05 Ιουλίου 2024

Μάριος Χάκκας ο “αιρετικός”

Με τον Χάκκα υπάρχει μια σχέση _από πρώτο χέρι «εξ αγχιστείας» 1. μέσω Λάζαρου Κουζηνόπουλου _έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών στα 97 του χρόνια προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς 2024 και 2. μέσω του Θυσιαστήριου της Λευτεριάς _Σκοπευτήριου Καισαριανής στο οποίο εντρυφά ο υποφαινόμενος για πάνω από 50 χρόνια _όντας και επικεφαλής της μετατροπής του σε τόπο που η ιστορική μνήμη δένει αρμονικά με τη δημιουργία ενός σύγχρονου πάρκου με πολλαπλές κοινωνικές αναφορές και μνήμες. Από το  1983 όταν ο λαός της πόλης με επικεφαλής τον κομμουνιστή Δήμαρχο Παναγιώτη Μακρή πραγματοποιεί κατάληψη 17 ημερών με αίτημα την απομάκρυνση της Σκοπευτικής και ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την απόδοση στο λαό και απομάκρυνση της Σκοπευτικής, που -τυπικά, ολοκληρώθηκε επί δημαρχίας του κομμουνιστή Ηλία Σταμέλου.

Παναγιώτης Μακρής:
μια ηρωική μορφή του λαϊκού κινήματος και του Κόμματος

«Ένας χώρος που κατοικήθηκε για πρώτη φορά. Μια στενόμακρη ανηφορική λουρίδα με φτωχές κουνούκλες. Αριστερά το ρέμα και ένα δάσος, ισχνά καχεκτικά πευκάκια. Δεξιά η μάντρα του Σκοπευτηρίου. Ψηλά το μοναστήρι. Αντίσκηνο, παράγκα, πλιθόκτιστο και κουρελού της προσφυγιάς και να η Καισαριανή χαμόγελο στον πρώτο ήλιο». Ως χώρο της δικής του «μυθολογίας» ορίζει ο λογοτέχνης – ποιητής Μάριος Χάκκας την Καισαριανή, τη συνοικία που έζησε για ένα μεγάλο διάστημα, ο πρόωρα και άδικα χαμένος, ο «φτωχούλης» της. «Το σωστό είναι να εξολοθρευτεί κι αυτό έτσι που να μην υπάρχει χώρος για προτομές, ν’ αποκλειστεί οποιαδήποτε περίπτωση για ηρώον, κενοτάφια, καντήλια. (…) «Να δείτε που στο τέλος θα το κάνουν οικόπεδαέξι μέτρα φάτσα και δώδεκα βάθος το καθένα, τσίμα τσίμα όσο επιτρέπεται για να είναι άρτιο. Για οικόπεδα θα συμφωνήσουνε όλοιΠιθανόν να μείνει κι η ονομασία «Σκοπευτήριο», ουδέτερα όμως, χωρίς καμία ειδική σημασία, αλά πλατεία Συντάγματος, θα φέρνει στα μυαλά των ανθρώπων τους αργόσχολους που κάναν βολή σε χάρτινους στόχους, σε πιατάκια πήλινα και σε περιστέρια. Σε ανθρώπους, ποτέ. Κατά τη γερμανική κατοχή; Μα συνέβηκε ποτέ τέτοιο πράγμα;»
              ___«Σκοπευτήριο Καισαριανής», Μάριος Χάκκας, 1972.

Δείτε αφιέρωμα Περισκόπιο ΕΡΤ _στο 13.29 μιλάει ο Λάζαρος Κουζινόπουλος

Πέρα από τα «λογοτεχνική αδεία» γλαφυρά, τελικά σε πείσμα πολλών τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν μ’ αυτό τον τρόπο. Όχι πως δεν έγιναν και δε γίνονται ακόμη προσπάθειες (μέχρι και οικοπεδοποίησης) -το αντίθετο. Όμως εδώ μιλάμε για δυο διαφορετικές οπτικές, για δυο αντιδιαμετρικές ιδεολογικές αναφορές και αφετηρίες (και αυτά, χωρίς καμιά προσπάθεια υποβάθμισης ή αμαύρωσης μιας αξιολογότατης λογοτεχνικής διαδρομής, που διακόπηκε απότομα από τον πρόωρο θάνατό του): ο ίδιος ο Χάκκας -μόνιμα σε κόντρα με το ΚΚΕ _σσ. «κριτικός» -υποτίθεται, όχι στον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας, (!!) αλλά στον δογματισμό των στελεχών και του κομματικού μηχανισμού (sic !!!) … βλ  παρουσίαση του «Κέδρου» για τον συγγραφέα), αν και «μέσα στα πράγματα» (1964-1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής) επέλεξε την οριστική ρήξη με το Κόμμα το 1966.

