Οκτώβρης 1960: ο Μίκης Θεοδωράκης, ξεκινώντας τη μακρά του πορεία και σαν ερμηνευτής, μπήκε στο παλιό στούντιο της Columbia για να ηχογραφήσει τέσσερα τραγούδια σε ποίηση του αδελφού του Γιάννη, που γράφτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στα Χανιά, την Αθήνα και το Παρίσι και αποτέλεσαν τον κύκλο «Λιποτάκτες» _Λιποτάχτες. Τον συνόδευσαν ο Μανώλης Χιώτης στο μπουζούκι, ο Δημήτρης Φάμπας στην κιθάρα και ο Σπύρος Λιβιεράτος _«Καζάνας», στα κρουστά.
Αρχές της δεκαετίας του 1950, την εποχή που γράφονταν τα ποιήματα της συλλογής «Λιποτάχτες», ο Γιάννης Θεοδωράκης (1932 – 1996) ήταν τελειόφοιτος Γυμνασίου στον Γαλατά των Χανίων· εκεί, όπου ο αδελφός του, Μίκης, φτάνει στις 23 Αυγούστου του 1949 με το ατμόπλοιο «Ελένη», σοβαρά τραυματισμένος από τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Ο Εμφύλιος στην Κρήτη είχε λήξει ένα χρόνο νωρίτερα από τις τελευταίες μάχες στον Γράμμο και το Βίτσι, και η καταδίωξη των εναπομεινάντων Κρητικών ανταρτών συνεχιζόταν μέσα σε ένα καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας του τοπικού πληθυσμού από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων, της Χωροφυλακής, της Εθνοφυλακής και των παρακρατικών συμμοριών.
Τέσσερα από αυτά τα ποιήματά του –με τίτλους: «Θα γίνεις δικιά μου» (στο «Όμορφη Πόλις»), «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας» και «Χάθηκα»– μελοποιήθηκαν από τον Μίκη την περίοδο 1952-1954 και ηχογραφήθηκαν το 1960 στο παλιό στούντιο της «Columbia», με τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη στο τραγούδι, τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι, τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και τον Σπύρο Λιβιεράτο «Καζάνα» στα κρουστά. Τίτλος του πρώτου ολοκληρωμένου κύκλου τραγουδιών: «Λιποτάκτες».
Έναν χρόνο πριν από τη δισκογράφησή του σε 45άρι, με πρωτοβουλία του Μίκη, κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Δίφρος» του Γιάννη Γουδέλη –με τον οποίο ο Μίκης συνυπηρέτησε για ένα διάστημα στο Κέντρο Διερχομένων, στην Αθήνα– η ομώνυμη ποιητική συλλογή του αδελφού του. Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά, οι «Λιποτάκτες» του Γιάννη Θεοδωράκη επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Το artwork του εξωφύλλου είναι του Πέτρου Παράσχη.
_ Από τον πρόλογο του Σπύρου Αραβανή στη νέα έκδοση
Η οικογένεια Θεοδωράκη Όρθιος ο Γιάννης _καθιστοί από δεξιά Μίκης η μάνα Ασπασία & ο πατέρας Γιώργος |
Τα τραγούδια «Όμορφη πόλη», «Αυγή αφράτη» _ή «Σκέπασε ατμός τον έρωτα μας», «Δακρυσμένα μάτια» και «Χάθηκα» κυκλοφόρησαν σε 45άρι βυνίλιο extended play της His masters Voice, ενώ δυο χρόνια μετά, οι «Λιποτάκτες» γνώρισαν μια νέα εκτέλεση (στο ίδιο ηχητικό κλίμα) με ερμηνευτή τον Κώστα Χατζή και στο πέρασμα των χρόνων ακολούθησαν δεκάδες επανεκτελέσεις.
Η Edith Piaf, υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη, τραγουδά το θέμα από την ταινία “Les Amants de Teruel”, που ήταν το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορφη πόλις»), από τους «Λιποτάκτες».
Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται…
«Την ίδια εποχή ηχογραφήθηκαν και οι ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ στο παλιό στούντιο της
Columbia _Ήθελα πολύ τη μουσική μου να τη χορεύουν τα νεαρά ζευγάρια στα πολύ
ρομαντικά κέντρα της εποχής. Θυμάμαι ένα στη Γλυφάδα, ανάμεσα στα πεύκα, δίπλα
στη θάλασσα. Εκείνο το κέντρο φανταζόμουν, όταν προσπαθούσα να βγάλω στην
επιφάνεια της ενορχήστρωσης τα κρουστά, δίνοντας όσο γίνεται περισσότερο
χορευτικό ρυθμό στο έργο. Τραγούδησα ο
ίδιος για πρώτη φορά. Αυτό άρεσε σε πολλούς, ενώ άλλοι βρήκαν τη φωνή μου
απαίσια. Ένας απ’ αυτούς κι ο Σάκης Πεπονής, που, όταν ήταν διευθυντής του ΕΙΡ,
μου δήλωσε ότι διέταξε να μη μπαίνουν οι ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ γιατί ήμουν φάλτσος…»
Ο Γιάννης Θεοδωράκης εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές,
τους «Λιποτάκτες», την «Πλημμύρα» και το «Ένα τραγούδι του καιρού μας» και ένα
πεζογράφημα. Ο Μίκης μελοποίησε είκοσι ποιήματα του, με αποτέλεσμα ισάριθμα,
ξεχωριστά τραγούδια, όπως ήταν, εκτός από τους «Λιποτάκτες», η «Λειτουργία» από
το «Αρχιπέλαγος», το τραγούδι της «Φαίδρας» («Αστέρι μου φεγγάρι μου»), τα
«Μενεξεδένια τα βουνά», «Νύχτα μέσα στα μάτια σου», «Τώρα πεθαίνουν τα
λουλούδια» και «Μην κλαις», από τον κύκλο «Ταξίδι μέσα στη νύχτα», το «Βγάλε τα
μαύρα πανιά» και το «Μελαχρινό παιδί», από τον δίσκο «Οκτώβρης ‘78», «Ο Μπελογιάννης»
από το soundtrack της ταινίας «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», τα «Ποτέ, ποτέ
μαζί» («Νύχτα μαγικιά»), «Κάνε κουράγιο», «Η αγάπη ζει με τ’ όνειρο», «Μη με
προδώσεις» και «Χωρίσαμε» από τους «Χαιρετισμούς» και τα τραγούδια «Της νύχτας
τ’ όνειρο» και «Αυτό το καλοκαίρι» από τα «Λυρικώτατα» (cd «Άσματα»).
