Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα το τέλος της μικρής μας πόλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα το τέλος της μικρής μας πόλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10 Απριλίου 2023

Καπιταλιστική “ανάπτυξη” στα Πετράλωνα _μια κάποτε ανθρώπινη γειτονιά που καθημερινά καταβροχθίζει τα παιδιά της

(συνειρμικά)
Χτες βρεθήκαμε στη γνωστή μας πορτοκαλί γωνία της πλατείας Μερκούρη όπου και το βιβλιοπωλείο “Αμόνι” και μαθαίνουμε πως μετά από 22 χρόνια λειτουργίας, βρίσκεται κάτω από την απειλή να χάσει τον χώρο του.
Θυμηθήκαμε – αυθόρμητα τους λυγμούς του νέου αναγνώστη στο «τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή με την ταπείνωση του Σιούλα του Ταμπάκου, το μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού (το πρωτότυπο _τσεχοσλοβάκικο του 1965 _Obchod na korze, σε σκηνοθεσία Έλμαρ Κλος και Γιαν Καντάρ), την ταινία του 2017 σε σκηνοθεσία και σενάριο της Isabel Coixet (The Bookshop _βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του 1978 της Penelope Fitzgerald), στην οποία ο πρωταγωνιστής επιχειρεί ενάντια σε θεούς και δαίμονες να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο στο Suffolk. Στον αντίποδα του –παραπάνω από μέτριου, γλυκανάλατου “έχετε μήνυμα στον υπολογιστή σας (1998 _You’ve Got Mail)”, που έγινε επιτυχία, βοηθούντων των πρωταγωνιστών Tom Hanks, Meg Ryan, Greg Kinnear κλπ.

Δείτε και
Ελευθερουδάκης: οι εργαζόμενοι πληρώνουν τη λαίλαπα της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης στο χώρο του βιβλίου


Θύμα της “τουριστικοποίησης” καταγγέλλει ότι κινδυνεύει να πέσει το ιστορικό βιβλιοπωλείο των Πετραλώνων… «Γιατί; Γιατί η γειτονιά μας έχει αλλάξει», αναφέρει to Αμόνι σε ανάρτησή του στο Facebook.
Δείτε όλη την ανάρτηση στο τέλος
Tουριστικοποίηση” το λέμε τώρα;

Ο Δημ. Χατζής στο πάντα επίκαιρο βιβλίο του “το τέλος της μικρής μας πόλης” πραγματεύεται έναν κόσμο κλειστό, υποθετικά αυτάρκη, όπου ο Σιούλας ο ταμπάκος γεννήθηκε, μεγάλωσε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια, αρνούμενος να βιώσει τις εξελίξεις του τροχού της ιστορίας, καθώς «κάθε νεωτερισμός είταν ξιπασμός», αρνούμενος να αποδεχθεί πως ο μετασχηματισμός και η εκβιομηχάνιση της ελληνικής επαρχίας επηρέασε καταλυτικά το ισνάφι των ταμπάκων, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη μηχανή που κατεργαζόταν τα δέρματα και ευκολότερα και φθηνότερα.

Στην πόλη, διαγράφεται μονάχα η ζωγραφιά ενός τοπίου στα περίχωρα που αλλάζουν. Με την ταξική αντίθεση ανάμεσα στον κυρ Αντώνη τον Τσιάγαλο ευηπόληπτο πολίτη και στήριγμα της αστικής κοινωνίας και τον μπάρμπα Σπούργο, τον μιαρό ξένο, τον ολομόναχο.

Ο πρώτος απόλυτα ενταγμένος στο δικό του σύστημα αστικών αξιών, «με τη δραστήρια συμμετοχή του στις δημοτικές εκλογές και με τη θέση του επιτρόπου», ο άλλος διωγμένος από τον τόπο του, από τη δίνη –μεταφορικά, μιας εσωτερικής σύγκρουσης της οικογένειας για ζητήματα κληρονομικά, περιθωριοποιημένος όπου και να πάει, δεν μπορεί καν να διαχειριστεί τη διαφορά του από τις κοινωνικές ομάδες με τις οποίες έρχεται σε επαφή.
Και οι δύο χαρακτήρες νοικιάζουν από μία δημοτική παράγκα στα περίχωρα της «μικρής μας» πόλης. Ο ένας τη θεωρεί κεφάλαιο, ο άλλος απλά ένα τόπο ήρεμο για να γαληνέψει. Ο αστός θα προσπαθήσει και θα τα καταφέρει να διώξει τον ξένο, προσάπτοντάς του φονικά που δεν έκανε, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που έδιωχναν τον ταξικά παρείσακτο ήδη από την πρώτη αστική επανάσταση στο διάβα της ιστορίας.

Για διαφορετικούς λόγους κανένας από τους δύο δεν επιχειρεί να βελτιώσει τις δημοτικές καλύβες. Ο κυρ Αντώνης γιατί περιμένει τη δημιουργία ενός δρόμου που θα του φέρει πελατεία, ο μπάρμπα Σπούργος γιατί δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τη γαλήνη του. Όταν ο δρόμος έρχεται ο Σπούργος πρέπει να βγει από τη μέση χάριν της επιδίωξης του προσωπικού κέρδους του κυρ Αντώνη που τον «Σπούργο — στο χέρι τον είχε». Παρόλα αυτά ο ανταγωνισμός θα εμφανιστεί με τη μορφή νέων κεφαλαίων και καλοσχεδιασμένων επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μη χαρεί καθόλου ο κυρ Αντώνης για την πύρρεια νίκη του. Με τη βοήθεια δικηγόρων και της αστυνομίας, με τη βοήθεια δηλαδή του αστικού κράτους, ο Σπούργος απομακρύνεται και τη θέση του στον ανταγωνισμό του κυρ Αντώνη παίρνει το πραγματικό μαγαζί, ενώ ο ίδιος βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με τις νεοτερικές εξελίξεις και την τουριστική αξιοποίηση του τόπου, σε ευθεία δηλαδή σύγκρουση με το κοινωνικό σύνολο. Θαμμένος στις παραδοσιακές αξίες του αρνείται και αυτός να δει ότι οι γυναίκες χορεύουν πλέον εδώ και καιρό στην αγκαλιά των ανδρών, αρνείται να δει στο βάθος πως ο μπάρμπα Σπούργος, ο ενάντιος, ήταν στην πραγματικότητα ο σύντροφος και συμπλήρωμά του. Είναι φυσικό, λοιπόν, να νιώσει την απέραντη μοναξιά του τάφου, όταν συνειδητοποιεί πως ο Σπούργος επέστρεψε μονάχα για να πεθάνει.

Προς το τέλος του διηγήματος, χρόνια μετά, θα εκτελεστεί ο νέος δάσκαλος, γιατί έτσι επέβαλλε το ένστικτο αυτοσυντήρησης της κατεστημένης τάξης, ενώ δολοπλοκίες και άνομες συναλλαγές υπαγορεύουν την ανάγκη του τέλους αυτής της μορφής της κοινωνίας που νοσεί. Ωστόσο, αυτό το τέλος δεν είναι εύκολο να ’ρθει, γιατί κρέμεται η δαμόκλεια σπάθη μιας κοινωνικής επανάστασης, ακόμα και τότε όμως, οι αντιστάσεις μπορεί ν’ αποδειχτούν ισχυρότερες και η παλιά νοοτροπία πιο ανθεκτική απ’ ότι θα ήθελε κανείς. Ωστόσο, στην κατακλείδα του διηγήματος η αναφορά του συγγραφέα στα παιδιά που δεν πρόκειται ποτέ να παραιτηθούν, αφήνει ανοιχτή κάθε πιθανότητα στο μέλλον.

