Ο Γ2 Τόμος του Δοκίμιου Ιστορίας του παρουσιάζει τις ιδεολογικές-πολιτικές επεξεργασίες και
την ηρωική δράση του Κόμματος κατά τη
διάρκεια της επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας (1967–1974), σε συνάρτηση
με τις εγχώριες και διεθνείς οικονομικές-πολιτικές εξελίξεις και με τις
εξελίξει δ στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Στο Δοκίμιο καταγράφονται οι ιστορικές ρίζες, οι αιτίες και ο ταξικός χαρακτήρας του στρατιωτικού πραξικοπήματος, οι διώξεις των κομμουνιστών και άλλων
ριζοσπαστών αγωνιστών που το συνόδευαν, η διάσπαση με το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού» στη 12η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ
του ΚΚΕ (1968), η τιτάνια προσπάθεια ανασυγκρότησης των Κομματικών Οργανώσεων και η
ίδρυση της ΚΝΕ (1968), η
ανάδειξη του Χαρίλαου Φλωράκη σε
Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, (1972) οι φοιτητικοί και εργατικό – λαϊκοί αγώνες
και ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου (1973), το πραξικόπημα της Χούντας στην Κύπρο (1974) και η επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας.
Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο που-στηριζόμενο στο Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ και στη
μελέτη σημαντικών ιστορικών τεκμηρίων- συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση της
ιστορίας της περιόδου και προσφέρει χρήσιμα ιστορικά διδάγματα στο σημερινό και
αυριανό ταξικό αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και την
κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας.
Η
συγγραφή της ιστορίας του ΚΚΕ στον Τόμο Γ1 του Δοκιμίου (1949–1967) έχει
ταξική αφετηρία
και περιεχόμενο,
αφού εξετάζει την εξέλιξη της στρατηγικής του, την εξέλιξη όλης της πολιτικής
του δράσης στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Διερευνά την
επίδρασή του στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, με κριτήριο την κατεύθυνσή της
προς το στόχο της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αναδεικνύει διαχρονικά συμπεράσματα
από τη σκοπιά της προσέγγισης του στόχου της εργατικής εξουσίας. Οδηγεί σε
βαθύτερη γνώση της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο.
Η χρονική περίοδος στην ιστορία του ΚΚΕ,
την οποία πραγματεύεται ο Τόμος Γ1, έχει ως αφετηρία της την προσπάθεια ανασυγκρότησης των δυνάμεών
του στην προσφυγιά, αλλά
και στην Ελλάδα, σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας.
Καμπή στην ιστορία του Κόμματος τη
συγκεκριμένη χρονική περίοδο αποτελεί η δεξιά οπορτουνιστική στροφή με την 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ
(1956), με την παρέμβαση του ΚΚΣΕ και άλλων 5 αδελφών Κομμάτων εξουσίας.
Δ.
Κουτσούμπας: Το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ
είναι πολύτιμο
εργαλείο,
σύντροφος και
βοηθός στην πάλη του Κόμματος
“Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ
νοιώθει δικαιολογημένη υπερηφάνεια που έφερε σε πέρας ένα σπουδαίας και
ανεκτίμητης αξίας έργο: Τους τόμους του δοκιμίου Ιστορίας” τόνισε ο ΓΓ της ΚΕ
του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, στην παρέμβασή του σε εκδήλωση (19-Δεκ-2018),
στον Περισσό, για την παρουσίαση του Δοκιμίου Ιστορίας του Κόμματος, περιόδου 1918–1949.
Επισήμανε ότι το ΚΚΕ είναι το
μόνο κόμμα που ασχολείται εντατικά με τη μελέτη και συγγραφή της ιστορίας του
“με στόχο η ιστορική πείρα μιας μεγάλης και ηρωικής πορείας να οδηγεί σε συμπεράσματα
που το εξοπλίζουν στην πάλη του για την ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού
κινήματος, για την προώθηση της Κοινωνικής Συμμαχίας εργατών, βιοπαλαιστών
αυτοαπασχολούμενων και αγροτών, σε συμπεράσματα που δυναμώνουν ιδεολογικά και
πολιτικά την πάλη για τον σοσιαλισμό — κομμουνισμό”.
Μίλησαν επίσης η Ελένη Μπέλλου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ και η Αλέκα Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ.
Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ ανέφερε
ότι το ΚΚΕ βαθαίνει στην ιστορία του, αναλύοντας και εκτιμώντας την ιστορική
εξέλιξη, με βάση το γεγονός ότι διεθνώς και στην Ελλάδα έχουν ωριμάσει οι
υλικές προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό, ότι τα συμπεράσματα του ΚΚΕ πρώτα απ’
όλα αφορούν την στρατηγική του πορεία και υπογράμμισε πως “θεμελιακό δίδαγμα
που ενσωμάτωσε το ΚΚΕ στο Πρόγραμμά του, είναι ότι ο στρατηγικός στόχος του
Κομμουνιστικού Κόμματος, δεν είναι σωστό να καθορίζεται από τον συσχετισμό
δυνάμεων”, ο οποίος “πρέπει να εκτιμάται αντικειμενικά ώστε να καθορίζονται τα
τρέχοντα καθήκοντα, σε συνάρτηση με τον στρατηγικό στόχο και υποβοηθώντας τον
υποκειμενικό παράγοντα να ωριμάσει για τις μεγάλες στιγμές της αποφασιστικής
αναμέτρησης”.
“Στις συνθήκες του καπιταλισμού, το Κομμουνιστικό Κόμμα οφείλει να έχει
στρατηγική ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, ανεξάρτητα από τη μορφή
της ή τις συνθήκες δράσης του Κόμματος, όπως έχει δείξει η ιστορία (είτε είναι
στη νομιμότητα είτε δρα ημινόμιμα είτε βρίσκεται σε βαθιά παρανομία). Ακόμα,
ανεξάρτητα, αν η μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας είναι κυβέρνηση ενός
κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων στηριγμένη στο αστικό κοινοβούλιο ή όχι, ή
κυβέρνηση τεχνοκρατών ή στρατιωτικών εκπροσώπων της αστικής τάξης, σε εμπόλεμη
ή μη εμπόλεμη κατάσταση” τόνισε.
Ως προς τα καλέσματα των
αστικών κοινοβουλευτικών κομμάτων και του “πρωτοστατούντος” ΣΥΡΙΖΑ που
ακολουθείται “και από άλλους της λεγόμενης «αριστεράς» και της κεντροαριστεράς”
για την διαμόρφωση μετώπου κατά των ακροδεξιών-φασιστικών δυνάμεων στην Ελλάδα
και στην Ευρώπη, τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι “ούτε οι αντιφασιστικές κορόνες,
ούτε οι επικλήσεις για ειρήνη και φιλία, μπορούν να κρύψουν ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ
και η ΝΔ, με την πολιτική τους, ρίχνουν νερό στο μύλο του εθνικισμού”.
Όπως εξήγησε, “νερό στο μύλο
του εθνικισμού δεν ρίχνει μόνο αυτός — όπως η ΝΔ — που στηρίζει τα εθνικιστικά
συλλαλητήρια για να ψαρέψει στα θολά νερά του ακροδεξιού λαϊκισμού και
φασισμού” αλλά “και αυτός — όπως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ — που υπογράφει συμφωνίες
με τη σφραγίδα του ΝΑΤΟ, αφήνει ανοιχτό παράθυρο στον αλυτρωτισμό, τον οποίο
εκμεταλλεύεται η σάρα και η μάρα του εθνικισμού και του ναζισμού”.
“Κι αυτός που ρίχνει νερό στο
μύλο του εθνικισμού δεν μπορεί να βρεθεί πραγματικά και σταθερά απέναντι από
κάθε ακροδεξιό, από κάθε φασίστα, από κάθε εθνικιστή, όπως προσπαθεί να
κοροϊδέψει ο κ. Τσίπρας. Ούτε βέβαια, πολύ περισσότερο, μπορεί να ηγηθεί δήθεν
αντιφασιστικών μετώπων. Το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να στήνει νέες
παγίδες στον λαό που έχει ζωντανές μνήμες, αγωνιστικές παρακαταθήκες και θέληση
για δράση, ενάντια στην ακροδεξιά, στο ναζισμό” τόνισε.
Είπε ότι η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει ματώσει τον λαό με την πολιτική της, ενώ σημείωσε την σύμπτωση
απόψεων του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων κομμάτων συμπεριλαμβανομένης της Χρυσής Αυγής
για τον χαρακτήρα της οικονομικής κρίσης ως κρίσης χρέους και όχι ως
καπιταλιστικής κρίσης όπως υποστηρίζει μόνο το ΚΚΕ.
“Συμπίπτουν
επίσης και στο ότι αποκρύπτουν, πως το μεγάλο ύψος του χρέους, προέρχεται από
τα θαλασσοδάνεια προς τους επιχειρηματίες, από τους τεράστιους ΝΑΤΟϊκούς
εξοπλισμούς και από άλλες παροχές στη λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία, που τόσο
όλοι τους εκθειάζουν” πρόσθεσε. “Ακριβώς
γι’ αυτά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ δέχεται τα συγχαρητήρια της ΕΕ και των ΗΠΑ, ενώ
τρίβει τα χέρια της με ικανοποίηση και η εγχώρια άρχουσα τάξη. Έτσι “μέγιστο
επίτευγμά” της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ “που έγινε το πιο αγαπημένο παιδί του
κεφαλαίου είναι ότι “υψώνοντας τη σημαία της αριστεράς, ενώ με το άλλο χέρι
κρατά τη λαιμητόμο των λαϊκών δικαιωμάτων, κατάφερε πλήγμα στο εργατικό- λαϊκό
κίνημα”.
Αναφερόμενος στα συμπεράσματα
που περιλαμβάνονται στο Δοκίμιο Ιστορίας 1918–1949 επισήμανε, ιδιαίτερα, ότι “ο
κίνδυνος παρέκκλισης σε μεταρρυθμιστικό στόχο που μεταφράζεται σε πολιτικό
κυβερνητικό στόχο, με τη συμμετοχή ή την ανοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος σε
αστικές κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού, είναι υπαρκτός, ακόμα κι αν
έχει προηγηθεί σαφής επαναστατική στρατηγική επεξεργασία” με τον κίνδυνο αυτό
να ελλοχεύει “ιδιαίτερα σε απότομες αλλαγές των οικονομικών και πολιτικών
συνθηκών, όπως είναι για παράδειγμα η οικονομική κρίση, η άνοδος του φασισμού,
ο πόλεμος”. Τόνισε ότι το ΚΚΕ καθ’ όλο το διάστημα της τελευταίας
καπιταλιστικής κρίσης “δοκιμάστηκε και στάθηκε στο ύψος της αποστολής του”
καθώς “αρνήθηκε να μπει σε οποιαδήποτε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης”.
“Η ζωή επιβεβαίωσε περίτρανα
τη στάση και τη θέση του ΚΚΕ. Γιατί, αν είχε κάνει το αντίθετο, τώρα θα
βρισκόταν απολογούμενο για την επιλογή του, θα βάδιζε δίχως πυξίδα ταξική, θα
γινόταν ουρά των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου και των
καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών συμμαχιών του, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ” υπογράμμισε ο
Δ. Κουτσούμπας.
Σε αυτό τον αγώνα, το δοκίμιο
ιστορίας που κρατάτε σήμερα στα χέρια σας, μπορεί να καταστεί πολύτιμο
εργαλείο, σύντροφος και βοηθός” κατέληξε στην παρέμβασή του ο ΓΓ της ΚΕ
του ΚΚΕ.
2023_Γ1 Τόμος
Η αποχώρηση των οπορτουνιστών από το
Κόμμα μετά από τη 12η Ολομέλεια –που στη συνέχεια συγκρότησαν
το λεγόμενο «ΚΚΕ εσωτερικού»– έδωσε στο ΚΚΕ τη δύναμη να προχωρήσει
αποφασιστικά στη δημιουργία παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, να ιδρύσει το 1968
την ΚΝΕ, να δράσει ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία μέχρι το 1974 και να
επιβάλει την ανοιχτή δράση του πριν τη θεσμική νομιμοποίησή του κατά την
περίοδο αποκατάστασης του αστικού κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα, περίοδο την
οποία πραγματεύεται ο τόμος Γ2.
Ο Γ1 Τόμος του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ
απευθύνεται στην ίδια την εργατική τάξη, στους πρωτοπόρους νέους και νέες
εργατικής και λαϊκής καταγωγής, στους συνειδητούς επιστήμονες, γιατί επιστήμη
σημαίνει αλήθεια, γιατί αλήθεια για την κοινωνική πρόοδο σημαίνει
σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική.
ΚΟ Αττικής
του ΚΚΕ:
Παρουσίαση του Γ2 Τόμου
του Δοκιμίου Ιστορίας
του Κόμματος
Η
ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ, την Τετάρτη 24 Γενάρη, πραγματοποίησε
εκδήλωση παρουσίασης του Γ2 Τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ (1967 — 1974).
Η εκδήλωση, που έχει τίτλο «Επίκαιρα διδάγματα από τη δράση και τις
επεξεργασίες του ΚΚΕ την περίοδο 1967 — 1974» έγινε στην έδρα της ΚΕ του
ΚΚΕ (Αίθουσα Συνεδρίων) στον Περισσό, με ομιλήτρια την Ελένη Μπέλλου,
μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Παρευρέθηκαν τα μέλη του ΠΓ της ΚΕ Γιώργος Μαρίνος, Λουίζα Ράζου, Μάκης
Παπαδόπουλος και Θοδωρής Χιώνης.
Το άνοιγμα έκανε ο Αρης Πλωμαρίτης, μέλος της Επιτροπής Περιοχής της ΚΟ
Αττικής, ο οποίος ανέφερε ανάμεσα σε άλλα: “Μέσα
από αυτές τις εκδηλώσεις όπως και η σημερινή, τιμάμε την ηρωική Ιστορία του
Κόμματός μας. Τιμάμε τους συντρόφους μας, τα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και της
ΚΝΕ, τους φίλους και συναγωνιστές που στάθηκαν όρθιοι, δεν υπολόγισαν κόπους
και θυσίες και έτσι έβαλαν το δικό τους λιθαράκι για να γυρίσει ο τροχός της
Ιστορίας προς τα μπρος _ Ταυτόχρονα, εμπνεόμαστε και
διδασκόμαστε από τα πολύτιμα συμπεράσματα της ταξικής πάλης, καθώς αποτελούν
για εμάς σπουδαίο εφόδιο για τις σκληρές μάχες που δίνουμε καθημερινά απέναντι
στην αστική τάξη, στο κράτος και τις κυβερνήσεις, στο πολιτικό της προσωπικό,
στους διεθνείς συμμάχους της. Αγώνες και μάχες που δίνουμε για να αλλάξει ο
αρνητικός συσχετισμός, με στόχο την ανατροπή αυτού του σάπιου συστήματος της
εκμετάλλευσης και του εχθρικού για τον λαό και τα παιδιά του αστικού κράτους ”. Στο χώρο λειτούργησε έκθεση
πρωτότυπου αρχειακού υλικού της περιόδου με ξεναγήσεις, επίσης βιβλιοπωλείο της
“Σύγχρονης Εποχής”.