Ένα χρόνο πριν την κυκλοφορία του δίσκου με τους «Λιποτάκτες», κυκλοφόρησε με
πρωτοβουλία του Μίκη, από τις εκδόσεις «Δίφρος», η ομώνυμη ποιητική συλλογή του
Γιάννη Θεοδωράκη, περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων και τα τρία από τα τέσσερα
τραγούδια που μελοποιήθηκαν, εκτός από το «Χάθηκα», που ήταν το πρώτο που
μελοποίησε ο Μίκης στα Χανιά.
Πριν κάποιους μήνες αυτό το σημαντικό και σπάνιο ποιητικό βιβλίο επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Για πρώτη φορά είχε τυπωθεί από τις εκδόσεις Δίφρος του Γιάννη Γουδέλη, το 1959. Το βιβλίο _σημαντικό και από μόνο του, ως αυτόνομο ποιητικό έργο δηλαδή, μα και γιατί συνδέθηκε μ’ ένα από τα πιο συναρπαστικά, πρώιμα, λαϊκά τραγουδιστικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη, (το γράμμα “χ” του βιβλίου έχει γίνει “κ” στον δίσκο), που θα ηχογραφούνταν τον Οκτ-1960 και που θα κυκλοφορούσαν σ’ ένα 7ιντσο EP, με τέσσερα τραγούδια, λίγους μήνες αργότερα – στο τέλος του 1960 ή, το πιο πιθανόν, στους πρώτους μήνες του 1961.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αρχίσει να καταπιάνεται με ορισμένα από τα ποιήματα του αδελφού του, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Στο πρόγραμμα των συναυλιών στο Θέατρο Λυκαβηττού, που θα γίνονταν γνωστές ως «Μουσικός Αύγουστος 1977» (θα αποδίδονταν και οι «Λιποτάκτες» εκεί) διαβάζουμε:
«Το “Χάθηκα”, τελευταίο τραγούδι από τους “Λιποτάκτες” είναι ουσιαστικά το πρώτο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Γράφτηκε πάνω σε στίχους του αδελφού του, όταν εκείνος υπηρετούσε φαντάρος στα Χανιά Κρήτης στα 1951. Αργότερα, στα 1959 στο Παρίσι, τελειοποίησε (ο Μίκης) άλλα τρία τραγούδια από την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Γιάννη Θεοδωράκη, και έτσι γεννήθηκε ο κύκλος τραγουδιών “Λιποτάκτες”».
Το σίγουρο είναι, και ανεξαρτήτως του πότε ακριβώς συνετέθησαν τα κομμάτια, σε μια πρωτόλεια μορφή, πως ο Μίκης Θεοδωράκης καταπιάνεται με αυτά ουσιαστικά, δίνοντάς τους την τελική τους διάσταση, το 1959-60. Μετά την έκδοση τού βιβλίου τού αδελφού του.
Όταν θα έβγαινε
λοιπόν το βιβλίο στον Δίφρο, ο ποιητής Γιάννης Θεοδωράκης και μετέπειτα
δημοσιογράφος _θα γινόταν περισσότερο γνωστός από το καλοκαίρι του 1960 και
μετά, λόγω της παρουσίας του, ως συντάκτης, στο περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης».
Υπάρχει ο πόλεμος («τα σύνορα \ πίσω απ’
τους ανέμους \ κι εμείς \ αραδιασμένοι πλάι-πλάι \ ο καθένας μ’ οκάδες γη στην αγκαλιά του
σημαδεύουμε»), υπάρχει η αγωνία όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το τι θα
φέρει το αύριο («μιλούσαμε για τα βάσανά μας \ καθισμένοι πλάι στον ποταμό \ κι έτσι που κρυφοκοιτάζαμε ο ένας τον άλλο \ καθώς το δάσος δεν είχε φωνή ν’ ακουστεί \ κι η νύχτα δεν είχε χρώμα να μας βάψει \ μείναμ’ εκεί \ ακίνητοι σαν βράχια από λάσπη \ ως το πρωί»), υπάρχει η γενικότερη
κοινωνικοπολιτική κατάσταση, που σε συνθλίβει («αυγή αφράτη \ τσεκουριά στην πλάτη \ απ’ τις καμινάδες ξέφυγε η καπνιά \ και κρεμάστηκε στα παράθυρά μας \ σκέπασε ατμός τον έρωτά μας»), όπως υπάρχει
και η πίστη στη ζωή και η ανάγκη να ξεφύγεις από το χώρο και τις καταστάσεις
που σε πνίγουν, αναζητώντας κάπου άλλου ένα δικαιότερο μέλλον («δακρυσμένα
μάτια \ νυσταγμένοι κήποι \ όνειρα κομμάτια \ ας ήτανε να ζω \ στους μεγάλους δρόμους \ κάτω απ’ τις αφίσες \ στα χιλιάδες χρώματα \ ας ήταν να βρεθώ»).
Οι «Λιποτάχτες» χωρίζονται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη έχει τίτλο «Περιγραφή» και αποτελείται από δεκαεννέα ποιήματα, η δεύτερη έχει τίτλο «Μαντινάδες-Χωριό Γαλατάς» και αποτελείται από ένα ποίημα και η τρίτη «Υδροκέφαλος» και αποτελείται από έντεκα ποιήματα.
Εν τω μεταξύ κάποια από τα ποιήματα του Γιάννη Θεοδωράκη είναι «ελεύθερα», ενώ σε κάποια άλλα υπάρχει ομοιοκαταληξία (στα λιγότερα). Ασυζητητί, όμως, ο ρυθμός τους είναι πάντα εκεί και η προσωδία τους, ενόσω τα διαβάζεις, είναι ικανή να σε κινητοποιήσει συναισθηματικά και να σε οδηγήσει κάπου αλλού. Φυσικά, διαβάζοντάς τα, από νωρίς, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν γινόταν να μην επιλέξει ορισμένα εξ αυτών, ώστε να τα μελοποιήσει.
Η μελοποίηση
μπορεί να είναι ένα βασικό και πρωταρχικό στάδιο στη δημιουργία ενός
τραγουδιού, αλλά από ’κει και πέρα πολύ μεγάλο ρόλο παίζει η επιλογή της φωνής
και βεβαίως η ενορχήστρωση. Τον Μίκη Θεοδωράκη τον απασχολούσε από τότε το θέμα
της «ελληνικότητας» στη σύνθεση, αλλά σε συνδυασμό, πάντα, με τα πιο σύγχρονα
μουσικά ρεύματα. Όπως θα έγραφε και ο ίδιος στο περιοδική «Κριτική» [τεύχος #6,
Νοε.-Δεκ. 1959], που τύπωνε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης στη Θεσσαλονίκη:
«Το στοιχείο της ελληνικότητας θα πρέπει
να το εξετάσουμε κάτω από τη διπλή διαπίστωση: 1). Κληρονόμοι μιας δυνατής
παράδοσης σε ιστορία, έθιμα, χαρακτήρα, σε λαϊκή τέχνη, λαϊκή μουσική και 2).
