27 Ιουλίου 2024

Το duende μας η Τζένη _κρησάρα και καθρέφτης

Η μαγεία του Duende
ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών...

Μερικοί τη συνδέουν με τέχνες, όπως τη μουσική, το θέατρο ή το χορό. Για μένα, το "duende" είναι κάτι περισσότερο, που έχει να κάνει με την εσωτερική φλόγα που νιώθει κάποιος όταν ξεπερνά τον εαυτό του και τα όρια του. Το πρώτο _D_ μοιάζει με εκείνο το δυνατό βήμα που κάνεις, αποφασιστικά και παθιασμένα. Το _UE_ με στροβίλισμα στον αέρα, σαν να χάνεσαι στη δημιουργικότητα και στη φαντασία. Με το _ND_ πατάς ξανά στη γη, πιο αποφασιστικός από ποτέ, έχοντας περάσει τα όρια των ικανοτήτων σου. Το _E_ είναι η ανάσα της ανακούφισης, η ανάσα της επιτυχίας. Κατόρθωσες, έστω και στιγμιαία, να φτάσεις σε ένα επίπεδο ενέργειας και δημιουργίας που δεν είχες φανταστεί ότι υπάρχει.

Μια λέξη ισπανικής προέλευσης  για την τέχνη που δεν μεταφράζεται μονολεκτικά και έχει να κάνει με μαγείες και ξωτικά, γοητεία μυστηριώδη και απερίγραπτη apuesto a que …πάω στοίχημα _ El Duende es, entonces, una alternativa para el estilo, para el virtuosismo y el encanto que “da Dios” y es, en cambio, una especie de fuerza que se apodera del artista y lo hace dar lo mejor de su desempeño.
               Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca
              
από την διάλεξη που έδωσε ο Λόρκα
               τον Οκτώβρη του 1934 στο Μπουένος Άιρες

Η μαγεία, λοιπόν, σύμφωνα με τον Lorca, είναι το έμφυτο ύφος, για η δεξιοτεχνία και η γοητεία, ένα είδος εσωτερικής δύναμης που οπλίζει τον καλλιτέχνη και τον κάνει να δώσει τον καλύτερο εαυτό του _κι αν είναι “κόκκινος αερολάμνων”, τότε “ζωγραφίζει” _ “Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως δε θα πετύχεις ποτέ γιατί δεν έχεις ντουέντε”.
              
Manuel Soto Loreto _ Manuel Torre(s) _1878 –1933), Romani (Kalo) καλλιτέχνης flamenco

Το ντουέντε είναι μια από κείνες τις λέξεις που φέρνουν αμηχανία σε λεξικογράφους, φιλοσόφους και μεταφραστές (όσο κι αν βάλουν κατεβατά ολόκληρα με “σσ.”) , γιατί είναι δύσκολο όχι μόνον να μεταφραστούν, άλλα και να οριστούν μέσα στα πλαίσια της δικής τους γλώσσας. Είναι από τα δημιουργήματα της ιδιαίτερης εκείνης ματιάς και πρόσληψης του κόσμου που κάθε λαός αποτυπώνει στη γλώσσα του, που αποτελεί άλλωστε και την αποκρυσταλλωμένη συνείδηση και σκέψη του πολιτισμού του. “Όλες οι γλώσσες έχουν παρόμοιες _μη μεταφράσιμες, λέξεις· ας αναλογιστεί κανείς μερικές ελληνικές, όπως μεράκι, φιλότιμο, λεβεντιά... Οι λέξεις έχουν πρωτίστως χρήσεις, όχι έννοιες. Το κείμενο αυτό δεν είναι αυστηρή αισθητική πραγματεία. Είναι μάλλον ένα από στήθους ενθουσιαστικό δοκίμιο για την καλλιτεχνική δημιουργία, για την δημιουργία εν γένει, για τον ενθουσιασμό εν γένει, που παραπέμπει στην αρχική ετυμολογία της λέξης (εν+θεός + ουσία). Μια απόπειρα για ψηλάφιση στα λιγότερο συνειδητά επίπεδα της ανθρώπινης δημιουργικότητας, όπου αποκαλύπτεται η βαθύτερη σχέση πνεύματος και φύσης” γράφει ο Γιώργος Γεωργούσης μεταφραστής της έκδοσης Ντουέντε - Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (Γαβριηλίδης, 2007) _ η συνέχεια στο τέλος της ανάρτησης

_32 χρόνια φέτος, που δεν ξανακούστηκε η φωνή της στο τραγούδι “Χάθηκα μέσα στη ζωή μου”, από το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη “Διαμάντια και μπλουζ”.

Δεν ξαναμαζεύτηκαν από τότε, γύρω της, να την ακούσουν να το τραγουδάει οι θεατρικοί και κινηματογραφικοί εαυτοί της, η Βιρτζίνια, η Έντα, η Μήδεια, η Ηλέκτρα, η Μάρθα, η Αντιγόνη, η Μυρρίνη, η Λιούμποβα, η Θεοδώρα, η Ιωάννα, η Κορντέλια, ούτε η Λίλα, η Νίκη, η Μίκα, η Μαντώ, η Ελένη, η Λόλα. Τον Ιούλη της οριστικής σιωπής του 1992, η «Άννα» πήρε μαζί της όχι μόνο τους στίχους της Αναγνωστάκη και την εξαίσια μουσική της Καραΐνδρου, αλλά κι εκείνο τον σπαραγμό της φωνής της Τζένης Καρέζη.

«Αύγουστος, φώτα στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά.
Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία.
Με γέλασες και είναι αργά.

Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή.
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου,
χάθηκες μέσα στη βροχή».

Πριν μπει ο Αύγουστος, πριν πάει στο Πήλιο, πριν σχεδιάσει τη νέα παράσταση, χάθηκε και μαζί της χάθηκαν όλες αυτές που έπλασε, που τους έδωσε πνοή και υπόσταση στη σκηνή και στην οθόνη, που τους δάνεισε το σώμα της, την ανάσα της, τη φωνή της, το νευρικό της σύστημα. Ήταν ασυμβίβαστη και ανήσυχη θεατρίνα η Καρέζη, με ισχυρό καλλιτεχνικό εκτόπισμα, εκρηκτική προσωπικότητα, με σπάνια ομορφιά και δυναμική ψυχή. Μια λαμπερή σουπερστάρ, που ήταν όμως απολύτως αντιστάρ, γιατί ήταν γειωμένη, ντόμπρα, αυθεντική, μαγκιόρα και εντυπωσιακά ειλικρινής. Σ' αυτούς που προσπαθούσαν να την αποκωδικοποιήσουν, τους διευκόλυνε δηλώνοντας: «Τι είδους πλάσμα είμαι; Είμαι εγωίστρια, πεισματάρα, ισχυρογνώμων, κυκλοθυμική. Με άλλα λόγια, είμαι δύσκολη περίπτωση». Για το παροιμιώδες πείσμα της μάλλον είχε δίκιο. Έλεγε η μαμά της: «Είναι ο πιο πεισματάρης άνθρωπος που ξέρω! Δεν υπάρχει περίπτωση να βάλει κάτι στο μυαλό της και να μην το πετύχει».

Όσα ονειρεύεται τα πετυχαίνει πράγματι. Ήθελε να είναι άριστη μαθήτρια στο σχολείο, το καταφέρνει. Ήθελε να πρωτοστατεί στις καλλιτεχνικές δραστηριότητες της τάξης, το κάνει. Της άρεσε να λέει ποιήματα, να γράφει σκετσάκια και να τα σκηνοθετεί. Να οργανώνει παραστάσεις. Να έχει το γενικό πρόσταγμα στις σχολικές γιορτές, για όλες τις τάξεις του σχολείου. Τα κάνει όλα και μάλιστα με υποδειγματική επαγγελματική ευσυνειδησία και συνέπεια.