Δελτίο Τύπου Δοκίμιο Γ2_τ
ℹ️
Ο Γ2 Τόμος του Δοκιμίου
Ιστορίας του ΚΚΕ παρουσιάζει τις ιδεολογικές-πολιτικές επεξεργασίες και την
ηρωική δράση του Κόμματος κατά τη διάρκεια της επταετούς στρατιωτικής
δικτατορίας (1967–1974), σε συνάρτηση με τις εγχώριες και διεθνείς
οικονομικές-πολιτικές εξελίξεις και με τις εξελίξεις στο Διεθνές Κομμουνιστικό
Κίνημα.
Στο Δοκίμιο καταγράφονται οι ιστορικές ρίζες, οι αιτίες και ο ταξικός
χαρακτήρας του στρατιωτικού πραξικοπήματος, οι διώξεις των κομμουνιστών και
άλλων ριζοσπαστών αγωνιστών που το συνόδευσαν, η διάσπαση με το λεγόμενο «ΚΚΕ
Εσωτερικού» στη 12η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1968), η
τιτάνια προσπάθεια ανασυγκρότησης των Κομματικών Οργανώσεων και η ίδρυση της
ΚΝΕ (1968), η ανάδειξη του Χαρίλαου Φλωράκη σε Α΄ Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ
(1972), οι φοιτητικοί και εργατικοί-λαϊκοί αγώνες και ο ξεσηκωμός του
Πολυτεχνείου (1973), το πραξικόπημα της Χούντας στην Κύπρο (1974) και η
επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο που –στηριζόμενο στο Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ και
στη μελέτη σημαντικών ιστορικών τεκμηρίων– συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση
της ιστορίας της περιόδου και προσφέρει χρήσιμα ιστορικά διδάγματα στο σημερινό
και αυριανό ταξικό αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και την
κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας.
Σελίδες: 976
Σχήμα: 17x24
Εκδότης: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
ISBN: 978–960-451–474‑8
1η έκδοση Νοέμβρης 2023
Ιδιαίτερα
ενδιαφέρον ήταν το βίντεο που
προβλήθηκε στην εκδήλωση της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ για την παρουσίαση του Γ2 Τόμου
του Δοκιμίου Ιστορίας του Κόμματος (1967 — 1974), για τα γεγονότα της περιόδου.
Ξεκίνησε με την απολογία φυλακισμένης
στις φυλακές Αλικαρνασσού σε δικαστικές επιτροπές της χούντας, με αναφορές στη
σύλληψη μαζί με τον άντρα της από την Ασφάλεια και τη μεταφορά τους στον
Ιππόδρομο μετά το πραξικόπημα.
Από τα μαθήματα αντικομμουνισμού της χούντας και τις πιέσεις για την υπογραφή
δηλώσεων μετανοίας το βίντεο πέρασε στην ανασυγκρότηση του Κόμματος, με την
Αύρα Παρτσαλίδου να χαιρετίζει από τις ίδιες φυλακές το 1969 «τις επιτυχίες στη
δουλειά για το χτίσιμο παράνομων Κομματικών Οργανώσεων και ιδιαίτερα την
πρωτοποριακή δουλειά της ΚΟ Αθήνας που παλεύει υποδειγματικά για την
πραγματοποίηση του κεντρικού πολιτικού και οργανωτικού καθήκοντος του
Κόμματος».
Ακολούθησαν σύντομα πλάνα από τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, έπειτα την
επιστροφή των εξόριστων και την ντε φάκτο κατάκτηση της νόμιμης δράσης
του ΚΚΕ και τελείωσε εν μέσω χειροκροτημάτων και με το σύνθημα «Ένας αιώνας
αγώνας και θυσία, το ΚΚΕ στην πρωτοπορία» να αντηχεί δυνατά.
Στο τέλος της εκδήλωσης μοιράστηκαν δύο
ξεχωριστά αναμνηστικά στους συμμετέχοντες. Πρόκειται για ανατυπώσεις δύο αφισών
που προστέθηκαν πρόσφατα στο Αρχείο του ΚΚΕ. Η πρώτη είναι αφίσα που τυπώθηκε
την περίοδο 1975 — 1976, προς τιμήν του 1ου Συνεδρίου της ΚΝΕ (18 — 21 Φλεβάρη
1976), από την ΟΒ Λιθογράφων. Η δεύτερη είναι αφίσα με τη μορφή του Λένιν, η
οποία τυπώθηκε στην Ιταλία την περίοδο της χούντας στην Ελλάδα. Αυτό το
αναμνηστικό δόθηκε και με αφορμή τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Λένιν
(21/1/1924).
Η μελέτη της περιόδου πηγή
ισχυροποίησης του Κόμματος για τις προκλήσεις
της ταξικής πάλης
Στην ομιλία της
η Ελ. Μπέλλου ανάμεσα σε άλλα σημείωσε:
«Ο τόμος που κυκλοφόρησε πριν από 2 μήνες
συνέπεσε με τα 50 χρόνια από τον φοιτητικό και λαϊκό ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου ενάντια
στη δικτατορία και στην τρέχουσα χρονιά, τον Ιούλη, συμπίπτει με τα 50 χρόνια
από το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο, την τουρκική εισβολή και τη
διχοτόμησή της, αλλά και 50 χρόνια από την επαναφορά από τη στρατιωτική
δικτατορία στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία στην Ελλάδα.
Ο τόμος έχει ορισμένη επικαιρότητα και
μια αυτοτέλεια για μια ιστορική περίοδο που είναι ακόμα κομμάτι της ζωής
αρκετών ανθρώπων, κάποιοι απ’ αυτούς βρίσκονται και στην αίθουσα. Είναι
αναπόσπαστο μέρος της σειράς των 6 τόμων της Ιστορίας του ΚΚΕ.
Μελετάμε την Ιστορία του ΚΚΕ, μελετάμε την εξέλιξη
της ιδεολογίας του, της στρατηγικής
του, όλων των πλευρών της πολιτικής
του δράσης, της παρέμβασής του σ’
όλα τα πεδία της ταξικής πάλης, προσπαθώντας να εξετάζουμε παράλληλα τους
πιο σημαντικούς εσωτερικούς και διεθνείς
παράγοντες. Κρίνουμε μελετητικά-ερευνητικά πώς — σωστά ή μ’ ελλείψεις ή και
λάθος — έκρινε τις τότε συνθήκες το Κόμμα μας κι επιχειρούμε να βγάλουμε
συμπεράσματα που θα μας κάνουν πιο ικανούς.
Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η Ιστορία,
και της περιόδου της δικτατορίας, μας βοηθά να καταλάβουμε πιο βαθιά πώς
λειτουργεί το εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα στο οποίο ζούμε, αλλά και το πώς
μπορούμε να το πολεμήσουμε, πώς καλύτερα να υπηρετήσουμε τον στόχο για την
επαναστατική ανατροπή του, τον στόχο δηλαδή να αλλάξει η τάξη στην εξουσία, ν’
ανοίξει ο δρόμος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η Ιστορία διδάσκει πώς μπορούμε
έγκαιρα να βλέπουμε τις χαραμάδες, τις ρωγμές στο σύστημα, να αξιοποιούμε τις
ευκαιρίες (…)
Έχει και η περίοδος της δικτατορίας τη δική της σημασία από γεγονότα που
δείχνουν ρωγμές, δυνατότητες μιας σχετικά πιο μαζικής πολιτικής δράσης, όπως
ήδη έχουμε αναδείξει για τον φοιτητικό και λαϊκό ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, με
την ειδική έκδοση και το σχετικό ντοκιμαντέρ.
Κεντρική
εκτίμηση του Δοκιμίου είναι ότι το Κόμμα δεν ήταν έτοιμο ιδεολογικά — πολιτικά
— οργανωτικά ν’ αντιμετωπίσει τη δικτατορία, πολύ περισσότερο στο ξεκίνημά της
αλλά και στην πορεία, παρόλο που με ηρωισμό ηγήθηκε του αντιδικτατορικού αγώνα
και στην κορύφωσή του τον Νοέμβρη του 1973 (…)
Αν και το Κόμμα είναι το μόνο που
επιδιώκει την ανατροπή της δικτατορίας με παρέμβαση του εργατικού — λαϊκού
παράγοντα, δεν συνδέει το ζήτημα με πάλη γι’ ανατροπή της αστικής εξουσίας,
αλλά εξακολουθεί να έχει τη στρατηγική των σταδίων. Απ’ αυτή παράγονται και
χαρακτηριστικοί αντιφατικοί στόχοι, όπως παράλληλα με την κομματική συγκρότηση
και η ανασυγκρότηση της ΕΔΑ.
- Το Δοκίμιο αναφέρεται και σε πιο εξειδικευμένα
κομματικά ζητήματα, πολύ χρήσιμα στην κομματική πείρα:
Σημειώνουμε ότι αμέσως μετά τη 12η
Ολομέλεια, στ’ όνομα της “ενότητας”, δεν έγινε πλήρης οργανωτικός διαχωρισμός
απ’ όλα τα στελέχη της οπορτουνιστικής ομάδας κι αυτό εμπόδισε την ιδεολογική
και οργανωτική του ανασυγκρότηση.
·
Αναδεικνύουμε
τα προβλήματα συλλογικότητας πρώτ’ απ’ όλα στο ίδιο το ΠΓ.
·
Εντοπίζουμε
αδυναμίες στο πώς διορθώθηκαν τέτοια προβλήματα, πιο συγκεκριμένα πώς έγινε η
παρέμβαση, η κριτική εκ μέρους μελών της ΚΕ και του ΠΓ προς τον Κ. Κολιγιάννη (δεν
μπήκαν από την αρχή ανοιχτά στα όργανα, αλλά προσέφυγαν μ’ επιστολή προς την
ηγεσία του ΚΚΣΕ).
·
Εντοπίζουμε
αδυναμίες στην παράνομη δουλειά που συνδέονται με την εμβέλεια των χτυπημάτων
του χουντικού καθεστώτος, την ακύρωση στελεχών από την παράνομη δράση (…)
Το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε κατάματα
και σε βάθος τις ιδεολογικές/στρατηγικές και οργανωτικές αδυναμίες του Κόμματος, ούτε αναιρεί ούτε υποβαθμίζει ότι το Κόμμα πάλεψε με συνέπεια τη
δικτατορία, με ηρωική αυτοθυσία στελεχών, μελών, ΚΝιτών και οπαδών του, με
πρωτοβουλία και ευθύνη και στις συνθήκες της κατάληψης του Πολυτεχνείου της
Αθήνας, όπως και σε άλλες πόλεις.
Αυτός ο ηρωισμός πρέπει να γίνεται γνωστός με
αναφορές, εκδόσεις, ντοκιμαντέρ, ν’ αποτελέσει πηγή κομμουνιστικής
διαπαιδαγώγησης, αντοχής, έμπνευσης αλλά και ιδεολογικοπολιτικής δύναμης να
υπερασπιζόμαστε το Κόμμα και την ΚΝΕ, την Ιστορία του, από κάθε προέλευσης
αντι-ΚΚΕ στρεβλώσεις και επιθέσεις.
Η μελέτη και αυτής
της περιόδου αποτελεί πηγή κατάκτησης και εμβάθυνσης των κομμουνιστικών, των
επαναστατικών χαρακτηριστικών από γενιά σε γενιά και για τις πρωτόγνωρες
σημερινές συνθήκες. Είναι πηγή ισχυροποίησης του Κόμματος και της ΚΝΕ για
τις σημερινές και αυριανές προκλήσεις της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, στην
ευρύτερη περιοχή που βρισκόμαστε, σ’ όλο τον κόσμο».
Σε
συνέχεια της έκδοσης πέντε τόμων του Δοκιμίου Ιστορίας του
ΚΚΕ, που αφορούσαν την
περίοδο από την ίδρυσή του το 1918 έως την επιβολή της στρατιωτικής
δικτατορίας τον Απρίλη του 1967, η Σύγχρονη Εποχή εκδίδει τον τόμο Γ2 που αφορά
την περίοδο της δικτατορίας. Ο τόμος, αντί εισαγωγής, περιλαμβάνει την Εισήγηση του ΠΓ προς τη Σύνοδο της ΚΕ
στις 27 Σεπτέμβρη 2023 που συζήτησε και ενέκρινε το περιεχόμενο του τόμου.
Εκδόσεις
Σύγχρονη Εποχή
Εισήγηση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
για το περιεχόμενο του Γ2 τόμου
του δοκιμίου ιστορίας, περίοδος 1967-1974
Η
Κεντρική Επιτροπή σήμερα συζητά ολοκληρωμένα την περίοδο ιστορίας του Κόμματος
που σχετίζεται με την 7χρονη στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα (1967-1974).
Μέχρι τώρα, τμηματικά έχουν γίνει οι εξής συζητήσεις:
1.
Η
Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Ιοϋνη του 2011 είχε εγκρίνει τον τότε Β' Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του
ΚΚΕ, που περιλάμβανε το κεφάλαιο
3.Β.12, όπου δινόταν ο χαρακτήρας και οι αιτίες επιβολής της δικτατορίας, καθώς
και τα κεφάλαια 3.Β.19 και 3.Β.20, που αναφέρονταν στην υπονόμευση του ΚΚΕ από
την οπορτουνιστική ομάδα μέσω της ΕΔΑ την περίοδο από τη 10η έως τη 12η Ευρεία
Ολομέλεια, το Φλεβάρη του 1968, όπου έγινε η διάσπαση του Κόμματος.
2.
Ορισμένα
ζητήματα αναφορικά με τις αιτίες επιβολής και το χαρακτήρα της στρατιωτικής
δικτατορίας, με πλευρές της ιδεολογίας της και της οικονομικής της πολιτικής,
αλλά και της στρατηγικής του Κόμματος συζητήθηκαν στο Πολιτικό Γραφείο με
αφορμή την έκδοση του Τμήματος Ιστορίας Δικτατορία 1967-1974, που κυκλοφόρησε στην επέτειο των 40
χρόνων από την πτώση της δικτατορίας, το 2014.
3.
