ΛΛ. ΚΚ. Σταυρούλα Ζ _PetraMani κλπ ___ Με τη Μάνη _τη Μεσσηνιακή
κυρίως είχα πάντα μια σχέση αγάπης και αναζήτησης. Στο (Ε)Ξωχώρι(ον)
_αποτελείται από
3-4 συνοικισμούς (Ξωχώρι “Κέντρο”, Νίκοβο, Πρίπιτσα -Χώρα) που συνέθεταν
την παλιά Ανδρούβιστα για αιώνες πρωτεύουσα και κέντρο της περιοχής πήγα για
πρώτη φορά το 1976 _δείτε εδώ
και η Πυραμίδα του Ταΰγετου θωρεί ακλόνητη και
μας περιμένει _ Αποτελούσε
παλιότερα σημείο διόδου (μέσω Βυρού) από Λακωνία προς Μεσσηνία. Από την άλλη
μεριά του Ταΰγετου το κεφαλοχώρι Ξηροκάμπι ΝΔ της Σπάρτης (14 χλμ) στις
ανατολικές υπώρειες του βουνού (Ξηροκάμπια _από το ξηρός+κάμπος, υπάρχουν κι
άλλα _πχ Τσερόκαμπε ή Τσεροκάγκι είναι μικρός ορεινός τσακωνικός οικισμός
στην Αρκαδία κλπ). Μάνη λοιπόν κάποτε με τους Πύργους της με ορθογώνια σχήματα
και στενά ανοίγματα – αμυντικά χαρακτηριστικά της μανιάτικης κατοικίας, πέτρινα
σπίτια χτισμένα χωρίς σοβά, δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής και αυτάρκειας, σήμερα
αλωμένη από την τουριστική (υπερ)εκμετάλλευση, αλλά πάντα τοπίο άγονο, τραχύ με
ελαιόδεντρα και φρυγανώδη βλάστηση με κάποιους στενούς χωμάτινους ή μπετένιους
δρόμους – με άφθονα τα ίχνη του σύγχρονου πολιτισμού (μεταξύ άλλων και σάπια
αυτοκίνητα εδώ κι εκεί). Η ηλικιωμένη _ντυμένη στα μαύρα, με παραδοσιακή
φορεσιά χηρείας – σύμβολο της σεμνότητας και σεβασμού στην παράδοση γυναίκα
είναι πια στα παρδαλά της. Κάθεται ακόμη στις ξερολιθιές – δείγμα του τρόπου με
τον οποίο δομούνταν τα αγροτικά περιβάλλοντα, αλλά και στις μπυρερίες και τις
καφετέριες. Το περήφανο – χαρακτηριστικό του μανιάτικου ήθους βλέμμα της έχει
εξαφανιστεί. Η φιγούρα αυτή στο διάβα του χρόνου δεν είναι απλώς μια εικόνα, είναι
ένα πορτρέτο άλωσης της περιοχής (και όχι μόνο). Ξεκινώντας από την αυτονομία
και πολεμική φύση των Μανιατών, την παραδοσιακή δομή της κοινωνίας, όπου οι
γυναίκες έπαιζαν καθοριστικό ρόλο, την αιώνια πάλη με το άνυδρο και άγριο
περιβάλλον, τη σεμνότητα και αξιοπρέπεια του παρελθόντος και φτάνοντας στο
σήμερα. Το "Μάνη: Σιωπή και Πέτρα" καταρρέει, μόνο το άγριο,
ανεμοδαρμένο τοπίο, όπου ακόμη κάποιοι παλιοί πύργοι (και χιλιάδες νέα
δημιουργήματα _μαϊμούδες) ξεφυτρώνουν απ’ τη γη.
Η γερόντισσα στη φωτογραφία —ντυμένη στα μαύρα, με μάτια που κουβαλούν πολέμους, γάμους, θρήνους και γενιές— δεν ποζάρει δεν μαρτυρεί πια. Η μάνα, γιαγιά, αδερφή, χήρα ό,τι απέμεινε να θυμίζει ότι εδώ οι άνθρωποι δε μιλούν πολύ, αλλά ζυγίζουν κάθε λέξη με τη σοβαρότητα του βράχου έγινε “πόλις εάλω”. Αυτή είναι η Μάνη· για όσους (ακόμη) την αντέχουν. Σήμερα γεμάτη από χάντρες για ιθαγενείς του Κολόμβου και μπιχλιμπίδια. Μονάχα η πέτρα παραμένει. Επόμενη στάση: Μανιάτικα
Μανιάτικα _ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο του μανιάτικος (μόνο πληθυντικό) _maˈɲa.ti.ka _ \ Μα‐νιά‐τι‐κα: Αν ξέρεις τα “Μανιάτικα” μόνο από τα
ρεπορτάζ της τηλεόρασης, τότε, χωρίς αμφιβολία, φαντάζεσαι ένα “γκέτο” κάτι σαν
το Χάρλεμ. Κακόφημα κέντρα, κρησφύγετα συμμοριών και άλλα παρεμφερή _βλ το “μανιάτικο
λόμπι” του Πειραιά _Καθημερινή, 4 Μαρτίου 2007.
