή, αργά, μεθοδικά, αρχίζει να βγάζει τα ρούχα της. Το γδύσιμό της διαρκεί όσο και το μουσικό κομμάτι. (συμπληρώνουμε: κατεβαίνει στο διάδρομο, ανάμεσα στον κόσμο, σέρνεται στο πάτωμα σαν σκουλήκι)
Με το τέλος της μουσικής μένει γυμνή (σσ. με δύο μαύρα Χ πάνω στο στήθος της _υπάρχει και λογοκρισία). Χειροκροτήματα… γυρίζει, πετάει την κυλόττα της
Σκοτάδι…

Η Πιτουλίδου σε ανάρτησή της στο instagram

Νύχτα στο νεκροτομείο _
χασάπικο του εφημερεύοντος νοσοκομείου

Ακούγεται απόμακρος ήχος ασθενοφόρου. Ο Σάββας κι ο Κυριάκος σε υπηρεσία νυχτερινής βάρδιας. Φοράνε ξεκούμπωτες ξεθωριασμένες ρόμπες. Στα πόδια τους υπηρεσιακές παντόφλες. Ο Σάββας κάτω από τη ρόμπα με ντύσιμο προσεγμένο, καθισμένος στο γραφείο, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, ξεφυλλίζει χαρτιά και πληκτρολογεί. Ο Κυριάκος ντυμένος ατημέλητα, με ρούχα πρόχειρα, κρατά ένα πλαστικό ποτηράκι μιας χρήσης. Πίνει βότκα ασταμάτητα. Κάποια στιγμή πλησιάζει το παραβάν. Τραβά λίγο την κουρτίνα και κοιτάζει το σώμα στο φορείο. Ξεχωρίζει ένα ματωμένο σεντόνια και κόκκινες γόβες.

Σάββας: Υπάρχουν ιστορίες φωτεινές, χαρούμενες, αλλά και κάποιες άλλες ανάποδες και σκοτεινές. Αυτή είναι μια τέτοια ιστορία. Μαύρη. Αν δεν αντέχεις ταχυδρομήσου σπίτι σου, δεν έχει νόημα να τριγυρίζεις σαν νεκρόμυγα πάνω από το φορείο.

Κυριάκος: Προσπαθώ να καταλάβω πώς έφτασαν μέχρι εδώ τα πράματα. (Ξανακλείνει την κουρτίνα)Φτιάχνω μια εικόνα, το μυαλό μου όμως δεν τη χωράει.

Σ.Θα σου δώσω μια εικόνα που να τη χωράει. Γδυνότανε στο στριπτιζάδικο. Μπροστά στον κόσμο. Φτιάχνεις την εικόνα; Όταν έβγαλε όλα τα ρούχα, το νήμα κόπηκε, αυτή κατέρρευσε.

Κ. Έτσι, χωρίς λόγο;

Σ. Ο λόγος είναι ο θάνατος, η αιτία είναι άγνωστη. Φτιάξε τώρα και το φόντο. Οι πελάτες την κοπανήσανε για να μην πάρουν ευθύνη. Οι μπράβοι βάλανε τις άλλες κοπέλες σ’ αυτοκίνητα και τις έδιωξαν βιαστικά, πριν φτάσει τ’ ασθενοφόρο. Έμεινε μόνο τ’ αφεντικό της, να λέει ότι δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτήν. Ήταν καινούρια. Δεν θυμόταν, λέει, ούτε τ’ όνομά της.

Κ. Νταβατζίδικη αμνησία.

Σ. Πρόνοια επαγγελματική. Τη φόρτωσε για τα Επείγοντα, κι από κει μας την πακέταραν για το ψυγείο. Αυτή είναι η εικόνα.

Κ. Και την έφεραν έτσι; Γυμνή;

Σ. Την έφεραν όπως κατέρρευσε. Κανένας δεν πλησίαζε κοντά της. Πήγε, λέει, ο κυρ Αργύρης απ’ τ’ ασθενοφόρο και της έριξε ένα σεντόνι. Την έφερε με σειρήνα, αλλά ήταν ήδη αργά. (Συμμαζεύει τα χαρτιά στο γραφείο.) Ακόμα δεν καταχώρισα τα παραπεμπτικά της για τη νεκροψία.