Πιο
ολοκληρωμένα για τα παραπάνω θέματα η Κεντρική Επιτροπή συζήτησε το 2017,
διαμορφώνοντας την Ανακοίνωση για τα 50 χρόνια από την επιβολή της
στρατιωτικής δικτατορίας.
4.
Το
2019, στα 45 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, κυρίως το Πολιτικό Γραφείο,
αλλά και την Κεντρική Επιτροπή απασχόλησε η διαμόρφωση της Εισαγωγής για την
έκδοση των Πρακτικών της 18ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (24 Ιούνη -2 Ιούλη
1973). Πρόκειται για την Ολομέλεια αλλαγής του Γραμματέα της ΚΕ και
προετοιμασίας του 9ου Συνεδρίου του Κόμματος.
Η πορεία διαμόρφωσης
του Γ2
Τόμου του Δοκιμίου
Από
το 2018 κι έπειτα, οπότε στην επέτειο των 100 χρόνων του Κόμματος κυκλοφόρησαν
οι τόμοι Α1, Α2, Βι και Β2 του Δοκιμίου Ιστορίας του
Κόμματος που αφορούσαν
την περίοδο 1918-1949, τέθηκε ο στόχος της αναμόρφωσης και συμπλήρωσης του
παλιού Β' Τόμου του Δοκιμίου
(1949-1968), με τρόπο που να περιλαμβάνει και την περίοδο της στρατιωτικής
δικτατορίας. Καταλήξαμε στο να διαμορφωθούν 2 τόμοι, ο ένας για την περίοδο
1949-1967 και ο άλλος για την περίοδο 1967-1974. Έτσι, το 2020 εκδόθηκε ο Τόμος
Γ1 για την περίοδο 1949-1967, απαλλαγμένος από τις εκτεταμένες αναφορές του παλιού
Β' Τόμου σε προηγούμενες περιόδους (που ήταν απαραίτητες, αφού δεν είχαν
κυκλοφορήσει οι 4 τόμοι της περιόδου 1918-1949) και απ’ ό,τι περιλάμβανε για
την περίοδο από την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας έως τη διάσπαση του
Κόμματος. Ο Γ1 Τόμος στηρίχτηκε σε σημαντικό βαθμό στις υπάρχουσες επεξεργασίες
του παλιού Β' Τόμου, γι’ αυτό και δε συζητήθηκε στην ΚΕ.
Η
ιστορική έρευνα για τη συγγραφή του Γ2 Τόμου στηρίχτηκε στα πορίσματα των
προηγούμενων επεξεργασιών και στο υλικό της έκδοσης Δικτατορία 1967-1974, καθώς και σε άρθρα που έχουν δημοσιευτεί
τα προηγούμενα χρόνια στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση με αντίστοιχο περιεχόμενο. Ταυτόχρονα,
διερευνήθηκαν και νέα ζητήματα, τα οποία επισημάναμε στα περιεχόμενα του Τόμου,
για τη διευκόλυνση του διαβάσματος των μελών της ΚΕ και της ΚΕΟΕ.
Παράγοντες που
οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας
Το
προτεινόμενο Δοκίμιο
σημειώνει ότι οι βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στη στρατιωτική δικτατορία
πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικά στους κόλπους του μετεμφυλιακού αστικού
πολιτικού συστήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά από τη Συμφωνία της Βάρκιζας
και κυρίως με την επαναφορά της βασιλείας και την ενσωμάτωση όλων των
εθνικιστικών ένοπλων οργανώσεων στο αστικό κράτος και στη λειτουργία του
αστικού πολιτικού συστήματος.
Όπως
τεκμηριώνεται στους Β2 και Γ1 Τόμους του Δοκιμίου, η μεταπολεμική στερέωση της αστικής
εξουσίας βασίστηκε στην ένοπλη καταστολή του εργατικού-λαϊκού κινήματος με τη
βοήθεια και των διεθνών συμμάχων της αστικής τάξης. Η άρχουσα τάξη, προκειμένου
να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και στη συνέχεια το ΔΣΕ, κινητοποίησε όλες τις
δυνάμεις της, πρωταρχικά το στρατό και τους άλλους κατασταλτικούς κρατικούς
μηχανισμούς (αστυνομία, χωροφυλακή, ΤΕΑ κλπ.), τις «παρακρατικές οργανώσεις»,
την αστική Δικαιοσύνη κ.ά. Ταυτόχρονα, όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, παρά
τις μεταξύ τους διαφορές, είχαν συνταχτεί στο στόχο της ήττας του ΔΣΕ, με
κοινή σημαία τους τον αντικομμουνισμό και με προεξάρχοντα το ρόλο του Παλατιού.
Ωστόσο, ο θεσμικός ρόλος της βασιλείας,
που στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αποτέλεσε μια ακόμα ασφαλιστική δικλείδα
προστασίας της καπιταλιστικής εξουσίας, σταδιακά έπαψε να ανταποκρίνεται στις
ανάγκες και στις προτεραιότητές της στις συνθήκες της μεταπολεμικής
καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μια σειρά από αρμοδιότητες του Παλατιού, και
ειδικότερα η δυνατότητά του να παρεμβαίνει στο σχηματισμό κυβερνήσεων και να
ελέγχει το στρατό, έρχονταν σε αντίθεση, ακόμα και σε σύγκρουση, με την αστική
κυβερνητική λειτουργία. Συνολικότερα, το διαμορφωμένο μετεμφυλιακό πολιτικό
σύστημα γινόταν παρωχημένο απέναντι στην ανάγκη ομαλής χειραγώγησης και ενσωμάτωσης
των εργατικών-λαϊκών μαζών.
Έτσι,
τη δεκαετία του 1950 και περισσότερο τη δεκαετία του 1960 μέσα στους κόλπους
της αστικής τάξης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων αναπτύσσονταν τάσεις υπέρ
του εκσυγχρονισμού του αστικού κράτους και του αστικού πολιτικού συστήματος. Οι
αστικές κυβερνήσεις των Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου, κατά τη δεκαετία του
1960, επιδίωξαν ορισμένους εκσυγχρονισμούς που αφορούσαν τις συνταγματικά
κατοχυρωμένες αρμοδιότητες της κυβέρνησης και του βασιλιά, επιχειρώντας να
περιορίσουν το ρόλο του τελευταίου, ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του στρατού.
Στις
κινήσεις αυτές δεν εναντιώθηκαν πάντα οι διεθνείς σύμμαχοι της αστικής τάξης,
ειδικότερα ο αμερικανικός παράγοντας. Ταυτόχρονα, όμως, συνάντησαν τη σθεναρή
αντίσταση του Παλατιού, με αποτέλεσμα να οξυνθούν οι προϋπάρχουσες αντιθέσεις
ανάμεσα στα αστικά κόμματα και στο Παλάτι, που πραγματοποιούσε συμμαχίες πότε
με το ένα και πότε με το άλλο κόμμα, ενώ άμεσα και άλλοτε έμμεσα ανέτρεπε με
τους συμμάχους του και κυβερνήσεις.
Το Παλάτι,
επίσης, ήταν φορέας του κυρίαρχου ωμού αντικομμουνισμού και της αντίστοιχης
βίας, αντανακλώντας την αντίδραση της αστικής τάξης στον κίνδυνο απώλειας της
εξουσίας της κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940. Ο μεταπολεμικός
αντικομμουνισμός λάμβανε πολλές μορφές, από το θεσμικό αντικομμουνισμό των
διώξεων της κομμουνιστικής δράσης και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων
έως και την εκτεταμένη δράση των ανεπίσημων κατασταλτικών μηχανισμών του
αστικού κράτους (παρακρατικών) και τη μαζική, όσο και χυδαία αντικομμουνιστική
προπαγάνδα.
Από
ένα σημείο κι έπειτα, ο ωμός
αντικομμουνισμός δεν ευνοούσε την ενσωμάτωση ευρύτερων εργατικών-λαϊκών
δυνάμεων στην αστική εξουσία και επομένως τη στερέωσή της. Γινόταν πλέον
αναπόσπαστο τμήμα του φαύλου κύκλου απαξίωσης των αστικών πολιτικών δυνάμεων.
Έτσι, τμήμα των αστών πολιτικών, κυρίως των λεγάμενων «κεντρώων», άρχισε να
αποστασιοποιείται από το χυδαίο αντικομμουνισμό, αν και παρέμενε βέβαια εξίσου
αντικομμουνιστικό, συνεπές σε κάθε απόπειρα αμφισβήτησης και, πολύ περισσότερο,
ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας.
Μέσα στο ίδιο πλαίσιο, πεδίο ενδοαστικής αντιπαράθεσης αποτέλεσαν η
λειτουργία και τα όρια δράσης των παρακρατικών οργανώσεων, αν και το σύνολο
των αστικών πολιτικών δυνάμεων τις είχε αντιμετωπίσει μεταπολεμικά ως
απαραίτητο συμπλήρωμα της επίσημης κρατικής καταστολής και ως σημαντικό
εργαλείο εκφοβισμού του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Ωστόσο, στην πάροδο του
χρόνου, η δράση των παρακρατικών οργανώσεων αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για
την ενσωμάτωση των εργατικών-λαϊκών μαζών, ενώ περαιτέρω πρόβλημα δημιούργησε
και η χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο των ενδοαστικών αντιθέσεων.
Την
ίδια περίοδο, οι διεθνείς σύμμαχοι της εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας,
μεπροεξάρχοντεςτο Ηνωμένο Βασίλειο και κυρίως τις Η ΠΑ, εκμεταλλευόμενοι τη
συνεισφορά τους στη διάσωση της ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας, συνέχιζαν
να επιδρούν σε θεσμούς του αστικού κράτους και στο παρακράτος, επιδιώκοντας
την προώθηση της εξωτερικής τους πολιτικής στη γεωπολιτικά κρίσιμη περιοχή της
Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Όμως, από ένα σημείο κι έπειτα, η στερέωση της
εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας ενδυνάμωσε εκείνη τη μερίδα των αστικών
πολιτικών δυνάμεων που επιδίωκαν μια εξωτερική πολιτική η οποία, δίχως να
αμφισβητεί τους βασικούς διεθνείς συμμάχους της καπιταλιστικής εξουσίας, θα
ήταν περισσότερο αυτονομημένη από το σύνολο των επιδιώξεών τους, προτάσσοντας
κυρίως όσους εξυπηρετούσαν την αναβάθμιση του ελληνικού κεφαλαίου.
Το
γεγονός αυτό αναμφίβολα συνδεόταν με τους αντίπαλους σχεδιασμούς της ελληνικής
και της τουρκικής αστικής τάξης στην περιοχή και στον προνομιακό τρόπο που
αντιμετωπιζόταν η Τουρκία από το ΝΑΤΟ εξαιτίας του κρίσιμου γεωπολιτικού ρόλου
της, τόσο στη διεθνή αντιπαράθεση
καπιταλισμού-σοσιαλισμού όσο και στους ενδοϊμπεριαλιστικούς
ανταγωνισμούς στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Υπενθυμίζουμε ότι ήδη από τις
αρχές της δεκαετίας του 1950 είχαν εκδηλωθεί αστικές ενστάσεις, επικεντρωμένες
κυρίως στην απαίτηση εξασφάλισης σημαντικότερων ανταλλαγμάτων για την ένταξη
της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (1952) και για τη συμφωνία εγκατάστασης αμερικανικών
βάσεων στην Ελλάδα (1953), κυρίως για τη μη αποθήκευση πυρηνικών. Οι ενστάσεις
αυξήθηκαν σε συνθήκες που όλο και περισσότερα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης,
εκμεταλλευόμενα τη μεταπολεμική καπιταλιστική τους ανάπτυξη, διαχωρίζονταν έως
ένα βαθμό από την αμερικανική εξωτερική πολιτική και επιδίωκαν να διαμορφώσουν
ένα διακριτό ιμπεριαλιστικό κέντρο.
Ενδεικτικά, το 1957 συγκροτήθηκε η ΕΟΚ και
την επόμενη χρονιά ο Ντε Γκολ απαίτησε από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ την
αναβάθμιση της Γαλλίας στο πλαίσιο της ΝΑΤΟϊκής διοίκησης. Τμήμα της
αυτονόμησης της εξωτερικής πολιτικής κυρίως ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών
αποτελούσε και η αύξηση των εμπορικών τους σχέσεων με την ΕΣΣΔ και τις άλλες
χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δίχως αυτό να σήμαινε και παύση των
υπονομευτικών ενεργειών εναντίον τους.
Οι
διεθνείς εξελίξεις ανατροφοδότησαν και τις ενδοαστικές αντιθέσεις για την
εξωτερική πολιτική του αστικού κράτους, οδηγώντας και στην κλιμάκωση της
αντίθεσης μερίδας της αστικής τάξης με τις προτεραιότητες της αμερικανικής
εξωτερικής πολιτικής. Φυσικά, το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων
συνέχιζε να βλέπει το μέλλον του αστικού κράτους συνυφασμένο με την ένταξή του
τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΟΚ, αλλά ταυτόχρονα συνυπήρχαν και οξείες διαμάχες
αναφορικά με τους όρους της συμμαχίας με τις δύο διακρατικές καπιταλιστικές
ενώσεις και με την προτεραιότητά τους.
Παράλληλα,
το Κυπριακό αποτελούσε μόνιμο
«αγκάθι». Η ελληνική καπιταλιστική εξουσία είχε εγκαταλείψει το σύνθημα της
Ένωσης, υπολογίζοντας την αντίδραση της συμμάχου Μ. Βρετανίας, γεγονός που
τροφοδοτούσε αντιδράσεις σε Ελλάδα και Κύπρο και σχέδια διχοτόμησης και διπλής
ένωσης, που στρέφονταν εναντίον των κυπριακών δυνάμεων που διεκδικούσαν
ανεξαρτησία.
Η
ελληνοκυπριακή αστική τάξη προσανατολίστηκε στη λύση της ανεξαρτησίας, ως
μόνης ικανής να διαφυλάξει την εξουσία της, και παράλληλα προχώρησε σε
ανοίγματα προς την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι
οποίες δεν επιθυμούσαν τη μετατροπή της Κύπρου σε ΝΑΤΟϊκό ορμητήριο. Κάτω από
αυτές τις συνθήκες, η ελληνική αστική τάξη επιθυμούσε, από τη μια πλευρά, να
διατηρήσει τις διεθνείς της συμμαχίες και, από την άλλη, να περιφρουρήσει το
ρόλο της στην Κύπρο και να μην έρθει σε ρήξη με την ελληνοκυπριακή αστική τάξη.
Το καθήκον αυτό αποδείχτηκε ιδιαίτερα σύνθετο, αναζωπυρώνοντας τις ενδοαστικές
αντιθέσεις στην εξωτερική πολιτική.
