💥 🔻 Η συντρόφισσα Μαρία Σιδέρη, δεν είναι πια μαζί μας…
Από τις τελευταίες επιζήσασες στις φυλακές Αβέρωφ - περιμένοντας συνεχώς στο
μπουντρούμι να φωνάξουν το όνομα της για εκτέλεση.
Επονίτισσα, καταδικασμένη πέντε φορές σε θάνατο, πέρασε τα περισσότερα χρόνια
του εγκλεισμού της στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ.
🎈🎈
Δίπλα μας παντού σε κάθε εκδήλωση του Κόμματος και εδώ στην Καισαριανή κάθε
ώρα, κάθε στιγμή, μέχρι την τελευταία της πνοή στα «εύκολα» και στα δύσκολα ...
Θα τη θυμόμαστε πάντα σαν μία από τις χιλιάδες –αλλά και ξεχωριστή, των
αλύγιστων της ταξικής πάλης.
Την αποχαιρετάμε με περηφάνια και σεβασμό, έχοντας κλείσει έναν μεγάλο και
γεμάτο κύκλο ζωής, αδιάλειπτης δράσης και ανυποχώρητων αγώνων.
Η Μαρία Δεμσερή - Σιδέρη (όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1923.
Το 1943 εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και είχε ενεργή συμμετοχή σε όλες τις δραστηριότητές της ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Αργότερα οργανώθηκε και στο ΚΚΕ.
Συνελήφθη δύο φορές για τη δράση της, την πρώτη στις 5-Δεκ-1946, τη δεύτερη στις 7-Ιουλ- 1947, οπότε και καταδικάστηκε πέντε φορές σε θάνατο.
Έμεινε στη φυλακή 14 χρόνια, περιμένοντας κάθε μέρα την εκτέλεσή της.
Αποφυλακίστηκε στις 23-Νοε-1959 με τα μέτρα ειρήνευσης.
Το 1981 εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Ερμής» το πρώτο της βιβλίο «Δεκατέσσερα Χρόνια», έργο βιογραφικό που παρουσιάζει τη ζωή της από τη σύλληψη μέχρι και την απελευθέρωσή της, με εικονογράφηση από έργα δικά της τα οποία φιλοτεχνήθηκαν κατά τη διάρκεια της πολύχρονης φυλάκισής της.
Το 1992 παρουσίασε το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Χρόνια Οδύνης». Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1984.
Η συντρόφισσα Μαρία, μία από τις χιλιάδες των αλύγιστων της ταξικής πάλης, ήταν από τις τελευταίες επιζήσασες των φυλακών Αβέρωφ, υπεύθυνη της γυναικείας χορωδίας των κρατούμενων γυναικών. Υπήρξε σύζυγος του κομμουνιστή ποιητή Γιώργου Σιδέρη, με τον οποίο γνωρίστηκε ενώ ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Αίγινας.
ΕΠΟΝ-ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ
Εγώ δεν ήμουν ακόμη κομμουνίστρια, λέει σε μια της συνέντευξη, επονίτισσα ήμουν. Τότε που μπήκαμε στην ΕΠΟΝ δεν ξέραμε ακόμη για το κομμουνιστικό κόμμα, αντάρτες, αγωνιστές από το ΕΑΜ ξέραμε. Μπήκα στην ΕΠΟΝ το ’43 στην Κοζάνη. Με κάνανε γραμματέα. Τότε γράφαμε προκηρύξεις, γράφαμε στους τοίχους, μεταφέραμε κάποιο σημείωμα κ.λπ.
Τον Οκτώβρη του ’44 φύγανε οι Γερμανοί. Είχαμε τα γραφεία μας ανοιχτά. Οργανώθηκαν κι άλλα κορίτσια. Κάναμε γιορτές, δεν μας ενοχλούσε κανένας· στην αρχή. Μετά άρχισαν και μας καίγαν και να μας σπάνε τα γραφεία οι χίτες, οι ΠΑΟτζήδες. Ηταν γνωστοί αυτοί οι ΠΑΟτζήδες στη δυτική Μακεδονία. Φυλαγόμασταν αλλά είχαμε τους χίτες, δεν μπορούσαμε να στεριώσουμε γραφείο.
