Το ΚΚΕ, καθοδηγητής και αιμοδότης της ηρωικής πάλης του λαού ενάντια στην
τριπλή κατοχή, έγραψε κυριολεκτικά Ιστορία στην ανάδειξη της γυναίκας της εργατικής τάξης,
του λαού σε συνειδητή αγωνίστρια,
μέσα από τις γραμμές ΕΑΜ_ΕΛΑΣ_ΕΠΟΝ,
στα Όργανα του Κόμματος και του κινήματος.
Η συμμετοχή των γυναικών στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση κατά την Κατοχή (1940 - 1944), στην παράνομη δράση των Οργανώσεων του ΚΚΕ
αλλά και στη μαζική πάλη μέσα από εργατικά
σωματεία, φορείς και απελευθερωτικές οργανώσεις που συγκροτήθηκαν, αποτελεί ξεχωριστό
κεφάλαιο _κι αυτό ματοβαμμένο εκείνης της περιόδου.
🔹 Μια μέρα είχα
πάει σ’ ένα κοντινό χωριό που λέγεται Στένωμα. Σ’ αυτό το χωριό ήταν
εγκατεστημένο το Πολιτικό Γραφείο του Κ.Κ.Ε. και τράβηξα κάτι φωτογραφίες. Όταν
γύριζα πίσω στη Βίνιανη νωρίς το απόγευμα, βρήκα στο δρόμο μια ομάδα γυναικών
που ξεκουράζονταν σε μια βρύση που βρίσκεται πριν από τη Βίνιανη. Να ένα ωραίο
θέμα, είπα μέσα μου. Θα φωτογραφίσω αυτές τις γυναίκες με τις ζαλίγκες τους
μόλις ετοιμασθούν να ξεκινήσουν. Τις πλησίασα και τις χαιρέτισα κατά τον
συνηθισμένο τρόπο:
🔹 Γεια σας
συναγωνίστριες...
🔺 Γεια σου συναγωνιστή
🔹 Από πού έρχεσθε;
🔺 Από τη Νεράιδα –συναγωνιστή
(από το βιβλίο "Με τους Αντάρτες στα βουνά"
του πρωτομάστορα και ποιητή της τέχνης της φωτογραφίας, «με τις απανωτές
δυστυχίες μας και τις λιγοστές χαρές μας» φωτογράφου της Εθνικής Αντίστασης
Σπύρου Μελετζή)
Κι’ όταν άκουσα πως ερχόταν από το χωριό Νεράιδα κι είχανε περπατήσει έτσι
φορτωμένες πέντε ώρες, άρχισαν πάλι οι τύψεις να με βασανίζουν. Πέντε ώρες
πορεία και φορτωμένες έτσι. Ε, αυτό πια πώς να το χωρέσει ο νους μου…
Ανάμεσά τους ξεχώριζε μια γριά (είναι
αυτή που έχω στο λεύκωμά μου με την κασόνα ζαλίγκα). Αυτή τράβηξε πιο
πολύ την προσοχή μου, οι άλλες ήταν νέες, και την ρώτησα τότε:
🔹 «Καλά, εσύ συναγωνίστρια, δεν έχεις κανένα δικό σου,
καμιά κόρη, καμιά αγγόνα, να ερχόταν εκείνη “αγγαρεία”, παρά φορτώθηκες εσύ
γριά γυναίκα αυτή την κασόνα και περπάτησες τόσες ώρες.»
Να τι μ’ απάντησε εκείνη η Ευρυτάνα γυναίκα:
🔻 «Έχω συναγωνιστή, και κόρες κι αγγόνες, αλλά όλες
πήγανε σήμερα “αγγαρεία”.
Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή, αγώνας. Αν τον κερδίσουμε τα κερδίσαμε
όλα, κι όταν τον χάσουμε τα χάνουμε όλα».
_Βούρκωσαν τα
μάτια μου κι άθελα άρχισαν να κυλάν τα δάκρυα. Καμώθηκα πως ήθελα να πιω νερό
και πήγα κοντά στη βρύση. Πλύθηκα για να κρύψω τα δάκρυα που κυλούσαν στο
πρόσωπό μου και να πάρω λίγο κουράγιο. Και χίλια κανόνια να έπεφταν με μιάς
ίσως θα μπορούσαν να τ’ αντέξουν τ’ αυτιά μου. Μα τούτα τα λόγια της Ευρυτάνας
γριάς ήταν αδύνατο να τ’ αντέξω.
_Την ίδια
στιγμή σαν να βρισκόμουνα σε έκσταση ή έβλεπα ένα θάμα, άρχισε εκείνη η γυναίκα
με την κασόνα ζαλίγκα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να γίνεται στοιχειό και
δράκαινα, να ξεπερνά τις κορφές του Βελουχιού και ν’ ανεβαίνει στα μεσούρανα.
Μέσα στο νου μου αυτή η γυναίκα έλαμψε και φωτίστηκε και στάθηκε μπροστά μου
επιβλητική, μεγαλόπρεπη, ακατάλυτη. Κι εγώ μπροστά της ένας νάνος, ένα τίποτε.
Την έβλεπα και δεν τη χόρταινα. Να, έλεγα, αυτή είναι η Ελλάδα, βουνήσια
Ελλάδα, που αγωνίζεται και μάχεται για τη λευτεριά.
_Ήθελα να τρέξω κοντά της, να την αγγίξω, να πάρω κι εγώ δύναμη, να πάρω
κουράγιο να γεμίσω την ψυχή μου με πίστη και θάρρος, με αυτοπεποίθηση για να
μπορώ να πράξω κι εγώ κάτι. Μα δεν είχα ούτε μια στάλα δύναμη. Τα πόδια μου λες
κι είχαν κολλήσει σε λάσπη ή είχαν ριζώσει μεσ’ στη γη, δεν μπορούσα να τα
κουνήσω και έτσι καρφώθηκα στο ίδιο μέρος και την κοίταζα αμίλητος και σαν
υπνωτισμένος. Και μόνο όταν σηκώθηκαν και οι άλλες κοπέλες με τις ζαλίγκες τους
και μούπαν «Γεια σου συναγωνιστή», τότε συνήλθα. Τότε τις φωτογράφισα κι έφυγα
ντροπιασμένος.
Σκεπτόμουνα
πάντα, κι ως τα σήμερα ακόμα, τι έδωσε ο λαός μας σ’ αυτό το διάστημα της
κατοχής και τι αντάλλαγμα πήρε για τις τόσες και τόσες του θυσίες. Έρχονται
στιγμές, ακόμα και σήμερα, που φέρνω μπρος στα μάτια μου όλο αυτό το μεγαλείο
του λαού μας όπως το ζήσαμε όλοι όσοι είχαμε την τύχη, την ευλογία του θεού και
βρεθήκαμε τότε στην Ελεύθερη Ελλάδα, και πονώ για τον λαό μας και για την
κατάρα που τον δέρνει. Κι όταν μάλιστα ξέρεις ποια είναι αυτή η κατάρα τότε
πονάς ακόμα πιο πολύ.
Στην πρώτη
γραμμή του αγώνα
Πολλές γυναίκες
πήραν μέρος στον ΕΛΑΣ και πολέμησαν με το όπλο στο χέρι. Άλλες στήριξαν τους
αντάρτες, βοήθησαν στον ανεφοδιασμό τους με τρόφιμα, ρουχισμό και πυρομαχικά,
τους πρόσφεραν κρυψώνα. Έδωσαν τη μάχη της ενημέρωσης και της αφύπνισης του
λαού, έγραψαν και μοίρασαν προκηρύξεις, συνθήματα στους τοίχους, ξεσήκωναν τις
γειτονιές με τα «χωνιά».