Σε ότι μας αφορά δΔε χρειάστηκε ο νέος σταθμός του μετρό (μπήκε σε λειτουργία Οκτ-2022) για να επισκεφθούμε μία από τις λιγότερο
γνωστές και _όπως λένε την πιο sui generis γειτονιά του Πειραιά, λόγω Έφης και
οδού Μακεδονίας, ανηφορίζοντας την οδό Αιτωλικού, περνώντας τις παλιές γραμμές
του τρένου (οδός Μεθώνης), όπου ο υποφαινόμενος το 1961 και 62 δούλευε
φρεζαδόρος, τορναδόρος στο μηχανουργείο του μπάρμπα του Θόδωρου _εκεί έμαθα και
“γαζί” κόλλημα με ηλεκτροκόλληση _“ανεβατό”
“Στα Μανιάτικα δεν έχει γέλια”
Καλώς ήρθατε στα Μανιάτικα (του Πειραιά)· εδώ που οι κυλιόμενες σε βγάζουν σε μια καινούργια νεόκοπη _υποτυπώδη πλατεία, που γεννήθηκε μαζί με τον σταθμό· αυτός είναι ο πρώτος new style κοινόχρηστος χώρος σε ολόκληρα τα Μανιάτικα. Και, για να μπει η γειτονιά στον χάρτη του μετρό, χρειάστηκε να απαλλοτριωθούν κάποια παλιά σπίτια _μισοερείπια: την ησυχία που επικρατεί στην επιφάνεια της πλατείας, παρά το πηγαινέλα των επιβατών, διακόπτει η μεσόκοπη κυρία _ “εδώ κοίτα Σοφία με λένε” … “Εμείς οι Μανιάτες είμαστε ήσυχοι άνθρωποι. Αρκεί να μη μας πειράξεις”, λέει με νόημα από το μπαλκονάκι της σε ένα προπολεμικό σπίτι στον λόφο του Βώκου, το ανατολικό όριο της συνοικίας, παραπέμποντας στο βιβλίο του Χαριτόπουλου (Εκ Πειραιώς _εκδόσεις Τόπος), τη δική του βιωματική ανθολογία της πόλης όπου γεννήθηκε: “Στα Μανιάτικα επικρατεί μια απατηλή ηρεμία που δεν συναντάς σε καμία άλλη συνοικία του Πειραιά, που οι άνθρωποι μιλάνε δυνατά, γελάνε, κάνουν παρέα, τσακώνονται, τα ξαναφτιάχνουν και πάλι φίλοι είναι. Στα Μανιάτικα δεν έχει γέλια, τραγούδια και ελαφρότητες, όλοι είναι σκυθρωποί και τσιτωμένοι και η κάθε ήσυχη ημέρα που περνάει μοιάζει εύθραυστη εκεχειρία σε εμπόλεμη ζώνη. Αγέλαστοι άνθρωποι, αυστηροί, χωρίς φόβο και έλεος, πέτρινοι σαν τον φοβερό βραχότοπο που εγκατέλειψαν για να βρεθούν στριμωγμένοι σε ένα καμαράκι με τσίγκια ή πισσόχαρτα στη σκεπή, σε μια αυλή με άλλες δυο τρεις οικογένειες. Σαν να μην έφτανε που έφεραν τις παλιές έχθρητες από τη Μάνη”.
Ένας αιώνας βεντέτες και φονικά
Τα Μανιάτικα του Χαριτόπουλου είναι μια σκοτεινή αντήχηση ενός αιώνα ζωής, από το 1870 περίπου, όταν οι πρώτοι Μανιάτες εποίκισαν τη δυτική, απάτητη εκείνη την εποχή, όχθη του λιμανιού, μέχρι τα χρόνια της χούντας και τα τελευταία φονικά που καταγράφηκαν στη γειτονιά· βαριά κληρονομιά βάρβαρων εθίμων όπως οι “γδικιωμοί” (παραφθορά της λέξης “δικαιωμός”, δικαίωση, λέει ο Στέφανος Μιλέσης, αφοσιωμένος μελετητής της τοπικής ιστορίας του Πειραιά). Γδικιωμός είναι η μανιάτικη βεντέτα, όταν ράγιζε το γυαλί ανάμεσα σε κοντοχωριανούς και άρχιζαν οι έριδες, που συνήθως δεν είχαν καλό τέλος. Μάγκες, αλάνια, τροτέζες, μεροκαματιάρηδες και φυσικά ο Θρύλος είναι οι πρωταγωνιστές στο νέο βιβλίο του συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου για τη ζωή στο μεγάλο λιμάνι την περίοδο 1947-1967
Οι Πειραιώτες του Χαριτόπουλου
Τις εποχές όπου ο κόσμος είχε μπέσα, άγρια ένστικτα και ανοιχτή καρδιά ο Διονύσης Χαριτόπουλος τις ξέρει καλά. Εκεί κάτω στο λιμάνι όπου περιφέρονταν πραγματικές γυναίκες και άνδρες, ιερόδουλες, μάγκες, μεροκαματιάρηδες, άνθρωποι του πόνου που τιμούσαν τον λόγο τους, το ψωμί κι ο συγγραφέας έβρισκε τα πρώτα υλικά για τα βιβλία του από την εποχή που έγραφε το “η νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι”. Στο νέο του βιβλίο αφθονούν οι ιστορίες από τον Πειραιά μιας άλλης εποχής, από το 1947-1967, με εμβόλιμα αποσπάσματα από τις ειδήσεις για πραγματικά πρόσωπα -τους εφοπλιστάδες της εποχής, τους ποδοσφαιριστές και τις διάσημες εταίρες- και όχι μόνο. Άλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σεφέρη, “Πειραιά, ου μ’ εθέσπισεν”. Στο μυαλό και στη σάρκα.
