12 Μαΐου 2023

Η Ζωρζ και η Άλκη των παιδιών

Πόσο διαφορετικοί και διαφορετικές θα ήμασταν εμείς σήμερα αν δεν είχαμε διαβάσει κάποια βιβλία;
Αν δεν είχαμε μαγευτεί από την ευφάνταστη αλλά και υπαινικτική λεξιπλασία της Μυρτώς και της Μέλιας, ΕΥ-ΠΟ - ΛΥ-ΠΟ, στο «Καπλάνι της Βιτρίνας»...
Αν δεν είχαμε πεισμώσει για να δέσουμε όλους τους νέους και τις νέες της Γης σε ένα τεράστιο «Γαϊτανάκι» που θα κυκλώσει τη Γη...

Αν δεν είχαμε νιώσει τον φόβο και την αγωνία να μη σε καταλάβουν οι φασίστες Γερμανοί κατακτητές αλλά και την περηφάνια, την ευθύνη ότι συμμετείχες κι εσύ στον αγώνα και τη νίκη εναντίον τους, όπως στον «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου», ή στο «Οταν ο ήλιος»...
Αν δεν είχαμε νιώσει τη φλόγα και το ανώτερο ανάστημα των Ρώσων επαναστατών, αν δεν είχαμε διαισθανθεί τις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν πέρα, μακριά, κάπου «Κοντά στις ράγες»...

Αν δεν είχαμε ονειρευτεί να σαλπάρουμε με τον «Πορτοκαλί ήλιο» και να ζήσουμε μια μεγάλη περιπέτεια όπως στον «Θησαυρό της Βαγίας»...

Για τα παραπάνω «υπεύθυνες» είναι η Αλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή, που φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή τους.

Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις κάτι για τη μία χωρίς την άλλη, ακόμα και να σκεφτείς τη μία χωρίς την άλλη... Αλλωστε, η δική τους η φιλία κρατά από τα 12 τους χρόνια, όταν ξεκίνησαν να φοιτούν μαζί στο Γυμνάσιο και υπέγραφαν «Ενωμένες Πάντα» ή αλλιώς «Ε.Π.». Και αυτή η φιλία κράτησε μια ζωή. «Πιασμένες τώρα από το χέρι πάμε στα σχολεία σε όλη την Ελλάδα και κουβεντιάζουμε με τα παιδιά και τους λέμε, ανάμεσα σε άλλα πολλά, πως μια φιλία (η δική μας) μπορεί να αντέξει στο χρόνο»...

Είναι η Ζωρζ και η Άλκη των χιλιάδων παιδιών... `Η αλλιώς «ο Γιωργάκης» και «το Κούλι» όπως αποκαλούσε η μία την άλλη από τα μαθητικά τους χρόνια.

Το έργο τους έχει ήδη μεγαλώσει γενιές και γενιές... Ισως επειδή το σύμπαν που έχουν φτιάξει «κλείνει το μάτι» στα παιδιά, δεν «σηκώνει» το άδικο και στρατεύεται στον αγώνα για τη ζωή...

Τα θέματα που πραγματεύονται στα δεκάδες βιβλία τους είναι καθημερινά και πανανθρώπινα. Τις σελίδες των βιβλίων τους διατρέχουν τόσο τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια, οι παρέες, οι σκανταλιές, οι οικογενειακές σχέσεις, η φιλία, τα εφηβικά όνειρα και η ενηλικίωση, οι πρώτοι έρωτες, όσο και πολλά από τα γεγονότα που συγκλόνισαν την Ελλάδα του 20ού αιώνα, δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, Αντίσταση, διώξεις, Δεκέμβρης, Εμφύλιος, εξορίες, χούντα, Πολυτεχνείο.

Αυτά τα μεγάλα γεγονότα στα οποία συμμετείχαν και οι ίδιες - καταβάλλοντας το τίμημα - ήταν και ο λόγος που τις ώθησε στο γράψιμο. «Αν διάλεξα να γράψω για τα παιδιά είναι γιατί θέλησα να αποτυπώσω όσα σημαντικά έζησε η γενιά μου, που φοβάμαι μην ξεχαστούν όταν θα έχουμε φύγει εμείς», έλεγε η Α. Ζέη, ενώ η Ζ. Σαρή σημείωνε: «Καταχωνιασμένες, οι αναμνήσεις μου, όποτε θέλω, ανεβαίνουν στην επιφάνεια ολοζώντανες, φωτεινές. Σαν να ήταν χθες». Οι προσωπικές τους εμπειρίες δένονται με τα ιστορικά γεγονότα και οι μυθιστορηματικοί τους ήρωες συντονίζονται με τα μικρά και μεγάλα γεγονότα και τη δράση του λαού μας.