«... Η
Λαμπρινή πλησίασε στο δωμάτιο του Γερμανού και κόλλησε τ' αυτί της στην πόρτα. Άκουσε
την ανάσα του βαριά, κανονικιά. Δοκίμασε την πετούγια: ήταν ξεκλείδωτη η πόρτα.
Μπήκε με χίλιες δυο προφυλάξεις και ψαχούλεψε στα σκοτεινά τον τοίχο να βρει
τον διακόπτη. Τον βρήκε μα δεν άναψε το φως. Έσφιξε το περίστροφο στο χέρι της
κι ανάσανε βαθιά για να συνέλθει. Την πλημμύρισε ένα παράξενο συναίσθημα, ένας
φόβος περίεργος. Δε φοβότανε το Γερμανό, μα τον ίδιο τον εαυτό της. Πώς
μπορούσε να κάνει τέτοιο πράμα; Πήρε άλλη μια ανάσα κι άναψε το φως. Ο Γερμανός
κουνήθηκε στον ύπνο του. Κάτι μουρμούρισε και ξύπνησε. Ανοιξε τα μάτια του κι
είδε την Λαμπρινή με το περίστροφο. -Καπούτ! Φώναξε άγρια η Λαμπρινή, τη μόνη
γερμανική λέξη που θυμήθηκε και πρόστεσε γρήγορα: Και μη κάνεις την παραμικρή
κίνηση γιατί θα σου ρίξω!»
«Στις πέντε του Γενάρη το βράδυ, τους
φώναξαν στη διοίκηση και τους είπαν πως πρέπει ν' αφήσουν την Αθήνα, γιατί,
έτσι που πήγαιναν οι «σύμμαχοι», δε θ' άφηναν τίποτα όρθιο. Οι μαχητές δεν
πολυκατάλαβαν. -Δηλαδή; -Τι δηλαδή; Φεύγουμε! -Πώς φεύγουμε; Δεν ήθελε κανείς
να το πιστέψει. Εκείνο το βράδυ κιόλας θ' άρχιζε σύμφωνα με τη διαταγή η
εκκένωση της Αθήνας. Ως το πρωί τα τμήματα έπρεπε να βρίσκονται έξω από την
πόλη. Θα πιάνανε θέσεις στο Τατόι. Σε δυο ώρες φύγανε κιόλας οι πρώτες ομάδες
από το τμήμα του Νώντα. Αλλα τμήματα θα 'μεναν να καλύψουν τους οπισθοχωρούντες
σε περίπτωση που θα τους έπαιρναν χαμπάρι οι Εγγλέζοι. Το σχέδιο ήταν να φύγουν
αθόρυβα, έτσι που το πρωί ο εχθρός να βρει τα οδοφράγματα άδεια. Σκίσαν ένα
σεντόνι και γράψανε με ντοματοπελτέ: ΖΗΤΩ Ο ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ»
_“Ο δρομάκος με την πιπεριά», του Δημήτρη Ραβάνη – Ρεντή” Ενα μυθιστόρημα,
που αντανακλά εκείνες τις ηρωικές μέρες της Εθνικής Αντίστασης και του
Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που χάραξαν την ιστορία του λαού μας. Το βιβλίο
γράφτηκε στα χρόνια ανάμεσα στο 1949 και 1958. Εκδόθηκε για πρώτη φορά σε τρεις
τόμους, σε μετάφραση στα ρουμάνικα, το 1958 και 1959. Στην Ελλάδα βρίσκεται
στην ενδέκατη έκδοσή του και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις: «Σύγχρονη Εποχή».
«Ιστορία της
Βάσως : «Δυο αδέλφια μας επιστρατευτήκανε στον Αλβανικό. Βλέπαμε και με τα
μάτια μας τον πόλεμο, περνούσε στον κάμπο κάθε νύχτα στρατός, κανόνια τραβούνε προς τα πάνω. Καμιά
φορά βλέπομε τραβούνε προς τα κάτω ανάποδα, φοβηθήκαμε. Ο σταθμάρχης απ’ το
Κεφαλοχώρι στέλνει ντελάλη κι από κοντά του ένας χωροφύλακας, φωνάζουν πως τώρα
μας πολεμούν κι οι γερμανοί, μας τσάκισαν, αν περάσουν άγγλοι να τους πιάσωμε,
τάχα έτσι θα γλυτώσωμε. Μας θόλωσε ο νους…Μία νύχτα παρουσιάστηκε ο Μεγάλος μας
μ’ άλλα 5-6 παιδιά, το μάτι τους αγριεμένο μας λέει : «Δεν γνωρίζεται σύμμαχος
από εχθρός, μη μιλάτε, βουβαθείτε».
Πέσαμε να σπείρωμε τίποτα να προλάβωμε τα όψιμα, ζευτήκαμε δυο αδελφές στ’
αλέτρι, μας πήραν τα ζα στην επιστράτευση.
Το καλοκαίρι κάποιος θεριστής από άλλο χωριό παράγγειλε και συναχτήκαμε στ’
αλώνια, πρώτος αυτός μας είπε : «Μη παραδεχτείτε τη σκλαβιά, θα πολεμήσωμε
κλέφτηκα, θα λεφτερωθούμε». Κι άλλα τέτοια πολλά. Σου ’παιρνε την ψυχή άμα
μιλούσε. «Κι οι κοπέλλες μπροστά, σας καλούμε όλους, όλες. Έτσι ακούστηκε το
ΕΑΜ… πού είσαι, αδελφέ μου, να ιδείς τα όμορφα και τα δίκαια… θυμούμαστε το
Δεύτερο, που δε γύρισε απ’ το Μέτωπο, έλεγε κι αυτός κάτι τέτοια, σαν πήγε να
μάθει τσαγκάρης.
Παρά ύστερα συζητήθηκε να πάρωμε τα ζα των χοντρονοικοκυραίων να κάνωμε χωράφι
με τη σειρά, αυτωνών δεν τα πήρε η
επίταξη, λοιπόν ειδοποιήσανε αυτοί, πλάκωσε απόσπασμα τσολιάδες και γερμανοί
κάνανε μπλόκο. Το χωριό ειδοποιήθηκε από δικό μας άνθρωπο∙ άδειασε, μείναν οι
κολασμένοι, πίναν ρακί και με το γερμανό αξιωματικό, γυρεύανε τους πατριώτες.
«Μαρτύρα και συ μωρ’ θειάκω Παγώνα, αυτοί να λείψουνε
κάμποσοι που χαλνούν το χωριό» είπαν της μάνας μας που περνούσε, τους λέει
αυτή: «Εγώ τί να μαρτυρήσω απ’ το χαλασοχωριό; Εγώ δεν ξέρω πού είναι τα παιδιά
μ’, το βιο σας θα φυλάξω;».