Όπου δεν παίζει η ίδια, δίνει οδηγίες: «Αυτό το ποίημα δεν είναι καλό για την περίσταση». «Αυτό το σκετς είναι πολύ μεγάλο. Ανάμεσα σ' αυτό και στο άλλο, θέλει ένα τραγούδι». Κάνει και διανομές. «Όλα αυτά είναι η ζωή της. Και οι σοφοί της δάσκαλοι το έχουν καταλάβει και την αφήνουν να ανοίξει τα φτερά της...», διαβάζω από το οπισθόφυλλο της βιογραφίας της «Τετράδια Ζωής» των εκδόσεων «Καστανιώτη».

            Το “άρωμα” της ζωής της

Είναι πικρό το αίσθημα να ζούμε με τις αναμνήσεις της ομορφιάς σ' έναν όχι πάντα όμορφο κόσμο. Η παλαιότερη ανάμνηση με πάει χρόνια πίσω, στο θέατρο Κοτοπούλη, σε μια παράσταση ρωσικού θεάτρου. Δίπλα μου καθόταν η Τζένη Καρέζη, με άλλες δυο σπουδάστριες της θεατρικής τέχνης. Μόλο που ήξερα καλά τα προσόντα της, ήταν αδύνατο να φανταστώ ακόμα τότε πως σ' ελάχιστο του χρόνου πέρασμα αυτή η μικρούλα θα γινότανε μεταφορικά μεγάλη». Αυτή την ανάμνησή του καταθέτει - μεταξύ άλλων ανθρώπων του θεάτρου - ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός, στο βιβλίο-λεύκωμα του Μάκη Δελαπόρτα “Τζένη Καρέζη (Το άρωμα μιας ζωής)”, εκδόσεις “Άγκυρα” Τα κείμενα του βιβλίου, η πληθώρα σπάνιων φωτογραφιών συνθέτουν ένα όμορφο “οδοιπορικό” (275 σελ.) στη ζωή και στο πολύπλευρο έργο της Τζένης Καρέζη, το οποίο συνοδεύεται με ένα cd, στο οποίο ακούγεται η ηθοποιός να ερμηνεύει με την αισθαντική φωνή της πέντε τραγούδια μεγάλων συνθετών μας.

Ομορφιά, τρυφερότητα _παιδεία

Ενώπιος ενωπίω με την ομορφιά και την τρυφερότητα, ή πνίγεσαι να εκφράσεις αμέσως αυτό που νιώθεις να σε συγκλονίζει, ή αντίθετα μένεις εν σιωπή, συντετριμμένος γοητευτικά από ένα τέτοιο φως. Αυτό το φως είναι η Τζένη Καρέζη”, είχε πει ο Αντώνης Σαμαράκης. Και η Μελίνα Μερκούρη: “Το θέατρο ήταν το οξυγόνο για την Τζένη. Είχε λατρεία στο θέατρο. Είχε παιδεία, έγραφε ωραία, έπαιζε ωραία. Η αξιοπρέπεια ήταν πάνω απ' όλα. "Θα παίξω τον Γυάλινο Κόσμο, μου έλεγε, όταν θα γίνω καλά". Πάντα ονειρευόταν ρόλους. Κι όλο έκανε σχέδια».

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η μητέρα της η Θεανώ ήταν δασκάλα, ένας τρυφερός και καλλιεργημένος άνθρωπος, ενώ ο μπαμπάς της ο Κώστας Καρπούζης, ένας αυστηρός γυμνασιάρχης, βαθιά συντηρητικός και αυταρχικός. Αν και προσωπικός φίλος του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, κάποια στιγμή συγκρούεται άγρια μαζί του κι εκείνος τον τιμωρεί με δυσμενείς μεταθέσεις σε Σύρο και Θεσσαλονίκη. Εκεί η μικρή Ευγενία μπαίνει εσωτερική στο Γαλλικό Σχολείο Καλογραιών, και όταν βγαίνει απ' αυτό, όλοι την φωνάζουν Τζένη. Στη Θεσσαλονίκη βιώνει τη φρίκη της Κατοχής. Στο βιβλίο της γράφει: “Κατοχή. Πείνα, βομβαρδισμοί και καταφύγια. Κι ένα κοριτσάκι, η Ευγενούλα πολύ άρρωστο. Θα 'ναι δεν θα 'ναι πέντε χρονών. Η μαμά του δεν μπορεί να το σηκώσει από το κρεβάτι. Και κείνο φοβάται. Ακούει τους άλλους να τρέχουνε, τα άλλα παιδάκια να φωνάζουνε, τις μπόμπες να πέφτουνε, βλέπει τη γιαγιά του και τον πατέρα του να φεύγουν τρομαγμένοι με τους άλλους, και το πιάνουν τα κλάματα. Και τότε η μαμά του, για να το παρηγορήσει, πάει και βάζει στο γραμμόφωνο την Ενάτη του Μπετόβεν. Και το δωμάτιο γεμίζει μάγια”.

Εκεί ίσως νιώθει για πρώτη φορά τι σημαίνει για την ψυχή η Τέχνη. Νιώθει όμως και την αγριότητα και τον παραλογισμό του πολέμου, όταν μαθαίνει την εκτέλεση των δύο Εβραίων συμμαθητών της, του Αλβέρτου και της Ιουδίθ.Η ζωή προχωράει. Η νεαρή Τζένη συνεχίζει την εκπαίδευσή της στις Καλόγριες στο Saint Joseph στην Αθήνα. O πατέρας της, βλέποντας πόσο καλή είναι στην έκθεση και τα φιλολογικά, ονειρεύεται να την δει δημοσιογράφο. Εκείνη συνεννοείται κρυφά με την μητέρα της να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό. Έχει πραγματοποιήσει και μια ηρωική οκταήμερη απεργία πείνας προκειμένου να κάμψει τη σθεναρή αντίστασή του.

Ο Καρπούζης ανακαλύπτει τη συνωμοσία, όταν η Τζένη είναι ήδη στην πρώτη τάξη του Εθνικού και φυσικά γίνεται το σώσε. Σηκώνει μάλιστα το χέρι και της δίνει ένα δυνατό χαστούκι. Η νεαρή αρπάζει το χέρι του, το κατεβάζει με δύναμη και του λέει: “Αυτό δεν θα ξανασυμβεί ποτέ!”. Παίρνει την μητέρα της και φεύγουν από το σπίτι. Τον εγκαταλείπουν. Πηγαίνουν στην Αθήνα και μένουν στην οδό Χέυδεν, μαζί με τους συγγενείς της μητέρας της. Με τον πατέρα της αποξενώνονται. Μία μόνο φορά τον είδε, όταν γέννησε τον γιο της, κι άλλη μία όταν πέθαινε.

Ο Κώστας Καζάκος είχε αποκαλύψει σε παλαιότερη συνέντευξή του: “Μας ειδοποίησαν ότι τον χτύπησε ένα φορτηγό και τον είχαν στο "Λαϊκό", σε κώμα. Τρέξαμε μέσα στη νύχτα και τον βρήκαμε σε ένα ράντζο. Η Τζένη άρχισε να φωνάζει να φέρουμε γιατρούς από τη Γαλλία, όμως ήταν θέμα ωρών, όπως της έλεγαν οι γιατροί. Το άλλο βράδυ, μετά την παράσταση, μπαίνουμε στο δωμάτιο όπου πλέον τον είχαν μεταφέρει και μέσα στο μισοσκόταδο πλησιάζουμε στο προσκεφάλι του, από τη μία μεριά η Τζένη, από την άλλη εγώ. Είχε κλειστά τα μάτια του, δεν τα άνοιξε ποτέ, κι όταν η Τζένη έσκυψε επάνω του, τον άκουσα να λέει "Ευγενούλα". Μου κόπηκαν τα γόνατα, την έπιασαν τα κλάματα την Τζένη. Δεν ξαναμίλησε εκείνος.

Μονόδρομος ο θρίαμβος!

