Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Μακρής. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων ταξινομημένων κατά συνάφεια για το ερώτημα Μακρής. Ταξινόμηση κατά ημερομηνία Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

03 Ιανουαρίου 2022

“Έφυγε” η Μαρία Σιδέρη της δρακογενιάς των αλύγιστων της ταξικής πάλης

💥 🔻 Η συντρόφισσα Μαρία Σιδέρη, δεν είναι πια μαζί μας…
Από τις τελευταίες επιζήσασες στις φυλακές Αβέρωφ - περιμένοντας συνεχώς στο μπουντρούμι να φωνάξουν το όνομα της για εκτέλεση.
Επονίτισσα, καταδικασμένη πέντε φορές σε θάνατο, πέρασε τα περισσότερα χρόνια του εγκλεισμού της στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ.

🎈🎈 Δίπλα μας παντού σε κάθε εκδήλωση του Κόμματος και εδώ στην Καισαριανή κάθε ώρα, κάθε στιγμή, μέχρι την τελευταία της πνοή στα «εύκολα» και στα δύσκολα ...
Θα τη θυμόμαστε πάντα σαν
μία από τις χιλιάδες –αλλά και ξεχωριστή, των αλύγιστων της ταξικής πάλης.
Την αποχαιρετάμε με περηφάνια και σεβασμό, έχοντας κλείσει έναν μεγάλο και γεμάτο κύκλο ζωής, αδιάλειπτης δράσης και ανυποχώρητων αγώνων.

Η Μαρία Δεμσερή - Σιδέρη (όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1923.
Το 1943 εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και είχε ενεργή συμμετοχή σε όλες τις δραστηριότητές της ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Αργότερα οργανώθηκε και στο ΚΚΕ.
Συνελήφθη δύο φορές για τη δράση της, την πρώτη στις 5-Δεκ-1946, τη δεύτερη στις 7-Ιουλ- 1947, οπότε και καταδικάστηκε πέντε φορές σε θάνατο.
Έμεινε στη φυλακή 14 χρόνια, περιμένοντας κάθε μέρα την εκτέλεσή της.
Αποφυλακίστηκε στις 23-Νοε-1959 με τα μέτρα ειρήνευσης.
Το 1981 εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Ερμής» το πρώτο της βιβλίο «Δεκατέσσερα Χρόνια», έργο βιογραφικό που παρουσιάζει τη ζωή της από τη σύλληψη μέχρι και την απελευθέρωσή της, με εικονογράφηση από έργα δικά της τα οποία φιλοτεχνήθηκαν κατά τη διάρκεια της πολύχρονης φυλάκισής της.
Το 1992 παρουσίασε το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Χρόνια Οδύνης». Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1984.
Η συντρόφισσα Μαρία, μία από τις χιλιάδες των αλύγιστων της ταξικής πάλης, ήταν από τις τελευταίες επιζήσασες των φυλακών Αβέρωφ, υπεύθυνη της γυναικείας χορωδίας των κρατούμενων γυναικών. Υπήρξε σύζυγος του κομμουνιστή ποιητή Γιώργου Σιδέρη, με τον οποίο γνωρίστηκε ενώ ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Αίγινας.

ΕΠΟΝ-ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ

Εγώ δεν ήμουν ακόμη κομμουνίστρια, λέει σε μια της συνέντευξη, επονίτισσα ήμουν. Τότε που μπήκαμε στην ΕΠΟΝ δεν ξέραμε ακόμη για το κομμουνιστικό κόμμα, αντάρτες, αγωνιστές από το ΕΑΜ ξέραμε. Μπήκα στην ΕΠΟΝ το ’43 στην Κοζάνη. Με κάνανε γραμματέα. Τότε γράφαμε προκηρύξεις, γράφαμε στους τοίχους, μεταφέραμε κάποιο σημείωμα κ.λπ.

Τον Οκτώβρη του ’44 φύγανε οι Γερμανοί. Είχαμε τα γραφεία μας ανοιχτά. Οργανώθηκαν κι άλλα κορίτσια. Κάναμε γιορτές, δεν μας ενοχλούσε κανένας· στην αρχή. Μετά άρχισαν και μας καίγαν και να μας σπάνε τα γραφεία οι χίτες, οι ΠΑΟτζήδες. Ηταν γνωστοί αυτοί οι ΠΑΟτζήδες στη δυτική Μακεδονία. Φυλαγόμασταν αλλά είχαμε τους χίτες, δεν μπορούσαμε να στεριώσουμε γραφείο.

Μετά κάποια στιγμή μας συλλαμβάνανε. Πέρασα τρεις μήνες σε κρατητήριο για προκηρύξεις. Δεύτερη φορά όταν ψάχνανε να βρουν πολύγραφο – ξέραν ότι ήμουνα στέλεχος. Ξύλο, χαστούκια... Ήταν Χριστούγεννα του ’46.

Το ’47 πια με συλλαμβάνουν για την «Ελένη». Ένα βράδυ, νύχτα, ήρθαν καμιά δεκαριά χωροφύλακες σπίτι μου. Με πήγανε στην ασφάλεια. Ο μοίραρχος …

«Γιατί, κοριτσάκι μου; Τι ζητάνε; Να πεις ένα όνομα; Πες το, να τελειώνουμε… Τις φιλενάδες σου τι θα τις κάνουν;». Προσπαθούσε να με ξεγελάσει, αλλά εγώ δεν έλεγα: «Ελένη μου τη σύστησαν, Ελένη την ξέρω». Ήξερα ότι είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις … Δεν ήξερα ότι είχαν πιάσει την «Ελένη». Τότε αρχίσανε πολλές συλλήψεις στην περιοχή. Μόνο που ξέρανε ότι είσαι με τους αντάρτες, με τους αντιστασιακούς, σε συλλαμβάνανε.

Τρεις μήνες με κράτησαν στην ασφάλεια. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω» έλεγα. Με βάζανε κι έβλεπα τα παιδιά που βασανίζανε. Ήξερα αυτά τα παιδιά, ήμασταν φίλοι, χορεύαμε, κάναμε εκδρομές. Τελικά με στρώσανε κι εμένα στο ξύλο. Άκουγα φάλαγγα και δεν ήξερα τι ήταν … Τη δοκίμασα τελικά κι έτσι την έμαθα – Είχα αδυνατίσει και είδαν αίμα και σταμάτησαν. Αλλά έτρωγα κάτι χαστούκια που νόμιζα ότι το χέρι τους δεν είναι σαν το δικό μας, είναι πιο μεγάλο. Μετά εφαρμόσανε ένα άλλο βασανιστήριο, αγκαλιά το λέγανε. Με έπιανε ο ένας χωροφύλακας όπως με έσπρωχνε ένας άλλος· μετά δεν μ’ έπιανε, έπεφτα κάτω και με κλωτσούσαν να σηκωθώ, όπου μ’ έπαιρνε το πόδι τους. Το πρωί με πηγαίνανε στον μοίραρχο και με βλέπανε πώς ήμουνα πρησμένη. Τάχα έκανε τον καλό. Τελικά έγινε κι αυτός κακός. Περίμενε να πω «όχι» – «ναι» δεν ακούσανε ποτέ από μένα, όλο «όχι» έλεγα– κι εγώ είπα «ναι» και μου δίνει ένα χαστούκι! Μου ’πε μάλιστα «πουτανάκι» και βρισιές –τα πρώτα άσχημα λόγια– και μου ’δωσε τότε δυο χαστούκια μεγάλα που αυτά τα θυμάμαι πάντα – όλα τ’ άλλα τα ’χω ξεχάσει, αυτά τα χαστούκια δεν τα ξεχνάω. Είπε «πάρτε την από δω και κάντε τη ό,τι θέλετε» – καταλαβαίνετε, ξύλο. Όταν με πηγαίνανε σε αυτόν μου έλεγε να κάνω δήλωση. Ολο «δεν ξέρω, δεν ξέρω» και «όχι», δεν ήξερα άλλη κουβέντα. Πέρασα χωρίς να κάνω δήλωση.

Πιάστηκα το ’47, έμεινα υπόδικη οχτώ μήνες. Όλοι σε θάνατο, 30 ήμασταν, οι 18 καταδικαστήκαμε σε θάνατο παμψηφεί, καταδικαστήκαμε και γελούσαμε δεν φοβηθήκαμε καθόλου. Δεν είδα κανένας να δειλιάζει, το είχαμε αποφασίσει ότι θα μας εκτελέσουνε γιατί κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις.

Αδημονία για την εκτέλεση!

Ξαναπήγα στον θάλαμό μου και περίμενα όρθια πίσω από την πόρτα να με πάρουν το πρωί για να με εκτελέσουν. Δεν είχαμε κρεβάτια, ήταν άλλες εφτά στο πάτωμα. Τα παιδιά έλεγαν όλη τη νύχτα τραγούδια που είχαν και το όνομα «Μαρία». Το πήραν μαζί τους το τραγούδι. Κάτι αναφέρανε για μας που καταδικαστήκαμε. Ξημέρωσε. Σηκώθηκαν και οι κοπέλες, ήρθανε δίπλα μου· δεν κλαίγανε όμως για να μη με στεναχωρήσουν. Και περίμενα να ’ρθουν, αλλά δεν ερχόντουσαν. Ξαφνικά ακούω το αυτοκίνητο και φεύγει. Τα παιδιά φωνάζανε «γεια σας». Δεν με πήραν κι άρχιζα να φωνάζω, να χτυπάω την πόρτα και να κλαίω: «Γιατί δεν με πήραν εμένα!» Προσπαθούν οι κοπέλες να με παρηγορήσουν. Ανέβηκε ο φύλακας, έπρεπε να ανοιχτεί και ο άλλος θάλαμος –δυο ήταν με γυναίκες–, ήρθανε, με αγκαλιάσανε. Εγώ έκλαιγα, φώναζα, ήθελα να διαμαρτυρηθώ. Με αγκάλιασε η πιο μεγάλη σε ηλικία κρατούμενη, παπαδιά ήταν. «Ησύχασε, κορίτσι μου, μην κλαις. Μπορεί να σε πάρουν αύριο εσένα». Τα ’χασε κι εκείνη η καημένη. Και πέσαν οι άλλες απάνω: «Παπαδιά, τι είναι αυτά που λες;». Ήθελα να με πάρουν να με σκοτώσουν. Το ήθελα! Τώρα απορώ. Ήξερα τα παιδιά που δεν ξέραν την «Ελένη» και τα σκοτώνουν. Δεν είχαν άλλη κατηγορία. Και σκοτώνουν αυτά, κι εγώ που το ξέρω το όνομα. Το θεωρούσα άδικο. Από τους 18 σκοτώσανε δέκα.

Μας κράτησαν λίγες μέρες στην Κοζάνη και μετά μας πήγαν στο Γεντί Κουλέ, στη Θεσσαλονίκη, για τρεις μήνες. Κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις· τους ακούγαμε, δεν τους βλέπαμε. Μαζέψανε κι άλλους γιατί γίνονταν στρατοδικεία και σε άλλες πόλεις, Έδεσσα, Νάουσα, Φλώρινα. Από εκεί μας φορτώσανε ένα απόγευμα του 1948 και μας πήγανε Πειραιά και από εκεί με φέρανε στου Αβέρωφ. Μας μοιράσανε. Η φυλακή είχε δύο θαλάμους μελλοθανάτων, ο ένας ήταν για τους παμψηφεί και ο άλλος για τους τρία κατά δύο. Οταν ήταν να εκτελέσουν τις κλείνανε στο υπόγειο της φυλακής. Εκεί ήταν πολύ άσχημα, τρελάθηκε η μία κρατούμενη, η Φεβρωνία, υπάλληλος ήταν.