Οι φυλές του Πειραιά
Δύο είναι οι φυλές του Πειραιά. Και το αόρατο τείχος που τις χωρίζει είναι σκληρό κι αδιαπέραστο σαν το τείχος του Βερολίνου· αρχίζει από το πάνω φρύδι του Λιμανιού, τα μηχανουργεία του Άγιου Διονύση, και φτάνει ως τις φάμπρικες γύρω από το γήπεδο Καραϊσκάκη. Από την αποδώ πλευρά, τη βιτρίνα της πόλης, Πλατεία Κοραή, Δημοτικό Θέατρο, Καστέλα, Πασαλιμάνι, Φρεαττύδα, άντε και τις δυο νησιώτικες παροικίες, Χατζηκυριάκειο, Καλλίπολη, σε σπίτια κανονικά μέχρι αρχοντόσπιτα, κατοικούν επί το πλείστον πλοιοκτήτες, καπετάνιοι, εμπορευόμενοι, καθηγητές, δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιωτικοί, το ανώτερο πλήρωμα των καραβιών, τελωνειακοί, εκτελωνιστές, και την περνάνε από υποφερτά έως ζάχαρη, χάρη στα πλούσια ελέη του Λιμανιού. Στην αποκεί πλευρά, τον βαθύ Πειραιά, με τις βόρειες συνοικίες πάνω από το Λιμάνι, Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Καμίνια, Ταμπούρια, Αμφιάλη, Κοκκινιά, Άσπρα Χώματα, Πέραμα, Αγιά Σοφιά, Μανιάτικα, τα κανονικά σπίτια είναι μετρημένα· όλο παράγκες, παραπήγματα, χαμοκέλες, χαμόσπιτα που ανασαίνουν εργάτες και εργάτριες, μικροπωλητές, ναυτεργάτες και χαμάληδες στο Λιμάνι, αλλά και οι μάγκες, τα αλάνια κι οι αϊτονύχηδες της πιάτσας· γι’ αυτό, αν και η Τρούμπα ανήκει γεωγραφικά στον κεντρικό Πειραιά, την κουμαντάρουν και την περιδιαβαίνουν νύχτα μέρα τα αγόρια των συνοικιών, ενώ για τα καλόπαιδα του κέντρου η Τρούμπα είναι περιοχή απαγορευμένη. Τα αγόρια των καλών περιοχών και οι επισκέπτες της πόλης δεν περνάνε το αόρατο τείχος προς τις συνοικίες, δεν έχουν κανέναν λόγο για μπλεξίματα. Αλλά έρχονται οι συνοικίες στο κέντρο. Ιδίως τα Σαββατόβραδα πολλά αγόρια από τις ζόρικες γειτονιές ντύνονται τα καθαρά τους, λαδώνουν το μαλλί και κατηφορίζουν για βόλτα στον λουσάτο Πειραιά, να χαζέψουν φωτισμένες βιτρίνες, περιποιημένα κορίτσια, να δουν νέα έργα στο σινεμά, που δεν παίχτηκαν ακόμα στην περιοχή τους, να πιουν καφέ στα ζαχαροπλαστεία Πασαλιμανιού και πλατείας Κοραή, και με την παρουσία και το τσαμπουκαλεμένο φέρσιμό τους ενοχλούν τα τζιμάνια του κέντρου.
Ο μάγκας και η τραγουδίστρια
Ο μάγκας πήρε τη μικρή τραγουδίστρια κι έφυγε. Όχι επειδή τον τρέλαναν τα σκέρτσα της, αλλά επειδή έτσι. Ούτε βλέφαρο δεν έπαιξε στο σκυλάδικο, ποιος να κουνηθεί και τι να κάνει· μόνο ένας νεαρός σερβιτόρος τούς πήρε στο κατόπι, κι αυτός από μακριά. Ο μάγκας πήγε τη μικρή πίσω από τον Ηλεκτρικό Σταθμό, αρχή Μαυρομιχάλη στου ΜΕΛΕΤΗ, που είναι ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο για εργάτες και ξενύχτες, με πατσά πρώτης, γιουβαρλάκια, τασκεμπάπ με χοντρό μακαρόνι, κεφτέδες στη σάλτσα.
Ο πατσάς τον αηδίαζε. Ούτε αυτή ήθελε.
Πήραν από μία μακαρόνια με
κιμά κι άρχισαν να τρώνε· από το τζάμι της πόρτας έκοψε τον νεαρό σερβιτόρο του
σκυλάδικου να βολτάρει στο πεζοδρόμιο. Ο μάγκας είναι μάγκας της αρχιεπισκοπής,
όχι κάνα παρακατιανό κουτσαβάκι της πιάτσας· δεν καταδέχεται να μανουριάσει με
τον πιτσιρικά για τα κόλπα μιας μικρής που ακόμα μετράει τον ίσκιο της.
Του έγνεψε να μπει μέσα.
Ο σερβιτόρος μπήκε υπάκουα κι ήρθε πάνω από το τραπέζι τους.
- Κάτσε να φας.
Ο νεαρός ξαφνιάστηκε από την καλή υποδοχή· κάθισε σεμνός και μαζεμένος. Το
κορίτσι αμίλητο, σκυμμένο στο πιάτο του.