Μόνο που η Α. Ζέη ήξερε ότι ήθελε να γράφει από «πάντα», ενώ η Ζ. Σαρή το κατάλαβε χρόνια αργότερα. «Χάρη στην Αίγινα, τα παιδιά μου και τους φίλους τους, χάρη στη Βαγία των παιδικών μου χρόνων, έγινα συγγραφέας», τότε που λόγω της χούντας σταμάτησε να δουλεύει στο θέατρο. «Μου την έφερε! Είχαμε συμφωνήσει από μικρές ότι εγώ θα γίνω συγγραφέας και εκείνη ηθοποιός», έλεγε χαριτολογώντας η Α. Ζέη.


Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, από όπου καταγόταν η μητέρα της και στη συνέχεια στην Αθήνα. Από πολύ μικρή ασχολήθηκε με το γράψιμο. Ηδη από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει κείμενα για το κουκλοθέατρο. Ενας από τους ήρωες που δημιούργησε, ο Κλούβιος, έγινε κατοπινά ο ήρωας του γνωστού κουκλοθέατρου «Μπαρμπα - Μυτούσης».

Κατά την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Σπούδασε Φιλοσοφία του Θεάτρου στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου των Αθηνών και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Τότε γνώρισε και τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, θεατρικό συγγραφέα, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1945. Κατά την υποχώρηση του ΔΣΕ ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο οποίος ήταν μέλος του κινηματογραφικού του συνεργείου, βρέθηκε στην Τασκένδη, ενώ η Ζέη συνελήφθη και εξορίστηκε στη Χίο. Επανασυνδέθηκε με τον σύζυγό της το 1954 στην Τασκένδη, όπου απέκτησαν και δυο παιδιά. Το 1957 μετακόμισαν στη Μόσχα και η Ζέη σπούδασε στο Τμήμα Σεναριογραφίας του Ινστιτούτου Κινηματογράφου της Μόσχας.

Στη Μόσχα γράφει και το πρώτο της βιβλίο, «Το καπλάνι της βιτρίνας». Οπως έχει αναφέρει η ίδια, «ξεκίνησε επειδή διηγόμουν πολύ τις ιστορίες των παιδικών μου χρόνων με τον παππού μου στα παιδιά μου». Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα υπήρξε έργο - σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά.

Άλκη Ζέη
Αρβυλάκια και Γόβες

27-Οκτ-1940: Θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω... έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;» Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως θυμάται πως πέθανε το τριζόνι του και τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο - μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών, αλλά και της ΕΑΜικής Αντίστασης και συνέχεια την εποποιία των αλύγιστων της ταξικής πάλης.

Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα, για να ξαναφύγει πάλι το 1967 με τον ερχομό της χούντας, αυτήν τη φορά για το Παρίσι, και να επιστρέψει οριστικά το 1974. Τα επόμενα χρόνια συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει βιβλία. «Έφυγε» από τη ζωή το 2020.

Η Ζωρζ Σαρή γεννήθηκε στην Αθήνα από Αϊβαλιώτη πατέρα και γαλλικής καταγωγής Σενεγαλέζα μητέρα. Στα χρόνια της Κατοχής σπούδασε στη δραματική σχολή του Δημήτρη Ροντήρη και οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. «Από δυστυχισμένοι γίναμε ευτυχισμένοι. Και αυτό γιατί διαλέξαμε τον δρόμο της ζωής και ας υπήρχε θάνατος μέσα. Θρηνούσαμε και χαιρόμασταν όλοι μαζί. Δε φοβόμασταν όμως. Υπήρχε ένας στόχος, η απελευθέρωση», έγραφε. Συμμετέχει ενεργά στην Αντίσταση, «με τους συντρόφους μου καταργούμε το θάνατο, την πείνα, την παγωνιά και τον φόβο. Είμαι 20 χρονών και κυρίαρχος του κόσμου».

Στις μάχες του Δεκέμβρη τραυματίστηκε σοβαρά στην πλατεία Κυψέλης. Το 1947 αναγκάστηκε να διαφύγει στο Παρίσι. Εκεί σπούδασε υποκριτική στη σχολή του Σαρλ Ντιλέν. Εργάστηκε στο θέατρο ως ηθοποιός και παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μαρσέλ Καρακώστα, με τον οποίο απέκτησαν δυο παιδιά.

Επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1962 εντάχθηκε στον θίασο του Δημήτρη Ροντήρη, που περιόδευε στο εξωτερικό με παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας. Ακολούθησαν και άλλες συνεργασίες της στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Στην παιδική λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1969, με το μυθιστόρημα για εφήβους «Ο θησαυρός της Βαγίας». Έκτοτε επιδόθηκε, κυρίως, στο γράψιμο, εμπνεόμενη πρωτίστως από την πολιτικοκοινωνική ιστορία του τόπου μας στον 20ό αιώνα, τα ιδανικά, τους αγώνες και τις περιπέτειες του λαού μας και τις δικές της. Πέθανε το 2012.

Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι οι δύο συγγραφείς θεμελίωσαν στη χώρα μας τη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία. Κατοχύρωσαν τη διεύρυνσή της σε επίπεδο θεμάτων και απόψεων. «Κορίτσια και αγόρια μάθανε να διαβάζουν καλά μυθιστορήματα, να βλέπουν πόσο έντονα το ατομικό συνυπάρχει με το συλλογικό, να αναγνωρίζουν στους χάρτινους ήρωες δικά τους όνειρα μα και αδιέξοδα», γράφει ο λογοτέχνης Μ. Κοντολέων.

Με χιούμορ, τρυφερότητα, ωραία και δουλεμένη πλοκή, διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, καθαρή γραφή απευθύνονται κατευθείαν στην καρδιά των παιδιών. Δεν μιλάνε τυποποιημένα ή ευκολοχώνευτα. «Το καπλάνι της βιτρίνας», «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου», «Κοντά στις ράγες», «Μωβ ομπρέλα», «Οταν ο ήλιος», «Το ψέμα», «Οι νικητές», «Τα στενά παπούτσια», «Ε.Π», «Ο χορός της ζωής», «Ο θησαυρός της Βαγίας» είναι κάποια μόνο από τα βιβλία τους που τόσο έχουν αγαπηθεί και τα μηνύματά τους έχουν λάβει τη δική τους θέση στο μυαλό και στην καρδιά ενός παιδιού που μεγαλώνει.

Με το έργο τους ζωντάνεψαν παλιότερα χρόνια και εποχές που έχουν περάσει, όμως έχουν πολλά ακόμα να μας μάθουν. Αλλωστε, αυτό είναι και ένα χαρακτηριστικό του καλού λογοτεχνικού βιβλίου, να ανοίγει νέους ορίζοντες προσφέροντας απλόχερα μια συμπυκνωμένη πείρα από τη ζωή, μια πείρα που ποτέ δεν θα μπορέσει από μόνο του το παιδί να την αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του.

Τα έργα τους αποτελούν τομή στην παιδική - εφηβική λογοτεχνία για το πρωτοπόρο ιδεολογικό, πολιτικό περιεχόμενό τους, σε πείσμα του κυρίαρχου αφηγήματος ότι η πολιτική σκοτώνει τη λογοτεχνία. Είναι έργα που βοηθούν τους νέους ανθρώπους να δουν τον κόσμο «αλλιώς», να αναγνωρίσουν την αξία των κοινωνικών αγώνων, να συμμεριστούν τα μεγάλα κοινωνικά ιδανικά, να αγαπήσουν εκείνους που τα υπερασπίζονται, θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή τους, σε αντίθεση με τον ατομικισμό, τη ματαιοδοξία, την ιδιοτέλεια που καλλιεργεί το κυρίαρχο σύστημα από τα παιδικά κιόλας χρόνια.

Άλλωστε, η Τέχνη δεν είναι μια στιγμιαία διαδικασία, αλλά μια διαρκής πορεία και συνομιλία μέσα στον χρόνο. Και εκεί είναι που ο γονιός και ο φωτισμένος δάσκαλος πρέπει να βοηθήσουν τα αρχικά ερεθίσματα ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου να πάρουν οριστική θέση στο μυαλό και στην καρδιά ενός παιδιού που μεγαλώνει. Αυτό είναι που κάνουν και οι ιστορίες της Ζέη και της Σαρή. Δεν «επαναπαύουν». Καλούν τον μικρό αναγνώστη να ψάξει να βρει την αλήθεια του τόπου του, δηλαδή του κόσμου όλου...

“Τι σαχλαμάρες είναι αυτές; Θα τσακωνόμαστε για ξένα γίδια;
– Όταν η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή
_πιάστηκαν στα χέρια για τον Βασιλιά και τον Βενιζέλο

Χόρευαν, άλλες τραγουδούσαν “Του αϊτού ο γιος” κι άλλες “Βενιζέλε μας, γενναίε της πατρίδας”, όμως αγκαλιασμένες. Η Άλκη με τη Ζωρζ, στο θρανίο τους κάθονταν φρόνιμα κι έγραφαν στα τετράδιά τους τα κεφαλαία γράμματα της φιλίας: Ε.Π., Ε.Π.