Και τους βλαστήμησε σκατόψυχους και την σκοτώσανε με μπαλτά, στη μέση καταμεσίς
στην αγορά, εκεί την αφήσανε, νύχτα πήγανε δυο γειτόνισσες διώξανε τα σκυλιά
και τη σηκώσανε, σα φύγαν τ’ αποσπάσματα. Κι ο Μεγάλος μας παρουσιάζεται σε δυο
μέρες, καθαρίζει το μυλωνά που είχε πετάξει την κουβέντα εκείνη της μάνα μας,
τον φώναξε στην πόρτα του και τον καθάρισε. Ύστερα χτύπησε την καμπάνα είπε να
’χει εμπιστοσύνη ο κόσμος, να ’χει τα θάρρη του στη λαϊκή εξουσία, δε θ’
αργήσει να τιμωρηθεί κάθε προδοσία, μίλησε στην πλατεία, οι καρδιές
ξεπετούσανε. Ύστερα βγήκαν κι άλλοι στο βουνό. Πήγα κι εγώ κι άλλες 4 κοπέλλες
κι η αδερφή μου, που απόμεινε σαν παραλογιασμένη απ’ το φονικό της μάνας
μας-πού να μείνει; Να πάθει και καμιά χειρότερη προσβολή…
Πώς πορευτήκαμε, μη ρωτάς χειμώνα καιρό, που φεύγουνε κι οι λύκοι… Πού να ιδείς
όμως σύναξες και συνοδείες και δικαιοσύνες και διανομές, δε ζεστάθηκε ούτε μέρα
ούτε νύχτα το κορμί μας, ρούχο στεγνό σάπιο, μα κι ο αγώνας αγώνας, παγάνες,
ενέδρες, χτυπούσαμε φάλαγγες, φυλάκια, με την ανακωχή των ιταλών, παραλάβαμε
όπλα ιταλικά ολόκληρα φορτία, γυμναστήκαμε και στα όπλα.
Το καλοκαίρι πάλι στείλαμε είδηση στα χωριά πως θα θερίσωμε λαός και αντάρτες
μαζί: τόσα δρεπάνια, τόσα τουφέκια, χέρια πολλά – μια γνώμη, ευλογία, με τ’
όπλο ανάρτηση, θέρισμα, στίβαγμα, φόρτωμα και πόλεμο.
Εκεί μας φανερώθηκε και ο Μικρότερός μας, έφερε και δυο αρνιά να φάμε. Ήθελε να
μείνει πια κοντά μας. Μας είπε πως κάψανε πρώτο πρώτο το σπίτι μας «θα χτίσωμε
άλλο καλύτερο, ε αδερφή;» αξέχαστη ζωή …
Τέλος έδωσαν πιάσαν φεύγαν οι γερμανοί, φεύγανε, καίγανε, δώσανε μάχες στη
γραμμή του τρένου, έξω από τη Κρυόβρυση πληγώθηκε βαριά κι ο Μικρός μας αυτός.
Λάβαμε διαταγή να κατέβωμε στον τάδε σταθμό του τραίνου, πετούσαμε και
κατεβαίναμε «πήρε τέλος η σκλαβιά» … Εκεί σ’ ένα φυλάκιο με φωνάξανε, είδα το
Μικρό μας ξαπλωμένον σε κλαριά, πευκόκλαρα, μόνο πως ανάσαινε, το στήθος του
γαζωμένο από πολυβόλο. Του ’βρεξα το στόμα με λίγο νεράκι, ξεψύχησε σαν
πουλάκι. Τον θάψαμε, του ρίξαμε και τρεις μοβροντιές. Τραβήξαμε. Όπου πηγαίναμε
καμπάνες, τραγούδια δεν μπορούσα να χαρώ, δεν μπορούσα και να κλάψω …
Γυρίσαμε πάλι στα ορεινά μας χωριά. Στο Κεφαλοχώρι πάλι ο ίδιος σταθμάρχης που
πρόσταζε να παραδώσωμε τους εγγλέζους, τώρα με τους εγγλέζους νύχι και κρέας,
κάνει διανομές, γράφει ξεγράφει, αυτό τ’ αλεύρι, αυτός τα ρούχα. Πήγαν οι δικοί
μας: «Δε σας γνωρίζω φέρτε ταυτότητες» τους λέει. – «Εμάς δε γνωρίζεις; Για
τήρα μας καλά …». Ο Μεγάλος μας ήτανε καπετάνιος σ’ άλλη περιφέρεια, καπετάν
Δίκιος είχε ακουστεί, τούς λέει: « Ξέρομε κι από διανομές, να, η κατάσταση» και
δείχνανε την κόλα, κάπου την οικονομήσανε τη γράψανε όμορφα και καθαρά. Μα
κείνος ο σταθμάρχης κι ο εγγλέζος με το δραγουμάνο ψι ψι, σκίζει την κόλα τούς
λέει να ‘ρθει ο προπολεμικός Πρόεδρος της Κοινότητας, δηλαδή ο Παλουκοθύμιος,
που έφερε τους γερμανούς, άνοιξε μάλιστα τώρα μπακάλικο και το τεφτέρι του με
τα παλιά βερεσέδια – το λέγαν και δεν το πιστεύαμε. Ο αδερφός μου αυτός ο
Τάσος, τους λέει «Πάμε δε θα δώσωμε αφορμή …» λέει, το μούτρο του συνεφιασμένος
ουρανός.
Ύστερα έγινε ο Δεκέμβρης στην Αθήνα, μάθαμε για τις μάχες, περάσανε προς τα
πάνω οι συναγωνιστές της Αθήνας, γέροι, νέοι, γυναίκες με τα γοβάκια, με τα
σακάκια μες τα χιόνια. Και καρδιές φωτιά.
Ύστερα έγινε η συμφωνία να παραδώσουνε τα όπλα, ε Χριστέ μου τότες να ιδείς
δάκρυ αντρίκιο, μολύβι το παράπονο δεύτερη κατοχή και πιο πικρή. Ύστερα
μοιράσανε και όπλα, όχι μόνο κονσέρβες στους Δεξιούς. Τότες οι εθνοφύλακες
πέσανε στο χωριό μαυρίσανε τα μαυρισμένα, ρημάξανε πάλι τα ρημαγμένα, πάλι τα
βουνά βρόντηξαν και πάλι πείνες, ποιος θα καματέψει, ποιος θα σπείρει
αριστερός, δεξιός ; Και δύο βόδια μας βρέθηκαν λογχισμένα. Φύγαμε μ’ άλλα 4
παιδιά νύχτα, ήρθαμε στην Αθήνα, έμεινα σ’ ενούς κουμπάρου μας, είχε περίπτερο,
με πήρε από ντροπή μα είχε φόβο από ρουφιανιά, έτρεμε. Σαν μου είπε για το
αμερικάνικο νοικοκυριό ένας γαλατάς χωριανός μας, πήγα. Μα πίσω μας τι γίνεται
; Την αδερφή μου της βγάλαν το μάτι από το ξύλο και γυρίζει, εμένα με
γυρεύουνε. Το όνομα του αδερφού μου το γράψανε οι εφημερίδες πολεμά, κρύβεται
στο τάδε δάσος έπιασε ομήρους εθνοφύλακες, αχ αδερφέ μου, σταυραητέ μου, το
ψωμί που τρώω εδώ πολύ πικρό …
Μια Κυριακή πάω στου κουμπάρου το περίπτερο, μου λέει πως του αδερφού μας
αυτουνού του καπετάνιου η γυναίκα, από ανταρτοχώρι της Θεσσαλίας, είχαν κάνει
και γιο, έστειλε είδηση πως κινδυνεύει, να την προλάβωμε να την πάρωμε, όπως τα
‘λεγε ο κουμπάρος αγρίευε, να μην ξαναπατήσω ποτέ στο περίπτερο πια στο
περίπτερο, ούτε γω, ούτε άλλος – τί να κάνω ;
Με το θάρρος που υπηρετώ σε ξένο σπίτι, πάω στην Ασφάλεια, δίνω τη σύσταση μ’
όνομα ψεύτικο, μου δώσανε άδεια για το χωριό, κίνησα. Πέρασα σύρματα, μπλόκα,
εγγλέζους, Μάηδες με τα κόκκινα σειρήτια με τα γαλάζια. Φτάνω, αχ με τι
καρδιοχτύπια, βρίσκω τη νύφη δεν είχε πια πνοή, δεν άνοιγε την πόρτα της. Το
παιδί όμως σα φεγγαράκι γεμάτο, και τι δεν του οικονομούσε, ως και γάλα
γαϊδουρίσιο ακούς …Την ίδια νύχτα φύγαμε, τυλίξαμε μια ραφτομηχανή, τη ζαλώθηκα
στις πλάτες, δεν τη άφηνε αυτή. Μας και μας γλύτωσε παρακεί, κοίταζαν πιο πολύ
τη μηχανή στην πλάτη μας παρά εμάς, φτάσαμε σ’ έναν συμπέθερο της, δεξιός
αυτός, όμως λυπήθηκε, μας στο καλύβι με τ’ άχυρα. Χάριν της μηχανής, η
συμπεθέρα έφερνε και κανένα κομμάτι μπομπότα. Το παιδί φύρανε, κλαψούριζε, κάθε
ώρα έβγαινε η ψυχή μας απ’ το φόβο, αχ ούτε τ’ αγρίμια τέτοιο φόβο. Την άλλη,
την παράλλη έρχεται ο συμπέθερος «να ’ρθείτε, που σας γυρεύει ο Νωματάρχης».