Ο Μάριος Χάκκας (Μακρακώμη Φθιώτιδας, 1931_5-Ιουλ-1972) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων υπέστη διώξεις, ιδιαίτερα κατά τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στην Καισαριανή, με την οποία συνδέθηκε συναισθηματικά, κάτι που διαφαίνεται και στα θέματα των έργων του. Σε ηλικία 19 ετών ενώ φοιτούσε στη Σχολή Σαμαρειτών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, βοήθησε εθελοντικά τους φυλακισμένους στη Γυάρο. Στις 30 Απριλίου 1954 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 ετών, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να διακόψει τις σπουδές του στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στα μέσα της δεκαετίας του '60 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Όμορφο καλοκαίρι" (ήταν και η μοναδική που εκδόθηκε όσο ζούσε). Έπειτα από το πραξικόπημα και την εγκαθίδρυση της χούντας, υπέστη διώξεις και φυλάκιση ενός μήνα για το γεγονός ότι ήταν στέλεχος της ΕΔΑ (1960-67). Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τρία θεατρικά μονόπρακτα. Απεβίωσε από καρκίνο σε ηλικία 41 ετών, στη διάρκεια της δικτατορίας.

Επιλεγμένα έργα

·        "Όμορφο καλοκαίρι" (1965)

·        "Ο Τυφεκιοφόρος του εχθρού" (1966)

·        "Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες" (1971)

·        "Ενοχή" (θεατρικό μονόπρακτο)

·        "Αναζήτηση" (θεατρικό μονόπρακτο)

·        "Κλειδιά" (θεατρικό μονόπρακτο)

·        "Το κοινόβιο" (1972)

Καισαριανή -Πρωτομαγιά 1944:
Το αίμα τους κόκκινη γραμμή - κριτήριο παντοτινό

Με τη σωστή πλευρά της ιστορίας

Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί , κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες,
-η Ελλάδα τις έρραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά , που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους ,τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ανοίγουνε στο μέλλον.
Εμείς , μερτικό δε ζητήσαμε ….Τίποτα __Μόνον
θυμηθείτε το : αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.
___         Του Γιάννη Ρίτσου

Το μνημείο διακρίνεται για τους ισχυρούς συμβολισμούς του. Λίγα μέτρα μετά την είσοδο ξεδιπλώνεται σε δύο επίπεδα ο κυρίως χώρος του Μνημείου: στο πρώτο κυριαρχούν οι 12 στήλες από γρανίτη, που είναι χωρισμένες σε δύο ομάδες και δημιουργούν ένα είδος αψίδας και πάνω τους έχουν χαραχτεί τα ονόματα των εκτελεσθέντων κατά την Κατοχή στην Καισαριανή, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν οι 200 της Πρωτομαγιάς, ενώ πίσω από τη γρανιτένια συστοιχία έχουν διαμορφωθεί δύο υδάτινες επιφάνειες, ενώ στην απόληξή της έχουν κατασκευαστεί σκαλιά που οδηγούν στο δεύτερο επίπεδο. Και σε αυτή την ενότητα κυριαρχεί ο γρανίτης, από τον οποίο έχουν κατασκευαστεί οι δύο στήλες, ύψους 7 μέτρων η καθεμία, που λειτουργούν ως προπομποί για τον τόπο της Θυσίας, ο οποίος οριοθετείται από τον πέτρινο τοίχο και από σεβασμό παραμένει απείραχτος.

Τόσοι σταυροί πού στήθηκαν, τόσοι σταυροί πού θα στηθούνε
Εμάς μονάχα με σταυρούς μπορούν να μας μετρούνε
Σταυροί παντού σταυροί…
Ήμαστ’ οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι δεν κλαίμε και γελούμε
Τα σπίτια μας καπνίζουνε, πεινούνε τα παιδιά μας, δε λυγούμε.
Ήρθαμε να χαράξουμε του πόνου μας τα σύνορα και στήνουμε σημάδια και περνούμε.
Σταυροί, παντού Σταυροί.
___        Φώτης Αγγουλές

Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.