Το Ε.Π. είναι το βιβλίο όπου η Ζωρζ Σαρή περιγράφει τα σχολικά της χρόνια στο Γυμνάσιο Θηλέων. Και μαζί με αυτά τη γνωριμία της με την Άλκη Ζέη που εξελίχθηκε σε μια φιλία ζωής και ας… δοκιμάστηκε από τις παιδικές πολιτικές τους διαφωνίες, όταν η Ζωρζ Σαρή αγαπούσε ακόμα τον βασιλιά -και για λίγο και τις στολές της ΕΟΝ του Μεταξά- ενώ η Άλκη Ζέη ήταν ακόμα Βενιζελική και παραλίγο να πιαστούν στα χέρια για αυτό και για τον χαρακτηρισμό “ξενοκίνητος” -που αγνοούσαν τη σημασία του, αλλά τους φάνηκε βαρύς.

Παρακάτω θα βρείτε τρία αποσπάσματα από το βιβλίο “Ε.Π.”, που σημαίνει ενωμένες πάντα και συμβολίζει την αιώνια φιλία μεταξύ των δύο συγγραφέων. Το πρώτο είναι ο πρόλογος που έγραψε η Άλκη Ζέη για το βιβλίο της επιστήθιας φίλης της. Το δεύτερο είναι η πρώτη μέρα της Ζωρζ Σαρή στο σχολείο, όπου κάθεται στο ίδιο θρανίο με τη Ζέη και κάνει εντύπωση στις συμμαθήτριές της με το “αγορίστικο” όνομά της. Και το τρίτο είναι το σπαρταριστό επεισόδιο που προαναγγέλλεται και στον τίτλο της ανάρτησης.

Γιωργάκη μου,

Μου ζήτησες να σου γράψω πρόλογο για το βιβλίο σου, το τελευταίο, γιατί κι εγώ δε θυμάμαι πόσα έχεις γράψει. Δε φτάνει που μου την έσκασες, θέλεις και πρόλογο! Δεν τα είχαμε συμφωνήσει ωραία και καλά από τα δώδεκά μας χρόνια; Εσύ ηθοποιός κι εγώ συγγραφέας; Μέχρι και στο Χόλλυγουντ σε είχα φανταστεί να φτάνεις, να παίρνεις το Όσκαρ και να με καλείς να έρθω να σε βρω. Δεν πειράζει, με κάλεσες στο “Έγκλημα στα παρασκήνια”, κι εγώ καμάρωνα το ίδιο σα να ήσουνα στο Χόλλυγουντ! Ακόμα σε φανταζόμουνα… άγαλμα. Στημένο στην πλατεία Κυψέλης, εκεί κοντά που είχες τραυματιστεί βαριά σε μια από τις τόσες μάχες που πήγαινες εσύ μπροστά κι εγώ ξοπίσω. Μας ξεγέλασες όλους και δεν πέθανες, κι έτσι δε σου στήσανε άγαλμα, να το στολίζω εγώ με λουλουδάκια και να δακρύζω. Ευτυχώς, δεν έγινε ηρωίδα όπως το επιθυμούσες, κι έτσι δε σ’ έχασα.

Όλα λοιπόν τα φανταζόμουν πως μπορούσες να γίνεις, ακόμα και… βασίλισσα, αφού όταν ήσουνα μικρή σού άρεσαν οι βασιλιάδες (ευτυχώς τους απαρνήθηκες γρήγορα). Μονάχα συγγραφέα δεν μπορούσα να σε φανταστώ. Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω τι σ’ έκανε να γίνεις συγγραφέας, και δεν πίστευα, βέβαια, το παραμύθι που λες στα παιδιά: πως τάχατες το 1967 που ήρθε η Χούντα, οι ηθοποιοί στην αρχή της δικτατορίας αποφάσισαν να μην παίζουν στο θέατρο, κι εσύ, μην ξέροντας τι να κάνεις, από απελπισία άρχισες να γράφεις τις ιστορίες και τα παιχνίδια των παιδιών. Ύστερα γλυκάθηκες και συνέχισες και ένα και δύο και τρία και είκοσι τρία μυθιστορήματα. Ενώ μου διάβαζες τις δακτυλογραφημένες σελίδες από το καινούριο σου βιβλίο, ξαφνικά κατάλαβα γιατί έγινες συγγραφέας. Θέλησες (όπως και στο βιβλίο) να πάμε ξανά χέρι με χέρι στο σχολείο. Όχι, βέβαια, σαν μαθήτριες πια. Μπράβο, Γιωργάκη, τα κατάφερες, έγινες συγγραφέας και, όπως το λογάριασες, πιασμένες τώρα από το χέρι πάμε στα σχολεία σ’ όλη την Ελλάδα και κουβεντιάζουμε με τα παιδιά και τους λέμε, ανάμεσα σε άλλα πολλά, πως μια φιλία (η δική μας) μπορεί να αντέξει στο χρόνο.