- Τι τρέχει μ’ αυτή; τον ρωτάει.
Ο νεαρός δεν απάντησε.
- Ακούω, γυρνάει στη μικρή.
Βουβαμάρα.
Ο μάγκας τράβηξε αργά την καρέκλα του πίσω και σηκώθηκε.
- Δικιά σου, λέει του σερβιτόρου. Με δυο μάπες θα στρώσει.
Πλήρωσε τον λογαριασμό και τους άφησε μόνους.
Ο θρυλικός Μπούκοβι
Ο προπονητής του Ολυμπιακού
Μάρτον Μπούκοβι ή “Μάρτσι Μπάτσι” _Θείος Μάρτσι για τους Μαγυάρους, και “Πατέρας”
για τους οπαδούς του Θρύλου, βγήκε από το ξενοδοχείο ΚΑΣΤΕΛΑ, που έχει
εγκατασταθεί από τότε που ήρθε στον Πειραιά. Καλύτερο τόπο διαμονής δεν θα
μπορούσαν να έχουν βρει για τον ξένο στα μέρη μας προπονητή, και αυτός
απολαμβάνει κάθε φορά την πρωινή βόλτα του: μόνο εδώ βρίσκει λίγη ησυχία με
αυτούς τους τρελούς οπαδούς που έχει μπλέξει και τον κυνηγάνε παντού.
Η Καστέλα είναι μια καλλονή με παλιά αρχοντόσπιτα που κατηφορίζουν από την
κορυφή του λόφου ως κάτω στο κύμα της θάλασσας, με ήρεμους, ευγενικούς
ανθρώπους και μικρά κίτρινα τρόλεϊ FIAT, που δεν μουγκρίζουν οι μηχανές τους σαν των
λεωφορείων, αλλά ρολάρουν αθόρυβα στον κεντρικό της δρόμο. Τα τρόλεϊ στην
Καστέλα είναι σαν σχολικά αυτοκίνητα που οι επιβάτες γνωρίζονται μεταξύ τους
όπως οι συμμαθητές: οι οδηγοί και οι εισπράκτορες με τις καφετιές στολές σαν
πιτζάμες και τα άσπρα τους πηλήκια με γείσο ξέρουν με τα μικρά ονόματά τους
καλοντυμένους ηλικιωμένους και τις φορτωμένες ψώνια παραδουλεύτρες, λένε τα νέα
τους, τα βάσανα και τις χαρές, ανταλλάσσουν συμβουλές και ευχές, λες και
ανήκουν όλοι σε έναν ιδιαίτερο κόσμο, όλο καλοσύνη και ενδιαφέρον για τον
άλλον.
Ο Μπούκοβι ακολουθεί πάντα την ίδια πρωινή διαδρομή να πάει στο Πασαλιμάνι για
καφέ: περπατάει, χωρίς να βιάζεται, στο πεζοδρόμιο προς τη θάλασσα, περνάει
πάνω από τον Βασιλικό Ναυτικό Όμιλο με δάσος κατάρτια των ιστιοπλοϊκών, μετά
έξω από το Κάβο Ντόρο του σκληρού Μανιάτη Φωτάκου με τ’ όνομα, μπροστά από τα
σκαλάκια που κατεβάζουν στη “Σπηλιά” του δαιμόνιου Παρασκευά, που μετέτρεψε το
αρχαίο σπήλαιο Σηράγγειον στο διασημότερο κέντρο διασκέδασης, κάτι μεταξύ
μπουζουκάδικου και βαριετέ, που εμφανίζονται Μαρούδας, Γούναρης, Χιώτης, Λίντα,
Βλαχοπούλου, Μπελίντα, Λάουρα, Μελάγια, Μπιθικώτσης και βέβαια η θεά επί της
Γης Μάριον Σίβα, το αστέρι της πίστας, που θαμπώνει άντρες και γυναίκες· μόλις
εμφανίζεται, δεν χρειάζεται να τραγουδήσει, οι θαμώνες τη θαυμάζουν άφωνοι και
η ορχήστρα ξεχνιέται να παίξει, ενώ στα τραπέζια της “Σπηλιάς” βλέπεις το ανφάν
γκατέ των φραγκάτων και της αριστοκρατίας παρέα με διασημότητες, Ωνάση, Κάλλας,
Ρενιέ, Γκρέις Κέλι, Μάρλον Μπράντο, Αντονι Κουίν, Τζέιν Μάνσφιλντ, Σοφία Λόρεν,
Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Αλέν Ντελόν, Ρόμι Σνάιντερ, Σιμόν Σινιορέ.
Βέβαια ούτε στην Καστέλα ο Μπούκοβι γλιτώνει εντελώς από τους γαύρους, είναι
μέχρι να τον αντιληφθούν οι οδηγοί των αυτοκινήτων που περνάνε. Αρχίζουν ο ένας
μετά τον άλλον να κορνάρουν για χαιρετισμό, και κάποιοι ωρύονται για να τον
πάρουν μαζί τους.
