27 Αυγούστου 2025

Σωτηρία Μπέλλου ✨ βράδυ με τους Έλληνες στον Άδη

Από τις κορυφαίες αυθεντικές ερμηνεύτριες του λαϊκού μας τραγουδιού, η Σωτηρία Μπέλλου σφράγισε με τη μοναδική φωνή της δεκάδες μουσικές δημιουργίες. Οι ερμηνείες της δυνατές, συγκλονιστικές, δεν περιορίστηκαν στο να ψυχαγωγήσουν, αλλά κατάφεραν να συνεπάρουν, αγγίζοντας πολύ συχνά ευρύτερες κοινωνικές καταστάσεις.

Ασυμβίβαστη, με αγωνιστική διάθεση, δέθηκε με το λαό, όχι μόνο μέσα από τα τραγούδια της αλλά και με κοινούς αγώνες. Με αγωνιστική συνεισφορά στα χρόνια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, διακινούσε τον παράνομο “Ριζοσπάστη”. Δηλώνοντας αριστερή, δε δίστασε ακόμη και σε “μαύρες” εποχές να υπερασπιστεί τις πεποιθήσεις της.

Περιπλανώμενη ζωή
Περιπλανώμενο κορμί
Απ' τις βαθιές μου τις πληγές
Το αίμα αργοσταλάζει

Και τώρα που ζητώ στοργή
Κανείς δε με κοιτάζει
Περιπλανώμενη ζωή
Περιπλανώμενο κορμί

                            Τον πόνο έχω αδελφό
                            Μα τον κρατώ βαθιά κρυφό

                            Δεν έχω φίλους για να πω

                           Το ντέρτι που με καίει

Να ξαλαφρώσω την καρδιά
Που μέρα νύχτα κλαίει
Περιπλανώμενη ζωή
Περιπλανώμενο κορμί
Που είσαι μάνα να με δεις
Να κλάψεις, να με λυπηθείς
Απόκληρος μες στη ζωή
Κι από όλους ξεχασμένος
Να περπατώ και να πονώ
Είμαι καταραμένος
Περιπλανώμενη ζωή
Περιπλανώμενο κορμί
Βασίλης Τιτσάνης Κώστας Βίρβος

Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1921 στα Χάλια (Δροσιά) Χαλκίδας. Το πρώτο ερέθισμα ν' ασχοληθεί με το τραγούδι της δόθηκε σε ηλικία δέκα χρόνων. Μια μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου θα βρεθεί στην Αθήνα, αντιμετωπίζοντας προβλήματα επιβίωσης. Αναγκάζεται να κάνει πολλές δουλειές. Παράλληλα, παίζει κιθάρα και τραγουδά σε ταβέρνες. Συλλαμβάνεται, γιατί έκλεψε μια κουραμάνα. Αργότερα συμμετέχει στα Δεκεμβριανά και τραυματισμένη στο χέρι ξανασυλλαμβάνεται. Αποφυλακίζεται μέσω του Ερυθρού Σταυρού.

Μετά την Απελευθέρωση κι αφού έχει γνωρίσει την αγριότητα και τις εμφυλιοπολεμικές διώξεις, γνωρίζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ηχογραφούν μαζί δύο τραγούδια (τα πρώτα της), "Οταν πίνεις στην ταβέρνα" και "Το παιδί που είχες φίλο". Η επιτυχία μεγάλη, την καθιερώνει ως λαϊκή τραγουδίστρια. Μετά τη φυγή της από του "Τζίμη του Χοντρού", πηγαίνει στου "Παναγάκη", στην οδό Αλκαμένους, με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Εκεί τους συναντά ο νεαρός τότε Μάνος Χατζιδάκις και τους ζητά να εμφανιστούν στο "Μουσούρη", όπου αποθεώνονται.
Τα χρόνια ακμής του κλασικού λαϊκού τραγουδιού τη βρίσκουν στο ζενίθ της καριέρας της. Όλα τα μαγαζιά τη ζητάνε. Περιζήτητη είναι και στη δισκογραφία. Ηχογραφεί σε πρώτη εκτέλεση πολλά τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Απόστολου Χατζηχρήστου, Καλδάρα, Καπλάνη κ.ά.

