05 Φεβρουαρίου 2024

Μουσικός Αύγουστος 1977 _επανακυκλοφορεί η ποιητική συλλογή “Λιποτάχτες” του Γιάννη Θεοδωράκη

Οκτώβρης 1960: ο Μίκης Θεοδωράκης, ξεκινώντας τη μακρά του πορεία και σαν ερμηνευτής, μπήκε στο παλιό στούντιο της Columbia για να ηχογραφήσει τέσσερα τραγούδια σε ποίηση του αδελφού του Γιάννη, που γράφτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στα Χανιά, την Αθήνα και το Παρίσι και αποτέλεσαν τον κύκλο «Λιποτάκτες» _Λιποτάχτες. Τον συνόδευσαν ο Μανώλης Χιώτης στο μπουζούκι, ο Δημήτρης Φάμπας στην κιθάρα και ο Σπύρος Λιβιεράτος _«Καζάνας», στα κρουστά.

Αρχές της δεκαετίας του 1950, την εποχή που γράφονταν τα ποιήματα της συλλογής «Λιποτάχτες», ο Γιάννης Θεοδωράκης (1932 – 1996) ήταν τελειόφοιτος Γυμνασίου στον Γαλατά των Χανίων· εκεί, όπου ο αδελφός του, Μίκης, φτάνει στις 23 Αυγούστου του 1949 με το ατμόπλοιο «Ελένη», σοβαρά τραυματισμένος από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Ο Εμφύλιος στην Κρήτη είχε λήξει ένα χρόνο νωρίτερα από τις τελευταίες μάχες στον Γράμμο και το Βίτσι, και η καταδίωξη των εναπομεινάντων Κρητικών ανταρτών συνεχιζόταν μέσα σε ένα καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας του τοπικού πληθυσμού από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων, της Χωροφυλακής, της Εθνοφυλακής και των παρακρατικών συμμοριών.
Τέσσερα από αυτά τα ποιήματά του –με τίτλους: «Θα γίνεις δικιά μου» (στο «Όμορφη Πόλις»), «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας» και «Χάθηκα»– μελοποιήθηκαν από τον Μίκη την περίοδο 1952-1954 και ηχογραφήθηκαν το 1960 στο παλιό στούντιο της «Columbia», με τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη στο τραγούδι, τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι, τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και τον Σπύρο Λιβιεράτο «Καζάνα» στα κρουστά. Τίτλος του πρώτου ολοκληρωμένου κύκλου τραγουδιών: «Λιποτάκτες».
Έναν χρόνο πριν από τη δισκογράφησή του σε 45άρι, με πρωτοβουλία του Μίκη, κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Δίφρος» του Γιάννη Γουδέλη –με τον οποίο ο Μίκης συνυπηρέτησε για ένα διάστημα στο Κέντρο Διερχομένων, στην Αθήνα– η ομώνυμη ποιητική συλλογή του αδελφού του. Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά, οι «Λιποτάκτες» του Γιάννη Θεοδωράκη επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Το artwork του εξωφύλλου είναι του Πέτρου Παράσχη.

_              Από τον πρόλογο του Σπύρου Αραβανή στη νέα έκδοση

Η οικογένεια Θεοδωράκη
Όρθιος ο Γιάννης _καθιστοί από δεξιά Μίκης
η μάνα Ασπασία & ο πατέρας Γιώργος

Τα τραγούδια «Όμορφη πόλη», «Αυγή αφράτη» _ή «Σκέπασε ατμός τον έρωτα μας», «Δακρυσμένα μάτια» και «Χάθηκα» κυκλοφόρησαν σε 45άρι βυνίλιο extended play της His masters Voice, ενώ δυο χρόνια μετά, οι «Λιποτάκτες» γνώρισαν μια νέα εκτέλεση (στο ίδιο ηχητικό κλίμα) με ερμηνευτή τον Κώστα Χατζή και στο πέρασμα των χρόνων ακολούθησαν δεκάδες επανεκτελέσεις.

Η Edith Piaf, υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη, τραγουδά το θέμα από την ταινία “Les Amants de Teruel”, που ήταν το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορφη πόλις»), από τους «Λιποτάκτες».

Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται…
«Την ίδια εποχή ηχογραφήθηκαν και οι ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ στο παλιό στούντιο της Columbia _Ήθελα πολύ τη μουσική μου να τη χορεύουν τα νεαρά ζευγάρια στα πολύ ρομαντικά κέντρα της εποχής. Θυμάμαι ένα στη Γλυφάδα, ανάμεσα στα πεύκα, δίπλα στη θάλασσα. Εκείνο το κέντρο φανταζόμουν, όταν προσπαθούσα να βγάλω στην επιφάνεια της ενορχήστρωσης τα κρουστά, δίνοντας όσο γίνεται περισσότερο χορευτικό ρυθμό στο έργο.  Τραγούδησα ο ίδιος για πρώτη φορά. Αυτό άρεσε σε πολλούς, ενώ άλλοι βρήκαν τη φωνή μου απαίσια. Ένας απ’ αυτούς κι ο Σάκης Πεπονής, που, όταν ήταν διευθυντής του ΕΙΡ, μου δήλωσε ότι διέταξε να μη μπαίνουν οι ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ γιατί ήμουν φάλτσος…»

Ο Γιάννης Θεοδωράκης εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, τους «Λιποτάκτες», την «Πλημμύρα» και το «Ένα τραγούδι του καιρού μας» και ένα πεζογράφημα. Ο Μίκης μελοποίησε είκοσι ποιήματα του, με αποτέλεσμα ισάριθμα, ξεχωριστά τραγούδια, όπως ήταν, εκτός από τους «Λιποτάκτες», η «Λειτουργία» από το «Αρχιπέλαγος», το τραγούδι της «Φαίδρας» («Αστέρι μου φεγγάρι μου»), τα «Μενεξεδένια τα βουνά», «Νύχτα μέσα στα μάτια σου», «Τώρα πεθαίνουν τα λουλούδια» και «Μην κλαις», από τον κύκλο «Ταξίδι μέσα στη νύχτα», το «Βγάλε τα μαύρα πανιά» και το «Μελαχρινό παιδί», από τον δίσκο «Οκτώβρης ‘78», «Ο Μπελογιάννης» από το soundtrack της ταινίας «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», τα «Ποτέ, ποτέ μαζί» («Νύχτα μαγικιά»), «Κάνε κουράγιο», «Η αγάπη ζει με τ’ όνειρο», «Μη με προδώσεις» και «Χωρίσαμε» από τους «Χαιρετισμούς» και τα τραγούδια «Της νύχτας τ’ όνειρο» και «Αυτό το καλοκαίρι» από τα «Λυρικώτατα» (cd «Άσματα»).
Ένα χρόνο πριν την κυκλοφορία του δίσκου με τους «Λιποτάκτες», κυκλοφόρησε με πρωτοβουλία του Μίκη, από τις εκδόσεις «Δίφρος», η ομώνυμη ποιητική συλλογή του Γιάννη Θεοδωράκη, περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων και τα τρία από τα τέσσερα τραγούδια που μελοποιήθηκαν, εκτός από το «Χάθηκα», που ήταν το πρώτο που μελοποίησε ο Μίκης στα Χανιά.

Πριν κάποιους μήνες αυτό το σημαντικό και σπάνιο ποιητικό βιβλίο επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Για πρώτη φορά είχε τυπωθεί από τις εκδόσεις Δίφρος του Γιάννη Γουδέλη, το 1959. Το βιβλίο _σημαντικό και από μόνο του, ως αυτόνομο ποιητικό έργο δηλαδή, μα και γιατί συνδέθηκε μ’ ένα από τα πιο συναρπαστικά, πρώιμα, λαϊκά τραγουδιστικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη, (το γράμμα “χ” του βιβλίου έχει γίνει “κ” στον δίσκο), που θα ηχογραφούνταν τον Οκτ-1960 και που θα κυκλοφορούσαν σ’ ένα 7ιντσο EP, με τέσσερα τραγούδια, λίγους μήνες αργότερα – στο τέλος του 1960 ή, το πιο πιθανόν, στους πρώτους μήνες του 1961.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αρχίσει να καταπιάνεται με ορισμένα από τα ποιήματα του αδελφού του, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Στο πρόγραμμα των συναυλιών στο Θέατρο Λυκαβηττού, που θα γίνονταν γνωστές ως «Μουσικός Αύγουστος 1977» (θα αποδίδονταν και οι «Λιποτάκτες» εκεί) διαβάζουμε:

«Το “Χάθηκα”, τελευταίο τραγούδι από τους “Λιποτάκτες” είναι ουσιαστικά το πρώτο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Γράφτηκε πάνω σε στίχους του αδελφού του, όταν εκείνος υπηρετούσε φαντάρος στα Χανιά Κρήτης στα 1951. Αργότερα, στα 1959 στο Παρίσι, τελειοποίησε (ο Μίκης) άλλα τρία τραγούδια από την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Γιάννη Θεοδωράκη, και έτσι γεννήθηκε ο κύκλος τραγουδιών “Λιποτάκτες”».

Το σίγουρο είναι, και ανεξαρτήτως του πότε ακριβώς συνετέθησαν τα κομμάτια, σε μια πρωτόλεια μορφή, πως ο Μίκης Θεοδωράκης καταπιάνεται με αυτά ουσιαστικά, δίνοντάς τους την τελική τους διάσταση, το 1959-60. Μετά την έκδοση τού βιβλίου τού αδελφού του.

Όταν θα έβγαινε λοιπόν το βιβλίο στον Δίφρο, ο ποιητής Γιάννης Θεοδωράκης και μετέπειτα δημοσιογράφος _θα γινόταν περισσότερο γνωστός από το καλοκαίρι του 1960 και μετά, λόγω της παρουσίας του, ως συντάκτης, στο περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης».
Υπάρχει ο πόλεμος («τα σύνορα  \ πίσω απ’ τους ανέμους  \ κι εμείς  \ αραδιασμένοι πλάι-πλάι  \ ο καθένας μ’ οκάδες γη στην αγκαλιά του σημαδεύουμε»), υπάρχει η αγωνία όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το τι θα φέρει το αύριο («μιλούσαμε για τα βάσανά μας  \ καθισμένοι πλάι στον ποταμό  \ κι έτσι που κρυφοκοιτάζαμε ο ένας τον άλλο  \ καθώς το δάσος δεν είχε φωνή ν’ ακουστεί  \ κι η νύχτα δεν είχε χρώμα να μας βάψει  \ μείναμ’ εκεί  \ ακίνητοι σαν βράχια από λάσπη  \ ως το πρωί»), υπάρχει η γενικότερη κοινωνικοπολιτική κατάσταση, που σε συνθλίβει («αυγή αφράτη  \ τσεκουριά στην πλάτη  \ απ’ τις καμινάδες ξέφυγε η καπνιά  \ και κρεμάστηκε στα παράθυρά μας  \ σκέπασε ατμός τον έρωτά μας»), όπως υπάρχει και η πίστη στη ζωή και η ανάγκη να ξεφύγεις από το χώρο και τις καταστάσεις που σε πνίγουν, αναζητώντας κάπου άλλου ένα δικαιότερο μέλλον («δακρυσμένα μάτια  \ νυσταγμένοι κήποι  \ όνειρα κομμάτια  \ ας ήτανε να ζω  \ στους μεγάλους δρόμους  \ κάτω απ’ τις αφίσες  \ στα χιλιάδες χρώματα  \ ας ήταν να βρεθώ»).