Στη φυλακή δεν είχαμε βασανιστήρια. Δεν καταλαβαίναμε την ψυχοφθόρα αναμονή για εκτέλεση γιατί όλη η φυλακή φρόντιζε εμάς. Κάθε δεύτερη Κυριακή μας φέρνανε κρέας, κατεψυγμένα, τότε δεν τα ξέραμε. Ολόκληρες πλάτες φέρνανε και τα βλέπαμε, σάπια ήταν όλα. Ξέραμε ότι τη Δευτέρα όλες θα ήμασταν έξω από τις τουαλέτες με πόνο στην κοιλιά, αλλά το τρώγαμε, τι να κάνουμε; Μόνο φασόλια και φακές; Και το φαγητό μαρτύριο… Ηταν μαρτύριο, μαρτύριο το μελλοθανατείο.

Καλλέργης και Μπελογιάννης

Όταν ήμουν στον θάλαμό μου στο Αβέρωφ, από το ’48 μέχρι το ’55 –τότε είχαν καταργηθεί οι εκτελέσεις– πήραν 17 και εκτέλεσαν. Μια Δευτέρα που βγάζαμε έξω όλα τα ρούχα μας και τα ράντζα για να καθαρίσουμε ήρθε η αρχιφύλακας και λέει ότι η Λαμπρινή θα ’ρθεί στον δικό σας θάλαμο. Μας φάνηκε παράξενο, ήταν τρία κατά δύο. Ένα απόγευμα μάθαμε ότι θα γίνουν εκτελέσεις –δύο υπάλληλοι, η Λίζα και η Γκόλφω, μας λέγανε τα μυστικά της διεύθυνσης– αλλά δεν ξέραμε ποια θα εκτελέσουν. Ολες οι άλλες ετοιμαστήκαμε, φορέσαμε τα καλά μας, γράψαμε και δυο λόγια στους δικούς μας, να μην κλάψουν, να μη στεναχωρηθούνε, και ξαπλώσαμε στα ράντζα μας. Η Λαμπρινή Καπλάνη, αυτή που μας φέρανε, ήταν ανεβασμένη στο ράντζο, προσπαθούσε να κρεμάσει κάτι στον τοίχο. Εκείνη την ώρα έρχεται ο αρχιφύλακας των αντρικών με φύλακα, άνοιξε την πόρτα και περίμενε και δεν μίλαγε. Ολες σηκωθήκαμε και περιμέναμε το όνομά μας. Τον κοιτάγαμε και δεν έλεγε – πάντα το ’καμε αυτό, να έχουμε αγωνία· ήταν πολύ κακός. Φώναξε ο αρχιφύλακας από την πόρτα: «Ελα, μην πας παραμέσα, η Λαμπρινή Καπλάνη». Ακούστηκε ένα «ααα», δεν μπορώ να σας το περιγράψω, δεν το περιμέναμε, Η Λαμπρινή κατεβαίνει, φοράει το ρούχο που ήταν να κρεμάσει, αρπάζει τον αρχιφύλακα από το μπράτσο: «Πάμε! Εγώ θα τους κλείσω τους τάφους, μην κλάψει καμιά…» Και τους έκλεισε, ήταν η τελευταία που πήραν. Αυτή ήταν η κομμουνίστρια …

Δεν μαθαίναμε νέα πολλά. Είχαμε οργάνωση. Τη λέγαμε ομάδα γιατί αν ακούγανε οργάνωση θα σε περνούσαν από στρατοδικείο. Είχαμε την Καίτη Ζεύγου, τη Μαργαρίτα Κωτσάκη, τη γυναίκα του Ζαχαριάδη, τη Ρούλα Κουκούλου, αυτές ήταν τα στελέχη, αυτές κανόνιζαν τη ζωή μας κανονίζανε μαθήματα και ψυχαγωγία. Απαλαίνανε τη φυλακή μας.

Στο επισκεπτήριο απαγορευόταν να κουβεντιάσουμε πολιτικά. Δεν μπορούσαμε να πούμε «τι νέα;», ρωτάγαμε «τι νέα από το σπίτι». Από έναν μαθαίναμε πάντα, από τον Λυκούργο Καλλέργη, τον ηθοποιό. Είχε εκεί τη γυναίκα του, τη Μαρία. Στο επισκεπτήριο είχαμε δύο υπαλλήλους για να μη μιλήσουμε πολιτικά, μία καλόγρια και μία πολίτη, αλλά συνήθως ήταν καλόγριες· μία από την πλευρά του επισκέπτη και μία από την άλλη, του κρατουμένου. Τι έκανε εκείνος; Αφού έλεγε: «Τι κάνεις, Μαράκι μου, χρυσό μου», άρχιζε: «Εχθές στον ύπνο μου σε είδα, σ’ αγκάλιαζα» και άρχιζε να τα λέει χοντρά. Ακουγε η καλόγρια κι έφευγε. Ο,τι νέο ζητούσε η ομάδα απέξω, μέσω του Καλλέργη το μαθαίναμε.

Στην αρχή κάναμε και γιορτές, σκετς. Πάντα το θέμα ήταν μέσα από τη ζωή μέσα της φυλακής, το γράφανε οι κρατούμενες, και τα τραγούδια που λέγαμε κρατούμενες τα γράφανε σε γνωστούς σκοπούς. Τα γράφω σε ένα βιβλίο, θα τα δημοσιεύσω. Στην αρχή κάναμε χορωδία, τραγουδώντας αυτά τα τραγούδια, τα ’χει γράψει μάλιστα η ηθοποιός Ολυμπία Παπαδούκα· είχε κάνει και τη χορωδία. Μετά ανέλαβε μια άλλη που ήξερε μουσική, η Αννα Παρλιάρου. Βγήκε κι εκείνη και ανέλαβα τέσσερα-πέντε χρόνια μαέστρος της χορωδίας. Δεν ήμουν τότε μελλοθάνατη, ήμουν ισόβια. Μετά το ίδιο έγινε και με τη γυμναστική. Πρώτα ήταν γυμνάστριες, αποφυλακίστηκαν και μετά ανέλαβα εγώ γιατί ξέραν ότι ήμουν αθλήτρια. Μάλιστα μία κρατούμενη ήταν δασκάλα της γυμναστικής ακαδημίας και μου είχε χαρίσει ένα βιβλίο. Δηλαδή τελείωσα τη φυλακή μου με τη χορωδία και με τη γυμναστική.

Έκανα και παιχνίδια στα παιδάκια, είχαμε αρκετά. Ηταν και ο γιος του Μπελογιάννη – ήταν χωριστά, δεν ήταν με τα άλλα παιδιά. Τα έπαιζα και με συμπαθούσε. Ηθελε να είναι κοντά μου το παιδί: «Θέλω το Μαράκι, θέλω το Μαράκι», κι επειδή μ’ έλεγε «το Μαράκι», η μάνα του με ονόμαζε «Τομάρι». Ε, το δεχόμουνα κι εγώ. Η Ελλη Ιωαννίδου ήταν πια στέλεχος – δεν τη λέγανε Μπελογιάννη, δεν ήταν σύντροφος του Μπελογιάννη, φιλενάδα του ήτανε. Στις φυλακές Κάστορος –μόνο ο Νίκος ήταν το παιδάκι που είχαμε εκεί– ήθελε να βγει έξω και με έβγαζαν κι έπαιζα με τον Μπελογιάννη. Ημουν η συμπάθεια του Νικάκη, αλλά τώρα ούτε ξέρω πού βρίσκεται. Δεν τον συνάντησα από τότε.
(…)
Δεκαεπτά ήταν οι εκτελεσμένες, 13 τρελάθηκαν, 11 που πέθαναν από αρρώστια και είχαμε αρκετές που βιάστηκαν, δύο μάλιστα γέννησαν κιόλας. Η μία, η Σούλα Μονδάνου, ήταν οδοντίατρος, τρελάθηκε στη φυλακή. Οταν την πήγαν στο τρελοκομείο αυτοκτόνησε.

Στιγμιότυπα Αβέρωφ

Κάτω από το τρίκλινό μου ήταν μία κοπέλα, η Άννα Εφραιμίδου, που ζωγράφιζε κι έκανε κάρτες που στέλναμε οι κρατούμενες τις γιορτές. Παρακολουθούσα που ζωγράφιζε. Μια μέρα της ζήτησα να ζωγραφίσω. Γέλασε. Μου κάνανε όλα τα χατίρια. Αμέσως μου έδωσε μολύβια, πινέλο. Το πρώτο που έκανα της άρεσε. Ένα καράβι είχα κάνει κι ένα σπίτι και τον φοίνικα – είχε έναν φοίνικα η φυλακή, ένα δέντρο είχε μόνο. Αφού είδα ότι άρεσαν στην Άννα που είναι ζωγράφος, πήρα και ζωγράφιζα. Τα πήγαινα πάρα πολύ καλά.

(…)
Όταν αποφυλακίστηκα, με πήραν δύο χωροφύλακες από τις φυλακές Αβέρωφ και με πήγαν στην ασφάλεια για να κάνω δήλωση. Καλά, λέω, δεν έκανα δήλωση τόσα χρόνια που περίμενα να με πάρουν για εκτέλεση και θα κάνω τώρα; Με βρίσανε, μου είπαν ότι δεν πρόκειται να σ’ αφήσουμε ήσυχη. «Κάντε τη δουλειά σας» λέω εγώ. Πραγματικά ερχόντανε από κοντά. Τους ήξερα.

Ξύλο για μιαν Ελένη

Τρεις μήνες με κράτησαν στην ασφάλεια. Κάθε βράδυ –όχι στην αρχή– με φέρνανε σε αντιπαράσταση με αγόρια. Μου λέγανε ονόματα γνωστά, ποιους ήξερα. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω» έλεγα. Με βάζανε κι έβλεπα τα παιδιά που βασανίζανε. Ήξερα αυτά τα παιδιά, δεν το αρνιόμουνα, ήμασταν φίλοι, χορεύαμε, κάναμε εκδρομές. Τελικά με στρώσανε κι εμένα στο ξύλο. Άκουγα φάλαγγα και δεν ήξερα τι ήταν η φάλαγγα. Τη δοκίμασα τελικά κι έτσι την έμαθα – όταν μου έκαναν τη φάλαγγα δεν ήξερα τι ήταν, μετά το έμαθα. Τρεις φορές μόνο. Είχα αδυνατίσει και είδαν αίμα και σταμάτησαν. Αλλά έτρωγα κάτι χαστούκια που νόμιζα ότι το χέρι τους δεν είναι σαν το δικό μας, είναι πιο μεγάλο. Μετά εφαρμόσανε ένα άλλο βασανιστήριο, αγκαλιά το λέγανε. Με έπιανε ο ένας χωροφύλακας όπως με έσπρωχνε ένας άλλος· μετά δεν μ’ έπιανε, έπεφτα κάτω και με κλωτσούσαν να σηκωθώ, όπου μ’ έπαιρνε το πόδι τους. Το πρωί με πηγαίνανε στον μοίραρχο και με βλέπανε πώς ήμουνα πρησμένη. Τάχα έκανε τον καλό. Τελικά έγινε κι αυτός κακός. Περίμενε να πω «όχι» – «ναι» δεν ακούσανε ποτέ από μένα, όλο «όχι» έλεγα– κι εγώ είπα «ναι» και μου δίνει ένα χαστούκι! Μου ’πε μάλιστα «πουτανάκι» και βρισιές –τα πρώτα άσχημα λόγια– και μου ’δωσε τότε δυο χαστούκια μεγάλα που αυτά τα θυμάμαι πάντα – όλα τ’ άλλα τα ’χω ξεχάσει, αυτά τα χαστούκια δεν τα ξεχνάω. Είπε «πάρτε την από δω και κάντε τη ό,τι θέλετε» – καταλαβαίνετε, ξύλο. Όταν με πηγαίνανε σε αυτόν μου έλεγε να κάνω δήλωση. Ολο «δεν ξέρω, δεν ξέρω» και «όχι», δεν ήξερα άλλη κουβέντα. Πέρασα χωρίς να κάνω δήλωση.