Με την παρακμή του κλασικού λαϊκού τραγουδιού (αρχή δεκαετίας '60) η καριέρα της γνωρίζει κάμψη. Στη δουλιά ξαναβγαίνει το '63. Θ' ακολουθήσει η επανεμφάνισή της στη δισκογραφία και η συνεργασία της με τον Τσιτσάνη, στο “Χάραμα”.
Μπορεί να ήταν η “αρχόντισσα του ρεμπέτικου”, αλλά η Σωτηρία Μπέλλου το ίδιο ανεπανάληπτα ερμήνευσε και κομμάτια του έντεχνου τραγουδιού. Δε δίστασε να καταθέσει - με εξαιρετική επιτυχία - τη λιτή, δωρική φωνή της σε δημιουργίες των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου, Μούτση, Ανδριόπουλου, Λάγιου, Κουνάδη κ.ά.

·        Σωτηρία Μπέλλου (Αρχείο της ΕΡΤ)

_Ήταν 15 Ιουνίου 1994, όταν η Σωτηρία νοσηλευόταν στο νοσοκομείο "Ερυθρός Σταυρός", κυρίως, με αναπνευστικά προβλήματα και την επισκέφτηκε ο Χαρίλαος.

Συμπληρώθηκαν, 28 χρόνια από το θάνατο της σπουδαίας ερμηνεύτριας του ελληνικού τραγουδιού, του παιδιού που μαγευόταν από τις «φωνές των ψαλτάδων» κι έδωσε στα πρώτα χρόνια της εφηβείας δύσκολη μάχη, διεκδικώντας το δικαίωμα να γίνει τραγουδίστρια. Ανυποχώρητη στην απαίτησή της, αποκτά την πρώτη της πολυπόθητη κιθάρα στα 13 της χρόνια, ενώ σε λίγους μήνες ζητά από τον πατέρα και της παίρνει δάσκαλο στο σπίτι για να μάθει μουσική. Οι καβγάδες, όμως, δεν σταμάτησαν σχεδόν ποτέ στο σπίτι. Ασυμβίβαστη και με αγωνιστική διάθεση, δέθηκε με το λαό, όχι μόνο μέσα από τα τραγούδια της, αλλά και με κοινούς αγώνες. Με αγωνιστική συνεισφορά στα χρόνια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, διακινούσε τον παράνομο «Ριζοσπάστη». Το '48, η Σ. Μπέλλου βρίσκεται στου «Τζίμη του Χοντρού», στην Αχαρνών, δίπλα στον Τσιτσάνη. Μαζί τους και οι Περιστέρης, Κασιμάτης, Κερομύτης, Στέλιος, Ρούκουνας, Τουρκάκης. Η άρνησή της να ανταποκριθεί σε μια παραγγελιά και να πει το «βασιλικό τραγούδι, όπως τότε το έλεγαν οι χίτες» «Του αϊτού ο γιος», έχει ως αποτέλεσμα τον ξυλοδαρμό της και την αποχώρησή της από την ταβέρνα.
Ζωή γεμάτη βάσανα, τραύματα, μα και «θάματα», μιας ανθρώπινης φύσης «εκρηκτικής», ανυπότακτης, καθόλα και αδιαπραγμάτευτα ελεύθερης και μιας ψυχής που έγινε «φωνή λαού», συμπυκνώνοντας τους αγώνες, τους καημούς και τους πόθους του, τις ήττες και τις νίκες του, τις λύπες και χαρές του, τους θρήνους και τα γλέντια του. Μια φωνή που σημάδεψε ανεξίτηλα το ελληνικό - λαϊκό και έντεχνο - τραγούδι του 20ού αιώνα.

                          

Ριζοσπάστης _via 902.gr
Σαράντα μέρες χωρίς την Σ. Μπέλλου

Σαράντα μέρες ακριβώς έκλεισαν χτες από τη μέρα που η αρχόντισσα του ρεμπέτικου, η Σωτηρία Μπέλλου, έφυγε για πάντα. Από τη μέρα που η φωνή του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού μας σίγησε. Λίγοι συγγενείς και ελάχιστοι φίλοι τη θυμήθηκαν και παραβρέθηκαν στην επιμνημόσυνη δέηση που τελέστηκε την περασμένη Κυριακή, στο Α Νεκροταφείο.

