Συνάντηση δύο γενεών, εκείνων που έγραψαν
ιστορία κι εκείνων που είναι επιφορτισμένες να τη συνεχίσουν…
Santa Clara —Η ιστορία έφτασε
τους 65 Γενάρηδες και, για άλλη μια φορά, το πλήθος φαινόταν να άκουγε τον
Φιντέλ, όταν εκείνη την έκτη μέρα του χρόνου, επίσης Día de Reyes (σσ. οι μάγοι
με τα δώρα), ο νεαρός ηγέτης των ανταρτών μίλησε στους κατοίκους της Σάντα
Κλάρα, σε κάνοντας στάση στο δρόμο του Καραβανιού Ελευθερωτή.
Σε περιοχές του
πάρκου Leoncio Vidal, το ίδιο μέρος όπου ο ηγέτης της Επανάστασης μίλησε στους
συμπατριώτες του, για να θυμίσει αποσπάσματα της ηρωικής πράξης, το πλήθος σε
οργανωμένη πορεία η “Νο. 1 José Martí” ενώθηκε σε μια συμβολική αγκαλιά, με
εκείνητου Julio López Granados και τη
μόλις δέκα ετών pionero Leoni Triana Santana.
Η συνάντηση γενεών, αποτυπώθηκε στα
πρόσωπα… τον Χούλιο, ο οποίος, χαϊδεύοντας το κασκόλ του μικρού, τον παρότρυνε
να συνεχίσει τη δουλειά που είχε ξεκινήσει ο Φιντέλ της Λεόνι, που έμεινε
έκπληκτη από τον αριθμό των μεταλλίων που κρέμονταν στο στήθος του γέροντα, εκείνου
που πριν από 65 χρόνια, σε ηλικία μόλις 14 ετών, ήταν με τον αρχηγό της
Επανάστασης στη Σιέρα.
Ανάμεσα σε χαρές, ζητωκραυγές και τραγούδια, οι
πρωταγωνιστές του νικηφόρου καραβανιού, μαζί με τα νέα φυντάνια που συνέχισαν
το έπος, θυμήθηκαν πώς εκείνη την ημέρα, οι κάτοικοι της Σάντα Κλάρα βγήκαν
στους δρόμους για να λάβουν το μεγαλύτερο δώρο στην ιστορία της, το
πολυαναμενόμενη ελευθερία που θα κόστιζε τόσο πολύ αίμα.
Στο
πλαίσιο της εκδήλωσης τιμής και μνήμης, της οποίας προήδρευσε ο Osnay Miguel
Colina, πρώτος γραμματέας της Επαρχιακής Επιτροπής του Κόμματος στη Βίλα Κλάρα,
μια ομάδα νέων έλαβε την κάρτα μέλους της Κομμουνιστικής Νεολαίας (UJC) και του
Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας, ενώ αρκετές προσωπικότητες από
διαφορετικούς τομείς της κοινωνίας τιμήθηκαν με το αναμνηστικό γραμματόσημο
65ηςεπέτειος της μάχης της Σάντα Κλάρα.
Αναμνηστικό της 25ης επετείου της μάχης στη Santa Clara
Η δραστηριότητα κορυφώθηκε με μια παράσταση από το θρυλικό
γκρουπ Moncada, που με τα τραγούδια τους έκαναν αρκετές γενιές κατοίκων της
Σάντα Κλάρα παρούσες στο ιστορικό κέντρο της πόλης να χορέψουν. Κατά την
εκφώνηση των κεντρικών συνθημάτων του εορτασμού, ο πρώτος γραμματέας της Ένωσης
Νέων Κομμουνιστών στη Villa Clara, Hermes Germán Aguilera Pérez, επικαλέστηκε
την κληρονομιά των ηρώων που μας κληροδότησαν την κυριαρχία, με τους οποίους
υπάρχει δέσμευση να μην τους απογοητεύσουμε ποτέ.
Μια μέρα σαν σήμερα, το 1984 – ακριβώς πριν από 40 χρόνια – εγκαινιάστηκε το πρώτο μνημείο του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν στη Λατινική Αμερική από τον Comandante en Jefe Φιντέλ Κάστρο Ρουζ και τον Στρατηγό Raúl Castro. Η τοποθεσία που επιλέχθηκε ήταν το πάρκο που φέρει το ένδοξο όνομά του στην Αβάνα.
Το μνημειώδες έργο, που σχεδίασε η Celia Sánchez Manduley (σσ. Θέλια Σάντσες Κουβανή επαναστάτρια, πολιτικός, ερευνήτρια και αρχειονόμος, στέλεχος της Επανάστασης και στενή συνεργάτιδα του Φιντέλ) και υλοποιήθηκε από τον επίτιμο καλλιτέχνη της Σοβιετικής Ένωσης, Lev E. Kerbel, βρίσκεται σε ένα όμορφο κουβανέζικο φυσικό περιβάλλον που σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Antonio Quintana (σσ. Λεβ Γιεφίμοβιτς Κέρμπελ Σοβιετικός γλύπτης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού _οι δημιουργίες του Kerbel περιελάμβαναν αγάλματα των Καρλ Μαρξ, Βλαντιμίρ Λένιν, Γιούρι Γκαγκάριν, που στάλθηκαν από τη Σοβιετική Κυβέρνηση ως δώρα σε σοσιαλιστικές χώρες και χώρες του Τρίτου Κόσμου και σε όλο τον κόσμο)
Βρίσκεται στον ψηλότερο λόφο στο πάρκο Λένιν, σμιλεμένο από γκρι μαργαριταρένιο μάρμαρο, επιλεγμένο και φερμένο από το λατομείο Sierra de Las Casas, στο νησί της νεολαίας (Isla de la Juventud).
