Χτες βρεθήκαμε στη γνωστή μας πορτοκαλί γωνία της πλατείας Μερκούρη όπου και το βιβλιοπωλείο “Αμόνι” και μαθαίνουμε πως μετά από 22 χρόνια λειτουργίας, βρίσκεται κάτω από την απειλή να χάσει τον χώρο του.
Θυμηθήκαμε – αυθόρμητα τους λυγμούς του νέου αναγνώστη στο «τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή με την ταπείνωση του Σιούλα του Ταμπάκου, το μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού (το πρωτότυπο _τσεχοσλοβάκικο του 1965 _Obchod na korze, σε σκηνοθεσία Έλμαρ Κλος και Γιαν Καντάρ), την ταινία του 2017 σε σκηνοθεσία και σενάριο της Isabel Coixet (The Bookshop _βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του 1978 της Penelope Fitzgerald), στην οποία ο πρωταγωνιστής επιχειρεί ενάντια σε θεούς και δαίμονες να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο στο Suffolk. Στον αντίποδα του –παραπάνω από μέτριου, γλυκανάλατου “έχετε μήνυμα στον υπολογιστή σας (1998 _You’ve Got Mail)”, που έγινε επιτυχία, βοηθούντων των πρωταγωνιστών Tom Hanks, Meg Ryan, Greg Kinnear κλπ.
Θύμα της “τουριστικοποίησης” καταγγέλλει ότι κινδυνεύει να πέσει το ιστορικό βιβλιοπωλείο των Πετραλώνων… «Γιατί; Γιατί η γειτονιά μας έχει αλλάξει», αναφέρει to Αμόνι σε ανάρτησή του στο Facebook.
Δείτε όλη την ανάρτηση στο τέλος“Tουριστικοποίηση” το λέμε τώρα;
Ο Δημ. Χατζής στο πάντα επίκαιρο βιβλίο του “το τέλος της μικρής μας πόλης” πραγματεύεται έναν κόσμο κλειστό, υποθετικά αυτάρκη, όπου ο Σιούλας ο ταμπάκος γεννήθηκε, μεγάλωσε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια, αρνούμενος να βιώσει τις εξελίξεις του τροχού της ιστορίας, καθώς «κάθε νεωτερισμός είταν ξιπασμός», αρνούμενος να αποδεχθεί πως ο μετασχηματισμός και η εκβιομηχάνιση της ελληνικής επαρχίας επηρέασε καταλυτικά το ισνάφι των ταμπάκων, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη μηχανή που κατεργαζόταν τα δέρματα και ευκολότερα και φθηνότερα.
Στην πόλη, διαγράφεται μονάχα η ζωγραφιά ενός τοπίου στα περίχωρα που αλλάζουν. Με την ταξική αντίθεση ανάμεσα στον κυρ Αντώνη τον Τσιάγαλο ευηπόληπτο πολίτη και στήριγμα της αστικής κοινωνίας και τον μπάρμπα Σπούργο, τον μιαρό ξένο, τον ολομόναχο.
Ο
πρώτος απόλυτα ενταγμένος στο δικό του σύστημα αστικών αξιών, «με τη δραστήρια
συμμετοχή του στις δημοτικές εκλογές και με τη θέση του επιτρόπου», ο άλλος
διωγμένος από τον τόπο του, από τη δίνη –μεταφορικά, μιας εσωτερικής σύγκρουσης
της οικογένειας για ζητήματα κληρονομικά, περιθωριοποιημένος όπου και να πάει,
δεν μπορεί καν να διαχειριστεί τη διαφορά του από τις κοινωνικές ομάδες με τις
οποίες έρχεται σε επαφή.
Και οι δύο χαρακτήρες νοικιάζουν από μία δημοτική παράγκα στα περίχωρα της
«μικρής μας» πόλης. Ο ένας τη θεωρεί κεφάλαιο, ο άλλος απλά ένα τόπο ήρεμο για
να γαληνέψει. Ο αστός θα προσπαθήσει και θα τα καταφέρει να διώξει τον ξένο,
προσάπτοντάς του φονικά που δεν έκανε, με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που έδιωχναν
τον ταξικά παρείσακτο ήδη από την πρώτη αστική επανάσταση στο διάβα της
ιστορίας.