Ε.Π. λοιπόν! Καλή επιτυχία και καλή αντάμωση ξανά… στο σχολείο.
         Άλκη Ζέη \ Φθινόπωρο 1995

Το γραφείο της κυρίας Ερασμίας ήταν ανάμεσα σε δύο μπαλκονόπορτες, κάτω από το πορτρέτο του πατέρα της, του Ευφράνορος Δελαπόρτα: ένας μουσάτος, με αρειμάνιον μύστακα, με αυστηρό βλέμμα.

Η κυρία Ερασμία σηκώθηκε από την πολυθρόνα της για να τους υποδεχτεί:
-Χαίρομαι τέκνον μου, που θα είσαι μαθήτριά μου. Ο πατήρ σου είναι ένας άριστος καθηγητής. Σου εύχομαι καλή πρόοδον.
Η Ζωρζ έσκυψε το κεφάλι και δεν ήξερε αν έπρεπε να την ευχαριστήσει ή να της φιλήσει το χέρι. Η κυρία Ερασμία πάτησε ένα επιτραπέζιο κουδούνι, κι αμέσως μπήκε μια κοπέλα.

-Υπαπαντή, της είπε, συνόδευσε την Γεωργία Σαριβαξεβάνη εις την τάξιν της.

Η Ζωρζ τα ‘χασε. Ποια ήταν αυτή η Γεωργία; Το Γεωργία δεν το είχε ακούσει ποτέ της. Εκείνη την είχαν βαφτίσει GEORGE σαν τη GEORGE SAND…

Η κοπέλα που τη φώναζαν Υπαπαντή ήταν λεπτή, χλωμή, με μεγάλα μάτια. Την πήρε από το χέρι και την πήγε σε μια τάξη που δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Τα θρανία έμοιαζαν με θρανία και στους τοίχους κρέμονταν οι ήρωες του 1821, λίγο κιτρινισμένοι. Στο σχολειάκι της κρέμονταν οι ίδιοι. Πάνω από την έδρα ήταν κι ένας Χριστός με κόκκινο μανδύα και μια κόκκινη καρδιά στο χέρι.

Η Υπαπαντή σύστησε το κορίτσι στις μαθήτριες:
-Η καινούρια σας συμμαθήτρια, η Γεωργία Σαριβαξεβάνη. Ποια θα την φιλοξενήσει;
Μια αδυνατούλα, με κόκκινα φιογκάκια στις πλαϊνές αλογοουρές της, πετάχτηκε απάνω.

-Εγώ! είπε.

Η Ζωρζ κάθισε πλάι της.
Το θρανίο ήταν το πρώτο στη σειρά, δεξιά, κοντά στο παράθυρο. Έκανε να βγάλει από την τσάντα της την κασετίνα και κάποιο τετράδιο.

-Δε χρειάζεται να βγάλεις τα σύνεργά σου, της είπε το κορίτσι με τις αλογοουρίτσες.
-Γιατί; απόρησε η Ζωρζ.
-Σήμερα δε θα κάνουμε μάθημα.
-Και πώς το ξέρεις εσύ;
-Μου το ‘πε η Λενιώ, η αδερφή μου, αυτή πάει στη Β’ Γυμνασίου. Την πρώτη μέρα δεν έχει μάθημα. Όλοι οι καθηγηταί θα παρελάσουν για να μας γνωρίσουν. Ο καθένας θα πει τα δικά του. Κατάλαβες, Γεωργία;
-Δε με λένε Γεωργία.
-Και πώς σε λένε;
-Ζωρζ.
-Ζωρζ; Σαν το συγγραφέα Ζωρζ Ονέ; Αγόρι είσαι;
-Η συγγραφέας Ζωρζ Σαντ ήταν γυναίκα.
-Και γιατί ξένο όνομα;
-Η μαμά μου είναι Γαλλίδα, από τη Σενεγάλη. Από την Αφρική… Εσένα πώς σε λένε;
-Άλκη. Άλκη Ζέη!
-Αγόρι είσαι; Έχω έναν ξάδερφο που τον λένε Άλκη.
-Το Άλκη είναι και κοριτσίστικο όνομα.
-Τότε, είμαστε πάτσι.

