Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στρατευμένη Τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στρατευμένη Τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

04 Φεβρουαρίου 2024

Get the Picture _άρπα το στον αέρα: “τέχνη” και “ξύλινη γλώσσα” της στρατευμένης ΤΕΧΝΗΣ

Η Bianca Bosker είναι Αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το βιβλίο της για τους σνομπ του κρασιού Cork Dork (φελλός ολκής), έγινε μπεστ σέλερ των New York Times, ενώ εμφανίζεται με μόνιμες στήλες σε The Wall Street Journal, Fast Company, The Atlantic, Food & Wine, The New York Times, Far Eastern Economic Review, The New Yorker, The Wall Street Journal, The Oregonian κλπ

Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, και συνιδρυτής του τμήματος Τεχνολογίας Huffington Post., The New York Times, και The Best American Travel Writing και έχει αναγνωριστεί με βραβεία από το New York Press Club, το Society of Professional Journalists και άλλα.

Από την στρατευμένη τέχνη
στην “τέχνη” _Get the Picture

Το νέο πόνημα της Bianca Bosker _κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στην Αμερική έχει τίτλο “Get the Picture”, που σημαίνει _σε τρίτο πρόσωπο προστακτικής “το ΄πιασα!”, “αντιλαμβάνομαι περί τίνος πρόκειται”...“συλλαμβάνω”, “το κατάλαβα”!

Έγραψαν:

·        «Το Get the Picture είναι ένα από τα πιο αστεία βιβλία που έχω διαβάσει. . . Λαμπρό." — The Washington Post

·        «Μια συναρπαστική και συχνά ξεκαρδιστική έρευνα στον κόσμο της τέχνης. . . . Η Bosker πηγαίνει με 300 Tom Wolfe» — TIME

·        «Αστείο, έξυπνο και υπέροχα γραμμένο, το Get the Picture θα αλλάξει για πάντα τον τρόπο που βλέπετε. . . . Μου άρεσε κάθε λέξη» —Suleika Jaouad, συγγραφέας μπεστ σέλερ των New York Times

Η συγγραφέας του Cork Dork _ μπεστ σέλερ των New York Times οδηγεί τους αναγνώστες σε ένα άλλο συναρπαστικό, ξεκαρδιστικό και αποκαλυπτικό ταξίδι —αυτή τη φορά τρυπώνοντας βαθιά μέσα στον μυστικό κόσμο της τέχνης και των καλλιτεχνών

Μια βραβευμένη δημοσιογράφος με εμμονή στην εμμονή, η ύπαρξη της Bianca Bosker αναστατώθηκε _λέει, όταν περιπλανήθηκε στον κόσμο της τέχνης - και δεν μπορούσε να κοιτάξει μακριά. Περιτριγυρισμένη από καλλιτέχνες που σφυρίζουν αδιάφορα γύρω από τα αγαπημένα τους ακατανόητα χρώματα και τους λάτρεις της τέχνης που γεμίζουν τις τσέπες τους με ακατανόητα κομμάτια μετάλλου που διατείνονται ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, η Bosker προσηλώθηκε στο να καταλάβει γιατί η τέχνη έχει σημασία και πώς αυτή —ή οποιοσδήποτε από εμάς— θα μπορούσε να ασχοληθεί με αυτήν πιο βαθιά.

Στρατευμένη Τέχνη __
Τέχνη είναι οι αγώνες των λαών

τέχνη μπορεί να είναι στρατευμένη;". Αυτό το ερώτημα τίθεται κυρίως όταν η ανθρωπότητα περνάει μια κρίση, όταν ένας λαός βρίσκεται σε ανάγκη. Με θέμα τη στρατευμένη τέχνη έχουν γίνει αμέτρητες συζητήσεις και έχουν δοθεί πολλές απαντήσεις, όμως η ζωή και η ιστορία δίνουν τη σωστότερη απάντηση. Η ζωή γιατί μας δημιουργεί, γιατί μέσα σ' αυτήν υπάρχουμε και δημιουργούμε και η ιστορία (όταν γράφεται από σωστούς ανθρώπους), γιατί καταγράφει. Μεγάλοι δημιουργοί έχουν να παρουσιάσουν αριστουργήματα, που μπορούμε να τα κατατάξουμε στην κατηγορία των έργων της στρατευμένης τέχνης.

Η στρατευμένη τέχνη δε συνθηματολογεί, δεν είναι φερέφωνο πολιτικών δογμάτων, δημιουργεί έργο το οποίο υποστηρίζει τον άνθρωπο, τη φύση, το ήθος. Η τέχνη, λοιπόν, που υπηρετεί αυτά τα ιδανικά, είναι μαχητική και συναγωνίστρια (με το δικό της τρόπο, φυσικά), υποστηρίζει (με την ανώτατη γλώσσα της που πολλές φορές μπορεί να είναι και απλή) τους ανθρώπους, τη φύση, το ήθος. Η τέχνη, λοιπόν, μπορεί, ιδιαίτερα σε καιρούς δύσκολους, απειλητικούς, δολοφονικούς να είναι ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ _Τότε μπορούμε να την πούμε και ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΗ.

                  Ο Γιάννης Ρίτσος και η στράτευση

Το Ρίτσο πρέπει διαρκώς να τον τιμούμε (και τον τιμούμε) και πάνω απ' όλα να τον μελετούμε. Οχι απλά από χρέος προς έναν κορυφαίο ποιητή που από το 1934 και ως το τέλος του υπήρξε αφοσιωμένο μέλος του ΚΚΕ, αλλά προπαντός από ανάγκη. Την ανάγκη να βαθύνει η σκέψη μας και να οξυνθεί η ευαισθησία μας έτσι που μαζί με το ιδεολογικό - πολιτικό κριτήριο να διαμορφώνουμε και το εξίσου απαραίτητο για την ταξική συνείδησή μας αισθητικό. Ένα κριτήριο που θα μας επιτρέπει από τη μια να αναγνωρίζουμε την ασκήμια σε οποιαδήποτε μορφή της - κοινωνική, ηθική, ψυχική, πνευματική κ.λπ. - αλλά και από την άλλη να μην αντέχουμε να υποκύψουμε σ' αυτήν, να μη λυγίζουμε τα γόνατα μπροστά της σε όλες τις συνθήκες, ακόμη και στις δυσκολότερες.

Ο Ρίτσος κατάφερε μέσα από την τέχνη του αυτό που λέει στην ποιητική σύνθεσή του με τον αλληγορικό τίτλο "Φρυκτωρία", γραμμένη μεταξύ του 1977 και '78 (σσ. οι φρυκτωρίες - για όσους δεν το γνωρίζουν - ήταν ένα σύστημα με πυρσούς που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για να εκπέμπουν μηνύματα μες στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας).
Γράφει λοιπόν ο Ρίτσος στη "Φρυκτωρία": Στο γύρισμα του χρόνου θα με βρίσκετε σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής σας. Έχω γεμίσει μ' έπιπλα, με φώτα και με πίνακες τα σπίτια σας, και το κεφάλι σας μ' αινίγματα και ιδέες. Όποιο χαλίκι αν ανεβάστε απ' το βυθό θα σας πει μια δική μου και δική σας ιστορία. Και το μερμήγκι τ' ανέβασα στο μύθο μ' ένα στέμμα κουκκί καλαμπόκι.
Και δίδαξα στο τζιτζίκι ένα τραγούδι πέρα απ' το ξερό πετσί του. Γυμνός, στις χειρότερες νύχτες, τοιχοκολλούσα μεγάλα προγράμματα του φιλμ Ο ΛΑΟΣ σ' όλο το μέλλον, κι όπου περίσσευαν οι δυσκολίες ψιθύριζα _σύντροφε και προχωρούσα, κι έλεγα πάλι σύντροφε - για να θυμίζω στον καθένα τον κόσμο Και πήρα μπράτσο το μεγαλύτερο όνειρο, μ' ένα στίχο πάντα στα χείλη, κι είταν μαζί και τα παιδιά μας με τα κόκκινα πουλόβερ
.

Ένα πλήθος άλλων ποιημάτων του, που γράφτηκαν μετά την ήττα του εργατικού - λαϊκού κινήματος στη χώρα μας και τις εξελίξεις που δρομολόγησε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, είναι χαμηλόφωνα, στοχαστικά, εξομολογητικά, σαν αναγκαία προσαρμογή του ρεαλιστή Ρίτσου στις τότε πρωτοφανέρωτες συνθήκες κλονισμού της βεβαιότητας ότι ο σοσιαλισμός προχωρά ακάθεκτα μπροστά. Σ' αυτή την κατηγορία ποιημάτων ανήκει και "Η Σονάτα του Σεληνόφωτος", που γράφτηκε τον Ιούνη του 1956.
"Σονάτα του Σεληνόφωτος"; Είναι στρατευμένη ποίηση, όπως, για παράδειγμα, οι "Γειτονιές του Κόσμου", το "Καπνισμένο Τσουκάλι", η "Καντάτα για τη Μακρόνησο" ή ελεύθερη, απαλλαγμένη από πολιτικοϊδεολογικές δεσμεύσεις ποίηση, όπως υποστηρίζει η αστική και οπορτουνιστική κριτική; Αστεία πράγματα, θα σκεφτεί κάθε λογικός άνθρωπος. Είναι δυνατόν ένας ποιητής που με λόγο και πράξη έμεινε σε όλη του τη ζωή σταθερός στα κομμουνιστικά ιδανικά, να απομονώνει ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής δημιουργίας του από την κοσμοθεωρία του;

Κι όμως αυτή η παραμορφωτική ερμηνεία του Ρίτσου, τον συνοδεύει ως τις μέρες μας, γεγονός που καθόλου δεν μας εκπλήσσει. Ο Ρίτσος είναι πολύ μεγάλος για να αποσιωπηθεί από την άρχουσα τάξη, άρα η μόνη λύση είναι να αποπολιτικοποιηθεί, να "αποστρατευτεί". Ένας σημαντικός αριθμός λοιπόν μελετητών του Ρίτσου τον παρουσιάζει ούτε λίγο - ούτε πολύ σα διχασμένη και διαρκώς ταλαντευόμενη προσωπικότητα. Από δω ο ποιητής Ρίτσος, ωραίος, σπουδαίος, μεγάλος, γιατί ασχολείται με τα θέματα του αιώνιου ανθρώπου, τα υπαρξιακά, όπως η φθορά, ο θάνατος, ο έρωτας, υπακούοντας στα εσωτερικά του και μόνον οράματα, κι από κει ο απλοϊκός, μονοδιάστατος, παρωχημένος κομματικός Ρίτσος της κοινωνικοπολιτικής στιχουργίας, που - παρά την ποιητική της κάλυψη - δεν είναι ποίηση, είναι δήθεν ποίηση, σύμφωνα με όσα διδάσκει και ο θεμελιωτής της αστικής αισθητικής, Μπενεντέτο Κρότσε.