_____                  Κώστας Βάρναλης
___________________________________________________________

 Οι ιστορίες του «Μπιντέ»

«Μπιντές» ήταν μια ονομασία της πλατείας Κολωνακίου που είχε σχέση με το σχήμα της _δημιουργούσε όμως και συνειρμούς για ένα είδος κοινωνικού ξεπλύματος. Σήμερα η ονομασία είναι ξεχασμένη, αλλά τη δεκαετία του 1970 ήταν πολύ ισχυρή και σίγουρα σήμαινε πολλά για όποιον την άκουγε και όποιον τη χρησιμοποιούσε. Αυτός ο μπιντές, δηλαδή η πλατεία και ευρύτερα το Κολωνάκι, ήταν και χώρος δράσης διαφόρων ομάδων. Μία από αυτές ήταν η beat-σουρεαλιστική ομάδα Νάνου Βαλαωρίτη, Δημήτρη Πουλικάκου Πάνου Κουτρουμπούση κά που είχαν εξέδιδαν το βραχύβιο, περιοδικό «Πάλι» στο διάστημα 1964-66. Η λέξη «μπιντές» παραπέμπει επίσης στα objets trouvés και στην ντανταϊστική και σουρεαλιστική παράδοση που μας φέρνει αμέσως στο μυαλό το έργο του Μαρσέλ Ντισάν «Κρήνη», αυτή την εικόνα του ουρητηρίου. Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες είναι ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων του Μάριου Χάκκα, που κυκλοφόρησε το 1970 και σίγουρα έχει σχέση με τους άλλες μπιντέδες που ήδη αναφέραμε. Στις ιστορίες του «Μπιντέ» οι αφηγητές στοχεύουν «στον αυτοσαρκασμό, στην κριτική στον καταναλωτισμό, στην υπονόμευση των συμβολικά φορτισμένων τόπων, είτε είναι η Ακρόπολη είτε η Καισαριανή, στην αμφισβήτηση της εξιδανίκευσης της τέχνης και της λογοτεχνίας, στην ειρωνική αντιμετώπιση ιστορικά φορτισμένων καταστάσεων, όπως η ιμπεριαλιστική μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή.

Συνομήλικος του Θανάση Βαλτινού, του Βασίλη Βασιλικού και του Μένη Κουμανταρέα, ο Χάκκας έδρασε λογοτεχνικά γύρω στα έξι μόνο χρόνια, από το 1966 έως τον θάνατό του. Στο διάστημα αυτό εκδόθηκαν οι τρεις συλλογές διηγημάτων του, που κυκλοφορούν σήμερα σε έναν τόμο από τις εκδόσεις Κέδρος. Πρόκειται για τη συλλογή Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού (1966), Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες (1970) και Το κοινόβιο, κυρίως αυτοβιογραφική συλλογή που κυκλοφόρησε το 1972. Οι συλλογές και τα διηγήματα του ήταν ορατά τα πρώτα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση το 1974. Αφήνοντας κατά μέρος την κλασική προσέγγιση του έργου του Χάκκα με άξονες η ένταξή του  και η ρήξη του με το ΚΚΕ «ο Μπιντές… δεν υιοθετεί τη θεματική και τη ρητορική της ρεαλιστικής παράδοσης του ελληνικού διηγήματος, είναι κάτι καινούργιο _ένα “εντυπωσιακά καινοτόμο” παράδειγμα των εξελίξεων της μοντερνιστικής γραφής, ένας εναλλακτικός λόγος στη νεοελληνική πεζογραφία», όπως με δόση υπερβολής έγραψε κάποιος. Σε κάθε περίπτωση δεν παρουσιάζεται ως κάτι ιδιαίτερο στην πεζογραφία του αλλά καλύπτεται από την ομπρέλα της πολιτικής ένταξης του συγγραφέα, της αποστασιοποίησής του από αυτήν και της ασθένειάς του. Όταν εκδίδεται το Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες, στην Ελλάδα έχουμε δικτατορία. Τα διηγήματα της συλλογής όμως γράφονται σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων. Ταυτόχρονα, η δεκαετία του 1960, μέχρι το 1967 που επιβάλλεται η δικτατορία, είναι για την Ελλάδα μια εποχή πολιτιστικής έκρηξης με καταλυτικό ρόλος περιοδικών που εκδίδονται αυτή την εποχή, ιδιαίτερα η «Επιθεώρηση Τέχνης» για τον χώρο της αριστεράς _στον αντίποδα οι «Εποχές» κά για τον αστικό χώρο.

___          «Το ψαράκι της γυάλας»
Θέλοντας ο Χάκκας να περιγράψει την πορεία ενός ατόμου από το πολιτικά έγχρωμο παρελθόν στο πολιτικά άχρωμο παρόν, εφευρίσκει μία απλή αλλά ουσιαστικά πολύ επιτυχή τεχνική. Δίνει αυτή την πορεία και βέβαια το μήνυμα μέσα από την καθημερινότητα της ζωής του ήρωα...

Ο άνθρωπος, με τη φρατζόλα υπό μάλης, είναι ο ίδιος που πριν δύο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.
Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός, μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.
Το σωστό είναι, όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

Σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτές τις δυο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής. Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις, είναι αλήθεια πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».    Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει πια δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν’ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δε γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ – φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν’ αλλάζει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαινόταν βαρετή.