Εν τω μεταξύ μου λέγανε για την «Ελένη». Θέλαν να μάθουν για την «Ελένη». Οταν φύγαν οι Γερμανοί η «Ελένη» είχε φύγει από την Κοζάνη και πήγε σε ένα χωριό. Ήταν στέλεχος. Πιάσανε πολλά παιδιά από εκείνα τα χωριά και ένα από αυτά είχε φέρει την Ειρήνη σπίτι μου για να της πάρω μία μαντίλα, μάλλινες κάλτσες και γουρουνοτσάρουχα να ντυθεί χωριατοπούλα. Και αυτό το παιδί, ο Γιώργος, 20-25 χρόνων θα ’τανε, «έσπασε» στο ξύλο και είπε ότι μπορεί η Μαρία να ξέρει το πραγματικό όνομα της Ελένης. Δεν είπε ότι το ξέρω. Φεύγοντας ο Γιώργος είπε ότι η Ελένη μου άφησε την ταυτότητά της και το ρολόι της. Σου λέει, δεν είδες το όνομά της; «Οχι» λέω εγώ – πραγματικά. Το όνομά της το έμαθα αργότερα στη φυλακή: Μάρθα Ξανθοπούλου. Θέλαν την Ελένη, φαντάζονταν ότι ήταν κάτι σπουδαίο. Μια αγωνίστρια ήταν.

Στρατοδικείο με χαμόγελο

Πιάστηκα το ’47, έμεινα υπόδικη οχτώ μήνες γιατί συλλαμβάνανε συνέχεια για να βρουν την «Ελένη». Πέρασα στρατοδικείο τον Αύγουστο στην Κοζάνη. Όλοι σε θάνατο, 30 ήμασταν, οι 18 καταδικαστήκαμε σε θάνατο παμψηφεί, οι άλλοι με τρία κατά δύο – αυτοί δεν εκτελούνταν. Καταδικαστήκαμε και γελούσαμε δεν φοβηθήκαμε καθόλου. Δεν είδα κανένας να δειλιάζει, το είχαμε αποφασίσει ότι θα μας εκτελέσουνε γιατί κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις.

Όταν καταδικαστήκαμε, ξεσηκώθηκαν οι Κοζανίτες. Η οικογένειά μου ήταν πολύ γνωστή. Είχε έξι δασκάλους κι ο πατέρας μου τελειόφοιτος σχολαρχείου. Τη δεύτερη μέρα μετά την καταδίκη μου, με πήρε με ένα τζιπ ο βασιλικός επίτροπος. Δεν ήξερα πού με πάει; Για εκτέλεση; Δεν γίνεται. Ξεσηκώθηκε όλη η φυλακή. Με πέρασε μέσα από το κέντρο της Κοζάνης, η γειτονιά μου μάλιστα ήταν στον κεντρικό δρόμο. Τελικά με πήγε στον στρατηγό στην 9η Μεραρχία. Με περίμεναν. Μόλις μπήκαμε μέσα, σηκώνεται ο στρατηγός, με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω – ποιος ξέρει τι περίμενε, δεν του γέμιζα το μάτι. Κι αρχίζει ο στρατηγός: «Κι εσύ έχεις τόσο καλή οικογένεια, ο πατέρας σου, οι αδερφές σου κάνανε τέτοιες καλές οικογένειες, που όλοι τους εκτιμούνε». Είχα ένα δαχτυλίδι εκεί πέρα κι άρχισα να το στριφογυρίζω. «Είδες κανέναν» –εγώ συνέχεια το δαχτυλίδι– «από αυτούς τους αλήτες, τους κομμουνιστές να κάνει καλή οικογένεια;» Τότε σήκωσα το κεφάλι: «Μήπως τους αφήσανε;» Σηκώνεται πάνω ο στρατηγός: «Ξέρεις ότι μπορώ να σε κάνω αύριο να μη δεις τον ήλιο;» Εγώ έσκυβα το κεφάλι κι άρχιζα το δαχτυλίδι. Κάθεται. Αρχίζει πάλι. «Είστε όλοι ανόητοι, το κράτος σας έδωσε ευκαιρίες να γλιτώσετε. Και το κράτος όταν υπόσχεται κρατάει τον λόγο του». Κουνιόταν ολόκληρος. «Ναι», λέω, «πολύ που κρατάει τον λόγο του». «Γιατί;» μου λέει. «Γιατί την άλλη φορά», λέω, «γέμισε τον ουρανό με προκηρύξεις. Ελεγαν ότι όσους –δεν θυμάμαι ακριβώς τη λέξη– αδικήσαμε αμνηστεύονται, αλλά από το ’47 και πέρα θα είναι αμείλικτο». Είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις. Του λέω: «Η Ελένη που ήρθε στο σπίτι μου και της πήρα τη μαντίλα και τα υπόλοιπα ήτανε το ’46. Δεν την ξαναείδα ύστερα που αγρίεψαν τα πράματα». Γυρίζει και λέει στον βασιλικό επίτροπο: «Ε, τότε, τι μου τη φέρατε;» Δηλαδή είχες έναν λόγο να μην τη δικάσεις με τέτοια ποινή. Κι έτσι γλίτωσα.

“Πέρασα καλά στη φυλακή

Εδώ που τα λέμε –το λέω και δεν ντρέπομαι– πέρασα καλά στη φυλακή. Πέρασα καλά γιατί όλοι εμένα φροντίζανε. Πεντάκις εις θάνατον – την πιο βαριά ποινή είχα, πάνω απ’ όλες ήμουν. Τα στελέχη με προσέχανε πάρα πολύ. Η Καίτη Ζεύγου… Mέσα στη φυλακή έγινα γυμνάστρια, μαέστρος, χόρευα… Καζάσκα μόνο εγώ χόρευα, καμία άλλη. Καλοπέρασα (γελάει).
Όλες οι κρατούμενες κάτι κάναμε για να ενισχύσουμε τα οικονομικά μας, άλλη έπλεκε, άλλη κεντούσε, άλλη έφτιαχνε κούκλες. Εγώ ζωγράφιζα: ένα λουλούδι, ένα σπίτι, ένα δέντρο, ένα πουλί. Εκείνη που ζωγράφιζε πού και πού –και η Μαργαρίτα Κωτσάκη ζωγράφιζε– ήταν η Ιουλία Πλουμπίδου, γυναίκα του Πλουμπίδη, δασκάλα ήταν. Είχαμε πολλές δασκάλες, πολλές καθηγήτριες, τέσσερις-πέντε γιατρίνες, τέσσερις-πέντε δικηγορίνες. Αυτές ήταν κομμουνίστριες αλλά εμείς τα κοριτσάκια δεν ήμασταν. Και τις βλέπαμε πια, σπουδαία πρόσωπα, και τις ζηλεύαμε. Στο σπίτι μου τους πίνακες που έχω είναι όλοι από τη φυλακή. Στιγμιότυπα. Πρόσωπα δεν τα πετύχαινα. Ωραία πρόσωπα έκανε η Βίργω Βασιλείου. Ηταν η αδερφή της μαζί. Εκανε ωραίες προσωπογραφίες, τη ζήλευα.

(Γράφει η Μ.Οι. - «ιστορίες πίσω από τη κουίντα»)
Όταν γνώρισα τη Μαρία η Σιδέρη τα χρόνια της 7ετίας ήταν μια όμορφη γυναίκα δυναμική και πάντα είναι ! και εγώ θα ήμουν δέκα τότε... ήταν τη περίοδο που κρύβαμε στο σπίτι μας τρεις κομμουνιστές μεταξύ αυτών ο άντρας της ο αγωνιστής-ποιητής Γιώργος Σιδέρης άκουγα λοιπόν για τις εξορίες τους και τα βασανιστήρια που πέρασαν και η Μαρία δεν μου είχε πει ποτέ τίποτα για τον εαυτό της! 14 χρόνια φυλακή έκανε και από το 1967 μέχρι το 1981 ποτέ δε μίλησε για ότι πέρασε! εγώ τα έμαθα αργότερα...

Δεκατέσσερα χρόνια...

 

 

“Με τις αναμνήσεις μου αυτές ξαναζωντανεύουν τραγικές μέρες που έζησε η γενιά μας. Πιστεύω πως οι μνήμες αυτές, αν φτάσουν στους νεώτερους, γίνονται χτήμα κοινό και συνείδηση της κοινής ευθύνης που μας βαραίνει όλους.
Γράφω για να μη συνεχίζονται αυτά πουθενά στον κόσμο, για να μην επαναληφθούν ποτές στον τόπο μας. Και για να ζητάμε πάντοτε δικαιοσύνη και ειρήνη
”.
Μ.Σ.

 

Πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης δήμαρχος Καισαριανής ο Παναγιώτης Μακρής και οι εκδηλώσεις για τους 200 της πρωτομαγιάς του 1944 -κομμουνιστές εκτελεσμένους από τους Ναζί κατακτητές παίρνουν διαστάσεις εθνικής επετείου με πολιτικό αντίκτυπο.
Κυριακή πρωί με επικεφαλής τον Δήμαρχο υποδέχονται την αντιπροσωπεία του Κ.Κ.Ε. και μετά συγκέντρωση - πορεία στο Σκοπευτήριο. Τον Παναγιώτη συνοδεύουν οι Δημοτικοί σύμβουλοι -αντιστασιακοί Γιώργος Σιδέρης, Μιχάλης Λιαρούτσος κά.