Οι «Λιποτάχτες» χωρίζονται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη έχει τίτλο «Περιγραφή» και αποτελείται από δεκαεννέα ποιήματα, η δεύτερη έχει τίτλο «Μαντινάδες-Χωριό Γαλατάς» και αποτελείται από ένα ποίημα και η τρίτη «Υδροκέφαλος» και αποτελείται από έντεκα ποιήματα.

Εν τω μεταξύ κάποια από τα ποιήματα του Γιάννη Θεοδωράκη είναι «ελεύθερα», ενώ σε κάποια άλλα υπάρχει ομοιοκαταληξία (στα λιγότερα). Ασυζητητί, όμως, ο ρυθμός τους είναι πάντα εκεί και η προσωδία τους, ενόσω τα διαβάζεις, είναι ικανή να σε κινητοποιήσει συναισθηματικά και να σε οδηγήσει κάπου αλλού. Φυσικά, διαβάζοντάς τα, από νωρίς, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν γινόταν να μην επιλέξει ορισμένα εξ αυτών, ώστε να τα μελοποιήσει.

Η μελοποίηση μπορεί να είναι ένα βασικό και πρωταρχικό στάδιο στη δημιουργία ενός τραγουδιού, αλλά από ’κει και πέρα πολύ μεγάλο ρόλο παίζει η επιλογή της φωνής και βεβαίως η ενορχήστρωση. Τον Μίκη Θεοδωράκη τον απασχολούσε από τότε το θέμα της «ελληνικότητας» στη σύνθεση, αλλά σε συνδυασμό, πάντα, με τα πιο σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Όπως θα έγραφε και ο ίδιος στο περιοδική «Κριτική» [τεύχος #6, Νοε.-Δεκ. 1959], που τύπωνε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης στη Θεσσαλονίκη:
«Το στοιχείο της ελληνικότητας θα πρέπει να το εξετάσουμε κάτω από τη διπλή διαπίστωση: 1). Κληρονόμοι μιας δυνατής παράδοσης σε ιστορία, έθιμα, χαρακτήρα, σε λαϊκή τέχνη, λαϊκή μουσική και 2). Σύγχρονο έθνος, που τείνει να ευθυγραμμίσει τα ενδιαφέροντα και τα επιτεύγματά του με τις ακραίες τάσεις του σύγχρονου πολιτισμού. Ώστε, αν από την πρώτη πηγάζει η αναγκαιότητα να εκφράσουμε την καταγωγή μας ή καλύτερα να αντλήσουμε από την καταγωγή μας όλα τα στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να εκφραστούμε πηγαία και δυνατά, απ’ την δεύτερη διαπιστώνουμε ότι θα ήταν απαράδεκτο να παραβλέψουμε το γεγονός ότι τα τεχνικά και εκφραστικά δεδομένα της σύγχρονης σύνθεσης διαγράφουν ορισμένες στοιχειώδεις τεχνικές και εκφραστικές προϋποθέσεις για το σύγχρονο έργο. Άρα το γνήσιο ελληνικό έργο θα πρέπει να είναι και γνήσιο σύγχρονο έργο».

Αυτές τις απόψεις ο Μίκης Θεοδωράκης θα τις έκανε χειροπιαστές σε διάφορα έργα του, εκείνης της εποχής, με τους «Λιποτάκτες» να είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά και προφανώς πρωτοποριακά. Για τις ανάγκες, δε, του έργου ο συνθέτης θα μελοποιούσε τέσσερα ποιήματα τού αδελφού του Γιάννη, δηλαδή τα «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας» και «Χάθηκα».

Το «Θα γίνης δικιά μου», που έγινε γνωστό και ως «Όμορφη πόλις» (από τον πρώτο στίχο του) είναι το «Ζ» ποίημα από το μέρος «Περιγραφή» των «Λιποταχτών», το «Δακρυσμένα μάτια» είναι το «Δ» ποίημα από το ίδιο μέρος, το «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας» είναι το «Α» ποίημα επίσης από την «Περιγραφή» (ξεκινά με τον στίχο «Αυγή αφράτη»), ενώ το «Χάθηκα», κατά έναν περίεργο(;) τρόπο δεν συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο. Ανήκει όμως και αυτό στην σειρά «Λιποτάχτες» καθώς το διαβάζουμε στη δεύτερη ποιητική συλλογή τού Γιάννη Θεοδωράκη, που αποκαλείται «Πλημμύρα» [Ίκαρος, 1980] και η οποία θα επανεκδιδόταν, και αυτή από τον Μετρονόμο, τον Οκτώβριο του 2023. Η «Πλημμύρα» αποτελείται επίσης από τρία μέρη, με το τρίτο εξ αυτών να αποκαλείται «Λιποτάχτες». Εκεί υπάρχει το «Χάθηκα», αλλά όχι και όλα τα υπόλοιπα ποιήματα της έκδοσης του 1959.

Εκείνο που κάνει τους «Λιποτάκτες» ξεχωριστούς είναι, φυσικά, η απόφαση του Μίκη Θεοδωράκη να ερμηνεύσει ο ίδιος τα ποιήματα τού αδελφού του και βεβαίως η ενορχήστρωση που τους επιφυλάσσει. Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του μικρού δίσκου:

«H ομώνυμη ποιητική συλλογή τού Γιάννη Θεοδωράκη κυκλοφόρησε στα 1959. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ήδη γράψει μουσική πάνω σ’ ένα παλιό ποίημα του αδελφού του, το “Χάθηκα μέσα στους δρόμους”. Αργότερα (ευθύς μετά τα τραγούδια του για τον Επιτάφιο, 1958) διάλεξε τρία ποιήματα από τους Λιποτάκτες κι έτσι συμπληρώθηκε ο κύκλος.(…) Όπως σ’ όλα του τα τραγούδια, έτσι κι εδώ, ο Μίκης Θεοδωράκης στηρίζει τη ραχοκοκαλιά της μουσικής του πάνω στους μελωδικούς αρμούς των δημοτικών μας τραγουδιών και της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας. Για την ενορχήστρωση και μουσική εκτέλεσή τους ο Μίκης Θεοδωράκης οδηγήθηκε από τον εξής συλλογισμό: “Εάν ζούσαν στις μέρες μας οι Γερμανοί μελωδιστές του περασμένου αιώνα θα συνόδευαν ασφαλώς τα τραγούδια τους με τα ζωντανότερα όργανα της εποχής μας”. Σαν τέτοια θεωρεί αφ’ ενός μεν την τζαζ (σ.σ. τα ντραμς, τα κρουστά), δηλαδή τον χορευτικό ρυθμό –μουσικό σφυγμό– του αιώνα μας και αφ’ ετέρου το μπουζούκι, το κατ’ εξοχήν σύγχρονο ελληνικό λαϊκό όργανο. Χάρη στην μεγάλη μουσικότητα και δεξιοτεχνία τού Μανώλη Χιώτη, αυτό το τελευταίο μας δείχνει μέσα στους Λιποτάκτες ένα εντελώς νέο πρόσωπο. Ο Θεοδωράκης τραγουδά ο ίδιος τους Λιποτάκτες, τόσο για να αποκλείσει κάθε είδος φωνητικής τεχνικής, που θ’ αλλοίωνε, σ’ αυτή την μορφή, τον χαρακτήρα και της ποίησης και της μουσικής, όσο και γιατί είναι ένθερμος θιασώτης μιας όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένης επαφής τού καλλιτέχνη με το κοινό του».

Κατ’ αρχάς το γεγονός πως ένας μη-τραγουδιστής, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, επιλέγει να ερμηνεύσει τα τέσσερα κομμάτια του δίσκου, είναι κάτι που παρατηρείται για πρώτη φορά στην πιο σύγχρονη δισκογραφία μας (από το 1960 και μετά). Αυτό είναι και θεμελιακό και πρωτοποριακό. Ουσιαστικά μ’ αυτή την κίνησή του ο Μίκης Θεοδωράκης εγκαινιάζει την κατηγορία των singer-songwriters στην Ελλάδα – εκεί όπου το songwriter προηγείται του singer. Μετά απ’ αυτόν θα ακολουθούσαν ο Κώστας Χατζής, ο Διονύσης Σαββόπουλος και όλοι οι υπόλοιποι μη-τραγουδιστές. Κακά τα ψέματα... και ο Χατζής, αλλά και ο Σαββόπουλος δεν μπορεί παρά να τον είχαν για πρότυπο.

Και διεθνώς αν το δούμε, όμως, ο Μίκης Θεοδωράκης μοιάζει να είναι εδώ «πιο μπροστά» και από τον Bob Dylan (γιατί και ο Dylan δεν ήταν τραγουδιστής με την τυπική έννοια). Όχι μόνον ως μη-τραγουδιστής, που ηχογραφεί τραγούδια του  τον Οκτώβριο του 1960, αλλά και ως... ηλεκτρικός τραγουδοποιός. Εκεί κι αν είναι «πιο μπροστά» απ’ όλους. Γιατί επιλέγοντας το ηλεκτρικό μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη, με τον καινούριο και πιο «δυτικό» ήχο και όχι ένα μπουζούκι από τα «τυπικά» της εποχής κάνει τα τραγούδια του να ακούγονται κάπως… folk-rock – όπως συνέβαινε με κάποια τραγούδια του σπουδαίου Trini Lopez, από την ίδια εποχή.

Καινοτομεί όμως γενικότερα, από ενορχηστρωτικής άποψης, εδώ ο Μ. Θεοδωράκης. Γιατί από τη μια μεριά μπορεί να δίνει μέσω του μπουζουκιού αυτό το folklore ηλεκτρικό χρώμα, αλλά μέσω του συνδυασμού της κλασικής κιθάρας, που χειρίζεται ο Δημήτρης Φάμπας, των κρουστών του Σπύρου Λιβιεράτου, μα και των υπόλοιπων οργάνων (ακούγονται ακόμη πιάνο, ακορντεόν και μπάσο), δημιουργούνται μοναδικά ρυθμικά και μελωδικά υπόβαθρα, ικανά να σε μεταφέρουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά του folk revival της εποχής (σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία). Κοντολογίς, εφαρμόζει εδώ ο Μίκης Θεοδωράκης εκείνα που έλεγε παραπάνω (στο περιοδικό «Κριτική»). Δηλαδή, από τη μια μεριά να παρουσιάζεται ως «κληρονόμος μιας δυνατής παράδοσης» (μπουζούκι) και από την άλλη να χρησιμοποιεί «τεχνικά και εκφραστικά δεδομένα της σύγχρονης σύνθεσης» (κλασική κιθάρα, κρουστά).