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος. Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».

Κι όμως, έστω χωρίς γάμο, μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερες τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης. Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

    Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζλόγκ και ν’ αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίσιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ∙ ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;

    Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ’ αυτούς τώρα θα ‘ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

    Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ’ το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επιτούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του ‘ρθανε αισιόδοξες σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν».

Τώρα όποιος θα θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο. «Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;» «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτόν τον λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί; «Δεν μπορώ», σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι». Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή ξαδέλφη του. Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ’ τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ’ αποφάσισε.

– Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
– Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν’ απαντήσει.
– Θα ‘χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
– Πού να ξέρω; είπε εκείνος που ερχόνταν απ’ έξω.
– Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέρφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ’ ένα νευρικό σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτόν του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας:
Το πυροβολικό, το πυροβολικό, το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.

Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ’ αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ’ έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαζε γι’ αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.

Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας. Έβγαλε το μαντίλι απ’ την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ’ άλλα, τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.

Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν __

                        Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.
___Το διήγημα που  δημοσιεύτηκε το 1971
Ο χώρος είναι ενιαίος και ο ίδιος τουλάχιστον γεωγραφικά και για το παρόν και για το παρελθόν. Αν, όμως, δούμε το χώρο και από την κοινωνική πλευρά θα παρατηρήσουμε πως συμβάλλει κι αυτός σε κάποιο βαθμό στην αλλοίωση της πολιτικής φυσιογνωμίας του ανθρώπου του διηγήματος _αλά Χάκκα


 

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: 110 χρόνια από τη γέννηση της Βάσως Κατράκη

Στις 5 Ιουλίου του 1914 γεννήθηκε η Βάσω Κατράκη. Ήταν μια γέννα με ιερή συγκυρία, γιατί γέννησε η ίδια κι έναν ολόκληρο κόσμο που τον μορφοποίησε μέσα από το έργο της. Μεγάλωσε στο Αιτωλικό. Εκεί άκουγε τη λιμνοθάλασσα να μουρμουρίζει και το βράδυ τις φωνές των ανέμων. Περπατούσε πάνω στα γεφύρια, ανάμεσα στους φοίνικες. Χάζευε το ηλιοβασίλεμα και τους ερωδιούς. Κουβέντιαζε με τους ψαράδες, τους απλούς ανθρώπους, αλλά η ψυχή της φτερούγιζε.

Ήθελε να πετάξει σαν τα θαλασσοπούλια, να δημιουργήσει το δικό της νησάκι, χτίζοντας γέφυρες πολιτισμού με όλη την ανθρωπότητα, γιατί το έργο της είναι οικουμενικό. Δημιούργησε τη δική της Πομπηία, που δεν είναι ψηφιδωτά πάνω σε τοιχογραφίες, αποτυπώματα της έκρηξης του ηφαιστείου. Ο δικός της Βεζούβιος ήταν η λάβα που έστελνε μέσα απ' το έργο της.

Τα πρώτα χαρακτικά της ήταν αφίσες, προκηρύξεις, ψηφοδέλτια για τον αγώνα, την αντίσταση. Οι τραγωδίες της ζωής έγιναν βιώματα στην ψυχή της και τέχνη στα χέρια της. Οι «Δώδεκα Μανάδες» είναι αληθινές ιστορίες γυναικών που έθαψαν τα παιδιά τους σε πολέμους είτε στην Ελλάδα είτε στην Κύπρο.

Με το πραξικόπημα του 1967 την συνέλαβαν. Την έστειλαν στη Γυάρο. Εκεί ζωγράφιζε πέτρες ενώ με τα βότσαλα έστελνε μηνύματα, γράφοντας στους κομμουνιστές συγκρατούμενούς της. Τα βότσαλα της αντίστασης. Τη δάμασε την πέτρα. Χάραζε πάνω της ποιήματα, μορφές, σχέδια, φιγούρες, άλλοτε μυστηριώδεις και άλλοτε καθαρές. Αυτές υπάκουαν στη δύναμη του ταλέντου της, αλλά σέβονταν και την προσπάθειά της να μεταμορφώσει τα απλά υλικά σε ζωντανή ύλη.