Γιώργος Σιδέρης -σύζυγος της Μαρίας, γνώρισε από παιδί την αδικία και τις διώξεις - 5χρονος πήρε το δρόμο της προσφυγιάς, από τη Σμύρνη, μαζί με την οικογένειά του - εντάχθηκε πολύ νωρίς στο προοδευτικό κίνημα, αγωνίστηκε στην Εθνική Αντίσταση και "βραβεύτηκε" από τις τότε κυβερνήσεις με εξορίες και φυλακές για δεκαπέντε χρόνια

30 Μαΐου 2017

Βασίλης Ρώτας: Άνθρωπος της τέχνης και του αγώνα

Ο Βασίλης Ρώτας, γιος φτωχής οικογένειας χωρίς σταθερό εισόδημα, γεννήθηκε στις 5 Μάη 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, το 1889 η οικογένειά του μετακομίζει στην Κόρινθο και το 1903 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα.
Τελείωσε με άριστα το Βαρβάκειο, έχοντας από νωρίς ξεχωρίσει ως ιδιαίτερη προσωπικότητα μεταξύ των συμμαθητών του, καθώς η μεγάλη του αγάπη για την ευρύτερη μελέτη αλλά και η αντισυμβατική του συμπεριφορά είχαν εκδηλωθεί από νωρίς. Το πρώτο του ποίημα το έγραψε στην Α´ Δημοτικού και το πρώτο του διήγημα στην Β´ Γυμνασίου.
Η επιθυμία του -παρά την απαγόρευση από τον πατέρα του, ήταν να σπουδάσει Ιατρική. Έτσι γράφτηκε κρυφά στην Ιατρική Σχολή και στην συνέχεια στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οποία φοίτησε ως το 1910. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τους Κώστα Βάρναλη και Μάρκο Αυγέρη.
Το 1910 μαζί με δημοτικιστές και προοδευτικούς συμφοιτητές του ιδρύουν την «Φοιτητική Συντροφιά», που αποτέλεσε ένα πυρήνα ζύμωσης του πιο προοδευτικού τμήματος της νεολαίας, ζύμωσης γύρω από μια σειρά καυτά ζητήματα της εποχής, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά.
Την ίδια χρονιά, κατετάγη στον στρατό ως έφεδρος, αποστρατεύθηκε την ίδια χρονιά, για να επιστρατευθεί εκ νέου το 1912, στους Βαλκανικούς Πολέμους και έκτοτε έμεινε μόνιμα στον στρατό ως τις 5 Αυγούστου 1926 οπότε και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη.

Το 1917 με το ψευδώνυμο «Βασίλης Κορίνθιος» κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Το τραγούδι των σκοτωμένων - κρυφός καημός» και το 1924 κυκλοφόρησε η πρώτη του μεταφραστική εργασία, η «Άννα Καρένινα» του Λέοντος Τολστόι.
Το 1921 ο Ρώτας παντρεύτηκε με την παιδική του φίλη και από την Κόρινθο, Κατερίνη Γιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον Ρένο-Παναγιώτη, την Μαρούλα και τον Νικηφόρο.
Το 1949 γνωρίστηκε με την λογοτέχνη Βούλα Δαμιανάκου με την οποία από το 1954 και μετά έζησε μαζί ως τον θάνατό του.

  • Οι πρώτες επιρροές του Βασίλη Ρώτα προέρχονταν από τα λαϊκά πανηγύρια, των οποίων τον κοινωνικό ρόλο διαπίστωσε από νωρίς, καθώς παρατήρησε ότι σε αυτά οι τσακισμένοι από την φτώχεια και τις δυσκολίες άνθρωποι, έστω σε εκείνες τις ώρες, με τον χορό και το τραγούδι σαν να έβγαζαν φτερά.
    Ταυτόχρονα ο Ρώτας με τις μελέτες του για την λαϊκή παράδοση και το έργο του, στη συνέχεια, θωράκιζε την παράδοση, όχι για να την κλείσει σε κάποιο σεντούκι, αλλά βλέποντάς την ως την πρώτη πηγή δημιουργίας κοινωνικής συνείδησης καθώς σε αυτήν έβλεπε ένα θησαυρό αξιών του εργαζόμενου λαού.
  • Η δεύτερη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα ήταν το οικογενειακό του περιβάλλον το οποίο απέπνεε μια πνευματικότητα και δεν είναι τυχαίο ότι και τα πέντε παιδιά της οικογένειας ασχολήθηκαν με τα γράμματα και τις τέχνες.
  • Η τρίτη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα έρχεται από το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, από τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και από το ευρύτερο λογοτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον της εποχής του.

Ο Ρώτας λατρεύει το δημοτικό τραγούδι, την βυζαντινή και κλασική μουσική που έχει σπουδάσει, ψέλνει υπέροχα, αποδίδει θαυμάσια άριες των Μότσαρτ και Βάγκνερ, τραγουδά ξένα λαϊκά τραγούδια, μαθαίνει μόνος του ξένες γλώσσες και χορεύει, καθώς όπως είπε ο Μάνος Κατράκης «ο Ρώτας χορεύει σαν αητός».

Υπάρχει όμως και μια άλλη επίδραση στην προσωπικότητα του Βασίλη Ρώτα που έπαιξε τεράστιο ρόλο στην διαμόρφωσή του και αυτή ήταν το έργο του Άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ το οποίο μετέφρασε στο σύνολό του.
Πέρα από την μετάφραση του έργου του Σαίξπηρ, ο Ρώτας μετέφρασε και μια σειρά έργων άλλων μεγάλων δημιουργών, από τέσσερις γλώσσες.
Η θεατρική καριέρα του Βασίλη Ρώτα ξεκίνησε πριν ο 20ος αιώνας συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία του. Στα παιδικά του χρόνια, οι θεατρικές του εμπειρίες ήταν ελάχιστες. Υπήρχε όμως το Θέατρο Σκιών, ο Καραγκιόζης. Από μικρό παιδί άρχισε να φτιάχνει φιγούρες και να δίνει παραστάσεις. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο: Η απαγγελία ποιημάτων η οποία απαιτεί ορθοφωνία και κάποια θεατρικότητα. Ο Ρώτας είχε έμφυτο ταλέντο στην απαγγελία και μάλιστα «δίδασκε» και τους συμμαθητές του στο σχολείο.

Την περίοδο 1906-1910 ο Βασίλης Ρώτας σπουδάζει θέατρο στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στην Σχολή Καλησπέρη και στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Λόττνερ. Θαυμάζει πολύ τον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και ο θαυμασμός του γίνεται κίνητρο για να μάθει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά εντελώς μόνος του.
Από το 1926 και μετά διδάσκει στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στο Ωδείο Πειραιώς. Το 1930 ιδρύει και λειτουργεί στο Παγκράτι το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών. Αυτό το θέατρο ήταν το όνειρό του. Δημιούργησε μία σκηνή όπου οριοθέτησε την ιδεολογία του για το τι σημαίνει «λαϊκό». Πιστεύει πως το λαϊκό θέατρο είναι μια υπόθεση δημοκρατική που αφορά την πνευματική ανύψωση και εξέλιξη του λαού, των εργαζομένων και επιθυμεί να αναπτυχθεί μέσα στον λαό, για τον λαό με εθνικά και ταξικά χαρακτηριστικά, προβάλλοντας νέα θέματα συνδεδεμένα με την κοινωνική πράξη των απλών ανθρώπων και να αντιπαρατίθεται στην αστική δραματουργία και την θεματολογία της.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πενταμελής οικογένεια του Ρώτα μένει μέσα στο θέατρο και πρέπει να είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία του θεάτρου μας.

Το 1935 ο Βασίλης Ρώτας παραχώρησε το θέατρο στο ΚΚΕ για να πραγματοποιήσει την προεκλογική του συγκέντρωση. Από τότε άρχισε να τον παρακολουθεί η Ασφάλεια.
Με πρόσχημα την μη επαρκή πυρασφάλεια του κτιρίου, η δικτατορία του Μεταξά έκλεισε το θέατρο.

Στις 30 Οκτωβρίου 1940 ο Βασίλης Ρώτας πήρε πρωτοβουλία για την συγκρότηση πολεμικού θιάσου, η οποία όμως απέτυχε.
Στις 9 Νοεμβρίου 1940 με επιστολή του στο ΓΕΣ ζήτησε έγκριση και υποστήριξη για την δημιουργία ενός θιάσου που θα ήταν κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αλλά και στα χωριά, καθώς και στα νοσοκομεία. Η αίτηση απορρίφθηκε.
Το καλοκαίρι του 1942 με την σύμφωνη γνώμη του ΕΑΜ, ο Βασίλης Ρώτας ιδρύει το Θεατρικό Σπουδαστήριο με διοικητική επιτροπή που αποτελούν οι Μέμος Μακρής, Κώστας Ζαΐμης και Βασίλης Ρώτας. Το Σπουδαστήριο –πρώτη περίοδος λειτουργίας καλοκαίρι 1942-Μάρτιος 1944- στάθηκε σχολείο αγώνα, θέατρο, φυτώριο της ΕΠΟΝ και καταφύγιο της σκλαβωμένης νεολαίας.
Και μόνο η αναφορά στις δραστηριότητες του Θεατρικού Σπουδαστηρίου και στα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί θα αρκούσε για να γράψει κανείς ξεχωριστό βιβλίο.
Τον Μάρτιο του 1944 μαζί με τον Νίκο Καρβούνη ανέβηκαν στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας.
Η πρόσκληση στον Ρώτα ερχόταν από την ΠΕΕΑ ώστε να συμβάλλει στην πολιτιστική ανόρθωση των κατοίκων των χωριών και στην εμψύχωση των αγωνιστών.

Το καλοκαίρι του 1944 συγκρότησε τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας.
Στην διάρκεια του Δεκέμβρη του ’44 ο Βασίλης Ρώτας βρίσκεται στην Αθήνα και παίρνει μέρος στον αγώνα. Το σπίτι του στο Παγκράτι λεηλατείται, ενώ Εγγλέζος αξιωματικός οδηγημένος από Έλληνες συνεργάτες του, κλέβει το προσωπικό του ημερολόγιο με πρόσωπα και γεγονότα από την δράση των ανταρτών στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Το 1945 ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη όπου εκδίδει και το περιοδικό «Λαοκρατία», ενώ το 1946 επαναλειτουργεί το Θεατρικό Σπουδαστήριο.
Το 1950 παραπέμπεται στο Στρατοδικείο με το αίτημα της αποτάξεως λόγω των ιδεών του, ενώ το 1951 αθωώνεται από το Στρατιωτικό Συμβούλιο.
Το 1959 το Θέατρο Τέχνης σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα ανεβάζει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν σε μια μόνο παράσταση στο Ηρώδειο, γιατί οι υπόλοιπες παραστάσεις απαγορεύθηκαν με εντολή του υπουργού Κωνσταντίνου Τσάτσου.

Στην περίοδο 1961-1967 ο Βασίλης Ρώτας βοηθά με την εμπειρία του την προσπάθεια για το Παιδικό Θέατρο του Γιώργου Δήμου και της κόρης του Μαρούλας Ρώτα. Ιδρύεται και λειτουργεί η Παιδική Αυλαία την οποία αργότερα οργανώνει και λειτουργεί ο Γιάννης Καλαντζόπουλος.
Το 1963 στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τους εξόριστους και κρατούμενους αγωνιστές. Το 1964 του αποδίδεται το δίπλωμα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το 1967 συλλαμβάνεται από την χούντα και εξορίζεται στην Γυάρο. Επιστρέφοντας στη Νέα Μάκρη όπου μένει με την Βούλα Δαμιανάκου δίνει συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους και στέλνει δέματα και χρήματα στους κρατούμενους της Γυάρου.
Το 1974 ολοκληρώνει την μετάφραση όλων των θεατρικών και ποιητικών έργων του Σαίξπηρ, καρπός τεράστιας δουλειάς σε συνεργασία με την Δαμιανάκου. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε και εκδοτικά το 1985.
Μια επιπλέον πτυχή του έργου του Βασίλη Ρώτα αποτελεί η συγγραφή των κειμένων 47 τευχών από την περίφημη σειρά «Κλασσικά Εικονογραφημένα» με την οποία πραγματικά μεγάλωσαν παιδιά για δύο δεκαετίες περίπου, ενώ το εγχείρημα δεν επανελήφθη. Υπάρχουν μόνο οι επανεκδόσεις.