Πάω εγώ. Τί να
’κανα.
Δε με ρωτήσανε τίποτα, φέρανε μια κόλα χαρτί μου λένε «υπόγραψε». Ξύλιασα πως
μου γυρεύανε να αποκηρύξω. Ένας ξαναλέει «υπόγραψε πως σου παραδώσαμε το
πεσκέσι …» δεν κατάλαβα. Στο γραφείο πάνω ήταν ένα καλαθάκι, τραβούνε μια
παλιοπετσέτα, βλέπω αίματα, ένα σγουρό τσουλούφι… εγώ ήμουνα που το είδα, το
γνώρισα ; Έφερα μπρος το χέρι, πιάνω το μολύβι βάνω υπογραφή, παίρνω αγκαλιά το
καλάθι, πετάγομαι όξω.
Στο κατώι έχουνε αντάρτες φυλακισμένους, πώς πήραν είδηση ; Κρέμουνται απ’ τα
σίδερα «γεια σου, γεια σου καπετάνιε αγωνιστή, ντροπή σας …». Οι Μάηδες πέσανε
πάνω μου ν’ αρπάξουν το καλάθι, εγώ κόλλησα στον τοίχο, έβαλα κάτι κακές φωνές
κι ο Νωματάρχης ντράπηκε; λυπήθηκε; Με στέλνει συνοδεία στον αχερώνα, με το
καλάθι στο χέρι, μπαίνω μέσα με τα τέσσερα, λιγοθύμησα. Τη γυναίκα του άμα
συνέφερα την είδα γονατιστή και ξεμαλλιασμένη, χάιδευε το καλάθι, τον έκλαιγε.
Τον κλαίγαμε μαζί μουλωχτά μη μας ακούσουν. Το παιδί παρακεί αποκοιμισμένο σαν
αρνάκι. Κλάψαμε και αυτόν και την αντρειωσύνη του, τον άλλον που δεν γύριζε
καθόλου και το μικρό μας και τη μάνα μας και την παραλογιασμένη αδερφή κι έναν
αδερφό της αυτηνής, σκοτωμένον… αχ σώνεται τέτοιο κλάμα … οι συμπέθεροι
φευγάτοι ολότελα μη βρούνε μπελά. Την αυγή σκεπάσαμε το καλάθι με πετσέτα
καθαρή, βάλαμε δύο κλωνιά σκοίνο γύρω γύρω, τον θάψαμε σε μιαν άκρη κοντά στα
σκοίνα, ένας λάκκος όσο για ένα καινούργιο δεντράκι, αχ καημός, ολόκληρος
λέοντας. Δε βάλαμε σημάδι μη μας τον προσβάλουνε, ούτε σταυρό. Την ίδια μέρα
σήκωσαν τη γυναίκα του με το μικρό για εξορία. Τρύπωσα σ’ ένα φορτηγό, με
λυπηθήκανε, άργησα δυο μέρες, πώς να τους εξηγηθείς, κυρά Παρασκευή ; Ούτε των
πιο καλών η καλωσύνη τους δε φελά για μας …
- Δεν ήβρες αλλού δουλειά ;
- Με γυρέψανε στο διπλανό σπίτι μα θέλανε να τους βγάζω και τον σκύλο περίπατο
…...». _“Εκείνα τα
μεγάλα σπίτια», της Ελλης Παπαδημητρίου (Ανθολογία ελληνικής αντιστασιακής
λογοτεχνίας 1941 - 1944)”
Η ματαίωση
της “πολιτικής επιστράτευσης”
Οι γυναίκες
βρέθηκαν στην αλυσίδα της συγκέντρωσης και της απεργίας, με αυτοθυσία. Την
εποχή εκείνη η συμμετοχή στην απεργιακή συγκέντρωση σηματοδοτούσε όχι μόνο τον
κίνδυνο να χαθεί το μεροκάματο, αλλά αφορούσε ακόμα και την ίδια τους τη ζωή.
Στις κορυφαίες κινητοποιήσεις που οργάνωσε το ΕΑΜ συγκαταλέγονται οι εργατικές
- λαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια στην επιστράτευση από τους Γερμανούς, τους
πρώτους μήνες του 1943. Οι κινητοποιήσεις, που οδήγησαν τελικά στη ματαίωση της
επιστράτευσης, κορυφώθηκαν στις 5 Μάρτη 1943, με 200.000 ανθρώπους να παίρνουν
μέρος στη διαδήλωση στην Αθήνα. Οι διαδηλωτές κατέλαβαν το υπουργείο Εργασίας
και έκαψαν τους καταλόγους της επιστράτευσης, ενώ οι νεκροί ξεπέρασαν τους 18
και οι τραυματίες τους 135.
«Ξεκινήσαμε
ο ένας κολλητά στον άλλο. Πόση σιγουράδα παίρνεις όταν αισθάνεσαι όλον αυτό τον
κόσμο γύρω σου!... Ενα μουρμούρισμα μαζί με μια αναταραχή φτάνει σιμά μου:
"Ερχονται! Ερχονται!" Μια φωνή ξεχωρίζει: "Πυκνώστε τις γραμμές!
μη διαλύεστε!" Ενα χέρι μ' αρπάζει απ' το μπράτσο. Το κεφάλι της Νίτσας
πίσω μου χλωμό, ξεχτένιστο, με χείλια ξεροσκαλιασμένα, σαν να μην της έμενε
σάλιο στο στόμα για να τα γλείψει. Θα προσπαθεί ίσως και κείνη να καταπιεί τον
κόμπο που της έχει ανέβει στο λαιμό. Δεν περισσεύει σάλιο για να γλείψεις τα
χείλια σου σε κάτι τέτοιες στιγμές! "Φοβάμαι", μουρμούρισε δειλά.