Η μοναξιά, η ιδεολογία, η ελευθερία, τα προβλήματα που βασάνιζαν τον τόπο, στην αρχή γίνονταν ξύλινα γλυπτά, με τόση αρμονία και αγαλλίαση που σε μάγευαν. Εμπνεόταν και από τη μυθολογία. Εφτιαξε μορφές θεϊκές ή απλοϊκές, που έκαναν τα ξύλα να διηγούνται και να υποκλίνονται. Αγαπούσε τον Ικαρο, που είναι οραματιστής, θέλει να πετάξει, αλλά δεν άντεξαν τα φτερά του γιατί έφτασε τόσο ψηλά που τα έκαψε η ζέστη του ήλιου. Ο Ίκαρος είναι η απόδραση στην ελευθερία, αλλά μας διδάσκει να μη θέλουμε να ανυψωθούμε πάνω απ' τη μοίρα μας.

Η εγγονή της

Αγαπούσε τα πετάγματα όχι μόνο με φτερά αλλά και με χαρταετούς, όπως είναι αυτός που ζωγράφισε, αφιερωμένος στην εγγονή της Αννα και δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Περίμενε τόσα χρόνια σ' ένα συρτάρι, αλλά ήρθε η ώρα του να πετάξει μέσα από τα φύλλα του «Ριζοσπάστη». Καθετί, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα βρει τον προορισμό του. Η εγγονή της, Αννα Δεσποτίδη, δεν θυμήθηκε μόνο το έργο του χαρταετού αλλά περιγράφει και την γιαγιά της αποκλειστικά σ' αυτό το αφιέρωμα:

«Από πολύ μικρή ήξερα ότι η γιαγιά μου η Βάσω διέφερε από τις άλλες γιαγιάδες. Οχι επειδή στην ηλικία εκείνη καταλάβαινα το μεγαλείο της ψυχής και του έργου της, αλλά γιατί δεν ήταν η γιαγιά που θα με πήγαινε στην παιδική χαρά, ή θα μου διάβαζε παραμύθια με πριγκίπισσες. Ισως κάποιο νανούρισμα με μελωδία του Θεοδωράκη, εκεί που "πάνω στην άμμο την ξανθή γράψαμε τ' όνομά της". Οι περισσότερες πραγματικές αναμνήσεις που έχω μαζί της είναι στο σπίτι της Γλυφάδας, εκεί που ήταν το ατελιέ της, το σπίτι όπου έζησε και μεγάλωσε η μητέρα μου. Και λέω πραγματικές αναμνήσεις, γιατί μεγαλώνοντας συνάντησα πολλούς ανθρώπους που μου μίλησαν για εκείνη, μα περισσότερο απ' όλους οι γονείς μου, και έτσι οι εικόνες των αφηγήσεών τους μπερδεύτηκαν με τις δικές μου.

Θυμάμαι τα πρωινά στη βεράντα έξω από το υπνοδωμάτιό τους. Η ανοιχτή μπαλκονόπορτα και μπροστά απ' αυτήν ο παππούς με την γιαγιά να πίνουν ελληνικό καφέ, συντροφιά με φρυγανισμένο ψωμί και τυρί, με φόντο τις ζαρντινιέρες που έμοιαζαν με παράρτημα ανθοκομικής έκθεσης, γεμάτες γαρίφαλα, ανεμώνες, ζουμπούλια, γιασεμιά και μπουγαρίνια. Χωνόμουν κι εγώ ανάμεσά τους και έκλεβα, δήθεν κρυφά, το τυρί.

Θυμάμαι τη μία και μοναδική φορά που είδα λυτά τα μαλλιά της. Πάντα ήταν με τον κότσο της, με αυτόν κοιμόταν, με αυτόν ξυπνούσε, με αυτόν περιδιάβαινε όλη μέρα. Μα μια φορά ήμουν μαζί της όταν τα έλυσε, μπροστά από τον μακρόστενο όρθιο καθρέφτη που είχε στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι της. Αν έφταναν έως τη μέση ή τους ώμους δεν θυμάμαι για να πω, μα θυμάμαι το λευκό πέπλο που φέγγισε από το φως του παραθύρου, και μου φάνηκε τόσο παράξενη με τα μαλλιά ξέπλεκα, σαν αερικό. Κι ύστερα με δυο κινήσεις γίνηκε και πάλι η γιαγιά μου.

Την γιαγιά μου την Βάσω την έχασα όταν ήμουν μόλις οκτώ χρονών. Μπορεί μεγαλώνοντας να μην την είχα δίπλα μου, μα ήταν πάντα μέσα μου, οδηγός. Περιτριγυρισμένη από τα έργα της σε όλους τους τοίχους του σπιτιού, σε εκθέσεις, συντροφιά με αμέτρητες ιστορίες από τους αγώνες της και τους μήνες της εξορίας. Μέσα από την μαμά μου, γνώρισα το ήθος της, τη σεμνότητά της, τα βασανιστήρια που πέρασε, τον αγώνα για την ελευθερία, το θάρρος της. Αρχισα να συνειδητοποιώ τη βαρύτητα του οικουμενικού της έργου. Και είμαι πάντα περήφανη για εκείνη. Μα το σημαντικότερο απ' όλα είναι ότι η μητέρα μου και ο πατέρας μου μου δίδαξαν τον τρόπο να διατηρήσω τη θύμησή της, να συνεχίσω να επικοινωνώ το έργο της, να μην ξεχαστεί ποτέ η Βάσω Κατράκη. Γιατί μπορεί για μένα να ήταν η γιαγιά μου, αλλά το έργο της είναι αφιερωμένο σε όλη την ανθρωπότητα».