Ο κομμουνιστής θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, πεζογράφος Βασίλης Ρώτας, ήταν πάνω από όλα ένας αγωνιστής.

Το μεγάλο σχολείο για εκείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα. Υπήρχε επίσης η συνείδηση του ότι το «προζύμι» για αλλαγή του κόσμου ήταν μόνο ο λαϊκός αγώνας. Ένας αγώνας που εμπλουτίζεται καθημερινά από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού. Ο Ρώτας δεν ξέκοψε ποτέ από αυτό και μάλιστα θεωρούσε πως ο τελικός αποδέκτης και κριτής του έργου του είναι ο λαός.

"Έφυγε" σαν σήμερα, 30 Μάη 1977.

Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Θανάση Ν. Καραγιάννη
"Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους" (εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή", Αθήνα 2007).

Μας κληροδότησε το «εγερτήριο τραγούδι του»

«...
Αϊντε, σε καρτεράν, μπάρμπα Βασίλη,
να ξαποστάσεις και να ξεδιψάσεις στην Πηγή των Αθανάτων,
αφήνοντας στον κόσμο το εγερτήριο λαϊκό σου τραγούδι
για τη μεγάλη μάχη της Ειρήνης
»

γράφει στο ποίημά του «Ο μπάρμπα Βασίλης ο Αβασίλευτος», ο Γιάννης Ρίτσος, γραμμένο για το θάνατο του (1-Ιουνίου-1977)

Ο Βασίλης Ρώτας πιστοποιούσε με όλο του το έργο ότι μια τέχνη που αδιαφορεί για τον ανθρώπινο πόνο και δε συμβάλλει στη δημιουργία ενός κόσμου καλύτερου, πολλές φορές, άθελά της, λειτουργεί σύμφωνα με τις επιταγές της μειοψηφίας των κοινωνικά προνομιούχων. Ετσι και στην ποίησή του.

Αρκετά ποιήματά του είναι αφιερωμένα στη θυσία επώνυμων αγωνιστών, όπως το ποίημα «Ηλέχτρα», κατάλληλο και για εφήβους και νέους (ιδιαίτερα για μαθητές Λυκείου), που είναι αφιερωμένο στη θυσία της ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, Ηλέκτρας Αποστόλου (...)
«Και τώρα οι δυο μας, | Ηλέχτρα. | Εμείς οι δυο | κλεισμένοι εδώ, | να η ζωή κι ο κόσμος. | Σε λεν Ηλέχτρα, | με λεν Καθρέφτη.| Εσύ 'σαι φως | κι εγώ σκοτάδι | και σε σβήνω. | Εσύ 'σαι θάρρος | κι εγώ 'μαι φόβος | και σε χτυπάω. | Εσύ 'σαι ελπίδα | κι εγώ 'μαι αγκούσα | και σε δαγκώνω.
Εσύ η χαρά | κι εγώ 'μαι η θλίψη | και σε πατάω. | Εσύ ομορφιά | κι εγώ η ασκήμια | και σε στραβώνω. | Εσύ 'σαι η αγνότη | κι εγώ 'μαι ασέλγεια | και σε μολέβω. | Εσύ τιμή | κι εγώ ντροπή | και σε λερώνω.| - Ανόητε δούλε, | δεν ξέρεις τι 'σαι, | ούτε τι κάνεις: | το σκοτάδι δεν μπορεί | να σβήσει το φως
(...)».

Στο ποίημα «Διακόσια παλικάρια» απεικονίζεται ποιητικά η εκτέλεση των διακοσίων πατριωτών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1942. «Μας πάνε για ντουφέκι | χαράματα, | κοιτάμε ένας τον άλλον | κατάματα (...)
Μας είδαν οι ραχούλες | κι αντάριασαν, | μας είδανε τα ουράνια | και δάκρυσαν.|
Μας είδαν οι διαβάτες | οι πρωινοί, | λιγοθυμιά τους ήρθε | και συντριβή...
Μας είδε ένα αηδόνι, | Πρωτομαγιά, | και λάλησε για ειρήνη | και λευτεριά».

Αλλο ένα χαρακτηριστικό της προοσωπικότητάς του είναι ότι επί χούντας, σε μεγάλη ηλικία, συνελήφθη και σιδηροδέσμιος οδηγείτο στη Γυάρο.
Ο υπολοχαγός που τον συνέλαβε του είπε θρασύτατα: «Ντροπή σου γέρο»! Και ο Ρώτας του αποκρίθηκε με περηφάνια: «Παιδί μου, μπορείς να με σκοτώσεις, να με κρίνεις όμως δεν μπορείς»!

 

 

01 Μαΐου 2019

Καισαριανή -Πρωτομαγιά 1944: Το αίμα τους κόκκινη γραμμή - κριτήριο παντοτινό

 

«...
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, | μόν' ήρθαν μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ' όλους | κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος...»1.

Οι 200 της Καισαριανής ζουν. Η Πρωτομαγιά του 1944 ήταν κόκκινη, κόκκινη σαν το αίμα τους που πότισε το Σκοπευτήριο, κόκκινη σαν τα υψηλά ιδανικά των κομμουνιστών.


Παν Μακρής & Δημ Κουτσούμπας
 

Αθάνατοι οι 200. Εκτελέστηκαν μα δεν πέθαναν. Μέχρι σήμερα τους ακούμε:
«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί. | Γυμνοί: κατάσαρκα φορώντας σημαίες | η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα. | Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες | αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον.| Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς να ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς | μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνο θυμηθείτε το: αν η ελευθερία | δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, | εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας»2

Ήταν Δευτέρα -Πρωτομαγιά του 1944. Και το ημερολόγιο έλεγε πως ο ήλιος θα 'βγαινε στις 5.33΄... Από την Κυριακή κιόλας το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση.
Εκατόν εβδομήντα ήταν πρώην κρατούμενοι της Ακροναυπλίας και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη, όλοι κομμουνιστές. Τους είχε παραδώσει στο γερμανικό στρατό κατοχής η δικτατορία του Μεταξά. Η εκτέλεσή τους αποφασίστηκε με πρόσχημα το θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού στη διάρκεια ενέδρας των ανταρτών στους Μολάους στις 27 Απρίλη του 1944.
Στο μεγάλο μέτωπο ήδη ένα χρόνο πριν είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση από το Στάλινγκραντ. Το θηρίο ψυχορραγούσε αλλά δεν ξεχνούσε ποιος είναι ο ταξικός αντίπαλος.
Το πρωί της Πρωτομαγιάς του '44 στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου όλοι ήξεραν. Κι όλοι έκαναν την επιλογή τους.
Δε χρειάστηκε να ρωτήσουν τι και πώς. Με τ' άκουσμα του ονόματός του καθένας έβγαινε μπροστά με σφιχτή τη γροθιά στα σηκωμένα μπράτσα: «
Ζήτω το ΚΚΕ, εκδίκηση» οι τέσσερις λέξεις που πέρασαν από 200 στόματα. Κι ένας λεβέντικος χορός κάτω απ' την μπούκα των πολυβόλων. Τι να φοβηθούν; Από τι να κάνουν πίσω;


Κι ύστερα το Σκοπευτήριο στην Καισαριανή.
Στο θυσιαστήριο της Λευτεριάς γράφτηκε μια από τις πιο λαμπρές και πιο ηρωικές σελίδες στην Ιστορία του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος. Διακόσιοι πρωτοπόροι αγωνιστές, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ έπεσαν ως τον τελευταίο με το κεφάλι ψηλά. Το αίμα τους μια κόκκινη, αιμάτινη γραμμή υπενθυμίζει: «...Μόνο θυμηθείτε το αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας».

Αθάνατοι οι 200 της Καισαριανής...

Πράξη πρώτη
Η είδηση είχε φτάσει μια μέρα πριν και οι εφημερίδες της εποχής γνωστοποιούσαν: «Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και 3 συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν.
Ως αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944
2) Ο τυφεκισμός όλων των ανάνδρων τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς την Σπάρτην έξωθεν των χωριών»
.
Ο Θ. Κορνάρος γράφει3: «Ο διοικητής του Χαϊδαρίου (σσ. του στρατοπέδου όπου ήταν φυλακισμένοι Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης) δεν είχε κανένα δικαίωμα ν' αλλοιώσει τη σύνθεση του καταλόγου. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν' αντικαταστήσει έναν ορισμένο αριθμό ονομάτων με άλλα(...) Ο διοικητής απάν' στη βιάση του φώναξε το επίθετο του Ναπολέοντα (...) Οχι. Οχι εσύ Ναπολέων(...) Το στρατόπεδο αναταράσσεται.

Ως ετούτη τη στιγμή αιτία της αναταραχής είναι η αγωνία και ο φόβος για τη ζωή του "Παιδιού".
Ο Ναπολέων απαντά στο διοικητή. Κι όλα τα αυτιά είναι τεντωμένα και αφουγκράζονται. Οσοι ξέρουν γερμανικά μεταφράζουνε την ίδια στιγμή τα λόγια του: Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλον κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!...
Το στρατόπεδο ξεχνά τον κανονισμό, ξεχνά τη θέση του, ξεπερνά κάθε όριο πειθαρχίας και χειροκροτά σαν ηλεχτρισμένο την αποκάλυψη. Την κρυμμένη ψυχή της Ελλάδας που κάνει την παρουσία της. Οι Γερμανοί σαστίζουν, κοιτάζονται και σα νευρόσπαστα χτυπούνε τα τακούνια και στέκονται προσοχή!..

Από καρδιάς...

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης στο δρόμο για το εκτελεστικό απόσπασμα γράφει στον πατέρα του: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου».
Στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα 'θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου».
Το ίδιο δωρικά και τα γράμματα των άλλων ηρώων. Ο Ηπειρώτης δάσκαλος Κώστας Τσίρκας: «Πρωτομαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στη μάχη».
Ο εργάτης μεταλλουργός Σάββας Σαββόπουλος: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα, δε χάσαμε την πίστη μας στην τελική νίκη της Σοβιετικής Ενωσης... Καμία δύναμη δε θα τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει.
Καλώ τον αδελφό μου με σκληρή δουλιά να προσπαθήσει να ξεπλύνει το κακό που έκανε με τη δήλωση και την αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ
».
Ο Μήτσος Ρεμπούτσικας: «Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές».
Ο Νίκος Μαριακάκης: «Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος».
Ο νεαρός Δημήτρης Σοφής από την Πεντέλη με μόλις οκτώ λέξεις: «Χαίρετε φίλοι. Εκδίκηση. Μάνα μη λυπάσαι. Χαίρε μάνα»4.