Μετά κάποια στιγμή μας συλλαμβάνανε. Πέρασα τρεις μήνες σε κρατητήριο για προκηρύξεις. Δεύτερη φορά όταν ψάχνανε να βρουν πολύγραφο – ξέραν ότι ήμουνα στέλεχος. Ξύλο, χαστούκια... Ήταν Χριστούγεννα του ’46.
Το ’47 πια με συλλαμβάνουν για την «Ελένη». Ένα βράδυ, νύχτα, ήρθαν καμιά δεκαριά χωροφύλακες σπίτι μου. Με πήγανε στην ασφάλεια. Ο μοίραρχος …
«Γιατί, κοριτσάκι μου; Τι ζητάνε; Να πεις ένα όνομα; Πες το, να τελειώνουμε… Τις φιλενάδες σου τι θα τις κάνουν;». Προσπαθούσε να με ξεγελάσει, αλλά εγώ δεν έλεγα: «Ελένη μου τη σύστησαν, Ελένη την ξέρω». Ήξερα ότι είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις … Δεν ήξερα ότι είχαν πιάσει την «Ελένη». Τότε αρχίσανε πολλές συλλήψεις στην περιοχή. Μόνο που ξέρανε ότι είσαι με τους αντάρτες, με τους αντιστασιακούς, σε συλλαμβάνανε.
Τρεις μήνες με κράτησαν στην ασφάλεια. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω» έλεγα. Με βάζανε κι έβλεπα τα παιδιά που βασανίζανε. Ήξερα αυτά τα παιδιά, ήμασταν φίλοι, χορεύαμε, κάναμε εκδρομές. Τελικά με στρώσανε κι εμένα στο ξύλο. Άκουγα φάλαγγα και δεν ήξερα τι ήταν … Τη δοκίμασα τελικά κι έτσι την έμαθα – Είχα αδυνατίσει και είδαν αίμα και σταμάτησαν. Αλλά έτρωγα κάτι χαστούκια που νόμιζα ότι το χέρι τους δεν είναι σαν το δικό μας, είναι πιο μεγάλο. Μετά εφαρμόσανε ένα άλλο βασανιστήριο, αγκαλιά το λέγανε. Με έπιανε ο ένας χωροφύλακας όπως με έσπρωχνε ένας άλλος· μετά δεν μ’ έπιανε, έπεφτα κάτω και με κλωτσούσαν να σηκωθώ, όπου μ’ έπαιρνε το πόδι τους. Το πρωί με πηγαίνανε στον μοίραρχο και με βλέπανε πώς ήμουνα πρησμένη. Τάχα έκανε τον καλό. Τελικά έγινε κι αυτός κακός. Περίμενε να πω «όχι» – «ναι» δεν ακούσανε ποτέ από μένα, όλο «όχι» έλεγα– κι εγώ είπα «ναι» και μου δίνει ένα χαστούκι! Μου ’πε μάλιστα «πουτανάκι» και βρισιές –τα πρώτα άσχημα λόγια– και μου ’δωσε τότε δυο χαστούκια μεγάλα που αυτά τα θυμάμαι πάντα – όλα τ’ άλλα τα ’χω ξεχάσει, αυτά τα χαστούκια δεν τα ξεχνάω. Είπε «πάρτε την από δω και κάντε τη ό,τι θέλετε» – καταλαβαίνετε, ξύλο. Όταν με πηγαίνανε σε αυτόν μου έλεγε να κάνω δήλωση. Ολο «δεν ξέρω, δεν ξέρω» και «όχι», δεν ήξερα άλλη κουβέντα. Πέρασα χωρίς να κάνω δήλωση.
Πιάστηκα το ’47, έμεινα υπόδικη οχτώ μήνες. Όλοι σε θάνατο, 30 ήμασταν, οι 18 καταδικαστήκαμε σε θάνατο παμψηφεί, καταδικαστήκαμε και γελούσαμε δεν φοβηθήκαμε καθόλου. Δεν είδα κανένας να δειλιάζει, το είχαμε αποφασίσει ότι θα μας εκτελέσουνε γιατί κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις.
Αδημονία για την εκτέλεση!