Και «η θεία η Αγγελική» ζει στην πόλη των Ιωαννίνων της περιόδου του Αλβανικού μετώπου, φτωχή ή ίδια με πενιχρό εισόδημα βρίσκεται, ωστόσο, σε αρμονική συνάφεια με τον κοινωνικό της περίγυρο, παίρνοντας και δίνοντας συναισθήματα, τρόφιμα, την έγνοια της για τον κόσμο, την τρυφερότητα, σε έναν «μαχαλά» όπου οι καλοί αλλά φτωχοί νοικοκυραίοι συνυπάρχουν με τους παλιούς αρχόντους, οι Χριστιανοί με τους «Οβραίους» στο παζάρι, οι κουδουνάδες, οι χαλκωματάδες και οι τσαρουχάδες στα στενά του παζαριού να παλεύουν περιθωριοποιημένοι πλέον ενάντια στη μηχανή που τους παίρνει το ψωμί.

Τραστ κατά βιβλιοπωλείων

Πάνε πάνω από 20 χρόνια που οι βιβλιοπώλες _μέσω του σωματείου και το περιοδικού τους εξέπεμψαν SOS για την απειλή κατά του βιβλίου από τα ανεξέλεγκτα σούπερ μάρκετ και τις παντοδύναμες αλυσίδες, αποζητώντας παρέμβαση των αρμόδιων υπουργείων για να σταματήσει ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τα πολυεθνικά τραστ. Ανταγωνισμός κυνικός, που, με μαθηματική ακρίβεια αφ' ενός ωθεί στον οικονομικό αφανισμό χιλιάδων μικρών ελληνικών βιβλιοπωλείων και αφ' ετέρου στην εξόντωσή τους ως παραδοσιακών «εστιών» επικοινωνίας των δημιουργών με τους αναγνώστες και διακίνησης των ιδεών, δημιουργημάτων και επιτευγμάτων του πνεύματος και του πολιτισμού.
Ο λαός μας ξέρει καλά τον σπουδαίο διαπαιδαγωγητικό, μορφωτικό, εκπολιτιστικό ρόλο (από τα μεταπολεμικά χρόνια και μέχρι σήμερα) των «ταπεινών» βιβλιοπωλείων που δημιουργήθηκαν μετά στο κέντρο και τις γειτονιές της Αθήνας και των άλλων πόλεων.

Κι ενώ ο κλάδος των Ελλήνων εκδοτών και βιβλιοπωλών κατ' επανάληψη έχει υποβάλει σχετικά διαβήματα στους αρμόδιους υπουργούς (Οικονομικών, Ανάπτυξης, Παιδείας, Πολιτισμού), εκείνοι όχι μόνο κλείνουν αυτιά και μάτια, αφήνοντας να κλιμακώνεται ο ακήρυχτος διπλός «πόλεμος» που έχουν εξαπολύσει - τα εκδοτικά τραστ κατά των παραδοσιακών βιβλιοπωλείων και κατά του ποιοτικού βιβλίου _ελληνικού και παγκόσμιου, αλλά γίνονται και πρώτοι αβανταδόροι τραστ και κυκλωμάτων. Τα - παλιότερα και νεότερα - μικρά ελληνικά βιβλιοπωλεία που αγαπήσαμε, γιατί με το καλό βιβλίο μας «φώτιζαν» το νου και την καρδιά, κινδυνεύουν. Η διάσωση των παραδοσιακών ελληνικών βιβλιοπωλείων και του ποιοτικού - ελληνικού και ξένου - βιβλίου αφορά και μας τους αναγνώστες.
Είναι και δική μας υπόθεση. Και δική μας ευθύνη.

Ο καθένας
με τη στάση και το έργο του
διαλέγει μετερίζι και όχθη

Η καπιταλιστική οικονομία και παραγωγή είναι εχθρική απέναντι στην ανάπτυξη της τέχνης γενικά, της λογοτεχνίας ειδικότερα αλλά και στους ίδιους τους δημιουργούς που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ασφυκτιούν σε ένα εχθρικό περιβάλλον για δημιουργία.

Βασικό στοιχείο που αποδεικνύει αυτήν την εκτίμηση είναι η εμπορευματοποίηση. Η λογοτεχνική δημιουργία αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα το οποίο θα διατεθεί στον καταναλωτή αναγνώστη μέσω του μηχανισμού της αγοράς. Απαιτεί δηλαδή τον επενδυτή χρηματοδότη, ο οποίος με τα δικά του κριτήρια θα επιλέξει τι θα χρηματοδοτήσει, συνυπολογίζοντας την οικονομική αποδοτικότητα του εγχειρήματος.

Ο ανταγωνισμός και στον χώρο των εκδόσεων έχει ως αποτέλεσμα την ένταξη στο χώρο της παραγωγής και εμπορίας βιβλίου ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τη συγκεκριμένη αγορά. Ο ρόλος του marketing μέσα από ένα ισχυρό δίκτυο προώθησης και διανομής, επιχειρείται να ελεγχθεί το τι παράγεται και τι διακινείται. Στα μεγάλα βιβλιοπωλεία, και όχι μόνο, πωλούνται θέσεις τοποθέτησης βιβλίων σε μια γνωστή λογική σούπερ μάρκετ. Η ακριβοπληρωμένη διαφήμιση επιδρά επίσης σημαντικά. Το ίδιο ισχύει με τη μαζική διακίνηση κατά βάση αντιδραστικών τίτλων ως ένθετα στις εφημερίδες. Ο ρόλος των ΜΚΔ είναι πέρα από ένας αντίπαλος του διαβάσματος ένα αξιόλογο πεδίο ελέγχου της συγκεκριμένης αγοράς. Παρά τις ιδιαιτερότητες στο χώρο του βιβλίου και την ύπαρξη ενός κοινού που διατηρεί καλή σχέση με το βιβλίο, η ούτως ή άλλως μικρή αγορά συνολικά πιέζεται, υπάρχουν έντονα τα σημάδια από τη λειτουργία του νόμου συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης με αποτέλεσμα μικρότεροι και μικροί εκδοτικοί οίκοι και βιβλιοπωλεία να πιέζονται και να κλείνουν.

Οι δημιουργοί, λογοτέχνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία ασφυκτιούν σε ένα εχθρικό περιβάλλον για δημιουργία. Έχει δυσκολέψει η σχέση τους με το κοινό. Εκατοντάδες αυτοχρηματοδοτούμενες αυτοεκδόσεις νέων δημιουργών δεν φτάνουν στο αναγνωστικό κοινό προκειμένου να κριθούν σ' αυτό το επίπεδο. Την ίδια στιγμή μεγάλη εκδοτική επιτυχία γνωρίζουν κυρίως χαμηλής ποιότητας παραγωγές, έντυπες σαπουνόπερες, εύπεπτοι και με αντιδραστικό περιεχόμενο τίτλοι.

Οι συγγραφείς καλούνται να "προσαρμοστούν" σε έργα που μπορούν με τη μορφή και το περιεχόμενό τους, να εκτιμηθούν από τους εκδότες εμπορικά προκειμένου να επιλεχτούν για έκδοση και στη συνέχεια να τύχουν ανάλογης προβολής και προώθησης.