Η πίκρα της, έκδηλη τα τελευταία χρόνια της ζωής της, επιβεβαιώθηκε στην τελευταία "πράξη". Λίγοι αυτοί που τη θυμήθηκαν και την τίμησαν με την παρουσία τους στην κηδεία, τον περασμένο μήνα, λιγότεροι εκείνοι που δεν την ξέχασαν στο 40ήμερο μνημόσυνο. Είναι γνωστό ότι η Σωτηρία Μπέλλου "έφυγε", ουσιαστικά μόνη, δύο μέρες πριν κλείσει τα 76 της χρόνια, στις 27 Αυγούστου, στο νοσοκομείο "Μεταξά" του Πειραιά, χτυπημένη από τον καρκίνο του φάρυγγα, που είχε προσβάλει πριν τρία χρόνια το πολυτιμότερο όργανό της, τις φωνητικές χορδές. Η φωνή - σύμβολο του λαϊκού μας τραγουδιού, αυτή που μας διηγήθηκε πολλές "κουβέντες" και μας "ταξίδεψε" "μ' αεροπλάνα και βαπόρια" "στην πλατεία Βάθης" και πολύ πιο μακριά απ' αυτήν, έσβησε μετά από 50 χρόνια προσφοράς, αφήνοντάς μας, παντοτινή συντροφιά, τα εκατοντάδες τραγούδια, που σφράγισε με την αμίμητη ερμηνεία της.

Σωτηρία Μπέλλου _Πότε ντόρτια, πότε εξάρες
1η έκδοση, 2005 | επανεκδόθηκε
ISBN 960-16-1614-4 _ISBN-13 978-960-16-1614-8

Η πολυτάραχη ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου, οι αγωνίες,
οι αγώνες για την επιβίωσή της, αλλά και οι κοινωνικοί αγώνες της,
οι πίκρες, αλλά και οι χαρές μιας σπουδαίας καριέρας.
Μια ζωή γεμάτη βάσανα, τραύματα, μα και "θάματα",
μιας ανθρώπινης φύσης "εκρηκτικής", ανυπότακτης, καθ' όλα
και αδιαπραγμάτευτα ελεύθερης και μιας ψυχής που έγινε "φωνή λαού".
Μια φωνή, που σημάδεψε ανεξίτηλα το ελληνικό -λαϊκό και έντεχνο- τραγούδι του 20ού αιώνα.
Διηγήσεις
, της ίδιας αλλά και ανθρώπων που τη γνώρισαν,
πλούσιο φωτογραφικό υλικό και ντοκουμέντα

Ανταμώνει βράδυ με τους Έλληνες στον... Άδη

Κανένας δε μου έφταιξε
στις μαύρες συμφορές μου
τα ανοιχτά τα χέρια μου
τι τα ’χω και παλεύω

Το ξερό μου το κεφάλι
μ’ έφερε σ’ αυτό το χάλι

Ας ήμουνα λίγο σφικτή
φίλοι να τα κρατούσα
τη φτώχεια να χαιρέταγα
μποέμικα να ζούσα

Τώρα που φύγαν τα λεφτά
μου ’ρθε ο νους κι η γνώση
μα είναι πια πολύ αργά
κι ας το ’χω μετανιώσει

Μια μοναδική, ανόθευτη, λαϊκή φωνή σίγησε. Η Σωτηρία Μπέλλου δεν υπάρχει πια. "Εφυγε", ουσιαστικά μόνη, χτες το πρωί στο νοσοκομείο "Μεταξά" του Πειραιά (είχε εισαχθεί πριν λίγες ημέρες), χτυπημένη από τον καρκίνο του φάρυγγα, που είχε προσβάλει πριν τρία χρόνια το πολυτιμότερο όργανό της, τις φωνητικές χορδές. Η φωνή - σύμβολο του λαϊκού μας τραγουδιού, αυτή που μας διηγήθηκε πολλές "κουβέντες" και μας "ταξίδεψε" "μ' αεροπλάνα και βαπόρια" "στην πλατεία Βάθης" και πολύ πιο μακριά απ' αυτήν, έσβησε μετά από 50 χρόνια προσφοράς, αφήνοντάς μας, παντοτινή συντροφιά, τα εκατοντάδες τραγούδια, που σφράγισε με την αμίμητη ερμηνεία της. Η κηδεία της θα γίνει αύριο, στις 2.30μμ,(μέρα των γενεθλίων της, θα έκλεινε τα 76 της χρόνια), δημοσία δαπάνη (ο δήμος παραχωρεί τάφο και το ΥΠΠΟ κονδύλι από το ΛΟΤΤΟ για τα έξοδα της κηδείας) από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών, ενώ από τις 10πμ η σορός της θα εκτεθεί στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης. Τελευταία της επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στον Β. Τσιτσάνη.