Ξαναπήγα στον θάλαμό μου και περίμενα όρθια πίσω από την πόρτα να με πάρουν το πρωί για να με εκτελέσουν. Δεν είχαμε κρεβάτια, ήταν άλλες εφτά στο πάτωμα. Τα παιδιά έλεγαν όλη τη νύχτα τραγούδια που είχαν και το όνομα «Μαρία». Το πήραν μαζί τους το τραγούδι. Κάτι αναφέρανε για μας που καταδικαστήκαμε. Ξημέρωσε. Σηκώθηκαν και οι κοπέλες, ήρθανε δίπλα μου· δεν κλαίγανε όμως για να μη με στεναχωρήσουν. Και περίμενα να ’ρθουν, αλλά δεν ερχόντουσαν. Ξαφνικά ακούω το αυτοκίνητο και φεύγει. Τα παιδιά φωνάζανε «γεια σας». Δεν με πήραν κι άρχιζα να φωνάζω, να χτυπάω την πόρτα και να κλαίω: «Γιατί δεν με πήραν εμένα!» Προσπαθούν οι κοπέλες να με παρηγορήσουν. Ανέβηκε ο φύλακας, έπρεπε να ανοιχτεί και ο άλλος θάλαμος –δυο ήταν με γυναίκες–, ήρθανε, με αγκαλιάσανε. Εγώ έκλαιγα, φώναζα, ήθελα να διαμαρτυρηθώ. Με αγκάλιασε η πιο μεγάλη σε ηλικία κρατούμενη, παπαδιά ήταν. «Ησύχασε, κορίτσι μου, μην κλαις. Μπορεί να σε πάρουν αύριο εσένα». Τα ’χασε κι εκείνη η καημένη. Και πέσαν οι άλλες απάνω: «Παπαδιά, τι είναι αυτά που λες;». Ήθελα να με πάρουν να με σκοτώσουν. Το ήθελα! Τώρα απορώ. Ήξερα τα παιδιά που δεν ξέραν την «Ελένη» και τα σκοτώνουν. Δεν είχαν άλλη κατηγορία. Και σκοτώνουν αυτά, κι εγώ που το ξέρω το όνομα. Το θεωρούσα άδικο. Από τους 18 σκοτώσανε δέκα.
Μας κράτησαν λίγες μέρες στην Κοζάνη και μετά μας πήγαν στο Γεντί Κουλέ, στη Θεσσαλονίκη, για τρεις μήνες. Κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις· τους ακούγαμε, δεν τους βλέπαμε. Μαζέψανε κι άλλους γιατί γίνονταν στρατοδικεία και σε άλλες πόλεις, Έδεσσα, Νάουσα, Φλώρινα. Από εκεί μας φορτώσανε ένα απόγευμα του 1948 και μας πήγανε Πειραιά και από εκεί με φέρανε στου Αβέρωφ. Μας μοιράσανε. Η φυλακή είχε δύο θαλάμους μελλοθανάτων, ο ένας ήταν για τους παμψηφεί και ο άλλος για τους τρία κατά δύο. Οταν ήταν να εκτελέσουν τις κλείνανε στο υπόγειο της φυλακής. Εκεί ήταν πολύ άσχημα, τρελάθηκε η μία κρατούμενη, η Φεβρωνία, υπάλληλος ήταν.
Στη φυλακή δεν είχαμε βασανιστήρια. Δεν καταλαβαίναμε την ψυχοφθόρα αναμονή για εκτέλεση γιατί όλη η φυλακή φρόντιζε εμάς. Κάθε δεύτερη Κυριακή μας φέρνανε κρέας, κατεψυγμένα, τότε δεν τα ξέραμε. Ολόκληρες πλάτες φέρνανε και τα βλέπαμε, σάπια ήταν όλα. Ξέραμε ότι τη Δευτέρα όλες θα ήμασταν έξω από τις τουαλέτες με πόνο στην κοιλιά, αλλά το τρώγαμε, τι να κάνουμε; Μόνο φασόλια και φακές; Και το φαγητό μαρτύριο… Ηταν μαρτύριο, μαρτύριο το μελλοθανατείο.