Απέναντι από τους “στρατευμένους της αποστράτευσης”

Σύμφωνα με την αστική αισθητική η αληθινή, καθαρή τέχνη, είναι η τέχνη που εκφράζει τις αιώνιες κι αμετάβλητες αλήθειες και υπάρχει μόνο στον κόσμο των αυθόρμητων ιδεών, στη φαντασία, στην ενόραση, στην εσωτερική παρόρμηση του καλλιτέχνη, δεν έχει καμιά σχέση με τον εξωτερικό κόσμο. Αν αναζητήσει κανείς βαθύτερα τη φιλοσοφική αφετηρία αυτών των θέσεων θα φτάσει στο μεταφυσικό ιδεαλισμό. Στην άρνηση ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητα από τα αισθήματα και τη συνείδηση του ανθρώπου - που το μόνο αιώνιο σ' αυτήν είναι η κίνησή της, η διαρκής αλλαγή της - μια πραγματικότητα που επενεργεί πάνω στα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου προκαλώντας τα αντίστοιχα αισθήματα, επομένως και στην άρνηση ότι η τέχνη αποτελεί μια μορφή ιδιαίτερης, υποκειμενικής αντανάκλασης αυτής της πραγματικότητας στη συνείδηση του καλλιτέχνη. Με πιο απλά λόγια, δεν είναι οι ιδέες που δημιουργούν την πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα είναι η πηγή των ιδεών. Αν εξετάσει κανείς, για παράδειγμα, την ιστορία της τέχνης θα διαπιστώσει ότι οι μεγάλες αλλαγές στα ρεύματα και τις τάσεις της συντελούνται σε περιόδους ιστορικών κοινωνικοοικονομικών αλλαγών. Η Αναγέννηση εμφανίζεται με το ξεκίνημα της περιόδου μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, ο μοντερνισμός συνόδευε την είσοδο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο κ.ο.κ. Επομένως, ούτε αιώνια τέχνη, ούτε αιώνιες και αμετάβλητες αλήθειες υπάρχουν, αντίθετα οι αντιλήψεις μας, π.χ., για τον έρωτα, το θάνατο, τη μοναξιά, την ομορφιά είναι συνάρτηση ιστορικών και κοινωνικών παραμέτρων. Όμως, αυτό το θέμα είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης.

Αποστομωτική απάντηση στην αντίληψη ότι η τέχνη είναι προορισμένη να πραγματεύεται τα "αιώνια" και "αμετάβλητα", αναβλύζοντας αποκλειστικά από τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη είχε δώσει ο Μπρεχτ που έγραφε ότι αν ο καλλιτέχνης ψάξει καλά την πηγή των "αιωνόβιων ορμών" του θα διαπιστώσει ότι πολλές απ' αυτές του της δίδαξε ο δάσκαλος με το ξύλο και πως από τον εσωτερικό του κόσμο δε βγαίνει η φωνή των προσωπικών οραμάτων του, "η φωνή του θεού του, αλλά η φωνή κάποιων εκμεταλλευτών". "Ο καλλιτέχνης τις περισσότερες φορές δημιουργεί ασυνείδητα μόνο πλάνες και ψευτιές. Αντλεί δηλαδή ασυνείδητα ό,τι του έχουν βάλει μέσα του εντελώς συνειδητά" η κυρίαρχη τάξη και ιδεολογία.

Μ' όλα αυτά θέλουμε να καταλήξουμε ότι δεν υπάρχει ανόθευτη, μη στρατευμένη τέχνη. Δε θα υποστηρίξουμε, βέβαια, ότι όλοι οι δημιουργοί είναι με επίγνωση παραταγμένοι στο πλευρό κάποιας από τις δύο ανταγωνιστικές τάξεις του κοινωνικού μας συστήματος. Ένα μεγάλο μέρος τους δεν ξεκινά από κάποια πολιτική ή ιδεολογική προαίρεση. Όμως, οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, τα αισθήματά τους, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές τους, οι επιρροές που δέχονται αδιάκοπα από το γύρω κόσμο και η ταξική τους θέση εισάγουν αντικειμενικά την ταξικότητα στην τέχνη τους.

Ακόμη και οι δημιουργοί που αποκλείουν από το έργο τους τα κοινωνικο-πολιτικά θέματα και φτιάχνουν "ωραία, ανώφελα πουλιά" για τις "σκάλες των αιώνων", όπως έγραφε ο Ρίτσος, παίρνουν στην πραγματικότητα θέση. Θελημένα ή αθέλητα εκφράζουν σκοπιμότητα. Πάνω σ' αυτό το θέμα ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στον "Ριζοσπάστη": "Η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία. Οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη στην ουσία κάνουν πολιτική, δηλαδή τείνουν να αποφύγουν μια πολιτική θέση και να συμβουλέψουν και τους άλλους να αδρανήσουν". Με άλλα λόγια οι αστράτευτοι, ακόμη και όταν δεν το θέλουν είναι στρατευμένοι στην κυρίαρχη τάξη. Οπως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα απολίτικος άνθρωπος - εκείνος που ισχυρίζεται πως δεν ασχολείται με την πολιτική για να μην "καπελωθεί", είναι αυτός που φορά και το μεγαλύτερο "καπέλο" - έτσι δεν υπάρχει κι αστράτευτη τέχνη.

Ας πάμε τώρα και σε μια άλλη σύνθεση από τη συλλογή "Τέταρτη Διάσταση", το ποίημα "Η Ελένη", που κατά καιρούς επισείεται ως ατράνταχτη απόδειξη αποστράτευσης του Ρίτσου. Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο της γερασμένης πια ωραίας Ελένης λίγο πριν το θάνατό της. Μόνο που το ποίημα δεν αναφέρεται απλά στη φυσική φθορά, αλλά μαζί και προπαντός στη φθορά του οράματος της κοινωνικής απελευθέρωσης. Και όλο το νόημά του βρίσκεται στη φράση της Ελένης: "Ισως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ιστορία". Η "θέση" δηλαδή του Ρίτσου δεν είναι η ματαιότητα του κοινωνικού αγώνα και η μεταστροφή στα αιώνια, υπαρξιακά προβλήματα, αλλά η επιστροφή μετά από βαθιά και ορισμένες φορές βασανιστική περισυλλογή στην ιστορική πραγματικότητα και τις ανάγκες της. Μια επιστροφή όμως που μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε πιο ώριμα και πιο δυνατά, με βαθύτερη γνώση και συνείδηση - χωρίς επιπόλαιες συναισθηματικές εξάρσεις - τις ήττες, τις απώλειες, τις ιστορικές επιβραδύνσεις, μαζί και τις υπαρξιακές ανησυχίες μας.

Όπως γράφει στα Μελετήματά του: Το ιδεολογικό υπόβαθρο της τέχνης, το κοινωνικό και ηθικό, αν δεν είναι ο πρώτος λόγος της αξίας της, είναι ωστόσο ο τελικός ή όπως πιο ποιητικά το εκφράζει στην Γκραγκάντα: να ξεχνάς το μόχθο του μεροκάματου \ είναι να ξεχνάς την ιστορία, τη μάνα σου, τους πεθαμένους \ είναι να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιοσύνη, \ τ' άλλα - σιωπές, μεταμφιέσεις, πούπουλα, φτερούγες - κουραφέξαλα.

Όσο όμως κουραφέξαλα, φτερά και πούπουλα, κούφια κι άσκοπη δλδ, κι αν είναι η υποτιθέμενη μη στρατευμένη τέχνη, άλλο τόσο είναι και η τέχνη που βασίζεται σε έτοιμα, προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα. Η τέχνη που καταντά στείρα πολιτικολογία, μπορεί να πετύχει τα αντίθετα αποτελέσματα απ' αυτά που επιδιώκει. Ο Ένγκελς αναφερόμενος χαρακτηριστικά στη λογοτεχνία συχνά τόνιζε ότι όσο πιο κρυμμένες μένουν οι απόψεις του δημιουργού, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης. "Η στράτευση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αντλείται μέσα' απ' την ίδια την κατάσταση κι από τη δράση, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα..." έγραφε.

Γιάννης Ρίτσος, o πιο δικός μας Ξένος:
της Καντάτας της Σονάτας, στα 3 κόκκινα γράμματα...

Με συνείδηση του ταξικού του χρέους και υψηλή κομματικότητα ήταν μάλιστα ανάμεσα στους λίγους που δεν απέρριπτε ούτε την αποκαλούμενη "κατά παραγγελία" τέχνη, αγνοώντας επιδειχτικά τις επιθέσεις των εχθρών και τις συμβουλές των άσπονδων φίλων του να πάψει να θέτει έτσι σε κίνδυνο την ποιητική του οντότητα. Για ποιο λόγο άλλωστε; Μήπως τόσα και τόσα κορυφαία έργα τέχνης δεν έγιναν κατά παραγγελία, όπως η Ακρόπολη των Αθηνών, τα έργα του Φειδία, οι τοιχογραφίες του Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα, το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, η 5η Συμφωνία του Μπετόβεν και χιλιάδες άλλα; Ειδικά όταν παραγγελιοδότης ήταν η εργατική τάξη δημιουργήθηκαν αξεπέραστα ως τις μέρες μας αριστουργήματα, όπως η Γκουέρνικα του Πικάσο, ο Πύργος του Τάτλιν, οι τοιχογραφίες των Μεξικανών ζωγράφων Σικέιρος και Ριβέρα και άλλα πολλά, ανάμεσα στα οποία ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Ρίτσου, όπως το Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί γραμμένο στον Αϊ - Στράτη σαν κάλεσμα προς τους ξένους διανοούμενους και καλλιτέχνες για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους εξόριστους - ένα ποίημα που έγινε η αφορμή για να φουντώσει μια παγκόσμια κατακραυγή κατά των εφιαλτικών στρατοπέδων, και κάτω από το βάρος της να κλείσουν τελικά η Μακρόνησος και ο Αϊ - Στράτης.