Κορυφαία φυσιογνωμία στο ρεμπέτικο και το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, η Σ. Μπέλλου αποτέλεσε για πολλές γενιές σύμβολο. Χάρη στις δυνατές και σε βάθος ερμηνείες της, που δεν περιορίστηκαν μόνο στο να ψυχαγωγήσουν, αλλά κατάφεραν να συνεπάρουν, αγγίζοντας πολύ συχνά ευρύτερες κοινωνικές καταστάσεις. Η αμίμητη, μοναδική στο είδος φωνή της, έδωσε φτερά σε δεκάδες τραγούδια, κάνοντάς τα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ψυχής. Η Μπέλλου δεν τραγουδούσε απλώς τραγούδια. Τους έβαζε την ανεξίτηλη σφραγίδα της, προσδίδοντάς τους απαράμιλλη γοητεία. Αυτή του αληθινού, αυθεντικού και αφτιασίδωτου. Αυτή, που τόσο λείπει από τις σημερινές ερμηνείες. Και είναι αναμφισβήτητο ότι είχε μια εξαιρετική αλληλεπίδραση με το κοινό, με τους λαϊκούς ανθρώπους, στους οποίους απευθυνόταν. Μέσα από τις ερμηνείες της ήταν σαν ν' αντάλλασσε κάποιες από τις σκέψεις της με το λαϊκό άνθρωπο, αυτόν που έπαιρνε το μήνυμα και την έβαζε στην καρδιά του. Συγχωρώντας τις όποιες αδυναμίες της. Προσφέροντάς της, όπως το άξιζε άλλωστε, αγάπη, θαυμασμό. Μπορεί η Σωτηρία Μπέλλου μαζί με τη δόξα και την επιτυχία να γνώρισε και αρκετές πίκρες, όμως η αγάπη του απλού κόσμου δεν έπαψε στιγμή να τη συντροφεύει.

Ακόμα και στις πολλές, δύσκολες μέρες, που πέρασε νοσηλευόμενη στο νοσοκομείο "Σωτηρία". Ακόμα και στις άλλες, τις βασανιστικές, που ακολούθησαν και σημαδεύτηκαν από τον δύσκολο, προσωπικό αγώνα της με την αρρώστια. Ίσως αυτό να βρίσκει την εξήγησή του στην αντίληψη που είχε η ίδια για την τέχνη της. "Ο,τι έχω πει, έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή της στο "Ριζοσπάστη" (6/12/87), είναι βγαλμένο απ' τη ζωή. Κράτησα μια ποιότητα, γιατί για να πω ένα τραγούδι κάθομαι και το μελετώ. Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, να δω την έννοια του, πού καταλήγει... Ύστερα, όλα τα τραγούδια που 'χω πει τα 'χω αγαπήσει.Ορισμένα τα 'χω αγαπήσει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμένα μαζί μου. Εχω ένα που το 'χει γράψει ο Τσιτσάνης: "Ποια καρδιά δε θα ραΐσει". Αυτό το τραγούδι κάτι μου λέει. 'Η το "Η κοινωνία μ' έχει αδικήσει", το "Σταμάτησε μανούλα μου". Όλα τα τραγούδια τα ένιωθα όταν τα έλεγα, είναι βγαλμένα από μέσα μου". Αν και υπήρξε κατ' εξοχήν τραγουδίστρια του ρεμπέτικου η Σ. Μπέλλου το ίδιο επιτυχημένα ερμήνευσε και κομμάτια του έντεχνου τραγουδιού. Εχοντας στο ενεργητικό της τραγούδια των Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη κ.ά. δε δίστασε να καταθέσει τη λιτή, δωρική φωνή της σε δημιουργίες των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου, Μούτση, Ανδριόπουλου, Λάγιου, Κουνάδη κ.ά. Ασυμβίβαστη, με αγωνιστική διάθεση η Σωτηρία Μπέλλου, δέθηκε με το λαό, και με τα τραγούδια της και με κοινούς αγώνες. Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις στο "Ριζοσπάστη" (27/2/94) θυμόταν: "Και "Ριζοσπάστη" διακινούσα... Ημουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω... Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές".