Καλλέργης και Μπελογιάννης
Όταν ήμουν στον θάλαμό μου στο Αβέρωφ, από το ’48 μέχρι το ’55 –τότε είχαν καταργηθεί οι εκτελέσεις– πήραν 17 και εκτέλεσαν. Μια Δευτέρα που βγάζαμε έξω όλα τα ρούχα μας και τα ράντζα για να καθαρίσουμε ήρθε η αρχιφύλακας και λέει ότι η Λαμπρινή θα ’ρθεί στον δικό σας θάλαμο. Μας φάνηκε παράξενο, ήταν τρία κατά δύο. Ένα απόγευμα μάθαμε ότι θα γίνουν εκτελέσεις –δύο υπάλληλοι, η Λίζα και η Γκόλφω, μας λέγανε τα μυστικά της διεύθυνσης– αλλά δεν ξέραμε ποια θα εκτελέσουν. Ολες οι άλλες ετοιμαστήκαμε, φορέσαμε τα καλά μας, γράψαμε και δυο λόγια στους δικούς μας, να μην κλάψουν, να μη στεναχωρηθούνε, και ξαπλώσαμε στα ράντζα μας. Η Λαμπρινή Καπλάνη, αυτή που μας φέρανε, ήταν ανεβασμένη στο ράντζο, προσπαθούσε να κρεμάσει κάτι στον τοίχο. Εκείνη την ώρα έρχεται ο αρχιφύλακας των αντρικών με φύλακα, άνοιξε την πόρτα και περίμενε και δεν μίλαγε. Ολες σηκωθήκαμε και περιμέναμε το όνομά μας. Τον κοιτάγαμε και δεν έλεγε – πάντα το ’καμε αυτό, να έχουμε αγωνία· ήταν πολύ κακός. Φώναξε ο αρχιφύλακας από την πόρτα: «Ελα, μην πας παραμέσα, η Λαμπρινή Καπλάνη». Ακούστηκε ένα «ααα», δεν μπορώ να σας το περιγράψω, δεν το περιμέναμε, Η Λαμπρινή κατεβαίνει, φοράει το ρούχο που ήταν να κρεμάσει, αρπάζει τον αρχιφύλακα από το μπράτσο: «Πάμε! Εγώ θα τους κλείσω τους τάφους, μην κλάψει καμιά…» Και τους έκλεισε, ήταν η τελευταία που πήραν. Αυτή ήταν η κομμουνίστρια …
Δεν μαθαίναμε νέα πολλά. Είχαμε οργάνωση. Τη λέγαμε ομάδα γιατί αν ακούγανε οργάνωση θα σε περνούσαν από στρατοδικείο. Είχαμε την Καίτη Ζεύγου, τη Μαργαρίτα Κωτσάκη, τη γυναίκα του Ζαχαριάδη, τη Ρούλα Κουκούλου, αυτές ήταν τα στελέχη, αυτές κανόνιζαν τη ζωή μας κανονίζανε μαθήματα και ψυχαγωγία. Απαλαίνανε τη φυλακή μας.
Στο επισκεπτήριο απαγορευόταν να κουβεντιάσουμε πολιτικά. Δεν μπορούσαμε να πούμε «τι νέα;», ρωτάγαμε «τι νέα από το σπίτι». Από έναν μαθαίναμε πάντα, από τον Λυκούργο Καλλέργη, τον ηθοποιό. Είχε εκεί τη γυναίκα του, τη Μαρία. Στο επισκεπτήριο είχαμε δύο υπαλλήλους για να μη μιλήσουμε πολιτικά, μία καλόγρια και μία πολίτη, αλλά συνήθως ήταν καλόγριες· μία από την πλευρά του επισκέπτη και μία από την άλλη, του κρατουμένου. Τι έκανε εκείνος; Αφού έλεγε: «Τι κάνεις, Μαράκι μου, χρυσό μου», άρχιζε: «Εχθές στον ύπνο μου σε είδα, σ’ αγκάλιαζα» και άρχιζε να τα λέει χοντρά. Ακουγε η καλόγρια κι έφευγε. Ο,τι νέο ζητούσε η ομάδα απέξω, μέσω του Καλλέργη το μαθαίναμε.