Γέλασε η Άλκη.
Το κορίτσι που καθόταν στο πίσω θρανίο έσκυψε μπροστά.

-Μα τι λέτε τόσην ώρα και χασκογελάτε;
Φορούσε γυαλιά, ήταν χοντρούλα.
Η Άλκη γύρισε και της είπε:

-Συστηθήκαμε. Τη λένε Ζωρζ.
-Ζωρζ; απόρησε το κορίτσι.
-Η μαμά της είναι από την Αφρική, Γαλλίδα!
-Από την Αφρική!
-Γαλλίδα, από τη Σενεγάλη…
-Άποικος, διευκρίνισε η Ζωρζ…
-Και γιατί έχει αντρικό όνομα; Ζωρζ Ονέ;
-Όχου, να τα ξαναλέμε; Άσ’ το για αργότερα. Ζωρζ, να σου συστήσω την Αθηνά, την καλύτερη μαθήτρια της τάξεως.
-Και πού το ξέρεις εσύ; ρώτησε η Ζωρζ την Άλκη.
-Ήμασταν μαζί στο δημοτικό. Εκτός από σένα κι άλλες τρεις καινούριες, όλες ήμασταν μαζί στο δημοτικό, φίλες…

Ένας κάβουρας άνοιξε τις δαγκάνες του.

-Θα τηλεφωνήσω τα νέα της Ζωρζ, είπε η Αθηνά.
-Τηλεφώνησε, και γρήγορα, να προλάβουμε! είπε η Άλκη.

Τώρα ο κάβουρας δάγκωσε τη Ζωρζ. Την κορόιδευαν οι φίλες. Γύρισε να πει στην Αθηνά, στη σπουδαία μαθήτρια, πως δεν ήταν δα και τόσο βλάκας, να μην καταλαβαίνει τα σαχλά αστεία τους, όμως εκείνη τη στιγμή η Αθηνά ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί της διπλανής της, κι αμέσως η διπλανή γύρισε, έσκυψε και κάτι είπε στ’ αυτί της μαθήτριας που καθόταν πίσω της.

-Μα τι λένε; ρώτησε την Άλκη.

-Τηλεφωνούν. Όλες να μάθουν τα νέα σου πριν από το διάλειμμα… Το τηλέφωνο το παίζαμε από πάντα, στο δημοτικό, ακόμη κι όταν ο δάσκαλος ήταν πάνω στην έδρα: “Από το στόμα στ’ αυτί”, έτσι λέγεται το παιχνίδι. Κοίτα, τώρα το όνομά σου και η Αφρική σου έφτασαν στο πίσω θρανίο της μεσαίας σειράς…

Ο κάβουρας άνοιξε τις δαγκάνες του και παράτησε τη Ζωρζ, που πολύ ευχαριστήθηκε με τα λόγια της Άλκης. Κι εκείνη έπαιζε το ίδιο παιχνίδι, στη Βαγία, τα καλοκαίρια. Καθόταν με το φίλο της τον Παναγιώτη, με όλη την παρέα, κορίτσια αγόρια, πλάι στην πεζούλα, κι ο ένας ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί του άλλου. Αυτό που ψιθυριζόταν, μέχρι να φτάσει στο τελευταίο αυτί, γινόταν άλλο των άλλων. Λόγου χάρη, έλεγε ο πρώτος: σκουληκομερμηγκότρυπα, κι ο τελευταίος άκουγε και φώναζε: σκούζει ο λύκος για μια τρύπα, και γελούσαν. Και τώρα γελούσε. Άραγε θα φτάνανε το όνομά της και η μαμά της σώα στο τέρμα;

Η Ζωρζ άκουγε χωρίς ν’ ακούει, σκεφτόταν το γράμμα που της έκαιγε την τσάντα. Κι αμέσως μετά μπήκαν η Αννούλα, η Άλκη, η Κική, η Πόπη, η Λιλή… Αυτές δεν είχαν δει το μεθυσμένο, και ο κυρ Στάθης τους είπε: “Μπείτε γρήγορα μέσα γιατί στη γωνιά είναι ένας μπεκρούλιακας!”