Πήγε πρώτη φορά με κορίτσι στο ξενοδοχείο. Φέρθηκε ακριβώς όπως τον είχαν δασκαλέψει οι μεγαλύτεροι στο καφενείο: έδωσε ταυτότητα στον υπάλληλο της ρεσεψιόν, η κοπέλα περίμενε πιο πίσω, πήρε το κλειδί και ανέβηκαν στο δωμάτιο. Οι κουρτίνες στο παράθυρο ήσαν τραβηγμένες και δεν έμπαινε φως: γύρισε τον διακόπτη, και μια λάμπα άναψε πλάι στο διπλό κρεβάτι. Στο ξένο δωμάτιο ένιωσε μαγκωμένος. Εδώ πέφτουν τα προσχήματα, ξέρουν και οι δυο τον λόγο που ήρθαν, γι’ αυτό χρειάζεται μια προθέρμανση, να σπάσει η κρυάδα.
Από την αρχή το πάνω χέρι το είχε εκείνη.
Πωλήτρια σε καλό μαγαζί στο
Πασαλιμάνι, πιο ξεβγαλμένη στον κόσμο, δυο-τρία χρόνια πιο μεγάλη, και στην
ουσία αυτή που τον καμάκωσε με το θάρρος που του έδωσε.
Τώρα σειρά του να πάει παρακάτω.
Έπρεπε να πάρει πρωτοβουλία, να οδηγήσει τα πράγματα, και το έκανε όσο πιο
γλυκά μπορούσε: σε λίγο βρέθηκαν γυμνοί στο κρεβάτι, και τα κορμιά αγρίεψαν,
αλλά, παρά τη μεγάλη έξαψη και λίγο πριν το τελικό μπάσιμο, είχε ακόμα μυαλό να
προσέξει την αλλόκοτη συμπεριφορά της κοπέλας: έδειχνε ότι ανταποκρίνεται με
πάθος, κόρωνε μαζί του, μα είχε βάλει το χέρι της κάτω από το κρεβάτι και
ψαχούλευε τον σωμιέ. Μάλλον βρήκε κάποιο συρματάκι να εξέχει, τρύπησε το
δάχτυλό της στη ρώγα, να τρέξει λίγο αίμα, το έφερε μπροστά και πέρασε με τρόπο
το ματωμένο δάχτυλο ανάμεσα στα πόδια της.
Ο νεαρός έπιασε το νόημα.
Κατάλαβε πως αν έκανε ότι δεν είδε, προκειμένου να μη χαλάσει τη φτιάξη, μετά
θα έμπλεκε με απαιτήσεις παράλογες. Τραβήχτηκε αποπάνω της και ανασηκώθηκε:
- Γιατί το έκανες αυτό, της λέει αυστηρά.
Τι να πει; έβαλε τα κλάματα.
Μόνιμη κάτοικος της γειτονιάς από το 1958, όταν άφησε πίσω της τους Μολάους
Λακωνίας, η αεικίνητη κυρία Μαρίνα Παυλή. Αν και η κυρία Μαρίνα Παυλή, που ζει για
σχεδόν 60 χρόνια σε ένα σπίτι δίπλα στον νέο σταθμό, θυμάται πολύ καθαρά δύο
φονικά σε καφενεία της γειτονιάς, σήμερα ο περισσότερος κόσμος δείχνει
απρόθυμος να μιλήσει για εκείνα τα χρόνια.
Συνεχίζει ο Χαριτόπουλος: “Είναι φυσικό”, σχολιάζει η Μαρία Σαμπατακάκη,
ιστορικός και εισηγήτρια της έννοιας και πρακτικής της “δημόσιας και
εφαρμοσμένης” Ιστορίας στην Ελλάδα, δημιουργός του “hιστορισταί” και με
πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολύ ενδιαφέρον ερευνητικό πρόγραμμα “Μανιάτικα dark”,
που “τρέχει” σε συνεργασία με το μεταπτυχιακό Ψηφιακού Πολιτισμού του
Πανεπιστημίου Πειραιά. Της ζητάω να μου
πει περισσότερα γι’ αυτή τη δυσκολία να βγουν οι σκελετοί από την ντουλάπα. “Τα
Μανιάτικα κουβαλούν μια δύσκολη κληρονομιά, διαμορφώθηκαν από το εθιμικό δίκαιο
που έφεραν μαζί τους οι Μανιάτες, και αυτό περιλαμβάνει ουκ ολίγες αιματοχυσίες
για λόγους τιμής και όχι μόνο. Συνήθως αυτές οι διενέξεις έληγαν με μια
διαδικασία συμφιλίωσης των αντιπάλων που είχε τα χαρακτηριστικά ιεροτελεστίας.
Άπαξ και οι εχθροί “φίλιωναν”, κανείς δεν μπορούσε να ανασύρει ούτε διά της
εξιστόρησης την παλιά έχθρα. Επιπλέον, οι άνθρωποι σε παλιότερες κοινωνίες
είχαν περάσει πολλά και είχαν μάθει –καλώς ή κακώς– να σωπαίνουν, ήταν ο τρόπος
τους για να μη βρίσκουν τον μπελά τους αλλά και για να μπορούν να συνεχίσουν τη
ζωή τους”…. Ο κύριος Κυριάκος Λεκοδημήτρης, έξω από το σπίτι του.