Στην αρχή κάναμε και γιορτές, σκετς. Πάντα το θέμα ήταν μέσα από τη ζωή μέσα της φυλακής, το γράφανε οι κρατούμενες, και τα τραγούδια που λέγαμε κρατούμενες τα γράφανε σε γνωστούς σκοπούς. Τα γράφω σε ένα βιβλίο, θα τα δημοσιεύσω. Στην αρχή κάναμε χορωδία, τραγουδώντας αυτά τα τραγούδια, τα ’χει γράψει μάλιστα η ηθοποιός Ολυμπία Παπαδούκα· είχε κάνει και τη χορωδία. Μετά ανέλαβε μια άλλη που ήξερε μουσική, η Αννα Παρλιάρου. Βγήκε κι εκείνη και ανέλαβα τέσσερα-πέντε χρόνια μαέστρος της χορωδίας. Δεν ήμουν τότε μελλοθάνατη, ήμουν ισόβια. Μετά το ίδιο έγινε και με τη γυμναστική. Πρώτα ήταν γυμνάστριες, αποφυλακίστηκαν και μετά ανέλαβα εγώ γιατί ξέραν ότι ήμουν αθλήτρια. Μάλιστα μία κρατούμενη ήταν δασκάλα της γυμναστικής ακαδημίας και μου είχε χαρίσει ένα βιβλίο. Δηλαδή τελείωσα τη φυλακή μου με τη χορωδία και με τη γυμναστική.
Έκανα
και παιχνίδια στα παιδάκια, είχαμε αρκετά. Ηταν και ο γιος του Μπελογιάννη –
ήταν χωριστά, δεν ήταν με τα άλλα παιδιά. Τα έπαιζα και με συμπαθούσε. Ηθελε να
είναι κοντά μου το παιδί: «Θέλω το Μαράκι, θέλω το Μαράκι», κι επειδή μ’ έλεγε
«το Μαράκι», η μάνα του με ονόμαζε «Τομάρι». Ε, το δεχόμουνα κι εγώ. Η Ελλη
Ιωαννίδου ήταν πια στέλεχος – δεν τη λέγανε Μπελογιάννη, δεν ήταν σύντροφος του
Μπελογιάννη, φιλενάδα του ήτανε. Στις φυλακές Κάστορος –μόνο ο Νίκος ήταν το
παιδάκι που είχαμε εκεί– ήθελε να βγει έξω και με έβγαζαν κι έπαιζα με τον
Μπελογιάννη. Ημουν η συμπάθεια του Νικάκη, αλλά τώρα ούτε ξέρω πού βρίσκεται.
Δεν τον συνάντησα από τότε.
(…)
Δεκαεπτά
ήταν οι εκτελεσμένες, 13 τρελάθηκαν, 11 που πέθαναν από αρρώστια και είχαμε
αρκετές που βιάστηκαν, δύο μάλιστα γέννησαν κιόλας. Η μία, η Σούλα Μονδάνου,
ήταν οδοντίατρος, τρελάθηκε στη φυλακή. Οταν την πήγαν στο τρελοκομείο
αυτοκτόνησε.
Στιγμιότυπα Αβέρωφ
Κάτω από το τρίκλινό μου ήταν μία κοπέλα, η Άννα Εφραιμίδου, που ζωγράφιζε κι έκανε κάρτες που στέλναμε οι κρατούμενες τις γιορτές. Παρακολουθούσα που ζωγράφιζε. Μια μέρα της ζήτησα να ζωγραφίσω. Γέλασε. Μου κάνανε όλα τα χατίρια. Αμέσως μου έδωσε μολύβια, πινέλο. Το πρώτο που έκανα της άρεσε. Ένα καράβι είχα κάνει κι ένα σπίτι και τον φοίνικα – είχε έναν φοίνικα η φυλακή, ένα δέντρο είχε μόνο. Αφού είδα ότι άρεσαν στην Άννα που είναι ζωγράφος, πήρα και ζωγράφιζα. Τα πήγαινα πάρα πολύ καλά.
(…)
Όταν
αποφυλακίστηκα, με πήραν δύο χωροφύλακες από τις φυλακές Αβέρωφ και με πήγαν
στην ασφάλεια για να κάνω δήλωση. Καλά, λέω, δεν έκανα δήλωση τόσα χρόνια που
περίμενα να με πάρουν για εκτέλεση και θα κάνω τώρα; Με βρίσανε, μου είπαν ότι
δεν πρόκειται να σ’ αφήσουμε ήσυχη. «Κάντε τη δουλειά σας» λέω εγώ. Πραγματικά
ερχόντανε από κοντά. Τους ήξερα.