Το έργο της

Μα οι ωραιότερες στιγμές ήταν εκείνες στο ατελιέ. Ανέβαινα πάνω και την έβρισκα με μια ποδιά μαυρισμένη από τα μελάνια. Όταν σκάλιζε τις πέτρες, μου έδινε χαρτόνια και μαρκαδόρους και καθόμουν στον πάγκο που σχεδίαζε και έφτιαχνα τις ζωγραφιές μου, ή κούρνιαζα στην γκρίζα κουνιστή πολυθρόνα και την χάζευα, ή στεκόμουν δίπλα της και την έλουζα με απορίες. Της ζητούσα να μου φτιάχνει σπιτάκια για να τα χρωματίζω, μα εκείνη δεν τα έκανε όπως τα ήθελα και της έλεγα ότι δεν ήξερε να ζωγραφίζει. Ο τσακωμός είχε πάντα την ίδια κατάληξη, μου ζωγράφιζε άλογα, που τόσο αγαπούσε. Μια φορά πήρε ένα κόκκινο χαρτόνι, έβγαλε από ένα συρτάρι τα χαρτοκοπτικά σχέδια που είχε φτιάξει η θεία μου η Αννα σε κύκλους και ρόμβους, τα κόλλησε στο χαρτόνι και τριγύρω τα στόλισε με ένα κορίτσι, μια πεταλούδα, ένα πουλί και λουλούδια. "Για την Αννούλα μου, η γιαγιά Βάσω". Όσα δωμάτια κι αν έχω αλλάξει από τότε, το έργο αυτό είναι πάντα η καλημέρα μου.

Ο ιστορικός Τέχνης Γιάννης Μπόλης γράφει για την ίδια: «Η Βάσω όχι μόνο έζησε με ένταση την εποχή της, αλλά και την ενέταξε στη δημιουργία της. Το σύνολο του έργου της, τιμημένου με διεθνή βραβεία και διακρίσεις, αποκαλύπτει μια μοναδική συνέπεια και ταυτόχρονα την αντοχή και την ποιότητα των μορφοπλαστικών αναζητήσεων και των πνευματικών της ενδιαφερόντων. Οι συνθέσεις της διατηρούν τον επίκαιρο χαρακτήρα τους, την επιβολή και τη δύναμη των μηνυμάτων και των συμβόλων τους, διαμορφώνουν ενιαία εικαστική πρόταση και μορφοποίηση, αναπτύσσονται με συνοχή μέσα στα όρια και στους όρους της σύγχρονης έκφρασης, όμως χωρίς φορμαλισμούς και εντάξεις στους τρόπους κάποιου κυρίαρχου ρεύματος. Αυθόρμητη και ενστικτώδης, ονειροπόλα, ρομαντική και δυναμική ως άνθρωπος, η Βάσω αφοσιώθηκε στην τέχνη της, που με την αλήθεια και την τόλμη της, την ισορροπία, την ποιητική και την ευαισθησία της, τις ηθικές αξίες, το ανθρωπιστικό - οικουμενικό περιεχόμενο και την απαρασάλευτη άποψή της, συναντά και επικοινωνεί με τον αποδέκτη της, επιβεβαιώνει την αυθεντικότητα και τη σημασία της προσφοράς της».