το κάτω δεξί μπροστινό μέρος, έχει σκαλισμένα τα λόγια του ιστορικού ηγέτη της Κουβανικής Επανάστασης: “Ο Λένιν ήταν από την πρώτη στιγμή όχι μόνο πολιτικός θεωρητικός, αλλά άνθρωπος της δράσης, άνθρωπος της συνεχούς και αδιάκοπης επαναστατικής πρακτικής”
Στην τελετή έναρξης μίλησαν ο Κουβανός διανοούμενος Armando Hart, τότε μέλος του Πολιτικού Γραφείου και Υπουργός Πολιτισμού, και ο Piotr Démichev, τότε αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου και Υπουργός Πολιτισμού της ΕΣΣΔ.
Πηγή granma, όργανο του ΚΚ Κούβας
Την ημέρα της κηδείας του Λένιν (27-Ιαν-1924), χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στη Λόμα ντελ Φοντάν στον δήμο Ρέγκλα της Αβάνας για να θρηνήσουν για τον Σοβιετικό επαναστάτη. Ο αναρχοσοσιαλιστής εκείνης της εποχής, Αντόνιο Μπος, μετονόμασε τον λόφο σε “Colina Lenin” και φύτεψε μια ελιά. Εξήντα χρόνια αργότερα, το 1984, ένα μπρούτζινο ανάγλυφο του προσώπου του Λένιν τοποθετήθηκε στην πλαγιά του λόφου. Σχεδιασμένο από την Κουβανή καλλιτέχνη Thelma Marin, το πρόσωπο περιβάλλεται από 12 λευκές φιγούρες, που συμβολίζουν την κουβανική αλληλεγγύη στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Η μια _η σωστή
πλευρά της ιστορίας, το συγκλονιστικό, αντιπολεμικό δράμα του Σοβιετικού
σκηνοθέτη Ελεμ Κλίμοφ «Ελα να δεις» (Idi i smotri _βραβείο
Καλύτερης Ταινίας, βραβείο FIPRESCI, Φεστιβάλ Μόσχας 1985) αποκαλύπτει τη
φρικαλεότητα του φασισμού, με αφορμή την «εξαφάνιση» από το χάρτη 618
Λευκορωσικών χωριών, το 1943, από τους ναζί, οι οποίοι τα έκαψαν μαζί με τους
κατοίκους τους, στην πλειοψηφία τους γέροι και γυναικόπαιδα, αποτελώντας,
ταυτόχρονα, φόρο τιμής στα 2,2 εκατομμύρια Λευκορώσων, που σκοτώθηκαν στη
διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, και συνολικά στα δεκάδες εκατομμύρια
νεκρών της ΕΣΣΔ στην πάλη κατά του φασισμού.
Το σενάριο του Αντάμοβιτς (υπηρέτησε στο Β' Παγκόσμιο και έζησε την τρομερή
καταστροφή που προκάλεσαν οι ναζί στη Λευκορωσία), αναφέρει πραγματικά γεγονότα,
όπως η καταστροφή του χωριού Κατίν. Είναι πράγματι ειρωνεία της τύχης που η εμφάνιση
της ταινίας του Κλίμοφ στη χώρα μας (από τη NewStar) συνέπεσε με
την προβολή της αντικομμουνιστικής ταινίας του Αντζέι Βάιντα «Κατίν», αλλά είναι και μεγάλη ευκαιρία οι
κινηματογραφόφιλοι να διαπιστώσουν ποια «ιστορία» «παραγγέλλει» ο νεοταξικός
καπιταλισμός στους «πρόθυμους» δημιουργούς. Ο Κλίμοφ γεννήθηκε το 1933 στο
Στάλινγκραντ και βίωσε τη λαίλαπα του φασισμού στη διάρκεια της πολιορκίας της
ηρωικής πόλης. Μη ανεχόμενος την αναθεώρηση της Ιστορίας που επέβαλε η
«περεστρόικα» στην ΕΣΣΔ, ο Κλίμοφ παραιτήθηκε (1988) από τη θέση του Α'
Γραμματέα της Ένωσης Σοβιετικών Σκηνοθετών και δεν ξαναγύρισε ταινία. Έτσι το
«Έλα να δεις» είναι η τελευταία του. Πέθανε το 2003.
Μιλώντας γι'
αυτή την ταινία, ο Αμερικανός ηθοποιός- σκηνοθέτης Σον Πεν είχε δηλώσει: «Αυτό
που είδα θα μείνει χαραγμένο μέσα μου για πάντα. Είναι ένα αριστούργημα, όχι
μόνο για τον κινηματογράφο, αλλά για όλη την ανθρωπότητα»...
"Δεν πρόκειται για
κατηγόρια, ούτε για εξομολόγηση,
και πολύ λιγότερο για περιπέτεια. Γιατί ο θάνατος δεν
είναι περιπέτεια γι' αυτούς που στέκονται πρόσωπο με
πρόσωπο απέναντί του". Έριχ Μαρία Ρεμάρκ στο αντι-πολεμικό του έργο "Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικόν
Μέτωπο"
Η Τέχνη με τους καθρέφτες, ο κινηματογράφος, δρα με το
σύνολο των απεικονίσεων μιας κοινωνίας, αλλά και μέσα στο σύνολο αυτό, σαν
γνήσιο προϊόν των κοινωνικών συνθηκών. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ο
κόσμος θα ζήσει τη βιομηχανική επέκταση, τη μεταβολή του τοπίου, την παρουσία
των μεγαλουπόλεων και θα αντιμετωπίσει τα δυο Παγκόσμια ιμπεριαλιστικά
Ολοκαυτώματα του 20ού. Τα τελευταία, με τη συγκινησιακή τους δύναμη έδωσαν
πολύμορφο υλικό στους σκηνοθέτες και τους παραγωγούς για ταινίες πολεμικές και
αντι-πολεμικές, που επαναφέρουν την εμπειρία του πολέμου στην οθόνη. Η διαφορά
των δυο ειδών, που είναι τεχνικά μικρή και γι' αυτό συχνά ανυποψίαστη, έγκειται
στη συλλογιστική τους. Αφορά τη σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την
παρουσίαση, που αποτελεί και το ηθικό μέρος που διακινεί η ταινία. Οι πολεμικές
δίνουν το προβάδισμα στην περιπέτεια εξωραΐζοντας τη δράση ενός πρωταγωνιστή
άτρωτου, με ικανότητες ηρωικές, προτρέποντας τους πολίτες για ανάλογες
επιδόσεις αν η ανάγκη το απαιτήσει. Στις πρώτες πολεμικές ταινίες που
γυρίστηκαν αρκούσε το παράτολμο θάρρος του ήρωα.