Για διαφορετικούς λόγους κανένας από τους δύο δεν επιχειρεί να βελτιώσει τις δημοτικές καλύβες. Ο κυρ Αντώνης γιατί περιμένει τη δημιουργία ενός δρόμου που θα του φέρει πελατεία, ο μπάρμπα Σπούργος γιατί δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τη γαλήνη του. Όταν ο δρόμος έρχεται ο Σπούργος πρέπει να βγει από τη μέση χάριν της επιδίωξης του προσωπικού κέρδους του κυρ Αντώνη που τον «Σπούργο — στο χέρι τον είχε». Παρόλα αυτά ο ανταγωνισμός θα εμφανιστεί με τη μορφή νέων κεφαλαίων και καλοσχεδιασμένων επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μη χαρεί καθόλου ο κυρ Αντώνης για την πύρρεια νίκη του. Με τη βοήθεια δικηγόρων και της αστυνομίας, με τη βοήθεια δηλαδή του αστικού κράτους, ο Σπούργος απομακρύνεται και τη θέση του στον ανταγωνισμό του κυρ Αντώνη παίρνει το πραγματικό μαγαζί, ενώ ο ίδιος βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με τις νεοτερικές εξελίξεις και την τουριστική αξιοποίηση του τόπου, σε ευθεία δηλαδή σύγκρουση με το κοινωνικό σύνολο. Θαμμένος στις παραδοσιακές αξίες του αρνείται και αυτός να δει ότι οι γυναίκες χορεύουν πλέον εδώ και καιρό στην αγκαλιά των ανδρών, αρνείται να δει στο βάθος πως ο μπάρμπα Σπούργος, ο ενάντιος, ήταν στην πραγματικότητα ο σύντροφος και συμπλήρωμά του. Είναι φυσικό, λοιπόν, να νιώσει την απέραντη μοναξιά του τάφου, όταν συνειδητοποιεί πως ο Σπούργος επέστρεψε μονάχα για να πεθάνει.
Προς το τέλος του διηγήματος, χρόνια μετά, θα εκτελεστεί ο νέος δάσκαλος, γιατί έτσι επέβαλλε το ένστικτο αυτοσυντήρησης της κατεστημένης τάξης, ενώ δολοπλοκίες και άνομες συναλλαγές υπαγορεύουν την ανάγκη του τέλους αυτής της μορφής της κοινωνίας που νοσεί. Ωστόσο, αυτό το τέλος δεν είναι εύκολο να ’ρθει, γιατί κρέμεται η δαμόκλεια σπάθη μιας κοινωνικής επανάστασης, ακόμα και τότε όμως, οι αντιστάσεις μπορεί ν’ αποδειχτούν ισχυρότερες και η παλιά νοοτροπία πιο ανθεκτική απ’ ότι θα ήθελε κανείς. Ωστόσο, στην κατακλείδα του διηγήματος η αναφορά του συγγραφέα στα παιδιά που δεν πρόκειται ποτέ να παραιτηθούν, αφήνει ανοιχτή κάθε πιθανότητα στο μέλλον.
Και «η θεία η Αγγελική» ζει στην πόλη των Ιωαννίνων της περιόδου του Αλβανικού μετώπου, φτωχή ή ίδια με πενιχρό εισόδημα βρίσκεται, ωστόσο, σε αρμονική συνάφεια με τον κοινωνικό της περίγυρο, παίρνοντας και δίνοντας συναισθήματα, τρόφιμα, την έγνοια της για τον κόσμο, την τρυφερότητα, σε έναν «μαχαλά» όπου οι καλοί αλλά φτωχοί νοικοκυραίοι συνυπάρχουν με τους παλιούς αρχόντους, οι Χριστιανοί με τους «Οβραίους» στο παζάρι, οι κουδουνάδες, οι χαλκωματάδες και οι τσαρουχάδες στα στενά του παζαριού να παλεύουν περιθωριοποιημένοι πλέον ενάντια στη μηχανή που τους παίρνει το ψωμί.