Όποιος δεν ακούει το μεγάλο τραγούδι των λαών δεν είναι άνθρωπος, πώς μπορεί τάχα να είναι ποιητής; υποστήριζε ο Ρίτσος στην πρώτη συνέντευξή του στο μεταπολεμικό περιοδικό του Δημήτρη Φωτιάδη "Ελεύθερα Γράμματα". Κλείνουμε με ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη αυτή:
Το ξέρουμε πως είναι εύκολο να φαντάξουμε, δίχως και πολύ κόπο, δίχως θυσία, ήρωες στη μικρή αραχνιασμένη και "λεύτερη" γωνιά του σπιτιού μας, στα μάτια της μάνας μας και των τριών όμοιών μας φίλων, που μας παινεύουν για να παινευτούν κι αυτοί με τη σειρά τους. Μα είναι δύσκολο και ακριβό και μεγάλο, να κρατάς ως την άκρη την ανθρώπινη ευθύνη σου, μέσα στο αδιάψευστο φως, όταν χιλιάδες μάτια σε βλέπουν και χιλιάδες αυτιά σ' ακούν. Εκεί να πάρει κανείς τη θέση του δεν είναι "τιποτένιος ρόλος", δεν είναι "περιορισμός του ατόμου", μα είναι ο καλλίτερος τρόπος να δώσει ό,τι πιότερο έχει το άτομο, να πάρει ό,τι πιότερο μπορεί, ν' αναπτύξει ως το άπειρο τις ικανότητές του, να ξεβουλώσει τα ρουθούνια της ψυχής του, ν' ανοίξει τους πόρους του πνεύματός του. Εδώ η μεγάλη άμιλλα, η μεγάλη δοκιμασία, το μεγάλο έργο. Εδώ χρειάζουνται γερά κότσια κι όποιος τα 'χει χιλιάδες κόσμος θα τον στεφανώσει.

Με πληροφορίες από την ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ
και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού, σε εκδήλωση για τον Γιάννη Ρίτσο _8.11.2013
και της  έκδοσης _ “Σύγχρονη Εποχή”, με τα υλικά του
Επιστημονικού Συνεδρίου του ΚΚΕ για τον Γιάννη Ρίτσο που έγινε το Νοέμβρη του 2009

Bosker: SIS _MI6 - FBI

Εισέρχεται σαν μυστικός πράκτωρ 007 _σε αμερικάνικη έκδοση σε κομψές γκαλερί του Chelsea και σε VIP δωμάτια με πολλά ναρκωτικά στην Art Basel του Μαϊάμι, για να κατανοήσει το λόγο που η σύγχρονη τέχνη προσελκύει τόσο πολύ χρήμα, κύρος και (σπάνια) ταλέντο.

Στο Get the Picture, η Bosker ρίχνεται στο νευρικό κέντρο της τέχνης και στους ανθρώπους που ζουν για αυτήν και από αυτήν: γκαλερίστες, συλλέκτες, επιμελητές και, φυσικά, οι ίδιοι οι καλλιτέχνες - το είδος που εργάζεται σε πολλές δουλειές για να αντέξουν οικονομικά τα στούντιο τους ενώ σκαρφίζεται τα πάντα για να προβάλει την “τέχνη του”. Καθώς απλώνει καμβάδες μέχρι να πρηστούν τα δάχτυλά της, μιλάει για πάρτι της A-list γεμάτα δισεκατομμυριούχους συλλέκτες, βάζει το πρόσωπό της να κάθεται πίσω από έναν σχεδόν γυμνό καλλιτέχνη και αναγκάζει τον εαυτό της να κοιτάζει ένα γλυπτό για ώρες ενώ εργάζεται Ως φύλακας του μουσείου, ανακαλύπτει όχι μόνο τις εσωτερικές λειτουργίες της μηχανής αγιοποίησης της “τέχνης”, εξετάζοντας τα πάντα, από πίνακες σπηλαίων μέχρι Instagram και από την επιστήμη της όρασης μέχρι τη σημασία της ομορφιάς καθώς βάζει στο μικροσκόπιο τον ρόλο της τέχνης στον πολιτισμό, την οικονομία και τις καρδιές μας, το Get the Picture _λέει, είναι μια περιπέτεια που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπετε για πάντα .

·        Μια μια σκοτεινή κωμωδία τρόπων ένα νέο είδος νοοτροπίας κάντρι κλαμπ, όπου η πολιτιστική ελίτ δεν μπορεί πλέον _τσακ μπαμ, να αποκλείει ανθρώπους με βάση τη φυλή, το φύλο ή τη σεξουαλική ταυτότητα …έξυπνοι νέοι τρόποι για να χτίσουν τάφρους γύρω από τα μικρά τους κάστρα. .

·        “Περίεργη αλλά όχι αφελής, κουτσομπόλα αλλά γενναιόδωρη, επικριτική αλλά θαυμαστική, ξεκαρδιστική αλλά όχι επιφανειακή. . . Αυτό το βιβλίο είναι απόλαυση”. — γράφει ο Benjamin Moser, βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας των Sontag και The Upside-Down World _Meetings with the Dutch Masters

·        “Εξίσου εποικοδομητικό για τους λάτρεις της τέχνης και για τους αρχάριους, το Get the Picture θα σας στείλει σε μια τρομερή ερωτική σχέση με σχήμα, υφή και χρώμα. Μου άρεσε κάθε λέξη” —Suleika Jaouad, συγγραφέας του Between Two Kingdoms

·        “Αυτό το βιβλίο με τρόμαξε. Η προσιτή, ομιλητική παρωδία της Bosker στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης ενυδάτωσε τόσο δυνατά το PTSD μέσα μου ανάμεσα στο μικρό παιδί καλλιτέχνη που ήμουν κάποτε με τον συνειδητά περιορισμένο στοχαστή που έγινα στη σχολή τέχνης που κάποια στιγμή έπρεπε απλώς να το αφήσω κάτω. Νοκ άουτ. Αν αναρωτηθήκατε ποτέ «τι απέγιναν» τα έργα τέχνης—γκαλερί, κριτικοί, συλλέκτες—και, φυσικά, καλλιτέχνες—τότε αυτό το βιβλίο είναι μια πολύ συνοδευτική αρχή. Είναι επίσης πολύ αστείο, για να μην πω τίποτα πολύ ζωντανό. Και, μπερδεμένα, πολύ, πολύ δύσκολο να το βάλεις κάτω”. —Chris Ware, Νεοϋορκέζος καλλιτέχνης/συγγραφέας, του Building Stories και του εκλεκτού Whitney Biennial selectee (2002)

Σαν πράκτορας του FBI

Η συγγραφέας έστρεψε το βλέμμα της προς την τέχνη, προσπαθώντας να βυθιστεί σε έναν κόσμο που δεν ήθελε καμία σχέση μαζί της κερδίζοντας το δικαίωμα να κάνει τατουάζ αυτές τις δύο λέξεις σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος της. Δεν κάθεται και δεν κοσκινίζει το υλικό της τόσο όσο βυθίζεται με το κεφάλι σε αυτό, καταρρίπτοντας κλειστά οικοσυστήματα που δεν θέλουν καμία σχέση μαζί της, και αναδεικνύεται ως μια κορυφαία ειδικός. Το πιο πρόσφατο αντικείμενο της γοητείας - και της απογοήτευσης του New Yorker - είναι το βασίλειο της σύγχρονης τέχνης, μια μικροκοινωνία που κατοικείται από πολύ ωραίους γκαλερίστους, πλούσιους συλλέκτες και αμέτρητους πεινασμένους καλλιτέχνες και λυπημένους λάτρεις που ενεργοποιούν τις εφαρμογές τους Seesaw και προσπαθεί να στριμώξει 15 ανοίγματα γκαλερί σε ένα βράδυ Πέμπτης.

“Ένιωσα σαν πράκτορας του FBI που εμφανίζεται για μια συνέντευξη για δουλειά με τον όχλο”, λέει για τις προσπάθειές της να κερδίσει πηγές από τον κόσμο της τέχνης. Το μήνυμα που άκουγε ήταν: κάνε πίσω! _υπήρχαν ακόμη και απειλές.

Το άγχος τους έχει κάποιο νόημα, αφού ο κόσμος της “τέχνης” εξαρτάται από έναν ιστό μυστικότητας για την προστασία του κοινωνικού και οικονομικού κεφαλαίου ορισμένων εκλεκτών και για τη δικαιολογία των αστρονομικών τιμών. «Αυτοί οι θυρωροί γίνονται πολύ πιο σημαντικοί αν μας πουν ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την τέχνη χωρίς να περάσουμε χρόνια σε εκθέσεις τέχνης, να πάρουμε μεταπτυχιακό, να απομνημονεύσουμε την εγκυκλοπαίδεια των καλλιτεχνών και να φοράμε το σωστό τζιν», λέει η Bosker.

Καθώς μελετούσε τα σήματα Bat-Signals του κόσμου της τέχνης και άρχισε να μαζεύει φίλους και να μαθαίνει να μιλάει τη γλώσσα τους. Όχι ότι ήταν εύκολο. Παρόλο που οι έρευνές της ήταν εντελώς αβλαβείς, λίγοι θα έδιναν άμεσες απαντήσεις. Αντίθετα, η περιέργειά της αντιμετωπίστηκε με επικρίσεις, ακόμη και από εκείνους που συμφώνησαν να περάσουν χρόνο μαζί της. Έκανε πάρα πολλές ερωτήσεις. Τα ρούχα της ήταν πολύ βαρετά. Τα email της ήταν πολύ μεγάλα και την έκαναν να ακούγεται πολύ ασήμαντη. Το πρόσωπό της ήταν εντελώς απελπισμένο.

Στο βιβλίο της, τολμάει να καταρρίψει τους περίεργους κώδικες και τα έθιμα του κόσμου της σύγχρονης τέχνης – γιατί, για παράδειγμα, είναι εντελώς αυθαίρετο να αποκαλούμε κάτι “όμορφο” ή γιατί οι γκαλερίστας πρέπει να λένε ότι “τοποθέτησαν” έναν πίνακα αντί να ανακοινώσουν ότι το "πούλησαν";

“Το Artspeak είναι ένας κωδικός αποκλεισμού όπου κάθε λέξη πρέπει να είναι μεγαλύτερη από όσο θα έπρεπε”, εξηγεί. “Όσες περισσότερες συλλαβές τόσο το καλύτερο. Υπάρχει αυτός ο άσκοπα πολύπλοκος τρόπος να συζητάς τα πάντα, και με μια φωνή που σε κάνει να ακούγεσαι σαν να σου τελειώνουν οι μπαταρίες”.  Αλλά η πρόθεσή της δεν ήταν να κοροϊδέψει μια κοινωνία που ορισμένοι θεωρούν ως μια γροθιά direct στο σαγόνι.