-Έχουμε ένα τέταρτο πριν αρχίσει η προσευχή, ε; είπε η Ίντα που είχε ρολόι, δώρο του Χαϊλέ Σελασιέ στον μπαμπά της, για την κόρη του.
Χαϊλέ Σελασιέ εσύ, σκέφτηκε η Ζωρζ, βασιλέα Γεώργιο το Β’ εγώ. Χα!
Όταν μαζεύτηκαν όλες, ήταν η ώρα της προσευχής, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για το γράμμα. Έψαλαν όλες μαζί το “Γλυκό του κόσμου στήριγμα, αθάνατη Μαρία” κι ύστερα μπήκαν στις τάξεις. Πρώτη ώρα είχαν Καλιμάνη. Η Ζωρζ θα περίμενε το διάλειμμα. Όμως, η Υπαπαντή ήρθε να τους πει πως ο Καλιμάνης δε θα ερχόταν γιατί ήταν ασθενής.

-…Να μείνετε στην τάξη σας, φρόνιμα, και η Παπακυριακοπούλου να σας προσέχει.

Χαράς ευαγγέλια!
Η Λένα ανέβηκε στην έδρα και χτύπησε το χάρακα.

-Λοιπόν, λοιπόν, αγαπηταί μου μαθήτριαι, ποια έχει να πει ενδιαφέροντα;
-Εγώ, πετάχτηκε η Ζωρζ. Όμως, πρέπει όλες να προσέχετε. Τα νέα μου είναι σπουδαία, σπουδαιότατα! Χτες ήρθε ο βασιλιάς στο σπίτι μας, θέλω να πω ο σοφέρ του!
-Τρελάθηκες ή θες να μας τρελάνεις; τη ρώτησε η Αθηνά. Ποιος βασιλιάς και κουραφέξαλα;

-Του έγραψα γράμμα και μου απάντησε.

-Γράμμα του έγραψες; Και τι του ‘λεγες.
-Να πάω στο παλάτι του και να τα πούμε.
-Να τους πεις τι; ρώτησε η Άλκη.
-Ήθελα να του τα πω όλα, για σένα, για μας, για τους γονείς μου…

Η Αννούλα δεν ήξερε τι να πει.

-Ησύχασε, Ζωρζ, ησύχασε, όλα θα περάσουν…
-Μα δε θέλω τίποτε να περάσει. Ο βασιλιάς μού έγραψε, εδώ έχω το γράμμα του, στην τσάντα μου!
Και έχωσε το χέρι της στην τσάντα θριαμβευτικά.
Η Άλκη την κορόιδεψε:
-Πάλι παραμύθια;
-Όχι κυρία μου, πάρε και διάβασε!

Η Άλκη διάβασε, είδε τη φωτογραφία και ύστερα κοίταξε την καλύτερή της φίλη:

-Δηλαδή, του έγραψες;
-Και βέβαια του έγραψα, είπε δυνατά η Ζωρζ. Του έγραψα και μου απάντησε. Κοίτα τη φωτογραφία την οποίαν ευηρεστήθη να υπογράψει δι’ ημάς!
-Και γιατί του έγραψες; ρώτησε η Άλκη.
-Γιατί είναι ο βασιλιάς μας.
-Ένας ξένος! φώναξε η Άλκη.
-Γιατί, αχ, γιατί του έγραψες; ρώτησε η Αθηνούλα.
-Του έγραψα γιατί τον αγαπώ! της απάντησε η Ζωρζ.
-Δηλαδή, αγαπάς έναν εχθρό; τη ρώτησε η Άλκη.
-Εχθρός; Ο βασιλιάς μας; Αν θες να ξέρεις, είναι ο προστάτης μας!
-Ε, όχι και προστάτης μας! είπα η Ίντα.
-Γιατί, δηλαδή, ο Χαϊλέ Σελασιέ σου είναι καλύτερος; της φώναξε θυμωμένη η Ζωρζ.
-Άλλα αντ’ άλλων λες, της αντεπιτίθεται η Ίντα. Εγώ μιλώ για την Ελλάδα.
-Συμφωνώ με την Ίντα, είπε και η Λένα, που στεκόταν πάνω στην έδρα και προσπαθούσε να βάλει τάξη. Το θέμα μας είναι η Ελλάδα κι όχι αν ο βασιλιάς είναι καλός ή κακός…
-Καλός! φώναξε η Όλγα.
-Καλός! φώναξε η Λιλίκα.
Και η Αθηνούλα είπε:
-Πήγαν να σκοτώσουν το Βενιζέλο!
-Εχθρός! φώναξε η Άλκη.
-Εχθρός! είπε και η Αννούλα με ψιθυριστή φωνή.

Η Ζωρζ προχώρησε, πήγε και στάθηκε μπροστά στην Άλκη.
-Ζήτω ο βασιλιάς! φώναξε.
-Ζήτω ο Βενιζέλος! φώναξε η Άλκη.