Ο δρόμος μπροστά της είναι πια ολάνοιχτος. Ο δάσκαλός της στη Δραματική Σχολή Άγγελος Τερζάκης την βαφτίζει Καρέζη και ένα τηλεγράφημα που παραλαμβάνει η μητέρα της σηματοδοτεί το λαμπρό της ξεκίνημα. “Θίασος Κοτοπούλη ευρίσκεται εις Πάτρας. Συναντήσατε Κον Μυράτ στο ξενοδοχείο του. Σας προτείνουμε συνεργασία στο θέατρο Ρεξ δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη. Γιώργος Χέλμης”. Ο Δημήτρης Μυράτ είναι ο πρώτος άνθρωπος που συζητάει μαζί της επαγγελματικά: “Δεσποινίς, τον Οκτώβριο αρχίζουμε στο Ρεξ με την "Ωραία Ελένη". Ξέρετε ότι η πρωταγωνίστρια του θεάτρου είναι η Μελίνα Μερκούρη. Σας πληροφορώ πως ο ρόλος είναι εξίσου μεγάλος, αν όχι μεγαλύτερος από τον δικό της. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: θρίαμβο ή καταστροφή! Διακόψτε, λοιπόν, τον παραθερισμό σας, γυρίστε το γρηγορότερο στην Αθήνα και περιμένετέ με. Σε λίγες μέρες αρχίζουμε πρόβες”.

Η Τζένη ξέρει ότι ο θρίαμβος είναι μονόδρομος γι' αυτήν. Το θέλει και το πιστεύει. Όταν ανεβαίνει στη σκηνή και παίζει, ο Καραγάτσης γράφει γι' αυτήν: “Ας θυμηθούμε πως τούτο το φθινόπωρο του 1954 χάρισε στο ελληνικό θέατρο μια νέα ηθοποιό με μεγάλο μέλλον: την Τζένη Καρέζη”.

Μετά από την Μελίνα και τον Διαμαντόπουλο, παίζει δίπλα στην Παξινού στο “Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα”, του Λόρκα. Οι δάσκαλοί της την καμαρώνουν, ο Ροντήρης, ο Τερζάκης, η κυρία Κατερίνα, αλλά και ο πρώτος της έρωτας, ο Γιώργος Παππάς.

Το duende
της Καρέζη στο θέατρο

“Το θέατρο - έλεγε - είναι κρησάρα και καθρέφτης. Δεν σηκώνει φιλανθρωπίες. Αν δεν αξίζεις θα σε πετάξει έξω. Το κοινό επιλέγει τους εκλεκτούς του. Είμαστε εκλεγμένοι, όχι δοτοί, ούτε καν επικρατείας!”. Και τι αισθανόταν όταν τη χειροκροτούσαν; “Ρίγος”, έλεγε. “Είναι η καλύτερη στιγμή του ηθοποιού. Όταν παίζεις, είσαι απομονωμένος από τον άλλο κόσμο. Το χειροκρότημα σε ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Και βλέπεις ότι η προσπάθειά σου έφερε το αποτέλεσμα. Σε χειροκροτούν και υποκλίνεσαι. Στιγμή συγκλονιστική”. Η Καρέζη είχε duende, το duende της εσωτερικής φλόγας και όλων όσων εισαγωγικά αναφέραμε που νιώθει κάποιος όταν ξεπερνά τον εαυτό του και τα όριά του στη δημιουργία. Αυτό που σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, το παρελθόν και το μέλλον σου, αλά Λόρκα, με το δυνατό βήμα, αποφασιστικά και παθιασμένα, σαν στροβίλισμα στον αέρα, σαν να χάνεσαι στη δημιουργικότητα και στη φαντασία κι ύστερα να πατάς ξανά στη γη, πιο αποφασιστικά από ποτέ, έχοντας περάσει τα όρια των ικανοτήτων σου. Τολμηρή όπως είναι, δε διστάζει να μεταπηδήσει από το δράμα όπου διαπρέπει, στην κωμωδία. Το καλοκαίρι του '55 συνεργάζεται με δυο ογκόλιθους της κωμωδίας, τον Ηλιόπουλο και τον Φωτόπουλο, ενώ την ίδια χρονιά ο κινηματογράφος υποδέχεται το νέο μεγάλο αστέρι του στο “Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο”.

Η μεγάλη οθόνη τη λατρεύει! Το ταλέντο της πλημμυρίζει τις ταινίες που ακολουθούν, αλλά και κάτι άλλο που μαγνητίζει τους θεατές, είναι τα μάτια της. Αυτά που είχαν μαγέψει χρόνια πριν και τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, που ήταν θερμός θαυμαστής της και συμμαθητής της στο δημοτικό στη Θεσσαλονίκη. Πάντα έλεγε πως δεν μπορούσε να ξεχάσει πόση εντύπωση του είχαν κάνει. Μέχρι και τον Αλέν Ντελόν είχε σαγηνεύσει τον Ιούλιο του 1960, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Εκείνος είχε δηλώσει τότε: “Είναι από τις γυναίκες που θα μπορούσα να αγαπήσω μέσα σε μια στιγμή. Έχει δυο μάτια καταπληκτικά, τα πιο όμορφα μάτια του κόσμου”. Η ίδια σε μια συνέντευξή της είχε: “Κάποιοι βρίσκουν τα μάτια μου ωραία αλλά και περίεργα και μάλλον συμφωνώ. Αλλάζουν χρώμα με την ψυχική μου διάθεση, με τη χαρά μου ή και με αυτά που βλέπω. Αν είναι άσχημο αυτό που αντικρίζουν, το ξεχνούν και αποφεύγουν να το θυμηθούν”.

Από τον Ζάχο
στο μοιραίο τάβλι στον Ισθμό,
στο “Τσίρκο”

Ο πρώτος της γάμος ήταν με τον εφοπλιστή και δημοσιογράφο Ζάχο Χατζηφωτίου (1962-1964). Ο γάμος τους έγινε στην Κρύπτη Αγίας Φιλοθέης με κουμπάρα την Μάγια Καλλιγά, ενώ το γαμήλιο πάρτι δόθηκε στο ξενοδοχείο Auberge στη Βαρυμπόμπη, με την Καρέζη να φοράει νυφικό δημιουργίας του σχεδιαστή Ντίμη Κρίτσα. Ο γάμος τους δεν είχε διάρκεια, καθώς όπως υποστήριξε και ο Χατζηφωτίου είχαν μεγάλη διαφορά στον τρόπο ζωής τους. 

Το 1966 μπαίνει ο Κώστας Καζάκος στη ζωή της. Ερωτεύονται στα γυρίσματα της ταινίας “Κοντσέρτο για πολυβόλα”, στα Ίσθμια. Παίζουν τάβλι κι ένας μεγάλος έρωτας ξεκινάει. “Είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές σε δουλειές, αλλά πριν από εκείνο το γύρισμα, ήταν σαν να μην είχαμε ιδωθεί ποτέ. Λες και πρωτοσυναντηθήκαμε εκεί”, λέει λίγο μετά ο Καζάκος. Ακολουθεί το “Αγάπη κι αίμα” του Νίκου Φώσκολου. Ο σκηνοθέτης είχε πει τότε: “Δούλευε σαν σκυλί. Για τα γυρίσματα της ταινίας την έπαιρνε στη 1 το βράδυ ένα αυτοκίνητο από το "Γκλόρια", που έπαιζε τότε, και την έφερνε στην Κωπαΐδα. Κοιμόταν περίπου 3 ώρες, έτρωγε μια φέτα καρπούζι, γιατί έκανε εξαντλητική δίαιτα, και στις 7 το πρωί ερχόταν στον κάμπο για τα γυρίσματα”. _ “Η Καρέζη παίζει με κάθε ίνα της και κάθε κύτταρο της, ιδιαίτερα όμως στον εξορκισμό φτάνει σε στιγμές σπάνιας υποκριτικής. Εκεί η κριτική αφοπλίζεται και το μόνο για το οποίο μακαρίζεις τον εαυτό σου, είναι πως ευτύχησες να είσαι παρών”. (Τα ΝΕΑ)

Η Τζένη Καρέζη πολιτικοποιείται έντονα με διαρκή συμμετοχή στα κοινά, μέσα στη χούντα και κυρίως μετά τον γάμο της. Στρατεύεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα και συμμετέχει ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Το 1973 ανεβάζουν “Το Μεγάλο μας Τσίρκο”, σε κείμενα Καμπανέλλη και σκηνοθεσία Καζάκου, στο θέατρο “Αθήναιον”, απέναντι από το Πολυτεχνείο. Τα τραγούδια του Ξαρχάκου ερμηνεύει ο αξέχαστος Νίκος Ξυλούρης. Το έργο και η παράσταση γράφουν ιστορία. Τη βλέπουν πάνω από μισό εκατομμύριο θεατές! Οι χουντικοί από τη λογοκρισία, όμως, καταλαβαίνουν γρήγορα πως εξαπατήθηκαν και ενέκριναν τελικά ένα αντικαθεστωτικό έργο. Η Καρέζη συλλαμβάνεται και οδηγείται στο ΕΑΤ-ΕΣΑ Ν. Φιλαδελφείας και κρατείται στην απομόνωση από τις 22 Νοέμβρη έως τις 15 Δεκέμβρη 1973. Η παράσταση μετά από καιρό ξανανεβαίνει, αλλά κάθε βράδυ πάνε στο θέατρο μυστικοί αστυνομικοί που σημειώνουν τις φράσεις που οι θεατές χειροκροτούν. Καρέζη και Καζάκος μέρα παρά μέρα απειλούνται από τον στρατιωτικό ανακριτή ότι θα τους στείλει εξορία. Τελικά συλλαμβάνονται και φυλακίζονται.