Το σύστημα των πνευματικών, συγγραφικών, μεταφραστικών κ.λπ. δικαιωμάτων, που από τη μία αποτελεί στις σημερινές συνθήκες μια στοιχειώδη δυνατότητα διαπραγμάτευσης, ατομικής κυρίως, είναι στοιχείο χειραγώγησης και πίεσης της δημιουργίας. Ταυτόχρονα δημιουργεί την αυταπάτη της ιδιοκτησίας στους δημιουργούς που σε τελική ανάλυση όμως η αξία της κρίνεται από την αγορά και τους καπιταλιστές.

Σε αυτό το περιβάλλον βρίσκουν έδαφος τα ιδεολογήματα της τέχνης για την τέχνη, της υπερταξικότητας και ουδετερότητας της δημιουργίας, βρίσκουν έδαφος οι παμπάλαιες αντιδραστικές θεωρίες ότι η στρατευμένη τέχνη πνίγει τη δημιουργία.

Το ουσιαστικό είναι ότι ο καθένας με τη στάση και το έργο του διαλέγει μετερίζι και όχθη στην ταξική πάλη που καθορίζει την ιστορική εξέλιξη.

Το μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού

2ος Παγκόσμιος και αρειανοποίηση των Ναζί στο Σλοβακικό Τμήμα της Τσεχοσλοβακίας.

Ο Άντον "Τόνο" Μπρτκό είναι ένας φτωχός ξυλουργός, που ζει με τη γυναίκα του, που δεν τον εκτιμά και τόσο. Ένα βράδυ, θα τους επισκεφτεί η αδελφή της με τον σύζυγό της, που είναι διοικητής στην πόλη και θα του δώσει την ιδιοκτησία ενός μαγαζιού που βρίσκεται στην Κεντρική Οδό, του οποίου η ιδιοκτήτρια ήταν μία ηλικιωμένη, σχεδόν κωφή, γυναίκα _ η Εβραία κυρία Λατμάνοβα.

Όταν ο Τόνο πήγε την επόμενη μέρα στο μαγαζί γνώρισε την καλοσυνάτη και αγαθή ιδιοκτήτρια, η οποία όμως δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Έτσι, ένα μέλος της αντίστασης, ο Κουχάρ, λέει στον Τόνο να μείνει κι αυτή στο μαγαζί και να της πουν ότι απλά θα τη βοηθούσε. Ο Τόνο δέχεται. Στην πορεία η καλοσύνη και η αφέλεια της ηλικιωμένης σκλαβώνουν τον Τόνο, ο οποίος αρχίζει και τη συμπαθεί _της φτιάχνει και όλα τα έπιπλα τα οποία ήταν ερείπια κλπ. μέχρι που φτάνει η ώρα που οι Αρχές θα μάζευαν του Εβραίους και θα τους στέλνανε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ο Τόνο, που βρισκόταν σε αμηχανία γιατί δεν ήξερε τι να κάνει, αρχίζει και πίνει μες το μαγαζί, βλέποντας μπροστά από ένα μνημείο που μόλις φτιάχτηκε τους φασίστες _αρχές πλέον να συλλαμβάνουν τους Εβραίους. Όταν ξύπνησε η κυρία Λατμάνοβα, αρχικά νευρίασε που είδε μέρα Σαββάτου, ανοιχτό το μαγαζί και παρά τις προσπάθειες του Τόνο να της εξηγήσει τι γίνεται και να κρυφτεί οπωσδήποτε εκείνη δεν καταλάβαινε. Αργότερα, όμως και καθώς έπινε ο Τόνο, σκέφτηκε πως ο κουνιάδος του, του είχε δώσει το μαγαζί για να τον κατονομάσει ως φιλοεβραίο, που από ό,τι έμαθε, από τον Κουχάρ, είναι χειρότερο από το να είσαι Εβραίος (ο Κουχάρ επίσης πιάστηκε και βασανίστηκε) _έτσι, αποφασίζει να την παραδώσει.

Σημερινή άποψη του μαγαζιού, όπου γυρίστηκε μέρος της ταινίας.

Η ταινία τελειώνει με τους Εβραίους να έχουν φύγει και φαινομενικά η κυρία Λατμάνοβα να έχει γλιτώσει. Όμως, το μαγαζί πλησίαζε ο μπατζανάκης του και καθώς πάλευε να την κρύψει για να μη τη δει, τη σκοτώνει κατά λάθος. Μόλις τη βλέπει νεκρή, κλείνει το μαγαζί και αυτοκτονεί (κρεμιέται). Μετά τους βλέπουμε και τους δυο σαν σε όνειρο να βγαίνουν καλοντυμένοι από το μαγαζί με τη συνοδεία φιλαρμονικής…

Διανομή

  • ·  Ζόζεφ Κρόνερ... ως Άντον "Τονο" Μπρτκο, ο πρωταγωνιστής που αναλαμβάνει την ιδιοκτησία ενός μαγαζιού μας ηλικιωμένης σχεδόν κωφής κυρίας.
  • ·  Ίντα Καμίνσκα... ως Ροζαλία Λατμάνοβα, η πρωταγωνίστρια και ιδιοκτήτρια του μαγαζιού.
  • ·  Χάνα Σλίβκοβα...ως Εβελίνα Μπρτκοβα, η σύζυγος του Τόνο
  • ·  Μάρτιν Χόλυ... ως Ιμρίχ Κουχάρ, μέλος της αντίστασης
  • ·  Φράντισεκ Ζβάρεκ... ως Μάρκους Κολότσκι, ο μπατζανάκης του Τόνο και διοικητής της πόλης
  • ·  Ελένα Πάποβα-Ζβαρίκοβα... ως Ρουζένα "Ροζίκα" Κόλκοτσκα, η αδελφή της Εβελίνα
  • ·  Άνταμ Ματγιέκα... ως Πίτι Μπάτσι, ο ντελάλης της πόλης
  • ·  Μάρτιν Γκρέγκορ... ως Κος Κατζ, ο μπαρμπέρης της πόλης
  • · Φράντισεκ Παπ... ως Κος Αντόριτς, γείτονας της Ροζαλία
  • ·  Γκίτα Μισούροβα... ως Κα Αντοριτσόβα, γειτόνισσα της Ροζαλία και σύζυγος του Αντόρτις.
  • ·  Εουτζέν Σενάι... ως ο Κος Μπλάου
  • ·  Λουίσα Γκρόσοβα... ως Κα Ελιάσοβα γειτόνισσα της Ροζαλία
  • ·  Γ. Μίτελμαν... ως Ντάνιελ "Ντάνκο" Ελίας, ο γιος της

Η ταινία _υποψήφια και στο Φεστιβάλ Καννών κέρδισε το 1965, Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης, επίσης, η Καμίνσκα, υπήρξε και υποψήφια για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου. 