Σε
αυτές τις συνθήκες των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων,
επιδιώκοντας τον εκσυγχρονισμό του αστικού κράτους και την αναβάθμιση της
θέσης της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, άρχισαν να διαμορφώνονται
σχέδια για την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, τόσο από κύκλους του Παλατιού
και των αστικών πολιτικών κομμάτων όσο και από κύκλους της στρατιωτικής
ιεραρχίας. Οι τελευταίοι στοιχίζονταν με τα μεν ή τα δε αλληλοσυγκρουόμενα
αστικά πολιτικά σχέδια, που αφορούσαν την εσωτερική πολιτική του αστικού
κράτους, αλλά και την εξωτερική.
Κάτω από την επίδραση των παραπάνω
παραγόντων, διαμορφώθηκαν δύο
τουλάχιστον ομάδες στρατιωτικών (των στρατηγών και των συνταγματαρχών) που
επιδίωξαν τη δικτατορική αστική λύση. Τελικά, επικράτησε η ομάδα των
συνταγματαρχών, η οποία γνώριζε τις κινήσεις των στρατηγών και κινήθηκε πιο
αποφασιστικά. Βέβαια, ο ηγετικός πυρήνας των συνταγματαρχών είχε μακρά θητεία
στις Ένοπλες Δυνάμεις, με ανάλογες διασυνδέσεις με αστούς πολιτικούς, εκδότες
εφημερίδων, αλλά και με εφοπλιστές, βιομηχάνους, επιτελεία των ΗΠΑ κλπ.
Η
δικτατορία των συνταγματαρχών γεννήθηκε, λοιπόν, μέσα από την κρίση του αστικού
πολιτικού συστήματος, με στόχο να το βγάλει από αυτήν. Ωστόσο, οι ηγέτες του
πραξικοπήματος δεν είχαν ενιαία και καθαρή αντίληψη για το τι ακριβώς απαιτούσε
η «εξυγίανση» ή «αναγέννηση» του συστήματος, όπως επικαλούνταν, και πόσος
χρόνος θα απαιτούνταν για την εκπλήρωση αυτής της αποστολής. Πάντως, όπως
επισημαίνεται στο Δοκίμιο,
αδιαμφισβήτητος στόχος των πραξικοπηματιών ήταν η αναμόρφωση του αστικού
πολιτικού συστήματος με νέα ενδεχομένως μορφή και σύνθεση των αστικών κομμάτων,
μ ανοιχτή αντικομμουνιστική κατασταλτική κρατική παρέμβαση, που είχε χ ρώσειτη
δεκαετία του 1960, ιδιαίτερα μετά από την κυβερνητική ανάδειξη της Ένωσης
Κέντρου.
Ο
ταξικός χαρακτήρας της δικτατορίας,
όπως και η κατεύθυνση της διαμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος,
αποτυπώνεται σε ένα βαθμό και στα δύο Συντάγματα που προώθησε η δικτατορία, το
1968 και το 1973 αντίστοιχα. Οι βασικές αλλαγές που προώθησαν τα Συντάγματα της
δικτατορίας (αρχικά περιορισμός και στη συνέχεια κατάργηση της βασιλείας, συγκρότηση
Συνταγματικού Δικαστηρίου κλπ.) καταγράφονται στα υποκεφάλαια 15.2 και 39.1.
Η εσωτερική
πολιτική της δικτατορίας
και οι αντιθέσεις στους κόλπους της
Η
εδραίωση της Χούντας, όπως καταγράφεται στο Κεφάλαιο 6, συνοδεύτηκε από την
προσπάθεια ελέγχου όλων των μηχανισμών του καπιταλιστικό κράτους, τη διάλυση
όλων των μαζικών εργατικών-λαϊκών οργανώσεων και π οργάνωση ενός νέου θεσμικού
πλαισίου καταστολής. Παράλληλα, η δικτατορία επιχείρησε να προσεταιριστεί και
τμήματα των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων μέσα από την πολύμορφη προπαγάνδα της,
που αξιοποιούσε τα ΜΜΕ, τιι εκδόσεις, τον αθλητισμό και τον κινηματογράφο
(υποκεφάλαιο 5.3 και 5.4), και μέσω της κοινωνικής πολιτικής.
Συνολικότερα,
αναφορικά με την οικονομική πολιτική της δικτατορίας, επι- σημαίνεται στο Δοκίμιο -όπως και σε προηγούμενες επεξεργασίες-
ότι ακολούθησε τη γενική επεκτατική (σε άμεσες επενδύσεις) γραμμή των μεταπολεμικών
αστικών κυβερνήσεων έως την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης το
1973, οπότε απαιτήθηκαν αλλαγές, κυρίως στη δημοσιονομική και νομισματική
πολιτική. Το οικείο κεφάλαιο στο παρόν Δοκίμιο στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην ανάλογη
επεξεργασία της έκδοσης Δικτατορία 1967- 1974, με εξαίρεση μια προσπάθεια καλύτερης
καταγραφής της σχέσης της Χούντας με το εφοπλιστικό κεφάλαιο και της
ναυτιλιακής της πολιτικής, που δίνεται στο υποκεφάλαιο 8.4. Επίσης, δίνεται πιο
αναλυτικά η τότε κριτική του Κόμματος προς την οικονομική πολιτική της
δικτατορίας (υποκεφάλαιο 8.10).
Οι
προτεραιότητες της δικτατορίας, ειδικότερα αναφορικά με τον εκσυγχρονισμό του
αστικού πολιτικού συστήματος και την εξωτερική πολιτική, προσδιόρισαν και το
πλαίσιο των αντιθέσεών της με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και το βασιλιά,
που αναφέρονται στο Κεφάλαιο 7 και πυροδότησαν το βασιλικό κίνημα του 1967, που
αναπτύσσεται στο Κεφάλαιο 13, και αργότερα το κίνημα του Ναυτικού (υποκεφάλαιο
38.2). Φυσικά, η στάση των αστικών πολιτικών δυνάμεων δεν ήταν ενιαία, ούτε και
σταθερή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αν και σε γενικές γραμμές μπορούμε να
πούμε ότι διαμορφώθηκαν δύο τάσεις: Η πρώτη θεωρούσε ότι η συμμετοχή στις
διαδικασίες της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας και η αποδοχή
αξιωμάτων στο πλαίσιό της αποτελούσε τον καταλληλότερο δρόμο για την ομαλή
επιστροφή στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η δεύτερη εκτιμούσε την αποχή
από τους θεσμούς της δικτατορίας και τη «φιλελευθεροποίηση» ως προϋπόθεση προκειμένου
σημαντικές αστικές πολιτικές δυνάμεις να ανακτήσουν το χαμένο κύρος τους. Και
οι δύο τάσεις επιθυμούσαν εξίσου τον εκσυγχρονισμό του αστικού πολιτικού
συστήματος και επιδίωκαν να αποτρέψουν μια ανατροπή της δικτατορίας από το
μαζικό εργατικό-λαϊκό κίνημα. Με βάση τα προηγούμενα, επιχειρείται να
καταγραφεί η διαχρονική στάση των αστικών πολιτικών δυνάμεων (υποκεφάλαια
17.1,23.1,30.2, 34.2,38.1,42.2,42.4) απέναντι στη δικτατορία και τα χουντικά
σχέδια «φιλελευθεροποίησης», με αποκορύφωμα το λεγόμενο πείραμα Μαρκεζίνη.
Ταυτόχρονα,
με άξονα τις κεντρικές επιλογές της δικτατορίας, διαμορφώθηκαν οι αντιθέσεις
στο εσωτερικό της που αφορούσαν το χρόνο και τη μορφή της λεγάμενης
«φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και τη στάση του καθεστώτος απέναντι στις
διεθνείς σχέσεις του καπιταλιστικού κράτους. Στο παρόν Δοκίμιο επιχειρείται για πρώτη φορά μια
εκτεταμένη καταγραφή αυτών των αντιθέσεων σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας,
που αποτυπώνεται σε αντίστοιχα υποκεφάλαια (5.1,13.4,18.3, 28.1, 30.1, 34.1, 34.2)
και στο Κεφάλαιο 44 που αναφέρεται στην ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη.
Βασικοί άξονες
της εξωτερικής πολιτικής της
δικτατορίας
Όπως
αναφέρθηκε ήδη, στο επίκεντρο των ενδοαστικών αντιθέσεων βρισκόταν πριν τη
δικτατορία και στη διάρκειά της και η εξωτερική πολιτική του καπιταλιστικού
κράτους και ειδικότερα η στάση του απέναντι στο Κυπριακό. Γι’ αυτό, στα
Κεφάλαια 9 και 27 επιχειρείται μια πιο αναλυτική καταγραφή των βασικών
κατευθύνσεων της χουντικής εξωτερικής πολιτικής.
Το
Δοκίμιο σημειώνει ότι, όπως και σε πολλούς άλλους
τομείς, η πολιτική της δικτατορίας αναφορικά με τις διεθνείς σχέσεις του
ελληνικού αστικού κράτους αποτελούσε στο μεγαλύτερο μέρος της συνέχεια της
πολιτικής των μεταπολεμικών αστικών κυβερνήσεων. Βασικό συστατικό αυτής της
πολιτικής ήταν η στενή συνεργασία του ελληνικού κράτους με τον αμερικανικό
ιμπεριαλισμό. Γι’ αυτό και η Χούντα επιχείρησε από την πρώτη στιγμή την
αναγνώριση της κυβέρνησής της από τις ΗΠΑ και τις καλές σχέσεις με το ΝΑΤΟ.
Ταυτόχρονα, η δικτατορία προσπαθούσε να διατηρήσει και να εμβαθύνει τις
σχέσεις με τις χώρες της ΕΟΚ (θυμίζουμε ότι η Ελλάδα βρισκόταν σε διαδικασία
σύνδεσης). Η δικτατορική κυβέρνηση απέστειλε μνημόνιο στην ΕΟΚ, με το οποίο δήλωνε
την αποδοχή των πολιτικών όρων της ευρωπαϊκής ενοποίησης και υποσχόταν τη
γρήγορη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στις απαιτήσεις τη οικονομικής
ολοκλήρωσης, εκφράζοντας την άποψη ότι η συνέχιση της διαδικασίας σύνδεσης για
την ένταξη ήταν προς το συμφέρον και των δύο πλευρών.
Επίσης, η δικτατορία επιχείρησε να
συνεχίσει τα «ανοίγματα» του αστικοί κράτους προς αραβικά και αφρικανικά κράτη.
Ωστόσο, οι καλές μεταπολεμικές σχέσεις του ελληνικού αστικού κράτους με τα
αραβικά κράτη ήταν η αιτία των κακών σχέσεών του με το Ισραήλ, βασικό σύμμαχο
των ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Στην πράξη, η δικτατορία, όπως και οι
κοινοβουλευτικά προερχόμενες αστικές κυβερνήσεις, προσπαθούσε να αποκομίσει τα
μέγιστα οφέλη, διαφοροποιούμενη σε ένα βαθμό από την εξωτερική πολιτική τω\
ΗΠΑ απέναντι στα αραβικά κράτη, χωρίς όμως να διαταράσσει τις διακρατικές
ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Εξάλλου, η διαφοροποιημένη στάση του ελληνικού
καπιταλιστικού κράτους απέναντι στα αραβικά κράτη ήταν και προς το συμφέρον της
αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία από τη μια στήριζε ενεργά το
Ισραήλ, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να σπρώξει και τα αραβικά καπιταλιστικά
κράτη σε μια στενότερη συνεργασία με την ΕΣΣΔ και τα άλλα κράτη της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το ίδιο συνέβαινε και σε περιπτώσεις αφρικανικών
κρατών, όπως η Λιβύη και άλλες πρώην αποικίες.
Παράλληλα,
η δικτατορία επιδίωξε από ένα σημείο κι έπειτα να διευρύνει τις οικονομικές και
εμπορικές σχέσεις της με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης, χωρίς να σταματά και τις διαβρωτικές ενέργειες εναντίον τους. Η
συγκεκριμένη φαινομενικά αντιφατική πολιτική πατούσε σε ορισμένα δεδομένα της
εποχής. Από τη μια πλευρά, στο βαθμό που στην αρχή της δεκαετίας του 1970
άρχισε να προωθείται η λεγάμενη πολιτική της ύφεσης στις διεθνείς σχέσεις,
πολλοί Έλληνες διπλωμάτες και στελέχη της δικτατορίας έβλεπαν, όπως παλιότερα
και ορισμένοι αστοί πολιτικοί, μια ευκαιρία για την αύξηση των επωφελών
οικονομικών και εμπορικών σχέσεων με τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης,
σε μια εποχή που σε ανάλογες ενέργειες προχωρούσαν και άλλα καπιταλιστικά
κράτη.
Από
την άλλη πλευρά, η εξωτερική πολιτική των καπιταλιστικών κρατών προσπαθούσε
εκείνη την περίοδο να αξιοποιήσει διαβρωτικά τις όποιες συμφωνίες, αλλά και
τις αντιθέσεις των σοσιαλιστικών κρατών. Παρόμοια κινήθηκε και η πολιτική της
Χούντας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, έπειτα από την
προσέγγιση των ΗΠΑ με τη ΛΔ της Κίνας, η δικτατορία προχώρησε άμεσα στην
αναγνώριση της ΛΔ της Κίνας, ενώ προχώρησε και σε εμπορική συμφωνία με τη ΣΔ
της Αλβανίας, δίχως να άρει την κατάσταση πολέμου. Πολύ περισσότερο, η
δικτατορία αξιοποίησε τις αντιθέσεις της ΣΔ της Αλβανίας, της ΣΔ της Ρουμανίας
(που είχε διαφωνήσει με τη διεθνιστική βοήθεια των στρατευμάτων της Βαρσοβίας
στην Τσεχοσλοβακία το 1968) και της ΟΣΔ της Γιουγκοσλαβίας (με την οποία το
ελληνικό καπιταλιστικό κράτος διατηρούσε σχέσεις από τον καιρό του αγώνα του
ΔΣΕ) προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα βαλκανικό σύμφωνο στο οποίο θα συμπαρέσυρε
και τη ΛΔ Βουλγαρίας, με απώτερο σκοπό να οξύνει τις αντιθέσεις στο πλαίσιο
του Συμφώνου της Βαρσοβίας και να απομονώσει περισσότερο την ΕΣΣΔ και τους
στενούς συμμάχους της. Ταυτόχρονα, επιχειρούσε βελτίωση των σχέσεών της και με
τους τελευταίους, επιδιώκοντας πιο άμεσα οικονομικά οφέλη.