Εκείνη είχε πει για το έργο: “Έπρεπε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες και πάνω απ' όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. Ολα αυτά όμως θα 'πρεπε να ειπωθούν ρωμαίικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θα 'πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν.

Η Στιούαρτ κι ο Λεμπέσης

Ο Γιώργος Λεμπέσης, ο θρυλικός θεατρικός παραγωγός, που ήξερε και αγαπούσε όσο κανείς επιχειρηματίας το θέατρο, και που από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχε αναλάβει τις δουλειές της Καρέζη, το 1990 είχε την επαναστατική ιδέα να δουλέψουν μαζί Τζένη - Αλίκη, στο έργο “Μαρία Στιούαρτ” του Σίλερ. Τότε του είχε πει η Αλίκη: “Στα ονόματα που θα μπουν στη μαρκίζα, η Τζένη προηγείται και δεν το συζητώ”. Αλλά δεν πρόλαβαν... “Για το αν έχω ανταγωνισμό με την Αλίκη Βουγιουκλάκη; Μην τα ακούς αυτά”, δήλωνε η Καρέζη, σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις. “Ποτέ δεν υπήρξε. Κάποτε εξυπηρετούσε, ειδικά στον κινηματογράφο, τις εταιρείες στο να μας μοιράζονται. Είμαστε εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Αυτό όμως δεν μας εμπόδισε να έχουμε μια ωραία σχέση”.

Αλλά και η Βουγιουκλάκη είχε πει: “Τέτοια πλάσματα γεννιούνται μια φορά και δεν πεθαίνουν ποτέ! Ήμασταν δυο βίοι παράλληλοι, από μικρές μαζί και δίπλα η μία στην άλλη. Η Τζένη Καρέζη σφράγισε το ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο με τη μοναδική της λάμψη. Αναμφισβήτητα, ήταν καλύτερη ηθοποιός από μένα. Η υπερηφάνεια, η μαγεία, το ήθος και η λάμψη της θ' αστράφτουν για πάντα”.

Η Αλίκη "κέρδιζε" (ίσως) στο σινεμά, η Τζένη (πάντα) στο θέατρο.

Θέατρο ουσίας και απαιτήσεων

Προλαβαίνει ωστόσο να κάνει κάποια από αυτά που σχεδίαζε, προλαβαίνει να δημιουργήσει σπουδαία πράγματα σε ένα θέατρο ουσίας και απαιτήσεων και με την πλατεία πάντα γεμάτη. “Η Τζένη Καρέζη κέρδισε με το σπαθί της τη θέση της στων τραγικών μεγεθών την πόλιν. Σπανιότατα βλέπουμε ηθοποιό σε τραγωδία με τέτοια συναισθηματική πληρότητα. Ηταν από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή γεμάτη, παλλόμενη, άνετη και πλαστική. Ρυθμικά και μουσικά σωστά κουρδισμένη. Δεν υπήρχε κενό στην ερμηνεία της”. Και για την ερμηνεία στο κύκνειο άσμα της, το “Διαμάντια και μπλουζ”, γράφουν: “Η Καρέζη δεν αφήνει αναπνοή, λέξη, παύση, βλέμμα, χαμόγελο πικρό ή χαμόγελο γλυκό, ανεκμετάλλευτα. Όλη η γκάμα των αμέτρητων εκφράσεων που μπορεί να πάρει το πρόσωπο, τα μάτια, το στόμα μιας ηθοποιού, όλα τα έχει ρίξει στην υπηρεσία του ρόλου του δικού της σε σημείο που να προκαλεί τρόμο”. Στις 17 Νοέμβρη 1978 δημιουργεί το δικό της θέατρο, το “Αθήναιον”, το σημερινό “Τζένη Καρέζη”. Το εγκαινιάζει με το “Πολίτες Β' Κατηγορίας” και εκεί παίζει, επιτέλους, τους ρόλους που ονειρευόταν. Το “Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;”, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν, σπάει ταμεία και εκείνη αποθεώνεται από τους κριτικούς. Ενδεικτικά για την ερμηνεία της στον ρόλο της Μάρθας γράφτηκε: “Η Τζένη Καρέζη ήταν ένα τέλειο ηχείο του ρόλου της. Αυτού του ανείπωτου ρόλου - ανέμου, που διαπερνούσε όλες τις κλίμακες μιας μουσικής τραγωδίας. Από τους αργούς ρυθμούς του αναφιλητού μέχρι την τρομαχτική αναταραχή ενός άγριου κρεσέντο. Η Μάρθα της βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο του στροβίλου, πότε τελεσίδικα επιθετική, άλλοτε αποκρουστικά μαινόμενη και μόνιμα τραγικά εύθραυστη. Θα τη χαρακτηρίζαμε σαν μια ηθοποιό που ανταποκρίθηκε στο ρόλο της με υποδειγματική αφοσίωση”.