Αργότερα προστέθηκε
η βία και το αίμα, απόρροια της εξέλιξης των οπτικοακουστικών προτιμήσεων που
διαμόρφωσε η πρόοδος της κοινωνίας. Τα διάφορα σημεία εντυπωσιασμού είναι το
σημαντικότερο στοιχείο μιας πολεμικής ταινίας, ενώ η ίδια η κόλαση του πολέμου
ως συνολική επίδραση πάνω στο ανθρώπινο γένος μπαίνει σε δεύτερο πλάνο.
Μυθοποιημένες αποδράσεις από φυλακές και στρατόπεδα, κατασκοπεύσεις,
βομβαρδισμοί ή στιγμές επικές από ιστορικές μάχες είναι τα θέματα που
προορίστηκαν να ψυχαγωγήσουν, ενθαρρύνοντας παράλληλα το εθνικό φρόνημα και το
φανατισμό του πολίτη απέναντι στον "εχθρό". Σε τέτοιες ταινίες δράσης
και επιρροής ο Καλός και ο Κακός εμφανίζονται σε απόλυτα διευκρινισμένους
ρόλους και το κοινό ταυτίζεται αυθόρμητα με τη θέση του σκηνοθέτη,
κατευθυνόμενο κατ' αυτόν τον τρόπο άμεσα σε προβλεπόμενες και συγκεκριμένες
αντιλήψεις. Όμως ο κινηματογράφος, σαν κοινωνική μηχανή που εμπεριέχει, αλλά
και παράγει συμβολισμούς και ιδεολογήματα, χρησιμοποιήθηκε συχνότατα και για
αντιδημοκρατικούς σκοπούς, όπως για την ενίσχυση του θρησκευτικού φανατισμού,
του ρατσισμού και της πολεμοκαπηλίας, που αποτελούν μορφές έκφρασης του
ιμπεριαλισμού.
Οι αντι-πολεμικές ταινίες, πάλι, έχουν πασιφιστικό
ρόλο. Αποτελούν κι αυτές ένα ρεαλιστικό θέμα και θέαμα, που όμως αποβλέπουν να
αποκαλύψουν μέσα από την όλη ωμότητα του πολέμου την αδικία του. Είναι εκείνες
που ξεσηκώνουν αγανάκτηση και αλληλεγγύη για τον ανθρώπινο πόνο και
"διδάσκουν" ειρήνη. Εδώ ο πρωταγωνιστής είναι τρωτός, ανθρώπινος και
ούτε διευκρινίζεται "ποιος φταίει", γιατί δεν έχει αυτό την
προτεραιότητα. Τα αντι-πολεμικά φιλμ κατεργάζονται το θέμα του πολέμου με
ευρύτερη οπτική και ουμανιστική προσέγγιση, καταλήγοντας στο επίμαχο σημείο:
Πως όλοι οι λαοί τελικά, ανεξαιρέτως στρατοπέδου, είτε ανήκουμε σε αυτούς που
αμύνονται, είτε σε εκείνους που επιτίθενται, είμαστε θύματα της ίδιας
ιμπεριαλιστικής πολιτικής.
Ο βωβός κινηματογράφος
Οι πρώτες πολεμικές ταινίες ανάγονται στην εποχή του
βωβού κινηματογράφου και του ασπρόμαυρου φιλμ. Αλλά όλες οι σημαντικότερες
επιτεύξεις, από τη "Γέννηση ενός Έθνους" του Αμερικανού
Γκρίφιν έως το "Θωρηκτό Ποτέμκιν" του Σοβιετικού
Αϊζενστάιν θα γίνουν στο ασπρόμαυρο φιλμ, θα εκτιμήσει ο θεωρητικός του
κινηματογράφου S. Kracauer. Στα τέλη του 19ου αι. ο κινηματογράφος, που - όπως κι οι
υπόλοιπες τέχνες - καθορίζεται από τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις και από
τις επαναστατικές μορφολογικές αλλαγές, αλλάζει πρόσωπο. Η θρησκευτική αντίληψη
που είχε σαν βάση την πίστη και τον ασκητισμό εμφανίζει σημάδια παρακμής και
παρεμβαίνει δυναμικά ο επιστημονικός υλισμός, που απορρίπτει τη μεταφυσική και
στηρίζεται στην παρατήρηση, στο πείραμα και στην τεχνολογική αποφασιστικότητα.