"Τι την ξεστόμισες τούτη τη λέξη;", ούρλιαξα μέσα μου, "δεν
ακούς την καρδιά μου πώς χτυπάει; Δε χρειάζουμαι συντροφιά στη δειλία. Εκεί δεν
υπάρχει παρά μονάχα ο εαυτός σου, ενώ εδώ;.. Οχι δε φοβάμαι, δε φοβάμαι! ΚΑΤΩ Η
ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ"»... “Μια σταγόνα
αίμα», της Καίτης Νικολέτου (διήγημα δημοσιευμένο στη «Νέα Γενιά»”.
Η μάχη της σοδειάς
Το καλοκαίρι
του 1944, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και οι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις είχαν επεκταθεί
σε όλη την Ελλάδα. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ μαζί με τον λαό ρίχτηκαν στη μάχη κατά
των Γερμανών κατακτητών με σύνθημα: «Ούτε σπειρί στάρι στους κατακτητές»!
Αρχισε η «Μάχη της Σοδειάς», στην οποία αντάρτες, αγρότες, ΕΠΟΝίτες και
ΕΠΟΝίτισσες έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους.
«Χυμούν οι
γύπες· και ξερνούν φωτιά και σίδερο / των μανιασμένων δολοφόνων τα κανόνια /
και τα γεννήματα ν' αρπάξουν αγωνίζονται / κι άδεια ν' αφήσουν κι αιματόβρεχτα
τ' αλώνια. / Μα οι κοπελιές με βια θερίζουν ασπρομάντηλες / το στάρι που
έσπειραν οι αδούλωτοι χωριάτες / κι ολόγυρά τους πολεμούνε οι καβαλάρηδες / στ'
άσπρα φαριά, τους λυσσασμένους απελάτες». «Η μάχη της σοδειάς», της Κατίνας Παΐζη (ποίημα δημοσιευμένο στα
«Ελεύθερα Γράμματα»).
Η Ηλέκτρα
Για τη δράση
τους οι γυναίκες διώχθηκαν και βασανίστηκαν, πολλές βρέθηκαν στις φυλακές και
τις εξορίες, ακόμα και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στάθηκαν κι εκεί
ασυμβίβαστες, με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να δώσουν ούτε την πιο μικρή πληροφορία.
Στις 26 Ιούλη 1944, σε δρόμο της Αθήνας, βρέθηκε ένα παραμορφωμένο και
μισοκαμένο πτώμα γυναίκας. Ηταν το σώμα της Ηλέκτρας Αποστόλου, μέλους της ΕΠ
της ΚΟΑ. Η Ηλέκτρα πέθανε σε ηλικία 34 ετών, μετά από φρικτά βασανιστήρια στα
χέρια της Ειδικής Ασφάλειας.
«
Η πόρτα του
έχει ρόπτρο. Και είναι ξεθωριασμένη... Ήτανε τότε που τα σπίτια ήτανε σπάνια
σαν τον κομήτη. Που ήταν έξυπνο να είχες δέκα, να συναλλάζεις κάθε τόσο... Ηρθε
βραδιά όπου κοιμόσαντε μέσα στο σπίτι οχτώ κι ο τελευταίος εφύλαε βάρδια, ν'
αφουγκράζεται τα πατήματα... "Τακτάκ - σουσάμι άνοιξε" είπε κι η
Μαίρη μια μέρα κι εμπήκε. Βρήκε κρεβάτι κι έπεσε. Από τις τρεις μέχρι τρεις κι
είκοσι την άφηκε η δουλειά να πέσει, πρόλαβε και ρουχάλισε και πετάχτηκε ολόρθη
σα να 'ταν η ίδια η καρδιά της ξυπνητήρι και μας το δικαιολόγαγε: "Είμαστε
μάχιμοι στρατιώτες, πέφτομε όπου τύχει κι όσες στιγμές προλάβομε".
Μια μέρα που
'φευγε είπε σ' εκείνους που 'μεναν: "Θα ξανάρθω την Τρίτη". Εβάσταγε
κι ένα κουβαδάκι, παιγνιδάκι της κόρης της. Την Τρίτη την περίμεναν αλλά δεν
ξαναπέρασε. Στις 7.30 το πρωί πιάστηκε απ' την Ειδική Ασφάλεια... Ητανε η
Ηλέχτρα Αποστόλου». “Το σπίτι»,
της Μέλπως Αξιώτη (διήγημα δημοσιευμένο στα «Ελεύθερα Γράμματα»)”.
“Το πιο φτηνό μου δώρο στην Πατρίδα”
Η ένταξη και η
δράση των γυναικών στο ΕΑΜ, στην ΕΠΟΝ, στον ΕΛΑΣ, είχε να αντιμετωπίσει τους
«σκοπέλους» των προκαταλήψεων και των αναχρονιστικών αντιλήψεων που
κυριαρχούσαν για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνική ζωή και δράση,
δηλαδή των απόψεων που θεωρούσαν ασυμβίβαστη με τη «γυναικεία φύση» τη
συμμετοχή στη διαδήλωση, στην απεργία, πόσο μάλλον στον ένοπλο αγώνα.
Χρειάστηκε όμως μια γυναικεία πρωτοπορία που προετοίμασε το έδαφος για να
ανάψει η φλόγα της οργάνωσης, της πάλης, της συσπείρωσης των υπόλοιπων γυναικών
της εργατικής, λαϊκής πλειοψηφίας.
«Κι οι γέροι
μέσ' από το καπηλειό / και τ' άγουρα παιδιά της γειτονιάς της, / πρωί πρωί που
πήγαινε σκολειό / πλημμύριζαν χαρά στο πέρασμά της. / Ετούτα δω της σφύριζαν
"εν δυο", / τα μάτια της καμάρωναν εκείνα / κι εγώ τα κοτσιδάκια της
τα δυο / περήφανα κι ολόξανθα σαν κρίνα... Αλί! Τ' όμορφο δεν κρατά πολύ. / Τα
ρούσα τα μαλλιά τα δοξασμένα, / δυο τρία θεριά μ' ανθρώπινη στολή, / τα κόψαν
ένα βράδυ τα καημένα! / Και πήρα την αυγή διπλή ντροπή, / θλιμμένος όταν πήγα
και την είδα, / τι βιάστηκε, γελώντας να μου πει: / "Το πιο φτηνό μου δώρο
στην Πατρίδα!"». “Η ΕΠΟΝίτισσα», του Χρήστου Γιάνναρη (ποίημα
δημοσιευμένο στη «Νέα Γενιά»)”.
Αντίσταση και αγρότισσες
Αυτές οι σκληροτράχηλες
γυναίκες των βουνών και του κάμπου
Το μισό της
Αντίστασης στον κατακτητή ήταν γυναίκες... Κι όμως... Έρχονται σήμερα κάποια
«προοδευτικά άτομα» να αμφισβητήσουν το ρόλο που έπαιξαν οι πολλοί - και οι
πολλές - στην Ιστορία, μιλώντας περιφρονητικά για τη «μάζα».
«Δε χρειάζεται
- ισχυρίζονται - να εντάσσονται οι σημερινοί νέοι σε συλλογικούς αγώνες και να
εκφράζουν ομαδικά συνθήματα: Ο,τι καλό έχει συμβεί στην ανθρώπινη ιστορία
οφείλεται στα άτομα κι όχι στις μάζες».