Η μεγάλη φωνή,
εκείνη η φλόγα της ψυχής της Σωτηρίας Μπέλλου,
σιώπησε για πάντα.

Όμως, είναι βέβαιο ότι εκείνη η φωνή θα δοξολογεί για πάντα τους καημούς, τα όνειρα και τις αγωνίες του τόπου και του λαού μας.Μέσα από όλες τις εκρηκτικές αντιφάσεις που συνθέτουν το μύθο Μπέλλου, μπορεί κανείς - μέσα από μια σύντομη ανάγνωση της ζωής και του έργου της - να διακρίνει τα "τι" και τα "γιατί". Η ζωή της δεν ήταν ένα παραμύθι. Το δικό της παραμύθι δεν άρχισε ποτέ. Γιατί τα παραμύθια είναι προϊόντα της φαντασίας. Εκείνη βίωνε την πραγματικότητα μέσα από επιλογές, που ποτέ δεν της αναγνωρίστηκαν, ούτε άλλωστε το επιδίωξε, μέσα από επιλογές, που μόνο αρνητικά της χρεώθηκαν. Μέσα από αυτές τις εκρηκτικές αντιφάσεις που συνθέτουν το φαινόμενο Μπέλλου, υπάρχει, όμως, εκείνο που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ και από κανέναν: Η μοναδικότητα της φωνής της, η απαράμιλλη ερμηνευτική της κατάθεση, που την κατατάσσει στον κατάλογο εκείνων, που μόχθησαν, θυσίασαν, πρόσφεραν στην εξέλιξη της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού.

Το ταξίδι της "συννεφιασμένης" ψυχής της άρχισε καλοκαίρι του 1994, όταν διαπιστώθηκε όγκος στον υποφάρυγγα. Εκείνη ήταν η αρχή του τέλους. Και τώρα, ένα χρόνο, μετά οι άνθρωποι που την αγάπησαν και γνώριζαν καλά την Σωτηρία Μπέλλου ξέρουν ότι "ξεχνά τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει" (του Βασίλη Καψάλη ή Καραπατάκη). Ηταν Αύγουστος. Τα χειρόγραφα μοναξιάς της μεγάλης κυρίας του ελληνικού τραγουδιού παρέδιδαν ψυχή και σώμα. Η ψυχή της κομματιαζόταν σε αμέτρητες φτερωτές στιγμές και σε ονόματα, που δεν υπήρχαν εδώ και πολλά χρόνια. Η σιωπή "κυκλοφορούσε" αμήχανη στις στιγμές, ενώ εκείνη ξεκινούσε για την ουράνια ανθρωποσύναξη. Η Σωτηρία μεγάλωσε, μέχρι τα εφτά της χρόνια, με τη γιαγιά και τον παππού της, τον παπα - Σωτήρη, που την έπαιρνε πάντα μαζί του στην εκκλησία. Οι ύμνοι τη μάγευαν και την οδηγούσαν στις πρώτες απόπειρες ερμηνείας. "Με μάγευαν από παιδί - έλεγε πάντα - εκείνοι οι ήχοι. Οι φωνές των ψαλτάδων ακουμπούσαν μέσα στην ψυχή μου. Δεν καταλάβαινα γιατί, αλλά μου άρεσε πολύ. Τους κοίταγα σχεδόν με ανοιχτό το στόμα που έψελναν. Όταν θα μεγάλωνα λίγο, σκεφτόμουν, θα μπορούσα κι εγώ να ψέλνω. Αργότερα, με πήρε ο μακαρίτης ο πατέρας μου και με πήγε στον κινηματογράφο να δω ένα έργο, την "Προσφυγοπούλα", που έπαιζε η μεγάλη Βέμπο. Τι ήταν να δω την Βέμπο, ξετρελάθηκα μαζί της και με τη μανία που είχα για τα τραγούδια, δε σταμάταγα όλη μέρα να τραγουδάω όλα τα τραγούδια της Βέμπο. Είχαμε στο σπίτι ένα μεγάλο καθρέφτη, από την προίκα της μητέρας μου, και στο δωμάτιο πήγαινα συνέχεια στον καθρέφτη κι έπαιρνα πόζες, τραγούδαγα, έκανα τα σχέδια της Βέμπο. Η μητέρα μου η μακαρίτισσα μ' έδερνε κάθε μέρα. "Τι είναι αυτά; Τραγουδίστρια θα σε κάνουμε;", μου έλεγε αυστηρά. "Ναι. Θα γίνω τραγουδίστρια".