Η Λένα χτυπούσε το χάρακα πάνω στην έδρα.
-Σιωπή, ησυχάστε…

-Τι ξέρεις εσύ για το βασιλιά και φωνάζεις ζήτω;
-Ξέρω και παραξέρω! Ο Βενιζέλος αγωνίζεται να σώσει την Ελλάδα! Ο βασιλιάς σου είναι ξενοκίνητος…

Η Ζωρζ δεν ήξερε τι πάει να πει “ξενοκίνητος”, όμως κατάλαβε πως ήταν βρισιά. Η Άλκη της έβριζε το βασιλιά της. Προχώρησε καταπάνω της:

-Πάρε το λόγο σου πίσω.
Η Άλκη πείσμωσε:
-Ξενοκίνητος!… Ξενοκίνητος!… Ξέρεις τι πάει να πει ξενοκίνητος;
-Όχι, δεν ξέρω κι ούτε με νοιάζει…

Ούτε και η Άλκη ήξερε τι πάει να πει ξενοκίνητος.

-Ε λοιπόν, κι εγώ δε θα σου το πω ποτέ!

Η Ζωρζ σήκωσε το χέρι να τη βαρέσει. Η Άλκη τής το άρπαξε στον αέρα. Με το άλλο χέρι η Ζωρζ τράβηξε τα μαλλιά της. Η Άλκη στρίγγλισε, παράτησε το χέρι της Ζωρζ, και με τα δυο της χέρια άρχισε να τη χτυπάει όπου έβρισκε, όμως και η Ζωρζ δεν έκανε πίσω, βαρούσε κι εκείνη, και σε λίγο τα δυο κορίτσια βρέθηκαν χάμω, στα ξεπλυμένα σανίδια της τάξης, και πάλευαν. Οι μαθήτριες παρακολουθούσαν βουβές, άλλες περίεργες κι άλλες τρομαγμένες.

Η Λένα κατέβηκε από την έδρα και, σαν υπεύθυνη της τάξης, πήγε να της χωρίσει. Τα κατάφερε. Η Ζωρζ και η Άλκη είχαν κουραστεί.

Η Ζωρζ προπαντός δεν άντεξε άλλο. Έμπηξε τα κλάματα και κάθισε στο θρανίο της. Οι ώμοι της τραντάζονταν, να τη λυπάσαι. Η Αθηνούλα ξέχασε το Βενιζέλο και το βασιλιά κι έτρεξε κοντά της.

-Μην κλαις, κουτή, μην κλαις…
Η Ζωρζ πήρε στραβά την παρηγοριά:
-Κι εσύ με λες κουτή;
Η Αθηνούλα δεν ήξερε πώς να την παρηγορήσει. Αυτό το κουτή το είπε όπως θα έλεγε “Ζωρζάκι μου”.
Όμως, και οι άλλες λυπήθηκαν τη Ζωρζ. Έτρεξαν κοντά της.
Η Λένα θύμωσε:

-Τι σαχλαμάρες είναι όλα αυτά; Θα τσακωνόμασταν για ξένα γίδια; Άιντε να φιλιώσουμε, κι όπου να ‘ναι θα χτυπήσει ο κώδων, κι αν μας πάρουν είδηση, εγώ θα πληρώσω τα σπασμένα…

Η Αθηνά, η Αννούλα, η Ίντα, η Τίλδα, η Κική συμφώνησαν, όχι άλλος τσακωμός. Η Άλκη στεκόταν βουβή χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Η φίλη της, η καλύτερη φίλη της, θα πέθαινε από το κλάμα. Άλλη λύση δεν υπήρχε. Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε:
-Γιωργάκη μου, μην κλαις άλλο, συγχώρεσέ με, σε στενοχώρησα, παίρνω πίσω το ξενοκίνητος, έλα σε παρακαλώ, σταμάτα, γιατί θ’ αρχίσω να κλαίω κι εγώ!

Κι έβαλε κι εκείνη τα κλάματα. Κλαίγαν τώρα κι οι δυο αγκαλιασμένες.

Όταν μπήκε ο Παπαδόπουλος, σάστισε. Του φάνηκε πως οι μαθήτριές του γιόρταζαν ένα σπουδαίο γεγονός. Χόρευαν, άλλες τραγουδούσαν “Του αϊτού ο γιος” κι άλλες “Βενιζέλε μας, γενναίε της πατρίδας”, όμως αγκαλιασμένες. Η Άλκη με τη Ζωρζ, στο θρανίο τους κάθονταν φρόνιμα κι έγραφαν στα τετράδιά τους τα κεφαλαία γράμματα της φιλίας: Ε.Π., Ε.Π.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή

ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα

Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.


ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά

🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:

Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)

Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"