Το πότε ακριβώς κυκλοφορεί το δισκάκι «Λιποτάκτες», με τα τέσσερα τραγούδια και με το ωραίο εξώφυλλο του Μποστ, δεν είναι γνωστό (το πιο πιθανό είναι αυτό να συμβαίνει στις αρχές του 1961), τοποθετείται όμως ασυζητητί σε μια φοβερή δημιουργική φάση του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος από το φθινόπωρο του 1960 έως και το φθινόπωρο του 1961, δηλαδή μέσα σ’ ένα χρόνο, δισκογραφεί και κυκλοφορεί τους εξής ιστορικούς «κύκλους λαϊκών τραγουδιών»:

«Επιτάφιος» (με Νάνα Μούσχουρη-Μάνο Χατζιδάκι σε Fidelity, με Γρηγόρη Μπιθικώτση-Καίτη Θύμη-Μανώλη Χιώτη σε Columbia και Μαίρη Λίντα-Μανώλη Χιώτη επίσης σε Columbia), «Λιποτάκτες» (σε ποίηση Γιάννη Θεοδωράκη), «Πολιτεία» (σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη και Δημήτρη Χριστοδούλου, με Γρηγόρη Μπιθικώτση- Στέλιο Καζαντζίδη-Μαρινέλλα, αλλά και με την Μαίρη Λίντα), «Αρχιπέλαγος» (σε ποίηση Νίκου Γκάτσου-Γιάννη Θεοδωράκη-Πάνου Κοκκινόπουλου-Οδυσσέα Ελύτη-Μίκη Θεοδωράκη-Δημήτρη Χριστοδούλου και με ερμηνείες σε διαφορετικές εκτελέσεις από τους Μαίρη Λίντα, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Γιοβάννα), «Η Νήσος των Αζορών» (σε ποίηση Μποστ, με Γ. Μπιθικώτση-Κ. Θύμη) και ακόμη το σάουντρακ από την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη «Συνοικία το Όνειρο» (σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη-Κώστα Βίρβου, με τον Γ. Μπιθικώτση). Αν μετρήσαμε καλά λέμε για 28(!) δίσκους 45 στροφών, που κυκλοφορούν μέσα σ’ ένα χρόνο και που αλλάζουν άρδην το τοπίο και της ελληνικής μουσικής, μα και της δισκογραφίας.

Αυγή Αφράτη (Σκέπασε ατμός Τον έρωτα μας): Τα τέσσερα τραγούδια από τους «Λιποτάκτες» (υπενθυμίζουμε: «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας», «Χάθηκα») υπήρξαν εξαρχής το κάτι άλλο, και δεν έχουν ουδεμία σχέση με όλα τα υπόλοιπα (εκπληκτικά), που θα δισκογραφούσε το 1960-61 ο Μίκης Θεοδωράκης.

Απορώ, θέλω να πω, πώς τα αντιμετώπιζε τότε ο κόσμος – αν και κάτι αντιλαμβάνομαι από το μέρος μιας ερώτησης, που απευθύνεται στον Μ. Θεοδωράκη, στους «Δρόμους της Ειρήνης» τον Ιούλιο του ’61: «Δε μιλάω για τους “Λιποτάκτες”, που ύστερα από το δεύτερο-τρίτο άκουσμα γίνονται απαραίτητοι στον ακροατή και ασκούν μια παράξενη, αδιόρατη μαγεία επάνω του»

Φαίνεται λοιπόν απ’ αυτές τις δυο γραμμές πως τα τραγούδια απαιτούσαν περισσότερες ακροάσεις για να σε «πιάσουν», και από τη στιγμή που θα συνέβαινε αυτό, τότε ασκούσαν επάνω σου αυτή την «παράξενη» και «αδιόρατη μαγεία». Κακά τα ψέματα... 63 χρόνια αργότερα το ίδιο ακριβώς συμβαίνει!

Το 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης, στο Παρίσι, συνεργάζεται με την κορυφαία γαλλίδα χορεύτρια Ludmilla Tchérina, η οποία θέλει να εντάξει στο πρόγραμμά της τρία μπαλέτα. Το ένα ήταν το “Les Amants de Teruel”, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και χορογραφία Milko Šparemblek, που ήταν βασισμένο σε μιαν ιδέα τού βρετανού σκηνοθέτη Michael Powell (ιδέα που θα μετατρεπόταν και σε ταινία την ίδια περίοδο, την πασίγνωστη “Luna de Miel” ή “Honeymoon” ή “The Lovers of Teruel”), εκεί όπου ακούστηκε για πρώτη φορά και το κλασικό “The honeymoon song” («Αν θυμηθής τ’ όνειρό μου») από το Marino Marini Quartet.

Έτσι το 1962 ο γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης Raymond Rouleau γυρίζει σε ταινία τον ίδιο μύθο, ως “Les Amants de Teruel” (πρώτη προβολή στη Γαλλία, στις 23 Μαΐου 1962), με τον Μίκη Θεοδωράκη να συμμετέχει και πάλι στο σάουντρακ. Εκεί θα ακουγόταν η μελωδία “Thème de l'amour”, που δεν ήταν άλλη από το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορφη πόλις»), από τους «Λιποτάκτες». Λίγο καιρό αργότερα, μέσα στο 1962, η μελωδία θα αποκτούσε και γαλλικούς στίχους από τον Jacques Plante, και ως “Les amants de Teruel” θα τραγουδιόταν από την Edith Piaf

Τη σημασία που είχε αποκτήσει σαν τραγούδι το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορφη πόλις») το αντιλαμβάνεσαι περαιτέρω και από το γεγονός πως ο Μίκης Θεοδωράκης, το καλοκαίρι του 1962 (9 Ιουνίου η πρεμιέρα) θα τιτλοφορούσε τη μουσικο-θεατρική παράστασή του, που θα ανέβαινε στο Θέατρον Παρκ, ως «Όμορφη Πόλη» (μια επιθεώρηση κατά βάση στηριγμένη σε κείμενα Μποστ-Μ. Θεοδωράκη και σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη).

Πότε θα ακούγονταν, όμως, οι «Λιποτάκτες» για πρώτη φορά σε LP; Τούτο θα συνέβαινε στο άλμπουμ «Μικρές Κυκλάδες  \ Λιποτάκτες» [His Master’s Voice, 1964], με τα τέσσερα τραγούδια να χαράζονται στο τέλος της δεύτερης πλευράς.

Ακόμη, στο σάουντρακ της ταινίας του Νίκου Τζίμα «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» [Lyra, 1980] θα συμπεριλαμβανόταν όλο το έργο «Λιποτάχτες» στη δεύτερη πλευρά του δίσκου – με τα «Θα γίνεις δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας» και «Χάθηκα» να ακούγονται σε ορχηστρικές διασκευές.  Μνεία, επίσης, και στην CD-έκδοση του έργου «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού + Λιποτάκτες» [EMI  \ His Master’s Voice] από το 2003.

Φυσικά οι μεμονωμένες διασκευές των τεσσάρων τραγουδιών είναι δεκάδες μέσα στα χρόνια, καθώς αυτά έχουν ερμηνευθεί από «τους πάντες» (Μαρινέλλα, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Γιάννης Πουλόπουλος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Σωκράτης Μάλαμας, Βίκυ Λέανδρος, Μαρία Φαραντούρη, Χορωδία Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, Δημήτρης Ψαριανός, Μανώλης Μητσιάς, Χάρις Αλεξίου, Γιάννης Πάριος κ.ά.).

Μουσικός Αύγουστος 1977


Οι κύκλοι συναυλιών στο Θέατρο Λυκαβηττού το καλοκαίρι του 1977, που ονομάστηκαν Μουσικός Αύγουστος, αποτέλεσαν κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός της εποχής.

Γυρίζοντας πίσω στο χρόνο, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 διαπιστώνεις, σε σχέση με τα πολιτιστικά, πως ο Αύγουστος ήταν ένας κοινός μήνας για την Αθήνα -σχεδόν, σαν όλους τους άλλους του χρόνου. Δεν υπήρχε αυτή η παύση των πάντων (και των πολιτιστικών), που συμβαίνει στις μέρες μας.

Μπορεί, για κάποιους, να ήταν και μήνας διακοπών, αλλά, γενικά –και στα μίντια– δεν προβαλλόταν ως τέτοιος. Οι κινηματογράφοι βρίσκονταν σε φουλ φάση, τα θέατρα ανέβαζαν μέσα στον Αύγουστο παραστάσεις, αν δεν συνέχιζαν με το ίδιο έργο, στο πλαίσιο της θερινής σεζόν, ενώ και οι συναυλίες (της λεγόμενης «σοβαρής μουσικής» και όχι μόνο) έδιναν κι έπαιρναν, με τον κόσμο να συρρέει σ’ αυτές κατά κύματα.

Στην Αθήνα βασικά όλα αυτά, και ίσως σε μια-δυο μεγάλες πόλεις, γιατί στην υπόλοιπη Ελλάδα εκείνο που ονομάζουμε «πολιτιστική δραστηριότητα» συνοψιζόταν, χοντρικώς, στα τοπικά πανηγύρια, που είχαν σχεδόν πάντα θρησκευτική αφετηρία.

Αν πάρει κάποιος το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών του 1976 θα διαπιστώσει πως στις 20 από τις 31 ημέρες του Αυγούστου υπήρχαν εκδηλώσεις, πάντα στο Θέατρο Ηρώδου Αττικού, ενώ υπήρχε εκδήλωση και ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο! Ένας μήνας, από τις 6 Αυγούστου έως τις 6 Σεπτεμβρίου 1977, με 29 προγραμματισμένες συναυλίες συνολικά (δεν θα υπήρχαν συναυλίες μόνο στις ημερομηνίες 19, 26 και 27 Αυγούστου), στις οποίες θα παρουσιάζονταν 11 «θεοδωρακικά» έργα, ενσωματωμένα σε τέσσερις κύκλους, με παρουσία δεκάδων χιλιάδων Αθηναίων!

Το πρόγραμμα θα ονομαζόταν Μουσικός Αύγουστος και θα ήταν ενσωματωμένο στις Καλλιτεχνικές Εκδηλώσεις 1977 του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ): Η εποχή, όπως κάθε εποχή εξάλλου, είχε τις ιδιαιτερότητές της. Βρισκόμαστε μόλις τρία χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, με ανοιγμένες εθνικές πληγές, όπως ήταν εκείνη του Κυπριακού, η οποία χαίνει και λόγω του θανάτου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 3 Αυγούστου –ο Μίκης Θεοδωράκης δεν θα άφηνε ασχολίαστο το θλιβερό γεγονός στην πρώτη συναυλία του Μουσικού Αυγούστου– με διάφορα ακροδεξιά σταγονίδια να προκαλούν σε στράτευμα και κοινωνία, μπροστά στις εκλογές (20-Νοε-1977), και με τις φωτιές να κατακαίνε Παρνασσό, Όλυμπο, Εύβοια και Τατόι  \ Βαρυμπόμπη (τι ΄χες Γιάννη).

Α΄ κύκλος συναυλιών

Επτά (6, 7, 8, 9, 14, 20 και 21-Αυγ), στις οποίες θα παρουσιάζονταν τα έργα «Επιφάνια Αβέρωφ» σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, ένας «κύκλος τραγουδιών» σε ποίηση Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη, και ακόμη το “Canto General” ή «Γενικό Τραγούδι» σε ποίηση Πάμπλο Νερούντα.