Σε έναν κόσμο όπου ένας πίνακας μπορεί να πουληθεί
για 200 ή 1.200$ μόνο και μόνο για να ανατραπεί δύο χρόνια αργότερα σε μια δημοπρασία για 600.000$

Αυτές τις μέρες, λέει, βρίσκει την τέχνη σε απίθανα μέρη – ας πούμε, στο θέαμα του ατμού που διαφεύγει από τον αεραγωγό του πεζοδρομίου ή έναν στόλο παγωτοφόρων Mr Softee που κάνουν ρελαντί σε μια γωνία του δρόμου. Ο εγκέφαλός μας είναι σαν συμπιεστές σκουπιδιών _ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο περιλαμβάνει τη συμπύκνωση πληροφοριών με βάση την εικόνα που σου προσφέρουν τριβελίζοντας το κεφάλι σου (και το μυαλό σου) _στο χάος του κόσμου γύρω μας.
        Το Get the Picture κυκλοφορεί στις 6 Φεβρουαρίου

Σε μια παράγραφο του βιβλίου, μια πρώην βοηθός στη διάσημη γκαλερί Gagosian περιγράφει πώς _ο εργοδότης της, της είχε δώσει τόσο αυστηρές οδηγίες για τον τρόπο που έπρεπε να απαντά στο τηλέφωνο, που την ανάγκαζε να ηχογραφεί τον εαυτό της κάνοντας πρόβα τον μονολεκτικό χαιρετισμό _“Gagosian”_, και στη συνέχεια να εξασκείται μέχρι να καταφέρει να πετύχει τον σωστό τονισμό: κοφτός με μια υποτονική χροιά κλίση προς τα κάτω, γιατί επ’ ουδενί δεν έπρεπε να ακούγεται χαρούμενη. Σε μια άλλη, η εικαστικός Julie Curtiss πανικοβάλλεται όταν οι πίνακές της αρχίζουν να πωλούνται σε τιμές ρεκόρ στις δημοπρασίες, όχι μόνο επειδή δεν παίρνει μερίδιο από τις πωλήσεις αλλά επειδή ξέρει ότι η απότομη δημοσιότητα μπορεί να σου καταστρέψει την καριέρα.

Εν τω μεταξύ, οι απολαυές είναι τόσο εξωφρενικά χαμηλοί, ειδικά στις χαμηλές θέσεις εργασίας, που μόνο πλουσιόπαιδα μπορούν να αντέξουν οικονομικά, μετατρέποντας έτσι τις γκαλερί σε λέσχες που διαιωνίζουν τα ίδια τους τα προνόμια.  Η γλώσσα, η εξεζητημένη “θεωρητική” αργκό που χρησιμοποιείται σ’ αυτούς τους κύκλους, βοηθά επίσης στον παραμερισμό των παρείσακτων. “Οι σύγχρονοι θιασώτες της τέχνης μιλούν σαν να ήταν παγιδευμένοι μέσα σε λεξικά και πρέπει να μασήσουν τις σελίδες για να βγουν έξω”, γράφει η Μπόσκερ. Όταν είπε σε έναν επιμελητή ότι ένα έργο performance art που μόλις είχε δει της φάνηκε “βαρετό”, εκείνος διαφώνησε, λέγοντάς της ότι “δεν ήταν βαρετό, αλλά διαρκές”.

Δυσμενής απεικόνιση, για τους συλλέκτες: Ένας από αυτούς, σε ένα τυπικά macho παιχνίδι εξουσίας, εμφανίζεται να εισβάλλει σε μια γκαλερί της Tribeca με όλη την οικογένειά του μαζί, μόνο και μόνο για να εξευτελίσει τον γκαλερίστα επειδή είχε κάνει like σε μια ανάρμοστη, κατά τη δική του άποψη, ανάρτηση στο Instagram. Ένας άλλος πάλι –στο Μαϊάμι, φυσικά– παραδέχεται ότι συλλέγει έργα τέχνης μόνο για να εντυπωσιάσει τις γυναίκες.

              Με στοιχεία και από “The Washington Post

12 Ιουνίου 2023

Όταν μπαίνει στη μέση η πολιτική έχουμε τέχνη ή “δήθεν τέχνη”;


Η είδηση _όπως έτρεξε σε αρκετά αστικά site στη χώρα μας
Ενδιαφέρουσαπρωτοποριακή έκθεση στο Μουσείο Τέχνης του Λος Άντζελες (23-Απρ \ 24-Σεπ) παρουσιάζει τις «γυναίκες να καθορίζουν τις γυναίκες στη σύγχρονη τέχνη της Μέσης Ανατολής και πέρα από αυτή» _ «περιοριστικές κοινωνίες του κόσμου» (;;) με έργα γυναικών που «σχολιάζουν τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές οι οποίες διαμορφώνουν τη ζωή τους».

Φυσικά μην περιμένετε να δείτε τον πάσχοντα λαό και τις 3πλά _4πλά (από το αστικό κράτος, τους ιμπεριαλιστές και το Ισραήλ, τους άντρες επικυρίαρχους κλπ.) καταπιεσμένες γυναίκες
Στο τέλος της ανάρτησης παραθέτουμε ενδεικτικά κάποιες άλλες γυναίκες, από τη συγκεκριμένη πολύπαθη περιοχή: φωτογραφίες και αφίσες που δε θα βρείτε σε επώνυμα sites, τραβηγμένες όπως-όπως _μερικές κάτω από πραγματικά πυρά, χωρίς φωτοσοπιές, ειδικά εφέ και “αλληγορίες” συζητήσεων σε σαλόνια.

Η Φώτο καλή αλλά όχι καλλιτεχνική
μου διαμήνυσε τις προάλλες η φίλη η Σταυρούλα
_σχετικά στο τέλος 

Δείτε Η ιστορία μιας φωτογραφίας
που έγινε παγκόσμιο σύμβολο

 

Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες –σχε­δόν όλες, οι ανα­λύ­σεις ακο­λου­θούν την αστι­κή πε­πα­τη­μέ­νη της «καθαρής» – «ελεύ­θε­ρης» (βλ ατα­ξι­κής) θε­ώ­ρη­σης της επι­στή­μης και της τέ­χνης –στην πε­ρί­πτω­σή μας της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, που όταν τολμά να θίξει την ιε­ρό­τη­τα του εκ­με­ταλ­λευ­τι­κού συ­στή­μα­τος και μά­λι­στα κα­λώ­ντας σε ανα­τρο­πή του, τότε «μιαρά δε­σμευ­μέ­νη» είναι μόνο για «το πυρ το αιώ­νιον και το σκό­τος το εξώ­τε­ρον».

Ο Korda δούλεψε αρχικά με την «θρυλική» / «μυθική»
για την εποχή
Leica, με την οποία αποθανάτισε
τον “
Guerrillero Heroico” και άλλες χαρακτηριστικές της εποχής
των πρώτων χρόνων της επανάστασης
και πολύ αργότερα εξοπλίστηκε με πιο σύγχρονο υλικό

Αλλά υπάρ­χει κα­θα­ρή τέχνη; Ακόμη και οι δη­μιουρ­γοί που απο­κλεί­ουν από το έργο τους τα κοινωνικο-πο­λι­τι­κά θέ­μα­τα και φτιά­χνουν «ωραία, ανώ­φε­λα που­λιά» για τις «σκά­λες των αιώ­νων» όπως έγρα­φε ο Ρί­τσος – παίρ­νουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θέση.

Ηθε­λη­μέ­να ή αθέ­λη­τα εκ­φρά­ζουν σκο­πι­μό­τη­τα, καθώς συμ­βάλ­λουν στην καλ­λιέρ­γεια της κοι­νω­νι­κής πα­θη­τι­κό­τη­τας και της αδρά­νειας απέ­να­ντι στην τα­ξι­κή βία και κα­τα­πί­ε­ση, κάτι που δίχως άλλο είναι πολύ βο­λι­κό για την αστι­κή εξου­σία.
Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Γιάν­νης Ρί­τσος έλεγε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά:
«Η τέχνη είναι πάντα κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία. Οι στρα­τευ­μέ­νοι της απο­στρά­τευ­σης, εκεί­νοι που κά­νουν απο­λί­τι­κη τέχνη στην ουσία κά­νουν πο­λι­τι­κή, δη­λα­δή τεί­νουν να απο­φύ­γουν μια πολιτική θέση και να συμ­βου­λέ­ψουν και τους άλ­λους να αδρα­νή­σουν».
Ο δε Μπρε­χτ έγρα­φε με το γνω­στό λιτό, κοφτό στιλ του ότι οι αστρά­τευ­τοι, είναι στρα­τευ­μέ­νοι στην άρ­χου­σα τάξη.

Επο­μέ­νως, έτσι ή αλ­λιώς η τέχνη έχει τα­ξι­κό­τη­τα, που μπο­ρεί να μην εκ­δη­λώ­νε­ται με την ανοι­χτή τοπο­θέ­τη­ση υπέρ της μιας ή της άλλης κοι­νω­νι­κής τάξης, εκ­φρά­ζε­ται όμως τε­λι­κά στο καλ­λι­τε­χνι­κό έργο.
Όπως δεν υπάρ­χει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­λί­τι­κος, αστρά­τευ­τος άν­θρω­πος – εκεί­νος που ισχυρί­ζε­ται πως δεν ασχο­λεί­ται με την πο­λι­τι­κή για να μην «κα­πε­λω­θεί», είναι αυτός που φορά και το με­γα­λύ­τε­ρο «κα­πέ­λο» – έτσι δεν υπάρ­χει και αστρά­τευ­τη τέχνη.