Σύγχρονο έθνος, που τείνει να ευθυγραμμίσει τα ενδιαφέροντα και τα επιτεύγματά
του με τις ακραίες τάσεις του σύγχρονου πολιτισμού. Ώστε, αν από την πρώτη
πηγάζει η αναγκαιότητα να εκφράσουμε την καταγωγή μας ή καλύτερα να αντλήσουμε
από την καταγωγή μας όλα τα στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να εκφραστούμε
πηγαία και δυνατά, απ’ την δεύτερη διαπιστώνουμε ότι θα ήταν απαράδεκτο να
παραβλέψουμε το γεγονός ότι τα τεχνικά και εκφραστικά δεδομένα της σύγχρονης
σύνθεσης διαγράφουν ορισμένες στοιχειώδεις τεχνικές και εκφραστικές
προϋποθέσεις για το σύγχρονο έργο. Άρα το γνήσιο ελληνικό έργο θα πρέπει να
είναι και γνήσιο σύγχρονο έργο».
Αυτές τις απόψεις ο Μίκης Θεοδωράκης θα τις έκανε χειροπιαστές σε διάφορα έργα του, εκείνης της εποχής, με τους «Λιποτάκτες» να είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά και προφανώς πρωτοποριακά. Για τις ανάγκες, δε, του έργου ο συνθέτης θα μελοποιούσε τέσσερα ποιήματα τού αδελφού του Γιάννη, δηλαδή τα «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας» και «Χάθηκα».
Το «Θα γίνης δικιά μου», που έγινε γνωστό και ως «Όμορφη πόλις» (από τον πρώτο στίχο του) είναι το «Ζ» ποίημα από το μέρος «Περιγραφή» των «Λιποταχτών», το «Δακρυσμένα μάτια» είναι το «Δ» ποίημα από το ίδιο μέρος, το «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας» είναι το «Α» ποίημα επίσης από την «Περιγραφή» (ξεκινά με τον στίχο «Αυγή αφράτη»), ενώ το «Χάθηκα», κατά έναν περίεργο(;) τρόπο δεν συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο. Ανήκει όμως και αυτό στην σειρά «Λιποτάχτες» καθώς το διαβάζουμε στη δεύτερη ποιητική συλλογή τού Γιάννη Θεοδωράκη, που αποκαλείται «Πλημμύρα» [Ίκαρος, 1980] και η οποία θα επανεκδιδόταν, και αυτή από τον Μετρονόμο, τον Οκτώβριο του 2023. Η «Πλημμύρα» αποτελείται επίσης από τρία μέρη, με το τρίτο εξ αυτών να αποκαλείται «Λιποτάχτες». Εκεί υπάρχει το «Χάθηκα», αλλά όχι και όλα τα υπόλοιπα ποιήματα της έκδοσης του 1959.
Εκείνο που κάνει τους «Λιποτάκτες» ξεχωριστούς είναι, φυσικά, η απόφαση του Μίκη Θεοδωράκη να ερμηνεύσει ο ίδιος τα ποιήματα τού αδελφού του και βεβαίως η ενορχήστρωση που τους επιφυλάσσει. Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του μικρού δίσκου:
«H ομώνυμη ποιητική συλλογή τού Γιάννη Θεοδωράκη κυκλοφόρησε στα 1959. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ήδη γράψει μουσική πάνω σ’ ένα παλιό ποίημα του αδελφού του, το “Χάθηκα μέσα στους δρόμους”. Αργότερα (ευθύς μετά τα τραγούδια του για τον Επιτάφιο, 1958) διάλεξε τρία ποιήματα από τους Λιποτάκτες κι έτσι συμπληρώθηκε ο κύκλος.(…) Όπως σ’ όλα του τα τραγούδια, έτσι κι εδώ, ο Μίκης Θεοδωράκης στηρίζει τη ραχοκοκαλιά της μουσικής του πάνω στους μελωδικούς αρμούς των δημοτικών μας τραγουδιών και της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας. Για την ενορχήστρωση και μουσική εκτέλεσή τους ο Μίκης Θεοδωράκης οδηγήθηκε από τον εξής συλλογισμό: “Εάν ζούσαν στις μέρες μας οι Γερμανοί μελωδιστές του περασμένου αιώνα θα συνόδευαν ασφαλώς τα τραγούδια τους με τα ζωντανότερα όργανα της εποχής μας”. Σαν τέτοια θεωρεί αφ’ ενός μεν την τζαζ (σ.σ. τα ντραμς, τα κρουστά), δηλαδή τον χορευτικό ρυθμό –μουσικό σφυγμό– του αιώνα μας και αφ’ ετέρου το μπουζούκι, το κατ’ εξοχήν σύγχρονο ελληνικό λαϊκό όργανο. Χάρη στην μεγάλη μουσικότητα και δεξιοτεχνία τού Μανώλη Χιώτη, αυτό το τελευταίο μας δείχνει μέσα στους Λιποτάκτες ένα εντελώς νέο πρόσωπο. Ο Θεοδωράκης τραγουδά ο ίδιος τους Λιποτάκτες, τόσο για να αποκλείσει κάθε είδος φωνητικής τεχνικής, που θ’ αλλοίωνε, σ’ αυτή την μορφή, τον χαρακτήρα και της ποίησης και της μουσικής, όσο και γιατί είναι ένθερμος θιασώτης μιας όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένης επαφής τού καλλιτέχνη με το κοινό του».
Κατ’ αρχάς το γεγονός πως ένας μη-τραγουδιστής, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, επιλέγει να ερμηνεύσει τα τέσσερα κομμάτια του δίσκου, είναι κάτι που παρατηρείται για πρώτη φορά στην πιο σύγχρονη δισκογραφία μας (από το 1960 και μετά). Αυτό είναι και θεμελιακό και πρωτοποριακό. Ουσιαστικά μ’ αυτή την κίνησή του ο Μίκης Θεοδωράκης εγκαινιάζει την κατηγορία των singer-songwriters στην Ελλάδα – εκεί όπου το songwriter προηγείται του singer. Μετά απ’ αυτόν θα ακολουθούσαν ο Κώστας Χατζής, ο Διονύσης Σαββόπουλος και όλοι οι υπόλοιποι μη-τραγουδιστές. Κακά τα ψέματα... και ο Χατζής, αλλά και ο Σαββόπουλος δεν μπορεί παρά να τον είχαν για πρότυπο.
Και διεθνώς αν το δούμε, όμως, ο Μίκης Θεοδωράκης μοιάζει να είναι εδώ «πιο μπροστά» και από τον Bob Dylan (γιατί και ο Dylan δεν ήταν τραγουδιστής με την τυπική έννοια). Όχι μόνον ως μη-τραγουδιστής, που ηχογραφεί τραγούδια του τον Οκτώβριο του 1960, αλλά και ως... ηλεκτρικός τραγουδοποιός. Εκεί κι αν είναι «πιο μπροστά» απ’ όλους. Γιατί επιλέγοντας το ηλεκτρικό μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη, με τον καινούριο και πιο «δυτικό» ήχο και όχι ένα μπουζούκι από τα «τυπικά» της εποχής κάνει τα τραγούδια του να ακούγονται κάπως… folk-rock – όπως συνέβαινε με κάποια τραγούδια του σπουδαίου Trini Lopez, από την ίδια εποχή.