Δείτε και
Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν


Η ανάρτηση του βιβλιοπωλείου "Αμόνι"

«Όταν ανοίξαμε η πλατεία ήταν για πολλά χρόνια μια μικρή άγνωστη πλατεία. Μετά όμως ήρθε η ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Ανάπτυξη σημαίνει να μετατραπούν οι γειτονιές μας χωρίς καμία συζήτηση και σχέδιο σε γειτονιές θελκτικές μόνο για τουρίστες. Στην περίπτωση μας ένα μαγαζί εστίασης να καταπιεί εμάς για να γίνει από 100τμ, 113τμ. Απ’ τον Οκτώβρη είμαστε σε διαπραγμάτευση για το συμβόλαιό μας που λήγει τον Ιούνη. Παλινωδίες, καμία καθαρή απάντηση -κάθε φορά που πλησιάζαμε σε μια συμφωνία ανέβαινε το ποσό στη λογική να αρπάξουμε όσα περισσότερα μπορούμε, να συρρικνωθεί ήδη το μικρό μεροκάματο στον βωμό του μεγαλύτερου ενοικίου- και τελικά καμία διάθεση συμφωνίας, αφού η απόφαση είναι ήδη ειλημμένη γιατί οι άλλοι δίνουν περισσότερα. Άρα το μικρό μας βιβλιοπωλείο να γκρεμιστεί! Προφανώς όλο αυτό μας στεναχωρεί κι όχι μόνο εμάς αλλά και όλο τον κόσμο της γειτονιάς και πολύ ευρύτερα πιστεύουμε αλλά είμαστε πολύ μακριά απ’ το να αισθανόμαστε ότι είμαστε οι αδύναμοι», αναφέρεται στην ανάρτηση.

«Στα 22 χρόνια λειτουργίας του, το βιβλιοπωλείο και η ομάδα του έχουν χαράξει ένα έργο τεράστιο σε σχέση με το μέγεθος του βιβλιοπωλείου. Στη γειτονιά μας έχουν έρθει συγγραφείς, ιστορικοί, καλλιτέχνες, παιδαγωγοί και άλλοι πολλοί δημιουργώντας μια εστία πολιτισμού».

«Για όλα αυτά ξεκινάμε μια καμπάνια να μην κλείσει το Αμόνι και θα το παλέψουμε με τη βοήθεια όλων! Θέλουμε νομική υποστήριξη, δημοσιοποίηση, αλληλεγγύη και να συμβάλλουμε στο δυνάμωμα του κινήματος που θα έχει λόγο για το τι γίνεται στη γειτονιά του. Έτσι κι αλλιώς, πιστεύουμε ότι χαμένη μάχη είναι αυτή που δεν δόθηκε!».

02 Μαΐου 2022

Από το περίπτερο της γειτονιάς στα eKiosky's

Ο Δημ. Χατζής στο πάντα επίκαιρο βιβλίο του “το τέλος της μικρής μας πόλης” πραγματεύεται έναν κόσμο κλειστό, υποθετικά αυτάρκη, όπου ο Σιούλας ο ταμπάκος γεννήθηκε, μεγάλωσε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια, αρνούμενος να βιώσει τις εξελίξεις του τροχού της ιστορίας, καθώς «κάθε νεωτερισμός είταν ξιπασμός», αρνούμενος να αποδεχθεί πως ο μετασχηματισμός και η εκβιομηχάνιση της ελληνικής επαρχίας επηρέασε καταλυτικά το ισνάφι των ταμπάκων, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη μηχανή που κατεργαζόταν τα δέρματα και ευκολότερα και φθηνότερα.

Στην πόλη, διαγράφεται μονάχα η ζωγραφιά ενός τοπίου στα περίχωρα που αλλάζουν. Με την ταξική αντίθεση ανάμεσα στον κυρ Αντώνη τον Τσιάγαλο ευηπόληπτο πολίτη και στήριγμα της αστικής κοινωνίας και τον μπάρμπα Σπούργο, τον μιαρό ξένο, τον ολομόναχο.

Ο πρώτος απόλυτα ενταγμένος στο δικό του σύστημα αστικών αξιών, «με τη δραστήρια συμμετοχή του στις δημοτικές εκλογές και με τη θέση του επιτρόπου», ο άλλος διωγμένος από τον τόπο του, από τη δίνη –μεταφορικά, μιας εσωτερικής σύγκρουσης της οικογένειας για ζητήματα κληρονομικά, περιθωριοποιημένος όπου και να πάει, δεν μπορεί καν να διαχειριστεί τη διαφορά του από τις κοινωνικές ομάδες με τις οποίες έρχεται σε επαφή.
Και οι δύο χαρακτήρες νοικιάζουν από μία δημοτική παράγκα στα περίχωρα της «μικρής μας» πόλης. Ο ένας τη θεωρεί κεφάλαιο, ο άλλος απλά ένα τόπο ήρεμο για να γαληνέψει. Ο αστός θα προσπαθήσει και θα τα καταφέρει να διώξει τον ξένο, προσάπτοντάς του φονικά που δεν έκανε, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που έδιωχναν τον ταξικά παρείσακτο ήδη από την πρώτη αστική επανάσταση στο διάβα της ιστορίας.

Για διαφορετικούς λόγους κανένας από τους δύο δεν επιχειρεί να βελτιώσει τις δημοτικές καλύβες. Ο κυρ Αντώνης γιατί περιμένει τη δημιουργία ενός δρόμου που θα του φέρει πελατεία, ο μπάρμπα Σπούργος γιατί δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τη γαλήνη του. Όταν ο δρόμος έρχεται ο Σπούργος πρέπει να βγει από τη μέση χάριν της επιδίωξης του προσωπικού κέρδους του κυρ Αντώνη που τον «Σπούργο — στο χέρι τον είχε». Παρόλα αυτά ο ανταγωνισμός θα εμφανιστεί με τη μορφή νέων κεφαλαίων και καλοσχεδιασμένων επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μη χαρεί καθόλου ο κυρ Αντώνης για την πύρρεια νίκη του. Με τη βοήθεια δικηγόρων και της αστυνομίας, με τη βοήθεια δηλαδή του αστικού κράτους, ο Σπούργος απομακρύνεται και τη θέση του στον ανταγωνισμό του κυρ Αντώνη παίρνει το πραγματικό μαγαζί, ενώ ο ίδιος βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με τις νεοτερικές εξελίξεις και την τουριστική αξιοποίηση του τόπου, σε ευθεία δηλαδή σύγκρουση με το κοινωνικό σύνολο. Θαμμένος στις παραδοσιακές αξίες του αρνείται και αυτός να δει ότι οι γυναίκες χορεύουν πλέον εδώ και καιρό στην αγκαλιά των ανδρών, αρνείται να δει στο βάθος πως ο μπάρμπα Σπούργος, ο ενάντιος, ήταν στην πραγματικότητα ο σύντροφος και συμπλήρωμά του. Είναι φυσικό, λοιπόν, να νιώσει την απέραντη μοναξιά του τάφου, όταν συνειδητοποιεί πως ο Σπούργος επέστρεψε μονάχα για να πεθάνει.

Προς το τέλος του διηγήματος, χρόνια μετά, θα εκτελεστεί ο νέος δάσκαλος, γιατί έτσι επέβαλλε το ένστικτο αυτοσυντήρησης της κατεστημένης τάξης, ενώ δολοπλοκίες και άνομες συναλλαγές υπαγορεύουν την ανάγκη του τέλους αυτής της μορφής της κοινωνίας που νοσεί. Ωστόσο, αυτό το τέλος δεν είναι εύκολο να ’ρθει, γιατί κρέμεται η δαμόκλεια σπάθη μιας κοινωνικής επανάστασης, ακόμα και τότε όμως, οι αντιστάσεις μπορεί ν’ αποδειχτούν ισχυρότερες και η παλιά νοοτροπία πιο ανθεκτική απ’ ότι θα ήθελε κανείς. Ωστόσο, στην κατακλείδα του διηγήματος η αναφορά του συγγραφέα στα παιδιά που δεν πρόκειται ποτέ να παραιτηθούν, αφήνει ανοιχτή κάθε πιθανότητα στο μέλλον.