Όσο περνάν τα χρόνια το θέμα “στρατευμένη τέχνη” _ειδικά μετά το δραματικό πισωγύρισμα της Ιστορίας με την ανατροπή του σοσιαλισμού- τα νέα δείγματα συνειδητά πολιτικοποιημένης τέχνης είναι λιγοστά και προπαντός, τα περισσότερα, είτε αναμασούν και υπηρετούν την κυρίαρχη ιδεολογία, είτε -στην περίπτωση που προσπαθούν να της αντισταθούν- το κάνουν άτολμα, συνεσταλμένα και μερικές φορές χονδροειδώς.
Παράλληλα παίζει ο μύθος πως οι κομμουνιστές είναι ίδια αφεντικά με τους καπιταλιστές (και χειρότερα) _βλ πχ. την ταινία «
Ο θεός αγαπάει το χαβιάρι», του Σμαραγδή (συμπαραγωγή Ελλάδα, Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ισπανία _2012) η οποία μάς διδάσκει ότι τη διέξοδο από την κρίση θα τη δώσουν οι υγιείς και πατριώτες επιχειρηματίες, κατά πως το έπραξε και ο εθνικός μας ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης (για την ιστορία το God Loves Caviar ο ταπεινός Έλληνα πειρατής γίνεται διεθνής εκατομμυριούχος χαβιαριού … Ο πλούτος και η δύναμή του, ωστόσο, δεν του δίνουν ικανοποίηση και η απεριόριστη φιλοδοξία του φέρνει μόνο βάσανα, μέχρι να δώσει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του, στο όνομα της αγάπης, μετακομίζοντας από τα Ψαρά στην αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης στη Ρωσία και στις ακτές της Κασπίας)

Η πολιτική δεν κάνει αληθινή τέχνη, είναι δήθεν τέχνη …

Η στράτευση, σύμφωνα με την αστική αισθητική, είναι καταστροφική για την τέχνη, αλλά μόνο για την τέχνη που επηρεάζεται από την κομμουνιστική ιδεολογία. Η στρατευμένη τέχνη όταν μας δείχνει πώς να δράσουμε για να μην αλλάξει ο κόσμος - μας καλεί για παράδειγμα να συμπεριφερθούμε σαν να ζούμε τρεις αιώνες πριν, τότε που η αστική τάξη ήταν επαναστατική και διεκδικούσε την εξουσία σε συμμαχία με τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ή τότε που το ιστορικό ζητούμενο ήταν η εθνική απελευθέρωση, η δημιουργία του κράτους - έθνους και όχι η κοινωνική - ταξική απελευθέρωση - αποκαλείται ελεύθερη τέχνη. Όταν όμως η τέχνη τολμά να θίξει την ιερότητα του εκμεταλλευτικού συστήματος καλώντας σε ανατροπή του, τότε λέγεται δεσμευμένη, στρατευμένη. Ταπεινό χαρακτηρίζεται ό,τι είναι ωφέλιμο για τους ταπεινωμένους, όπως θα έλεγε κι ο Μπρεχτ. Δεν ξεχνάμε τις αναφορές στο έργο του Ρίτσου με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, τα 30 από το θάνατό του κλπ για την ανωτερότητα της προσωπικής του ποίησης, της ποίησης που υπακούει στα εσωτερικά του οράματα, σε αντίθεση με την κατωτερότητα της κοινωνικής - πολιτικής.

Δείτε Γιάννης Ρίτσος, o πιο δικός μας Ξένος: της Καντάτας της Σονάτας, στα 3 κόκκινα γράμματα...

Παρά την υποχώρηση δλδ της στρατευμένης στην υπόθεση της εργατικής τάξης τέχνης, η αστική τάξη δεν έχει παραιτηθεί από την πολεμική της απέναντι στους δημιουργούς που διαπνέονται από την αντίπαλή της ιδεολογία. Αυτό μπορούν να το διαβεβαιώσουν και οι φοιτητές των καλλιτεχνικών σχολών, ή των τμημάτων της θεωρίας της τέχνης και της φιλολογίας, όπου κυριαρχεί η θεωρία του Μπενεντέτο Κρότσε - ενός από τους βασικούς θεμελιωτές της αστικής αισθητικής (σύμφωνα με τον Κρότσε, η πολιτική ποίηση δεν είναι αληθινή τέχνη, είναι δήθεν τέχνη, παρά την ποιητική της κάλυψη δεν είναι ποιητική).

Αυτή όμως η πραγματικότητα αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της επικαιρότητας του θέματός μας, ειδικά στις μέρες μας που η σάλπιγγα των καιρών φωνάζει δυνατά «αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει, το χρειάζεται».

Ας επανέλθουμε όμως στον τίτλο του θέματός μας. Υπάρχει και μη στρατευμένη τέχνη; Δε θα υποστηρίξουμε βέβαια ότι όλοι οι δημιουργοί είναι συνειδητά τοποθετημένοι υπέρ της μιας ή της άλλης από τις δύο πρωταγωνιστικές τάξεις του κοινωνικού συστήματος. Ένα μεγάλο μέρος τους δεν έχει από την αρχή κάποια πολιτική ή ιδεολογική πρόθεση. Όμως οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, τα αισθήματά τους, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές τους, οι επιρροές που δέχονται αδιάκοπα από το γύρω κόσμο και η ταξική τους θέση εισάγουν ασυνείδητα την ιδιοτέλεια στην τέχνη τους.

Τέχνη από ποιον και για ποιον;

Ένα από τα κύρια μέσα, που χρησιμοποιούν οι κρατούντες για να κατευθύνουν έως και να χειραγωγούν το λαό είναι η τέχνη. «Κατασκευάζουν» τέχνη, την κατευθύνουν και την ελέγχουν με τον πιο χυδαίο και στυγνό τρόπο. Έτσι σαν αποτέλεσμα έχουμε μια τέχνη στρατευμένη στο αστικό κράτος και χειραγωγημένη συνειδητά ή και ασυνείδητα κάποιες φορές, η οποία διαμορφώνει αντιλήψεις, στάσεις ζωής, σειρά προτεραιοτήτων, αρχές. Αυτή η τέχνη με τις ποικίλες της εκφράσεις αγγίζει και επηρεάζει ανθρώπους κάθε ηλικίας, κάθε τάξης, κάθε ιδεολογίας περισσότερο ή λιγότερο. Οι στίχοι των τραγουδιών, η μουσική, η τηλεόραση, το σινεμά, το θέατρο, το βιβλίο, η αρχιτεκτονική, οι εικαστικές τέχνες μάς επηρεάζουν όλους. Όλους ακόμα και τους κομμουνιστές νέους ή παλιούς.
Πρέπει να ανακαλύψουμε την τέχνη –που υπάρχει (στη ζωή και εν δυνάμει) που θα ανοίγει νέους δρόμους, που θα δίνει στα ιδανικά μας δύναμη, φωνή, ζωντάνια. Αυτή η τέχνη χωρίς προσπάθεια θα είναι «στρατευμένη», ειλικρινής, πηγαία, στρατευμένη λόγω βιοθεωρίας του δημιουργού, αλλά και ελεύθερη. Μια έκφραση του τώρα, φανερώνοντας ένα φως για το αύριο _στην άκρη του τούνελ. «Βεβαίως και πρέπει ο καλλιτέχνης να είναι στρατευμένος ιδεολογικά. Το θέμα είναι να μπορείς να είσαι στρατευμένος και συγχρόνως γνήσιος καλλιτέχνης, λέγοντας αυτά που πιστεύεις. Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί, μέσα στο δρόμο αυτής της σχολής, μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα» - Μάνος Λοΐζος.

Μουσείο Τέχνης του Λος Άντζελες:
H δήθεν ισλαμική πραγματικότητα
με το φακό γυναικών φωτογράφων

Οι περιγραφές των φωτογραφιών είναι βασικά από τις φωτογράφους και τα επίσημα sites τους _με κάποιες πρόσθετες πληροφορίες από εμάς χωρίς σχόλια.

1.

Rania Matar (Λιβανέζα \ Παλαιστίνια \ Αμερικανίδα στην υπηκοότητα)

Iman, Griffith Park (2022)

Φωτογραφίζοντας κυρίως κορίτσια και γυναίκες στις ΗΠΑ και δευτερευόντως στον Λίβανο, όπου γεννήθηκε, η Matar «αναδεικνύει κοινά σημεία πέρα από τα πολιτισμικά όρια». Φωτογραφίζει την ηθοποιό Iman Vellani, η πρώτη γυναίκα μουσουλμάνα υπερήρωας!!  που έγινε διάσημη από τον τηλεοπτικό της ρόλο ως Kamala Khan, γνωστή και ως Ms Marvel. Η Ms Marvel _λέει «δωσε σε μια γενιά νέων γυναικών τη δυνατότητα να δουν τον εαυτό τους να εκπροσωπούνται στην ποπ κουλτούρα»…

Darine, 7 & Dania 8, Beirut, Lebanon (2014)

Για την σειρά «L'Enfant Femme», η Matar εμπνεύστηκε από τις ίδιες της τις κόρες και το μεταμορφωτικό ταξίδι τους από κορίτσια σε νεαρές γυναίκες. Τα κορίτσια κοιτάζουν με αυτοπεποίθηση την κάμερα, με την προσωπικότητά τους να αναδύεται μέσα από τη γλώσσα του σώματος και το ντύσιμό τους.

2.

Newsha Tavakolian
(Νιούσα Ταβακολιάν Ιρανή φωτορεπόρτερ και φωτογράφος ντοκιμαντέρ. Έχει εργαστεί για το Time, τους New York Times, τη Le Figaro και το National Geographic. Η δουλειά της επικεντρώνεται σε γυναικεία θέματα και υπήρξε μέλος της γυναικείας φωτογραφικής συλλογικότητας Rawiya την οποία (συν)ίδρυσε το 2011

Χωρίς τίτλο, από τη σειρά Listen (2011)

Η Ταβακολιάν έχει επιτύχει διεθνή αναγνώριση μέσω των ντοκιμαντέρ της. Η σειρά «Listen» σχεδιάστηκε ως μια συλλογή φανταστικών εξώφυλλων CD για άλμπουμ γυναικών τραγουδιστριών, στις οποίες δεν επιτρέπεται να εμφανιστούν δημόσια μετά την Επανάσταση του Ιράν το 1979 και τη δημιουργία του θεοκρατικού ισλαμικού κράτους

Χωρίς τίτλο, από τη σειρά The Day I Became a Woman - γίνεται Γυναίκα (2009)

Εδώ η Ταβακόλιαν φωτογραφίζει την εννιάχρονη ανιψιά της Ρομίνα, πριν και μετά τον σύγχρονο ιρανικό εορτασμό της Jashn-e Taklif, την τελετή για τα νεαρά κορίτσια όπου φορούν για πρώτη φορά το χιτζάμπ. Η περίσταση λαμβάνει χώρα στο σχολείο, όπου γίνονται προσευχές και η οικογένεια και οι φίλοι τιμούν τα κορίτσια που έφτασαν σε μια ηλικία «ωριμότητας».