Τραστ κατά βιβλιοπωλείων
Πάνε πάνω από 20 χρόνια που οι
βιβλιοπώλες _μέσω του σωματείου και το περιοδικού τους εξέπεμψαν SOS για την απειλή κατά του βιβλίου από
τα ανεξέλεγκτα σούπερ μάρκετ και τις παντοδύναμες
αλυσίδες, αποζητώντας παρέμβαση των αρμόδιων υπουργείων για να σταματήσει ο
αθέμιτος ανταγωνισμός από τα πολυεθνικά τραστ. Ανταγωνισμός κυνικός, που, με
μαθηματική ακρίβεια αφ' ενός ωθεί στον οικονομικό αφανισμό χιλιάδων μικρών
ελληνικών βιβλιοπωλείων και αφ' ετέρου στην εξόντωσή τους ως παραδοσιακών
«εστιών» επικοινωνίας των δημιουργών με τους αναγνώστες και διακίνησης των
ιδεών, δημιουργημάτων και επιτευγμάτων του πνεύματος και του πολιτισμού.
Ο λαός μας ξέρει καλά τον σπουδαίο διαπαιδαγωγητικό, μορφωτικό, εκπολιτιστικό
ρόλο (από τα μεταπολεμικά χρόνια και μέχρι σήμερα) των «ταπεινών» βιβλιοπωλείων
που δημιουργήθηκαν μετά στο κέντρο και τις γειτονιές της Αθήνας και των άλλων
πόλεων.
Κι ενώ ο κλάδος των Ελλήνων εκδοτών
και βιβλιοπωλών κατ' επανάληψη έχει υποβάλει σχετικά διαβήματα στους αρμόδιους
υπουργούς (Οικονομικών, Ανάπτυξης, Παιδείας, Πολιτισμού), εκείνοι όχι μόνο κλείνουν
αυτιά και μάτια, αφήνοντας να κλιμακώνεται
ο ακήρυχτος διπλός «πόλεμος» που
έχουν εξαπολύσει - τα εκδοτικά τραστ
κατά των παραδοσιακών βιβλιοπωλείων και κατά του ποιοτικού βιβλίου _ελληνικού
και παγκόσμιου, αλλά γίνονται και πρώτοι αβανταδόροι τραστ και κυκλωμάτων. Τα -
παλιότερα και νεότερα - μικρά ελληνικά βιβλιοπωλεία που αγαπήσαμε, γιατί με το
καλό βιβλίο μας «φώτιζαν» το νου και την καρδιά, κινδυνεύουν. Η διάσωση των παραδοσιακών ελληνικών
βιβλιοπωλείων και του ποιοτικού - ελληνικού και ξένου - βιβλίου αφορά και μας
τους αναγνώστες.
Είναι και δική μας υπόθεση. Και δική μας ευθύνη.
Ο καθένας
με τη στάση και το έργο του
διαλέγει μετερίζι και όχθη
Η καπιταλιστική οικονομία και παραγωγή είναι εχθρική απέναντι στην ανάπτυξη της τέχνης γενικά, της λογοτεχνίας ειδικότερα αλλά και στους ίδιους τους δημιουργούς που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ασφυκτιούν σε ένα εχθρικό περιβάλλον για δημιουργία.
Βασικό στοιχείο που αποδεικνύει αυτήν την εκτίμηση είναι η εμπορευματοποίηση. Η λογοτεχνική δημιουργία αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα το οποίο θα διατεθεί στον καταναλωτή αναγνώστη μέσω του μηχανισμού της αγοράς. Απαιτεί δηλαδή τον επενδυτή χρηματοδότη, ο οποίος με τα δικά του κριτήρια θα επιλέξει τι θα χρηματοδοτήσει, συνυπολογίζοντας την οικονομική αποδοτικότητα του εγχειρήματος.