Τριάντα χρόνια από τον θάνατό της, ο συγγραφέας Γιώργος Μανιώτης δίνει ένα συγκινητικό κείμενο στον Θανάση Νιάρχο. “Η Τζένη Καρέζη ήταν το μελαχρινό στοιχείο στο star-system της μεταπολεμικής Ελλάδος. Το πάθος της για την υποκριτική ήταν βαθύχροο και όχι ανοιχτόχρωμο και επιπόλαιο. Στην κωμωδία ήτανε άπιαστη. Είχε θητέψει πλάι στους μεγάλους κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου και είχε αφομοιώσει παντελώς την μεγάλη τους τέχνη. Οσο και αν το αδηφάγο μεταπολεμικό κοινό την έσπρωχνε να παρουσιάζει τους κωμικούς της ρόλους στα όρια της καρικατούρας για να ξελιγωθεί στα γέλια ανέμελα και ανέξοδα, αυτή ως δαιμονία ηθοποιός που ήταν δεν ξεχνούσε ποτέ να ντύνει τους κωμικούς της ρόλους με μια βαθιά αίσθηση πονεμένης ανθρωπιάς. Και τότε γινόταν ένα θαύμα... Η κωμική αίσθηση του ρόλου ενδεδυμένη με την βαθιά ανθρωπιά της έφτανε στα μάτια του ακατέργαστου κοινού με την φινέτσα μιας παιδικής αθωότητας που σε έπειθε ότι δεν έχεις μπροστά σου ένα άψυχο, εγκεφαλικό σχήμα αλλά μια θερμή ύπαρξη που πάλλεται και δονείται από όλα τα συναισθήματα και τις σκέψεις των ζωντανών ανθρώπων. Αλλά δεν σταμάτησε μόνον στην κωμωδία. Με τον καιρό το βαθύχροο πάθος της την ώθησε να μπει και να περπατήσει στα δύσκολα εδάφη του τραγικού, παλαιού και σύγχρονου. Με συμπαραστάτη τον λαμπρό ηθοποιό και σύζυγό της Κώστα Καζάκο, όρμηξε με αυτοθυσία στο σοβαρό ρεπερτόριο. Αυτό δεν ήταν μονάχα εξέλιξη (αν και θα το έλεγα καλύτερα απελευθέρωση) του δικού της ταλέντου, αλλά και εξέλιξη και απελευθέρωση του κοινού που την ακολουθούσε. Στα αρχαία θέατρα ακούστηκαν οι σκοτεινοί της τόνοι και οι σπαραχτικοί θρήνοι με τρόπο μοναδικό. Με το ταλέντο της έστρωνε ποικιλόμορφο χαλί και μας παρουσίασε όλη την ιστορία της τραγικής μοίρας των ανθρώπων από την Δύση ως την Ανατολή. Ήτανε μια προσωπικότητα, τέλειος γνώστης της εποχής που ζούσε. Όλες οι εμπειρίες του παρελθόντος, όλα τα αποτελέσματα από τις πράξεις του παρόντος, την βοηθούσαν να χαρτογραφεί το μέλλον με σοφία και σύνεση.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βράδια μετά από δυνατές και εξαντλητικές παραστάσεις, τα τραπέζια που οργάνωνε στο σπίτι της με όλους τους παλιούς της φίλους και τους νέους που τότε ξεμύτιζαν σαν πολλά υποσχόμενοι στο χώρο του θεάτρου. Συζητήσεις που κρατούσαν ως τα χαράματα και παράλληλα μαθήματα για την λειτουργία του κόσμου! Αξέχαστα βράδια, νέοι ηθοποιοί, νέοι δημοσιογράφοι, έγκυροι κριτικοί βιβλίου και κινηματογράφου, νέοι πολιτικοί, μια μεγάλη παρέα που ετοιμάζονταν να ξεχυθεί στο μέλλον. Τα πρωινά που γυρίζαμε στα σπίτια μας είχαμε την εντύπωση ότι όλα θα πήγαιναν μια χαρά στην χώρα μας. Αυτές οι παρέες μάς βοηθούσαν να χαρτογραφήσουμε και τα δικά μας τοπία. Ήτανε μια σκυταλοδρομία πολιτισμού. Ώσπου ένα πρωί η είδηση της ασθένειάς της έβαλε φωτιά στο σκηνικό και μείναμε να αναπολούμε την μεγάλη ηθοποιό με την ανθρώπινη συμπεριφορά και την ζωοποιό δύναμη έξω στα έρημα σκαλοπάτια του θεάτρου της. Πέρασαν 30 χρόνια από τον θάνατό της... Εμείς όμως που την ζήσαμε εξακολουθούμε να την βλέπουμε ολοζώντανη μπροστά μας”.

Έζησε με τους όρους της

Τον Μάη του 1992, δύο μήνες πριν από τον θάνατό της, η Τζένη Καρέζη σε επιστολή της προς τον Τύπο αναφέρει: “Θέλω να ζω με τους δικούς μου, θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω”. Η Λούλα Αναγνωστάκη είχε πει: “Δέκα μέρες πριν από τον θάνατό της, είχα πάει στο σπίτι της. Αρρωστη πολύ, μου είχε πει πως ήταν ίσως και η τελευταία φορά που την έβλεπα. Καθόταν στην πολυθρόνα της, ντυμένη σαν έφηβη, με αθλητικά παπούτσια. Πρώτη φορά την έβλεπα με αυτά τα παπούτσια. Κάπνιζε ασταμάτητα. Με απελπισία, θυμό και αδικία. Αυτή την εικόνα νομίζω θα την κρατήσω μέσα μου. Αυτή περισσότερο από την άλλη, της ηθοποιού που λαμποκοπούσε στη σκηνή, που θαύμαζε και αγαπούσε ο κόσμος και οι φίλοι της”.
Σε συνέντευξή του, ο Κωνσταντίνος Καζάκος είχε εξομολογηθεί: “Ήμουν ένα πολύ τυχερό παιδάκι, είχα δύο υπέροχους γονείς. Και η μάνα μου και ο πατέρας μου ήταν καταπληκτικοί. Πάντα έβρισκαν ώρα για μένα, να περνάμε ποιοτικό χρόνο μαζί και άμα δεν έβρισκαν ώρα, πήγαινα εγώ μαζί τους. Η μαμά μου ήταν πολύ τρυφερή, είχε ισορροπία, δεν με είχε κακομάθει ούτε καλομάθει, ήμουν τόσο όσο. Ήμουν η αδυναμία της η μεγάλη. Εκρηκτικός χαρακτήρας, αν δεν της άρεσε κάτι θα στο έλεγε κατευθείαν τσεκουράτα. Με την αρρώστια της μητέρας μου είχαμε περάσει πολύ δύσκολα, μέχρι που σε κάποια φάση νομίζω και η ίδια το αποδέχθηκε κάπως. Ενώ κρατιόταν με νύχια και με δόντια στη ζωή, σε κάποια φάση συμφιλιώθηκε με την ιδέα. Δεν ξέρω αν έφυγε χαρούμενη, έφυγε με ένα χαμογελάκι”.

Στη μνήμη της ιδρύθηκε, τη χρονιά του θανάτου της, το ίδρυμα “Τζένη Καρέζη”, με σκοπό την παρηγορητική αγωγή των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο και χρόνιες καταληκτικές νόσους και τη με κάθε μέσο ανακούφισή τους από τον πόνο.

Τζένη _ Τζένη

Η Τζένη Καρέζη (πραγματικό όνομα Ευγενία Καρπούζη, γεννήθηκε στην Αθήνα 12-Ιαν-1932 και “έφυγε” πρόωρα 60χρονη  - 26 Ιουλίου 1992) Την περίοδο 1988-1989 η Καρέζη έπαιζε στον “Βυσσινόκηπο” του Τσέχωφ. Τον Μάρτιο του 1989 η παράσταση διακόπηκε και η Καρέζη ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο. Εκεί της διαγνώστηκε γυναικολογικός καρκίνος. Η Καρέζη όμως έδωσε ακόμα μια παράσταση, το “Διαμάντια και Μπλουζ” την περίοδο 1990-1991. Έκτοτε η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε αρκετά, ενώ τις τελευταίες μέρες της ζωής της ακόμα περισσότερο. “Έφυγε” 26 Ιουλίου 1992 τρία λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, 29 Ιουλίου έγινε η κηδεία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και η ταφή της στο Α' Νεκροταφείο δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της απλού κόσμου. Λίγους μήνες πριν το θάνατό της είχε συγγράψει την αυτοβιογραφία της, που εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατό της υπό τον τίτλο «Τετράδια Ζωής».

Όταν ο Χαρίλαος γνώρισε την Τζένη

Λίγο μετά το 13ο Συνέδριο, καθώς η καταιγίδα της αντεπανάστασης, της βαθιάς κρίσης του Κόμματος ήταν στο αποκορύφωμα, δυνάμωνε η αντικομμουνιστική – αντισοσιαλιστική επίθεση, ο Χαρίλαος Φλωράκης ένα πρωί είπε ότι του τηλεφώνησε ο Κώστας, ήθελε να τον επισκεφτεί μαζί με την Τζένη Καρέζη. Εκείνη τη μέρα τους περιμέναμε με αγωνία. Μπήκε ο Κώστας στο σπίτι, αγκάλιασε σφικτά τον Χαρίλαο, χαιρέτησε θερμά. Μα στη συνέχεια, όρθιος όπως ήτανε, έβγαλε ένα παράπονο μάλλον και με λίγο θυμό. Απευθύνθηκε αμέσως πριν απ’ όλα στον Χαρίλαο, λέγοντας ότι “εσείς καλείτε τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες να σταθούν στο πλευρό του Κόμματος, καλείτε ακόμα να συμπαρασταθούν και εκείνοι που δεν υπήρξαν κομμουνιστές, σέβονταν όμως, αναγνώριζαν τον ρόλο του στους αγώνες. Εμένα δεν μου κάνατε ούτε ένα τηλέφωνο, δεν με χρειάζεστε;”. Ο Χαρίλαος, του εξήγησε ότι “σε τέτοιες στιγμές δεν είναι πάντα πρακτικό να παίρνεις τηλέφωνο και να ρωτάς εσύ με ποια πλευρά είσαι;”. Ο Κώστας πάλι αντάριασε, “τι να με ρωτήσετε, δεν ξέρατε ότι εγώ δεν θα μπορούσα να είμαι πουθενά αλλού εκτός από εδώ; Με το ΚΚΕ. Δίπλα η Τζένη συμφωνούσε με το παράπονο του Κώστα”. Αυτή ήταν η πρώτη στιγμή, όπως την αφηγήθηκε η Αλέκα Παπαρήγα.