Κ. Και πώς θα καταχωριστεί; Αιτία θανάτου, «άγνωστος»;

Σ. Προς το παρόν. Ο Ιακώβου έχει υποσημείωση για ίχνη καρδιακού επει¬σοδίου. Ό,τι κι αν είναι, θα το δείξει αύριο η νεκροψία. (Πληκτρολογεί) _Παύση

Κ. (Πίνει, αδειάζει το πλαστικό). Ποιος την κατέβασε;

Σ. Ο Μαρινάκης.

Κ. Ο «Μαρινάκης»...

Σ. Λίγο πριν έρθεις.

Κ. Έχει δηλαδή βάρδια απόψε ο Μαρινάκης;

Σ. Εκτάκτως, για την εφημερία.

 

poster στην είσοδο του "μικρού Χορν"

(…)
Το πρωί, όταν σχολάσουμε... θα πας απ’ το Λογιστήριο _Στο Λογιστήριο, ν εξοφληθείς (η αόρατη “κυρία Κονταξή”, που λέγαμε).
Έτσι, ε; Το πρωί θα εξοφληθώ... Τι έχω κάνει, ρε γαμώτο; Τι έχω κάνει; μεγάλο κακό έχω κάνει;
Μόλις τελειώσουμε, το πρωί... καλύτερα να μην ξαναβρεθούμε... Κατάλαβα... (Πίνει). Πόσα είπες πως σου χρωστάω;
Τετρακόσια πενήντα.
Το πρωί που θα ξοφληθώ, θα σε ξοφλήσω...
(Χτυπάει το τηλέφωνο) _ Αποδοχές. Ναι. Ας τους συνοδέψει μέχρι εδώ. Ο Μαρινάκης κατεβάζει τη γυναίκα του «εφτά». Για να αναγνωρίσεις τη σορό, εσύ ή θα πάω εγώ;
Μέχρι το πρωί, είναι ακόμα δίκιά μου η δουλειά. (Μικρή παύση). Ο Κυριάκος πίνει ακόμη μια γουλιά από το πλαστικό του. Σηκώνεται και το πετά στον κάδο. Παίρνει το μπουκάλι, ανοίγει την ιματιοθήκη το βάζει στο ντουλαπάκι, αλλά το αφήνει ανοιχτό. Γυρνά και παίρνει τα κόκκινα παπούτσια από το τραπεζάκι. Επιστρέφει και τα βάζει δίπλα στο μπουκάλι της βότκας. Βγάζει από μια εσωτερική τσέπη της ρόμπας του μια τσατσάρα τα μαλλιά του. Την καθαρίζει και την ξαναβάζει στη θέση της. Τακτοποιεί και κουμπώνει τη ρόμπα του. Βάζει σωστά στη θέση της την καρέκλα και κινείται προς τη δίφυλλη πόρτα των ψυκτοθαλάμων. _ Μου ’χε πει το χωριό της, αλλά το ξέχασα... Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει πια. Στη θέση του βρίσκεται τώρα μια λίμνη. Τεχνητή λίμνη. Οι κάτοικοι σκορπίσανε στις γύρω πόλεις. Εκείνη ήταν μικρή όταν φύγανε. Πίσω, τα νερά σκεπάσανε όλα τα σπίτια. Αφήσανε μέσα και ποικιλίες ψαριών, για αλιεία. Μια μέρα πριν φύγει για να ’ρθει στην Ελλάδα, πήγανε, λέει, με τον πατέρα της να δουν το βυθισμένο χωριό τους. Νοικιάσανε μια βάρκα κι ανοιχτήκανε στη λίμνη. Τα νερά ήτανε διάφανα... Κοιτάζανε, λέει, κάτω κι ακολουθούσανε τον κεντρικό δρόμο... Εκεί που κάποτε έκαναν περιπάτους... Πλέανε, μέχρι που φτάσανε πάνω απ’ το παλιό τους σπίτι... Το είδανε κάτω, στον βυθό... Από τις πόρτες και τα παράθυρα μπαινοβγαίνανε ψάρια... Το κοιτάζανε, λέει, μέχρι που ο ήλιος γύρισε, κι έγινε το νερό καθρέφτης...
Μικρή παύση. Ο Κυριάκος σπρώχνει τη δίφυλλη πόρτα _βγαίνει. Ο Σάββας μένει μόνος. Σκοτάδι.