Αυτό θα φανεί στην τεχνική του κινηματογράφου που διαρκώς αυτονομείται, αλλά
και στη θεματολογία του, που διαρκώς εμπλουτίζεται. Έτσι, το 1898 που η Αμερική
διεκδικεί πολεμικά τις, έως τότε ισπανικές, αποικίες της Κούβας, του Πόρτο Ρίκο
και των Φιλιππίνων, θα γυρίσει την πρώτη πολεμική ταινία "Αποσπώντας την
Ισπανική Σημαία" ("Tearing Down the Spanish Flag"),
διάρκειας 90 λεπτών. Το φιλμ απεικονίζει την περιρρέουσα κατάσταση της εποχής
του αμερικανο-ισπανικού πολέμου και διαμορφώνει συγκεκριμένη κοινή γνώμη πάνω
στο μείζονα θέμα της εποχής.
Ο κινηματογραφικός φακός
στον πόλεμο
Το 1914, η Γερμανία, που ήδη από τις τελευταίες
δεκαετίες διεκδικεί εδαφική ανακατανομή του κόσμου, θα κηρύξει τον πόλεμο κατά
της Αντάντ (Συνασπισμός της τσαρικής Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας). Ο
Ντ. Γκρίφιθ το 1915, στην καρδιά του Α Παγκοσμίου, σκηνοθετεί το "Γέννηση
ενός Έθνους" ("Birth of a Nation"), ανακαλώντας τις αντιδικίες
περί κατανομής εδάφους και δικαιωμάτων μεταξύ Βορείων και Νοτίων, αρχίζοντας
την εξιστόρηση από τη μεταφορά των σκλάβων του 17ου αιώνα από την
Αφρική στην Αμερική και καταλήγοντας στον εμφύλιο του 1861-65. Τα απροκάλυπτα
στοιχεία ρατσισμού της ταινίας ξεσήκωσαν την αντίδραση της αντι-ρατσιστικής
NAACP, αφού μάλιστα το φιλμ βασίστηκε στο βιβλίο του Ρ. Ντίξον "Ο άνθρωπος
της οργάνωσης Κλαν" ("The Clansman"), βιβλίο που μέχρι σήμερα
χρησιμοποιείται για τη στρατολόγηση μελών της Κου Κλουξ Κλαν. Παρά το
αμφιλεγόμενο θέμα, οι σκηνές μάχης στο "Γέννηση ενός Έθνους" του
Γκρίφιθ παρέμειναν αξεπέραστες και ήταν από τους πρώτους που συνέλαβαν την
αναντικατάστατη αξία του γκρο-πλαν και την αξιοποίησαν. Έπειτα, οι μεγάλες
εισπράξεις της ταινίας έκαναν το Χόλιγουντ να συνειδητοποιήσει την εισπρακτική
αξία των φιλμ προπαγάνδας. Ο Γκρίφιθ το 1918 θα γυρίσει και το "Καρδιές του Κόσμου" ("Hearts of
the World"), ένα φιλμ έντονων αντι-γερμανικών συναισθημάτων που καταλήγει
δικαιώνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη συμμετοχή τους στον Ευρωπαϊκό
Πόλεμο.
Και στη μεταπολεμική
περίοδο
Το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου (1920) βρίσκει την
κινηματογραφική βιομηχανία να παρακμάζει. Η ίδια παρακμή συναντάται και στον
ιταλικό κινηματογράφο που αρχικά, το 1905, είχε σημειώσει άνοδο. Τότε στρεφόταν
σε θέματα θρησκευτικά ("Κβο Βάντις", "Απελευθερωμένη
Ιερουσαλήμ") και προγονολατρικά ("Η Αλωση της Τροίας",
"Τελευταίες Μέρες της Πομπηίας"), εκφράζοντας τις διαθέσεις της
εποχής που ζητούσαν σταθερή Ιταλία και ενωμένη και απαιτούσαν αυξημένο εθνικό
και θρησκευτικό συναίσθημα, για να λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος στην
πρόσφατη ενοποίηση. Αλλά οι ντίβες της Τσινετσιτά και οι μετέπειτα οικονομικές
δυσκολίες που προέκυψαν από τον Α Παγκόσμιο Πολέμου καταδίκασαν στο χάος τον
ιταλικό κινηματογράφο παρά τις οικονομικές ενισχύσεις της κυβέρνησης Μουσολίνι.
Αντιθέτως, στη
μεταπολεμική περίοδο οι παραγωγές στη Σοβιετική
Ένωση και _εν μέρει στη Γερμανία αναπτύχθηκαν, ενώ η Γαλλία παρέμενε ακόμα
σε στάδιο πειραματικό. Η Γερμανία ως χώρα - επιδρομέας έδωσε έμφαση στο
συναίσθημα με τον εξπρεσιονισμό (Ρόμπερτ Βίνε), στο φουτουρισμό και τη
μυθολογία (Φριντς Λανγκ) και στην ψυχολογία (Βίλεμ Μούρναου), ενώ η Σοβ. Ένωση,
με την πρόσφατη Οχτωβριανή Επανάσταση, έδωσε θέματα πολεμικά - επικά,
δημιουργώντας μια αξιόλογη κινηματογραφική αισθητική με πολιτικό χαρακτήρα. Ο
Σεργκέι Αϊζενστάιν, φέτος συμπληρώνονται 126 χρόνια από τη γέννησή του, αν και
ξεκίνησε σπουδάζοντας αρχιτέκτονας - μηχανικός, κατέληξε σκηνοθέτης με μυθική ισχύ
στην παγκόσμια κινηματογραφική ιστορία. Υποστηρικτής της Επανάστασης των
μπολσεβίκων, θεωρητικός του μαρξισμού, με κουλτούρα μεγαλοφυή, σκηνοθετεί κατά
παραγγελία της σοβιετικής κυβέρνησης το αριστουργηματικό "Θωρηκτό Ποτέμκιν"
("Bronenosets Potemkin", 1925) και τον "Οχτώβρη" ("Oktyabr",
1927), γνωστότερο με τον τίτλο "Οι
Δέκα Μέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο".