Ο ίδιος περιγράφει με εξαίσιο τρόπο τα νοήματα και τις έννοιες των έργων της Βάσως Κατράκη:
«Στις "Αναμονές", γυναίκες περιμένουν αγέρωχες δίπλα σε πετρωμένους κορμούς και βράχια - αναφορά στο τοπίο της Γυάρου, τόπο ερημιάς και εξορίας. Στις "Πλατυτέρες" το γυναικείο πρόσωπο, μάνα και Παναγιά μαζί, παραπέμπει στις πηγές της ζωής, με τα υψωμένα χέρια να προσδίδουν ιερατική μεγαλοπρέπεια. Στις "Καταστάσεις" ο άνθρωπος μένει κορμός, χωρίς κεφάλι, με κομμένα χέρια, μορφή μαρτυρική στην αγωνιώδη προσπάθειά του να απελευθερωθεί από τα συρματοπλέγματα που τυλίγονται, ενώ το σχήμα του σταυρού λειτουργεί τόσο πλαστικά όσο και αλληγορικά, με τους προφανείς θρησκευτικούς συνειρμούς. Στο "Δάσος", δέντρα και άνθρωποι, βαθιά ριζωμένοι στη γη, συμπλέκονται και αποκτούν φυλλώματα - σημάδι αναγέννησης. Στις "Συντεταγμένες", με τα ακρωτηριασμένα σώματα, η ζωή αντιπαραβάλλεται στον θάνατο, η αντίσταση στην υποταγή, ενώ στο "Χρέος της Αντιγόνης" η μυθολογική ηρωίδα ετοιμάζεται να σκεπάσει τους νεκρούς αδελφούς της. Και πολύ συχνά ο ήλιος, "πότε τραυματισμένος, πότε απειλητικός, πότε ακτινωτός, με τις ακτίνες να πριονίζουν τα γύρω", γίνεται σύμβολο φόβου και απειλής, αλλά και της ελπίδας και του ατέρμονου κύκλου της ζωής».

Η κόρη της

Για την προσωπικότητα και την καθημερινότητα της Βάσως Κατράκη μάς μιλάει με συγκίνηση και ζωντανή μνήμη η κόρη της, Μαριάννα Κατράκη - Δεσποτίδη:
«Σηκωνότανε πρωί πρωί και έπινε το καφεδάκι της στη βεράντα με τον πατέρα μου. Όταν είχαμε σχολείο μάς ετοίμαζε και μετά κατέβαινε στην κουζίνα και προετοίμαζε το φαΐ. Το έβαζε στη φωτιά και ανέβαινε πάνω στο ατελιέ της να δουλέψει. Είχε και στον νου της το φαΐ, και είτε κατέβαινε να το ελέγξει είτε μας καλούσε από ένα εσωτερικό τηλέφωνο που είχαμε, να πάμε εμείς. Δούλευε ακατάπαυστα και όταν γυρνούσα από το σχολείο, τις καθημερινές, ανέβαινα στο εργαστήρι της, παρατηρούσα πώς δούλευε, συζητούσαμε και μετά μαζευόμασταν και τρώγαμε όλοι μαζί. Ξεκουραζότανε λίγο, και μετά ανέβαινε πάλι στο ατελιέ να σχεδιάσει. Κάποια βράδια έκανε μια βόλτα στις γκαλερί της Αθήνας, να δει δουλειά κι άλλων καλλιτεχνών, και όταν πια είχα μεγαλώσει με έπαιρνε παρέα της. Συνήθως περιμέναμε τον πατέρα μου, όταν έκλεινε το ιατρείο του, να μοιραστούμε τα νέα της ημέρας. Τα Σαββατοκύριακα έρχονταν συχνά φίλοι και συγγενείς, ειδικά το καλοκαιράκι στην αυλή μας, κάτω από την κληματαριά, και τρώγαμε, πίναμε και λέγαμε αστεία.

Ήτανε σύντροφος για τον πατέρα μου, και ο πατέρας μου για την ίδια. Είχαν ένα βαθύ δέσιμο, περάσανε πολέμους και κατοχές, εξορίες, βαδίσανε χέρι με χέρι μέχρι το τέλος. Ηταν ισορροπίστρια. Ήταν αληθινή μάνα. Ηταν κοντά μας, δίπλα μας, σε ό,τι κι αν χρειαζόμασταν. Ήταν απλή και είχε μια έμφυτη σεμνότητα. Συμμετείχε στη γειτονιά και στα προβλήματά της, όλους τους νοιαζότανε. Ήτανε μέσα σ' όλα. Επλενε, μαγείρευε, έραβε, ό,τι έπιαναν τα χέρια της γινότανε χρυσός. Αγωνίστρια, διεκδίκησε το δίκιο για όλη την ανθρωπότητα. Εξορίστηκε για τις ιδέες της τα χρόνια της χούντας, που ακόμα και εκεί βρήκε τρόπο, ζωγραφίζοντας τα βοτσαλάκια της, να επικοινωνήσουν η ίδια και οι συνεξόριστοί της με τους αγαπημένους τους.