3.

Raeda Saadeh

Vacuum _ηλεκτρική σκούπα (2007)

Η Ισραηλινή φωτογράφος και καλλιτέχνιδα «εστιάζει συχνά στις ζωές των Παλαιστίνιων γυναικών τονίζοντας τον τρόπο με τον οποίο τους επηρεάζει η αποξένωση τους από την κοινωνία _Στο έργο «Vacuum», η καλλιτέχνις κινηματογράφησε τον εαυτό της να σκουπίζει την άμμο της ερήμου στις πλαγιές των λόφων που πλαισιώνουν τη Νεκρά Θάλασσα, επιμένοντας στο ατελείωτο έργο παρά τη ματαιότητά του» (σσ. _συνειρμικά, θυμόμαστε τον «Λόφο» _The Hill του 1965  του Sidney Lumet με τον Sean Connery)

4.

Tahmineh Monzavi

Tina (2010-2012)

Η Ιρανή φωτογράφος Monzavi πέρασε τρία χρόνια φωτογραφίζοντας ένα καταφύγιο γυναικών, όπου γνώρισε την Τίνα, μια γυναίκα τρανς. Η Τίνα διώχτηκε από το πατρικό της σπίτι στα 15 της χρόνια και έγινε αποδεκτή από τις γυναίκες στο καταφύγιο. Σε αυτή την εικόνα απαθανατίζει την Τίνα, η οποία πέθανε το 2020, να κάθεται μόνη της στο μετρό της Τεχεράνης, αποτυπώνοντας την απομόνωση και την αποξένωση που ένιωθε ζώντας ως απόβλητη στην ιρανική κοινωνία.

5.

Farah Al Qasimi

M Napping on Carpet (2016)

Η Al Qasimi γεννήθηκε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Το έργο της είναι γεμάτο μοτίβα με πλούσια χρώματα, σε αντιπαράθεση με πιο ήσυχους, στοχαστικούς διαλόγους γύρω από το άτομο. Το χαλί και τα ρούχα σε αυτή την εικόνα δημιουργούν ένα καμουφλάζ, ενισχύοντας την απόκρυψη της ταυτότητας του ατόμου, λειτουργώντας ως αναφορά στο διαρκές «κρυφτό» που αναγκάζεται να παίξει το γυναικείο φύλο.

6.

Tal Shochat

Rumia (2012)

Η Ισραηλινή Tal Shochat εμπνέεται και επαναπροσδιορίζει τους οριενταλιστικούς πίνακες του 19ου αιώνα, στους οποίους αντανακλάται η δυτική φαντασίωση για τον εξωτισμό των γυναικών της Μέσης Ανατολής. Τέτοια έργα αναπαριστούσαν συχνά τις γυναικείες μορφές ως αντικείμενα πόθου και ηδονής στο πλαίσιο του χαρεμιού. Οι φωτογραφίες συνοδεύονται από στίχους περσικής ποίησης του ουμανιστή ποιητή Forugh Farrokhzad, παραπέμποντας στην ιρανική κληρονομιά της φωτογράφου.

7.

Lalla Essaydi

Harem #2 (2009)

Οι σχολαστικά σχεδιασμένες εικόνες της Μαροκινής φωτογράφου Essaydi εξετάζουν επίσης τις γυναίκες στην ευρωπαϊκό οριενταλισμό. Το συγκεκριμένο έργο στήθηκε στο Dar al-Basha, ένα παλάτι των αρχών του 20ού αιώνα στο Μαρακές το οποίο λειτουργεί σήμερα ως μουσείο. Η γυναίκα φοράει ένα φόρεμα που αναπαράγει τα σχέδια των πλακιδίων zellij, ενώ το δέρμα της είναι στολισμένο με αραβικές φράσεις από χένα. Η Essaydi εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως διακοσμητικά αποκτήματα.

8.

Rahima Gambo

Tatsuniya, Tatsuniya (2017)

Η Gambo επισκέφθηκε για πρώτη φορά το κυβερνητικό σχολείο Shehu Sanda Kyarimi στη βορειοανατολική Νιγηρία το 2015 ως φωτορεπόρτερ που κάλυπτε τις επιθέσεις της Μπόκο Χαράμ. Αυτή η σειρά, «Tatsuniya, Tatsuniya» (έκφραση της Hausa που σημαίνει ιστορία ή αίνιγμα), δεν επικεντρώνεται στην τραγωδία αλλά σε θέματα όπως η συντροφικότητα και η κοινωνία μεταξύ των γυναικών. 
Εδώ, μια ομάδα κοριτσιών συγκεντρώνονται γύρω από έναν κύκλο κεριών στο πάτωμα της τάξης τους για να ανταλλάξουν ιστορίες.
            Δείτε και ένα 🎥 βίντεο

9.

Shadi Ghadirian

                                 Untitled, from the series Like Everyday (2000)

Η Ghadirian εξετάζει συχνά τη σύγχρονη κατάσταση των Ιρανών γυναικών, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου τους ως νοικοκυρών. Η σειρά «Like Everyday» εμπνεύστηκε από την αφθονία των κουζινικών που έλαβε ως δώρα μετά τον γάμο της η φωτογράφος. Κάθε εικόνα συντίθεται σαν φωτογραφία διαβατηρίου με τα πρόσωπα των γυναικών να καλύπτονται από παραδοσιακά ρούχα και οικιακά αντικείμενα, υποδηλώνοντας τον τρόπο με τον οποίο η ταυτότητα μιας γυναίκας περιορίζεται στα οικιακά της καθήκοντα.

10.

Almagul Menlibayeva

                            Homeland Guard (2011)

Το ύφασμα αποτελεί βασικό στοιχείο της φωτογράφου από το Καζακστάν. Σε αυτή την εικόνα ένα μοντέλο με γυμνό στήθος, μερικώς ντυμένο με μια στολή εμπνευσμένη από τη Δημοκρατική Φρουρά του Καζακστάν και μια επωμίδα στον εκτεθειμένο ώμο της, κοιτάζει το πρόσωπο της γδαρμένης αλεπούς που κρέμεται προς τα κάτω από το καπέλο της και της βγάζει τη γλώσσα.

                    Red Butterfly (2012)

Το μοντέλο της Menlibayeva στέκεται μπροστά στο μαυσωλείο της Aisha Bibi, που χτίστηκε κατά τον 12ο αιώνα, κοντά στο Taraz του Καζακστάν. Φοράει πολλά layers κόκκινου υφάσματος και διάφορες, παραδοσιακά ανδρικές, καλύψεις κεφαλής, σαν χρυσαλλίδα έτοιμη να ξεφύγει από το πατριαρχικό κουκούλι της.

11.

Shirin Aliabadi


Miss Hybrid No 3 (2008)

Καθώς η δορυφορική τηλεόραση και το διαδίκτυο πλημμύρισαν το Ιράν με δυτικές ιδέες, αυτές αγκαλιάστηκαν από νεαρές γυναίκες που ξεπέρασαν τα όρια των αυστηρών ηθικών και ενδυματολογικών στερεοτύπων της χώρας. Η αείμνηστη Shirin Aliabadi το αποτύπωσε αυτό με στουντιακά πορτρέτα που αποτυπώνουν τον αστικό τρόπο ζωής της Τεχεράνης. Στη σειρά «Miss Hybrid», τα μοντέλα φορούν πολύχρωμες μαντίλες τραβηγμένες προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας λευκά μαλλιά και μπλε φακούς επαφής. Η φαινομενικά αθώα, γιγαντιαία, ροζ φούσκα αποκτά προκλητικό χαρακτήρα.

Korda _Γυναίκες

Δεν υπάρχει καθαρή τέχνη

Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει καθαρή τέχνη. Ακόμη και οι δημιουργοί που αποκλείουν από το έργο τους τα κοινωνικο-πολιτικά θέματα και φτιάχνουν «ωραία, ανώφελα πουλιά» για τις «σκάλες των αιώνων» όπως έγραφε ο Ρίτσος - παίρνουν στην πραγματικότητα θέση. Ηθελημένα ή αθέλητα εκφράζουν σκοπιμότητα, καθώς συμβάλλουν στην καλλιέργεια της κοινωνικής παθητικότητας και της αδράνειας απέναντι στην ταξική βία και καταπίεση, κάτι που δίχως άλλο είναι πολύ βολικό για την αστική εξουσία. Πάνω σ' αυτό το θέμα ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στο «Ριζοσπάστη»: «Η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία. Οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη στην ουσία κάνουν πολιτική, δηλαδή τείνουν να αποφύγουν μια πολιτική θέση και να συμβουλέψουν και τους άλλους να αδρανήσουν». Ο δε Μπρεχτ έγραφε με το γνωστό λιτό, κοφτό στιλ του ότι οι αστράτευτοι, είναι στρατευμένοι στην άρχουσα τάξη.

Επομένως, έτσι ή αλλιώς η τέχνη έχει ταξικότητα, που μπορεί να μην εκδηλώνεται με την ανοιχτή τοποθέτηση υπέρ της μιας ή της άλλης κοινωνικής τάξης, εκφράζεται όμως τελικά στο καλλιτεχνικό έργο. Όπως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα απολίτικος, αστράτευτος άνθρωπος - εκείνος που ισχυρίζεται πως δεν ασχολείται με την πολιτική για να μην «καπελωθεί», είναι αυτός που φορά και το μεγαλύτερο «καπέλο» - έτσι δεν υπάρχει και αστράτευτη τέχνη.

Οι ίδιοι οι αστοί θεωρητικοί της τέχνης υποχρεώνονται να ομολογήσουν πως κάθε δημιουργός διακατέχεται από κάποιες ιδέες για τους ανθρώπους και τον κόσμο, τις οποίες αντικειμενικά προβάλλει μέσα από το έργο του. Το πρόβλημα σύμφωνα μ' αυτούς ξεκινά όταν ο δημιουργός κάνει κάτι τέτοιο συνειδητά, προδίδοντας το σκοπό της τέχνης που είναι αποκλειστικά αισθητικός, καλλιτεχνικός.

Με άλλα λόγια, όταν ο καλλιτέχνης - δημιουργός έχει συγκεχυμένη ή μη ολοκληρωμένη κοσμοθεωρητική αντίληψη, τότε μπορεί να κάνει αληθινή τέχνη, διαφορετικά, αν για παράδειγμα είναι κομμουνιστής (ή έστω λιγουλάκι “κόκκινος”) και διαπνέεται από μια επιστημονική κοσμοαντίληψη που τον βοηθά να περιεργάζεται και να επεξεργάζεται τον κόσμο, θα πρέπει να αποκλείσει την κοσμοθεωρία του από τη δημιουργική του δραστηριότητα, διαφορετικά δεν μπορεί να είναι καλλιτέχνης.