Με
δεδομένο ότι η διαμόρφωση σχέσεων της δικτατορίας με τα κράτη της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης γενικά αποτελούσε μια δύσκολη υπόθεση, η ανάπτυξη σχέσεων με την
ΕΣΣΔ και τους στενούς της συμμάχους ήταν ακόμα πιο σύνθετη και αντιφατική. Στις
καταγγελίες της ΕΣΣΔ και των στενών της συμμάχων εναντίον της δικτατορίας,
στην εναντίωσή τους απέναντι στους χειρισμούς της στο Κυπριακό και στην
αντίθεση κυρίως των ΗΠΑ απέναντι σε μια τέτοια προσέγγιση, ερχόταν να προστεθεί
και ο επίσημος λόγος του χουντικού καθεστώτος, που υποστήριζε ότι η επιβολή του
θεωρήθηκε απαραίτητη προ- κειμένου να αποτρέψει τη διαβρωτική δράση των
κομμουνιστών, δηλαδή του ΚΚΕ, που λίγο έως πολύ παρουσιαζόταν -όπως και σε όλη
τη μεταπολεμική περίοδο- ως πράκτορας της Μόσχας και των στενών συμμάχων της.
Η ηγεσία της δικτατορίας εκτιμούσε αρχικά
ως διατακτική τη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στους εταίρους της
(ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Τουρκία κλπ.) και στις αξιώσεις του Μακαρίου για
ανεξαρτησία του κυπριακού κράτους.
Ο
στόχος της εξωτερικής πολιτικής της δικτατορίας να αναβαθμίσει τη θέση της
Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα δέχτηκε ένα πρώτο πλήγμα το Μάη του 1967,
όταν έπειτα από πιέσεις του Κογκρέσου οι ΗΠΑ αποφάσισαν την απαγόρευση πώλησης βαρέως
οπλισμού στην Ελλάδα. Επρόκειτο για μια πράξη περισσότερο συμβολική, η οποία
ουσιαστικά μπήκε στο περιθώριο όταν τον επόμενο μήνα ξέσπασε ο Αραβοϊσραηλινός
Πόλεμος και οι βάσεις αναδείχτηκαν κρίσιμες για την έκβαση της σύγκρουσης στη
Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, βασικά στελέχη της δικτατορίας θεώρησαν
ότι η σύγκρουση του Ισραήλ, βασικού συμμάχου των ΗΠΑ στην περιοχή, με τα
αραβικά κράτη, που στηρίζονταν από την ΕΣΣΔ και τις χώρες της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης, ήταν αυτή που θα μπορούσε να αναβαθμίσει το γεωπολιτικό ρόλο της
Ελλάδας και γι’ αυτό ο Παττακός υποσχέθηκε στον πρέσβη των ΗΠΑ την παροχή κάθε
δυνατής βοήθειας προς το ΝΑΤΟ.
Συνολικότερα, η στάση των ΗΠΑ απέναντι στο
χουντικό καθεστώς είχε δύο όψεις, που πήγαζαν εξίσου από τις ανάγκες της
εξωτερικής τους πολιτικής. Από τη μια πλευρά, η ανάγκη διατήρησης της
ηγεμονικής τους θέσης στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και στην αντιπαράθεση με τις
χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, διεθνώς και ειδικότερα στη Νοτιοανατολική
Μεσόγειο, καθιστούσε χρήσιμο σύμμαχο το χουντικό καθεστώς για τη συνέχιση της
χρήσης των στρατιωτικών βάσεων και τη σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας
του ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευρά, η προπαγάνδα μέσα από την οποία οι ΗΠΑ
προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν και κατά συνέπεια να αναπαράγουν τη ηγεμονική
τους θέση επικαλούνταν την πάλη του «ελεύθερου και δημοκρα τικού κόσμου» απέναντι στις δυνάμεις του
ολοκληρωτισμού. Αυτό έκανε κε απαραίτητες τις πιέσεις των ΗΠΑ προς τη
δικτατορία για την αποκατάσταση ενός τύπου αστικής κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας. Έτσι κι αλλιώς, το προδικτατορικό κοινοβουλευτικό καθεστώς δε
δημιούργησε σημαντικά προβλήματα στην προώθηση της αμερικανικής εξωτερικής
πολιτικής, ενώ μια αποκατάστασή του δε σήμαινε απαραίτητα και την κατοχύρωση
έστω και στοιχειωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων,
όπως είχε αποδειχτεί και στην περίοδο μετά από τον αγώνα του ΔΣΕ και μέχρι τη
δικτατορία Φυσικά, οι δύο όψεις της στάσης των ΗΠΑ κατέληγαν πάντα στην άμεση ή
έμμεση στήριξη της δικτατορίας, παρά τη διακηρυγμένη τους θέση για αποκατάσταση
της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τουλάχιστον για όσο διάστημα
θεωρούσαν εφικτή τη διατήρηση της σταθερότητας του δικτατορικού καθεστώτος και
εξασφαλισμένα τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Αυτό σήμαινε και ότι δεν ήταν
διατεθειμένες να αποδεχτούν οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια της δικτατορίας
εναντίον της Τουρκίας.
Σε
συμβολικό επίπεδο κινήθηκαν και οι αντιδράσεις των καπιταλιστικών κρατών-μελών
της ΕΟΚ, αφού συνεχίστηκαν και εμβαθύνθηκαν οι οικονομικές και εμπορικές
σχέσεις τους με τη δικτατορία και δεν αμφισβητήθηκε η διαδικασία σύνδεσης
(συμφωνία για τους εμπορικούς και τελωνειακούς δασμούς). Περισσότερο
επικριτικά εμφανίστηκαν ορισμένα σκανδιναβικά καπιταλιστικά κράτη, που
συμμετείχαν στην, ανταγωνιστική της ΕΟΚ, Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών
(Δανία, Σουηδία, Φινλανδία). Εξάλλου, στο σύνολό τους δεν είχαν σημαντικές
οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος, ενώ
ορισμένες από αυτές (Σουηδία και Φινλανδία) δεν ανήκαν στο ΝΑΤΟ.
Η στάση της ΕΣΣΔ
και των συμμάχων της απέναντι στη
δικτατορία
Από
την πλευρά των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και από τα κυβερνώντα
κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα εκφράστηκε από την πρώτη στιγμή η πολιτική
καταγγελία της δικτατορίας, γεγονός που οδήγησε στην αλληλεγγύη προς τους
διωκόμενους και το αντιδικτατορικό κίνημα, αλλά δε συνοδεύτηκε με διακοπή των
εμπορικών και διπλωματικών σχέσεων. Η διατήρηση των διπλωματικών σχέσεων
σχετιζόταν με την επιλογή της ΕΣΣΔ να πραγματοποιήσει άμεσα Ευρωπαϊκή Διάσκεψη
για την Ειρήνη και την Ασφάλεια, γεγονός που προϋπέθετε να μην αποκλειστεί
κανένα ευρωπαϊκό κράτος, άρα και τα αστικά κράτη στα οποία είχε ανασταλεί η αστική
κοινοβουλευτική δημοκρατία (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία). Επίσης, οι εμπορικές
σχέσεις σοσιαλιστικών κρατών με την Ελλάδα εξυπηρετούσαν την εισαγωγή μεσογειακών
αγροτικών προϊόντων. Αντίστροφα, το ελληνικό κράτος και πριν την επιβολή της
δικτατορίας εισήγαγε εργαλειομηχανές, αγροτικά μηχανήματα από την ΕΣΣΔ και τα
άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Σε αυτήν τη βάση είχαν προωθηθεί προδικτατορικά
εμπορικές συμφωνίες, που δεν ακυρώθηκαν μετά από την 21 η Απρίλη. Ταυτόχρονα,
οι χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ιδιαίτερα η ΕΣΣΔ φρόντιζαν να
εκπροσωπούνται από εμπορικούς ακόλουθους των πρεσβειών τους (ή, στην περίπτωση
που δε διέθεταν, μόνο από τον πρέσβη τους και όχι από κάποιον κρατικό
αξιωματούχο) στις περιπτώσεις εγκαινίων έργων στην Ελλάδα που είχαν συμφωνηθεί
πριν τη δικτατορία.
Η πολιτική της ΕΣΣΔ και των άλλων
σοσιαλιστικών κρατών, παρά το γεγονός ότι η Χούντα κινήθηκε στην ίδια γραμμή
του αντικομμουνισμού και αντισοσιαλισμού-αντισοβιετισμού των μεταπολεμικών
αστικών κυβερνήσεων, καθορίστηκε με βάση την αντίληψη ότι η κρατική τους
πολιτική απέναντι σε κάθε καπιταλιστικό κράτος δεν έπρεπε να καθορίζεται από τη
μορφή που λάμβανε η καπιταλιστική εξουσία σε αυτό. Με αυτήν την οπτική, είδαν
στα οικονομικά «ανοίγματα» της δικτατορίας και των άλλων καπιταλιστικών κρατών
μια ευκαιρία αμοιβαίως επωφελών οικονομικών συμφωνιών. Η πραγματικότητα ήταν
ότι τα καπιταλιστικά κράτη χρησιμοποιούσαν αυτές τις σχέσεις ως κανάλι διάβρωσης
των σοσιαλιστικών κρατών για να ανοίξει ο δρόμος στην παλινόρθωση της καπιταλιστικής
εξουσίας. Η πλειοψηφία των κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης λαθεμένα
εκτιμούσε τα «ανοίγματα» ως δείγμα της ενδυνάμωσης του σοσιαλιστικού μπλοκ και
του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες και της
ευρείας αποδοχής των απόψεών τους, που εξανάγκαζε τις καπιταλιστικές εξουσίες
να αποδεχτούν την ύφεση στις διεθνείς σχέσεις και να συνηγορήσουν στην
εξασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης.
Η
συγκεκριμένη στάση σε σημαντικό βαθμό ήταν προϊόν της οπορτουνιστικής αντίληψης
περί δυνατότητας ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα στο σοσιαλισμό και στον
καπιταλισμό και ειρηνικής κοινοβουλευτικής μετάβασης από την καπιταλιστική στη
σοσιαλιστική εξουσία. Οι αντιλήψεις αυτές αποκρυσταλλώνονταν στις οικονομικές
σχέσεις μεταξύ σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών κρατών, στις οποίες δε
συνυπολογίζονταν μια σειρά κριτήρια, όπως οι διώξεις του εργατικού και
κομμουνιστικού κινήματος. Με αυτήν την έννοια, η προβληματική οπτική των
σοσιαλιστικών κρατών δεν αφορούσε μόνο τη στάση τους απέναντι στους Έλληνες
κομμουνιστές την περίοδο της δικτατορίας ή αργότερα τις σχέσεις τους με την
Αργεντινή την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας του Βιντέλα, αλλά και την
αντιμετώπιση αστικών κοινοβουλευτικών καθεστώτων που δίωκαν κομμουνιστές, όπως
το τυπικά δημοκρατικό αστικό αιγυπτιακό καθεστώς του Νάσερ, που προσπαθούσε να
συντρίψει το κομμουνιστικό κίνημα.
Όπως έχουμε εκτιμήσει και σε προηγούμενους
τόμους του Δοκιμίου,
η οπορτουνιστική ανάλυση και πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» υιοθετούνταν
και από ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών. Εξ αντικειμένου ακύρωνε τις νομοτέλειες
της διεθνούς ταξικής πάλης και τα πολύτιμα συμπεράσματα από την ιστορία της
Οκτωβριανής Επανάστασης και απ’ όλες τις στιγμές κορύφωσης της ταξικής πάλης,
οδηγώντας σταδιακά τα ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών σε πλήρη ενσωμάτωση και σε
αντεπαναστατική επίθεση στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Τα
διπλωματικά «ανοίγματα» της δικτατορίας προς τις χώρες της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης και ειδικότερα οι οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες
χρησιμοποιήθηκαν για να ενταθεί η προπαγανδιστική επίθεση στο ΚΚΕ εκ μέρους
διάφορων οπορτουνιστικών σχημάτων (με επικεφαλής το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού»),
αλλά και από αστικές πολιτικές δυνάμεις. Φυσικά, τα επιχειρήματα ήταν σαθρά,
αφού τα οπορτουνιστικά σχήματα επιδίωκαν συνεργασία με τις αστικές πολιτικές
δυνάμεις, ενώ η δικτατορία είχε πολύ στενότερες -οικονομικές-εμπορικές, αλλά
και διπλωματικές-στρατιωτικές- σχέσεις με τα καπιταλιστικά κράτη στα οποία
επικρατούσαν κυβερνήσεις απ’ όλο το αστικό πολιτικό φάσμα και τα οποία
συμμετείχαν από κοινού με τη δικτατορία σε διακρατικούς καπιταλιστικούς
οργανισμούς (όπως το ΝΑΤΟ).
Ειδικότερα
το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα, αλλά και το «φιλοκινεζικό» αξιοποίησαν αυτά τα
προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ στην πολεμική τους, αν και στο
οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο η δικτατορία είχε στενότερες σχέσεις με
εκείνες τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που είχαν καλύτερες σχέσεις με
το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού» και άλλες οπορτουνιστικές ομάδες (ΣΔ της
Ρουμανίας, ΟΣΔ Γιουγκοσλαβίας, Αλβανία, ΛΔ της Κίνας).
Συμπερασματικά, το ζήτημα της εξωτερικής
πολιτικής της ΕΣΣΔ, καθώς και άλλων σοσιαλιστικών κρατών, στις αναλύσεις του
Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος αντανακλούσε το συνολικότερο πρόβλημα της επικράτησης
οπορτουνιστικών τάσεων, τόσο στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης όσο και
στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και της ταξικής πάλης, όπως θα δούμε και
στη συνέχεια.
Η πολιτική της Χούντας στο Κυπριακό
Όπως
αναδείχτηκε και πρωτύτερα, κομβικής σημασίας ζήτημα στην εξωτερική πολιτική
της δικτατορίας, όπως και συνολικότερα του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους,
αποτέλεσε το Κυπριακό. Γι’ αυτό, σε κεφάλαια του κειμένου (κυρίως στα 12, 25,
31 και 47 και σημειακά σε άλλα) επιχειρείται μια πιο ολοκληρωμένη καταγραφή των
τοποθετήσεων της δικτατορίας και των διαφορετικών κύκλων της απέναντι στο
Κυπριακό, αλλά και η στάση των κυπριακών πολιτικών δυνάμεων.