Επιφάνια Αβέρωφ

Με το ποίημα «Επιφάνια, 1937» του Γιώργου Σεφέρη («Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας  \ ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής ...») ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ασχοληθεί από τον Δεκέμβριο του 1960. Από εκείνη την προσέγγιση προέκυψαν τέσσερα τραγούδια σε ποίηση Γ. Σεφέρη («Στο περιγιάλι το κρυφό», «Κράτησα τη ζωή μου», «Άνθη της πέτρας», «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές»), που ακούστηκαν από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σ’ ένα 4-tracks EP της Columbia υπό τον τίτλο «Επιφάνια». Μερικά χρόνια αργότερα, επί δικτατορίας, ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται στις Φυλακές Αβέρωφ. Εκεί καταπιάνεται μόνο με το ποίημα «Επιφάνια, 1937», το οποίο μελοποιεί ολόκληρο και το οποίο τραγουδά ο ίδιος μέσα στη φυλακή, στις 10 Ιανουαρίου 1968. Έτσι προκύπτει το έργο «Επιφάνια Αβέρωφ». Καταπιάνεται ξανά με το ποίημα, δίνοντάς του μια οριστική μορφή, στη Ζάτουνα πια, στις 26 Μαρτίου 1969. Τον Σεπτέμβριο του 1970 το τραγούδι παρουσιάζει στο Παρίσι με τον Αντώνη Καλογιάννη, την Εθνική Χορωδία της Γαλλίας και τον ηθοποιό Υβ Μοντάν. Το 1972 το «Επιφάνεια Αβέρωφ» δισκογραφείται για πρώτη φορά σ’ ένα άλμπουμ της γαλλικής Polydor (η τέταρτη πλευρά ενός 2LP). Στον Μουσικό Αύγουστο το τραγούδι θα απέδιδαν ο Αντώνης Καλογιάννης, η χορωδία της Έλλης Νικολαΐδη και λαϊκή ορχήστρα με τον Λάκη Καρνέζη στο μπουζούκι.

«Κύκλος Τραγουδιών»: Όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα: «Λίγο πριν την δικτατορία ο Οδυσσέας Ελύτης απέδωσε στα ελληνικά εφτά ποιήματα του Λόρκα, για να γίνουν τραγούδια από τον Μίκη Θεοδωράκη. Η δικτατορία έφτασε τη στιγμή που γίνονταν οι δοκιμές για την ηχογράφηση του έργου, και έτσι ο κύκλος αυτός πρωτοπαρουσιάστηκε στο εξωτερικό ύστερα από τέσσερα χρόνια. Το έργο ολόκληρο παρουσιάζεται οριστικά για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό». Βασικά, τα τραγούδια αυτά έγιναν γνωστά κάτω από τον τίτλο “Romancero Gitano” και ακούστηκαν για πρώτη φορά, σε σκηνή και δισκογραφία, από την Μαρία Φαραντούρη.

Στον Μουσικό Αύγουστο 1977 ακούστηκαν από τις Σοφία Μιχαηλίδη και Μαργαρίτα Ζορμπαλά, ενώ αγαπήθηκαν και στην εκτέλεση της Αρλέτας, τον επόμενο χρόνο (1978) στο άλμπουμ “Romancero Gitano”

“Canto General”

Το “Canto General”, έργο στηριγμένο στην ποίηση του Πάμπλο Νερούντα, έχουμε ξαναγράψει _ε πί του προκειμένου να πούμε πως το έργο, στην τελική μορφή του, με χορωδία και μικρό συμφωνικό σύνολο, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, στο φεστιβάλ της εφημερίδας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος “L'Humanité” την 7η Σεπτεμβρίου 1974.  Στον Μουσικό Αύγουστο το “Canto General” ερμήνευσαν οι πρώτοι διδάξαντες Μαρία Φαραντούρη-Πέτρος Πανδής, χορωδία υπό την Έλλη Νικολαΐδου και μικρό συμφωνικό σύνολο αποτελούμενο από κορυφαίους μουσικούς. Ανάμεσά τους η Ντόρα Μπακοπούλου πιάνο, ο Alberto Neuman πιάνο, ο Λάκης Καρνέζης μπουζούκι, οι αδελφοί Νίκος και Γιώργος Λαβράνοι κρουστά κ.ά.

Β΄ κύκλος συναυλιών

Έντεκα συναυλίες (11, 12, 13, 15, 16, 17, 18, 19, 29, 30 και 31-Αυγ), στις οποίες θα παρουσιάζονταν τα έργα «Κατάσταση Πολιορκίας» σε ποίηση Ρένας Χατζιδάκη, «Ήλιος και Χρόνος» σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη και «Πνευματικό Εμβατήριο» σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού.

Στον Μουσικό Αύγουστο το έργο θα παρουσιαζόταν από τους πρώτους διδάξαντες Μαρία Φαραντούρη και Αντώνη Καλογιάννη, όπως και από την Μαρία Δημητριάδη. Θα συμμετείχαν επίσης η Χορωδία Τρικάλων υπό την Τερψιχόρη Παπαστεφάνου και λαϊκή ορχήστρα με τον Λάκη Καρνέζη (μπουζούκι) επικεφαλής.

Τώρα... Ήταν λογικό να υπάρξουν απρόσμενα γεγονότα σε μιαν εκδήλωση, που θα διαρκούσε έναν ολόκληρο μήνα, με αποτέλεσμα τελικά το πρόγραμμα να μην τηρηθεί ευλαβικά. Ένα από αυτά τα γεγονότα αφορούσε στην συναυλία της 29ης Αυγούστου. Εκείνη την ημέρα η Μαρία Δημητριάδη θα τραγουδούσε στον Λυκαβηττό, στην «Κατάσταση Πολιορκίας» του Μίκη, όπως και στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Ο Μίκης καταγγέλλει την μεταξύ τους σύμβαση, για τις εμφανίσεις της Μαρίας στο θέατρο Λυκαβηττού, λόγω της παρουσίας της, την ίδιαν ημέρα, στη συναυλία του Γ. Μαρκόπουλου. Χοντρικά ο Μίκης υποστήριζε πως έμπαινε σε κίνδυνο η εκτέλεση του προγράμματος και δημιουργείτο σύγχυση, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ο ίδιος εκτεθειμένος απέναντι στον ΕΟΤ και στο κοινό. Για την Μαρία Δημητριάδη δεν υπήρχε θέμα, αφού όπως υποστήριζε η ίδια, προλάβαινε να εμφανιστεί και στις δύο συναυλίες, καθώς από τον Λυκαβηττό θα τελείωνε στις 11:30 το βράδυ, ενώ στην κοντινή Λεωφόρο θα εμφανιζόταν στις 12:30. Επίσης, ότι η περίπου ταυτόχρονη παρουσία της σε διαφορετικές συναυλίες ήταν γνωστή από πριν (ουσιαστικά περί όνου “σκιάς”)

Ήλιος και Χρόνος

«Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και το θάνατο... Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο “Ήλιος και ο Χρόνος” έγιναν ο κύκλος της Ζωής και του Θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος κύκλος. Νίκη πικρή, γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και γι’ αυτούς που τον μισούν και τον βασανίζουν». Τα 32 ποιήματα της σειράς «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» γράφτηκαν από τον Μ. Θεοδωράκη στην Αθήνα, στην Γενική Ασφάλεια, και δεκαπέντε από αυτά έγιναν τραγούδια, εκεί στην Μπουμπουλίνας, στην απομόνωση, στο διάστημα Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1967. Η πρώτη εκτέλεση μπροστά σε κοινό συνέβη στο Παρίσι το 1970, ενώ η πρώτη εκτέλεση σε δίσκο έγινε από τους Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη, Georges Wilson (αφήγηση), Αντώνη Καλογιάννη και Πέτρο Πανδή.

Στον Μουσικό Αύγουστο το έργο παρουσιάστηκε από τους Πέτρο Πανδή, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Σοφία Μιχαηλίδη, Νικόλα Μητσοβολέα, την Χορωδία Τρικάλων της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, μια λαϊκή ορχήστρα με τον Λάκη Καρνέζη επικεφαλής, τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη να απαγγέλλει και τον γιο του Γιώργο Θεοδωράκη να διευθύνει.

Πνευματικό Εμβατήριο

«Η γη μας γέμισε νεκρούς, τόσο που μόνο οι νεκροί πια μάς απομένουν να κρατήσουν το μετερίζι της ζωής. Κι εγώ δεν έχω άλλην Ελλάδα από τον Σικελιανό και τον Κάλβο. Μιλάει ο Σεφέρης. Ακολουθεί η Συνοδινού. Να ’ναι τάχα γλυκοχάραμα; “Ομπρός οι δημιουργοί”. Ακούω την χάλκινη φωνή του Άγγελου Σικελιανού. Τον βλέπω, γιγάντιο άγγελο να περνά και να ξαναπερνά. Τον βλέπω να περπατά μες στους πολύβουους δρόμους “Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα”. Ο στίχος του Σικελιανού με τυλίγει σ’ ανεμοστρόβιλο». [από το πρόγραμμα «Μίκης Θεοδωράκης  \ Μουσικός Αύγουστος 1977]

Ο Μίκης Θεοδωράκης συνθέτει το «Πνευματικό Εμβατήριο», σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού, στην Ζάτουνα της Αρκαδίας, στο διάστημα Φεβρουάριος-Μάρτιος 1969, με το έργο να παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο Albert Hall του Λονδίνου, στις 28 Ιουνίου 1970, από τους Γιάννη Θεοχάρη, Μαρία Φαραντούρη και Αντώνη Καλογιάννη, τις χορωδίες New Opera Chorus - Gwalia Male Choir και την ενορχήστρωση του Χρήστου Πίττα, υπό την διεύθυνση του συνθέτη. Αυτή η παρουσίαση έγινε και δίσκος, στην γαλλική Polydor, το 1970.

Στον Μουσικό Αύγουστο το «Πνευματικό Εμβατήριο» παρουσιάστηκε από τους Μαρία Φαραντούρη, Αντώνη Καλογιάννη, Γιάννη Θωμόπουλο, Μαρία Δημητριάδη, την Χορωδία Τρικάλων της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου και την λαϊκή ορχήστρα με τον Λάκη Καρνέζη επικεφαλής.

Γ΄ κύκλος συναυλιών

Τέσσερις συναυλίες (22-23-24 και 25-Αυγ), στις οποίες θα παρουσιάζονταν τα έργα «Λιποτάκτες», «Ένας Όμηρος» από το θεατρικό έργο του Brendan Behan και με απόδοση στα ελληνικά από τον Βασίλη Ρώτα Μίκης – «Ένας όμηρος»: Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά λοχαγούς και βασιλιάδες και τέλος «Τα Λυρικά» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη.