Και «η θεια η Αγγελική» ζει στην πόλη των Ιωαννίνων της περιόδου του Αλβανικού μετώπου, φτωχή ή ίδια με πενιχρό εισόδημα βρίσκεται, ωστόσο, σε αρμονική συνάφεια με τον κοινωνικό της περίγυρο, παίρνοντας και δίνοντας συναισθήματα, τρόφιμα, την έγνοια της για τον κόσμο, την τρυφερότητα, σε έναν «μαχαλά» όπου οι καλοί αλλά φτωχοί νοικοκυραίοι συνυπάρχουν με τους παλιούς αρχόντους, οι Χριστιανοί με τους «Οβραίους» στο παζάρι, οι κουδουνάδες, οι χαλκωματάδες και οι τσαρουχάδες στα στενά του παζαριού να παλεύουν περιθωριοποιημένοι πλέον ενάντια στη μηχανή που τους παίρνει το ψωμί.

(πάλι εγκυκλοπαίδεια γράφεις; Θα πει η σ.σσα Λίτσα –και που να δεις ακόμα…)

1900-2022…
122 χρόνια η Αθήνα διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι

1900: η Αθήνα δεν ξεπερνά τις 200.000 κατοίκους και η συνολική της έκταση έφτανε μόλις στα 20.000 στρέμματα.

Παρ’ όλα αυτά όπως χαρακτηριστικά  σημειώνεται από τον Karl Beedeker στον πιο παλιό τουριστικό οδηγό που κυκλοφόρησε για την Ελλάδα, τον «οδηγό του ταξιδιώτη», το 1883 στην Λειψία, «Τίποτε σε αυτή την χώρα δεν έχει χάσει την φρεσκάδα του και την αγνότητα του». Η έκδοση του οδηγού το 1910 στα γαλλικά προτείνει τέσσερις βόλτες-διαδρομές στην Αθήνα της εποχής. Από τα Βασιλικά ανάκτορα, στη νότια πλευρά της Ακρόπολης. Ο δεύτερος είναι η πλήρης ξενάγηση στην Ακρόπολη. Ο τρίτος μας ταξιδεύει στα Βασιλικά Ανάκτορα και το Θησείο. Ο τέταρτος μας δίνει την εικόνα της νέας εποχής, με τις νεόδμητες συνοικίες: Πλατεία Συντάγματος, το Παλάτι, τα Ανάκτορα, τον τότε Βασιλικό Κήπο και φυσικά την Λεωφόρο Βασίλισσας Αμαλίας.
Νεόκτιστα νεοκλασικά μέγαρα πλουσίων ομογενών από την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, το Λονδίνο, που έδιναν στην Αθήνα εικόνα και όψη σύγχρονης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας και κάπου χαμένη στη φτώχεια η λαϊκή οικογένεια της εποχής – τότε περίπου που ο Βάρναλης είχε γράψει το 4/στιχο Όταν πεθαίνει βασιλιάς, μη χαίρεσαι λαουτζίκο | Μη λες πως θάν΄ καλύτερος ο νυν από τον τέως | Πως θάναι το λυκόπουλο καλύτερο απ΄ τον λύκο. Τότε μονάχα να χαρείς: αν θάναι ο τελευταίος.

Εκεί κάπου μπαίνει εμβόλιμα στην οικονομική, ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας και το περίπτερο. Μια προέκταση της εμπορικής δραστηριότητας της εποχής, με χαμηλές προοπτικές και δυνατότητες για το άμεσο τουλάχιστον μέλλον. (σσ. η λέξη φαίνεται να προέρχεται από την αρχαία λέξη «περίπτερος», που προσδιορίζει έναν ναό περιστοιχισμένο από κίονες).

Με το πέρασμα των χρόνων τα περίπτερα –που αντίθετα με ό,τι υποστηρίζεται δεν αποτελούν ελληνική εφεύρεση έγιναν θεσμός και στην χώρα μας: εμφανίστηκαν σε αστικά κέντρα της περιφέρειας, γύρω στο 1900 και στην Αθήνα –κέντρο έκανε την εμφάνισή του στην οδό Πανεπιστημίου το φθινόπωρο του 1911: μικρό πρόχειρα κατασκευασμένο ξύλινο κουβούκλιο με ελάχιστα προϊόντα και (χύμα) τσιγάρα. Ο γνωστός χρονογράφος και ποιητής των αρχών του 20ού αιώνα Σωτήρης Σκίπης σε άρθρο του στην εφημερίδα Σκριπτ στις 20-Οκτ-1919 γράφει για τα πρώτα περίπτερα που έκαναν την εμφάνισή τους: «Άξιος συγχαρητηρίων έγινε ο κ. Δήμαρχος ο οποίος αποφάσισε την ανέγερσιν πολλών περιπτέρων εις τας Αθήνας, τα οποία θα εκχωρήσει εις τους τραυματίας του πολέμου, ή εις μέλη οικογενειών φονευθέντων πολεμιστών». «Δεν φαντάζεται κανείς πόσα καλά θα προκύψουν αμέσως-αμέσως, εκ της ανεγέρσεως των περιπτέρων. Τα περίπτερα θα είναι ένας στολισμός της πόλεως, θα εξυπηρετηθούν δι’ αυτών και θα εύρουν πόρον ζωής πλειστοί ανάπηροι των δύο πολέμων. Θα εξαπλωθή δια του μέσου τούτου το ελληνικόν έντυπον, είτε εφημερίς, είτε περιοδικόν, είτε φυλλάδιον, είτε βιβλίο. Και θα γίνουν αίτια όπως οι μεγάλαι επαρχιακαί μας πόλεις θα κουνηθούν λιγάκι και θα μιμηθούν λιγάκι των πρωτεύουσαν».

Μια άκρως γλαφυρή αναπαράσταση του ρόλου του περιπτέρου στην Ελλάδα των επόμενων χρόνων. Το 1922 το Υπουργείο Περιθάλψεως κατέθεσε νομοσχέδιο σύμφωνα με το οποίο οι Νόμοι 254 και 1960, οι οποίοι αναφέρονται στα ήδη ανεγερθέντα περίπτερα, αλλά και σε αυτά που πρόκειται να αναγερθούν στο μέλλον, θα παραχωρούνται προς αποκλειστική χρήση στην «Πανελλήνιον Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921». Η Ένωση θα είναι ο μοναδικός επίσημος φορέας που θα έχει προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Συγκοινωνιών, το οποίο θα καθορίζει με προδιαγραφές, το σχήμα και το μέγεθος των περιπτέρων που αναμένεται να ανεγερθούν.