Πίσω απ' αυτές τις θέσεις βρίσκεται η αντίληψη ότι η αληθινή, καθαρή τέχνη υπάρχει μόνο στον κόσμο των αυθόρμητων ιδεών, στη φαντασία, στην ενόραση, στην εσωτερική παρόρμηση του καλλιτέχνη, δεν έχει καμιά σχέση με τον εξωτερικό κόσμο.

Αν ψάξει κανείς βαθύτερα τη φιλοσοφική αφετηρία αυτών των θέσεων θα φτάσει στον ιδεαλισμό: Στην άρνηση ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα έξω και ανεξάρτητα από τα αισθήματα και τη συνείδηση του ανθρώπου, που επενεργεί πάνω στα αισθητήρια όργανά του, προκαλώντας τα αντίστοιχα αισθήματα, επομένως και στην άρνηση του γεγονότος ότι η τέχνη αποτελεί μια μορφή ιδιαίτερης υποκειμενικής αντανάκλασης αυτής της πραγματικότητας στη συνείδηση του καλλιτέχνη.

Αποστομωτική απάντηση στην αντίληψη ότι η τέχνη αναβλύζει αποκλειστικά από τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη είχε δώσει ο Μπρεχτ όταν έγραφε ότι αν ο καλλιτέχνης ψάξει καλά την πηγή των αυθόρμητων ιδεών του θα διαπιστώσει ότι από τον εσωτερικό κόσμο του δε βγαίνει η φωνή των προσωπικών οραμάτων του, «η φωνή του θεού του, αλλά η φωνή κάποιων εκμεταλλευτών» και ότι «ο καλλιτέχνης τις περισσότερες φορές δημιουργεί ασυνείδητα μόνο πλάνες και ψευτιές. Αντλεί δηλαδή ασυνείδητα ό,τι του έχουν βάλει μέσα του εντελώς συνειδητά» η κυρίαρχη τάξη και ιδεολογία.

Θεωρώντας, όμως, την καθαρή τέχνη προϊόν των αυθόρμητων ιδεών οι εχθροί της στράτευσης αναπόφευκτα καταλήγουν να είναι εχθροί της γνωστικής λειτουργίας της τέχνης - της ιδιότητας της τέχνης να μας γνωρίζει την πραγματικότητα - της ίδιας της γνώσης τελικά. Καταπολεμούν τη συστηματική επιστημονική μόρφωση του καλλιτέχνη είτε αυτή αφορά τη γνώση των νομοτελειών της πραγματικότητας, είτε τη μέθοδο της καλλιτεχνικής τους αφομοίωσης και έκφρασης.
Απόδειξη είναι ότι η εκπαίδευση για τις περισσότερες καλλιτεχνικές ειδικότητες - ηθοποιοί, μουσικοί , χορευτές κ.ά. δε γίνεται στο πανεπιστήμιο, αλλά σε διάφορες αδιαβάθμητες, ιδιωτικές σχολές.

Δείτε (με αφορμή την τελευταία μαζική κινητοποίηση καλλιτεχνών και σπουδαστών καλλιτεχνικών σχολών ενάντια στο ΠΔ που υποβιβάζει τα πτυχία τους) _Ριζοσπάστης Πάλη για ουσιαστική αναβάθμιση της Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης και Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ

Ένα από τα κεντρικά συνθήματα των οπαδών της αστικής αισθητικής είναι πως η τέχνη δεν είναι μέσον, αλλά αυτοσκοπός. Η κοινωνική λειτουργία της, λένε, δεν είναι ούτε να διδάξει, ούτε να διαπαιδαγωγήσει, ούτε να φρονηματίσει, αλλά να δημιουργήσει την αισθητική απόλαυση και συγκίνηση, να διασκεδάσει. Και συμπληρώνουν ότι η γνώση, ο ορθολογισμός, η επιστήμη καταστρέφουν την πρωτοτυπία στο έργο τέχνης, ακυρώνουν τη γνησιότητα και τον αυθορμητισμό στην καλλιτεχνική δημιουργία.

Ο Γάλλος φωτογράφος  Marc Riboud


Η τέχνη μπορεί να οδηγήσει στην αλήθεια

Φυσικά, δεν είναι λάθος να δηλώνει κανείς ότι η τέχνη επιτελεί τη λειτουργία της γνώσης με ειδικά μέσα, που την ξεχωρίζουν από την επιστήμη. Η επιστήμη επιδιώκει τη γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση και τα συναισθήματα, άσχετα βέβαια από το ότι δεν το καταφέρνει, ειδικά στις κοινωνικές επιστήμες που έχουν έντονη τη σφραγίδα της ταξικότητας. Επίσης, η επιστήμη είναι υποχρεωμένη να απομονώνει επιμέρους πλευρές του αντικειμένου της, για να μπορέσει να φτάσει στο απαιτούμενο βάθος. Ακόμη και οι επιστήμες που μελετούν τον άνθρωπο διασπούν την ανθρώπινη οντότητα στα διάφορα μέρη της και έτσι προκύπτουν μια σειρά επιστημονικοί κλάδοι που εξετάζουν τον άνθρωπο από διαφορετική η καθεμιά σκοπιά, όπως η κοινωνιολογία, η ιστορία, η ψυχολογία, η ανθρωπολογία κ.λπ. Αντίθετα, η γνωστική λειτουργία της τέχνης αγκαλιάζει το αντικείμενό της, τον κοινωνικό άνθρωπο, ζωντανά και στην ακεραιότητά του, με όλο τον πλούτο των ανθρώπινων ιδιοτήτων και των σχέσεών του.

Ομως, τόσο η επιστήμη όσο και η τέχνη έχουν ένα κοινό γνώρισμα και αυτό είναι ότι και οι δύο αυτές μορφές κοινωνικής συνείδησης μπορούν να οδηγήσουν από διαφορετικούς δρόμους στην αλήθεια για την πραγματικότητα. Το πρόβλημα στην αστική αισθητική είναι ότι δεν αναγνωρίζει στην τέχνη αυτήν την ιδιότητα, αφού αρνείται το διανοητικό - λογικό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και απαιτεί απ' αυτήν να αποβάλει κάθε εγκεφαλική επιρροή, για να είναι πηγαία, γνήσια κι αυθεντική.

Ας φανταστούμε, λοιπόν, τι ανθυγιεινά και επικίνδυνα οικοδομήματα θα κατασκευάσει ένας αρχιτέκτονας που σχεδιάζει με μοναδικό κριτήριο την αισθητική ομορφιά, παραβλέποντας τις απαιτήσεις του φωτισμού, του αερισμού, της στατικότητας κλπ. ή τι ενοχλητικά τερατουργήματα θα προκύψουν από ένα μουσουργό που γράφει παθιασμένα μουσική χωρίς να έχει ιδέα από θεωρία της μουσικής και αρμονία. Και όμως οι αντιεπιστημονικές αυτές θεωρίες διδάσκονται επίσημα στα πανεπιστήμιά μας και δεν πρέπει να προκαλούν καμία έκπληξη οι ισχυρές αντιρρήσεις που συναντά ειδικά από νέους ανθρώπους κάθε τοποθέτηση για τη σχέση τέχνης και επιστήμης.

Οι υπέρμαχοι της απόλυτης ανεξαρτησίας της τέχνης από την επιστήμη θεωρούν ότι υπερασπίζονται έτσι την αυτονομία της τέχνης απέναντι σε όσους θέλουν να τη μετατρέψουν σε υποκατάστατο της επιστήμης, της πολιτικής, της ηθικής. Στην πραγματικότητα όμως υποβιβάζουν την τέχνη σε απλό αναμεταδότη πρόσκαιρων αισθήσεων και συγκινήσεων. Αφαιρούν έτσι από την τέχνη και τον καλλιτέχνη τη δύναμή τους να φτάσουν ορισμένες φορές σε ακόμη πιο πλατιές και διεισδυτικές από την επιστήμη εικόνες της κοινωνικής πραγματικότητας, ακριβώς γιατί εξετάζουν τα αντικείμενά τους με πλαστικότητα και σφαιρικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποια από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που οι συγγραφείς τους δε στηρίχτηκαν μόνο στην έμπνευση και το ταλέντο τους, αλλά και στη συσσωρευμένη γνώση του καιρού τους κατόρθωσαν μια ανατομία της κοινωνίας στην εποχή τους, πολύ πιο βαθιά και πλήρη απ' ό,τι ολόκληροι τόμοι ιστορικής ή οικονομικής ανάλυσης.

Ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο ιδιαίτερος σκοπός της τέχνης είναι αποκλειστικά η μετάδοση της αισθητικής συγκίνησης, αυτή θα είναι πολύ πιο στέρεη και βαθιά όταν στηρίζεται στο λογικό και τη γνώση. Ο καλλιτέχνης δεν είναι ωραιοφτιάχτης, όπως έλεγε ο Βάρναλης. Επομένως, το έργο τέχνης δεν είναι απλά μια ωραία έκφραση του αντικειμένου του, είτε αυτό είναι πρόσωπο, είτε τοπίο, είτε ένα γεγονός, αλλά πάνω απ' όλα μια έκφραση του ίδιου του αντικειμένου, μια εξήγησή του, μας μεταδίδει τις γνώσεις και τις εμπειρίες που έχει αποκτήσει ο καλλιτέχνης στη ζωή, επιδιώκει να μας μάθει να βλέπουμε σωστά τα πράγματα.

Με άλλα λόγια, η συγγένεια της τέχνης με την επιστήμη βρίσκεται στο ότι και οι δύο αποτελούν προσπάθεια του ανθρώπου να αφομοιώσει και να κατακτήσει την πραγματικότητα. Αποτελούν μορφές εργασίας του ανθρώπου, όπως και η τεχνική εργασία αποτελεί προσπάθεια επιβολής του ανθρώπου στη φυσική πραγματικότητα. Η επιστήμη προσπαθεί να ιδιοποιηθεί την πραγματικότητα με τα δικά της, τα θεωρητικά και πειραματικά μέσα, η τέχνη με μέσα αισθητικά, που δεν είναι μόνο οι αισθήσεις, αλλά συμμετέχει σ' αυτά όλος ο ανθρώπινος ψυχισμός, από τη σκέψη και τη λογική, ως τη φαντασία, το συναίσθημα και τη βούληση, αξιοποιώντας ωστόσο τα επιτεύγματα, αλλά και τα μέσα της επιστήμης. Αυτός είναι ο ειδικός σκοπός, η ειδική, αυτόνομη αν θέλετε, λειτουργία της τέχνης.