Λιποτάκτες

Οι «Λιποτάκτες» ήταν η δεύτερη συνεργασία Μίκη Θεοδωράκη – Μανώλη Χιώτη, μετά τον «Επιτάφιο». Στην ηχογράφηση, που πήρε μέρος και ο Δημήτρης Φάμπας στην κιθάρα, τραγουδούσε και διηύθυνε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης, και κάπως έτσι τυπώνεται ένα EP με τέσσερα τραγούδια στην Columbia, που θα κυκλοφορούσε προς τα τέλη του 1960 ή στις αρχές του ’61. Τα τραγούδια ήταν τα: «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας» και «Χάθηκα».
Διαβάζουμε στο πρόγραμμα: «Το “Χάθηκα” τελευταίο τραγούδι από τους “Λιποτάκτες” είναι ουσιαστικά το πρώτο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Γράφτηκε πάνω σε στίχους του αδερφού του, όταν υπηρετούσε φαντάρος στα Χανιά της Κρήτης, στα 1951. Αργότερα, στα 1959 στο Παρίσι τελειοποίησε άλλα τρία τραγούδια από την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Γιάννη Θεοδωράκη κι έτσι γεννήθηκε ο κύκλος τραγουδιών “Λιποτάκτες”, που τραγούδησε σε δίσκο ο ίδιος ο συνθέτης, συνοδευόμενος από τον Μανώλη Χιώτη». Στον Μουσικό Αύγουστο οι «Λιποτάκτες» τραγουδήθηκαν εκ νέου από τον Μίκη Θεοδωράκη, με τους Λάκη Καρνέζη μπουζούκι, Κυριάκο Κρητικό κιθάρα και Βασίλη Παπαδόπουλο πιάνο να τον συνοδεύουν.

Ένας Όμηρος

Στον Μουσικό Αύγουστο τα τραγούδια αποδόθηκαν από τους Πέτρο Πανδή και Αφροδίτη Μάνου, με τους Λάκη Καρνέζη, Κυριάκο Κρητικό και Βασίλη Παπαδόπουλο να συνοδεύουν σε μπουζούκι, κιθάρα και πιάνο αντιστοίχως.

Τα Λυρικά

Διαβάζουμε στο πρόγραμμα του Μουσικού Αυγούστου: «Όπως έγινε με τη “Μάνα μου και Παναγιά” και τη “Δραπετσώνα”, όπου ο ποιητής έγραψε τους στίχους του επάνω στη μουσική του συνθέτη, έτσι και με τα “Λυρικά” ο Τάσος Λειβαδίτης έγραψε τα ποιητικά κείμενα, αφού προηγούμενα ο Μίκης Θεοδωράκης είχε συνθέσει το μελωδικό υλικό. Και οι δυο μαζί αποφάσισαν να αφιερώσουν το έργο αυτό στη γενιά τους, στη γενιά της Εθνικής Αντίστασης. “Τα Λυρικά” είναι ο τελευταίος κύκλος τραγουδιών του Θεοδωράκη και παρουσιάζεται για πρώτη φορά μέσα στα πλαίσια συναυλίας». «Τα Λυρικά» εκδόθηκαν για πρώτη φορά στην Γαλλία το 1977, σε μιαν έκδοση της Galata  \ Le Chant Du Monde και στην Ελλάδα την επόμενη χρονιά (1978) από την MINOS. Η ηχογράφηση ήταν η «ζωντανή» του Μουσικού Αυγούστου και σ’ εκείνη τραγουδούσαν οι Μίκης Θεοδωράκης (βασικός ερμηνευτής), Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Πέτρος Πανδής και Σοφία Μιχαηλίδου – αν και στο πρόγραμμα είχε ανακοινωθεί πως το έργο θα αποδιδόταν από τους Μίκη Θεοδωράκη τραγούδι και Μάνο Χατζιδάκι πιάνο! Τι είχε συμβεί;
Δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο, αλλά εκείνη την εποχή ο Μάνος Χατζιδάκις, ως διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ), είχε βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα, καθώς τον είχε καταγγείλει ο Πανελλήνιος Μουσικός Σύλλογος, για διάσπαση της αγωνιστικής ενότητας των μουσικών της ΚΟΑ, στις απεργιακές κινητοποιήσεις τους, που είχαν ως βασικό αίτημα την μονιμοποίηση των εκτάκτων και των επί συμβάσει συναδέλφων τους. Μάλιστα εξ αιτίας της απεργίας των μουσικών θα ματαιώνονταν και κάποιες από τις συναυλίες του Δ Κύκλου, όπως θα δούμε στην συνέχεια.

Δ΄ κύκλος συναυλιών

Επτά συναυλίες στις ημερομηνίες 28 Αυγούστους και 1, 2, 3, 4, 5 και 6 Σεπτεμβρίου, στις οποίες θα παρουσιάζονταν τα έργα «Μαργαρίτα» σε ποίηση Νικηφόρου Βρεττάκου και «Το Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη.

Διαβάζουμε στο πρόγραμμα: «Η καντάτα “Μαργαρίτα”, για συμφωνική ορχήστρα, μικτή χορωδία και απαγγελία, βασισμένη στο ομώνυμο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, γράφτηκε στα 1946, όταν ο συνθέτης φοιτούσε ακόμη στο Ωδείο Αθηνών. Το έργο αυτό δίνεται σε πρώτη εκτέλεση ύστερα από 31 χρόνια».  Στον Μουσικό Αύγουστο, στην ζωντανή πρώτη εκτέλεση της «Μαργαρίτας» πήραν μέρος ο ηθοποιός, συγγραφέας κ.λπ. Νότης Περγιάλης στην απαγγελία, χορωδία υπό την διεύθυνση της Έλλης Νικολαΐδη και συμφωνική ορχήστρα 47 μελών, με κορυφαίο τον βιολιστή Τάτση Αποστολίδη.

Το Άξιον Εστί

Σταθμός στην συνθετική διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη, γραμμένο για βαρύτονο, λαϊκό τραγουδιστή, αφηγητή, μικτή χορωδία, σαντούρι, λαϊκή και κλασική ορχήστρα, «Το Άξιον Εστί» –κατανοητό αυτό– ήταν το πλέον αναμενόμενο έργο τού Μουσικού Αυγούστου. Γι’ αυτό το έργο θα ανέβαιναν στον λόφο μερικοί από τους πρώτους διδάξαντες (εξάλλου από το 1964 είχαν περάσει 13 χρόνια, όχι και τόσο πολλά δλδ), όπως ο λαϊκός τραγουδιστής Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο αφηγητής Μάνος Κατράκης, ο χειριστής του σαντουριού Τάσος Διακογιώργης και οι Λάκης Καρνέζης και Κώστας Παπαδόπουλος στα μπουζούκια. Θα συμμετείχαν επίσης ο βαρύτονος Ανδρέας Κουλουμπής, χορωδία υπό την διεύθυνση της Έλλης Νικολαΐδη, η παιδική χορωδία του μουσικού καλλιτεχνικού συλλόγου «Η Εφτάχρονη Λύρα» υπό τον Δημήτρη Κανάρη και βεβαίως συμφωνική ορχήστρα, με κορυφαίο τον βιολιστή Τάτση Αποστολίδη.

Όπως είχε γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης, σχετικώς, στο στρατόπεδο του Ωρωπού, το 1970: «Το “Άξιον Εστί” του Ελύτη αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ακόμα πιο πολύ ο βαθύτατος ελλαδισμός του το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωσή του, τόσο σαν μιας συγκεκριμένης ιστορικής αξίας, όσο και μιας ηθικής στάσης και παρουσίας. Φυσικά, τόσο οι διαστάσεις του ποιητικού κειμένου, όσο και η φόρμα του γενικά, οδηγούσαν αυτονόητα στην αναζήτηση μιας καινούριας μουσικής μορφής. Το έργο διατρέχει ολόκληρη την ιστορική περίοδο του ελληνικού έθνους. Από την γένεση “αυτού του κόσμου, του μικρού, του μέγα” ως την προφητική ενόραση των δεινών, που συσσώρευσε πάνω μας η σημερινή δικτατορία.

Τρία είναι τα βασικά του μέρη: Η Γένεση, Τα Πάθη και το Άξιον Εστί. Αυτά όσο για την επιφανειακή του διάσταση. Όσο για την εσωτερική του διάρθρωση υπάρχουν επίσης τρία διαφορετικά στοιχεία: η αφήγηση, ο “ύμνος” και το χορικό. Για το πρώτο ο ποιητής χρησιμοποιεί τον πεζό λόγο. Για το δεύτερο τον ελεύθερο και για το τρίτο τον μετρικό στίχο. Έτσι στη δική μου δουλειά χρησιμοποίησα αντίστοιχα: τον Αφηγητή, που διαβάζει το κείμενο, τον Ψάλτη για τους “ύμνους” και τον Λαϊκό Τραγουδιστή για τα χορικά. Άλλα τρία επίσης βασικά στοιχεία ολοκληρώνουν τη μουσική δομή τού έργου: η μικτή χορωδία, η ορχήστρα και τα λαϊκά όργανα. Έτσι ήρθαν φυσιολογικά να προστεθούν πλάι στη λαϊκή ορχήστρα (όπως τη χρησιμοποίησα στις Λαϊκές Συναυλίες, δηλαδή δύο μπουζούκια, κιθάρα, πιάνο, κοντραμπάσο, κρουστά), άλλα δύο μουσικά σύνολα, ένα φωνητικό και ένα οργανικό, που όμως θα έπρεπε να προσαρμοστούν στο καινούριο μουσικό κλίμα, ώστε να μην έχουμε μιαν απλή συρραφή ετερογενών στοιχείων.

04 Φεβρουαρίου 2024

Get the Picture _άρπα το στον αέρα: “τέχνη” και “ξύλινη γλώσσα” της στρατευμένης ΤΕΧΝΗΣ

Η Bianca Bosker είναι Αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το βιβλίο της για τους σνομπ του κρασιού Cork Dork (φελλός ολκής), έγινε μπεστ σέλερ των New York Times, ενώ εμφανίζεται με μόνιμες στήλες σε The Wall Street Journal, Fast Company, The Atlantic, Food & Wine, The New York Times, Far Eastern Economic Review, The New Yorker, The Wall Street Journal, The Oregonian κλπ

Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, και συνιδρυτής του τμήματος Τεχνολογίας Huffington Post., The New York Times, και The Best American Travel Writing και έχει αναγνωριστεί με βραβεία από το New York Press Club, το Society of Professional Journalists και άλλα.

Από την στρατευμένη τέχνη
στην “τέχνη” _Get the Picture

Το νέο πόνημα της Bianca Bosker _κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στην Αμερική έχει τίτλο “Get the Picture”, που σημαίνει _σε τρίτο πρόσωπο προστακτικής “το ΄πιασα!”, “αντιλαμβάνομαι περί τίνος πρόκειται”...“συλλαμβάνω”, “το κατάλαβα”!