Η παραχώρηση περιπτέρου σύμφωνα με το νομοσχέδιο είναι προσωπική και μόνο υπόθεση, δεν επιτρέπεται να πωληθεί, να μεταβιβαστεί, να μπει σε καθεστώς υποθήκης και να υπομισθωθεί. Επίσης επιτρέπεται συνεταιρισμός μόνο μεταξύ δύο εταίρων, μόνο με την άδεια του Υπουργού Συγκοινωνιών.
Σε περίπτωση θανάτου του κατόχου η χρήση και εκμετάλλευση του περιπτέρου, μεταβιβάζεται αυτόματα στην γυναίκα και τα παιδιά του αναπήρου-τραυματία και αυτό μόνο για μια 5ετία, και αργότερα περιέρχεται και πάλι στον έλεγχο της Ένωσης.
Το ποσό μισθώσεως ξεκινούσε από τις 20 δραχμές, και έφτανε μέχρι τις 250 δραχμές. Τα όποια χρήματα θα εισπραχθούν, θα διατεθούν υπέρ της δημιουργίας ειδικού Ταμείου προικοδοτήσεως θυγατέρων και τραυματιών πολέμου.

Τεκμηριωμένες πληροφορίες για τα προϊόντα που είχαμε τα πρώτα χρόνια στο περίπτερο μέχρι τις αρχές του Μεσοπολέμου, και τα τέλη της 10ετίας του 1940 δεν υπάρχουν. Το μόνο που είναι σίγουρο πως στο περίπτερο υπήρχαν οι εφημερίδες, τα χύμα τσιγάρα και κάποια υποτυπώδη ζαχαρώδη προϊόντα.

Οι εφημερίδες την εποχή εκείνη ήταν το βασικό και μοναδικό μέσω ενημέρωσης: σημαντικός ο ρόλος του περιπτέρου και σε αυτή την περίπτωση. Η ανάρτηση των εφημερίδων στις προθήκες τους, αποτελούσε ένα σημαντικό γεγονός για την καθημερινότητα των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων.
Το προϊόν φυσικά που στήριξε το περίπτερο, δεν ήταν άλλο από τα τσιγάρα: ο καθένας που ήθελε να καπνίσει πήγαινε στο περίπτερο, άφηνε  μερικές δεκάρες ή δραχμούλες  και αγόραζε όσα τσιγάρα του επέτρεπε το βαλάντιο του.
Τα πρώτα ζαχαρώδη και αναψυκτικά άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση του στα περίπτερα στα τέλη της δεκαετίας του 1940 –μετά τη λήξη του εμφύλιου, πρώτα στα περίπτερα του Πειραιά και λιγότερα στα περίπτερα της Αθήνας, όταν μπήκαν τα πρώτα ψυγεία με πάγο.
Έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στις εταιρίες παραγωγής αναψυκτικών (ΗΒΗ κλπ. εγχώριες, οι ξένες δεν υπήρχαν τότε) να διαθέσουν στα περίπτερα της εποχής τα προϊόντα τους: λεμονάδες και  γκαζόζες της ΗΒΗ και τα πρώτα ζαχαρώδη κατά κύριο λόγο από την ΙΟΝ, με τις τσίχλες της εταιρείας να δημιουργούν νέα αγοραστική ομάδα και μόδα για το σημείο του περιπτέρου και νέες καταναλωτικές συνήθειες για τα δεδομένα της εποχής.

Τα φυλλαράκια τσίχλας με γεύση δυόσμου, κανέλλας, μέντας και Tutti Frutti, αποτέλεσαν τα πρώτα δείγματα τσίχλας που μπήκαν στα περίπτερα. «νέα σε εμφάνιση, νέα σε ποιότητα, με νέα πλεονεκτήματα, για νέες ικανοποιήσεις. οι τσίχλες ΙΟΝ είναι η μεγαλύτερη μικρή απόλαυσις!» (δείγμα από την διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας).
Και μετά οι πρώτες σοκολάτες γάλακτος της ΙΟΝ –σε «αεροστεγή» (;;) συσκευασία αλουμινίου (με σήμα την πανοπλία): «Είναι σαν να τρώτε για πρώτη φορά σοκολάτα γάλακτος. Ξεχωρίζει από τις άλλες γιατί, χάρις στην ειδική επεξεργασία που εφαρμόζει η ΙΟΝ διατηρεί ακέραιο το φυσικό της χρώμα και τα θρεπτικά συστατικά της. Απολαμβάνετε κάθε κομμάτι της και είναι σαν να τρώτε για πρώτη φορά». Έτερο δείγμα διαφημιστικής προβολής για το συγκεκριμένο προϊόν με έντονα τα χαρακτηριστικά και τα μηνύματα των αρχών του σύγχρονου marketing.

Τα επόμενα χρόνια το περίπτερο άρχισε να αποκτά κάποιες προοπτικές ανάπτυξης  να διευρύνει την γκάμα των προϊόντων του, και τις διαστάσεις για τον χώρο που καταλαμβάνει με σημαντικές όμως αποκλίσεις από περιοχή σε περιοχή της χώρας, και από δήμο σε δήμο της Αθήνας.
Το τελευταίο «επίτευγμα» του κλάδου με τις εξελιγμένες κατασκευές, την νομιμοποίηση πώλησης γαλακτοκομικών προϊόντων (πλην τυροκομικών) σάντουιτς κλπ. κλπ. τα μετέβαλαν σε
mini market, καταλαμβάνοντας πεζοδρόμια και μέρος του καταστρώματος των δρόμων, με αυτοσχέδιες προεκτάσεις και παίζοντας με τα νεύρα των πεζών, που αδυνατούν να κινηθούν.

Το περίπτερο αποτελεί ένα από τα σημεία αναφοράς για την Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα. Με συνεισφορά σε τομείς-κλειδιά της εγχώριας οικονομίας των μικρομεσαίων, κάλυψη περιορισμένων θέσεων εργασίας σε συμπληρωματικούς, με τον κλάδο τομείς, είναι ένας επαγγελματικός κλάδος ταλαιπωρημένος από την Πολιτεία με ποικίλους τρόπους.