         "Ημουν και θα είμαι αριστερή"

Και έγινε, έστω κι αν χρειάστηκε να περάσει διά πυρός και σιδήρου. Από τα 16 της χρόνια, δείχνει τις πολιτικές της πεποιθήσεις. Οι συναναστροφές της με αριστερούς, η συμπάθεια που έδειχνε από μικρή στους φτωχούς, η αντίδρασή της στο κατεστημένο, σε πρέπει και σε υποδείξεις, όχι μόνο των δικών της, αλλά και της μικρής κοινωνίας της Χαλκίδας, "οργάνωναν" στην παιδική της ψυχή τη μελλοντική αριστερή της συνείδηση. "Ημουν, είμαι και θα είμαι αριστερή" - έλεγε και ξανάλεγε μέχρι το τέλος της ζωής της.

Ένας αποτυχημένος γάμος στα 17 της χρόνια, μια αποβολή από ξυλοδαρμό, το βιτριόλι εναντίον του άντρα της, η φυλακή, "στιγμάτισαν" την ίδια και τη φιλήσυχη οικογένειά της. Η Χαλκίδα δεν τη "σηκώνει". Ήταν 29 Οκτώβρη του '40, μια μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου και την εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα. Είχε κλείσει τα 19 και φαινόταν να τα έχει ζήσει σχεδόν όλα. Κι όμως, την περίμεναν ακόμη περισσότερα. Δεκαεννιά χρονών κορίτσι παίρνει τη ζωή στα χέρια της και σε εποχές πολύ δύσκολες. Σε εποχές που οι κατακτητές καταργούσαν ζωές, ελευθερίες, αξίες. Εκείνη με δυο ρουχαλάκια μόνο, ούτε καν την κιθάρα της, μπήκε σ' ένα τρένο που μετέφερε φαντάρους, λόγω της επιστράτευσης, και ήρθε στην Αθήνα. Η μόνη κουβέντα, που είπε στον πατέρα της φεύγοντας, ήταν: "Φεύγω, αλλά μια μέρα θα γυρίσω στη Χαλκίδα μεγάλη και τρανή".

Για αρκετές μέρες αφού έφτασε στην Αθήνα, κοιμόταν σε κάποια παλιά βαγόνια του τρένου. Δύσκολα χρόνια. Κατοχή, πείνα. Βρήκε δουλιά σαν υπηρέτρια σε κάποιο σπίτι. Μετά πούλαγε τσιγάρα σε διάφορες ταβέρνες, ή έπλενε πιάτα για ένα πιάτο φαγητό και σπάνια και ένα μικρό χαρτζιλίκι. Ολομόναχη, έδωσε τον δικό της προσωπικό αγώνα επιβίωσης, ενώ, παράλληλα, προσέφερε τις υπηρεσίες της στην Αντίσταση. Αγόρασε μια κιθάρα που την κράτησε στη ζωή στη διάρκεια της Κατοχής. Σε ένα από τα ταβερνάκια που τραγουδούσε την άκουσε ο Καπετανάκης, ο οποίος μίλησε στον Τσιτσάνη. Αυτό ήταν. Τα τραγούδια "Οταν πίνεις στην ταβέρνα" με στίχους του Τσιτσάνη και "Το παιδί που είχες φίλο" με στίχους του Καπετανάκη, ήταν η πρώτη δισκογραφική της δουλιά, αρχές του 1947. Η επιτυχία διαδεχόταν η μια την άλλη. Δε θα κρατήσει, όμως, για πολύ. Αρχές της δεκαετίας του '60, άρχισαν τα πράγματα να γίνονται δυσκολότερα. Είχε σταματήσει κάθε επαφή με τη δουλιά. Κανείς δε ρωτούσε αν ζει ή αν πέθανε. Μετά από τόσες δόξες, βρισκόταν ξανά στο μηδέν της ζωής και της δουλιάς της.