Η τέχνη σαν μορφή εργασίας

Επομένως, όσο ανώφελη και φτωχή είναι η υποτιθέμενη μη στρατευμένη τέχνη, που προσπερνά τους καθοριστικούς στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας παράγοντες τέτοιους όπως η οικονομία και η πολιτική, άλλο τόσο είναι και η τέχνη που βασίζεται σε προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα. Η τέχνη σαν μορφή εργασίας είναι μια πράξη δημιουργική, μια προσπάθεια, ένας αγώνας του υποκειμένου να επιδράσει στο αντικείμενο, να εξηγήσει την πραγματικότητα με σκοπό να την επηρεάσει. Είναι μια διαρκής αναζήτηση της αλήθειας για την αδιάκοπα μεταβαλλόμενη και αντιφατική πραγματικότητα, μιας αλήθειας που συχνά δε συμπίπτει με τις επιθυμίες του δημιουργού.

Δεν είναι παράδοξο ότι στα έργα σπουδαίων δημιουργών παρατηρείται αρκετές φορές μια σημαντική απόκλιση από τις ιδεολογικές πεποιθήσεις τους. Από τους κλασικούς του μαρξισμού αναφέρονται ο Μπαλζάκ και ο Τολστόι, ως περιπτώσεις δύο μεγάλων λογοτεχνών που μέσα από την προσπάθειά τους να προσεγγίσουν ρεαλιστικά την πραγματικότητα κατορθώνουν να υπερνικήσουν τις αριστοκρατικές κοινωνικοπολιτικές προκαταλήψεις τους. Γράφει ο Ενγκελς για παράδειγμα για τον Μπαλζάκ πως «ποτέ η σάτιρά του δεν είναι τόσο κοφτερή και τόσο πικρή η ειρωνεία του, όπως όταν περιγράφει τους άντρες και τις γυναίκες που συμπαθεί περισσότερο, δηλαδή τους ευγενείς. Και οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους μιλάει πάντα με ανυπόκριτο θαυμασμό είναι ακριβώς οι πολιτικοί του αντίπαλοι, οι δημοκράτες ήρωες...». Αντίστοιχα παραδείγματα ανιδιοτέλειας απέναντι στην πραγματικότητα υπάρχουν και στην ελληνική τέχνη, όπως σε έργα του Ελύτη, του Σεφέρη και άλλων δημιουργών που κατά καιρούς στρατεύτηκαν στις ανάγκες του λαϊκού κινήματος. Άλλωστε, πολλές φορές έχει σημειωθεί από λογοτέχνες η αντίφαση που παρουσιάστηκε ανάμεσα στις αρχικές προθέσεις τους και το τελικό αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής επεξεργασίας τους. Η ηρωίδα μου τελικά πήγε και παντρεύτηκε, παρότι εγώ δεν το ήθελα, είχε πει ο Τολστόι.

Αυτά όμως δεν αναφέρονται μόνο για «τους άλλους», τους συντηρητικούς δημιουργούς. Η ίδια ερευνητική - διεισδυτική στάση πρέπει να εφαρμόζεται και από τους προσκείμενους στην κομμουνιστική ιδεολογία καλλιτέχνες δημιουργούς. Αν δεν αντιμετωπίζουν την τέχνη αγωνιστικά, σαν πάλη για να φτάσουν σε ανακαλύψεις και αποκαλύψεις, τότε θα γλιστρήσουν στη στείρα πολιτικολογία. Ο Ενγκελς, αναφερόμενος στη λογοτεχνία, συχνά τόνιζε ότι όσο πιο κρυμμένες μένουν οι απόψεις του δημιουργού, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης. «Η στράτευση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αντλείται μέσα' απ' την ίδια την κατάσταση κι από τη δράση, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα...», έγραφε.

Διαλεκτική ενότητα μορφής και περιεχομένου

Ο αγώνας μάλιστα για την αλήθεια δεν αφορά μόνο το περιεχόμενο, αλλά τη διαλεκτική ενότητα μορφής και περιεχομένου. Γιατί όταν η έμφαση δοθεί στη μορφή, σύμφωνα με τις επιταγές της αστικής αισθητικής, τότε η τέχνη ξεπέφτει στο φορμαλισμό. Αν πάλι το βάρος πέσει αποκλειστικά στο περιεχόμενο, τότε δεν είναι τέχνη, γιατί αναμφισβήτητα το ειδοποιό χαρακτηριστικό της τέχνης είναι το αισθητικό επίτευγμα.

Αν αποφευχθούν αυτοί οι κίνδυνοι δεν υπάρχει κανένας λόγος να τρομάζει ο καλλιτέχνης μπροστά στη στράτευση και να την αποκηρύσσει, ακόμη και αυτή την αποκαλούμενη κατά παραγγελία τέχνη. Η ιστορία της τέχνης έχει αποδείξει περίτρανα ότι καμία αντίφαση δεν υπάρχει ανάμεσα στην τέχνη και τη στράτευση. Στρατευμένο στις κοινές υποθέσεις της πόλης των Αθηνών ήταν το αττικό δράμα, τα έργα του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Σοφοκλή, του Αριστοφάνη. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα που αναφέρει ο Μάρκος Αυγέρης στα Αισθητικά του από το έργο «Ανδρομάχη», που έγραψε ο Ευριπίδης στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, επιδιώκοντας να εμπνεύσει το μίσος των Αθηναίων για τη Σπάρτη.

Οι πιο σιχαμεροί μες στους ανθρώπους οι Σπαρτιάτες
Πρώτοι στα ψέματα
... κακών μηχανορράφοι ,γράφει
και ακόμη χειρότερες παρουσιάζει τις Σπαρτιάτισσες:
μηδέ κι αν θέλει Σπαρτιάτισσα κόρη φρόνιμη νάναι δε δύνεται,
που αφήνοντας έρμα τα σπίτια γυρίζουν μαζί με τους νιους
και τάχουν κοινά ούλα τους, δρόμους, παλαίστρες,
με γυμνά τα μεριά, ανασκωμένα τα πέπλα.

Στρατευμένος ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Ρήγας και στη συνέχεια οι περισσότεροι καλλιτέχνες στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφύλιου, χωρίς η τέχνη τους να στερηθεί ούτε στο ελάχιστο τους χυμούς και την πνοή της αληθινής ζωής.

Αλλά και η κατά παραγγελία τέχνη
για ποιο λόγο να εξορκίζεται
και να ρίχνεται στο πυρ το εξώτερον;

Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσα από τα κορυφαία σε παγκόσμιο επίπεδο έργα τέχνης έχουν γίνει κατά παραγγελία - η Ακρόπολη των Αθηνών, τα έργα του Φειδία, οι θρυλικές τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα, το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, η 5η Συμφωνία του Μπετόβεν και χιλιάδες άλλα - για να καταλάβει ότι δεν είναι η παραγγελία, το να δίνει κανείς στον καλλιτέχνη το θέμα της δημιουργίας του, που βλάπτει σοβαρά την τέχνη, αλλά η εμπορευματοποίησή της, η στράτευσή της στις ανάγκες της επιχειρηματικότητας και της κερδοφορίας, που απαιτούν «τέχνη» που «να πουλάει». Στις περιπτώσεις μάλιστα που ο παραγγελιοδότης ήταν η εργατική τάξη δημιουργήθηκαν αξεπέραστα ως τις μέρες μας αριστουργήματα όπως η Γκουέρνικα του Πικάσσο, ο Πύργος του Τάτλιν, οι τοιχογραφίες των Μεξικανών ζωγράφων Σικέιρος και Ριβέρα, πολλά από τα ποιήματα του Μπρεχτ, του Ρίτσου και άλλων πολλών δημιουργών, που με συνείδηση του ταξικού τους χρέους και υψηλή κομματικότητα ποτέ τους δεν είδαν την τέχνη ως αυτοσκοπό, που επιμολύνεται όταν ασκεί εξω-αισθητικές λειτουργίες και ποτέ δε θεώρησαν ότι μειώνεται η καλλιτεχνική τους υπόσταση όταν αγωνίζεται για το δίκιο και την αλήθεια. «Εμείς αντλούμε την αισθητική μας, καθώς και την ηθική μας από τις ανάγκες του αγώνα μας», έγραφε χαρακτηριστικά ο Μπρεχτ, που ακόμη και ο ρυθμός της ποίησής του είναι πολεμικός.

Δύο θέματα της κομουνίστριας εικαστικού
Εύας Μελά, με θέμα την Παλαιστίνη και τη Μεσόγειο

Τέχνη για την ανύψωση του ανθρώπου

Η αλήθεια είναι πως οι καλλιτέχνες που εμφορούνται από την επιστημονική κοσμοθεωρία του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού κινδυνεύουν πολύ λιγότερο να προδώσουν τη δημιουργική λειτουργία της τέχνης. Και αυτό γιατί η κοσμοθεωρία τους δεν είναι δόγμα, μια μεταφυσική προκατασκευή, αλλά μέθοδος ανάλυσης, κατανόησης και παρέμβασης στην πραγματικότητα. Η πραγματική ελευθερία στην τέχνη δεν μπορεί να θεμελιωθεί στις ατομικές ιδιορρυθμίες και τα τυφλά εσώψυχα, αλλά στη γνώση των αντικειμενικών εσωτερικών νομοτελειών κίνησης της ζωής, γιατί μόνο έτσι η τέχνη μπορεί να επενεργήσει σ' αυτήν και να την αλλάξει. Η πραγματική ελευθερία στην τέχνη είναι τελικά η στράτευση στο πλευρό των δυνάμεων που προσπαθούν να ανοίξουν το δρόμο στο μέλλον και γι' αυτό αναδείχνουν την τέχνη σαν παράγοντα ανύψωσης του ανθρώπου σε όλο και πιο πολύπλευρο, σε ολοκληρωμένο άνθρωπο.

 ___________________

💥 Η Φώτο καλή αλλά όχι καλλιτεχνική
Δείτε _
Ο Ξωχωρίτης μπάρμπα-ΛΙΑΣ - ένας επώνυμος | “ανώνυμος” της ταξικής πάλης των “πέτρινων χρόνων”