Ξύλο για μιαν “Ελένη”
Τρεις μήνες με κράτησαν στην ασφάλεια. Κάθε βράδυ –όχι στην αρχή– με φέρνανε σε αντιπαράσταση με αγόρια. Μου λέγανε ονόματα γνωστά, ποιους ήξερα. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω» έλεγα. Με βάζανε κι έβλεπα τα παιδιά που βασανίζανε. Ήξερα αυτά τα παιδιά, δεν το αρνιόμουνα, ήμασταν φίλοι, χορεύαμε, κάναμε εκδρομές. Τελικά με στρώσανε κι εμένα στο ξύλο. Άκουγα φάλαγγα και δεν ήξερα τι ήταν η φάλαγγα. Τη δοκίμασα τελικά κι έτσι την έμαθα – όταν μου έκαναν τη φάλαγγα δεν ήξερα τι ήταν, μετά το έμαθα. Τρεις φορές μόνο. Είχα αδυνατίσει και είδαν αίμα και σταμάτησαν. Αλλά έτρωγα κάτι χαστούκια που νόμιζα ότι το χέρι τους δεν είναι σαν το δικό μας, είναι πιο μεγάλο. Μετά εφαρμόσανε ένα άλλο βασανιστήριο, αγκαλιά το λέγανε. Με έπιανε ο ένας χωροφύλακας όπως με έσπρωχνε ένας άλλος· μετά δεν μ’ έπιανε, έπεφτα κάτω και με κλωτσούσαν να σηκωθώ, όπου μ’ έπαιρνε το πόδι τους. Το πρωί με πηγαίνανε στον μοίραρχο και με βλέπανε πώς ήμουνα πρησμένη. Τάχα έκανε τον καλό. Τελικά έγινε κι αυτός κακός. Περίμενε να πω «όχι» – «ναι» δεν ακούσανε ποτέ από μένα, όλο «όχι» έλεγα– κι εγώ είπα «ναι» και μου δίνει ένα χαστούκι! Μου ’πε μάλιστα «πουτανάκι» και βρισιές –τα πρώτα άσχημα λόγια– και μου ’δωσε τότε δυο χαστούκια μεγάλα που αυτά τα θυμάμαι πάντα – όλα τ’ άλλα τα ’χω ξεχάσει, αυτά τα χαστούκια δεν τα ξεχνάω. Είπε «πάρτε την από δω και κάντε τη ό,τι θέλετε» – καταλαβαίνετε, ξύλο. Όταν με πηγαίνανε σε αυτόν μου έλεγε να κάνω δήλωση. Ολο «δεν ξέρω, δεν ξέρω» και «όχι», δεν ήξερα άλλη κουβέντα. Πέρασα χωρίς να κάνω δήλωση.
Εν τω μεταξύ μου λέγανε για την «Ελένη». Θέλαν να μάθουν για την «Ελένη». Οταν φύγαν οι Γερμανοί η «Ελένη» είχε φύγει από την Κοζάνη και πήγε σε ένα χωριό. Ήταν στέλεχος. Πιάσανε πολλά παιδιά από εκείνα τα χωριά και ένα από αυτά είχε φέρει την Ειρήνη σπίτι μου για να της πάρω μία μαντίλα, μάλλινες κάλτσες και γουρουνοτσάρουχα να ντυθεί χωριατοπούλα. Και αυτό το παιδί, ο Γιώργος, 20-25 χρόνων θα ’τανε, «έσπασε» στο ξύλο και είπε ότι μπορεί η Μαρία να ξέρει το πραγματικό όνομα της Ελένης. Δεν είπε ότι το ξέρω. Φεύγοντας ο Γιώργος είπε ότι η Ελένη μου άφησε την ταυτότητά της και το ρολόι της. Σου λέει, δεν είδες το όνομά της; «Οχι» λέω εγώ – πραγματικά. Το όνομά της το έμαθα αργότερα στη φυλακή: Μάρθα Ξανθοπούλου. Θέλαν την Ελένη, φαντάζονταν ότι ήταν κάτι σπουδαίο. Μια αγωνίστρια ήταν.