Καινοτομεί όμως γενικότερα, από ενορχηστρωτικής άποψης, εδώ ο Μ. Θεοδωράκης. Γιατί από τη μια μεριά μπορεί να δίνει μέσω του μπουζουκιού αυτό το folklore ηλεκτρικό χρώμα, αλλά μέσω του συνδυασμού της κλασικής κιθάρας, που χειρίζεται ο Δημήτρης Φάμπας, των κρουστών του Σπύρου Λιβιεράτου, μα και των υπόλοιπων οργάνων (ακούγονται ακόμη πιάνο, ακορντεόν και μπάσο), δημιουργούνται μοναδικά ρυθμικά και μελωδικά υπόβαθρα, ικανά να σε μεταφέρουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά του folk revival της εποχής (σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία). Κοντολογίς, εφαρμόζει εδώ ο Μίκης Θεοδωράκης εκείνα που έλεγε παραπάνω (στο περιοδικό «Κριτική»). Δηλαδή, από τη μια μεριά να παρουσιάζεται ως «κληρονόμος μιας δυνατής παράδοσης» (μπουζούκι) και από την άλλη να χρησιμοποιεί «τεχνικά και εκφραστικά δεδομένα της σύγχρονης σύνθεσης» (κλασική κιθάρα, κρουστά).
Το πότε ακριβώς κυκλοφορεί το δισκάκι «Λιποτάκτες», με τα τέσσερα τραγούδια και με το ωραίο εξώφυλλο του Μποστ, δεν είναι γνωστό (το πιο πιθανό είναι αυτό να συμβαίνει στις αρχές του 1961), τοποθετείται όμως ασυζητητί σε μια φοβερή δημιουργική φάση του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος από το φθινόπωρο του 1960 έως και το φθινόπωρο του 1961, δηλαδή μέσα σ’ ένα χρόνο, δισκογραφεί και κυκλοφορεί τους εξής ιστορικούς «κύκλους λαϊκών τραγουδιών»:
«Επιτάφιος» (με Νάνα Μούσχουρη-Μάνο Χατζιδάκι σε Fidelity, με Γρηγόρη Μπιθικώτση-Καίτη Θύμη-Μανώλη Χιώτη σε Columbia και Μαίρη Λίντα-Μανώλη Χιώτη επίσης σε Columbia), «Λιποτάκτες» (σε ποίηση Γιάννη Θεοδωράκη), «Πολιτεία» (σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη και Δημήτρη Χριστοδούλου, με Γρηγόρη Μπιθικώτση- Στέλιο Καζαντζίδη-Μαρινέλλα, αλλά και με την Μαίρη Λίντα), «Αρχιπέλαγος» (σε ποίηση Νίκου Γκάτσου-Γιάννη Θεοδωράκη-Πάνου Κοκκινόπουλου-Οδυσσέα Ελύτη-Μίκη Θεοδωράκη-Δημήτρη Χριστοδούλου και με ερμηνείες σε διαφορετικές εκτελέσεις από τους Μαίρη Λίντα, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Γιοβάννα), «Η Νήσος των Αζορών» (σε ποίηση Μποστ, με Γ. Μπιθικώτση-Κ. Θύμη) και ακόμη το σάουντρακ από την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη «Συνοικία το Όνειρο» (σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη-Κώστα Βίρβου, με τον Γ. Μπιθικώτση). Αν μετρήσαμε καλά λέμε για 28(!) δίσκους 45 στροφών, που κυκλοφορούν μέσα σ’ ένα χρόνο και που αλλάζουν άρδην το τοπίο και της ελληνικής μουσικής, μα και της δισκογραφίας.
Αυγή Αφράτη (Σκέπασε ατμός Τον έρωτα μας): Τα τέσσερα τραγούδια από τους «Λιποτάκτες» (υπενθυμίζουμε: «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας», «Χάθηκα») υπήρξαν εξαρχής το κάτι άλλο, και δεν έχουν ουδεμία σχέση με όλα τα υπόλοιπα (εκπληκτικά), που θα δισκογραφούσε το 1960-61 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Απορώ, θέλω να πω, πώς τα αντιμετώπιζε τότε ο κόσμος – αν και κάτι αντιλαμβάνομαι από το μέρος μιας ερώτησης, που απευθύνεται στον Μ. Θεοδωράκη, στους «Δρόμους της Ειρήνης» τον Ιούλιο του ’61: «Δε μιλάω για τους “Λιποτάκτες”, που ύστερα από το δεύτερο-τρίτο άκουσμα γίνονται απαραίτητοι στον ακροατή και ασκούν μια παράξενη, αδιόρατη μαγεία επάνω του»
Φαίνεται λοιπόν απ’ αυτές τις δυο γραμμές πως τα τραγούδια απαιτούσαν περισσότερες ακροάσεις για να σε «πιάσουν», και από τη στιγμή που θα συνέβαινε αυτό, τότε ασκούσαν επάνω σου αυτή την «παράξενη» και «αδιόρατη μαγεία». Κακά τα ψέματα... 63 χρόνια αργότερα το ίδιο ακριβώς συμβαίνει!Το 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης, στο Παρίσι, συνεργάζεται με την κορυφαία γαλλίδα χορεύτρια Ludmilla Tchérina, η οποία θέλει να εντάξει στο πρόγραμμά της τρία μπαλέτα. Το ένα ήταν το “Les Amants de Teruel”, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και χορογραφία Milko Šparemblek, που ήταν βασισμένο σε μιαν ιδέα τού βρετανού σκηνοθέτη Michael Powell (ιδέα που θα μετατρεπόταν και σε ταινία την ίδια περίοδο, την πασίγνωστη “Luna de Miel” ή “Honeymoon” ή “The Lovers of Teruel”), εκεί όπου ακούστηκε για πρώτη φορά και το κλασικό “The honeymoon song” («Αν θυμηθής τ’ όνειρό μου») από το Marino Marini Quartet.