Η
δικτατορία ανακίνησε για πρώτη φορά το Κυπριακό το Σεπτέμβρη του 1967,
επιχειρώντας μια γρήγορη επίλυση που θα την παρουσίαζε ως επιτυχία της. Στην
πραγματικότητα, η πρόταση της Χούντας αποτελούσε επανάληψη μιας άτυπης και μη
δεσμευτικής συμφωνίας των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας
(Δεκέμβρης 1966), που μιλούσε για την πιθανότητα ένωσης της Κύπρου με την
Ελλάδα με αντάλλαγμα την παραχώρηση στην Τουρκία της βάσης της Δεκέλειας, τη
συμμετοχή των Τουρκοκύπριων στη διοίκηση του Νησιού και τον αφοπλισμό της
Κύπρου. Μάλιστα, η δικτατορία ήταν διατεθειμένη να δεχτεί ακόμα και την
παραχώρηση περισσότερων εδαφικών ανταλλαγμάτων. Όταν όμως ο Μακάριος δήλωσε
ότι δεν επρόκειτο να παραχωρήσει κομμάτι κυπριακής γης και η Τουρκία
υπαναχώρησε, απειλήθηκε να προκληθεί πολεμική σύρραξη. Τότε, στους ηγετικούς
κύκλους της δικτατορίας διαμορφώθηκαν δύο αντίθετες τάσεις. Την πρώτη και
κυρίαρχη τάση εξέφρασε ο Παπαδόπουλος και άλλα στελέχη του δικτατορικού
καθεστώτος, που παραιτήθηκαν από το σενάριο μιας άμεσης και δυναμικής επίλυσης,
ευθυγραμμιζόμενοι ουσιαστικά με τις προδικτατορικές κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις.
Η δεύτερη τάση συνέχιζε να τάσσεται υπέρ της δυναμικής επίλυσης. Η σύγκρουση
των δύο τάσεων θα εξελισσόταν σε διάφορες φάσεις της δικτατορίας, επηρεάζοντας
και τους εσωτερικούς συσχετισμούς.
Τελικά,
έπειτα από την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη επιχειρήθηκε η λεγόμενη
«δυναμική επίλυση», όταν η δικτατορία οργάνωσε και στήριξε το πραξικόπημα
εναντίον του Μακαρίου. Το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και η εισβολή του
τουρκικού στρατού που ακολούθησε υπήρξαν η κορύφωση όσων προηγήθηκαν. Η
ανατροπή της κυβέρνησης Μακαρίου δεν ήταν έξω από τους προβληματισμούς των
ελληνικών προδικτατορικών κυβερνήσεων και της δικτατορίας επί Παπαδόπουλου. Το
έργο ωστόσο τόλμησε να επιτελέσει η χουντική κυβέρνηση Ιωαννίδη, πάντοτε στο
πλαίσιο του διαχρονικά επιδιωκόμενου στόχου για αναβάθμιση της Ελλάδας στη
Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Το προτεινόμενο Δοκίμιο θέτει το εξής ερώτημα: Σε ποια δεδομένα
στηρίχτηκε η Χούντα ώστε να θεωρεί ότι μια πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου
θα λειτουργούσε αισίως -και απρόσκοπτα- στην κατεύθυνση υλοποίησης των
γενικότερων σχεδιασμών της; Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που προφανώς και γνώριζε
ότι κάτι τέτοιο θα πρόσφερε γερό πάτημα στην Τουρκία, ως εγγυήτρια δύναμη (όπως
οριζόταν από τις Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου), να επέμβει
στρατιωτικά. Επιπλέον, δεν μπορεί να αγνοούσε πως η στρατηγική σημασία της
Τουρκίας για ΗΠΑ-ΝΑΤΟ τότε ήταν μεγαλύτερη από εκείνη της Ελλάδας (και
επομένως, σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση Ελλάδας-Τουρκίας, το πιο πιθανό ήταν να
συνταχτούν με τη δεύτερη).
Η
διατύπωση μιας ιστορικά τεκμηριωμένης απάντησης σε αυτό το ερώτημα θα απαιτούσε
πρόσβαση σε αρχειακά υλικά (μιας σειράς κρατών και υπηρεσιών, όπως των ΗΠΑ,
του ΝΑΤΟ, της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας κ.ά.), τα οποία είτε
παραμένουν απόρρητα είτε έχουν καταστραφεί. Φως στην υπόθεση θα μπορούσαν ακόμη
να ρίξουν οι συζητήσεις διάφορων επιτελείων (που -αν καταγράφηκαν- δεν έχουν
δημοσιοποιηθεί, τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειοψηφία), καθώς και οι
καταθέσεις μιας σειράς πρωταγωνιστών των γεγονότων του 1974 (που ωστόσο
κράτησαν το στόμα τους κλειστό). Στη μη διαλεύκανση της υπόθεσης συνέβαλε
αναμφίβολα επίσης το γεγονός ότι καμιά κυβέρνηση της Ελλάδας, μετά από το 1974,
δεν οδήγησε τους πρωταίτιους σε δίκη.
Σε κάθε περίπτωση, βάσει των διαθέσιμων
πηγών, το Δοκίμιο
προχωρά στη διατύπωση ορισμένων πολιτικών εκτιμήσεων.
Όπως
διαφαίνεται, οι ηγετικοί παράγοντες της δικτατορίας προχώρησαν στο στρατιωτικό
πραξικόπημα στην Κύπρο δίχως ενιαία θέση ή αντίληψη για το ωφέλιμο και
ρεαλιστικό της πραγματοποίησής του. Οι υπάρχουσες αντιθέσεις στο εσωτερικό της
Χούντας εκδηλώθηκαν με ακόμα πιο εμφατικό τρόπο κατά την τουρκική εισβολή που
ακολούθησε το πραξικόπημα. Η έλλειψη ενιαίας γραμμής και η αλληλοϋπονόμευση
στους κόλπους της Χούντας δημιουργούν ερωτήματα και για το κατά πόσο υπήρξε
ενιαίο μελετημένο και καταστρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης της αντίδρασης που θα
προκαλούσε στην Τουρκία η επιτυχής έκβαση του πραξικοπήματος.
Το τμήμα της Χούντας (κυρίως ο Ιωαννίδης
και ο στενός κύκλος γύρω από αυτόν) που επέλεξε να ενεργήσει το πραξικόπημα
φαίνεται πως υπολόγιζε ότι οι ΗΠΑ θα υποχρέωναν την Τουρκία σε αποδοχή των
τετελεσμένων στην Κύπρο, μη θέλοντας να ρισκάρουν το γκρέμισμα της
νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ με έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Εξάλλου, από
τα τετελεσμένα αυτά θα μπορούσε να προκύψει και μια «αμοιβαία επωφελής» -για
τις αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας- συμβιβαστική λύση (όπως αυτή
που είχε τεθεί στο τραπέζι στις 9-10 Σεπτέμβρη 1967). Φαίνεται ακόμα πως ο
Ιωαννίδης είχε λάβει εγγυήσεις από μερίδα τουλάχιστον των μυστικών υπηρεσιών
των ΗΠΑ ότι η Τουρκία δε θα επέμβει σε μια ενδεχόμενη ανατροπή του Μακαρίου,
όπως πολλές φορές υποστήριξε.
Σε
κάθε περίπτωση, οι σχεδιασμοί της Χούντας «σκόνταψαν» σε μια σειρά γεγονότα και
παράγοντες. Κατά πρώτον, στο ότι ο Μακάριος κατάφερε να δια- φύγει και
αναγνωριζόταν ως επικεφαλής της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις χώρες του
Συμφώνου της Βαρσοβίας, από το λεγόμενο «Κίνημα των Αδεσμεύτων», αλλά και από
τον ΟΗΕ και την κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας. Κατά δεύτερον, στις αντιθέσεις
στους κόλπους της, που κορυφώθηκαν κατά την τουρκική εισβολή και λειτούργησαν
διαβρωτικά. Τη στιγμή που ο Ιωαννίδης διέταξε τη γενική επιστράτευση, οι
αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων και ο Φ. Γκιζίκης βρίσκονταν ήδη σε συνεννόηση με
τις ΗΠΑ και σημαντικό μέρος των αστικών πολιτικών δυνάμεων για τον τερματισμό
της δικτατορίας και τη μετάβαση στον αστικό κοινοβουλευτισμό, ενώ σε καμιά
περίπτωση δε σκόπευαν να διακινδυνεύσουν έναν πόλεμο με την Τουρκία
(εκτιμώντας πως θα έβαινε σε βάρος της Ελλάδας). Οι εξελίξεις -κατά τρίτον-
διευκόλυναν και τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στην περιοχή, τόσο αναφορικά με
την Ελλάδα όσο και με την Κύπρο. Γι’ αυτό και δεν επιχείρησαν να παρέμβουν για
να αποτρέψουν την επέλαση του Αττίλα II, που σημειώθηκε μετά από την πτώση της
δικτατορίας.
Η εκτίμηση των
θέσεων
και της λειτουργίας του Κόμματος
Όπως
γίνεται αντιληπτό από την ανάγνωση του προτεινόμενου Γ2 Τόμου του Δοκιμίου, ακολουθείται η ίδια μεθοδολογία με τους
προηγούμενους τόμους: Εξετάζεται η πολιτική δράση του Κόμματος ως προϊόν των
αποφάσεων των καθοδηγητικών οργάνων, της ΚΕ και του ΠΓ, των Συνεδρίων, με
βασική πηγή το Αρχείο του Κόμματος. Φυσικά, η δράση του Κόμματος εξετάζεται στο
έδαφος της οικονομικής και κοινωνικής-πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και των
διεθνών σχέσεών της.
Έτσι,
στο παρόν Δοκίμιο
επαναλαμβάνεται το συμπέρασμα ότι η δικτατορία του 1967 βρήκε το ΚΚΕ
ιδεολογικά-πολιτικά και οργανωτικά ανέτοιμο. Η κύρια αιτία βρισκόταν στη βαθιά
ιδεολογική-πολιτική και οργανωτική κρίση που το διέτρεχε από την 6η
Πλατιά Ολομέλεια (1956) έως και τη διάσπαση στη 12η Ολομέλεια (1968).
Η
κρίση στο ΚΚΕ ήταν αποτέλεσμα λαθών και αντιφάσεων της στρατηγικής του σε όλη
τη δεκαετία του 1940 (Συμφωνίες Λιβάνου, Καζέρτα, Βάρκιζας, καθυστέρηση
έναρξης του αγώνα του ΔΣΕ), αλλά και των μετέπειτα συνθηκών: Διωγμοί, μέχρι
και εκτελέσεις των παράνομων δυνάμεων στην Ελλάδα, συγκροτημένη υποχώρηση του
ΔΣΕ, εγκατάσταση των μάχιμων δυνάμεών του στις χώρες της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης και δεξιά οπορτουνιστική στροφή στο ΚΚΣΕ (20ό Συνέδριο, 1956) και
στα άλλα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα των χωρών της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης.
Τα
προηγούμενα επέδρασαν αρνητικά στη διαμόρφωση της στρατηγικής και στη δράση του
συνόλου των ΚΚ, όπως και στο εργατικό-λαϊκό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών. Το
ιδιαίτερο της κρίσης του ΚΚΕ για την περίοδο 1956- 1968 ήταν η παρουσία της
καθοδήγησής του και μεγάλου μέρους των μελών του στις χώρες της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελούσε και η διάλυση των παράνομων
Κομματικών Οργανώσεων στην Ελλάδα και η διάχυση των κομματικών μελών στην ΕΔΑ
(1958). Η παρατετα- μένη έλλειψη συνδυασμού της νόμιμης και της παράνομης
δουλειάς αποτέλεσε παράγοντα ενίσχυσης των κοινοβουλευτικών αυταπατών, στη βάση
και της προϋπάρχουσας στρατηγικής των σταδίων, που ενσωμάτωνε πλέον και έναν
εκάστοτε στόχο συνεργασίας με αστικές δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, κυρίως
με την Ένωση Κέντρου, με στόχο τον «εκδημοκρατισμό και την
εξομάλυνση του αστικού πολιτικού συστήματος», που υποτίθεται πως θα έφερνε «άρση του μετεμφυλιακού
καθεστώτος και της παράνομης θέσης του ΚΚΕ».
Με
δεδομένα όλα τα προηγούμενα, προδικτατορικά άμεσα το ΚΚΕ, αλλά και μέσω της
ΕΔΑ, κατήγγειλε επανειλημμένα τα αστικά σενάρια αναστολής του αστικού
κοινοβουλευτισμού. Όμως, εκτιμούσε ότι αυτά εκπορεύονταν μόνο από το βασιλιά
και τη λεγάμενη «δεξιά» πτέρυγα των αστικών πολιτικών δυνάμεων, σε συμμαχία με
τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Ταυτόχρονα, υποτιμούσε τον κίνδυνο μιας
στρατιωτικής δικτατορίας (θεωρώντας πιθανότερο ένα εκλογικό πραξικόπημα) και
πίστευε ότι η αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης αναστολής του κοινοβουλευτισμού
απαιτούσε την ενδυνάμωση της συμμαχίας των λεγάμενων δημοκρατικών δυνάμεων. Ως
συνέπεια, δεν υπήρξε μια ανάλογη προετοιμασία για τη δημιουργία του
απαραίτητου μηχανισμού, που θα εξασφάλιζε το συντονισμό της εργατικής-λαϊκής
αντίδρασης σε περίπτωση στρατιωτικού πραξικοπήματος και τη συνέχεια δράσης του
Κόμματος σε συνθήκες επικράτησής του.
Όμως, η ιστορική πραγματικότητα
επιβεβαίωσε για μια ακόμα φόρα ότι, για όσο διάστημα επικρατεί η καπιταλιστική
εξουσία, η πολιτική μορφή που αυτή προσλαμβάνει (αστική κοινοβουλευτική
δημοκρατία οποιοσδήποτε μορφής, στρατιωτική ή μη δικτατορία κλπ.) δεν εξαρτάται
πρώτιστα από τη στάση και τη δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος και του
εργατικού-λαϊκού κινήματος, αλλά κυρίως από το ποια μορφή εξυπηρετεί την ίδια
την καπιταλιστική εξουσία ή τουλάχιστον από το ποια μορφή επιλέγει το
ισχυρότερο τμήμα της αστικής τάξης στις εκάστοτε συνθήκες.