Οι ταινίες δοξάζουν την προλεταριακή επανάσταση κι
αφήνουν εμβρόντητο τον καλλιτεχνικό κόσμο που αναγκάζεται να παραδεχτεί τη
μεγαλοφυϊα του Αϊζενστάιν που έστησε ανυπέρβλητα φιλμ κρατικής προπαγάνδας. Το
ενδιάμεσο _άγνωστο στους περισσότερους έργο του, "Βήματα της
Οδησσού", δημιουργεί σχολή στην τότε πορεία του κινηματογράφου με τις
δυνατές και γρήγορες εναλλασσόμενες σκηνές, που περιγράφουν τη σφαγή πολιτών
από στρατιώτες του τσάρου κατά την πρώτη ρωσική επανάσταση του Οκτώβρη 1905.
Γενικά το σκηνοθετικό του έργο, που ανάγεται στην εποχή του βωβού ακόμα
κινηματογράφου, αλλά συγκλονίζει μέχρι σήμερα τον καλλιτεχνικό κόσμο, υπήρξε
κυρίως διδακτικό, χρησιμοποιώντας θέματα από την εποχή της τσαρικής καταπίεσης
με ήρωες αγρότες κολεκτίβων. Ο επίσης διαλεκτικός, ουκρανικής καταγωγής Ντοβζένκο, θα σκηνοθετήσει το 1939 το
"Ξεσήκωμα ενός Λαού" (Shchors), που
αναφέρεται στην ουκρανική επανάσταση και στο ποιητικό της σύμβολο Nikolay Shchors,
του γιατρού που σκοτώθηκε το 1919, σε ηλικία 24 ετών. Ακολούθησαν και
αντι-πολεμικές αριστουργηματικές ταινίες, όπως το "Οπλοστάσιο" του
ίδιου σκηνοθέτη, αλλά και πολιτικές, που υποβοηθούσαν στην εδραίωση του νέου
καθεστώτος, όπως ο "Ο Λένιν στα 1918" του Μιχαήλ Ρομ, που δίνει έμφαση στην ανθρώπινη
πλευρά του Ρώσου ηγέτη και το σημαντικότατο ντοκιμαντέρ του Βέρτσοφ(Dziga Vertov) "Τρία Τραγούδια για τον Λένιν".
Γενικότερα, ο μετα-επαναστατικός ρωσικός κινηματογράφος προσπαθεί να διδάξει
τους εργάτες να σκέφτονται διαλεκτικά: Με τα προπαγανδιστικά του μηνύματα θα
επιδιώξει να μετουσιώσει την ελλιπή ψυχολογία της μάζας που παρέλαβε, σε
συνειδητό θεατή.
Μετά τον Β
Παγκόσμιο Πόλεμο, θα επικρατήσει η τάση για πολιτιστικές συγκρίσεις και το θέμα
της σύγκρουσης Ανατολής - Δύσης θα γίνει ιδιαίτερα προσφιλές. Παράλληλα θα
εμφανιστεί και άμβλυνση των αξιών σχετικά με το αιτιολογικό των πολεμικών
επιχειρήσεων, που κάποτε γίνονταν στο όνομα της πατρίδας, της οικογένειας, του
Θεού. Την τελευταία τριακονταετία του αιώνα μας ζούμε σε εποχή μακιαβελικών
πολέμων που δικαιολογούνται ως "νομοτελειακή αναγκαιότητα προς χάριν της
Ειρήνης" (Βιετνάμ, Σομαλία, Ιράκ, Γιουγκοσλαβία). Ο πολιτικός κυνισμός
παράγει δική του ηθική και στηρίζει τον οικονομικό επεκτατισμό και ο σύγχρονος
άνθρωπος βρίσκεται ιδεολογικά άστεγος. Προπαγανδίζεται η θεωρία του
πλουραλισμού λόγω της νέας στρατηγικής που ανατέλλει, αυτής του παγκόσμιου
ιμπεριαλισμού και της διάσπασης της κοινωνίας σε δυο κύριες τάξεις, την αστική
και την εργατική. Ο δυτικός κινηματογράφος, ο γνησιότερος εκπρόσωπος της
"νέας τάξης πραγμάτων", φωταγωγεί επιλεκτικά την κοινωνική
πραγματικότητα και διασπείρεται ολοένα από βιαιότερες παραγωγές που θυμίζουν
τον "άρτο και θεάματα" στη Ρώμη της παρακμής. Η εκσυγχρονισμένη
πολεμική ταινία, εμπλουτισμένη με εντυπωσιακά εφέ και άφθονο αίμα, μετατρέπεται
σε αποκαλυπτικό εγχειρίδιο ρεαλισμού και δημιουργούνται εντυπώσεις με
χαρακτηριστικό ιδεολογικό φορτίο. Το είδος τέρπει τον θεατή, που εξουθενωμένος
από το βάρος του καθημερινού μόχθου, δε φιλτράρει το υλικό που του προσφέρεται
για ψυχαγωγία και καταλήγει να εξοικειώνεται με τη βία στο θέαμα και κατά
συνέπεια με τη βία στη ζωή του. Παρόλο που όχι μόνο η αγορά, αλλά και ο ίδιος
έχει αλλάξει. Είναι πια λιγότερο ο παλιός παθητικός καταναλωτής και περισσότερο
ο "συνένοχος".