Έτσι το 1962 ο γάλλος ηθοποιός και σκηνοθέτης Raymond Rouleau γυρίζει σε ταινία τον ίδιο μύθο, ως “Les Amants de Teruel” (πρώτη προβολή στη Γαλλία, στις 23 Μαΐου 1962), με τον Μίκη Θεοδωράκη να συμμετέχει και πάλι στο σάουντρακ. Εκεί θα ακουγόταν η μελωδία “Thème de l'amour”, που δεν ήταν άλλη από το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορφη πόλις»), από τους «Λιποτάκτες». Λίγο καιρό αργότερα, μέσα στο 1962, η μελωδία θα αποκτούσε και γαλλικούς στίχους από τον Jacques Plante, και ως “Les amants de Teruel” θα τραγουδιόταν από την Edith Piaf
Τη σημασία που είχε αποκτήσει σαν τραγούδι το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορφη πόλις») το αντιλαμβάνεσαι περαιτέρω και από το γεγονός πως ο Μίκης Θεοδωράκης, το καλοκαίρι του 1962 (9 Ιουνίου η πρεμιέρα) θα τιτλοφορούσε τη μουσικο-θεατρική παράστασή του, που θα ανέβαινε στο Θέατρον Παρκ, ως «Όμορφη Πόλη» (μια επιθεώρηση κατά βάση στηριγμένη σε κείμενα Μποστ-Μ. Θεοδωράκη και σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη).
Πότε θα ακούγονταν, όμως, οι «Λιποτάκτες» για πρώτη φορά σε LP; Τούτο θα συνέβαινε στο άλμπουμ «Μικρές Κυκλάδες \ Λιποτάκτες» [His Master’s Voice, 1964], με τα τέσσερα τραγούδια να χαράζονται στο τέλος της δεύτερης πλευράς.
Ακόμη, στο σάουντρακ της ταινίας του Νίκου Τζίμα «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» [Lyra, 1980] θα συμπεριλαμβανόταν όλο το έργο «Λιποτάχτες» στη δεύτερη πλευρά του δίσκου – με τα «Θα γίνεις δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον ερωτά μας» και «Χάθηκα» να ακούγονται σε ορχηστρικές διασκευές. Μνεία, επίσης, και στην CD-έκδοση του έργου «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού + Λιποτάκτες» [EMI \ His Master’s Voice] από το 2003.
Φυσικά οι μεμονωμένες διασκευές των τεσσάρων τραγουδιών είναι δεκάδες μέσα στα χρόνια, καθώς αυτά έχουν ερμηνευθεί από «τους πάντες» (Μαρινέλλα, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Γιάννης Πουλόπουλος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Σωκράτης Μάλαμας, Βίκυ Λέανδρος, Μαρία Φαραντούρη, Χορωδία Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, Δημήτρης Ψαριανός, Μανώλης Μητσιάς, Χάρις Αλεξίου, Γιάννης Πάριος κ.ά.).
Μουσικός Αύγουστος 1977
Οι κύκλοι συναυλιών στο Θέατρο Λυκαβηττού το καλοκαίρι του 1977, που ονομάστηκαν Μουσικός Αύγουστος, αποτέλεσαν κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός της εποχής.
Γυρίζοντας πίσω στο χρόνο, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 διαπιστώνεις, σε σχέση με τα πολιτιστικά, πως ο Αύγουστος ήταν ένας κοινός μήνας για την Αθήνα -σχεδόν, σαν όλους τους άλλους του χρόνου. Δεν υπήρχε αυτή η παύση των πάντων (και των πολιτιστικών), που συμβαίνει στις μέρες μας.
Μπορεί, για κάποιους, να ήταν και μήνας διακοπών, αλλά, γενικά –και στα μίντια– δεν προβαλλόταν ως τέτοιος. Οι κινηματογράφοι βρίσκονταν σε φουλ φάση, τα θέατρα ανέβαζαν μέσα στον Αύγουστο παραστάσεις, αν δεν συνέχιζαν με το ίδιο έργο, στο πλαίσιο της θερινής σεζόν, ενώ και οι συναυλίες (της λεγόμενης «σοβαρής μουσικής» και όχι μόνο) έδιναν κι έπαιρναν, με τον κόσμο να συρρέει σ’ αυτές κατά κύματα.
Στην Αθήνα βασικά όλα αυτά, και ίσως σε μια-δυο μεγάλες πόλεις, γιατί στην υπόλοιπη Ελλάδα εκείνο που ονομάζουμε «πολιτιστική δραστηριότητα» συνοψιζόταν, χοντρικώς, στα τοπικά πανηγύρια, που είχαν σχεδόν πάντα θρησκευτική αφετηρία.
Αν πάρει κάποιος το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών του 1976 θα διαπιστώσει πως στις 20 από τις 31 ημέρες του Αυγούστου υπήρχαν εκδηλώσεις, πάντα στο Θέατρο Ηρώδου Αττικού, ενώ υπήρχε εκδήλωση και ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο! Ένας μήνας, από τις 6 Αυγούστου έως τις 6 Σεπτεμβρίου 1977, με 29 προγραμματισμένες συναυλίες συνολικά (δεν θα υπήρχαν συναυλίες μόνο στις ημερομηνίες 19, 26 και 27 Αυγούστου), στις οποίες θα παρουσιάζονταν 11 «θεοδωρακικά» έργα, ενσωματωμένα σε τέσσερις κύκλους, με παρουσία δεκάδων χιλιάδων Αθηναίων!
Το πρόγραμμα θα ονομαζόταν Μουσικός Αύγουστος και θα ήταν ενσωματωμένο στις Καλλιτεχνικές Εκδηλώσεις 1977 του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ): Η εποχή, όπως κάθε εποχή εξάλλου, είχε τις ιδιαιτερότητές της. Βρισκόμαστε μόλις τρία χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, με ανοιγμένες εθνικές πληγές, όπως ήταν εκείνη του Κυπριακού, η οποία χαίνει και λόγω του θανάτου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 3 Αυγούστου –ο Μίκης Θεοδωράκης δεν θα άφηνε ασχολίαστο το θλιβερό γεγονός στην πρώτη συναυλία του Μουσικού Αυγούστου– με διάφορα ακροδεξιά σταγονίδια να προκαλούν σε στράτευμα και κοινωνία, μπροστά στις εκλογές (20-Νοε-1977), και με τις φωτιές να κατακαίνε Παρνασσό, Όλυμπο, Εύβοια και Τατόι \ Βαρυμπόμπη (τι ΄χες Γιάννη).
Α΄ κύκλος συναυλιών
Επτά (6, 7, 8, 9, 14, 20 και 21-Αυγ), στις οποίες θα παρουσιάζονταν τα έργα «Επιφάνια Αβέρωφ» σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, ένας «κύκλος τραγουδιών» σε ποίηση Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη, και ακόμη το “Canto General” ή «Γενικό Τραγούδι» σε ποίηση Πάμπλο Νερούντα.