Έγραψαν:

·        «Το Get the Picture είναι ένα από τα πιο αστεία βιβλία που έχω διαβάσει. . . Λαμπρό." — The Washington Post

·        «Μια συναρπαστική και συχνά ξεκαρδιστική έρευνα στον κόσμο της τέχνης. . . . Η Bosker πηγαίνει με 300 Tom Wolfe» — TIME

·        «Αστείο, έξυπνο και υπέροχα γραμμένο, το Get the Picture θα αλλάξει για πάντα τον τρόπο που βλέπετε. . . . Μου άρεσε κάθε λέξη» —Suleika Jaouad, συγγραφέας μπεστ σέλερ των New York Times

Η συγγραφέας του Cork Dork _ μπεστ σέλερ των New York Times οδηγεί τους αναγνώστες σε ένα άλλο συναρπαστικό, ξεκαρδιστικό και αποκαλυπτικό ταξίδι —αυτή τη φορά τρυπώνοντας βαθιά μέσα στον μυστικό κόσμο της τέχνης και των καλλιτεχνών

Μια βραβευμένη δημοσιογράφος με εμμονή στην εμμονή, η ύπαρξη της Bianca Bosker αναστατώθηκε _λέει, όταν περιπλανήθηκε στον κόσμο της τέχνης - και δεν μπορούσε να κοιτάξει μακριά. Περιτριγυρισμένη από καλλιτέχνες που σφυρίζουν αδιάφορα γύρω από τα αγαπημένα τους ακατανόητα χρώματα και τους λάτρεις της τέχνης που γεμίζουν τις τσέπες τους με ακατανόητα κομμάτια μετάλλου που διατείνονται ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, η Bosker προσηλώθηκε στο να καταλάβει γιατί η τέχνη έχει σημασία και πώς αυτή —ή οποιοσδήποτε από εμάς— θα μπορούσε να ασχοληθεί με αυτήν πιο βαθιά.

Στρατευμένη Τέχνη __
Τέχνη είναι οι αγώνες των λαών

τέχνη μπορεί να είναι στρατευμένη;". Αυτό το ερώτημα τίθεται κυρίως όταν η ανθρωπότητα περνάει μια κρίση, όταν ένας λαός βρίσκεται σε ανάγκη. Με θέμα τη στρατευμένη τέχνη έχουν γίνει αμέτρητες συζητήσεις και έχουν δοθεί πολλές απαντήσεις, όμως η ζωή και η ιστορία δίνουν τη σωστότερη απάντηση. Η ζωή γιατί μας δημιουργεί, γιατί μέσα σ' αυτήν υπάρχουμε και δημιουργούμε και η ιστορία (όταν γράφεται από σωστούς ανθρώπους), γιατί καταγράφει. Μεγάλοι δημιουργοί έχουν να παρουσιάσουν αριστουργήματα, που μπορούμε να τα κατατάξουμε στην κατηγορία των έργων της στρατευμένης τέχνης.

Η στρατευμένη τέχνη δε συνθηματολογεί, δεν είναι φερέφωνο πολιτικών δογμάτων, δημιουργεί έργο το οποίο υποστηρίζει τον άνθρωπο, τη φύση, το ήθος. Η τέχνη, λοιπόν, που υπηρετεί αυτά τα ιδανικά, είναι μαχητική και συναγωνίστρια (με το δικό της τρόπο, φυσικά), υποστηρίζει (με την ανώτατη γλώσσα της που πολλές φορές μπορεί να είναι και απλή) τους ανθρώπους, τη φύση, το ήθος. Η τέχνη, λοιπόν, μπορεί, ιδιαίτερα σε καιρούς δύσκολους, απειλητικούς, δολοφονικούς να είναι ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ _Τότε μπορούμε να την πούμε και ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΗ.

                  Ο Γιάννης Ρίτσος και η στράτευση

Το Ρίτσο πρέπει διαρκώς να τον τιμούμε (και τον τιμούμε) και πάνω απ' όλα να τον μελετούμε. Οχι απλά από χρέος προς έναν κορυφαίο ποιητή που από το 1934 και ως το τέλος του υπήρξε αφοσιωμένο μέλος του ΚΚΕ, αλλά προπαντός από ανάγκη. Την ανάγκη να βαθύνει η σκέψη μας και να οξυνθεί η ευαισθησία μας έτσι που μαζί με το ιδεολογικό - πολιτικό κριτήριο να διαμορφώνουμε και το εξίσου απαραίτητο για την ταξική συνείδησή μας αισθητικό. Ένα κριτήριο που θα μας επιτρέπει από τη μια να αναγνωρίζουμε την ασκήμια σε οποιαδήποτε μορφή της - κοινωνική, ηθική, ψυχική, πνευματική κ.λπ. - αλλά και από την άλλη να μην αντέχουμε να υποκύψουμε σ' αυτήν, να μη λυγίζουμε τα γόνατα μπροστά της σε όλες τις συνθήκες, ακόμη και στις δυσκολότερες.

Ο Ρίτσος κατάφερε μέσα από την τέχνη του αυτό που λέει στην ποιητική σύνθεσή του με τον αλληγορικό τίτλο "Φρυκτωρία", γραμμένη μεταξύ του 1977 και '78 (σσ. οι φρυκτωρίες - για όσους δεν το γνωρίζουν - ήταν ένα σύστημα με πυρσούς που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για να εκπέμπουν μηνύματα μες στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας).
Γράφει λοιπόν ο Ρίτσος στη "Φρυκτωρία": Στο γύρισμα του χρόνου θα με βρίσκετε σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής σας. Έχω γεμίσει μ' έπιπλα, με φώτα και με πίνακες τα σπίτια σας, και το κεφάλι σας μ' αινίγματα και ιδέες. Όποιο χαλίκι αν ανεβάστε απ' το βυθό θα σας πει μια δική μου και δική σας ιστορία. Και το μερμήγκι τ' ανέβασα στο μύθο μ' ένα στέμμα κουκκί καλαμπόκι.
Και δίδαξα στο τζιτζίκι ένα τραγούδι πέρα απ' το ξερό πετσί του. Γυμνός, στις χειρότερες νύχτες, τοιχοκολλούσα μεγάλα προγράμματα του φιλμ Ο ΛΑΟΣ σ' όλο το μέλλον, κι όπου περίσσευαν οι δυσκολίες ψιθύριζα _σύντροφε και προχωρούσα, κι έλεγα πάλι σύντροφε - για να θυμίζω στον καθένα τον κόσμο Και πήρα μπράτσο το μεγαλύτερο όνειρο, μ' ένα στίχο πάντα στα χείλη, κι είταν μαζί και τα παιδιά μας με τα κόκκινα πουλόβερ
.

Ένα πλήθος άλλων ποιημάτων του, που γράφτηκαν μετά την ήττα του εργατικού - λαϊκού κινήματος στη χώρα μας και τις εξελίξεις που δρομολόγησε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, είναι χαμηλόφωνα, στοχαστικά, εξομολογητικά, σαν αναγκαία προσαρμογή του ρεαλιστή Ρίτσου στις τότε πρωτοφανέρωτες συνθήκες κλονισμού της βεβαιότητας ότι ο σοσιαλισμός προχωρά ακάθεκτα μπροστά. Σ' αυτή την κατηγορία ποιημάτων ανήκει και "Η Σονάτα του Σεληνόφωτος", που γράφτηκε τον Ιούνη του 1956.
"Σονάτα του Σεληνόφωτος"; Είναι στρατευμένη ποίηση, όπως, για παράδειγμα, οι "Γειτονιές του Κόσμου", το "Καπνισμένο Τσουκάλι", η "Καντάτα για τη Μακρόνησο" ή ελεύθερη, απαλλαγμένη από πολιτικοϊδεολογικές δεσμεύσεις ποίηση, όπως υποστηρίζει η αστική και οπορτουνιστική κριτική; Αστεία πράγματα, θα σκεφτεί κάθε λογικός άνθρωπος. Είναι δυνατόν ένας ποιητής που με λόγο και πράξη έμεινε σε όλη του τη ζωή σταθερός στα κομμουνιστικά ιδανικά, να απομονώνει ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής δημιουργίας του από την κοσμοθεωρία του;

Κι όμως αυτή η παραμορφωτική ερμηνεία του Ρίτσου, τον συνοδεύει ως τις μέρες μας, γεγονός που καθόλου δεν μας εκπλήσσει. Ο Ρίτσος είναι πολύ μεγάλος για να αποσιωπηθεί από την άρχουσα τάξη, άρα η μόνη λύση είναι να αποπολιτικοποιηθεί, να "αποστρατευτεί". Ένας σημαντικός αριθμός λοιπόν μελετητών του Ρίτσου τον παρουσιάζει ούτε λίγο - ούτε πολύ σα διχασμένη και διαρκώς ταλαντευόμενη προσωπικότητα. Από δω ο ποιητής Ρίτσος, ωραίος, σπουδαίος, μεγάλος, γιατί ασχολείται με τα θέματα του αιώνιου ανθρώπου, τα υπαρξιακά, όπως η φθορά, ο θάνατος, ο έρωτας, υπακούοντας στα εσωτερικά του και μόνον οράματα, κι από κει ο απλοϊκός, μονοδιάστατος, παρωχημένος κομματικός Ρίτσος της κοινωνικοπολιτικής στιχουργίας, που - παρά την ποιητική της κάλυψη - δεν είναι ποίηση, είναι δήθεν ποίηση, σύμφωνα με όσα διδάσκει και ο θεμελιωτής της αστικής αισθητικής, Μπενεντέτο Κρότσε.

Απέναντι από τους “στρατευμένους της αποστράτευσης”

Σύμφωνα με την αστική αισθητική η αληθινή, καθαρή τέχνη, είναι η τέχνη που εκφράζει τις αιώνιες κι αμετάβλητες αλήθειες και υπάρχει μόνο στον κόσμο των αυθόρμητων ιδεών, στη φαντασία, στην ενόραση, στην εσωτερική παρόρμηση του καλλιτέχνη, δεν έχει καμιά σχέση με τον εξωτερικό κόσμο. Αν αναζητήσει κανείς βαθύτερα τη φιλοσοφική αφετηρία αυτών των θέσεων θα φτάσει στο μεταφυσικό ιδεαλισμό. Στην άρνηση ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητα από τα αισθήματα και τη συνείδηση του ανθρώπου - που το μόνο αιώνιο σ' αυτήν είναι η κίνησή της, η διαρκής αλλαγή της - μια πραγματικότητα που επενεργεί πάνω στα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου προκαλώντας τα αντίστοιχα αισθήματα, επομένως και στην άρνηση ότι η τέχνη αποτελεί μια μορφή ιδιαίτερης, υποκειμενικής αντανάκλασης αυτής της πραγματικότητας στη συνείδηση του καλλιτέχνη. Με πιο απλά λόγια, δεν είναι οι ιδέες που δημιουργούν την πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα είναι η πηγή των ιδεών. Αν εξετάσει κανείς, για παράδειγμα, την ιστορία της τέχνης θα διαπιστώσει ότι οι μεγάλες αλλαγές στα ρεύματα και τις τάσεις της συντελούνται σε περιόδους ιστορικών κοινωνικοοικονομικών αλλαγών. Η Αναγέννηση εμφανίζεται με το ξεκίνημα της περιόδου μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, ο μοντερνισμός συνόδευε την είσοδο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο κ.ο.κ. Επομένως, ούτε αιώνια τέχνη, ούτε αιώνιες και αμετάβλητες αλήθειες υπάρχουν, αντίθετα οι αντιλήψεις μας, π.χ., για τον έρωτα, το θάνατο, τη μοναξιά, την ομορφιά είναι συνάρτηση ιστορικών και κοινωνικών παραμέτρων. Όμως, αυτό το θέμα είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης.