Όπλα και σιωπή
Οι Μανιάτες ήταν οι τρίτοι που ήρθαν στον Πειραιά μετά τους Υδραίους και τους Χιώτες. Αντίθετα από τους νησιώτες, ήταν πάμφτωχοι και αντικατέστησαν τους Μαλτέζους στις πιο δύσκολες δουλειές του λιμανιού· ήταν κυρίως αχθοφόροι, χαμάληδες, το εργατικό δυναμικό που έκανε τις φορτοεκφορτώσεις, καθώς εκείνα τα χρόνια τα πλοία δεν μπορούσαν να αγκυροβολήσουν και οι μεταφορές επιβατών και εμπορευμάτων γίνονταν με βάρκες. Με τα χρόνια κέρδισαν τον έλεγχο του λιμανιού και αυτό οδήγησε, στις αρχές του 20ού αιώνα, σε αιματηρές συγκρούσεις με τους Κρητικούς του Πειραιά, συγκρούσεις με πολλούς νεκρούς, που προκάλεσαν την επέμβαση έφιππων ταγμάτων του στρατού. Πάντως, η φήμη μιας κλειστής και σκληρής κάστας ακολουθούσε τους Μανιάτες του Πειραιά για πολλές δεκαετίες. Ένα παλιό πειραιώτικο ρητό πήγαινε κάπως έτσι: “Μανιάτης είναι ο παπάς, Μανιάτης ο αστυνόμος, μανιάτικος κι ο νόμος”. Πάντως, εκείνο που καθόρισε τη “θέση” των Μανιατών στο λιμάνι ήταν η πατρωνία. Οι Μανιάτες ζούσαν σε φατρίες και δούλευαν με “αργατιές”, ισχυρά δίκτυα αλληλεξάρτησης δλδ που ήταν πολύ δύσκολο να διεμβολιστούν και να διαρραγούν. “Αυτά τα δίκτυα έως και τον Μεσοπόλεμο διοικούνταν με τα όπλα και τη σιωπή. Και ήταν ταυτόχρονα καταπιεστικά αλλά και προστατευτικά όσων αποτελούσαν κρίκο αυτής της αλυσίδας”.
Ρυμοτομία πειρατών
Δεν είναι τυχαίο ότι και οι
Μανιάτες αλλά και οι Κρητικοί εποίκισαν λόφους: τον λόφο Βώκου οι πρώτοι, του
Προφήτη Ηλία οι δεύτεροι.
“Οι Μανιάτες, φτάνοντας στον Πειραιά, ένιωθαν πιο άνετα με το να στήσουν τον
συνοικισμό τους σε έναν λόφο, κάτι που θύμιζε το άγριο τοπίο της Μάνης αλλά
εξασφάλιζε και οπτικό έλεγχο του λιμανιού”, σημειώνει μια κυρία … “Και κάπως
έτσι μπήκαν οι βάσεις για την ανθρωπολογική αλλά και κοινωνική διαίρεση του
Πειραιά”, προσθέτει ένας άλλος. Με άτυπη “συνοριογραμμή” τη σημερινή λεωφόρο
Ηρώων Πολυτεχνείου, έχουμε τη διχοτόμηση της Α΄ Πειραιώς: με τον κακόφημο,
“σκληρό” Πειραιά από τη μία και τον αστικό Πειραιά από την άλλη. Στην πρώτη
κατηγορία έχουμε Τρούμπα, Μανιάτικα, λιμάνι και στη δεύτερη Φρεαττύδα,
Πασαλιμάνι, πλατεία Αλεξάνδρας, Καστέλλα και Μικρολίμανο.
Η σκληροτράχηλη ζωή στα Μανιάτικα αποτυπώνεται και σήμερα στη στοιχειώδη ρυμοτομία της γειτονιάς. Πολλοί δρόμοι οδηγούν σε αδιέξοδα, παμπάλαια σπίτια στέκονται ερειπωμένα ανάμεσα σε πολυκατοικίες, η ανυπαρξία δημόσιων χώρων χαρακτηριστική, η διαφορά με τον αστικό αέρα των Υδραίικων, για παράδειγμα, χαοτική. Οι Υδραίοι (μαζί με τους Χιώτες) ήταν οι πρώτοι που εποίκισαν τον νεότερο Πειραιά, μεταφέροντας την εμπειρία της ναυτιλιακής οικονομίας και του εφοπλισμού _οι Μανιάτες ήρθαν αμέσως μετά, χρησιμοποιώντας τους ίδιους θαλάσσιους δρόμους και την ίδια ναυτική παράδοση μεν, αλλά στην άναρχη, την πειρατική της εκδοχή. Κατοίκησαν σε έναν λοφίσκο πολύ κοντά στο λιμάνι που είχε τη χρησιμότητα της βίγλας, ενός καλού σημείου θέασης δηλαδή, ώστε να βλέπουν την κίνηση των πλοίων. Έγιναν ένα είδος φθηνού εργατικού δυναμικού που ήλεγχε την εργασία και τις μεταφορές. Δεν είχαν τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες με τους Υδραίους, ούτε καλοβαλμένα σπίτια. Παρότι σήμερα δεν υπάρχει κάτι που να θυμίζει την παλιά συνοικία, διατηρεί ένα είδος περίκλειστης δόμησης που ταιριάζει ιδιαίτερα με τον τρόπο της ζωής τους και αντλεί από τους οχυρωματικούς οικισμούς της ιδιαίτερης πατρίδας τους.