Γενικότερα,
από τη μελέτη της κατάστασης του ΚΚΕ κατά τις προδικτατορικές συνθήκες, αλλά
και εκείνης κατά το πραξικόπημα της 21 ης Απρίλη και στο πρώτο διάστημα της
δικτατορίας, προκύπτει για μια ακόμα φορά το εξής καίριο και κρίσιμο
συμπέρασμα, που καταγράφεται στο Δοκίμιο: Η ανάγκη προετοιμασίας, ετοιμότητας,
επαγρύπνησης και λήψης των αντίστοιχων οργανωτικών και πολιτικών μέτρων ώστε
το Κομμουνιστικό Κόμμα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης σε
οποιεσδήποτε συνθήκες. Η προετοιμασία αυτή εξαρτάται από το Πρόγραμμα και τη
συλλογική λειτουργία του Κόμματος, την κομματική οικοδόμηση στην εργατική τάξη
και γενικότερα σε τομείς στρατηγικής σημασίας για την ταξική πάλη. Συντελείται
στην καθημερινή πάλη, με τον όρο ότι αυτή είναι ενταγμένη και στοχοπροσηλωμένη,
σε οποιεσδήποτε συνθήκες και εναλλαγές, στον αγώνα για την επαναστατική
εργατική εξουσία, με γραμμή συσπείρωσης στο κοινωνικό επίπεδο που συμβάλλει να
ανεβαίνει η εργατική-λαϊκή πείρα και συνείδηση.
Με την επιβολή της δικτατορίας, το Κόμμα
βρέθηκε αντιμέτωπο με την ευθύνη οργάνωσης της αντιδικτατορικής πάλης. Όμως, η
προσπάθειά του να ανταποκριθεί στα νέα του καθήκοντα υπονομευόταν από την
εκδήλωση της προετοιμασμένης ορμητικής επίθεσης του εγχώριου δεξιού
οπορτουνισμού και αναθεωρητισμού στις γραμμές του, που προσπαθούσε να
παρεμποδίσει την ανασυγκρότηση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων.
Πριν
περάσει ένας χρόνος από την επιβολή του πραξικοπήματος, με τη διάσπαση που
σημειώθηκε στη 12η Ευρεία Ολομέλεια του 1968, το ΚΚΕ κατάφερε να λύσει, έστω
στοιχειωδώς, το βασικό ζήτημα, δηλαδή να απαλλαγεί από το βάρος των
διαμορφωμένων σε φράξια οπορτουνιστών, που επιδίωκαν τη συνέχιση της διάχυσης
του Κόμματος σε διάφορα σχήματα πολιτικής συνεργασίας με αστικές δυνάμεις. Στη
12η Ολομέλεια κρίθηκε η ιστορική συνέχεια του ΚΚΕ, ενώ στη βάση των
αποφάσεών της ξεκίνησε η ανασυγκρότηση του Κόμματος στην Ελλάδα, ιδρύθηκε η
ΚΝΕ και επιχειρήθηκε η ανάκτηση και ισχυροποίηση ορισμένων
μαρξιστικών-λενινιστικών χαρακτηριστικών, που είχαν υποχωρήσει με την
οργανωτική αφομοίωση των κομμουνιστών στην ΕΔΑ.
Ωστόσο, παρά τη διάσπαση από την
οπορτουνιστική ομάδα (που στη συνέχεια προχώρησε στην ίδρυση του λεγάμενου
«ΚΚΕ Εσωτερικού») και την πολεμική που ξεδιπλώθηκε εναντίον της στη διάρκεια
της δικτατορίας, δε σημειώθηκαν σημαντικά βήματα στη διόρθωση της στρατηγικής,
δηλαδή στον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επιδιωκόμενης επανάστασης και
εξουσίας. Κατά προέκταση, στις κομματικές αποφάσεις απουσίαζε η κριτική τοποθέτηση
στις επιλογές που είχαν γίνει μετά από τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ, ιδιαίτερα
έπειτα από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή της 6ης Ολομέλειας του 1956. Υπό αυτό
το πρίσμα, ανάμεσα στις καινούργιες επεξεργασίες που περιλαμβάνει το
προτεινόμενο Δοκίμιο,
ιδιαίτερα σημαντική είναι η αποτίμηση της στάσης του ΚΚΕ απέναντι στην
οπορτουνιστική ομάδα, όπως παρατίθεται στο υποκεφάλαιο 20.3.
Αυτό
που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι, ακόμα και μετά από τη διάσπαση με την
οπορτουνιστική ομάδα, το ΚΚΕ εξακολουθούσε να έχει ως στρατηγική αυτή των
σταδίων, η οποία, στις συνθήκες της δικτατορίας, εκφράστηκε με τη διεκδίκηση
κυβέρνησης «όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων». Σε αυτήν τη βάση απευθυνόταν σε αστικές
και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις και στην ίδια βάση τις κατέκρινε γιατί
δεν ανταποκρίνονταν και δεν ήταν προσανατολισμένες στην ανατροπή του
δικτατορικού καθεστώτος με τη μαζική συμμετοχή του εργατικού-λαϊκού παράγοντα.
Όμως, ακόμα και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και κοινή δράση των αστικών και
οπορτουνιστικών δυνάμεων, η πρόταξη της «κυβέρνησης όλων των
αντιδικτατορικών δυνάμεων»
καλλιεργούσε αυταπάτες στα ίδια τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος, αλλά και
σε όσους συμπορεύονταν μαζί του, παρότι αυτό συνέβαινε σε συνθήκες εκτεταμένης
κρατικής καταστολής, σκληρών διώξεων και βασανισμών.
Συνολικότερα, η δικτατορία παρέχει νέα
πείρα για τον ουτοπικό χαρακτήρα της εκτίμησης του Κόμματος, που προέκυπτε και
από τις αντίστοιχες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ότι ο δρόμος πάλης
για την αποκατάσταση της αστικής δημοκρατίας αποτελεί πρόσφορο πεδίο
συγκέντρωσης δυνάμεων και μεταβατικό στάδιο για την επαναστατική πάλη με στόχο
το σοσιαλισμό. Το βασικό πρόβλημα, όπως εμφανίστηκε και στα κομμουνιστικά
κόμματα άλλων χωρών, ήταν η απόσπαση της πάλης για τα δημοκρατικά δικαιώματα
και τις λαϊκές ελευθερίες από την πάλη για το σοσιαλισμό, με αποτέλεσμα στη
συνείδηση αγωνιζόμενων εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, ακόμα και των πιο πρωτοπόρων
τμημάτων τους, να βαραίνει ως αυτοσκοπός η πάλη για την «πιο καθαρή» αστική κοινοβουλευτική
δημοκρατία. Εξίσου προβληματική αποδείχτηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο και η
προαναφερόμενη εκτίμηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ότι η κατάκτηση
του σοσιαλισμού δεν προϋπέθετε επαναστατική ρήξη με την καπιταλιστική εξουσία,
αλλά μπορούσε να προκληθεί μέσα από μια κοινοβουλευτική νίκη σε συνεργασία με
αστικές -κυρίως σοσιαλδημοκρατικές- πολιτικές δυνάμεις.
Με
δεδομένα τα προηγούμενα, μπορούμε να πούμε ότι η συζήτηση και ο προβληματισμός
που αναπτύχθηκε στην ΚΕ, αλλά και σε μέλη του Κόμματος κατά τη διάρκεια της
εφταετίας στράφηκε κυρίως γύρω από το λεγόμενο «κομματικό οργανωτικό πρόβλημα».
Αρχικά, επικράτησε η άποψη ότι η απόφαση «περάσματος» των κομματικών μελών
στην ΕΔΑ ήταν σωστή, ενώ κρινόταν αρνητικά η μη συγκρότηση παράνομων Κομματικών
Οργανώσεων στην Ελλάδα. Η θέση αυτή, που υιοθετήθηκε από την ΚΕ, περιείχε σαφή
αντίφαση, καθώς δεν ήταν δυνατόν οι κομμουνιστές να συμμετέχουν σε δύο κόμματα
ταυτόχρονα. Αρκετά αργότερα, στη 18
η Ολομέλεια (1973), εκτιμήθηκε
ότι η διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων ήταν θεμελιακό λάθος. Και πάλι όμως, η
θέση αυτή δε συνδέθηκε με την επανεκτίμηση της στρατηγικής του Κόμματος.
Από αυτό το γεγονός, και συνολικότερα από
τη μελέτη της κομματικής ιστορίας τη συγκεκριμένη περίοδο, πηγάζει ένα σημαντικό
συμπέρασμα που καταγράφεται στο Δοκίμιο και αφορά την αξία της κομματικής
συλλογικότητας, που δεν πρέπει να αναιρείται ή να καταργείται ανάλογα με τις
εκάστοτε συνθήκες και τις δυσκολίες που αυτές ενέχουν. Αναμφισβήτητα, η
συλλογικότητα σε όλη την κλίμακα του Κόμματος δε διασφαλίζεται με τον ίδιο
τρόπο σε συνθήκες παρανομίας όπως σε συνθήκες νόμιμης δράσης. Απαιτείται συνεχής
ένταση της προσπάθειας αναζήτησης μορφών και τρόπων περιφρούρησης της
συλλογικότητας, καθώς και της ανάπτυξης της ατομικής πρωτοβουλίας, αφού ο
κομμουνιστής/η κομμουνίστρια όπου κι αν βρεθεί, σε οποιεσδήπο τε συνθήκες,
πρέπει να δρα με βάση την ευθύνη του/της απέναντι στην εργατική τάξη, στα
λαϊκά στρώματα.
Ωστόσο,
απάτη μελέτη των πρακτικών των Ολομελειών της ΚΕ την περίοδο της εφταετίας,
προκύπτει ότι η συλλογικότητα δεν τηρήθηκε. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι το
καθοδηγητικό κέντρο ήταν έξω από την Ελλάδα (με ένα τμήμα του να δρα μέσα στη
χώρα), ούτε αποκλειστικά στις αντικειμενικές συνθήκες παρανομίας, που δυσκόλευαν
τη συμμετοχή των μελών της ΚΕ από την Ελλάδα και την εκ μέρους τους έγκαιρη
αποστολή παράνομου ενημερωτικού υλικού με συμπεράσματα, γνώμες και παρατηρήσεις
σχετικά με τη δράση του Κόμματος. Η μακρόχρονη πείρα του Κόμματος έδειξε ότι,
αν η συλλογικότη- τα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της προσοχής, υπάρχουν
δυνατότητες αυτή να λειτουργεί με ορισμένους τρόπους και μορφές που
εξασφαλίζουν στην ΚΕ τη δυνατότητα να ασκεί τον καθοδηγητικό της ρόλο, έχοντας
στη διάθεσή της τη γνώμη των παρακάτω οργάνων και των Κομματικών Οργανώσεων
Βάσης.
Στις
τότε συνθήκες, με ευθύνη πριν απ’ όλα του ΠΓ, παραβιάστηκε η αρχή της
συλλογικότητας όσον αφορά την ενημέρωση των μελών της ΚΕ, που αποτελεί το
ανώτερο καθοδηγητικό όργανο, για την κατάσταση στο ΠΓ, για τη στάση των μελών
της οπορτουνιστικής ομάδας και αργότερα για τα προβλήματα που προκαλούσε ο ΓΓ
Κ. Κολιγιάννης. Το πρόβλημα ενημέρωσης της ΚΕ προϋπήρχε της δικτατορίας και
διατηρήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της. Μια έκφραση αυτού του προβλήματος ήταν
οι πολύ αραιές συνεδριάσεις της ΚΕ, καθώς έγιναν μόνο 8 Ολομέλειες και το 9ο
Συνέδριο μέσα σε 7 χρόνια. Η παραβίαση της συλλογικότητας οδήγησε στο
συγκεντρωτισμό στις αποφάσεις και επιλογές, στη μείωση του κύρους της ΚΕ, που
μόνο ως ένα βαθμό αποκαταστάθηκε μετά από τη 12η Ολομέλεια, ενώ
σημαντικά βελτιώθηκε η λειτουργία της μετά από τη 17η Ολομέλεια και
την ανάδειξη του X. Φλωράκη σε Α' Γραμματέα της ΚΕ.
Αναφορικά
με την τήρηση της κομματικής συλλογικότητας, ανάμεσα στις καινούργιες
επεξεργασίες, που έγιναν υπό το φως και νέων ιστορικών ντοκουμέντων, ιδιαίτερη
αξία έχει η εξέταση της σύγκρουσης του Κ. Κολιγιάννη με το Πολιτικό Γραφείο που
οδήγησε στην απαλλαγή του, όπως περιγράφεται στο υποκεφάλαιο 35.1, καθώς και η
προσπάθεια σύγχρονης αποτίμησής της που δίνεται στο υποκεφάλαιο 35.3 και η
γενική εκτίμηση για τον Κ. Κολιγιάννη, που γίνεται στο υποκεφάλαιο 36.3.
Η
ουσία της εκτίμησης είναι: Ο Κώστας Κολιγιάννης ηγήθηκε της πάλης για την
οργανωτική αυτοτέλεια του ΚΚΕ λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της 12ης Πλατιάς
Ολομέλειας (1968), αποδεικνύοντας ότι διέθετε αντανακλαστικά για την
καταπολέμηση των πιο φανερών εκδηλώσεων του οπορτουνιστικού ρεύματος. Ωστόσο,
ακόμα και έπειτα από την αποχώρηση της οπορτουνιστικής ομάδας στη διάρκεια της
12ης Ολομέλειας, ο Κώστας Κολιγιάννης επέμεινε να μη βλέπει το πραγματικό βάθος
του οργανωτικού προβλήματος και να το αποσυνδέει από τις αποφάσεις της 8ης
Ολομέλειας του 1958 και του 8ου Συνεδρίου (1961) για τα κομματικά
στηρίγματα, ενώ εκτιμούσε ότι αρκούσε η περιορισμένη διορθωτική κίνηση που
επιχειρήθηκε με την απόφαση της 8ης Ολομέλειας του 1965, που μιλούσε για
ενίσχυση των κομματικών στηριγμάτων. Δεν μπόρεσε να δει το θέμα αυτοκριτικά,
ενώ επιπλέον για μεγάλο χρονικό διάστημα αμφισβητούσε και ότι υπήρχε απόφαση
για διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων, ενώ ο ίδιος την είχε εισηγηθεί.
Ξεχωριστό μερίδιο ευθύνης, λόγω της
χρέωσής του, έχει και για το γεγονός ότι η ΚΕ δε συνειδητοποίησε το
ιδεολογικό-πολιτικό βάθος των διαφωνιών της οπορτουνιστικής ομάδας, που εκτεινόταν
πολύ πέραν των οργανωτικών ζητημάτων. Βέβαια, για τη συνειδητοποίηση αυτού του
ζητήματος απαιτούνταν η συλλογική υπέρβαση εκ μέρους των καθοδηγητικών οργάνων
του ΚΚΕ των προβληματικών επεξεργασιών του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος
την περίοδο 1956-1968, γεγονός που θα σηματοδοτούσε τη σύγκρουση με το ΚΚΣΕ.