Πόσο επηρέασε
τη ζωή της το έργο της;

Το έργο της, παρότι πολλές φορές βραβεύτηκε στο εξωτερικό και έλαβε διεθνή πρώτα βραβεία, αυτή η αναγνώρισή της δεν της πήρε τα μυαλά. Δεν επεδίωκε τη βράβευση και εξηγούσε ότι απλά υπάρχοντας σε έναν μηχανισμό, θέλοντας και μη συμμορφωνόταν με αυτούς τους νόμους, γιατί αυτές οι εκθέσεις ήταν ο μόνος τρόπος να δείξει κανείς πλατύτερα τη δουλειά του, να δει τη δουλειά των άλλων καλλιτεχνών, να επικοινωνήσει ανοιχτότερα. Αρα το έργο της δεν επηρέασε τη ζωή της, αλλά η ζωή της επηρέασε το έργο της. Σε αυτό κατέγραψε όλα τα δεινά της πατρίδας της και της γενιάς της, τη δική της ζωή, τα βιώματά της, διαμαρτυρήθηκε και πήρε θέση για όλα τα πανανθρώπινα ζητήματα, είτε αφορούσαν την πατρίδα της - πόλεμος, κατοχή, εξορία - είτε τον έξω κόσμο. Ολο της το έργο ήταν μια καταγραφή των όσων συνέβαιναν και συγχρόνως μια διαμαρτυρία, με γνώμονα πάντα τον άνθρωπο και το δίκιο του».

Είχε πει σε μια συνέντευξή της, «όταν είμαι χαρούμενη ζωγραφίζω άλογα». Τι σήμαινε αυτό στη ζωή της;

«"Οταν έχω χαρά κάνω άλογα εγώ...", είπε όταν έγινε η Μεταπολίτευση. Ηταν το διάλειμμά της ανάμεσα στα εμβληματικά της έργα διαμαρτυρίας και αντίστασης. Τα αγαπούσε πολύ τα άλογα, γιατί ήταν μέρος της ζωής των ανθρώπων, στον πόλεμο, στην καθημερινή ζωή των αγροτών, ήταν μέλη κατά κάποιο τρόπο της οικογένειας. Τα θαύμαζε γιατί ήταν όμορφα και περήφανα».

Τι θυμάσαι από τις συμβουλές της;

«Οι συμβουλές της δεν εκφράζονταν με λόγια, αλλά με πράξεις. Τα λόγια είναι του αέρα. Πόσες φορές συναντάμε ανθρώπους που άλλα λένε και άλλα κάνουνε. Έβλεπα και παρατηρούσα τη στάση ζωής της, το ήθος της, τις αξίες και τα ιδανικά που μου εμφυσήσανε και οι δύο μου γονείς. Τη συμπεριφορά της απέναντι στους ανθρώπους, με καλοσύνη και κατανόηση. Δεν τους ξεχώριζε, τους θεωρούσε ίσους. Οταν είχα διλήμματα, προσπαθούσε να μου παρουσιάσει τη μελλοντική εικόνα των επιλογών μου. Με βοηθούσε να ξέρω τι θέλω πριν επιλέξω. Αυτά όλα ήταν το παράδειγμά μου. Δεν χρειαζόμουνα τίποτα άλλο».

Πώς πιστεύεις ότι το μουσείο μπορεί να συντηρηθεί και να γίνει πόλος έλξης του κόσμου;

«Θέλουμε ένα μουσείο που να είναι επισκέψιμο όλο τον χρόνο, ώστε να μπορεί ο κόσμος να δει το έργο της μητέρας μου. Εργαστήρια χαρακτικής εξοπλισμένα και προσβάσιμα σε όλους τους χαράκτες, έναν κήπο του μουσείου ο οποίος θα φιλοξενεί καλλιτέχνες και νέους που ενδιαφέρονται για την Τέχνη και παράλληλα θα φιλοξενεί πολιτιστικές δραστηριότητες, κινηματογράφου, θεάτρου και υπαίθριων εκθέσεων. Έτσι το μουσείο θα μπορεί όχι μόνο να συντηρήσει τον εαυτό του, αλλά να βοηθήσει και στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας».

Όλο το σχεδιάγραμμα της ζωής της καλυτέρεψε τον κόσμο. Το έργο της διαμόρφωσε συνειδήσεις. Βραβεύτηκε διεθνώς. Η ευγνωμοσύνη μας είναι μεγάλη, όσο και το χρέος μας. Μια ελάχιστη προσφορά στο όνομά της θα ήταν η προτομή της σε ένα κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας.

Η Βάσω Κατράκη με τον άντρα της

Με πληροφορίες από: Ριζοσπάστη __Εύα Νικολαΐδου



Η κληρονομιά της σπουδαίας Βάσως Κατράκη σε πλήρη εγκατάλειψη από το αστικό κράτος

ΑΦΙΕΡΩΜΑ στη ΒΑΣΩ ΚΑΤΡΑΚΗ από τη σειρά αυτοβιογραφικών ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ από το 1982, των Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη, όπου σκιαγραφούνται προσωπικότητες από τον πνευματικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό και κοινωνικό χώρο.

Τελευταία νέα  902.gr