Η ζωή μετά το μετρόΣτα Μανιάτικα του 2022, οι
παλιές ιστορίες αγγίζουν την επικράτεια του μύθου _ακόμα και η ανθρωπογεωγραφία
της γειτονιάς φαίνεται να αλλάζει σταδιακά, με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση
της πάλαι ποτέ γειτονιάς να κυριαρχεί. Την περίοδο των Ολυμπιακών πχ. χτίστηκαν
πολυώροφες πολυκατοικίες και η διάθεση των νέων διαμερισμάτων πήγε βασικά σε
“ξένους” _Έλληνες δλδ που δεν είχαν μανιάτικη καταγωγή. Όπως αντίστοιχα στην
Καισαριανή, τον Ταύρο, το Μοσχάτο κλπ. “Μπασταρδευτήκανε” δλδ… Πάντως, τα
εγκαίνια του σταθμού του μετρό είχαν επισκιάσει τα πάντα. Μαζί με την
ανακούφιση και τα καλαμπούρια _ “με το μισό δημοτικό συμβούλιο Μανιάτες, πώς να
μη γίνει σταθμός μετρό στα Μανιάτικα;”, θυμός για τις διαρκείς αναβολές της
ολοκλήρωσης του έργου· κυρίως από τους καταστηματάρχες του μόνου εμπορικού
δρόμου, της οδού Αιτωλικού, τμήμα της οποίας ήταν εργοταξιακός χώρος από το
2014 μέχρι και το άνοιγμα. Όσοι ήταν στο ενοίκιο προτίμησαν να κλείσουν το
μαγαζί τους… η προοπτική του μετρό έφερε νέα καταστήματα και αύξηση τιμών στα
ενοίκια.
Παράλληλα, λίγες εκατοντάδες μέτρα νοτιότερα βρίσκεται η άλλοτε βιομηχανική
ζώνη του Αγίου Διονυσίου, η ιστορική γειτονιά του Παπαστράτου, που έχει προσελκύσει
πλήθος επενδύσεων, με νέα συγκροτήματα γραφείων, πανάκριβης κατοικίας, γκαλερί
και μπαρ.
Σινέ “Καλιφόρνια” & “Αγία Σοφία”
Η πόλη του Πειραιά ιδρύθηκε
το 1835 και το αρχικό σχέδιο ήταν να εποικηθεί από Υδραίους και Χιώτες, επειδή _δήθεν
ήταν από αυτούς που συνεισέφεραν τα μέγιστα στην Επανάσταση. Οι Υδραίοι ήρθαν
κατά εκατοντάδες κι “έπιασαν” όλη την περιοχή προς Φρεατύδα και Άγιο Βασίλη, αντίθετα οι Χιώτες δεν ανταποκρίθηκαν
ιδιαίτερα και είχαν τον λόγο τους: μετά την καταστροφή του νησιού τους από τους
Τούρκους, πήγαν κατά χιλιάδες κι εγκαταστάθηκαν στη Σύρο, ιδρύοντας, κατά
κάποιον τρόπο, την Ερμούπολη. Το κράτος, τότε, αποφάσισε να κάνει μια
τροποποίηση του σχεδίου, προβλέποντας συνοικίες για παροίκους, οι οποίοι
άρχισαν να καταφθάνουν στον Πειραιά από τα νησιά και την Πελοπόννησο. Ανάμεσά
τους ήταν και οι Μανιάτες, οι οποίοι αρχίζουν να φτάνουν μαζικά από τη δεκαετία
του 1880. Καθώς οι Κρήτες είχαν ήδη προλάβει να “πιάσουν” το λόφο του Προφήτη
Ηλία, στην Καστέλλα, οι Μανιάτες, που ήθελαν να βρίσκονται κοντά στο λιμάνι,
εγκαταστάθηκαν στον αντικριστό λόφο, τον λόφο του Βώκου. Εκεί που βρίσκονται
σήμερα τα Μανιάτικα.
Σκληροτράχηλοι οι Μανιάτες,
στην αρχή δούλευαν σε λατομεία και σε καμίνια όπου έφτιαχναν ασβέστη, γρήγορα,
όμως, έγιναν αχθοφόροι _εκείνη την περίοδο στον Πειραιά τα πλοία δεν μπορούσαν
να δέσουν στο λιμάνι, αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά και βάρκες μετέφεραν επιβάτες
και προϊόντα στη στεριά. Έτσι, δύο ήταν οι βασικές ειδικότητες: αυτοί που
δούλευαν στις βάρκες και οι αχθοφόροι, που έπαιρναν τα προϊόντα με το που
έφταναν στη στεριά για να τα μεταφέρουν στον προορισμό τους. Πλοία και επιβάτες
έπρεπε να πληρώνουν “δικαιώματα”, τα αχθοφορικά και τα βαρκαδιάτικα και τότε
ήταν που οι Μανιάτες πήραν τα ηνία από τους Μαλτέζους, μαζί και τις δουλειές τους
κι έγιναν εκείνοι αχθοφόροι.
Κάποιος επιβάτης που κατέβαινε στο λιμάνι, ακόμη κι αν κουβαλούσε μόνος τα πράγματά του, έπρεπε να πληρώσει τους αχθοφόρους. Τον Φεβρουάριο του 1906 κατέφτασε στον Πειραιά το ιταλικό ατμόπλοιο “Φλόριο”, όπου ανάμεσα στους επιβάτες βρίσκονταν και 15 Κρητικοί αγωνιστές που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του Καπετάν Βάρδα, στην Κρητική Επανάσταση. Ένας από αυτούς αρνήθηκε να πληρώσει τον Μανιάτη αχθοφόρο (λέγεται ότι μετέφερε ένα κοφίνι πορτοκάλια), ο Μανιάτης τράβηξε το μαχαίρι του και τον χτύπησε. Τις επόμενες τρεις ημέρες το λιμάνι βάφτηκε στο αίμα. Κρήτες, από τον προφήτη Ηλία, και Μανιάτες από τον λόφο του Βώκου, συμπλέκονταν στο λιμάνι και αλλού κι έσπαζαν ο ένας τα μαγαζιά του άλλου, με τις εφημερίδες της εποχής να κάνουν λόγο για “εμφύλιο” _τα επεισόδια έληξαν με την παρέμβαση του ιππικού.