Χωρίς καθόλου
να υποτιμούμε το ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία, εμείς πιστεύουμε ακριβώς
το αντίθετο: Αν δεν υπήρχαν η προσφορά και οι θυσίες των πολλών «ανώνυμων»
- και ειδικότερα των αφανών ηρωίδων, των γυναικών - δε θα υπήρχε προχώρημα
στην ανθρώπινη ιστορία. Και για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, αν οι
χιλιάδες γυναίκες που έδρασαν στην περίοδο της Κατοχής είχαν επιλέξει να
«κάτσουν στ' αυγά τους» - όπως πολλές ατομίστριες αστές - διαφορετική θα ήταν η
εξέλιξη της Ιστορίας, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκόσμια...
Καθημερινές γυναίκες
Δε μιλάμε μόνο
για τις γυναίκες στις πόλεις, που η προσφορά τους είναι πιο γνωστή. Μιλάμε
για τις γυναίκες της επαρχίας, της υπαίθρου. Εκεί, εκτός από τις
λεβέντισσες που πήραν το τουφέκι και πολέμησαν σε μάχες με τον κατακτητή, ήταν
και οι άγνωστες καθημερινές γυναίκες όλων των ηλικιών, που, αψηφώντας τα
πολυβόλα των Γερμανών, κατέβηκαν σε διαδηλώσεις στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε
άλλες πόλεις. Ηταν αυτές, που πήραν μέρος στη «μάχη της σοδειάς», αυτές που λίγους
μήνες πριν αρχίσει η Αντίσταση δεν περνούσαν από το καφενείο του χωριού τους,
ούτε καθόταν στο ίδιο τραπέζι να φάνε με τους άντρες της οικογένειάς τους.
Λίγα χρόνια αργότερα, καθόταν στο ίδιο τραπέζι και συνεδρίαζαν με «ξένους» και
όχι συγγενείς άντρες, συμμετείχαν στην Αυτοδιοίκηση, στη Λαϊκή Δικαιοσύνη.
Είχε προηγηθεί
η συμμετοχή τους στην Εθνική Αλληλεγγύη, όπου η πλειονότητα (1.740.000 μέλη)
ήταν γυναίκες. Η αγρότισσα είναι που υφαίνει, πλένει, ζυμώνει, μαγειρεύει,
μοχθεί όλη μέρα για τους αντάρτες. Αυτή κουβαλά ζαλίγκα τα πολεμοφόδια και τα
τρόφιμα σε απάτητα ρουμάνια, με κίνδυνο της ζωής της. Αυτήν καίνε ζωντανή μαζί
με τα παιδιά της οι κατακτητές για αντίποινα, αυτήν περνάνε από την ξιφολόγχη
μαζί με τα νεογέννητα βρέφη της, αυτήν γδέρνουν ή κάνουνε κομμάτια. Στο βιβλίο
της Μέλπως Αξιώτη «Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας», υπάρχουν κατάλογοι με
ονόματα ηρωίδων, που υπέστησαν θηριωδίες από τους κατακτητές, αλλά και αμάχων
που βρήκαν τον πιο μαρτυρικό θάνατο, όπως στην Κατρανίτσα της Κοζάνης. Οι
γυναίκες της υπαίθρου υπέστησαν τα πάνδεινα, αλλά οι θυσίες τους είναι ελάχιστα
γνωστες. Κι όμως... Συμμετείχαν «μαζικά» και μέσα σε λίγα χρόνια η ζωή τους
άλλαξε, όπως και η συνείδησή τους, όταν αξιοποίησαν τις κρυμμένες ικανότητες
και τον καταπιεσμένο δυναμισμό τους. Ολη αυτή η «μαζική» συμμετοχή απέδειξε ότι
η κατωτερότητα της γυναίκας ήταν ένας μύθος...
Εφτακόσιες Καραγκούνες
Ιδιαίτερα
μαχητικές ήταν οι γυναίκες στα χωριά της Θεσσαλίας: Στις 11 Μάρτη του 1944
εφτακόσιες γυναίκες από την περιοχή των Τρικάλων μαζεύονται στο χωριό Ζούλιανη,
για να κατέβουν στην πόλη, να διαμαρτυρηθούν για την επιστράτευση. Ντυμένες
όλες καραγκούνικα, μπαίνουν στην πόλη από διάφορα σημεία και κατευθύνονται
στη Νομαρχία. Η Βάγια Παπαγκόγκου, στέλεχος του ΚΚΕ και υπεύθυνη της
καθοδηγητικής δουλιάς για τις γυναίκες σε όλο το νομό τότε, γράφει γι' αυτήν
την ξεχωριστή κινητοποίηση των αγροτισσών στο βιβλίο της «Λαϊκών αγώνων
αναπαραστάσεις» (Εκδόσεις Βαριάκη).
«...Πάνω στο
μεγάλο τραπέζι, το στρωμένο με πράσινο τραπεζομάντιλο, μια επιτροπή γράφει τα
ονόματα των γυναικών και των χωριών που κατάγονται, ενώ ο Γερμανός διοικητής
παίρνει ανακρίσεις:
·
Ποιος σας έφερε εδώ; - Ηρθαμαν μοναχές μας! - Ποιος
σας έστειλε; - Είπαμαν, ήρθαμαν μοναχές μας.
o
Τι θα πει μοναχές; Πώς συνεννοήθηκαν οι γυναίκες του
Λιόπρασου και της Παλιοσαμαρίνας, της Συκιάς και της Σκλάταινας; Ποιος σας
οργάνωσε; Αυτό θέλουμε να μας πείτε, ακούστηκε βροντερή η φωνή του Γερμανού
διοικητή.
·
Κανένας δε μας οργάνωσε! Ηρθαμαν όλες μαζί γιατί
ταίριασαν τα μυαλά μας.
o
Γιατί ήρθατε εδώ; - Για να σας πούμε να φύγετε από τον
τόπο μας. Να πάτε στα σπίτια σας, όπως είμαστε κι εμείς στα δικά μας!
Ο Γερμανός διοικητής αποτείνεται σε μια γριά:
Γιατί ήρθες εδώ γιαγιά;
_Να σ' πω παιδάκι μ' να πας στη μανούλα σ'... ούλα τα χωριά γιουμάτα αντάρτες με τφέκια. Είπαν θα σας σκοτώσουν. Γρήγουρα να φύγιτι...Μετά τις
ανακρίσεις, οι 24 γυναίκες της επιτροπής οδηγούνται στη γερμανική διοίκηση, ενώ
ένα μεγάλο αριθμό, κοντά στις 250, μας οδηγούν στις φυλακές της πόλης. Οι
υπόλοιπες απελευθερώνονται από έλλειψη χώρου. Μια αποπνιχτική μούχλα και μια
αλλόκοτη κρυάδα διαπερνά το σώμα μας, μόλις πατήσαμε στο κρύο τσιμέντο της
φυλακής... από μια τρύπα του μεσότοιχου, που 'ναι επίτηδες φτιαγμένη για
τέτοιον σκοπό, άρχισαν να βάζουν νερό π' ανέβαινε σιγά σιγά στα πόδια μας...
...Οχ! Πονώ
φριχτά... το στήθος μου πέτρωσε! ακούγεται γυναικείο κλάμα. - Σου είπα να μην
έρθεις, αφού είχες μωρό! της λέει κάποια από μας. - Τι λες; Πώς δε θα
'ρχόμουνα; Μόνο εγώ έχω μωρό;
Το πρωί έφεραν και τις 24 της επιτροπής. Το μεσημέρι, πάλι ανακρίσεις. - Να
φύγετε κύριε Γερμανέ και συμπάθα με που δεν ξέρω πώς σε λένε...