Πράξη δεύτερη
Ηταν, γράφει ο Ν. Καραντηνός5, «μέρα μουντή πνιγμένη στην ομίχλη. Λένε όσοι τη ζήσανε, πως το πρωινό εκείνο πνιγόσουν. Δεν ανάσαινες. Ηταν Δευτέρα. Ηταν Πρωτομαγιά του 1944. Και το ημερολόγιο έλεγε πως ο ήλιος θα 'βγαινε στις 5.33΄... Από την Κυριακή κιόλας το ρολόι της ζωής για 200 παλικάρια είχε αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση.
Ηταν 200 αντιφασίστες. Δεσμώτες όλοι της Ακροναυπλίας κι εξόριστοι της Ανάφης, που η μεταξική δικτατορία τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς. Μια τραγωδία με 200 πρωταγωνιστές... Από τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη ως το νεολαίο το Σοφή. Η πρώτη πράξη γράφτηκε χαράματα, στο Χαϊδάρι. Στο προσκλητήριο του θανάτου. Με την ιαχή της λευτεριάς. Κι η άλλη, όλο το πρωινό, στην αδούλωτη γειτονιά της Καισαριανής: Το Σκοπευτήριο.
(...)
Ο Στέλιος Φραγκίσκος, Ακροναυπλιώτης, θυμόνταν: "Τέτοιο δράμα, τέτοια μέρα η Καισαριανή δεν την ξανάζησε. Περιμένοντας να ακούσει 10 φορές την ομοβροντία και δέκα φορές τις χαριστικές βολές, που τις διέκοπταν τα τραγούδια κι οι ζητωκραυγές των μελλοθάνατων".
(...)
Η Μαίρη Παρασκευοπούλου ήταν τότε 14 χρόνων. Είχε βρεθεί σε μια ταράτσα. Και καθώς θυμάται κόντευε μεσημέρι. Ηταν η ταράτσα του αστυνομικού Θάνου. Από εκεί με τα κιάλια παρακολουθούσαν. Διέκρινες μια ομάδα να σηκώνει τα χέρια. Είδε τα χέρια ψηλά με τ' άσπρα πουκάμισα. Και είχε καρφωθεί στη μνήμη της η κραυγή και μια ριπή: Αδέλφια Γεια σας. Και με το Γεια σας η ριπή. Κι αμέσως μετά οι χαριστικές βολές»
.

Τα κορμιά των 200 της Καισαριανής μάτωσαν το χώμα του Σκοπευτηρίου.
Τους είχαν χωρίσει σε εικοσάδες.
Ο Ν. Σουκατζίδης είχε μείνει στην τελευταία για να μεταφράζει. Με μια φωνή οι μελλοθάνατοι είπαν τις τελευταίες τους κουβέντες:
Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω το ΚΚΕ. Ζήτω η λευτεριά...

Το κάλεσμα του ΕΑΜ

Το ΕΑΜ, λίγες μέρες μετά, σε ανακοίνωσή του γράφει για τις «ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙ Ο ΚΑΘΕ ΑΘΗΝΑΙΟΣ»: «...Ποια ηθική, ποιο δίκιο, ποια λογική λέει πως όταν δυο στρατοί πολεμούν εκείνος που χάνει στη μάχη έχει το δικαίωμα να σκοτώνει ανθρώπους που κάθουνται χιλιόμετρα μακριά; Να τουφεκίζει κρατούμενους που όντως ήταν τα θύματα της βασιλομεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και βρίσκονται φυλακή από το 1936 κι επομένως δεν μπορούσαν να είχαν καμιά σχέση με την οργάνωση των μαχών;
(...)
Η φρικώδης και πρωτάκουστη τρομοκρατία που εξασκεί στην Ελλάδα ο καταχτητής με τη βοήθεια γερμανοράλληδων δεν είναι στην ουσία αντίποινα για τη δράση του ΕΛΑΣ εδώ και στην ύπαιθρο. Αυτό είναι απλή δικαιολογία. Γίνεται για να τρομοκρατηθεί ο λαός να σταματήσει την αντίστασή του και να πραγματοποιήσουν ανενόχλητοι οι καταχτητές την επιστράτευση και τη ληστεία του τόπου μας.

ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ,
Η στιγμή είναι κρίσιμη. Αν σκύψουμε το κεφάλι είμαστε χαμένοι. Τα θύματα του αγώνα είναι πολύ λιγότερα από τα θύματα της επιστράτευσης, από τα θύματα της πείνας. Οι κρεμασμένοι και τουφεκισμένοι ήρωες, τα καμένα μας χωριά φωνάζουν. Μην αφήστε τη θυσία μας να πάει χαμένη! Μην υποταχθείτε! Αγωνιστείτε για να μη γίνει η επιστράτευση. Αγωνιστείτε για τη ζωή σας. Εκδικηθείτε μας. Αγωνιστείτε για να σταματήσουν οι σφαγές».

1. Κώστας Βάρναλης, απόσπασμα από το ποίημά του «Πρωτομαγιά 1944».
2. Γιάννης Ρίτσος, «Σκοπευτήριο Καισαριανής».
3. Θέμος Κορνάρος, «Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου», χαρισμένο στη μνήμη του εθνικού ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Νεοελληνικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1963.
4. «Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών», Εκδόσεις Κέδρος, 1974.
5. Νίκος Καραντηνός, «Ο λαός της Καισαριανής ξαναθυμάται τους 200», «Ριζοσπάστης», 27 του Απρίλη 1980.
Σημείωση: Τηρείται η ορθογραφία των πρωτότυπων κειμένων.

1η Μάη 1944: Στον τοίχο της Καισαριανής

Tο φιρμάνι των Γερμανών δημοσιεύτηκε στις 30 του Απρίλη
Οι 200 της Καισαριανής έδωσαν τη ζωή τους για εκείνα τα ανώτερα ιδανικά που δίνουν περιεχόμενο στην έννοια «άνθρωπος». Και δεν πέθαναν ποτέ.
Εκείνη την Πρωτομαγιά, την Πρωτομαγιά του '44, την έγραψαν με το αίμα τους σε ένα κεφάλαιο της Ιστορίας που δεν πρόκειται να σβήσει.
Όσο κι αν το παλεύουν ευρωλάγνοι και οπορτουνιστές δοκιμάζοντας να ξαναγράψουν την ιστορία στα μέτρα τους.
¡
La historia me absolverá!η ιστορία θα με δικαιώσει!» πέταξε στα μούτρα των κατηγόρων του Fidel. Οι 200 κομμουνιστές αντιφασίστες πατριώτες έγιναν θρύλος.
Οι κομμουνιστές δεσμώτες, που η ελληνική πλουτοκρατία, η κυβέρνηση του Τσουδερού και το καθεστώς του Μεταξά κρατούσαν έγκλειστους στην Ακροναυπλία και την Ανάφη, οι κομμουνιστές που με την είσοδο των χιτλερικών στην Ελλάδα το καθεστώς του Μεταξά και οι δωσίλογοι τους παρέδωσαν στους ναζί, μετέτρεψαν με το αίμα τους το Σκοπευτήριο σε θυσιαστήριο της λευτεριάς.
Την Πρωτομαγιά του '44, οι 200 της Καισαριανής σήκωσαν την Ελλάδα ένα μπόι ψηλότερα, με εκείνο τον τρόπο που ξέρουν να το κάνουν οι κομμουνιστές.
Τον τρόπο που περιέγραψε λίγα χρόνια αργότερα ο Μπελογιάννης:
«Με την καρδιά μας και με το αίμα μας».

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΚΡΗΣ: ΜΙΑ ΗΡΩΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ



Ομιλία Δημάρχου Καισαριανής Ηλία Σταμέλου Πρωτομαγιά του 2016

Σας καλωσορίζουμε και εφέτος, στο «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς» του Λαού μας, στον «Τοίχο της Καισαριανής», όπου τιμάμε τη θυσία των 200 κομμουνιστών που εκτελέστηκαν την ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ του 1944, από τους φασίστες κατακτητές.
Υποκλινόμαστε στο μεγαλείο εκείνων που έζησαν με ψηλά το κεφάλι και στάθηκαν απέναντι απ' το απόσπασμα, πιστοί στις ιδέες και τα ιδανικά τους, διατρανώνοντας ως την τελευταία τους στιγμή τον πόθο τους για μια Ελλάδα λεύτερη, για μια Ελλάδα του Λαού της.
Τιμάμε την Εργατική Πρωτομαγιά, τους χιλιάδες επώνυμους και ανώνυμους που πάλεψαν σκληρά με τα αφεντικά και το κράτος τους σε όλο τον κόσμο για τις μεγάλες κατακτήσεις του 20ου αιώνα, παίρνοντας τη θέση μας σήμερα, στην πάλη των εργαζόμενων για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών μας!
Συνεχίζουμε τις αγωνιστικές παραδόσεις του λαϊκού κινήματος, βαδίζοντας τον ίδιο δρόμο που χαράχτηκε από το Σικάγο του 1886 ως τη Θεσσαλονίκη του 1936 και την Καισαριανή του 1944, μέχρι τις μέρες μας!
Το δρόμο της πάλης και των κατακτήσεων από το 8ωρο και τη σταθερή δουλειά με δικαιώματα, την κοινωνική ασφάλιση, μέχρι την παιδεία, την υγεία, τις συνδικαλιστικές και δημοκρατικές ελευθερίες, ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις.

Με αυτόν μόνο τον τρόπο, μπορούμε να τιμήσουμε την Πρωτομαγιά.
Με αυτόν τον τρόπο τιμάμε τις ιδέες, τα ιδανικά, την υπέρτατη θυσία των 200 κομμουνιστών, της τόσο ξεχωριστής Πρωτομαγιάς του 1944.

Την Άνοιξη του 1944, η ώρα της ήττας του φασισμού ζύγωνε πια με βήμα σίγουρο. Οι ορδές του φασισμού, που λίγα μόλις χρόνια πριν διέσχιζαν σαν θύελλα απ΄ άκρη σ' άκρη την Ευρώπη, γνώριζαν τη μία ήττα μετά την άλλη. Τρέπονταν σε φυγή μπροστά στην ορμή και την αποφασιστικότητα του ηρωικού Κόκκινου Στρατού.

Στην Ελλάδα ο ΕΛΑΣ παλεύει ηρωικά και σφυροκοπά τον εχθρό σε όλη τη χώρα. Στα βουνά οι λεύτερες περιοχές, η λαϊκή αυτοδιοίκηση, η λαϊκή δικαιοσύνη είναι πια η καινούργια πραγματικότητα. Ήδη από τα μέσα του 1943, περίπου η μισή επικράτεια της χώρας έχει απελευθερωθεί από τον κατακτητή.
Στην αδούλωτη Αθήνα με εντολή του ΕΑΜ ξεσπά ισχυρότατο κύμα απεργιών, συλλαλητηρίων και διαδηλώσεων κατά της τρομοκρατίας, για τη ματαίωση της καινούργιας προσπάθειας των χιτλερικών για επιστράτευση.
Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας και του Πειραιά δίνει πραγματικές μάχες στην Καισαριανή, το Δουργούτι, την Κοκκινιά, την Καλλιθέα, έχοντας στο πλευρό του χιλιάδες νέους και νέες της ΕΠΟΝ.
Η τιμή της οργάνωσης και της καθοδήγησης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ανήκει στο ΚΚΕ, που υπήρξε ο εμπνευστής, ο καθοδηγητής και ο κύριος αιμοδότης του. Η αλήθεια αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.