4 φωτο από την πρώτη παράσταση στο "Στοά"

Στο ακουστικό _Εισαγωγές; Ανδρέου, από Αποδοχών. Σχετικά :η γυναίκα που έφερε τα μεσάνυχτα ο Αργύρης. Ναι. Γράψε στοιχεία. 
Λεγόταν Ιρίνα Γκριεγκόριεβνα. Είκοσι οκτώ ετών. Ρωσίδα υπήκοος. Πως λεγότανε το χωριό της; _Δεν θυμάμαι...  Δεν είχε άδεια παραμονής. Ήταν παράνομη στη χώρα. Να ειδοποιηθεί η πρεσβεία, για ν’ αποσταλεί η σορός στην πατρίδα της. Θα ετοιμάσω δελτίο για διακομιδή και θα περάσω το πρωί σφραγίσεις. Κατεβάζει το ακουστικό.
Ο Κυριάκος παίρνει απ’ το γραφείο το πλαστικό ποτηράκι, πηγαίνει στην ιματιοθήκη, ανοίγει το ντουλαπάκι «τρία» και βάζει βότκα. Βάλε μου κι εμένα ένα. Ο Κυριάκος τον κοιτάζει. Κι άσε το μπουκάλι έξω. Κάθεται στη δεύτερη καρέκλα. Πίνουν. Μακρά παύση.
Κ. Χθες βράδυ, πριν φύγουμε από το σπίτι, κάθισε στον καθρέφτη άρχισε να βάφει τα χείλια της... Μία ώρα βαφότανε και χτενιζότανε... Δυο τρίχες εδώ, ένα τσουλούφι εκεί... Εγώ είχα ντυθεί και την περίμενα... «Δεν πας κι εσύ ξυριστείς;» μου λέει... «γιατί ’ναι σκληρά τα γένια σου και με τσιμπάνε;» «Ξέρεις πότε σκληραίνουν τα γένια των αντρών» της λέω... «Σκληραίνουνε στην κούραση ... στη στενοχώρια... και στην αγαμία... Εσύ όμως στη ζωή σου έχεις γνωρίσει κυρίως την τρίτη περίπτωση... Τις άλλες δυο, δεν τις καταλαβαίνεις...» Μ’ έβρισε στα ελληνικά, μαλάκα... και την έβρισα στα ρωσικά, μπλιάτκα... Έκλαιγε...
Σ. Να πάρεις το πρωί τη φίλη της, να σου πει πώς λέγανε το χωριό της. Να βρεις όλα τα χαρτιά της. Αλλιώς, απ’ την πρεσβεία δεν θα την παραλάβουν. Και θ’ αναγκαστούμε να τη στείλουμε στα κεντρικά. Στ’ αζήτητα. _Η Ιρίνα δεν είναι ανώνυμη, είναι επώνυμη (σσ.η θλιβερή πόρνη-στριπτιζέζ, μετανάστρια από τη “Ρωσία”)

Αξύριστα Πηγούνια _Μικρό Θέατρο Χορν _Αμερικής 10
Κείμενο: Γιάννης Τσίρος
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης
Σκηνικά-Κοστούμια: Νατάσσα Παπαστεργίου
Φωτισμός: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Ήχος: Ανδρέας Μιχόπουλος
Διάρκεια: 90λ (χωρίς διάλειμμα)

 _____________________

Το μήνυμα του Γιον Φόσε
για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου:
«Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και ταυτόχρονα μοιάζει με όλους τους άλλους ανθρώπους. Η ορατή, εξωτερική μας εμφάνιση είναι διαφορετική από όλων των άλλων φυσικά, αλλά υπάρχει επίσης κάτι μέσα στον καθένα από εμάς που ανήκει μόνο σε αυτό το άτομο — που είναι μόνο αυτό το άτομο. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε το πνεύμα του ή την ψυχή του. Ή αλλιώς, μπορούμε να αποφασίσουμε να μην το χαρακτηρίσουμε καθόλου με λέξεις, απλά να το αφήσουμε ήσυχο.

Αλλά ενώ όλοι μας είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας, είμαστε και όμοιοι. Οι άνθρωποι από κάθε μέρος του κόσμου είναι θεμελιωδώς παρόμοιοι, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλάμε, το χρώμα του δέρματός μας, το χρώμα των μαλλιών μας. Αυτό μπορεί να είναι κάπως παράδοξο: ότι είμαστε εντελώς όμοιοι και ταυτόχρονα εντελώς ανόμοιοι. Ίσως ο άνθρωπος να είναι εγγενώς παράδοξος, με τη γεφύρωση του σώματος και της ψυχής μας περιλαμβάνουμε τόσο την πιο γήινη, απτή ύπαρξη όσο και κάτι που υπερβαίνει αυτά τα υλικά, επίγεια όρια.