Ο πόλεμος αφήνει τα σημάδια
του
Στη δεκαετία 1940-50 του ιταλικού νεορεαλισμού θα
παρουσιαστούν κάποιες αντι-πολεμικές ταινίες, όπως το "Να Ζεις με
Ειρήνη" του Λουίτζι Τζάμπα, κατά κανόνα όμως ο μετέπειτα ιταλικός
κινηματογράφος θα στραφεί στο κοινωνικό φιλμ (Αντονιόνι, Φελίνι). Με το τέλος
του Β Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από τη γενναία αυτοκριτική προοδευτικών
σκηνοθετών θα εμφανιστούν και γερμανικές αντι-πολεμικές ταινίες, όπως "Οι Δολοφόνοι Βρίσκονται Μεταξύ μας" (Die
Mörder sind unter uns) του Βόλφγκανγκ Στράουντε, η σάτιρα των μεταπολεμικών
συνθηκών του Στέμλε "Βερολινέζικος χορός", η "Τελευταία
Γέφυρα" του Χέλμουτ Κόιτνερ και η "Πτώση της 6ης Στρατιάς"
από τον Αλεξ. Κλούγκε.
Η Σοβιετική Ένωση
πάλι με τ' αναρίθμητα θύματα του Β Παγκοσμίου Πολέμου γυρίζει πλήθος
αντι-πολεμικών ταινιών, όπως το "Εκείνη που Υπερασπίζει την Πατρίδα"
του σημαντικού Fridrikh Ermler, το κορυφαίο έργο του
Μιχαήλ Καλατόζοφ, "Όταν Πετούν οι Γερανοί" ("Lefyat
Zhuravli", 1957), όπου καταγράφεται η βία και η αδικία του Β Παγκοσμίου
Πολέμου, και τη βραβευμένη στην Ευρώπη αντιπολεμική ελεγεία "Μπαλάντα του Στρατιώτη" (1959), από
τον πνευματικό απόγονο του Μαγιακόφκι, σκηνοθέτη Τσουχράι(Grigoriy Chukhray).
Το 1965 ο Τζίλο Ποντεκόρβο, γιος του διάσημου
ατομικού επιστήμονα που κατέφυγε στη Σοβ. Ένωση μετά τον πόλεμο, θα
σκηνοθετήσει τη "Μάχη της Αλγερίας" ("La Bataille
d' Alger). Η ταινία είχε πρωτοτυπήσει με την αυθεντικότητα της σκηνοθεσίας της.
Γυρίστηκε στην Κάσμπα της Αλγερίας, στην πόλη - κοιτίδα της αλγερινής
επανάστασης και οι κομπάρσοι ήταν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της Ιστορίας.
Στη Γαλλία ο Ρ.
Μπρεσόν βραβεύεται στις Κάννες για το "Όπου Φυσάει ο Ανεμος" (1956), που
αναφέρεται στην προσπάθεια απόδρασης ενός αντιστασιακού από τις φυλακές των
ναζί λίγο πριν την εκτέλεσή του, και ο Ζαν Λικ Γκοντάρ σκηνοθετεί το 1963 τον
πόλεμο σε όλα του τα πρόσωπα της βίας, της απάτης, της απληστίας, της
παράνοιας, του θανάτου, στο "Les Carabiniers". Το 1964 ο Στάνλεϊ
Κιούμπρικ γυρίζει μια σατιρική αντι-πολεμική κωμωδία φαντασίας "Δρ. Στρέιντζλαβ" ("Dr
Strangelove" ή "How I Learned to Stop Worrying and Love the
Bomb") με τον Πίτερ Σέλερς σε τρεις ταυτόχρονα ρόλους να εμφανίζει με
κωμικό τρόπο την αντιστοιχία μεταξύ πολέμου, ερωτικής ψύχωσης και εγκλήματος
(ελληνικός τίτλος .S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα) Η ταινία περιγράφει την εποχή του Ψυχρού
Πολέμου Αμερικής και Ρωσίας, τότε που καλλιεργήθηκε έντονα στον Δυτικό Κόσμο
(ΗΠΑ και Ευρώπη) η θερμοπυρηνική απειλή. Γι' αυτό πρωταγωνίστριες του Κιούμπρικ
θα είναι και μερικές πυρηνικές βόμβες 50 μεγατόνων που βρίσκουν το στόχο τους,
αφήνοντας τη Γη δίχως ίχνος ανθρώπου, υπενθυμίζοντας μέσα από τα παραθυράκια
του καυστικού μαύρου χιούμορ πως η τεχνολογία με τα πυρηνικά της όπλα έχει
φτάσει να απειλεί την ανθρωπότητα.
Στην Πολωνία ο Andrzej Wajda, μέλος της Αντίστασης στα
16 του _και πριν ανανήψει με τα Κατίν, έδωσε κατ' εξοχήν αντι-πολεμικά φιλμ που
αναφέρονταν στα αποτελέσματα του πολέμου, όπως η τριλογία του 1956-58 "H
Γενιά" ("Pokolenie"), "Kanal", "Στάχτες και
Διαμάντια" ("Popioli I diament"). Αλλά και κατοπινά έργα του,
όπως το "Τοπίο μετά τη Μάχη" ("Krajobraz po bitwie", 1970),
έχουν σαν θέμα τον πόλεμο και τις καταστροφές του. Γενικά ο Wajda ασχολείται με
τον επικό κινηματογράφο και ο πόλεμος και η πολιτική έχουν βαθιά σημαδέψει τη
δουλιά του, όπως φαίνεται κι απ' το "Δαντόν" (1982) που γύρισε έξω
από την Πολωνία και αναφέρεται στη Γαλλική Επανάσταση.
Ο Ιταλός σκηνοθέτηςValerio Zurlini θα γυρίσει το 1976 τη
"Μεγάλη Νύχτα των Συνταγματαρχών"
("Il Deserto dei Tartari"), μια ταινία πολεμική που λαμβάνει χώρα στη
σφαίρα της φαντασίας, με πρωταγωνιστές τους στρατιώτες ενός φανταστικού χωριού
που συνορεύει με μια επίσης φανταστική έρημο. Πρόκειται για μια πολεμική ταινία
- μύθο πάνω στην αξία του απροσδόκητου, που δίνει το νόημα στη ζωή κι ας
καταλήγει στο θάνατο.