Στρατοδικείο με χαμόγελο
Πιάστηκα το ’47, έμεινα υπόδικη οχτώ μήνες γιατί συλλαμβάνανε συνέχεια για να βρουν την «Ελένη». Πέρασα στρατοδικείο τον Αύγουστο στην Κοζάνη. Όλοι σε θάνατο, 30 ήμασταν, οι 18 καταδικαστήκαμε σε θάνατο παμψηφεί, οι άλλοι με τρία κατά δύο – αυτοί δεν εκτελούνταν. Καταδικαστήκαμε και γελούσαμε δεν φοβηθήκαμε καθόλου. Δεν είδα κανένας να δειλιάζει, το είχαμε αποφασίσει ότι θα μας εκτελέσουνε γιατί κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις.
Όταν καταδικαστήκαμε, ξεσηκώθηκαν οι Κοζανίτες. Η οικογένειά μου ήταν πολύ γνωστή. Είχε έξι δασκάλους κι ο πατέρας μου τελειόφοιτος σχολαρχείου. Τη δεύτερη μέρα μετά την καταδίκη μου, με πήρε με ένα τζιπ ο βασιλικός επίτροπος. Δεν ήξερα πού με πάει; Για εκτέλεση; Δεν γίνεται. Ξεσηκώθηκε όλη η φυλακή. Με πέρασε μέσα από το κέντρο της Κοζάνης, η γειτονιά μου μάλιστα ήταν στον κεντρικό δρόμο. Τελικά με πήγε στον στρατηγό στην 9η Μεραρχία. Με περίμεναν. Μόλις μπήκαμε μέσα, σηκώνεται ο στρατηγός, με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω – ποιος ξέρει τι περίμενε, δεν του γέμιζα το μάτι. Κι αρχίζει ο στρατηγός: «Κι εσύ έχεις τόσο καλή οικογένεια, ο πατέρας σου, οι αδερφές σου κάνανε τέτοιες καλές οικογένειες, που όλοι τους εκτιμούνε». Είχα ένα δαχτυλίδι εκεί πέρα κι άρχισα να το στριφογυρίζω. «Είδες κανέναν» –εγώ συνέχεια το δαχτυλίδι– «από αυτούς τους αλήτες, τους κομμουνιστές να κάνει καλή οικογένεια;» Τότε σήκωσα το κεφάλι: «Μήπως τους αφήσανε;» Σηκώνεται πάνω ο στρατηγός: «Ξέρεις ότι μπορώ να σε κάνω αύριο να μη δεις τον ήλιο;» Εγώ έσκυβα το κεφάλι κι άρχιζα το δαχτυλίδι. Κάθεται. Αρχίζει πάλι. «Είστε όλοι ανόητοι, το κράτος σας έδωσε ευκαιρίες να γλιτώσετε. Και το κράτος όταν υπόσχεται κρατάει τον λόγο του». Κουνιόταν ολόκληρος. «Ναι», λέω, «πολύ που κρατάει τον λόγο του». «Γιατί;» μου λέει. «Γιατί την άλλη φορά», λέω, «γέμισε τον ουρανό με προκηρύξεις. Ελεγαν ότι όσους –δεν θυμάμαι ακριβώς τη λέξη– αδικήσαμε αμνηστεύονται, αλλά από το ’47 και πέρα θα είναι αμείλικτο». Είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις. Του λέω: «Η Ελένη που ήρθε στο σπίτι μου και της πήρα τη μαντίλα και τα υπόλοιπα ήτανε το ’46. Δεν την ξαναείδα ύστερα που αγρίεψαν τα πράματα». Γυρίζει και λέει στον βασιλικό επίτροπο: «Ε, τότε, τι μου τη φέρατε;» Δηλαδή είχες έναν λόγο να μην τη δικάσεις με τέτοια ποινή. Κι έτσι γλίτωσα.