Σύντομο χρονολόγιο
  • 1828: Οι ρίζες των περιπτέρων βρίσκονται στα μικρά καπνοπωλεία που εμφανίζονται μετά την απελευθέρωση στο Ναύπλιο και στη συνέχεια στην Αθήνα.
    Ίρις: το πρώτο φιλολογικό περιοδικό που πωλήθηκε σε αυτά τα καπνοπωλεία με τιμή 25 λεπτά.
  • 1889: Τα πρώτα περίπτερα εμφανίζονται στην επαρχία ως μορφή οικονομικής βοήθειας σε τραυματίες και ανάπηρους στρατιώτες.
  • 1897: Μετά τον καταστροφικό για την Ελλάδα πόλεμο με την Τουρκία, τα περίπτερα αρχίζουν να πληθαίνουν.
  • Φοροεισπρακτικός μηχανισμός: Στα περίπτερα δόθηκε αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων, κάτι που λειτούργησε στην αρχή ως μηχανισμός για να εξασφαλίζει στο κράτος έσοδα από την πώληση του καπνού. Πριν από την εμφάνισή τους, χύμα τσιγάρα και καπνό πωλούσαν και πλανόδιοι που δεν μπορούσαν να ελεγχθούν αποτελεσματικά.
  • 1911: Το πρώτο περίπτερο εμφανίζεται στην Αθήνα. Βρίσκεται στην οδό Πανεπιστημίου.
  • 1914: Η όψη των περιπτέρων γίνεται ομοιόμορφη σε όλη τη χώρα: 0,70x0,70μ.
  • 1919: Ο Σωτήρης Σκίπης –όπως είδαμε, σε άρθρο του, εξυμνεί τα περίπτερα ως μέσο εξάπλωσης του ελληνικού εντύπου.
  • 1922: Όλα τα περίπτερα της χώρας παραχωρούνται στην «Πανελλήνιον Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921» από το υπουργείο Περιθάλψεως. Τα περίπτερα δεν μπορούν να πωληθούν, να μεταβιβαστούν, να υποθηκευτούν η να υπομισθωθούν. Μετά τον θάνατο του δικαιούχου παραχωρούνται για πέντε έτη στα παιδιά ή στη γυναίκα του. Το ποσό μισθώσεως ξεκινούσε από τις 20 δραχμές και έφτανε μέχρι τις 250. Τα έσοδα αυτά πήγαιναν στο ειδικό «Ταμείο προικοδοτήσεως θυγατέρων και τραυματιών πολέμου».
  • Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου στα περίπτερα πωλούνταν μόνο εφημερίδες, χύμα τσιγάρα και κάποια υποτυπώδη ζαχαρώδη προϊόντα.
  • 1934: Ο Γιάννης Γεωργακάς ίδρυσε το περίπτερο με το όνομα Μινιόν, αρχικά στην οδό Σταδίου και μετά στην Αιόλου 104. Για πρώτη φορά κλείνει τις δύο πλαϊνές πτέρυγες του περιπτέρου και τις μετατρέπει σε βιτρίνες όπου εκθέτει διάφορα είδη: στυλό, γυαλιά, είδη ξυρίσματος, σουγιάδες, ψαλίδια κ.λπ. Το εγχείρημά του έμελλε να γίνει ο προπομπός του πολυκαταστήματος «Μινιόν».
  • 1940: Ξεκίνησε η πώληση «ζαχαρωδών» (κυρίως από την εταιρεία ΙΟΝ), αναψυκτικών (λεμονάδες και γκαζόζες ΗΒΗ), φύλλων τσίχλας με γεύση δυόσμο και έπειτα σοκολάτας.
  • 1943-΄44: Εισέρχονται και άλλες κατηγορίες δικαιούχων: θύματα πολέμου και … «θύματα ειρηνικής περιόδου» (sic!!).
  • 1950: Αυτήν τη δεκαετία εγκαθίστανται τηλέφωνα στα περίπτερα.
  • 1970: Έως τη 10ετία αυτή οι διαστάσεις είχαν μεγαλώσει (1,30x1,50μ.), ενώ είχαν εγκατασταθεί ρολά και ψυγεία.
  • 1980: Αρχίζει να παραχωρείται κοινόχρηστος χώρος στα περίπτερα από την τοπική διοίκηση.
  • 1997: Μετά τις εργασίες για το μετρό που γίνονταν στην περιοχή, κατέρρευσε το πρώτο περίπτερο της Αθήνας.
  • 2002: Επιτρέπεται και σε ανάπηρους του άμαχου πληθυσμού, π.χ. άνθρωποι που τραυματίστηκαν από νάρκες, να αποκτήσουν άδεια περιπτέρου. Είχαν ενταχθεί ήδη από τη δεκαετία του 1980 οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, οι ανάπηροι του Δημοκρατικού Στρατού.
    • Προϊόντα: Τα προϊόντα που πωλούνται στο περίπτερο έχουν φτάσει τους 2.500 κωδικούς.
  • 2006: Οι διαστάσεις των περιπτέρων αυξήθηκαν κατά 20 πόντους. Οι καινούργιες είναι 1,50x1,70. Το εμβαδόν είναι 2,55 τ.μ.
  • 2007: Δίνεται άδεια και σε βετεράνους του πολέμου στην Κύπρο και σε άτομα με σοβαρή αναπηρία.
    • Ο Δήμος Αθηναίων επιτρέπει στα περίπτερα να καλύψουν με ρολά χώρο 4,25 τ.μ. και επιπλέον χώρο μέχρι τα 6,35 τ.μ. για δύο ψυγεία με την πληρωμή τέλους κατάληψης κοινόχρηστου χώρου.
    • Τα ενοίκια προ κρίσης κυμαίνονταν –κατά μέσο όρο– από 700 έως και 1.300 ευρώ, ανάλογα με την περιοχή στην οποία βρίσκονταν.
  • 2012: Το υπουργείο Άμυνας αποφάσισε την απελευθέρωση των αδειών, εκχωρώντας το 70% των περιπτέρων στους δήμους και το 30% σε άτομα με ειδικές ανάγκες και πολύτεκνους με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Ο νόμος 4046/2012 προβλέπει ότι οι υφιστάμενες άδειες περιπτέρων διατηρούνται σε ισχύ, αλλά δεν μεταβιβάζονται, ούτε κληρονομούνται.
    • Την ίδια χρονιά καταργήθηκαν πρακτικά οι περιορισμοί με βάση πληθυσμιακά κριτήρια, η ύπαρξη περιορισμένου αριθμού προσώπων που τα εκμεταλλεύονται, ο περιορισμός της μόνιμης κατοικίας, ο περιορισμός της εκμίσθωσης μόνο σε φυσικά πρόσωπα
  • 2013: Τα περίπτερα ανέρχονται σε 10.000 περίπου σε όλη την Ελλάδα. Από αυτά, 3.500 βρίσκονται στην Αττική. Από τα 1.300 του Δήμου Αθηναίων έχουν εγκαταλειφθεί από την αρχή της κρίσης περίπου τα 500.
  • Ξεκινούν τα Kiosky’s: Το δίκτυο περιλαμβάνει διαδοχικά 275 «κιόσκια» στην Αττική.
  • Ο τζίρος των περιπτέρων σε όλη την Ελλάδα υπολογίζεται σε 5 δισ.€–με κέρδος της τάξης του 9-10%.

...Όπου γης και πατρίς 

🇮🇹  Ιταλία

Το περίπτερο –η edicola "μπορεί να κατασκευαστεί από διάφορα υλικά όπως σίδερο, ξύλο ή τοιχοποιία, τοποθετημένο σε δρόμους ή πλατείες ή δημόσιους χώρους και προορίζεται για την πώληση εφημερίδων, περιοδικών και άλλων εντύπων".
Τα παλαιότερα στην Ιταλία κατασκευάστηκαν σε: Μάντοβα (Mantua στην Piazza Canossa) -το 1882 και αναστηλώθηκε από την FAI Fondo Ambiente Italiano – Φορλί | 1884 και Σαλέρνο, το 1887.
Το όνομα προέρχεται από το θρησκευτικό σχήμα του αυλού: [από λατ. aedicŭla «μικρός ναός», -aedes «ναός»]. – 1. α. Μικρός ναός ή παρεκκλήσι με άγαλμα στη μέση. Μικρός αρχιτεκτονικός οργανισμός, που αποτελείται κυρίως από δύο κίονες με επάλληλο αέτωμα, συχνά προσαρτημένο σε μεγαλύτερο κτίριο, για να χρησιμεύσει ως στολίδι και προστασία ιερών εικόνων, εορταστικών αναπαραστάσεων, επιγραφών ή κογχών και παραθύρων (κόγχες, παράθυρα αυλών). 2. Κατασκευή από σίδηρο, ξύλο ή τοιχοποιία, που βρίσκεται στο έδαφος δρόμου ή δημόσια πλατεία, στην αίθουσα σταθμού ή αλλού και προορίζεται για πώληση εφημερίδων, περιοδικών και άλλων εντύπων.