Αποστομωτική απάντηση στην αντίληψη ότι η τέχνη είναι προορισμένη να πραγματεύεται τα "αιώνια" και "αμετάβλητα", αναβλύζοντας αποκλειστικά από τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη είχε δώσει ο Μπρεχτ που έγραφε ότι αν ο καλλιτέχνης ψάξει καλά την πηγή των "αιωνόβιων ορμών" του θα διαπιστώσει ότι πολλές απ' αυτές του της δίδαξε ο δάσκαλος με το ξύλο και πως από τον εσωτερικό του κόσμο δε βγαίνει η φωνή των προσωπικών οραμάτων του, "η φωνή του θεού του, αλλά η φωνή κάποιων εκμεταλλευτών". "Ο καλλιτέχνης τις περισσότερες φορές δημιουργεί ασυνείδητα μόνο πλάνες και ψευτιές. Αντλεί δηλαδή ασυνείδητα ό,τι του έχουν βάλει μέσα του εντελώς συνειδητά" η κυρίαρχη τάξη και ιδεολογία.

Μ' όλα αυτά θέλουμε να καταλήξουμε ότι δεν υπάρχει ανόθευτη, μη στρατευμένη τέχνη. Δε θα υποστηρίξουμε, βέβαια, ότι όλοι οι δημιουργοί είναι με επίγνωση παραταγμένοι στο πλευρό κάποιας από τις δύο ανταγωνιστικές τάξεις του κοινωνικού μας συστήματος. Ένα μεγάλο μέρος τους δεν ξεκινά από κάποια πολιτική ή ιδεολογική προαίρεση. Όμως, οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, τα αισθήματά τους, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές τους, οι επιρροές που δέχονται αδιάκοπα από το γύρω κόσμο και η ταξική τους θέση εισάγουν αντικειμενικά την ταξικότητα στην τέχνη τους.

Ακόμη και οι δημιουργοί που αποκλείουν από το έργο τους τα κοινωνικο-πολιτικά θέματα και φτιάχνουν "ωραία, ανώφελα πουλιά" για τις "σκάλες των αιώνων", όπως έγραφε ο Ρίτσος, παίρνουν στην πραγματικότητα θέση. Θελημένα ή αθέλητα εκφράζουν σκοπιμότητα. Πάνω σ' αυτό το θέμα ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στον "Ριζοσπάστη": "Η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία. Οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη στην ουσία κάνουν πολιτική, δηλαδή τείνουν να αποφύγουν μια πολιτική θέση και να συμβουλέψουν και τους άλλους να αδρανήσουν". Με άλλα λόγια οι αστράτευτοι, ακόμη και όταν δεν το θέλουν είναι στρατευμένοι στην κυρίαρχη τάξη. Οπως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα απολίτικος άνθρωπος - εκείνος που ισχυρίζεται πως δεν ασχολείται με την πολιτική για να μην "καπελωθεί", είναι αυτός που φορά και το μεγαλύτερο "καπέλο" - έτσι δεν υπάρχει κι αστράτευτη τέχνη.

Ας πάμε τώρα και σε μια άλλη σύνθεση από τη συλλογή "Τέταρτη Διάσταση", το ποίημα "Η Ελένη", που κατά καιρούς επισείεται ως ατράνταχτη απόδειξη αποστράτευσης του Ρίτσου. Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο της γερασμένης πια ωραίας Ελένης λίγο πριν το θάνατό της. Μόνο που το ποίημα δεν αναφέρεται απλά στη φυσική φθορά, αλλά μαζί και προπαντός στη φθορά του οράματος της κοινωνικής απελευθέρωσης. Και όλο το νόημά του βρίσκεται στη φράση της Ελένης: "Ισως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ιστορία". Η "θέση" δηλαδή του Ρίτσου δεν είναι η ματαιότητα του κοινωνικού αγώνα και η μεταστροφή στα αιώνια, υπαρξιακά προβλήματα, αλλά η επιστροφή μετά από βαθιά και ορισμένες φορές βασανιστική περισυλλογή στην ιστορική πραγματικότητα και τις ανάγκες της. Μια επιστροφή όμως που μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε πιο ώριμα και πιο δυνατά, με βαθύτερη γνώση και συνείδηση - χωρίς επιπόλαιες συναισθηματικές εξάρσεις - τις ήττες, τις απώλειες, τις ιστορικές επιβραδύνσεις, μαζί και τις υπαρξιακές ανησυχίες μας.

Όπως γράφει στα Μελετήματά του: Το ιδεολογικό υπόβαθρο της τέχνης, το κοινωνικό και ηθικό, αν δεν είναι ο πρώτος λόγος της αξίας της, είναι ωστόσο ο τελικός ή όπως πιο ποιητικά το εκφράζει στην Γκραγκάντα: να ξεχνάς το μόχθο του μεροκάματου \ είναι να ξεχνάς την ιστορία, τη μάνα σου, τους πεθαμένους \ είναι να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιοσύνη, \ τ' άλλα - σιωπές, μεταμφιέσεις, πούπουλα, φτερούγες - κουραφέξαλα.

Όσο όμως κουραφέξαλα, φτερά και πούπουλα, κούφια κι άσκοπη δλδ, κι αν είναι η υποτιθέμενη μη στρατευμένη τέχνη, άλλο τόσο είναι και η τέχνη που βασίζεται σε έτοιμα, προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα. Η τέχνη που καταντά στείρα πολιτικολογία, μπορεί να πετύχει τα αντίθετα αποτελέσματα απ' αυτά που επιδιώκει. Ο Ένγκελς αναφερόμενος χαρακτηριστικά στη λογοτεχνία συχνά τόνιζε ότι όσο πιο κρυμμένες μένουν οι απόψεις του δημιουργού, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης. "Η στράτευση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αντλείται μέσα' απ' την ίδια την κατάσταση κι από τη δράση, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα..." έγραφε.

Γιάννης Ρίτσος, o πιο δικός μας Ξένος:
της Καντάτας της Σονάτας, στα 3 κόκκινα γράμματα...

Με συνείδηση του ταξικού του χρέους και υψηλή κομματικότητα ήταν μάλιστα ανάμεσα στους λίγους που δεν απέρριπτε ούτε την αποκαλούμενη "κατά παραγγελία" τέχνη, αγνοώντας επιδειχτικά τις επιθέσεις των εχθρών και τις συμβουλές των άσπονδων φίλων του να πάψει να θέτει έτσι σε κίνδυνο την ποιητική του οντότητα. Για ποιο λόγο άλλωστε; Μήπως τόσα και τόσα κορυφαία έργα τέχνης δεν έγιναν κατά παραγγελία, όπως η Ακρόπολη των Αθηνών, τα έργα του Φειδία, οι τοιχογραφίες του Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα, το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, η 5η Συμφωνία του Μπετόβεν και χιλιάδες άλλα; Ειδικά όταν παραγγελιοδότης ήταν η εργατική τάξη δημιουργήθηκαν αξεπέραστα ως τις μέρες μας αριστουργήματα, όπως η Γκουέρνικα του Πικάσο, ο Πύργος του Τάτλιν, οι τοιχογραφίες των Μεξικανών ζωγράφων Σικέιρος και Ριβέρα και άλλα πολλά, ανάμεσα στα οποία ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Ρίτσου, όπως το Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί γραμμένο στον Αϊ - Στράτη σαν κάλεσμα προς τους ξένους διανοούμενους και καλλιτέχνες για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους εξόριστους - ένα ποίημα που έγινε η αφορμή για να φουντώσει μια παγκόσμια κατακραυγή κατά των εφιαλτικών στρατοπέδων, και κάτω από το βάρος της να κλείσουν τελικά η Μακρόνησος και ο Αϊ - Στράτης.

Όποιος δεν ακούει το μεγάλο τραγούδι των λαών δεν είναι άνθρωπος, πώς μπορεί τάχα να είναι ποιητής; υποστήριζε ο Ρίτσος στην πρώτη συνέντευξή του στο μεταπολεμικό περιοδικό του Δημήτρη Φωτιάδη "Ελεύθερα Γράμματα". Κλείνουμε με ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη αυτή:
Το ξέρουμε πως είναι εύκολο να φαντάξουμε, δίχως και πολύ κόπο, δίχως θυσία, ήρωες στη μικρή αραχνιασμένη και "λεύτερη" γωνιά του σπιτιού μας, στα μάτια της μάνας μας και των τριών όμοιών μας φίλων, που μας παινεύουν για να παινευτούν κι αυτοί με τη σειρά τους. Μα είναι δύσκολο και ακριβό και μεγάλο, να κρατάς ως την άκρη την ανθρώπινη ευθύνη σου, μέσα στο αδιάψευστο φως, όταν χιλιάδες μάτια σε βλέπουν και χιλιάδες αυτιά σ' ακούν. Εκεί να πάρει κανείς τη θέση του δεν είναι "τιποτένιος ρόλος", δεν είναι "περιορισμός του ατόμου", μα είναι ο καλλίτερος τρόπος να δώσει ό,τι πιότερο έχει το άτομο, να πάρει ό,τι πιότερο μπορεί, ν' αναπτύξει ως το άπειρο τις ικανότητές του, να ξεβουλώσει τα ρουθούνια της ψυχής του, ν' ανοίξει τους πόρους του πνεύματός του. Εδώ η μεγάλη άμιλλα, η μεγάλη δοκιμασία, το μεγάλο έργο. Εδώ χρειάζουνται γερά κότσια κι όποιος τα 'χει χιλιάδες κόσμος θα τον στεφανώσει.

Με πληροφορίες από την ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ
και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού, σε εκδήλωση για τον Γιάννη Ρίτσο _8.11.2013
και της  έκδοσης _ “Σύγχρονη Εποχή”, με τα υλικά του
Επιστημονικού Συνεδρίου του ΚΚΕ για τον Γιάννη Ρίτσο που έγινε το Νοέμβρη του 2009

Bosker: SIS _MI6 - FBI

Εισέρχεται σαν μυστικός πράκτωρ 007 _σε αμερικάνικη έκδοση σε κομψές γκαλερί του Chelsea και σε VIP δωμάτια με πολλά ναρκωτικά στην Art Basel του Μαϊάμι, για να κατανοήσει το λόγο που η σύγχρονη τέχνη προσελκύει τόσο πολύ χρήμα, κύρος και (σπάνια) ταλέντο.

Στο Get the Picture, η Bosker ρίχνεται στο νευρικό κέντρο της τέχνης και στους ανθρώπους που ζουν για αυτήν και από αυτήν: γκαλερίστες, συλλέκτες, επιμελητές και, φυσικά, οι ίδιοι οι καλλιτέχνες - το είδος που εργάζεται σε πολλές δουλειές για να αντέξουν οικονομικά τα στούντιο τους ενώ σκαρφίζεται τα πάντα για να προβάλει την “τέχνη του”. Καθώς απλώνει καμβάδες μέχρι να πρηστούν τα δάχτυλά της, μιλάει για πάρτι της A-list γεμάτα δισεκατομμυριούχους συλλέκτες, βάζει το πρόσωπό της να κάθεται πίσω από έναν σχεδόν γυμνό καλλιτέχνη και αναγκάζει τον εαυτό της να κοιτάζει ένα γλυπτό για ώρες ενώ εργάζεται Ως φύλακας του μουσείου, ανακαλύπτει όχι μόνο τις εσωτερικές λειτουργίες της μηχανής αγιοποίησης της “τέχνης”, εξετάζοντας τα πάντα, από πίνακες σπηλαίων μέχρι Instagram και από την επιστήμη της όρασης μέχρι τη σημασία της ομορφιάς καθώς βάζει στο μικροσκόπιο τον ρόλο της τέχνης στον πολιτισμό, την οικονομία και τις καρδιές μας, το Get the Picture _λέει, είναι μια περιπέτεια που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπετε για πάντα .