Ο ανταγωνισμός και στον χώρο των εκδόσεων έχει ως αποτέλεσμα την ένταξη στο χώρο της παραγωγής και εμπορίας βιβλίου ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τη συγκεκριμένη αγορά. Ο ρόλος του marketing μέσα από ένα ισχυρό δίκτυο προώθησης και διανομής, επιχειρείται να ελεγχθεί το τι παράγεται και τι διακινείται. Στα μεγάλα βιβλιοπωλεία, και όχι μόνο, πωλούνται θέσεις τοποθέτησης βιβλίων σε μια γνωστή λογική σούπερ μάρκετ. Η ακριβοπληρωμένη διαφήμιση επιδρά επίσης σημαντικά. Το ίδιο ισχύει με τη μαζική διακίνηση κατά βάση αντιδραστικών τίτλων ως ένθετα στις εφημερίδες. Ο ρόλος των ΜΚΔ είναι πέρα από ένας αντίπαλος του διαβάσματος ένα αξιόλογο πεδίο ελέγχου της συγκεκριμένης αγοράς. Παρά τις ιδιαιτερότητες στο χώρο του βιβλίου και την ύπαρξη ενός κοινού που διατηρεί καλή σχέση με το βιβλίο, η ούτως ή άλλως μικρή αγορά συνολικά πιέζεται, υπάρχουν έντονα τα σημάδια από τη λειτουργία του νόμου συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης με αποτέλεσμα μικρότεροι και μικροί εκδοτικοί οίκοι και βιβλιοπωλεία να πιέζονται και να κλείνουν.Οι δημιουργοί, λογοτέχνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία ασφυκτιούν σε ένα εχθρικό περιβάλλον για δημιουργία. Έχει δυσκολέψει η σχέση τους με το κοινό. Εκατοντάδες αυτοχρηματοδοτούμενες αυτοεκδόσεις νέων δημιουργών δεν φτάνουν στο αναγνωστικό κοινό προκειμένου να κριθούν σ' αυτό το επίπεδο. Την ίδια στιγμή μεγάλη εκδοτική επιτυχία γνωρίζουν κυρίως χαμηλής ποιότητας παραγωγές, έντυπες σαπουνόπερες, εύπεπτοι και με αντιδραστικό περιεχόμενο τίτλοι.
Οι συγγραφείς καλούνται να "προσαρμοστούν" σε έργα που μπορούν με τη μορφή και το περιεχόμενό τους, να εκτιμηθούν από τους εκδότες εμπορικά προκειμένου να επιλεχτούν για έκδοση και στη συνέχεια να τύχουν ανάλογης προβολής και προώθησης.
Το σύστημα των πνευματικών, συγγραφικών, μεταφραστικών κ.λπ. δικαιωμάτων, που από τη μία αποτελεί στις σημερινές συνθήκες μια στοιχειώδη δυνατότητα διαπραγμάτευσης, ατομικής κυρίως, είναι στοιχείο χειραγώγησης και πίεσης της δημιουργίας. Ταυτόχρονα δημιουργεί την αυταπάτη της ιδιοκτησίας στους δημιουργούς που σε τελική ανάλυση όμως η αξία της κρίνεται από την αγορά και τους καπιταλιστές.
Σε αυτό το περιβάλλον βρίσκουν έδαφος τα ιδεολογήματα της τέχνης για την τέχνη, της υπερταξικότητας και ουδετερότητας της δημιουργίας, βρίσκουν έδαφος οι παμπάλαιες αντιδραστικές θεωρίες ότι η στρατευμένη τέχνη πνίγει τη δημιουργία.
Το ουσιαστικό είναι ότι ο καθένας με τη στάση και το έργο του διαλέγει μετερίζι και όχθη στην ταξική πάλη που καθορίζει την ιστορική εξέλιξη.
Το μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού
2ος Παγκόσμιος και αρειανοποίηση των Ναζί στο Σλοβακικό Τμήμα της Τσεχοσλοβακίας.