»Πάλι μέσα στο μουχλιασμένο μπουντρούμι... Τα νερά πάνω από τα γόνατά μας... Η
δεύτερη νύχτα είναι πιο φριχτή. Τη δεύτερη μέρα είναι πιο χλωμά τα πρόσωπά μας
και τα μάτια μας βαθούλωσαν πιο πολύ. Ομως, καμιά δεν παραπονιέται».
Ύστερα από το
γενικό ξεσηκωμό της περιοχής, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να αφήσουν ελεύθερες τις
γυναίκες. Οταν ξανατράβηξαν για τη Ζούλιανη, με έκπληξη, είδαν ότι ήταν
διπλάσιες απ' όσες ξεκίνησαν από τα Τρίκαλα. Γυναίκες και άνδρες της πόλης τις
συνόδευαν.
«Λαός απ' όλη την περιφέρεια μάς περίμενε με χαρά και συγκίνηση στο χωριό
Ζούλιανη. Βούιζε η ατμόσφαιρα από τα τραγούδια της Αντίστασης...».
Πρωταγωνίστριες της Ιστορίας
Πλήθος ιστορίες
με πρωταγωνίστριες απλές γυναίκες της επαρχίας. Σταχυολογούμε από το ημερολόγιο
της Πανελλήνιας Ένωσης Γυναικών του 1966:
- Στη Μακρακώμη μπαίνουν οι Γερμανοί
κυνηγώντας αντάρτες. Δεν τους βρίσκουν, για ν' αποσπάσουν πληροφορίες
συγκεντρώνουν τις 2.500 γυναίκες του χωριού στο προαύλιο της εκκλησίας.
Ρωτούν. Καμιά απάντηση. Τρεις ολόκληρες ώρες στην καρδιά του χειμώνα τις
κρατούν γονατιστές, περιφέροντας το περίστροφο από τον κρόταφο της μιας
στο στήθος της άλλης. Καμιά δεν άνοιξε το στόμα.
- Στο Στεφανόβουνο της Θεσσαλίας οι Γερμανοί
πιάνουν έναν αγρότη και τον μεταφέρουν με αυτοκίνητο στην Ελασσόνα. Οι
γυναίκες του χωριού παίρνουν το αυτοκίνητο από πίσω. Εσπασαν το μπλόκο,
άρπαξαν το συγχωριανό τους από τα χέρια των Γερμανών και τον γύρισαν
θριαμβευτικά στο χωριό τους. Το ίδιο έγινε στον Τύρναβο. Οταν οι
Γερμανοί έπιασαν 1.500 άνδρες, ξεχύθηκαν οι γυναίκες στους δρόμους, δώσανε
μάχη μ' αυτούς και τους Ρωμιούς συνεργάτες τους και κατάφεραν να τους
απελευθερώσουν, εκτός από 35, που τους απελευθέρωσαν αργότερα με
διαβήματα.
- Στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου έπεσαν οι πρώτοι
Γερμανοί αλεξιπτωτιστές, οι γυναίκες πολεμάν πλευρό με πλευρό με τους
άνδρες. Μα και σ' ολόκληρο το νησί, οι Κρητικές αγωνίζονται σκληρά χωρίς
να υποκύπτουν σε κανενός είδους μαρτύριο.
- Στην Εδεσσα οι γυναίκες παίρνουν μέρος
κατά χιλιάδες στο μεγάλο συλλαλητήριο του Δεκέμβρη του 1943, όπου
αντιμετώπισαν ηρωικά την Γκεστάπο.
Βαρύς ήταν ο
φόρος του αίματος στον αγώνα της απελευθέρωσης στην Κεντρική και Δυτική
Μακεδονία. Εγιναν 282 εκτελέσεις γυναικών από Γερμανούς και
Βούλγαρους, 93 τουλάχιστον βιασμοί, 49 βασανισμοί για περίθαλψη Αγγλων
συμμάχων, 91 αποστολές στη Γερμανία για εθνική δράση.
Το αντιστασιακό
τραγούδι «Η μάνα του Αντάρτη», που έγραψε ο Ευάγγελος Μαχαίρας, ήταν
εμπνευσμένο από μια πραγματική μάνα, την Βασιλική Σταυροπούλου, από τη
Λακωνία. Οπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του «50 χρόνια μετά» (Εκδόσεις
«Σύγχρονη Εποχή»), «εκείνη συγκέντρωνε τις γυναίκες για ζύμωμα, φούρνισμα,
πλύσιμο και κάθε άλλη υπηρεσία που χρειάζονταν το αντάρτικο, μοίραζε υλικά για
πλέξιμο, συγκέντρωνε τα έτοιμα πλεκτά, τα παράδινε στην ΕΤΑ (Επιμελητεία του
Αντάρτη), συμμετείχε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, οργάνωνε γυναικείες ομάδες για
διάφορες αποστολές και, φυσικά, σε όλες αυτές ήταν πρώτη, δεν έδινε μόνο
κατευθύνσεις, αλλά εργαζόταν πρώτη και καλύτερη.
...Τον Αύγουστο
του 1944 την έπιασαν οι Γερμανοί και την εκτέλεσαν μαζί με άλλους πατριώτες έξω
από τη Σπάρτη...».
Εξακόσιες
χιλιάδες τα μέλη της ΕΠΟΝ σ' όλη την Ελλάδα και οι μισές ήταν κοπέλες. Δούλεψαν
σκληρά σε όλους τους τομείς και ήταν αυτές που στήριξαν τα αντάρτικα
νοσοκομεία, όπως, λ.χ., τα κορίτσια του Μεγάλου Χωριού στην Ευρυτανία. Με
πρωτοβουλία των Ελληνίδων μελών της Αντίστασης, ιδρύονται 679 λαϊκά ιατρεία,
169 λαϊκά νοσοκομεία και 1.253 λαϊκά φαρμακεία σε ολόκληρη τη χώρα.
Για πρώτη φορά
Δε θα μιλήσουμε
εδώ για τη συμμετοχή των γυναικών στον ΕΛΑΣ και στον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Να
θυμηθούμε μόνο τη θρυλική «Θύελλα», που σε μια μάχη μετέφερε μόνη της 24
τραυματίες. Την Κούλα Ντάνου, που μαζί με την «Θύελλα» ήταν οι πρώτες
Ρουμελιώτισσες αντάρτισσες. Τη «Λεβεντοκατερίνη», από το χωριό Φουρνέ των
Χανίων, χήρα στα 21 της με τέσσερα παιδιά, που πήρε τ' άρματα και πολέμησε με
τους άντρες. Την Μαρία Λιουδάκι, εκπαιδευτικό και λαογράφο, δραστήρια
αγωνίστρια της Αντίστασης στην Ιεράπετρα, που στον εμφύλιο οι παρακρατικοί την
έκαναν κομμάτια... Ολες αυτές - και πολλές άλλες - είχαν βγει από τα σπλάχνα
της αγροτιάς...
Απ' όλες τις
γωνιές της θεσσαλικής γης ξεκίνησαν τον Ιούλη του 1944 γυναίκες για να πάρουν
μέρος στην Πρώτη Πανθεσσαλική Συνδιάσκεψη Γυναικών του ΕΑΜ Θεσσαλίας, που
έγινε στον Ιταμο των Αγράφων στις 29 Ιούλη του 1944.