Επιφάνια Αβέρωφ
Με το ποίημα «Επιφάνια, 1937» του Γιώργου Σεφέρη («Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας \ ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής ...») ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ασχοληθεί από τον Δεκέμβριο του 1960. Από εκείνη την προσέγγιση προέκυψαν τέσσερα τραγούδια σε ποίηση Γ. Σεφέρη («Στο περιγιάλι το κρυφό», «Κράτησα τη ζωή μου», «Άνθη της πέτρας», «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές»), που ακούστηκαν από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σ’ ένα 4-tracks EP της Columbia υπό τον τίτλο «Επιφάνια». Μερικά χρόνια αργότερα, επί δικτατορίας, ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται στις Φυλακές Αβέρωφ. Εκεί καταπιάνεται μόνο με το ποίημα «Επιφάνια, 1937», το οποίο μελοποιεί ολόκληρο και το οποίο τραγουδά ο ίδιος μέσα στη φυλακή, στις 10 Ιανουαρίου 1968. Έτσι προκύπτει το έργο «Επιφάνια Αβέρωφ». Καταπιάνεται ξανά με το ποίημα, δίνοντάς του μια οριστική μορφή, στη Ζάτουνα πια, στις 26 Μαρτίου 1969. Τον Σεπτέμβριο του 1970 το τραγούδι παρουσιάζει στο Παρίσι με τον Αντώνη Καλογιάννη, την Εθνική Χορωδία της Γαλλίας και τον ηθοποιό Υβ Μοντάν. Το 1972 το «Επιφάνεια Αβέρωφ» δισκογραφείται για πρώτη φορά σ’ ένα άλμπουμ της γαλλικής Polydor (η τέταρτη πλευρά ενός 2LP). Στον Μουσικό Αύγουστο το τραγούδι θα απέδιδαν ο Αντώνης Καλογιάννης, η χορωδία της Έλλης Νικολαΐδη και λαϊκή ορχήστρα με τον Λάκη Καρνέζη στο μπουζούκι.
«Κύκλος Τραγουδιών»: Όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα: «Λίγο πριν την δικτατορία ο Οδυσσέας Ελύτης απέδωσε στα ελληνικά εφτά ποιήματα του Λόρκα, για να γίνουν τραγούδια από τον Μίκη Θεοδωράκη. Η δικτατορία έφτασε τη στιγμή που γίνονταν οι δοκιμές για την ηχογράφηση του έργου, και έτσι ο κύκλος αυτός πρωτοπαρουσιάστηκε στο εξωτερικό ύστερα από τέσσερα χρόνια. Το έργο ολόκληρο παρουσιάζεται οριστικά για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό». Βασικά, τα τραγούδια αυτά έγιναν γνωστά κάτω από τον τίτλο “Romancero Gitano” και ακούστηκαν για πρώτη φορά, σε σκηνή και δισκογραφία, από την Μαρία Φαραντούρη.
Στον Μουσικό Αύγουστο 1977 ακούστηκαν από τις Σοφία Μιχαηλίδη και Μαργαρίτα Ζορμπαλά, ενώ αγαπήθηκαν και στην εκτέλεση της Αρλέτας, τον επόμενο χρόνο (1978) στο άλμπουμ “Romancero Gitano”
“Canto General”
Το “Canto General”, έργο στηριγμένο στην ποίηση του Πάμπλο Νερούντα, έχουμε ξαναγράψει _ε πί του προκειμένου να πούμε πως το έργο, στην τελική μορφή του, με χορωδία και μικρό συμφωνικό σύνολο, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, στο φεστιβάλ της εφημερίδας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος “L'Humanité” την 7η Σεπτεμβρίου 1974. Στον Μουσικό Αύγουστο το “Canto General” ερμήνευσαν οι πρώτοι διδάξαντες Μαρία Φαραντούρη-Πέτρος Πανδής, χορωδία υπό την Έλλη Νικολαΐδου και μικρό συμφωνικό σύνολο αποτελούμενο από κορυφαίους μουσικούς. Ανάμεσά τους η Ντόρα Μπακοπούλου πιάνο, ο Alberto Neuman πιάνο, ο Λάκης Καρνέζης μπουζούκι, οι αδελφοί Νίκος και Γιώργος Λαβράνοι κρουστά κ.ά.
Β΄ κύκλος συναυλιών
Έντεκα συναυλίες (11, 12, 13, 15, 16, 17, 18, 19, 29, 30 και 31-Αυγ), στις οποίες θα παρουσιάζονταν τα έργα «Κατάσταση Πολιορκίας» σε ποίηση Ρένας Χατζιδάκη, «Ήλιος και Χρόνος» σε ποίηση Μίκη Θεοδωράκη και «Πνευματικό Εμβατήριο» σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού.
Στον Μουσικό Αύγουστο το έργο θα παρουσιαζόταν από τους πρώτους διδάξαντες Μαρία Φαραντούρη και Αντώνη Καλογιάννη, όπως και από την Μαρία Δημητριάδη. Θα συμμετείχαν επίσης η Χορωδία Τρικάλων υπό την Τερψιχόρη Παπαστεφάνου και λαϊκή ορχήστρα με τον Λάκη Καρνέζη (μπουζούκι) επικεφαλής.Τώρα... Ήταν λογικό να υπάρξουν απρόσμενα γεγονότα σε μιαν εκδήλωση, που θα διαρκούσε έναν ολόκληρο μήνα, με αποτέλεσμα τελικά το πρόγραμμα να μην τηρηθεί ευλαβικά. Ένα από αυτά τα γεγονότα αφορούσε στην συναυλία της 29ης Αυγούστου. Εκείνη την ημέρα η Μαρία Δημητριάδη θα τραγουδούσε στον Λυκαβηττό, στην «Κατάσταση Πολιορκίας» του Μίκη, όπως και στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Ο Μίκης καταγγέλλει την μεταξύ τους σύμβαση, για τις εμφανίσεις της Μαρίας στο θέατρο Λυκαβηττού, λόγω της παρουσίας της, την ίδιαν ημέρα, στη συναυλία του Γ. Μαρκόπουλου. Χοντρικά ο Μίκης υποστήριζε πως έμπαινε σε κίνδυνο η εκτέλεση του προγράμματος και δημιουργείτο σύγχυση, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ο ίδιος εκτεθειμένος απέναντι στον ΕΟΤ και στο κοινό. Για την Μαρία Δημητριάδη δεν υπήρχε θέμα, αφού όπως υποστήριζε η ίδια, προλάβαινε να εμφανιστεί και στις δύο συναυλίες, καθώς από τον Λυκαβηττό θα τελείωνε στις 11:30 το βράδυ, ενώ στην κοντινή Λεωφόρο θα εμφανιζόταν στις 12:30. Επίσης, ότι η περίπου ταυτόχρονη παρουσία της σε διαφορετικές συναυλίες ήταν γνωστή από πριν (ουσιαστικά περί όνου “σκιάς”)
Ήλιος και Χρόνος
«Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και το θάνατο... Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο “Ήλιος και ο Χρόνος” έγιναν ο κύκλος της Ζωής και του Θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος κύκλος. Νίκη πικρή, γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και γι’ αυτούς που τον μισούν και τον βασανίζουν». Τα 32 ποιήματα της σειράς «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» γράφτηκαν από τον Μ. Θεοδωράκη στην Αθήνα, στην Γενική Ασφάλεια, και δεκαπέντε από αυτά έγιναν τραγούδια, εκεί στην Μπουμπουλίνας, στην απομόνωση, στο διάστημα Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1967. Η πρώτη εκτέλεση μπροστά σε κοινό συνέβη στο Παρίσι το 1970, ενώ η πρώτη εκτέλεση σε δίσκο έγινε από τους Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη, Georges Wilson (αφήγηση), Αντώνη Καλογιάννη και Πέτρο Πανδή.