Τον Σεπτέμβριο του 1992 ιδρύθηκε η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία “Ίδρυμα Τζένη Καρέζη”, στόχος της οποίας είναι η ανακουφιστική φροντίδα για καρκινοπαθείς και ασθενείς με άλλες χρόνιες νόσους. Ιδρυτικά μέλη της ήταν μεταξύ άλλων ο Κώστας Καζάκος, η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Νόνικα Γαληνέα κά

·         Θέατρο Τζένη Καρέζη

·         Ίδρυμα Τζένη Καρέζη

·         Τζένη Καρέζη στον Πανδέκτη, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών

·         Τζένη Καρέζη (φιλμογραφία) στο Filmy Cine DataBase

 


Η μαγεία του Duende
ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών

Μερικοί τη συνδέουν με τέχνες, όπως τη μουσική, το θέατρο ή το χορό. Για μένα, το "duende" είναι κάτι περισσότερο, που έχει να κάνει με την εσωτερική φλόγα που νιώθει κάποιος όταν ξεπερνά τον εαυτό του και τα όρια του. Το πρώτο _D_ μοιάζει με εκείνο το δυνατό βήμα που κάνεις, αποφασιστικά και παθιασμένα. Το _UE_ με στροβίλισμα στον αέρα, σαν να χάνεσαι στη δημιουργικότητα και στη φαντασία. Με το _ND_ πατάς ξανά στη γη, πιο αποφασιστικός από ποτέ, έχοντας περάσει τα όρια των ικανοτήτων σου. Το _E_ είναι η ανάσα της ανακούφισης, η ανάσα της επιτυχίας. Κατόρθωσες, έστω και στιγμιαία, να φτάσεις σε ένα επίπεδο ενέργειας και δημιουργίας που δεν είχες φανταστεί ότι υπάρχει.

Μια λέξη ισπανικής προέλευσης  για την τέχνη που δεν μεταφράζεται μονολεκτικά και έχει να κάνει με μαγείες και ξωτικά, γοητεία μυστηριώδη και απερίγραπτη apuesto a que …πάω στοίχημα _ El Duende es, entonces, una alternativa para el estilo, para el virtuosismo y el encanto que “da Dios” y es, en cambio, una especie de fuerza que se apodera del artista y lo hace dar lo mejor de su desempeño.
               Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca
              
από την διάλεξη που έδωσε ο Λόρκα τον Οκτώβρη του 1934 στο Μπουένος Άιρες

Η μαγεία, λοιπόν, σύμφωνα με τον Lorca, είναι το έμφυτο ύφος, για η δεξιοτεχνία και η γοητεία, ένα είδος εσωτερικής δύναμης που οπλίζει τον καλλιτέχνη και τον κάνει να δώσει τον καλύτερο εαυτό του _κι αν είναι “κόκκινος αερολάμνων”, τότε “ζωγραφίζει” _ “Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως δε θα πετύχεις ποτέ γιατί δεν έχεις ντουέντε”.
               Manuel Soto Loreto _ Manuel Torre(s) _1878 –1933), Romani (Kalo) καλλιτέχνης flamenco

Το ντουέντε είναι μια από κείνες τις λέξεις που φέρνουν αμηχανία σε λεξικογράφους, φιλοσόφους και μεταφραστές (όσο κι αν βάλουν κατεβατά ολόκληρα με “σσ.”) , γιατί είναι δύσκολο όχι μόνον να μεταφραστούν, άλλα και να οριστούν μέσα στα πλαίσια της δικής τους γλώσσας. Είναι από τα δημιουργήματα της ιδιαίτερης εκείνης ματιάς και πρόσληψης του κόσμου που κάθε λαός αποτυπώνει στη γλώσσα του, που αποτελεί άλλωστε και την αποκρυσταλλωμένη συνείδηση και σκέψη του πολιτισμού του. “Όλες οι γλώσσες έχουν παρόμοιες _μη μεταφράσιμες, λέξεις· ας αναλογιστεί κανείς μερικές ελληνικές, όπως μεράκι, φιλότιμο, λεβεντιά... Οι λέξεις έχουν πρωτίστως χρήσεις, όχι έννοιες. Το κείμενο αυτό δεν είναι αυστηρή αισθητική πραγματεία. Είναι μάλλον ένα από στήθους ενθουσιαστικό δοκίμιο για την καλλιτεχνική δημιουργία, για την δημιουργία εν γένει, για τον ενθουσιασμό εν γένει, που παραπέμπει στην αρχική ετυμολογία της λέξης (εν+θεός + ουσία). Μια απόπειρα για ψηλάφιση στα λιγότερο συνειδητά επίπεδα της ανθρώπινης δημιουργικότητας, όπου αποκαλύπτεται η βαθύτερη σχέση πνεύματος και φύσης” γράφει ο Γιώργος Γεωργούσης μεταφραστής της έκδοσης Ντουέντε - Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (Γαβριηλίδης, 2007) _Με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβύρινθους δηλητήριου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας. Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ΄ έναν άλλο τραγουδιστή: “Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως δε θα πετύχεις ποτέ γιατί δεν έχεις ντουέντε”. Σ΄ ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ’ το βράχο της Χαέν (Jaén κτισμένη στον λόφο της Σάντα Καταλίνα, που ιστορικά υπήρξε ο πυρήνας της ήδη από το 2000 π.Χ) μέχρι το όστρακο του Καντίθ (οι λουόμενοι που περπατούν κατά μήκος της ακτής της παραλίας Sancti Petri ή το Zahara de los Atunes, κοιτούν το έδαφος. Μοιάζουν να ψάχνουν κάτι από μια μεγάλη ποικιλία βότσαλα, κοχύλια και σαλιγκάρια της θάλασσας και κάτι που δεν το βρίσκουμε τόσο εύκολα. Μιλάμε για τα περίφημα θαλασσινά αυτιά ή τυχερά _ orejitas de mar o de la suerte όπως είναι ευρέως γνωστά λόγω του σχήματος αυτιού που έχουν), οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το ντουέντε κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελάει ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως.

“Η γριά τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κομμάτι του Μπαχ: ”Όλε! Αυτό έχει ντουέντε”. Όμως ο Γκλουκ, ο Μπραμς κ ο Νταριύς Μιλώ την έκαναν να βαρεθεί. Κι ο Μανουέλ Τόρρες, που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ΄ ό,τι σ΄ οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το ”Νοκτούρνο ντελ Χενεραλίφ»”, είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: “Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει Ντουέντε”. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια”. “Αυτοί οι μαύροι ήχοι είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σε όλους μας, απ΄ όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για ”μαύρους ήχους” και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του ντουέντε όταν μιλώντας για τον Παγκανίνι του απέδωσε “μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ”. Το ντουέντε δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών «Έτσι το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Άκουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα, να λέει: “Το ντουέντε δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών”. Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας. Αυτή η “μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ”, είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο ντουέντε που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν΄ αντιληφθεί πως το ντουέντε που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ. Όχι. Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριό του τη μέρα που πήρε το κώνειο. “Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα΄ λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσής του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ΄ ένα ντουέντε. Όχι μ΄ έναν άγγελο όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα.. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου. Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει με δώρα, όπως ο Άγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί και υπερασπίζει, όπως ο Άγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί όπως ο Άγιος Γαβριήλ. Το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Ο άγγελος μπορεί να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ΄ το να πετάξει ανάλαφρα πάνω απ΄ το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει. Η μούσα υπαγορεύει και που και που εμπνέει. Τα όσα μπορεί, είναι σχετικά λίγα γιατί μακραίνει κι εξαντλείται τόσο γρήγορα – την είδα δυο φορές – αναγκάστηκα να την περιγράψω με τη μισή καρδιά της από μάρμαρο”. Ο άγγελος και η μούσα έρχονται απ΄ έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ΄ αυτές).

Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το ντουέντε, όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια τα κύτταρα του αίματος. Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δέκατου όγδοου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της. Η αληθινή μάχη είναι με το ντουέντε. Για να το βρούμε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε σωστοί τρόποι. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει το Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια». Αυτή η μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ, είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του ντουέντε δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από ντουέντε, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος πα΄αυτό. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του ντουέντε θα το βάλει στα πόδια. Ο ερχομός του προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούριο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό. Σ΄ όλους τους αραβικούς χορούς και τα αραβικά τραγούδια η παρουσία του γίνεται δεκτή με κραυγές: ”Αλά! Αλά!”, “Θεέ! Θεέ!”, που δε διαφέρει πολύ από το ΄Ολε της ταυρομαχίας.

Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εμφάνιση του χαιρετίζεται πάντα με την κραυγή “Βίβα Ντιός!”, “Ζήτω οι Θεοί!”, μια βαθιά, ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή λαϊκής επικοινωνίας μέσα απ΄ τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ΄ αυτόν τον κόσμο, το ίδιο αγνή με κείνη που ορθώνει μέσα απ΄ τους επτά κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του IVII αιώνα Pedro Soto de Rojas (Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ _Γρανάδα, 1584-1658 του Culteranismo λογοτεχνικό κίνημα του ισπανικού μπαρόκ μέσα στον πιο γενικό του conceptismo), κι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στην ταραγμένη σκάλα του θρήνου του. Είναι λοιπόν φυσικό, σα φτάσει αυτή η φυγή, να νοιώσουν όλοι την επίδρασή της – οι μυημένοι που ξέρουν πως το στυλ μπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, μα κι οι άλλοι, οι αμύητοι, που νοιώθουν μια απροσδιόριστη αλλά πέρα για πέρα αυθεντική συγκίνηση. Πριν από μερικά χρόνια, σ΄ ένα διαγωνισμό χορού στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια». Ο ερχομός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή «Ανάμεσα σε μούσες και αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει – και νίκησε. Όλες οι Τέχνες μπορούν να΄ χουν ντουέντε. Το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό – είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν. Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών. Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα».

Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο: Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι “μαύροι ήχοι” του Μανουέλ Τόρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του μουσαμά – “μαύροι ήχοι” που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδελφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία. Κυρίες και Κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε. Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο. Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντε Μεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ. Μα το ντουέντε; Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων. 


 Φιλμογραφία \ Κινηματογράφος

                     

                            Έτος _ Τίτλος _Ρόλος _Σενάριο _Σκηνοθεσία

·      1955  Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο Καίτη Μπεναρδή Αλέκος Σακελλάριος _ Αλέκος Σακελλάριος

·      1957 Η θεία απ' το Σικάγο Κατίνα Μπάρδα Αλέκος Σακελλάριος

§ Δελησταύρου και υιός Μπίλλη Μαυρόγιαννη Αλέκος Σακελλάριος, Χρήστος Γιαννακόπουλος           

§ Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο Καίτη Μπεναρδή Αλέκος Σακελλάριος

·      1958 Το τρελοκόριτσο Τζένη Γιάννης Δαλιανίδης Ντίμης Δαδήρας

§ Η λίμνη των πόθων Ασημούλα Νίκος Τσεκούρας (σε διασκευή Ιάκωβου Καμπανέλλη) Γιώργος Αν. Ζερβός

§ Μια λατέρνα, μια ζωή Νίνα/Ματίνα Γιώργος Τζαβέλλας Σωκράτης Καψάσκης

·      1959 Ναυάγια της ζωής Φούλα/Καίτη Ορέστης Λάσκος (από μυθιστόρημα του Χρίστου Γερογιάννη) Μαρία Πλυτά

§ Ταξίδι με τον έρωτα Γιάννα Ανδρέας Λαμπρινός Ανδρέας Λαμπρινός        

§ Το νησί των γενναίων Ντόνα Γιάννης Β. Ιωαννίδης Ντίμης Δαδήρας

·      1960 Ραντεβού στην Κέρκυρα Ντιάνα/Μίρκα Λανίτου Γιώργος Ολύμπιος (σε διασκευή Ιάκωβου Καμπανέλλη)  

§ Χριστίνα Χριστίνα Γιάννης Δαλιανίδης _Γιάννης Δαλιανίδης         

§ Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος Τζούλια Καραλή Γιάννης Δαλιανίδης (από θεατρικό των Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη)    

§ Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλίκαρα  Αλεξία/Μαρίνα Ιάκωβος Καμπανέλλης (από ιδέα του Γιώργου Λαζαρίδη) Ιάκωβος Καμπανέλλης

·      1961 Ποια είναι η Μαργαρίτα Μαργαρίτα Κοντοσταύρου Γιάννης Δαλιανίδης Ντίμης Δαδήρας

·      1962 Προδομένη αγάπη Άννα Ερρίκος Θαλασσινός, Κώστας Καζάκος Ερρίκος Θαλασσινός        

§ Η νύφη το 'σκασε Καίτη Αλεξοπούλου Αλέκος Σακελλάριος _Αλέκος Σακελλάριος

§ Η Αθήνα τη νύχτα η ίδια Κλέαρχος Κονιτσιώτης            

·      1963 Τα κόκκινα φανάρια Ελένη Νικολέσκου Αλέκος Γαλανός Βασίλης Γεωργιάδης

·      1964 Λόλα Λόλα Ηλίας Λυμπερόπουλος Ντίνος Δημόπουλος     

§ Ένας μεγάλος έρωτας Λένα Μαυρουδή Βαγγέλης Γκούφας     

§ Δεσποινίς Διευθυντής Λίλα Βασιλείου Ασημάκης Γιαλαμάς, Κώστας Πρετεντέρης

·      1965 Τζένη, Τζένη Τζένη Σκούταρη

§  Μια τρελή, τρελή οικογένεια ✨ ✨ Μίκα Νίκος Τσιφόρος, Πολύβιος Βασιλειάδης

·      1966 Μια σφαίρα στην καρδιά (Une balle au coeur) Κάρλα Ζαν- Ντανιέλ Πολέτ (σε διασκευή των Πιέρ Καστ και Ζαν- Ντανιέλ Πολέτ με διαλόγους των Μορίς Φαμπρ και Ντιντιέ Γκουλάρ)      Ζαν- Ντανιέλ Πολέτ  

·      1967 Εκείνος κι εκείνη εκείνη Ερρίκος Ανδρέου, Πάνος Κοντέλλης Ερρίκος Ανδρέου

§ Κοντσέρτο για πολυβόλα Νίκη Βάρσου Νίκος Φώσκολος Ντίνος Δημόπουλος

·      1968 Αγάπη και αίμα Φόνη Γέρακα Νίκος Φώσκολος     

§ Ένας ιππότης για τη Βασούλα               Βασούλα Λόντου Γιάννης Δαλιανίδης (από θεατρικό έργο των Ασημάκη Γιαλαμά - Κώστα Πρετεντέρη) Γιάννης Δαλιανίδης

·      1970 Μια γυναίκα στην αντίσταση Άννα Κωλέττη Ντίνος Δημόπουλος, Λάζαρος Μοντανάρης _Ντίνος Δημόπουλος

·      1971 Μαντώ Μαυρογένους Μαντώ Μαυρογένους Κώστας Καραγιάννης, Νίκος Καμπάνης _Κώστας Καραγιάννης

·      1972 Ερωτική συμφωνία  Ειρήνη Στεργίου / Μπέτυ Στεργίου Τζένη Καρέζη      Κώστας Καζάκος      

·      1973 Λυσιστράτη   _Λυσιστράτη Γιάννης Νεγρεπόντης (από την κωμωδία του Αριστοφάνη) Γιώργος Ζερβουλάκος     