Μερικές
κρατούσαν τα μωρά τους, οι περισσότερες άφησαν πίσω τους σπίτι, άντρα και
παιδιά. Συγκεντρώθηκαν 125 γυναίκες, εκλεγμένες αντιπρόσωποι οι περισσότερες με
τις τοπικές στολές τους, να μιλήσουν για τα ζητήματα του αγώνα, αλλά και για τα
ξεχωριστά γυναικεία προβλήματα. Ανέβαιναν στο βήμα, διεύθυναν συζητήσεις,
έκαναν προτάσεις, έβρισκαν λύσεις. Κάτι πρωτοφανές για την ελληνική επαρχία του
1944...
Η εφημερίδα των
γυναικών Θεσσαλίας «Η θύελλα» κατέγραψε τη συνδιάσκεψη αυτή. Και οι αγρότισσες
ψήφισαν για πρώτη φορά σε εκλογές στην Ελεύθερη Ελλάδα για την ανάδειξη του
Εθνικού Συμβουλίου, ενώ τον Ιούλιο του 1944 εκλέγονται στα Κοινοτικά
Συμβούλια και στις Επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, αλλά και στα Λαϊκά
Δικαστήρια.
Το πισωγύρισμα
της χώρας με τον εμφύλιο πόλεμο σήμανε και το χαμό δικαιωμάτων για τις
γυναίκες, που έδωσαν το αίμα τους για μια διαφορετική κοινωνία.
Κι όχι μόνο
δικαιωμάτων. Χιλιάδες αγωνίστριες της Αντίστασης έχασαν τη ζωή τους στα χρόνια
που ακολούθησαν...
Διωγμός...
Η αγωνίστρια
Σταματία Μπαρμπάτση, στο «Διπλό βιβλίο» της ιστορικού Τασούλας Βερβενιώτη
(Εκδόσεις «Βιβλιόραμα»), καταθέτει τη μαρτυρία της - μια σπαρακτική μαρτυρία.
Προέρχεται από μιαν αφανή μαχήτρια, φτωχή αγρότισσα, ΕΠΟΝίτισσα, που σε
συνέχεια πήρε το όπλο και πολέμησε στον Εμφύλιο σαν αντάρτισσα, πληγώθηκε και
πέρασε 12 χρόνια στη φυλακή, χωρίς ποτέ να κάνει δήλωση. Η μαρτυρία της
είναι χαρακτηριστική, γιατί δείχνει πώς βίωσαν οι αγρότισσες την Αντίσταση,
αλλά και όλα τα δεινά που επακολούθησαν. Το κυνηγητό που έκαναν οι παρακρατικοί
στη νεολαία του χωριού, τα φονικά των Βουρλάκηδων. «Οι ταγματασφαλίτες -
πληρωμένοι - έπαιζαν το παιχνίδι τους, γράφει. Κρυμμένοι πιάνανε τα παιδιά, τα
σκοτώνανε και γέμισε ο τόπος κόκαλα. Φαγωμένοι οι άνθρωποι από τα ζουλάπια!
Ακόμα, μέσα στη μεγάλη πλατεία του χωριού είχαμε ένα ωραίο πηγάδι και πίναμε
δροσερό νερό το καλοκαίρι. Το γεμίσανε πτώματα. Και όταν ήρθαν οι κάτοικοι στο
χωριό, το έκλεισαν να μην υπάρχει καθόλου...».
Η ίδια και η
αδελφή της γλίτωσαν την τελευταία στιγμή από τους Βουρλάκηδες, γιατί μεσολάβησε
μια συγχωριανή συγγενής τους, που τους σταμάτησε με δυναμικό τρόπο.
Συγκλονιστική, μια σκηνή που περιγράφει - ήταν λίγο πριν συλληφθεί σαν μαχήτρια
του Δημοκρατικού Στρατού:
«Εκείνη η
καταστροφή που έγινε στην Γκιώνα δε λέγεται. Οταν είχα ανέβει πάνω στα χιόνια,
στην Γκιώνα, στα ισώματα της Γκιώνας, στο πιο ψηλό μέρος, υπάρχουν λιβάδια.
Εκεί είδαν τα μάτια μου κάτι πολύ φριχτό. Θερισμένοι άνθρωποι από τα αεροπλάνα.
Να σε πιάνει τρόμος. Η ψυχή μου είχε μαυρίσει... κάτι κοπέλες σαν το κρύο το
νερό. Ακόμα και μεγάλες γυναίκες που πήγανε στα τμήματα να μην τις
πιάσουνε. Και είμαι σίγουρη ότι δεν τους μάζεψε κανένας. Τους φάγανε τα
ζουλάπια - ακόμα και μικρά παιδιά. Κάθισα λίγο σε μια άκρη και έκλαψα...».
...Στην ερώτηση
τι θα ήθελε να ήταν αλλιώς στη ζωή της, απαντά: «Θα ήθελα να ήμανε ελεύθερη, να
παντρευτώ γρήγορα, να κάνω δυο παιδάκια, να έχω οικογένεια και να είμαι στο
κόμμα και να βοηθάω όσο μπορώ το κόμμα. Στο κόμμα δεν το μετανιώνω ποτέ».
Έτσι τελειώνει
και η μαρτυρία της Σταματίας Μπαρμπάτση. Μια ακόμα μαρτυρία, που δείχνει πως παρ'
όλα όσα τράβηξαν οι γυναίκες του λαού μας, η περίοδος που αγωνίζονταν και
έλπιζαν ήταν η καλύτερη της ζωής τους. Γιατί ακριβώς ο αγώνας τους ήταν
μαζικός, συλλογικός, είχαν ξεπεράσει το «εγώ» τους και βάδιζαν όλοι -ες
μαζί για έναν καινούριο, καλύτερο κόσμο...
Η συλλογικότητα
είναι αυτό που τους έχει λείψει...
Όλοι σήμερα
στο μεγάλο παλλαϊκό συλλαλητήριο στην Αθήνα,
στις 11 π.μ. στο Σύνταγμα
Κάλεσμα μαζικής συμμετοχής απευθύνουν σιδηροδρομικοί, φοιτητές, μαθητές, σωματεία και φορείς
Στο συλλαλητήριο καλούν μεταξύ άλλων: Το Εργατικό Κέντρο Πειραιά, το Εργατικό Κέντρο Λαυρίου - Ανατολικής Αττικής, η Ομοσπονδία Εργαζομένων στο Φάρμακο, τα ναυτεργατικά σωματεία ΠΕΜΕΝ, ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ, ΠΕΕΜΑΓΕΝ, ΠΕΠΡΝ, ΠΕΣ/ΝΑΤ, το Συνδικάτο Φαρμάκου Αττικής, το κλαδικό Σωματείο Χρηματοπιστωτικού, η Ένωση ΕΒΕ Ελευσίνας, η Ένωση Εργαζομένων ΗΛΠΑΠ, Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στην Ειδική Αγωγή, το Συνδικάτο Χημικής βιομηχανίας Αττικής, η ΕΕΔΥΕ, o Συνδέσμος Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Αχαρνών, το Συνδικάτο Οικοδόμων Αθήνας, η ΟΒΣΑ, η Ένωση Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων Καισαριανής, ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών ΠΕ Βύρωνα - Καισαριανής - Παγκρατίου «Ρόζα Ιμβριώτη», η Ομοσπονδία Γονέων Αττικής, ο Σύλλογος Εργαζομένων νοσοκομείου «Μεταξά», ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών «Σωκράτης», ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών «Γ. Σεφέρης», το Σωματείο Ηλεκτροδηγών και λοιπών εργαζομένων κίνησης ΣΤΑΣΥ ΑΕ, το Σωματείο Καθαριστών-στριών Πειραιά και Νήσων.