·        Μια μια σκοτεινή κωμωδία τρόπων ένα νέο είδος νοοτροπίας κάντρι κλαμπ, όπου η πολιτιστική ελίτ δεν μπορεί πλέον _τσακ μπαμ, να αποκλείει ανθρώπους με βάση τη φυλή, το φύλο ή τη σεξουαλική ταυτότητα …έξυπνοι νέοι τρόποι για να χτίσουν τάφρους γύρω από τα μικρά τους κάστρα. .

·        “Περίεργη αλλά όχι αφελής, κουτσομπόλα αλλά γενναιόδωρη, επικριτική αλλά θαυμαστική, ξεκαρδιστική αλλά όχι επιφανειακή. . . Αυτό το βιβλίο είναι απόλαυση”. — γράφει ο Benjamin Moser, βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας των Sontag και The Upside-Down World _Meetings with the Dutch Masters

·        “Εξίσου εποικοδομητικό για τους λάτρεις της τέχνης και για τους αρχάριους, το Get the Picture θα σας στείλει σε μια τρομερή ερωτική σχέση με σχήμα, υφή και χρώμα. Μου άρεσε κάθε λέξη” —Suleika Jaouad, συγγραφέας του Between Two Kingdoms

·        “Αυτό το βιβλίο με τρόμαξε. Η προσιτή, ομιλητική παρωδία της Bosker στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης ενυδάτωσε τόσο δυνατά το PTSD μέσα μου ανάμεσα στο μικρό παιδί καλλιτέχνη που ήμουν κάποτε με τον συνειδητά περιορισμένο στοχαστή που έγινα στη σχολή τέχνης που κάποια στιγμή έπρεπε απλώς να το αφήσω κάτω. Νοκ άουτ. Αν αναρωτηθήκατε ποτέ «τι απέγιναν» τα έργα τέχνης—γκαλερί, κριτικοί, συλλέκτες—και, φυσικά, καλλιτέχνες—τότε αυτό το βιβλίο είναι μια πολύ συνοδευτική αρχή. Είναι επίσης πολύ αστείο, για να μην πω τίποτα πολύ ζωντανό. Και, μπερδεμένα, πολύ, πολύ δύσκολο να το βάλεις κάτω”. —Chris Ware, Νεοϋορκέζος καλλιτέχνης/συγγραφέας, του Building Stories και του εκλεκτού Whitney Biennial selectee (2002)

Σαν πράκτορας του FBI

Η συγγραφέας έστρεψε το βλέμμα της προς την τέχνη, προσπαθώντας να βυθιστεί σε έναν κόσμο που δεν ήθελε καμία σχέση μαζί της κερδίζοντας το δικαίωμα να κάνει τατουάζ αυτές τις δύο λέξεις σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος της. Δεν κάθεται και δεν κοσκινίζει το υλικό της τόσο όσο βυθίζεται με το κεφάλι σε αυτό, καταρρίπτοντας κλειστά οικοσυστήματα που δεν θέλουν καμία σχέση μαζί της, και αναδεικνύεται ως μια κορυφαία ειδικός. Το πιο πρόσφατο αντικείμενο της γοητείας - και της απογοήτευσης του New Yorker - είναι το βασίλειο της σύγχρονης τέχνης, μια μικροκοινωνία που κατοικείται από πολύ ωραίους γκαλερίστους, πλούσιους συλλέκτες και αμέτρητους πεινασμένους καλλιτέχνες και λυπημένους λάτρεις που ενεργοποιούν τις εφαρμογές τους Seesaw και προσπαθεί να στριμώξει 15 ανοίγματα γκαλερί σε ένα βράδυ Πέμπτης.

“Ένιωσα σαν πράκτορας του FBI που εμφανίζεται για μια συνέντευξη για δουλειά με τον όχλο”, λέει για τις προσπάθειές της να κερδίσει πηγές από τον κόσμο της τέχνης. Το μήνυμα που άκουγε ήταν: κάνε πίσω! _υπήρχαν ακόμη και απειλές.

Το άγχος τους έχει κάποιο νόημα, αφού ο κόσμος της “τέχνης” εξαρτάται από έναν ιστό μυστικότητας για την προστασία του κοινωνικού και οικονομικού κεφαλαίου ορισμένων εκλεκτών και για τη δικαιολογία των αστρονομικών τιμών. «Αυτοί οι θυρωροί γίνονται πολύ πιο σημαντικοί αν μας πουν ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την τέχνη χωρίς να περάσουμε χρόνια σε εκθέσεις τέχνης, να πάρουμε μεταπτυχιακό, να απομνημονεύσουμε την εγκυκλοπαίδεια των καλλιτεχνών και να φοράμε το σωστό τζιν», λέει η Bosker.

Καθώς μελετούσε τα σήματα Bat-Signals του κόσμου της τέχνης και άρχισε να μαζεύει φίλους και να μαθαίνει να μιλάει τη γλώσσα τους. Όχι ότι ήταν εύκολο. Παρόλο που οι έρευνές της ήταν εντελώς αβλαβείς, λίγοι θα έδιναν άμεσες απαντήσεις. Αντίθετα, η περιέργειά της αντιμετωπίστηκε με επικρίσεις, ακόμη και από εκείνους που συμφώνησαν να περάσουν χρόνο μαζί της. Έκανε πάρα πολλές ερωτήσεις. Τα ρούχα της ήταν πολύ βαρετά. Τα email της ήταν πολύ μεγάλα και την έκαναν να ακούγεται πολύ ασήμαντη. Το πρόσωπό της ήταν εντελώς απελπισμένο.

Στο βιβλίο της, τολμάει να καταρρίψει τους περίεργους κώδικες και τα έθιμα του κόσμου της σύγχρονης τέχνης – γιατί, για παράδειγμα, είναι εντελώς αυθαίρετο να αποκαλούμε κάτι “όμορφο” ή γιατί οι γκαλερίστας πρέπει να λένε ότι “τοποθέτησαν” έναν πίνακα αντί να ανακοινώσουν ότι το "πούλησαν";

“Το Artspeak είναι ένας κωδικός αποκλεισμού όπου κάθε λέξη πρέπει να είναι μεγαλύτερη από όσο θα έπρεπε”, εξηγεί. “Όσες περισσότερες συλλαβές τόσο το καλύτερο. Υπάρχει αυτός ο άσκοπα πολύπλοκος τρόπος να συζητάς τα πάντα, και με μια φωνή που σε κάνει να ακούγεσαι σαν να σου τελειώνουν οι μπαταρίες”.  Αλλά η πρόθεσή της δεν ήταν να κοροϊδέψει μια κοινωνία που ορισμένοι θεωρούν ως μια γροθιά direct στο σαγόνι.

Σε έναν κόσμο όπου ένας πίνακας μπορεί να πουληθεί
για 200 ή 1.200$ μόνο και μόνο για να ανατραπεί δύο χρόνια αργότερα σε μια δημοπρασία για 600.000$

Αυτές τις μέρες, λέει, βρίσκει την τέχνη σε απίθανα μέρη – ας πούμε, στο θέαμα του ατμού που διαφεύγει από τον αεραγωγό του πεζοδρομίου ή έναν στόλο παγωτοφόρων Mr Softee που κάνουν ρελαντί σε μια γωνία του δρόμου. Ο εγκέφαλός μας είναι σαν συμπιεστές σκουπιδιών _ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο περιλαμβάνει τη συμπύκνωση πληροφοριών με βάση την εικόνα που σου προσφέρουν τριβελίζοντας το κεφάλι σου (και το μυαλό σου) _στο χάος του κόσμου γύρω μας.
        Το Get the Picture κυκλοφορεί στις 6 Φεβρουαρίου

Σε μια παράγραφο του βιβλίου, μια πρώην βοηθός στη διάσημη γκαλερί Gagosian περιγράφει πώς _ο εργοδότης της, της είχε δώσει τόσο αυστηρές οδηγίες για τον τρόπο που έπρεπε να απαντά στο τηλέφωνο, που την ανάγκαζε να ηχογραφεί τον εαυτό της κάνοντας πρόβα τον μονολεκτικό χαιρετισμό _“Gagosian”_, και στη συνέχεια να εξασκείται μέχρι να καταφέρει να πετύχει τον σωστό τονισμό: κοφτός με μια υποτονική χροιά κλίση προς τα κάτω, γιατί επ’ ουδενί δεν έπρεπε να ακούγεται χαρούμενη. Σε μια άλλη, η εικαστικός Julie Curtiss πανικοβάλλεται όταν οι πίνακές της αρχίζουν να πωλούνται σε τιμές ρεκόρ στις δημοπρασίες, όχι μόνο επειδή δεν παίρνει μερίδιο από τις πωλήσεις αλλά επειδή ξέρει ότι η απότομη δημοσιότητα μπορεί να σου καταστρέψει την καριέρα.

Εν τω μεταξύ, οι απολαυές είναι τόσο εξωφρενικά χαμηλοί, ειδικά στις χαμηλές θέσεις εργασίας, που μόνο πλουσιόπαιδα μπορούν να αντέξουν οικονομικά, μετατρέποντας έτσι τις γκαλερί σε λέσχες που διαιωνίζουν τα ίδια τους τα προνόμια.  Η γλώσσα, η εξεζητημένη “θεωρητική” αργκό που χρησιμοποιείται σ’ αυτούς τους κύκλους, βοηθά επίσης στον παραμερισμό των παρείσακτων. “Οι σύγχρονοι θιασώτες της τέχνης μιλούν σαν να ήταν παγιδευμένοι μέσα σε λεξικά και πρέπει να μασήσουν τις σελίδες για να βγουν έξω”, γράφει η Μπόσκερ. Όταν είπε σε έναν επιμελητή ότι ένα έργο performance art που μόλις είχε δει της φάνηκε “βαρετό”, εκείνος διαφώνησε, λέγοντάς της ότι “δεν ήταν βαρετό, αλλά διαρκές”.

Δυσμενής απεικόνιση, για τους συλλέκτες: Ένας από αυτούς, σε ένα τυπικά macho παιχνίδι εξουσίας, εμφανίζεται να εισβάλλει σε μια γκαλερί της Tribeca με όλη την οικογένειά του μαζί, μόνο και μόνο για να εξευτελίσει τον γκαλερίστα επειδή είχε κάνει like σε μια ανάρμοστη, κατά τη δική του άποψη, ανάρτηση στο Instagram. Ένας άλλος πάλι –στο Μαϊάμι, φυσικά– παραδέχεται ότι συλλέγει έργα τέχνης μόνο για να εντυπωσιάσει τις γυναίκες.

              Με στοιχεία και από “The Washington Post