Rosemont, Montreal, Canada 1943

Αγγλία - Ιρλανδία – Αυστραλία ΗΠΑ

Το κατάστημα \ πρακτορείο εφημερίδων newsagent's shop \ newsagency, είναι μια επιχείρηση που πουλά εφημερίδες, περιοδικά, τσιγάρα, σνακ και συχνά είδη τοπικού ενδιαφέροντος. Στη Μεγάλη Βρετανία, την Ιρλανδία και την Αυστραλία, αυτές οι επιχειρήσεις ονομάζονται newsagents (εφημεριδοπώλες) ή newsagency (πρακτορείο εφημερίδων στην Αυστραλία). Αυτά λειτουργούν συνήθως σε πολυσύχναστους δημόσιους χώρους όπως δρόμους της πόλης, σιδηροδρομικούς σταθμούς και αεροδρόμια. Ράφια για εφημερίδες και περιοδικά μπορείτε επίσης να βρείτε σε παντοπωλεία, βιβλιοπωλεία και σούπερ μάρκετ. Η φυσική εγκατάσταση μπορεί να είναι είτε ανεξάρτητη είτε μέρος μιας μεγαλύτερης δομής.

Στον Καναδά και τις ΗΠΑ, τα περίπτερα είναι συχνά ανοιχτοί πάγκοι σε δημόσιους χώρους, όπως δρόμους ή σε τερματικό σταθμό ή σταθμό (μετρό, τρένο ή αεροδρόμιο).
Και κάπως έτσι παντού ...αναλόγως οικονομικής ανάπτυξης και θέσης της κάθε χώρας στην καπιταλιστική πυραμίδα.
 
"Επανάσταση" _στην "επανάσταση" του delivery
 
Μικρές και μεγάλες πολυεθνικές και ντόπιες εταιρείες και επιχειρηματικοί όμιλοι διαγκωνίζονται στο χώρο … πρώτη και "καλύτερη" η γνωστή μας efood, οι Άλφα Διανομές ΑΕ, ΙΝΚΑΤ, η γερμανική Delivery Hero (εξαγοράστηκε από την efood) κά. με τα περίπτερα και hubs να αποτελούν σημεία αναφοράς. 
Όμιλος Μούχαλη
 Η ιστορία –όπως πάντα πάει παλιά σε μαύρες μέρες (στην περίπτωσή μας, επί χούντας το 1974) τον 16χρονο τότε Γιώργο Μούχαλη να δουλεύει το περίπτερο (πρατήριο καπνικών) του πατέρα του και μέσα σε λίγα χρόνια …μυστήριο είπε ο κ.ος Τραμπάκουλας έχουμε ένα success story με την  «Μούχαλης ΑΕ» πλέον να καταλαμβάνει την πρώτη θέση στο χονδρεμπόριο και την διανομή καπνικών προϊόντων στην Ελλάδα δημιουργώντας κι άλλα πρατήρια πώλησης (το χρήμα πάει στο χρήμα που λέει ο λαός μας).
Βρε καλέ αφέντη πού τα βρήκες τα λεφτά;
Πού τα εργαλεία σου και πού τα υλικά;
Από τον μπαμπά μου πού’χε μια δουλειά…
και μου τ’άφησε κληρονομιά
 
Ε, άσ’τα αυτά.
Άσ’τα αυτά αφέντη
Και πού τα βρήκε ο μπαμπάς;
 
Μήπως τά’κλεψε απ’ τους άλλους
Αυτός ο μασκαράς;
Έλα πες μας πού τα βρήκε όλα αυτά
Και σου τ’άφησε κληρονομιά;
Λέγε μας Λέγε μας!
 
Α πα πα να κλέψει; Ποτέ του ο μπαμπάς
Τα βρήκε απ’ τον παππούλη μου
Της πλούσιας γιαγιάς
 
Κι ο παππούλης που τα βρήκε αφέντη μας;
Μήπως τά’κλεψες απ’ τους φτωχούς
Αδύνατον
Τι θα πει αδύνατον, να κλέψει ο παππούς;
           (1976) Στίχοι: Γιώργος Σκούρτης | Μουσική:  Δήμος Μούτσης

Μια ανάσα πριν το millennium η «οικογενειακή επιχείρηση» -έχοντας όραμα –βεβαίως βεβαίως, αρχίζει να εξαγοράζει «με έξυπνες κινήσεις» συγγενείς ομίλους και επιχειρήσεις, το 2010  εισέρχεται στην ηλεκτρονική πώληση άυλου χρόνου ομιλίας κινητής, σταθερής τηλεφωνίας και ίντερνετ και το 2013 δίνει τα χέρια με την «Παπαστράτος» για την αποκλειστική διανομή των προϊόντων της στα σημεία λιανικής για ένα μεγάλο γεωγραφικό κομμάτι του νομού Αττικής.

Έναν χρόνο μετά ακολουθήσει η συνεργασία με την εταιρεία JDE για την εμπορία και διανομή των επαγγελματικών συσκευασιών του καφέ Jacobs Espresso, Lacta & Chillino Oreo το 2016 η συνεργασία με την εταιρεία Ελληνικά Λαχεία του ΟΠΑΠ για τη διανομή του ΣΚΡΑΤΣ, το 2018 έρχεται ένα ακόμη μεγάλο deal, αυτή την φορά με την Unilever για την εμπορία και διανομή των προϊόντων παγωτού (ΕΒΓΑ, Algida, Ben & Jerry’s) στα σημεία λιανικής στην Αττική και πριν τρία  χρόνια η Μούχαλης ΑΕ θα εξαγοράσει την πλατφόρμα παραγγελίας φαγητού Delivery.gr και e-table, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της ηλεκτρονικής υπηρεσίας κρατήσεων εστιατορίων.

Η delivery.gr και η e-table.gr αποτελούν ψηφιακές πλατφόρμες –θυγατρικές του ομίλου Μούχαλη. Η Delivery.gr είναι πλατφόρμα παραγγελιοληψίας, η οποία δραστηριοποιείται σε 44 πόλεις και έχει συνεργασίες μεταξύ άλλων με την ΑΒ Βασιλόπουλος, την Coffee Island, την Pizza Fan, Pizza Roma, «Βενέτη»κ.ά. 


Πρόσφατα, και συγκεκριμένα, η Delivery Hero δραστηριοποιήθηκε επίσης στην αγορά του σούπερ μάρκετ της Τουρκίας, μέσω της τοπικής θυγατρικής που έχει στη γείτονα, της Yemeksepeti, και ταυτόχρονα απέκτησε και μία τουρκική ψηφιακή πλατφόρμα παραγγελιοληψίας ειδών σούπερ μάρκετ, τη Marketyo, ενώ προχώρησε σε μία ακόμη εξαγορά και δη της δανικής εταιρείας διανομής έτοιμων γευμάτων «ungry»...

Το εξώφυλλο του
Τέλους της μικρής μας πόλης
εκδόσεις Volk und Welt
"Λαός & Κολωνάκι"

 

Να πούμε κι άλλα;
Βλ. Χατζής "το τέλος της μικρής μας πόλης", με τον κυρ Αντώνη τον Τσιάγαλο ευηπόληπτο πολίτη και στήριγμα της αστικής κοινωνίας και τον μπάρμπα Σπούργο, τον μιαρό ξένο, τον ολομόναχο, να κλαιν τη μοίρα τους...