Ο Γιαπωνέζος Ναγκίσα Οσιμα θα γυρίσει το "Καλά Χριστούγεννα, Κύριε Λόρενς"
(1983), βρετανο-γιαπωνέζικη συμπαραγωγή που αναφέρεται στις σκληρές και
ιδιόμορφες συνθήκες αιχμαλωσίας ενός Βρετανού από τους Γιαπωνέζους κατά τον Β
Παγκόσμιο Πόλεμο. Άλλοι σκηνοθέτες (Ακίρα Κουροσάβα, Σινόντα Μασαχίρο), που
γύρισαν επίσης πολεμικές ταινίες, ασχολήθηκαν κυρίως με τη δράση των Σαμουράι.
Στην Ινδία πάλι, ο κινηματογράφος κινήθηκε κατά κανόνα γύρω από κοινωνικά,
μελοδραματικά θέματα ή πολιτικά, με κορυφαίο τον μαρξιστή σκηνοθέτη M. Σεν.
Το Βιετνάμ...
Στο μεταξύ βραβεύεται στην Αμερική το αντι-πολεμικό
"Από Εδώ ως την Αιωνιότητα" _Όσο υπάρχουν άνθρωποι "From Here to
Eternity", 1953 του Φρεντ Ζίνερμαν από το βιβλίο του Τζ.
Τζόουνς, όπου εμφανίζεται ρεαλιστικά η φρίκη και η μοναξιά του πολέμου στην
προσωπική ζωή των στρατευμένων και των γυναικών τους. Ο Βρετανός Ντ. Λιν
γυρίζει το αντι-πολεμικό δράμα του Γάλλου συγγραφέα Π. Μπουλ "Η γέφυρα του ποταμού Κβάι" (1957) με
τον Αλεκ Γκίνες, που αναφέρεται σε αληθινό γεγονός στη Βιρμανία του
βρετανο-ιαπωνικού πολέμου και τον τετράωρο επικό "Λόρενς της Αραβίας" (1962) με τον
σαιξπηρικό Ο' Τουλ _δείτε Λόρενς της Αραβίας _μέγας “ιδεαλιστής” του ιμπεριαλισμού στη
Μέση Ανατολή
Ο πόλεμος του
Βιετνάμ τη δεκαετία του '60-'70 θα δημιουργήσει την ανάγκη για πολλές ταινίες
πολεμικού σοβινισμού, όπως τα "Κανόνια του Ναβαρόνε" του Λι Τόμσον,
που ανακαλεί ηρωικούς σαμποτέρ των Γερμανών, το "317οΤάγμα" του Πιερ Σεντερφέρ πάνω στον
πόλεμο της Ινδοκίνας, το "Τοra, Tora, Tora" αμερικανο-γιαπωνέζικη
συμπαραγωγή που αφορά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, την αυτοβιογραφία
"Πάτον" που εκθειάζει τον Αμερικανό στρατηγό του Β Παγκοσμίου Πολέμου
κ. ά.
Το 1977 ο χαμηλών τόνων αρμενικός κινηματογραφικός θα
ξαφνιάσει με το "Νάαπετ" του Γκένρικ Μαλιάν. Ταινία με αρμένικο
φολκλόρ, βασισμένη στη Γενοκτονία των Αρμενίων του 1915 από τους Τούρκους, απ'
όπου ο χωριάτης Νάαπετ επιβιώνει για να μας μεταφέρει με φλας - μπακ στις μέρες
της Μεγάλης Σφαγής. Ο Σαμ Πεκινπά θα δώσει στον "Σιδηρού Σταυρό" ένα
δείγμα των δύο κλασικών πρωταγωνιστών, του Καλού και του Κακού, που
αντιπαρατίθενται στον πόλεμο, τονίζοντας τη μιλιταριστική και φασιστική
νοοτροπία του Πρώσου αξιωματικού. Η Αμερική, δέκα χρόνια περίπου μετά τη
συμμετοχή της στον αλόγιστο πόλεμο του Βιετνάμ, φωταγωγεί έστω κι έμμεσα το
λάθος της και με μια σειρά ταινιών το καταγράφει ρεαλιστικά. Ιδιαίτερη αίσθηση
κάνει η παρουσίαση του σχετικού πολέμου της βίας και του παροξυσμού, στο έργο
του Μάικλ Τσιμίνο, "Ο Ελαφοκυνηγός" ("The Deer Hunter",
1978). Στην ταινία περιγράφεται η ελαφρότητα με την οποία αφαιρούσαν τη ζωή,
σαν παιχνίδι ζωής και θανάτου, μέσα απ' τη μυθιστορηματική ιστορία τριών φίλων
κι εργατών χαλυβουργείου που θα πολεμήσουν τους Βιετκόνγκ. Ο Φρ. Φορντ Κόπολα
θα παρουσιάσει επίσης τον τρόμο, την τρέλα και το ανώφελο του πολέμου του
Βιετνάμ στη σουρεαλιστική ταινία - στοχασμό "Αποκάλυψη τώρα" (1979),
εμπνευσμένη από τη νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ "Καρδιά του Σκοταδιού".