Η τέχνη, η καλή τέχνη, καταφέρνει με τον υπέροχο τρόπο της να συνδυάζει το εντελώς μοναδικό με το καθολικό. Μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το διαφορετικό το ξένο, θα μπορούσαμε να πούμε- ως καθολικό. Με αυτόν τον τρόπο, η τέχνη σπάει τα όρια μεταξύ γλωσσών, γεωγραφικών περιοχών, χωρών. Συγκεντρώνει όχι μόνο τις ατομικές ιδιότητες του καθενός, αλλά και με μια άλλη έννοια, τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε ομάδας ανθρώπων, για παράδειγμα κάθε έθνους.

Η τέχνη το κάνει αυτό όχι ισοπεδώνοντας τις διαφορές και κάνοντας τα πάντα ίδια, αλλά αντίθετα, δείχνοντάς μας τι είναι διαφορετικό από εμάς, άλλο ή ξένο. Κάθε σπουδαία τέχνη περιέχει ακριβώς αυτό: κάτι ξένο, κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως κι όμως ταυτόχρονα το κατανοούμε κατά κάποιον τρόπο. Περιέχει ένα μυστήριο, ας πούμε. Κάτι που μας γοητεύει και έτσι μας ωθεί πέρα από τα όριά μας και με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί την υπέρβαση που κάθε τέχνη πρέπει και να περιέχει μέσα της και να μας οδηγεί σ’ αυτήν.

Δεν γνωρίζω καλύτερο τρόπο για να φέρει κανείς κοντά τα αντίθετα. Αυτή είναι η ακριβώς αντίστροφη προσέγγιση από εκείνη των βίαιων συγκρούσεων που βλέπουμε τόσο πολύ συχνά στον κόσμο, οι οποίες υποκύπτουν στον καταστροφικό πειρασμό να εξοντώσουν οτιδήποτε ξένο, οτιδήποτε μοναδικό και διαφορετικό, συχνά χρησιμοποιώντας τις πιο απάνθρωπες εφευρέσεις που έχει θέσει στη διάθεση μας η τεχνολογία. Υπάρχει τρομοκρατία στον κόσμο. Υπάρχει πόλεμος. Διότι οι άνθρωποι έχουν και μια ζωώδη πλευρά που καθοδηγείται από το ένστικτο να βιώνουν το άλλο, το ξένο, ως απειλή για τη δική τους ύπαρξη και όχι ως ένα συναρπαστικό μυστήριο.

Έτσι εξαφανίζεται η μοναδικότητα οι διαφορές που όλοι μπορούμε να δούμε, αφήνοντας πίσω μια συλλογική ομοιομορφία, όπου οτιδήποτε διαφορετικό αποτελεί απειλή που πρέπει να εξαλειφθεί. Αυτό που φαίνεται από έξω ως διαφορά, για παράδειγμα στη θρησκεία ή στην πολιτική ιδεολογία, γίνεται κάτι που πρέπει να κατατροπωθεί και να καταστραφεί.

Ο πόλεμος είναι η μάχη ενάντια σε αυτό που βρίσκεται βαθιά μέσα σε όλους μας: το κάτι μοναδικό. Και είναι επίσης μια μάχη ενάντια στην τέχνη, ενάντια σε αυτό που βρίσκεται βαθιά μέσα σε κάθε τέχνη.

Μίλησα εδώ για την τέχνη γενικά, όχι για το θέατρο ή τη θεατρική γραφή ειδικότερα, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή, όπως είπα, όλη η καλή τέχνη, κατά βάθος, περιστρέφεται γύρω από το ίδιο πράγμα: παίρνει το εντελώς μοναδικό, το εντελώς συγκεκριμένο, και το καθιστά καθολικό. Ενώνει το ιδιαίτερο με το καθολικό μέσω της καλλιτεχνικής του έκφρασης: δεν εξαλείφει την ιδιαιτερότητά του, αλλά την τονίζει, αφήνοντας το ξένο και το άγνωστο να λάμψει ξεκάθαρα.

Ο πόλεμος και η τέχνη είναι αντίθετα, όπως ακριβώς ο πόλεμος και η ειρήνη είναι αντίθετα — είναι τόσο απλό. Η τέχνη είναι ειρήνη».