“Πέρασα καλά” στη φυλακή
Εδώ
που τα λέμε –το λέω και δεν ντρέπομαι– πέρασα καλά στη φυλακή. Πέρασα καλά
γιατί όλοι εμένα φροντίζανε. Πεντάκις εις θάνατον – την πιο βαριά ποινή είχα,
πάνω απ’ όλες ήμουν. Τα στελέχη με προσέχανε πάρα πολύ. Η Καίτη Ζεύγου… Mέσα
στη φυλακή έγινα γυμνάστρια, μαέστρος, χόρευα… Καζάσκα μόνο εγώ χόρευα, καμία
άλλη. Καλοπέρασα (γελάει).
Όλες οι
κρατούμενες κάτι κάναμε για να ενισχύσουμε τα οικονομικά μας, άλλη έπλεκε, άλλη
κεντούσε, άλλη έφτιαχνε κούκλες. Εγώ ζωγράφιζα: ένα λουλούδι, ένα σπίτι, ένα δέντρο,
ένα πουλί. Εκείνη που ζωγράφιζε πού και πού –και η Μαργαρίτα Κωτσάκη ζωγράφιζε–
ήταν η Ιουλία Πλουμπίδου, γυναίκα του Πλουμπίδη, δασκάλα ήταν. Είχαμε πολλές
δασκάλες, πολλές καθηγήτριες, τέσσερις-πέντε γιατρίνες, τέσσερις-πέντε
δικηγορίνες. Αυτές ήταν κομμουνίστριες αλλά εμείς τα κοριτσάκια δεν ήμασταν.
Και τις βλέπαμε πια, σπουδαία πρόσωπα, και τις ζηλεύαμε. Στο σπίτι μου τους
πίνακες που έχω είναι όλοι από τη φυλακή. Στιγμιότυπα. Πρόσωπα δεν τα
πετύχαινα. Ωραία πρόσωπα έκανε η Βίργω Βασιλείου. Ηταν η αδερφή της μαζί. Εκανε
ωραίες προσωπογραφίες, τη ζήλευα.
(Γράφει
η Μ.Οι. - «ιστορίες πίσω από τη κουίντα»)
Όταν γνώρισα τη Μαρία η Σιδέρη τα χρόνια της 7ετίας ήταν μια όμορφη γυναίκα
δυναμική και πάντα είναι ! και εγώ θα ήμουν δέκα τότε... ήταν τη περίοδο που κρύβαμε
στο σπίτι μας τρεις κομμουνιστές μεταξύ αυτών ο άντρας της ο αγωνιστής-ποιητής
Γιώργος Σιδέρης άκουγα λοιπόν για τις εξορίες τους και τα βασανιστήρια που
πέρασαν και η Μαρία δεν μου είχε πει ποτέ τίποτα για τον εαυτό της! 14 χρόνια
φυλακή έκανε και από το 1967 μέχρι το 1981 ποτέ δε μίλησε για ότι πέρασε! εγώ
τα έμαθα αργότερα...
Δεκατέσσερα χρόνια...
“Με
τις αναμνήσεις μου αυτές ξαναζωντανεύουν τραγικές μέρες που έζησε η γενιά μας.
Πιστεύω πως οι μνήμες αυτές, αν φτάσουν στους νεώτερους, γίνονται χτήμα κοινό
και συνείδηση της κοινής ευθύνης που μας βαραίνει όλους.
Γράφω για να μη συνεχίζονται αυτά πουθενά στον κόσμο, για να μην επαναληφθούν
ποτές στον τόπο μας. Και για να ζητάμε πάντοτε δικαιοσύνη και ειρήνη”.
Μ.Σ.
Πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης δήμαρχος Καισαριανής ο Παναγιώτης Μακρής και
οι εκδηλώσεις για τους 200 της πρωτομαγιάς του 1944 -κομμουνιστές εκτελεσμένους
από τους Ναζί κατακτητές παίρνουν διαστάσεις εθνικής επετείου με πολιτικό
αντίκτυπο.
Κυριακή πρωί με επικεφαλής τον Δήμαρχο υποδέχονται την αντιπροσωπεία του Κ.Κ.Ε.
και μετά συγκέντρωση - πορεία στο Σκοπευτήριο. Τον Παναγιώτη συνοδεύουν οι
Δημοτικοί σύμβουλοι -αντιστασιακοί Γιώργος Σιδέρης, Μιχάλης Λιαρούτσος κά.