"Είχα πάθει μελαγχολία. Λίγο οι ταλαιπωρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου, λίγο το ξενύχτι και η κούραση, λίγο το ποτό και οι στενοχώριες, τα νεύρα μου κλονίστηκαν. Ας όψονται, όμως, αυτοί που με κυνήγησαν τόσα χρόνια για να με θάψουν", έλεγε πάντα, καθώς οι μνήμες εκείνες την πλήγωναν. Νοσηλεύτηκε στου "Μαρκομιχελάκη". Η διάγνωση: Μανιοκατάθλιψη. Μπαινόβγαινε στην κλινική σε τακτά χρονικά διαστήματα. Από τη μια, χάπια για την κατάθλιψη, από την άλλη, το αλκοόλ. Οι κρίσεις άρχισαν να γίνονται πιο συχνές. Το 1964 μπαίνει στην κλινική του Λυμπέρη, όπου έμεινε αρκετούς μήνες, για αποτοξίνωση και υπνοθεραπεία.

Ήταν το ψυχικό βάρος μιας ζωής, που σκοτείνιαζε κάθε τόσο το μυαλό της. Μια ψυχή, που στερήθηκε την τρυφερότητα, την αγάπη, την ηρεμία, την ανεμελιά της εφηβείας, που αντάμωσε τη βαρβαρότητα, το σωματικό και ψυχικό πόνο, που βίωσε τη φυλακή, την πείνα, τη βιαιότητα, λύγιζε μαζί με το κορμί της, που το καταχράστηκε το οινόπνευμα, το ξενύχτι, οι φασαρίες. Οι καημοί της, έτοιμοι να εκραγούν, έτοιμοι να την ξεκάνουν. "Σε κλινική με κλείσανε, καλά για να με κάνουν, για να γλιτώσω απ' τους καημούς, προτού να με ξεκάνουν" (ήταν η συνέχεια του τραγουδιού "Για μένα το καλό παιδί", που όμως δεν το περιέλαβε τελικά στο γνωστό τραγούδι, όταν το ηχογράφησε).

          Η "αρχόντισσα" του αυθεντικού

Μπορεί να ήταν η αρχόντισσα του ρεμπέτικου, αλλά η Σωτηρία Μπέλλου το ίδιο ανεπανάληπτα ερμήνευσε και κομμάτια του έντεχνου τραγουδιού. Έχοντας στο ενεργητικό της τραγούδια των Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Γαβριήλ, Τσιτσάνη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη, Ροβερτάκη, Κολοκοτρώνη, Μπακάλη, Μπαγιαντέρα, Βασιλειάδη, δε δίστασε να καταθέσει, με εξαιρετική επιτυχία, τη λιτή, δωρική φωνή της σε δημιουργίες των Σταύρου Ξαρχάκου, Διονύση Σαββόπουλου, Δήμου Μούτση, Ηλία Ανδριόπουλου, Δημήτρη Λάγιου, Αργύρη Κουνάδη, Βασίλη Δημητρίου. Η συνεργασία της με τον Διονύση Σαββόπουλο στο "Ζεϊμπέκικο", αλλά και με τον Ηλία Ανδριόπουλο, στα "Λαϊκά Προάστια", υπήρξε μια μοναδική ερμηνευτική κατάθεση. Στα "Λαϊκά προάστια", οι εικόνες αυτές οι λαϊκές έδιναν μια προέκταση, με καλλιτεχνικό τρόπο, έπιαναν κάποιες περιοχές κοινωνικού προβληματισμού που της άρεσε. Ηταν ένας γνήσιος άνθρωπος η Μπέλλου, κι αυτό το απέδειξε μέσα από το τραγούδι της. Δε χρειάστηκε πιστοποιητικά γνησιότητας, γιατί τα είχε, τραγουδώντας τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά, τα έντεχνα. Οσο κι αν ο κόσμος μας, με μια βιασύνη, προχωρά και αναζητά το καινούριο σε όλα τα πράγματα και μέσα από τη μουσική, με μια ταχύτητα και μια βιασύνη, που δεν αφήνει να κατασταλάξουν και να αφομοιωθούν τα πράγματα σωστά, πρέπει να στέκεται στις αξίες του έργου που μας έχουν αφήσει τέτοιοι καλλιτέχνες. Εχει κάτι να κερδίσει ο κόσμος και η νεολαία, όταν στέκεται σε αξίες των νεοελληνικών πραγμάτων. Η παρουσία της στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι ήταν λίγη, αλλά πολύ σημαντική. Εδωσε μια νέα διάσταση και πλούτισε το έντεχνο τραγούδι.

                                                        Ριζοσπάστης 23-Αυγ-1998_ Σοφία Αδαμίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή

ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα

Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.


ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά

🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:

Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)

Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"