Ο Άντον "Τόνο" Μπρτκό είναι ένας φτωχός ξυλουργός, που ζει με τη γυναίκα του, που δεν τον εκτιμά και τόσο. Ένα βράδυ, θα τους επισκεφτεί η αδελφή της με τον σύζυγό της, που είναι διοικητής στην πόλη και θα του δώσει την ιδιοκτησία ενός μαγαζιού που βρίσκεται στην Κεντρική Οδό, του οποίου η ιδιοκτήτρια ήταν μία ηλικιωμένη, σχεδόν κωφή, γυναίκα _ η Εβραία κυρία Λατμάνοβα.
Όταν ο Τόνο πήγε την επόμενη μέρα στο μαγαζί γνώρισε την καλοσυνάτη και αγαθή ιδιοκτήτρια, η οποία όμως δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Έτσι, ένα μέλος της αντίστασης, ο Κουχάρ, λέει στον Τόνο να μείνει κι αυτή στο μαγαζί και να της πουν ότι απλά θα τη βοηθούσε. Ο Τόνο δέχεται. Στην πορεία η καλοσύνη και η αφέλεια της ηλικιωμένης σκλαβώνουν τον Τόνο, ο οποίος αρχίζει και τη συμπαθεί _της φτιάχνει και όλα τα έπιπλα τα οποία ήταν ερείπια κλπ. μέχρι που φτάνει η ώρα που οι Αρχές θα μάζευαν του Εβραίους και θα τους στέλνανε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Τόνο, που βρισκόταν σε αμηχανία γιατί δεν ήξερε τι να κάνει, αρχίζει και πίνει μες το μαγαζί, βλέποντας μπροστά από ένα μνημείο που μόλις φτιάχτηκε τους φασίστες _αρχές πλέον να συλλαμβάνουν τους Εβραίους. Όταν ξύπνησε η κυρία Λατμάνοβα, αρχικά νευρίασε που είδε μέρα Σαββάτου, ανοιχτό το μαγαζί και παρά τις προσπάθειες του Τόνο να της εξηγήσει τι γίνεται και να κρυφτεί οπωσδήποτε εκείνη δεν καταλάβαινε. Αργότερα, όμως και καθώς έπινε ο Τόνο, σκέφτηκε πως ο κουνιάδος του, του είχε δώσει το μαγαζί για να τον κατονομάσει ως φιλοεβραίο, που από ό,τι έμαθε, από τον Κουχάρ, είναι χειρότερο από το να είσαι Εβραίος (ο Κουχάρ επίσης πιάστηκε και βασανίστηκε) _έτσι, αποφασίζει να την παραδώσει.
Σημερινή άποψη του μαγαζιού, όπου γυρίστηκε μέρος της ταινίας. |
Η ταινία τελειώνει με τους Εβραίους να έχουν φύγει και φαινομενικά η κυρία Λατμάνοβα να έχει γλιτώσει. Όμως, το μαγαζί πλησίαζε ο μπατζανάκης του και καθώς πάλευε να την κρύψει για να μη τη δει, τη σκοτώνει κατά λάθος. Μόλις τη βλέπει νεκρή, κλείνει το μαγαζί και αυτοκτονεί (κρεμιέται). Μετά τους βλέπουμε και τους δυο σαν σε όνειρο να βγαίνουν καλοντυμένοι από το μαγαζί με τη συνοδεία φιλαρμονικής…
Διανομή
- · Ζόζεφ Κρόνερ... ως Άντον "Τονο" Μπρτκο, ο πρωταγωνιστής που αναλαμβάνει την ιδιοκτησία ενός μαγαζιού μας ηλικιωμένης σχεδόν κωφής κυρίας.
- · Ίντα Καμίνσκα... ως Ροζαλία Λατμάνοβα, η πρωταγωνίστρια και ιδιοκτήτρια του μαγαζιού.