Στον Μουσικό Αύγουστο το έργο παρουσιάστηκε από τους Πέτρο Πανδή, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Σοφία Μιχαηλίδη, Νικόλα Μητσοβολέα, την Χορωδία Τρικάλων της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, μια λαϊκή ορχήστρα με τον Λάκη Καρνέζη επικεφαλής, τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη να απαγγέλλει και τον γιο του Γιώργο Θεοδωράκη να διευθύνει.Πνευματικό Εμβατήριο
«Η γη μας γέμισε νεκρούς, τόσο που μόνο οι νεκροί πια μάς απομένουν να κρατήσουν το μετερίζι της ζωής. Κι εγώ δεν έχω άλλην Ελλάδα από τον Σικελιανό και τον Κάλβο. Μιλάει ο Σεφέρης. Ακολουθεί η Συνοδινού. Να ’ναι τάχα γλυκοχάραμα; “Ομπρός οι δημιουργοί”. Ακούω την χάλκινη φωνή του Άγγελου Σικελιανού. Τον βλέπω, γιγάντιο άγγελο να περνά και να ξαναπερνά. Τον βλέπω να περπατά μες στους πολύβουους δρόμους “Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα”. Ο στίχος του Σικελιανού με τυλίγει σ’ ανεμοστρόβιλο». [από το πρόγραμμα «Μίκης Θεοδωράκης \ Μουσικός Αύγουστος 1977]
Ο Μίκης Θεοδωράκης συνθέτει το «Πνευματικό Εμβατήριο», σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού, στην Ζάτουνα της Αρκαδίας, στο διάστημα Φεβρουάριος-Μάρτιος 1969, με το έργο να παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο Albert Hall του Λονδίνου, στις 28 Ιουνίου 1970, από τους Γιάννη Θεοχάρη, Μαρία Φαραντούρη και Αντώνη Καλογιάννη, τις χορωδίες New Opera Chorus - Gwalia Male Choir και την ενορχήστρωση του Χρήστου Πίττα, υπό την διεύθυνση του συνθέτη. Αυτή η παρουσίαση έγινε και δίσκος, στην γαλλική Polydor, το 1970.
Στον Μουσικό Αύγουστο το «Πνευματικό Εμβατήριο» παρουσιάστηκε από τους Μαρία Φαραντούρη, Αντώνη Καλογιάννη, Γιάννη Θωμόπουλο, Μαρία Δημητριάδη, την Χορωδία Τρικάλων της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου και την λαϊκή ορχήστρα με τον Λάκη Καρνέζη επικεφαλής.
Γ΄ κύκλος συναυλιών
Τέσσερις συναυλίες (22-23-24 και 25-Αυγ), στις οποίες θα παρουσιάζονταν τα έργα «Λιποτάκτες», «Ένας Όμηρος» από το θεατρικό έργο του Brendan Behan και με απόδοση στα ελληνικά από τον Βασίλη Ρώτα Μίκης – «Ένας όμηρος»: Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά λοχαγούς και βασιλιάδες και τέλος «Τα Λυρικά» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη.
Λιποτάκτες
Οι «Λιποτάκτες»
ήταν η δεύτερη συνεργασία Μίκη Θεοδωράκη – Μανώλη Χιώτη, μετά τον «Επιτάφιο».
Στην ηχογράφηση, που πήρε μέρος και ο Δημήτρης Φάμπας στην κιθάρα, τραγουδούσε
και διηύθυνε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης, και κάπως έτσι τυπώνεται ένα EP με
τέσσερα τραγούδια στην Columbia, που θα κυκλοφορούσε προς τα τέλη του 1960 ή
στις αρχές του ’61. Τα τραγούδια ήταν τα: «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυσμένα
μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας» και «Χάθηκα».
Διαβάζουμε στο πρόγραμμα: «Το “Χάθηκα” τελευταίο τραγούδι από τους “Λιποτάκτες”
είναι ουσιαστικά το πρώτο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Γράφτηκε πάνω σε στίχους
του αδερφού του, όταν υπηρετούσε φαντάρος στα Χανιά της Κρήτης, στα 1951.
Αργότερα, στα 1959 στο Παρίσι τελειοποίησε άλλα τρία τραγούδια από την ομώνυμη
ποιητική συλλογή του Γιάννη Θεοδωράκη κι έτσι γεννήθηκε ο κύκλος τραγουδιών
“Λιποτάκτες”, που τραγούδησε σε δίσκο ο ίδιος ο συνθέτης, συνοδευόμενος από τον
Μανώλη Χιώτη». Στον Μουσικό Αύγουστο οι «Λιποτάκτες» τραγουδήθηκαν εκ νέου από
τον Μίκη Θεοδωράκη, με τους Λάκη Καρνέζη μπουζούκι, Κυριάκο Κρητικό κιθάρα και
Βασίλη Παπαδόπουλο πιάνο να τον συνοδεύουν.
Ένας Όμηρος
Στον Μουσικό Αύγουστο τα τραγούδια αποδόθηκαν από τους Πέτρο Πανδή και Αφροδίτη Μάνου, με τους Λάκη Καρνέζη, Κυριάκο Κρητικό και Βασίλη Παπαδόπουλο να συνοδεύουν σε μπουζούκι, κιθάρα και πιάνο αντιστοίχως.