Ηλίας Σταμέλος + Γιώργος Κατημερτζής

Η Καισαριανή και ο λαός της, αναδείχθηκαν σε κάστρο στην πάλη ενάντια στους κατακτητές. Βρέθηκαν πάντα στην πρώτη γραμμή του αγώνα.
Σπίτι δεν έμεινε ατρύπητο από τις σφαίρες των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους.
49 φορές οι κατακτητές θα αποπειραθούν να πατήσουν το χώμα της και τόσες φορές θα γυρίσουν πίσω χωρίς να πετύχουν το σκοπό τους. Η ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ για αυτή της την ιστορική προσφορά δικαίως ονομάστηκε το «μικρό ΣΤΑΛΙΓΚΡΑΝΤ», αποτελεί μια από τις πιο ηρωικές πόλεις σε παγκόσμιο επίπεδο δίπλα στο ΔΙΣΤΟΜΟ, το ΧΑΪΔΑΡΙ, το ΚΟΥΡΝΟΒΟ…

Οι κάτοικοι της με την επιλογή τους αυτή κατέκτησαν μια περίοπτη θέση στην ιστορία του λαϊκού μας κινήματος, αλλά και πλήρωσαν με αμέτρητες θυσίες όχι μόνο στην πάλη ενάντια στον φασισμό αλλά και μετέπειτα στην αποφασιστική σύγκρουση με την αστική τάξη τον Δεκέμβρη του 44.
Την επιλογή του ο Καισαριανιώτικος λαός την πλήρωσε και με άπειρες διώξεις και διωγμούς τα μαύρα χρόνια που ακολούθησαν, όταν ο εχθρός άλλαξε όψη…
Για παραδειγματισμό και "νουθεσία", ο κατακτητής θα στήσει στα σπλάχνα της ένα τόπο ομαδικών-μαζικών εκτελέσεων.
Και αυτός ο τόπος, αντί για τον τρόμο και την υποταγή, θα γίνει παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης, θυσίας και παλικαριάς.


Η «Ματωμένη καρδιά της Ελλάδας -Το Σκοπευτήριο της Καισαριανής.

Πάνω από 600 οι εκτελεσμένοι - κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσοι.
Οι εκτελέσεις ξεκίνησαν το Μάη του 1942 και δεν τελείωσαν πάρα λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση.
Σαράντα οχτώ φορές διάβηκε το κατώφλι του Σκοπευτηρίου το εκτελεστικό απόσπασμα.
Το 1942 εκτελούνται 13.
Το 1943 εκτελούνται 147.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944, μπροστά στο «πλήρωμα του χρόνου» που πλησίαζε, οι φασίστες κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους δείχνουν το πιο κτηνώδες τους πρόσωπο.
Πάνω από 440 οι εκτελεσμένοι.
Στις 3 Μάη 1944 στο εκτελεστικό απόσπασμα οδηγήθηκαν για πρώτη φορά γυναίκες κρατούμενες από τις φυλακές Χατζηκώστα.
Στις 5 Σεπτέμβρη 50 αγωνιστές από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου (κυρίως Βυρωνιώτες και Παγκρατιώτες) οδηγούνται στον τοίχο της Καισαριανής.
Ανάμεσά τους δύο 17χρονες ΕΠΟΝίτισσες, η Ηρώ Κωνσταντοπούλου και η Αθηνά Χατζηεσμέρ.
Στο Σκοπευτήριο εκτελούνται επίσης 25 αντιφασίστες στρατιώτες, 20 Ιταλοί και 5 Γερμανοί.

Αναμφίβολα, κορυφαία ανάμεσα στις τόσες θυσίες, η θυσία των 200 κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1944.

Η εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή: Αφορμή για την εκτέλεση στάθηκε η εξόντωση ενός γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του, σε μάχη με τον ΕΛΑΣ στους Μολάους της Λακωνίας.
Έδωσαν εντολή να εκτελεστούν 200 κομμουνιστές που ήταν κρατούμενοι στο στρατόπεδο-κολαστήριο του ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ, οι περισσότεροι από αυτούς, εξόριστοι στην Ακροναυπλία και την Ανάφη που παραδόθηκαν από τη δικτατορία του ΜΕΤΑΞΑ στους Γερμανούς καταχτητές.
Ένας για διακόσιους (200). Έγκλημα πέρα από κάθε λογική και φαντασία.
Ξημερώνοντας η Πρωτομαγιά, στο στρατόπεδο του ΧΑΪΔΑΡΙΟΥ άρχισε η εκφώνηση των ονομάτων. Μεγάλος κατάλογος. Ένας, ένας, όσοι άκουγαν το όνομά τους στο προσκλητήριο εκείνης της Κυριακής, ήξεραν τι τους περιμένει:
Θάνατος, φόρος αίματος για τη λευτεριά.


Ηρώ Κωνσταντοπούλου πορτρέτο - Μουσείο Εαμικής Εθνικής Αντίστασης - Καισαριανή

Αϊβατζίδης Γεώργιος. (...) Μόλις ακούει τ' όνομα, πετιέται ένας άντρας. - Γεια σας αδέρφια, φωνάζει, και σηκώνει τη γροθιά του ψηλά.
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Διακόσια ονόματα. Διακόσια προσκλητήρια. Ένας-ένας π' ακούει, πετιέται στη μέση. Γροθιές παντού ανεμίζανε, σα’ νάτανε σημαίες.
Άκουες τις φωνές τους να φωνάζουνε: "Ζήτω το ΕΑΜ! Ζήτω ο ΕΛΑΣ! - Ζήτω το ΚΚΕ!".
«Γεια σας αδέρφια! Εκδίκηση!», τα λόγια του αποχαιρετισμού.

Στις 7.30 το πρωί, στήνουνε χορό. «Ελάτε παιδιά να χορέψουμε, να δουν οι Γερμανοί πως πεθαίνουν οι Έλληνες», λέει ο Ναπολέων Σουκατζίδης.
Ο Ναπολέων, που, νωρίτερα, την ώρα του προσκλητήριου, ο Γερμανός διοικητής του 'δωσε τη δυνατότητα να σώσει τη ζωή του κι αυτός απάντησε: «Δέχομαι τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλον κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή !! ».

Κι έπειτα, ο Εθνικός Ύμνος. Κανείς δε φοβήθηκε. Κανείς δε λύγισε. Κανείς δε ζήτησε να του χαριστεί η ζωή.
Γιατί η ζωή κατακτάται και ζωή σημαίνει ελευθερία.
Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν να μεταφέρουν τους μελλοθάνατους από το «Μπλόκ 15» του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου, στην ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ.
Ο δρόμος προς το Σκοπευτήριο γέμισε ρούχα και σημειώματα. Ήταν το στερνό «αντίο» των μελλοθάνατων, στους δικούς τους. Όλα τα σημειώματα, όλες οι κουβέντες τους, αποπνέουν περηφάνια, λεβεντιά. Τίποτα δε δείχνει φόβο, μόνο την ανάγκη να πουν «αντίο». Να δείξουν σ' αυτούς που παραμένουν στη ζωή πως ο αγώνας δεν πρέπει να σβήσει, πρέπει να συνεχιστεί και να δυναμώσει.

 
 
Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος
Μ' αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε τη ζωή, ο Νίκος Μαριακάκης.
«Αγαπημένοι μου, ο θάνατός μου δε θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που διεξάγεται. Σφίξτε τις καρδιές σας και βγείτε παλικάρια απ' τη νέα δοκιμασία. Έτσι θα μας τιμήσετε καλύτερα. Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά δεν πεθαίνει ποτέ. Με πολλή αγάπη. Σας φιλώ Μήτσος ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑΣ». Και, όντως, δεν πέθανε ποτέ!
«Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να 'σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου. Ν' αγαπάς και να λατρεύεις την κορούλα σου και την αδερφούλα μου, κι οι δυο μεγάλοι άνθρωποι. Γεια, γεια πατερούλη. ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ».

Οι εκτελέσεις ανά 20άδες. Δέκα φορές στήθηκαν ανά ομάδες στον τοίχο. Όλη την ώρα που τουφέκιζαν στο ματωμένο τοίχο της Καισαριανής οι καμπάνες χτυπούσαν λυπητερά. Και ο τηλεβόας με τα λόγια του άναβε τις καρδιές και υποσχόταν εκδίκηση».
Στις δύο το μεσημέρι, τελειώσανε… «Την επόμενη μέρα, ο λαός της Καισαριανής, αψηφά την τρομοκρατία και μετονομάζει το δρόμο που κύλησε το αίμα, την οδό Σκοπευτηρίου, σε «ΟΔΟ ΗΡΩΩΝ».
Στους τοίχους του γράφεται το σύνθημα:
«Αυτός ο δρόμος είναι ΔΡΟΜΟΣ ΗΡΩΩΝ. Τον διαβαίνουν οι λεβέντες του έθνους. Χθες 1η του Μάη τον διάβηκαν 200 παλικάρια»...
Ο Βασίλης Ρώτας στο ποίημά του «Ανθούς-Πρωτομαγιά», γράφει για την εκτέλεση των 200.
«Δεν είντουσαν πεντέξι κι ουδέ μια δεκαριά,  παρ’ είντουσαν Διακόσιοι μιαν εκκλησιά κορμιά.
Διακόσιοι είν’ ένας κι ένας, μ’ αντρειά, μ’ αξιά, με νου, διακόσιοι βασιλιάδες λεβέντες του λαού.

Πρωτομαγιά χαράζει, μα δε μοσκοβολάει, η αυγή φοβάται να’ βγει, το φως χασομεράει.
Τους φόρτωσαν δεμένους, τους στρίμωξαν ορθούς, κλεισμένοι εμείς ακούμε: – τους παίρνουν, δεν ακούς;

Λαέ μας, τα παιδιά σου, σταθήκαμε πιστά, κατά το μάθημά σου στον τύραννο μπροστά.
Δώσαμε τις ζωές μας ντυμένες αρετή, για τη δική σου δόξα και για την προκοπή.
Λαέ μας δοξασμένε, πατρίδα μας γλυκιά, μας κόψαν τις ζωές μας ανθούς Πρωτομαγιά.»

Πρωτομαγιά 1944 - με το βλέμμα στο σήμερα

Εμπνεόμαστε και διδασκόμαστε από τους αγώνες και τις θυσίες προκειμένου με μεγαλύτερη ωριμότητα να αντιμετωπίσουμε τα καθήκοντα του παρόντος και του μέλλοντος.
1. Αποτελεί χρέος όλων μας, στους αγωνιστές που εκτελέστηκαν σε αυτό εδώ τον ιερό χώρο, να υπερασπιστούμε την ιστορική αλήθεια, να προβάλουμε τα διδάγματα από την ηρωική πάλη των λαών κόντρα σε όλους αυτούς, που και στην χώρα μας, θέλουν να παραχαράξουν την ιστορία να προσαρμόσουν τα διδάγματα της στις σημερινές τους επιδιώξεις.
Κόντρα σε αυτούς που διδάσκουν την υποταγή, σε αυτούς που βλέπουν στους αγώνες του λαού μόνο λάθη.
Κόντρα στους "επιστήμονες" που θέλουν να πείσουν ότι οι 200 εκτελεσμένοι κομμουνιστές ήταν λίγο-πολύ ίδιοι με τους δολοφόνους τους, στην επίσημη πλέον γραμμή της Ε.Ε., που εξισώνει την πιο απάνθρωπη, αντιδραστική ιδεολογία-τον φασισμό με ότι πιο προοδευτικό γνώρισε ο ανθρώπινος νους, τη θεωρία για την κοινωνική απελευθέρωση και την κατάργηση της εκμετάλλευσης, τον Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό.
Αποτελεί χρέος μας να διαδώσουμε ολόκληρη και όχι επιλεκτικά την ιστορία αυτής της πόλης. Την Μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγιά που ακολούθησαν τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστών στην περιοχή, την εγκατάσταση των προσφύγων και τον αγώνα που έκαναν για την επιβίωση, τη συμβολή τους στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και των ταξικών αγώνων, τη συμμετοχή των κατοίκων της ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ στην πάλη για την απελευθέρωση και την οικοδόμηση μιας νέας Ελλάδας- μιας Ελλάδας του λαού της.

2. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι οι ξένοι φασίστες κατακτητές είχαν και πρόθυμους ντόπιους συνεργάτες. Τους ιδεολογικούς προγόνους της σημερινής εγκληματικής οργάνωσης της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.
Τιμώντας τους αγωνιστές, οι εργαζόμενοι, η νεολαία όλος ο λαός χρειάζεται να απομονώσει αποφασιστικά την ναζιστική εγκληματική ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ που έχει σαν πρότυπα τον ΧΙΤΛΕΡ, τα τάγματα ασφαλείας, τρέφει μίσος για το εργατικό λαϊκό κίνημα, κάνοντας τη βρώμικη δουλειά για τους πιο αδίστακτος εκμεταλλευτές του λαού.

3. Τα συμπεράσματα αυτά είναι ιδιαίτερα επίκαιρα σήμερα, που οι αντιθέσεις ανάμεσα στις διάφορες μπεριαλιστικές συμμαχίες οξύνονται για το μοίρασμα των αγορών και τον έλεγχο των πηγών και των δρόμων της Ενέργειας.
Για άλλη μια φορά ξεπροβάλει ο κίνδυνος ενός γενικευμένου πολέμου στην περιοχή μας, με τη χώρα μας να είναι βαθιά εμπλεκόμενη στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, που έχουν ήδη δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, ξεριζωμένους και εγκλωβισμένους ανθρώπους.
Τα λαϊκά στρώματα δεν πρέπει να αποτελέσουν τα πιόνια στην σκακιέρα των αντιτιθέμενων συμφερόντων αλλά να παλέψουν για τα δικά τους συμφέροντα, κόντρα στον εθνικισμό, το ρατσιστικό και φασιστικό μίσος.

4. Σήμερα τα ιδανικά, οι ιδέες, τα συνθήματα που γαλούχησαν και ενέπνευσαν τους 200 κομμουνιστές της Πρωτομαγιάς του 1944, αλλά και τόσους άλλουςεπώνυμους και ανώνυμους ήρωες της εργατικής τάξης, παραμένουν επίκαιρα και αναγκαία όσο ποτέ.
Πριν από 130 χρόνια, οι εργάτες του Σικάγο συγκρούστηκαν με την εργοδοσία και το κράτος της, διεκδικώντας το 8ωρο.
Oι εργάτες πάλεψαν σκληρά, έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους, γράφοντας με το αίμα τους μια από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της ταξικής πάλης.
Μόνο έτσι έκαναν τους στόχους τους πραγματικότητα πραγματικότητα, άνοιξαν το δρόμο για να κερδίσουν μια ανθρώπινη ζωή.
Σήμερα, ενώ η επιστήμη και η τεχνική δίνουν αφάνταστες δυνατότητες για να ζει ο άνθρωπος μια ευτυχισμένη ζωή, να ικανοποιούνται οι ανάγκες του, στη χώρα μας υπάρχουν πάνω από 1,5 εκ. άνεργοι, ενώ στην ΕΕ πάνω από 18 εκ. άνθρωποι που αναζητούν τροφή στα σκουπίδια!
Για τα κέρδη ξηλώνονται όλες οι κατακτήσεις στα εργατικά δικαιώματα και επανέρχεται η «βασιλεία» του νόμου της ζούγκλας στην εργασία! Παρουσιάζεται ως «σύγχρονο», ό,τι πιο παλιό και αντιδραστικό, όπως οι περισσότερες ώρες δουλειάς, οι χαμηλότερες αμοιβές, η στέρηση βασικών δικαιωμάτων σε υγεία και παιδεία.
Η αιτία η ίδια, σήμερα όπως τότε. Η κερδοφορία, τα συμφέροντα των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων! Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους: 62 άνθρωποι κατέχουν το 50% του ΑΕΠ ολόκληρου του πλανήτη!

Αυτό είναι το σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς – ενάντια στο οποίο έχουν δοθεί ηρωικοί αγώνες από την εργατική τάξη όλων των χωρών – που τώρα, για να αντιμετωπίσει την κρίση του, ορμάει ξανά και με τον πιο βάρβαρο τρόπο απέναντι στους εργάτες και τα λαϊκά στρώματα, θέλει την πιο άγρια εκμετάλλευση των λαών, αναζητάει περισσότερη ανθρώπινη σάρκα για να τραφεί, προκαλεί νέες σφαγές, πολέμους για να ξαναμοιράσει τη λεία.
Στη χώρας μας, σήμερα εξαπολύεται ωμή επίθεση στις εργατικές κατακτήσεις, όπως είναι οι ΣΣΕ, ο σταθερός χρόνος εργασίας, το ίδιο το 8ωρο, τα εργασιακά δικαιώματα και τσακίζει ό,τι έχει απομείνει από την Κοινωνική Ασφάλιση. Το βαρύ πλήγμα που φέρνουν στο ασφαλιστικό, η πολιτική της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ της ΕΕ και του κεφαλαίου, δεν αφήνει κανέναν ανέγγιχτο! Έρχεται να προστεθεί πάνω σε όλα τα προηγούμενα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα που ικανοποιούν τις απαιτήσεις για περισσότερα κέρδη και για μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζόμενων.
Ιδιαίτερα οι νέοι εργαζόμενοι, που σήμερα υποφέρουν από τις εργασιακές σχέσεις – λάστιχο και τους μισθούς πείνας, από την εναλλαγή ανεργίας – «απασχόλησης», καταδικάζονται στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα για τη ζωή και το μέλλον τους.
Αυτή η αντεργατική – αντιλαϊκή βαρβαρότητα δεν θα έχει τέλος, εάν δεν δυναμώσει η λαϊκή πάλη, η ενότητα και η οργάνωση του λαού.
Το καθήκον αυτό περνάει σήμερα μέσα από την κλιμάκωση του αγώνα ενάντια στο νέο νομοσχέδιο, που μεθοδευμένα και για να αποφύγει τη λαϊκή αντίδραση, έφερε η κυβέρνηση για ψήφιση αυτές της ημέρες στη βουλή. Περνάει μέσα από τη μαζική συμμετοχή στην απεργία σήμερα που βρίσκεται σε εξέλιξη, στην συγκέντρωση του ΠΑΜΕ, στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στο Σύνταγμα αύριο, για να μην περάσει το νέο έγκλημα.
Τίποτα δε χαρίστηκε από καμιά κυβέρνηση, από κανέναν εργοδότη. Όλες τις κατακτήσεις ο λαός τους απέσπασε με σκληρούς ταξικούς αγώνες. Αυτό είναι και το μήνυμα κάθε εργατικής Πρωτομαγιάς, δεν πρέπει να επιτρέψουμε να αλλοιωθεί, δεν πρέπει να ξεχάσουμε.


5. Δεν ξεχνάμε τέλος, ότι ακόμα και σήμερα, έπειτα από δεκαετίες λαϊκών κινητοποιήσεων που έκαναν κατορθωτό να αποδοθεί το μεγαλύτερο μέρος του στη ιστορική μνήμη και το λαό της πόλης, να φτιαχτεί το σημερινό μνημείο, Ο ΙΕΡΟΣ ΧΩΡΟΣ του ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟΥ εξακολουθεί να βεβηλώνεται από την παρουσία της Σκοπευτικής Εταιρίας, που συνεχίζει να σέρνει στα δικαστήρια τις δημοτικές αρχές της πόλης και κάθε άλλο παρά έχει παραιτηθεί από τις αξιώσεις της. Σε γράμμα τους προς το Υπουργείο Οικονομικών στις αρχές του έτους ζητάνε με περίσσιο θράσος, ούτε λίγο ούτε πολύ, το ξεπούλημα του χώρου του Σκοπευτηρίου.
Γράφουν: «…η συνύπαρξη του Σωματείου μας με το Δήμο Καισαριανής είναι πρακτικά ανέφικτη, εφόσον ο τελευταίος έχει εκδηλώσει επανειλημμένως και εμπράκτως τη θέλησή του να μετατρέψει το χώρο του Σκοπευτηρίου σε πάρκο. Για το λόγω αυτό και επιθυμούμε την συμβιβαστική επίλυση της όλης διαφοράς, ώστε να περιέλθει το όλο ακίνητο στην ιδιοκτησία του ΤΑΙΠΕΔ και να διατεθεί προς επενδυτή».






Και συνεχίζουν…
«Επειδή το ελληνικό Δημόσιο έχει αναλάβει έναντι των Ευρωπαίων Εταίρων μας την υποχρέωση ανευρέσεως περιουσιακών στοιχείων 50 δις ευρώ με σκοπό την ιδιωτικοποίηση τους, η τυχόν μη εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους σας για την προσφορά μας, η οποία μπορεί να καλύψει σημαντικό μέρος της σχετικής υποχρεώσεως, θα σημάνει αθέτηση των υποχρεώσεων της χώρας έναντι των δανειστών. Προτιθέμεθα δε να γνωστοποιήσουμε την αίτησή μας και προς την Επιτροπή της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα.
Με εκτίμηση Πανελλήνια Σκοπευτική Εταιρία» (!!!)

Απαιτούμε από την κυβέρνηση τώρα να δώσει τέλος σε αυτή την ασέβεια, να αποφασίσει για την οριστική απομάκρυνση της ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΗΣ εταιρίας από το Σκοπευτήριο Καισαριανής.
Εμείς δηλώνουμε ότι δεν πρόκειται ο χώρος που με αγώνες ο λαός της ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ με επικεφαλής τις εκάστοτε δημοτικές αρχές και ιδιαίτερα με τον αείμνηστο δήμαρχο Π. ΜΑΚΡΗ, κατέχτησε και αξιοποίησε για την ιστορική μνήμη και την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, να αμφισβητηθεί.
Συνεχίζουμε, κρατώντας το φωτεινό παράδειγμα όλων των σ/φων μας που δεν δούλωσαν. Με τα λόγια του μεγάλου ποιητή Γιάννη Ρίτσου.












Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί , κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες,
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά , που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους ,τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς ν’ανοίγουνε στο μέλλον .

Εμείς , μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα, Μόνον
θυμηθείτε το : αν η ελευθερία
δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.

ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ στους 200 ΗΡΩΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ
ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ ΤΟΥ 1944.
ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ ΑΤΑΛΑΝΤΕΥΤΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΒΑΔΙΣΑΝΕ.
ΑΘΑΝΑΤΟΙ !