Το 1981 ο αυστραλέζικος κινηματογράφος θα παρουσιάσει από τον Πίτερ Γουέιρ το
"Καλλίπολη 1915" ("Gallipoli"), ταινία κατά το ήμισυ
ειρηνική και κατά το ήμισυ πολεμική. Αισθήματα όπως ο αγνός ιδεαλισμός, ο ενθουσιασμός
και η φιλία δυο Αυστραλών στρατιωτών που μετέχουν στον πόλεμο της Καλλίπολης
(Τουρκία) θα μετατραπούν κάτω από τη σκληρότητα της μάχης σε παραφροσύνη.
Ο "καλός" και ο
"κακός"
Το 1981, ο Βόλφγκανγκ Πέτερσεν και ο γερμανικός
κινηματογράφος θα δώσει το πιο πολυδάπανο γερμανικό φιλμ που έγινε ποτέ, 40
εκατ. δολαρίων με σημερινές τιμές, "Das Boot" (Το Υποβρύχιο),
τιμώντας τους Γερμανούς του Β Παγκοσμίου Πολέμου που έχασαν τη ζωή τους
υπηρετώντας στα υποβρύχια: Από τους 40.000 στρατιώτες, οι 30.000 δε γύρισαν
ποτέ πίσω. Θ' ακολουθήσουν, μεταξύ άλλων, οι αμερικάνικες παραγωγές
"Killing Fields" (1984), πολεμικό δράμα που αναφέρεται στη διαφυγή
ενός δημοσιογράφου μέσα από την Κοιλάδα του Θανάτου της Καμπότζης, το
"Platoon" (1986) και το "Γεννημένος την 4η Ιουλίου"
(1989), του Όλιβερ Στόουν, του σκηνοθέτη που υπηρέτησε στο Βιετνάμ και
αποτύπωσε σε πολλές του ταινίες με ωμότητα το ψυχογράφημα των πεζοναυτών. Το
1993 ο Τζόζεφ Βιλσμάγιερ, ακολουθώντας το πρότυπο του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν, θα
παρουσιάσει σε γερμανο-σουηδική παραγωγή το επικό, πανοραμικό, "Στάλινγκραντ", αναβιώνοντας το
Ανατολικό Μέτωπο του Χειμώνα του 1942, όπου έγινε η αιματηρότερη μάχη της
ιστορίας και χάθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο ψυχές. Η ταινία εστιάζεται πάνω
σε τρεις Γερμανούς στρατιώτες, που υποφέροντας από το σοβιετικό ψύχος και τον
τρόμο της μάχης, βλέπουν στο θάνατο τη σωτήρια διαφυγή.
Ο Στ.
Σπίλμπεργκ θα δώσει τη δική του _αμερικάνικη) οπτική σε δυο σημαντικές ταινίες
με θέμα τον πόλεμο. "Η Λίστα του Σίντλερ"
("Schindler's List", 1993), αντι-πολεμικό, βασισμένο στη βιογραφία
του Τόμας Κίνιλι που περιγράφει την ιστορία ενός Γερμανού εργοστασιάρχη, του
Οσκαρ Σίντλερ, που έσωσε από τη Γενοκτονία του Β Παγκοσμίου Πολέμου πάνω από
χίλιους Εβραιοπολωνούς και "Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν"
("Saving Private Ryan", 1998), φιλμ που θα κλείσει τα Εκατό Χρόνια
των Πολεμικών Ταινιών με διλήμματα ηθικών προεκτάσεων, αλλά πάντα με τη
στερεότυπη αντίληψη περί του Καλού στρατιώτη και του Κακού αντιπάλου του.
Μέχρι σήμερα παραμένει στην πρώτη θέση παγκοσμίως όσον
αφορά το κόστος και τη διάρκεια, το αντι-πολεμικό σοβιετικό έπος _τριλογία
"Πόλεμος και Ειρήνη" (1967) του Σεργκέι Μποντάρτζουκ. Βασισμένο στο ομώνυμο
βιβλίο του μεγάλου ειρηνοποιού Τολστόι "Βόινα ι Μιρ", περιγράφει τη
μάχη του Μποροντίνο μεταξύ των Γάλλων του Ναπολέοντα και των Ρώσων του Κουρούζοφ,
και είχε διάρκεια 6 1/2 ωρών και αξία 425 εκ. δολαρίων με σημερινές τιμές.
Πόλεμος, Τέχνη και Ιστορία
Υπάρχουν βέβαια πάμπολλες ακόμα ταινίες της
παλαιότερης και σύγχρονης εποχής, που με τα αντίστοιχα κοινωνικά πρότυπα και
τεχνικά μέσα έχουν εκφράσει τον πόλεμο και την εκάστοτε ιδεολογία που οδήγησε
σ' αυτόν. Ο κινηματογράφος, δεμένος με τα διπλά δεσμά της κοινωνίας και της
τεχνικής στο άρμα της ανθρώπινης έκφρασης, κι αν είναι επιστημονική επινόηση,
θεμελιώνεται από την εμπειρική γνώση. Και ο πόλεμος σαν θέμα που απασχολεί την
Τέχνη δεν αποτελεί περιπέτεια ψυχαγωγίας - όπως διευκρινίζει και ο Εριχ Μαρία
Ρέμαρκ στον πρόλογο του βιβλίου του - που ξετυλίγεται σ' έναν ιδεοληπτικό χώρο,
μυθικό, εξω-κοινωνικό και άρα ακίνδυνο. Η ανάγνωση της Ιστορίας μέσα από τη
μεγάλη οθόνη, αλλά και το διηνεκές του σύγχρονου επεκτατισμού το αποδεικνύει.
Και θα ήταν ενθαρρυντικό για το ανθρώπινο γένος να ενεργοποιεί ο θεατής τις δύο
πρωταρχικές βαθμίδες της ανθρώπινης νόησης, τη μνήμη και την κρίση. Τότε θα
μπορεί όχι μόνο να "βλέπει", αλλά και να "καταλαβαίνει".