Tο εμβληματικό σινεμά “Καλιφόρνια”
Αρχικά κινηματοθέατρο (το έφτιαξε ο Νικόλας Μάμας, γυρνώντας από την Αμερική, από την Καλιφόρνια, όπου είχε πάει να δουλέψει – φαίνεται πως κατάφερε κι έβγαλε χρήματα), που λειτούργησε αρχές 1931 και για την εποχή του θεωρούνταν υπερσύγχρονο. Ο Μάμας πέθανε το 1941 και άφησε το “Καλιφόρνια” στον Δήμο Γαλαξιδίου _τόπο καταγωγής του, κι ο δήμος με το ενοίκιο που εισέπραττε από τους επιχειρηματίες που το εκμεταλλεύονταν σπούδαζε τα άπορα κορίτσια της πόλης. Την περίοδο της Κατοχής ήταν από τα ελάχιστα σινεμά που συνέχισαν να λειτουργούν, γιατί είχε καταφύγιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις διαφημίσεις για τα έργα που επρόκειτο να παιχτούν η σημείωση ότι υπήρχε καταφύγιο ήταν γραμμένη με μεγαλύτερα γράμματα από την ταινία. Το 1950 συνέβη μια μεγάλη τραγωδία. Η μηχανή προβολής υπερθερμάνθηκε και πήρε φωτιά. Από τον καπνό επικράτησε πανικός και στην είσοδο του σινέ (γωνία Παλαμηδίου και Βλαχάκη), ποδοπατήθηκαν και σκοτώθηκαν 8 άνθρωποι. Η ταινία που παιζόταν εκείνη την ημέρα ήταν το «Criss Cross» με τον Μπαρτ Λάνκαστερ και καθώς οι εφημερίδες έγραφαν για τη μεγάλη τραγωδία, η εταιρεία που τη διακινούσε στα σινεμά άλλαξε το όνομά της σε “κόκκινος διάβολος του Λος Άντζελες”. Όπως και άλλα μεγάλα σινεμά του Πειραιά (Κάπιταλ, Παλλάς στο Πασαλιμάνι κλπ) έκλεισαν τη δεκαετία του 1990 έτσι και το “Καλιφόρνια”, το οποίο _όπως πολλά παρόμοια ερημώνει μέρα με την ημέρα.
Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας
Το 1898 άρχισε να οικοδομείται η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, η οποία λειτούργησε το 1900. Η εικόνα της τότε ήταν η ίδια με τη σημερινή. Δεν ονομάστηκε Αγία Σοφία λόγω κάποιου αιτήματος των Μανιατών, αλλά προς τιμήν της συζύγου Σοφίας του τότε δημάρχου Πειραιά, Τρύφωνα Μουτσόπουλου, ο οποίος την έχτισε. Η εκκλησία αγιογραφήθηκε και διακοσμήθηκε το 1960 από τους Σούτσο και Γραικό, ενώ οι εικόνες του τέμπλου από τον Αχίλλειο Κρίθαρη, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν εφημέριος του ναού. “Αγία Σοφία” είναι και η “κανονική” ονομασία αυτής της συνοικίας του Πειραιά, η ονομασία Μανιάτικα επικράτησε, ας πούμε, στην καθομιλουμένη.
Μανιάτης είναι ο παπάς_
Μανιάτης ο αστυνόμος_
Μανιάτης
και ο νόμος
Το 1931 όλο το λιμάνι του Πειραιά ήταν προσβάσιμο, πλέον, στα πλοία. Αυτό είχε ως συνέπεια να εξαφανιστεί το επάγγελμα του βαρκάρη και να μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των αχθοφόρων. Έτσι, οι Μανιάτες άρχισαν να εργάζονται στον νεοσύστατο Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ). Είχαν τόση δύναμη οι Μανιάτες στον ΟΛΠ που λέγεται ότι όταν γεννιόταν αρσενικό παιδί στη Μάνη, στέλνονταν τηλεγράφημα που έγραφε “εγεννήθη άρρεν, κρατήσατε θέση”. Μεταπολεμικά, οι Μανιάτες άρχισαν να “εξαπλώνονται” σε πολλά επαγγέλματα. Πολλοί γίνονταν παπάδες ή αστυνομικοί. Έτσι βγήκε και η ρήση “Μανιάτης είναι ο παπάς, Μανιάτης ο αστυνόμος, Μανιάτης και ο νόμος”. Σήμερα οι Μανιάτες αποτελούν μεγάλο % του πληθυσμού του Πειραιά (κάποιοι υποστηρίζουν _πράγμα απίθανο το 35%) και μαζί με τους Κρήτες αποτελούν τις ισχυρότερες κοινότητες. Φεύγοντας, πέρασα από το δρόμο της λαϊκής αγοράς και μετά μετρό Μανιάτικα με το γλυπτό της Ηρωίδας Μανιάτισσας, του γλύπτη Πέτρου Γεωργαρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"