- · Χάνα Σλίβκοβα...ως Εβελίνα Μπρτκοβα, η σύζυγος του Τόνο
- · Μάρτιν Χόλυ... ως Ιμρίχ Κουχάρ, μέλος της αντίστασης
- · Φράντισεκ Ζβάρεκ... ως Μάρκους Κολότσκι, ο μπατζανάκης του Τόνο και διοικητής της πόλης
- · Ελένα Πάποβα-Ζβαρίκοβα... ως Ρουζένα "Ροζίκα" Κόλκοτσκα, η αδελφή της Εβελίνα
- · Άνταμ Ματγιέκα... ως Πίτι Μπάτσι, ο ντελάλης της πόλης
- · Μάρτιν Γκρέγκορ... ως Κος Κατζ, ο μπαρμπέρης της πόλης
- · Φράντισεκ Παπ... ως Κος Αντόριτς, γείτονας της Ροζαλία
- · Γκίτα Μισούροβα... ως Κα Αντοριτσόβα, γειτόνισσα της Ροζαλία και σύζυγος του Αντόρτις.
- · Εουτζέν Σενάι... ως ο Κος Μπλάου
- · Λουίσα Γκρόσοβα... ως Κα Ελιάσοβα γειτόνισσα της Ροζαλία
- · Γ. Μίτελμαν... ως Ντάνιελ "Ντάνκο" Ελίας, ο γιος της
Η ταινία _υποψήφια και στο Φεστιβάλ Καννών κέρδισε το 1965, Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης, επίσης, η Καμίνσκα, υπήρξε και υποψήφια για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου.
Δείτε και
Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν
Η ανάρτηση του βιβλιοπωλείου "Αμόνι" «Όταν ανοίξαμε η πλατεία ήταν για πολλά χρόνια μια μικρή άγνωστη πλατεία. Μετά όμως ήρθε η ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Ανάπτυξη σημαίνει να μετατραπούν οι γειτονιές μας χωρίς καμία συζήτηση και σχέδιο σε γειτονιές θελκτικές μόνο για τουρίστες. Στην περίπτωση μας ένα μαγαζί εστίασης να καταπιεί εμάς για να γίνει από 100τμ, 113τμ. Απ’ τον Οκτώβρη είμαστε σε διαπραγμάτευση για το συμβόλαιό μας που λήγει τον Ιούνη. Παλινωδίες, καμία καθαρή απάντηση -κάθε φορά που πλησιάζαμε σε μια συμφωνία ανέβαινε το ποσό στη λογική να αρπάξουμε όσα περισσότερα μπορούμε, να συρρικνωθεί ήδη το μικρό μεροκάματο στον βωμό του μεγαλύτερου ενοικίου- και τελικά καμία διάθεση συμφωνίας, αφού η απόφαση είναι ήδη ειλημμένη γιατί οι άλλοι δίνουν περισσότερα. Άρα το μικρό μας βιβλιοπωλείο να γκρεμιστεί! Προφανώς όλο αυτό μας στεναχωρεί κι όχι μόνο εμάς αλλά και όλο τον κόσμο της γειτονιάς και πολύ ευρύτερα πιστεύουμε αλλά είμαστε πολύ μακριά απ’ το να αισθανόμαστε ότι είμαστε οι αδύναμοι», αναφέρεται στην ανάρτηση.
«Στα 22 χρόνια λειτουργίας του, το βιβλιοπωλείο και η ομάδα του έχουν χαράξει ένα έργο τεράστιο σε σχέση με το μέγεθος του βιβλιοπωλείου. Στη γειτονιά μας έχουν έρθει συγγραφείς, ιστορικοί, καλλιτέχνες, παιδαγωγοί και άλλοι πολλοί δημιουργώντας μια εστία πολιτισμού».
«Για όλα αυτά ξεκινάμε μια καμπάνια να μην κλείσει το Αμόνι και θα το παλέψουμε με τη βοήθεια όλων! Θέλουμε νομική υποστήριξη, δημοσιοποίηση, αλληλεγγύη και να συμβάλλουμε στο δυνάμωμα του κινήματος που θα έχει λόγο για το τι γίνεται στη γειτονιά του. Έτσι κι αλλιώς, πιστεύουμε ότι χαμένη μάχη είναι αυτή που δεν δόθηκε!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"