Τηλεόραση

·      1972-1973 Μαρίνα Αυγέρη ΕΙΡΤ σειρά 42 επεισοδίων  _Τζένη Καρέζη _Κώστας Καζάκος Τάκης Γιαννόπουλος

·      1976-1977 Μεγάλη περιπέτεια ΕΡΤ σειρά 26 επεισοδίων Κώστας Μουρσελάς Κώστας Καζάκος, Μιχάλης Παπανικολάου Τάκης Γιαννόπουλος, Δημήτρης Παπακωνσταντής

·      1990-1991 Μαύρη χρυσαλλίδα   ΕΤ1 σειρά 12 επεισοδίων Τζένη Καρέζη, Ηρώ Μάνεση Πωλ Σκλάβος Τάκης Γιαννόπουλος

Θεατρικές παραστάσεις

 Έτος_Τίτλος _Συγγραφέας _Θίασος _Θέατρο

·      1954 Αντιγόνη Σοφοκλής Δημήτρης Μυράτ Κοτοπούλη

§  Η Ωραία Ελένη (η χαρά της ζωής) Αντρέ Ρουσσέν, Μαντλέν Γκρέι

§  Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

§  Φαύλος κύκλος Δημήτρης Ψαθάς

·      1955 Μάκβεθ Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

§  Ανεργία μηδέν Γιώργος Ασημακόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος, Παναγιώτης Παπαδούκας Ντίνος Ηλιόπουλος-Μίμης Φωτόπουλος Σαμαρτζή

§  Στραβοτιμονιές Στέφανος Φωτιάδης

§  Η δοκιμασία Άρθουρ Μίλερ Εθνικό Θέατρο Εθνικό Θέατρο

§  Άμλετ Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

·      1956 Η έβδομη μέρα της δημιουργίας Ιάκωβος Καμπανέλλης

§  Το ζωντανό πτώμα Λέων Τολστόι

§  Εκκλησιάζουσαι Αριστοφάνης

§  Ανθή Λεονίντ Αντρέγιεφ

§  Κλυταιμνήστρα Αλέξανδρος Μάτσας

·      1957 Βασιλεύς Ληρ Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

§  Η κυρά της αυγής Αλεχάντρο Κασόνα

§  Εκκλησιάζουσαι Αριστοφάνης

§  Λυσιστράτη

§  Το Ζαμπελάκι             Διονύσιος Ρώμας

·      1958 Βασιλεύς Ληρ         Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

§  Θεσμοφοριάζουσαι Αριστοφάνης

§  Λυσιστράτη

§  Νύχτα στη Μεσόγειο Άγγελος Τερζάκης

§  Έγκλημα στο νησί των κατσικιών Ούγκο Μπέττι

·      1959 Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος Νίκος Τσιφόρος, Πολύβιος Βασιλειάδης          Ντίνος Ηλιόπουλος, Τζένη Καρέζη, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος Κοτοπούλη

·      1960 Η κυρία του κυρίου Μαίρη Αρώνη, Ντίνος Ηλιόπουλος

§  Ήτανε ένα κουτό κορίτσι / Το Ζαμπελάκι / Ματωμένος γάμος / Νεγρίτσα αγάπη μου / Το κουρέλι Ιάκωβος Καμπανέλλης, Διονύσιος Ρώμας κ.ά. Τζένη Καρέζη, Ζώρας Τσάπελης κ.ά. περιοδεία

·      1961 Ήτανε ένα κουτό κορίτσι / Το Ζαμπελάκι / Ματωμένος γάμος / Νεγρίτσα αγάπη μου / Το κουρέλι

§  Φανή   Μαρσέλ Πανιόλ Κώστας Μουσούρης Μουσούρη

·      1962 Εκείνη τη νύχτα Λάγιος Ζυλάχι

·      Κρατικές υποθέσεις Λουί Βερνέιγ Τζένη Καρέζη, Λάμπρος Κωνσταντάρας _Διονύσια

·      1963 Ένα κουτό κορίτσι Ιάκωβος Καμπανέλλης Τζένη Καρέζη           Μετροπόλιταν

§  Η γειτονιά των αγγέλων Κοτοπούλη

§  Ένα κουτό κορίτσι Μετροπόλιταν

§  Δεσποινίς διευθυντής             Ασημάκης Γιαλαμάς, Κώστας Πρετεντέρης Κοτοπούλη

·      1964 Μαίρη-Μαίρη Τζην Κερ _Χατζηχρήστου

·      1965 Κάθε Τετάρτη Μιούριελ Ρέσνικ _Κεντρικόν

§  Η κυρία εκυκλοφόρησε Ασημάκης Γιαλαμάς, Κώστας Πρετεντέρης

·      1966 Βίβα Ασπασία Ιάκωβος Καμπανέλλης Χατζηχρήστου

·      1967 Το κορίτσι της καμπίνας 15 Ζακ Ντεβάλ

§  Ένας ιππότης για την Βασούλα Ασημάκης Γιαλαμάς, Κώστας Πρετεντέρης _Αττικόν

§  Ζητήστε την Βίκυ Μαρκ Ζιλμπέρ Σωβαζόν Χατζηχρήστου

·      1968 Το παιχνίδι του γάμου Γεώργιος Ρούσσος

§  Ο διευθυντής της ιδιαιτέρας Νίκος Τσιφόρος, Πολύβιος Βασιλειάδης Αττικόν

§  Θεοδώρα η Μεγάλη Γεώργιος Ρούσσος Διάνα

·      1970 Η κυρία δε με μέλει             Εμίλ Μορρώ, Βικτοριέν Σαρντού Τζένη Καρέζη, Κώστας Καζάκος

·      1971 Μια ιστορία από το Ιρκούτσκ Αλεξέι Αρμπούζωφ

§  Το κορίτσι της καμπίνας 15 Ζακ Ντεβάλ Δημοτικό Πειραιώς

§  Ασπασία Ιάκωβος Καμπανέλλης _Διάνα

·      1973 Το μεγάλο μας τσίρκο Αθήναιον

·      1974 Ένα κάποιο παραμύθι, το κουκί και το ρεβύθι

§  Το μεγάλο μας τσίρκο Νο2

·      1975 Ο εχθρός λαός

·      1976 Η κυρία δε με μέλει Εμίλ Μορρώ, Βικτοριέν Σαρντού

·      1977 Η Παναγία των δολαρίωνΓκόρσον Κάνιν (συγγραφή)- Ιάκωβος Καμπανέλλης (διασκευή) Σούπερ Σταρ

§  Πάπισσα Ιωάννα  Εμμανουήλ Ροΐδης (συγγραφή) - Γεώργιος Ρούσσος (διασκευή)

·      1978 Η κυρία προέδρου Μορίς Ινεκέμ, Πιέρ Βεμπέρ            _Αθήναιον

§  Πολίτες Β' κατηγορίας  Μπράιαν Φριλ

·      1979 Η Παναγία των Παρισίων Βίκτωρ Ουγκώ

§  Οι θεατρίνοι Τζένη Καρέζη

§  Η αγριόγατα Μπαριγιέ, Ζαν-Πιέρ Γκρεντί

·      1980 Τον νου σου στην Αμέλια   Ζωρζ Φεντώ   Μινώα

·      1981 Επιχείρηση γοητεία Πιέρ Μπαριγιέ, Ζαν-Πιέρ Γκρεντί  Αθήναιον

·      1982 Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; Έντουαρντ Άλμπι

·      1984 Έντα Γκάμπλερ Ερρίκος Ίψεν

·      1985 Μήδεια Ευριπίδης Ηρώδειο

§  Πρόσωπο με πρόσωπο Αλεξάντρ Γκέλμαν _Αθήναιον

·      1987 Ηλέκτρα Σοφοκλής Επίδαυρος

§  Τζόκινγκ Έντουαρντ Ραζίνσκι Αθήναιον

·      1988 Ο βυσσινόκηπος Άντον Τσέχωφ

·      1989 Οιδίπους τύραννος  Σοφοκλής Επίδαυρος

·      1990 Διαμάντια και μπλουζ Λούλα Αναγνωστάκη _Αθήναιον

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή

ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα

Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.


ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά

🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:

Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)

Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"