Τα Λυρικά
Διαβάζουμε στο
πρόγραμμα του Μουσικού Αυγούστου: «Όπως έγινε με τη “Μάνα μου και Παναγιά” και
τη “Δραπετσώνα”, όπου ο ποιητής έγραψε τους στίχους του επάνω στη μουσική του
συνθέτη, έτσι και με τα “Λυρικά” ο Τάσος Λειβαδίτης έγραψε τα ποιητικά κείμενα,
αφού προηγούμενα ο Μίκης Θεοδωράκης είχε συνθέσει το μελωδικό υλικό. Και οι δυο
μαζί αποφάσισαν να αφιερώσουν το έργο αυτό στη γενιά τους, στη γενιά της
Εθνικής Αντίστασης. “Τα Λυρικά” είναι ο τελευταίος κύκλος τραγουδιών του
Θεοδωράκη και παρουσιάζεται για πρώτη φορά μέσα στα πλαίσια συναυλίας». «Τα
Λυρικά» εκδόθηκαν για πρώτη φορά στην Γαλλία το 1977, σε μιαν έκδοση της Galata
\ Le Chant Du Monde και στην Ελλάδα την
επόμενη χρονιά (1978) από την MINOS. Η ηχογράφηση ήταν η «ζωντανή» του Μουσικού
Αυγούστου και σ’ εκείνη τραγουδούσαν οι Μίκης Θεοδωράκης (βασικός ερμηνευτής),
Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Πέτρος Πανδής και Σοφία Μιχαηλίδου – αν και στο πρόγραμμα
είχε ανακοινωθεί πως το έργο θα αποδιδόταν από τους Μίκη Θεοδωράκη τραγούδι και
Μάνο Χατζιδάκι πιάνο! Τι είχε συμβεί;
Δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο, αλλά εκείνη την εποχή ο Μάνος Χατζιδάκις, ως
διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ), είχε βρεθεί στο μάτι του
κυκλώνα, καθώς τον είχε καταγγείλει ο Πανελλήνιος Μουσικός Σύλλογος, για
διάσπαση της αγωνιστικής ενότητας των μουσικών της ΚΟΑ, στις απεργιακές
κινητοποιήσεις τους, που είχαν ως βασικό αίτημα την μονιμοποίηση των εκτάκτων
και των επί συμβάσει συναδέλφων τους. Μάλιστα εξ αιτίας της απεργίας των
μουσικών θα ματαιώνονταν και κάποιες από τις συναυλίες του Δ Κύκλου, όπως θα
δούμε στην συνέχεια.
Δ΄ κύκλος συναυλιών
Επτά συναυλίες στις ημερομηνίες 28 Αυγούστους και 1, 2, 3, 4, 5 και 6 Σεπτεμβρίου, στις οποίες θα παρουσιάζονταν τα έργα «Μαργαρίτα» σε ποίηση Νικηφόρου Βρεττάκου και «Το Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη.
Διαβάζουμε στο πρόγραμμα: «Η καντάτα “Μαργαρίτα”, για συμφωνική ορχήστρα, μικτή χορωδία και απαγγελία, βασισμένη στο ομώνυμο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, γράφτηκε στα 1946, όταν ο συνθέτης φοιτούσε ακόμη στο Ωδείο Αθηνών. Το έργο αυτό δίνεται σε πρώτη εκτέλεση ύστερα από 31 χρόνια». Στον Μουσικό Αύγουστο, στην ζωντανή πρώτη εκτέλεση της «Μαργαρίτας» πήραν μέρος ο ηθοποιός, συγγραφέας κ.λπ. Νότης Περγιάλης στην απαγγελία, χορωδία υπό την διεύθυνση της Έλλης Νικολαΐδη και συμφωνική ορχήστρα 47 μελών, με κορυφαίο τον βιολιστή Τάτση Αποστολίδη.
Το Άξιον Εστί
Σταθμός στην συνθετική διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη, γραμμένο για βαρύτονο, λαϊκό τραγουδιστή, αφηγητή, μικτή χορωδία, σαντούρι, λαϊκή και κλασική ορχήστρα, «Το Άξιον Εστί» –κατανοητό αυτό– ήταν το πλέον αναμενόμενο έργο τού Μουσικού Αυγούστου. Γι’ αυτό το έργο θα ανέβαιναν στον λόφο μερικοί από τους πρώτους διδάξαντες (εξάλλου από το 1964 είχαν περάσει 13 χρόνια, όχι και τόσο πολλά δλδ), όπως ο λαϊκός τραγουδιστής Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο αφηγητής Μάνος Κατράκης, ο χειριστής του σαντουριού Τάσος Διακογιώργης και οι Λάκης Καρνέζης και Κώστας Παπαδόπουλος στα μπουζούκια. Θα συμμετείχαν επίσης ο βαρύτονος Ανδρέας Κουλουμπής, χορωδία υπό την διεύθυνση της Έλλης Νικολαΐδη, η παιδική χορωδία του μουσικού καλλιτεχνικού συλλόγου «Η Εφτάχρονη Λύρα» υπό τον Δημήτρη Κανάρη και βεβαίως συμφωνική ορχήστρα, με κορυφαίο τον βιολιστή Τάτση Αποστολίδη.
Όπως είχε γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης, σχετικώς, στο στρατόπεδο του Ωρωπού, το 1970: «Το “Άξιον Εστί” του Ελύτη αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ακόμα πιο πολύ ο βαθύτατος ελλαδισμός του το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωσή του, τόσο σαν μιας συγκεκριμένης ιστορικής αξίας, όσο και μιας ηθικής στάσης και παρουσίας. Φυσικά, τόσο οι διαστάσεις του ποιητικού κειμένου, όσο και η φόρμα του γενικά, οδηγούσαν αυτονόητα στην αναζήτηση μιας καινούριας μουσικής μορφής. Το έργο διατρέχει ολόκληρη την ιστορική περίοδο του ελληνικού έθνους. Από την γένεση “αυτού του κόσμου, του μικρού, του μέγα” ως την προφητική ενόραση των δεινών, που συσσώρευσε πάνω μας η σημερινή δικτατορία.
Τρία είναι τα βασικά του μέρη: Η Γένεση, Τα Πάθη και το Άξιον Εστί. Αυτά όσο για την επιφανειακή του διάσταση. Όσο για την εσωτερική του διάρθρωση υπάρχουν επίσης τρία διαφορετικά στοιχεία: η αφήγηση, ο “ύμνος” και το χορικό. Για το πρώτο ο ποιητής χρησιμοποιεί τον πεζό λόγο. Για το δεύτερο τον ελεύθερο και για το τρίτο τον μετρικό στίχο. Έτσι στη δική μου δουλειά χρησιμοποίησα αντίστοιχα: τον Αφηγητή, που διαβάζει το κείμενο, τον Ψάλτη για τους “ύμνους” και τον Λαϊκό Τραγουδιστή για τα χορικά. Άλλα τρία επίσης βασικά στοιχεία ολοκληρώνουν τη μουσική δομή τού έργου: η μικτή χορωδία, η ορχήστρα και τα λαϊκά όργανα. Έτσι ήρθαν φυσιολογικά να προστεθούν πλάι στη λαϊκή ορχήστρα (όπως τη χρησιμοποίησα στις Λαϊκές Συναυλίες, δηλαδή δύο μπουζούκια, κιθάρα, πιάνο, κοντραμπάσο, κρουστά), άλλα δύο μουσικά σύνολα, ένα φωνητικό και ένα οργανικό, που όμως θα έπρεπε να προσαρμοστούν στο καινούριο μουσικό κλίμα, ώστε να μην έχουμε μιαν απλή συρραφή ετερογενών στοιχείων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"