Την
ίδια περίοδο, η διαφωνία του Κολιγιάννη με άλλα μέλη του ΠΓ και της ΚΕ
αναφορικά με την απόφαση διάλυσης των Κομματικών Οργανώσεων δυσχέρανε τη
συλλογική λειτουργία των οργάνων και οδηγούσε σε σημαντικές καθυστερήσεις
αναφορικά με την προετοιμασία του 9ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Ο Κώστας Κολιγιάννης
έχει ξεχωριστή ευθύνη για την έλλειψη συλλογικότητας στα καθοδηγητικά όργανα
του Κόμματος, όπως και για το γεγονός ότι δεν προβληματίστηκε από την
αντικειμενική κριτική που ασκούσαν μέλη της ΚΕ πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Είχε
ακόμα ευθύνη για το γεγονός ότι το ΠΓ υποκατέστησε την ΚΕ ως καθοδηγητικά
όργανο του Κόμματος, όπως και για τις αραιές χρονικά συνεδριάσεις του ΠΓ, οι
οποίες μάλιστα αναβάλλονταν όταν αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Η
συγκεκριμένη προβληματική λειτουργία, για την οποία βαρύνονται και άλλα μέλη
των καθοδηγητικών οργάνων, δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της δράσης του
Κόμματος, πόσω μάλλον στις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμόρφωνε η παράνομη δράση
του Κόμματος σε συνθήκες στρατιωτικής δικτατορίας.
Παράλληλα,
μέσα και από τη μελέτη των αρχείων τεκμαίρεται ότι και τα μέλη του ΠΓ που
έθεσαν ζήτημα για τον Κ. Κολιγιάννη δεν ακολούθησαν διαδικασίες που θα
διευκόλυναν την αποκατάσταση της κομματικής συλλογικότητας. Αντίθετα, έθεσαν το
ζήτημα στη συνάντηση αντιπροσωπίας του ΚΚΕ με αντίστοιχη του ΚΚΣΕ, δίχως να
έχουν ενημερώσει πρώτ’ απ’ όλα το ΠΓ και κυρίως να έχουν θέσει ζήτημα στην ίδια
την ΚΕ για τα προβλήματα που προκαλούσε ο Α' Γραμματέας στη λειτουργία του
καθοδηγητικού οργάνου, το οποίο ήταν και υπεύθυνο να κρίνει και να αποφασίσει.
Η επιλογή τους εκδήλωνε αδικαιολόγητο δισταγμό και ατολμία να μπαίνουν ανοιχτά
και καθαρά τα ζητήματα σε όλο το βάθος, παρά τις μεμονωμένες κριτικές που είχαν
εκφραστεί σε προηγούμενες Ολομέλειες, ιδιαίτερα μετά από τη 14η Ολομέλεια.
Από
την άλλη, η επιλογή των μελών του ΠΓ να θέσουν το ζήτημα στο ΚΚΣΕ δε δικαιώνει
την αντίδραση του Κ. Κολιγιάννη, ούτε την κατηγορία εναντίον τους ότι
συνιστούσαν φράξια. Όπως και η στάση του Κολιγιάννη και τα συνολικότερα
προβλήματα που είχε προκαλέσει η πολιτική της διάλυσης των Κομματικών
Οργανώσεων δε δικαιώνουν τη στάση των στελεχών του ΚΚΣΕ, που επιχείρησαν να
παρουσιάσουν τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων ως αποκλειστική επιλογή της
ηγεσίας του ΚΚΕ. Σχετικά με την απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ του 1958,
μπορεί το ΚΚΣΕ να μην πρότεινε ή να μην υποστήριξε ρητά τη διάλυση των
Κομματικών Οργανώσεων, όμως στην ουσία εκεί οδηγούσε η συμφωνία του με τη γνώμη
της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι απαιτούνταν στις συνθήκες της παρανομίας η ένταξη όλων
των κομματικών δυνάμεων στο νόμιμο πολιτικό κόμμα της ΕΔΑ και η δημιουργία
στενού κομματικού κέντρου, που ονομάστηκε Κλιμάκιο της ΚΕ.
Στην
περίοδο μετά από τον Κολιγιάννη, ιδιαίτερη σημασία έχει η προπαρασκευή της 18ης
Ολομέλειας για το 9ο Συνέδριο του Κόμματος, όπως παρουσιάζεται στο
Κεφάλαιο 40, καθώς και οι αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου και η αποτίμησή τους,
όπως δίνεται στο Κεφάλαιο 45. Επρόκειτο για αποφάσεις που διατηρήθηκαν μετά από
την πτώση της δικτατορίας και επηρέασαν τη στρατηγική του Κόμματος για πολλά
χρόνια.
Στο
Σχέδιο Προγράμματος που υιοθέτησε η 18η Ολομέλεια σωστά ασκήθηκε
κριτική στον προηγούμενο προσδιορισμό της «μη μονοπωλιακής
αστικής τάξης»
ως «εθνικής
αστικής τάξης»,
με τον οποίο αιτιολογούνταν τα προδικτατορικά χρόνια η ανάγκη συνεργασίας της
ΕΔΑ με την Ένωση Κέντρου, που θεωρούνταν εκφραστής της λεγάμενης «εθνικής αστικής τάξης» και, επομένως, εχθρός των μονοπωλίων και
του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, η συγκεκριμένη κριτική συνέχιζε να υιοθετεί (στο
πρότυπο αντίστοιχων επεξεργασιών του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος) τον
αντιδιαλεκτικό χωρισμό της αστικής τάξης σε μονοπωλιακή και μη, καθώς και τον
επίσης λαθεμένο χαρακτηρισμό συνολικά της εγχώριας αστικής τάξης ως εξαρτημένης
από το ξένο κεφάλαιο.
Υπό
το πρίσμα της συγκεκριμένης ανάλυσης, ο ιμπεριαλισμός αποσπόταν από τις
σύγχρονες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στο εσωτερικό κάθε χώρας,
εκτιμώμενος αποκλειστικά ως εξωτερική πολιτικοοικονομική και στρατιωτική
επέμβαση των πιο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και κυρίως των ΗΠΑ στα εσωτερικά
άλλων καπιταλιστικών κρατών και απέναντι στις θελήσεις ακόμα και δυναμικών
τμημάτων της αστικής τάξης. Για τον ίδιο λόγο, η δικτατορία χαρακτηριζόταν
ξενοκίνητη και αιτιολογούνταν αποκλειστικά στη βάση των επιδιώξεων του
αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ως συνέπεια, προτασσόταν η λαθεμένη στρατηγική
επιδίωξης μιας εξουσίας που, απαλλαγμένη από την εξάρτηση του ξένου κεφαλαίου
και των μονοπωλίων, θα στεκόταν ανάμεσα στην καπιταλιστική και στη
σοσιαλιστική, ανοίγοντας πρακτικά το δρόμο προς τη δεύτερη.
Γι’
αυτό και το Σχέδιο Προγράμματος που υιοθέτησε η 18η Ολομέλεια όχι
μόνο μιλούσε για μια ενιαία επαναστατική διαδικασία που θα περιλάμβανε το
αντιμπεριαλιστικό-αντιμονοπωλιακό στάδιο και το σοσιαλιστικό, αλλά υιοθετούσε
και τη φάση της λεγάμενης «Νέας Δημοκρατίας» ως προθάλαμο του πρώτου σταδίου.
Στο ίδιο πλαίσιο, το Σχέδιο Προγράμματος θεωρούσε ένα τμήμα της «μη μονοπωλιακής
αστικής τάξης»,
όπως και την πλούσια αγροτιά, ως δυνητικά κινητήριες δυνάμεις του «καθεστώτος της Νέας
Δημοκρατίας», δηλαδή
ενός καθεστώτος που παρουσιαζόταν ως συνδεδεμένο με την κυβέρνηση των
αντιδικτατορικών δυνάμεων.
Συνολικότερα,
το Σχέδιο Προγράμματος προωθούσε έναν περαιτέρω κατακερματισμό της ήδη
διασπασμένης σε δύο στάδια στρατηγικής του ΚΚΕ (το δημοκρατικό -
αντιμονοπωλιακό - αντιιμπεριαλιστικό και το σοσιαλιστικό στάδιο), ενώ με την
επιδίωξη της «Νέας Δημοκρατίας», το Κόμμα ήταν πρόθυμο να συμμετάσχει σε
συμμαχία με αστικές πολιτικές δυνάμεις ή ακόμα και στη συγκρότηση μιας
κυβέρνησης συνεργασίας για την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα και αντιφατικά, το Σχέδιο
Προγράμματος θεωρούσε ότι στην Ελλάδα υπήρχαν οι βασικές υλικές προϋποθέσεις
για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, καθώς και μια έμπειρη εργατική τάξη, με το
μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα της και ένας λαός δοκιμασμένος σε αγώνες, και
διακήρυττε την ανάγκη ανατροπής της δικτατορίας από την εργατική-λαϊκή δράση.
Ακόμα,
η σωστή κριτική στις προδικτατορικές αντιλήψεις περί της μετατροπής της ΕΔΑ σε
ενιαίο Κόμμα, όπως και η ορθή επισήμανση ότι η ΕΔΑ δεν μπορούσε να
διαδραματίσει το ρόλο του νόμιμου εκφραστή του δημοκρατικού κινήματος, δε
συνοδεύονταν με πιο ουσιαστικά συμπεράσματα για τη λεγάμενη «Αριστερά» (στην
οποία περιλαμβάνονταν σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις ως
σύμμαχες). Έτσι, συνεχιζόταν η επιδίωξη ενός νέου σχήματος πολιτικής συμμαχίας
με σοσιαλδημοκρατικές, οπορτουνιστικές, αλλά και άλλες αστικές πολιτικές
δυνάμεις, που θα ήταν απαλλαγμένο από ορισμένα προβλήματα της ΕΔΑ. Αυτή η
προσέγγιση εκφράστηκε τόσο στην αντιμετώπιση του ΠΑΜ όσο και στην αμβλυμένη
κριτική απέναντι σε αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, όπως το ΠΑΚ, η
Δημοκρατική Άμυνα, ακόμα και το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού».
Έτσι
και αλλιώς, η γενικότερη κριτική στην οπορτουνιστική ομάδα χαρακτηριζόταν από
τις συνεχιζόμενες αντιφάσεις στη στρατηγική του Κόμματος. Κατά συνέπεια, ενώ
σωστά η συγκρότηση οπορτουνιστικής ομάδας στα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος
εντοπιζόταν αρκετά νωρίτερα από τη 12η Ολομέλεια (1968), αποσυνδέονταν οι
απόψεις της από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στην 6η
Ολομέλεια του 1956.
Οι
αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκαν στην προ- παρασκευή της
18ης Ολομέλειας. Το Κόμμα παρέμεινε εγκλωβισμένο σε προβληματικά κριτήρια
ανάλυσης και εκτίμησης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, χωρίς να ερμηνεύει
αντικειμενικά την ανισομετρία, την ανισοτιμία στις διακρατικές καπιταλιστικές
σχέσεις. Στην ανάλυση του 9ου Συνεδρίου, όπως και προηγούμενα,
καθώς και στην εκτίμηση για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, βάραινε
το κριτήριο της ανάπτυξης της βιομηχανίας μέσων παραγωγής και όχι συνολικά της
περαιτέρω επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων σε διάφορους κλάδους της
μεταποίησης και της οικονομίας.
Υπό
αυτό το πρίσμα, το 9ο Συνέδριο δεν έβλεπε ότι η αστική τάξη στην Ελλάδα
-ανεξάρτητα από το αν τα πιο αδύναμα τμήματά της δυσκολεύονταν να επιβιώσουν σε
συνθήκες ενσωμάτωσης στην περιφερειακή ή παγκόσμια καπιταλιστική αγορά και
οξυμένου ανταγωνισμού τους με τα ξένα μονοπώλια- ήταν σταθερά προσανατολισμένη
στην αναβάθμισή της διεθνώς και αυτόν το στόχο υπηρετούσαν οι επιλογές της.
Συνέχισε να θεωρεί την εξάρτηση της Ελλάδας ως υπεύθυνη για τη σχετική
βιομηχανική καθυστέρηση της χώρας και να μην ανιχνεύει τους αντικειμενικούς
παράγοντες που ωθούν τους εγχώριους καπιταλιστές στην επιλογή των επενδύσεων.
Δεν
εκτιμούσε αντικειμενικά τους μακροχρόνιους ιστορικού χαρακτήρα παράγοντες που
οδήγησαν στην υπερτροφική ανάπτυξη της ναυτιλίας, των εξαγωγών αγροτικών
προϊόντων κλπ. Αντίθετα, αντιμετώπιζε αυτήν την υπερτροφική ανάπτυξη ως
συνέπεια και προέκταση της εξάρτησης. Ανάλογα ερμηνευόταν η μεγαλύτερη
επιβίωση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής (στην αγροτική παραγωγή και στη
μεταποίηση) και γενικότερα η επιβίωση περισσότερων μικροαστικών στρωμάτων στις
κατασκευές, στις χερσαίες και θαλάσσιες μεταφορές, ακόμα και στο εμπόριο
συγκριτικά με άλλα καπιταλιστικά κράτη, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη.
Για πολλά χρόνια, το Κόμμα αντιφατικά
στεκόταν και ως προς το ρόλο των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ). Το Κόμμα
αντιμετώπιζε τις ΑΞΕ ως παράγοντα υποδούλωσης και καθυστέρησης της
καπιταλιστικής Ελλάδας, ως μοχλό εξάρτησής της από το ξένο κεφάλαιο και όχι και
ως μέσο επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων, ενίσχυσης της εγχώριας αστικής
τάξης και επίτευξης καπιταλιστικής ανάπτυξης με όρους ανισομετρίας στην
παγκόσμια ή περιφερειακή καπιταλιστική αγορά. Εξίσου λαθεμένα και αντιφατικά
θεωρούσε τα ξένα κράτη υπεύθυνα για την καθυστέρηση βιομηχανικών επενδύσεων.
Δεν έβλεπε ότι στον περιορισμένο προσανατολισμό των ΑΞΕ προς την Ελλάδα συνέβαλλε
προπολεμικά το πολύ περιορισμένο μέγεθος της εσωτερικής καπιταλιστικής αγοράς
και μεταπολεμικά και το γεγονός ότι, με εξαίρεση την Τουρκία, δε συνόρευε
χερσαία με καπιταλιστικές οικονομίες.
Κάτω
από το βάρος των προηγούμενων προβληματικών επεξεργασιών, το 9ο Συνέδριο δεν
μπόρεσε να αποτιμήσει αντικειμενικά το χαρακτήρα της τότε καπιταλιστικής
οικονομικής κρίσης. Για την επεξεργασία-συγγραφή του Γ2 Τόμου μελετήθηκαν
ορισμένα σχετικά άρθρα της περιόδου προετοιμασίας του 9ου Συνεδρίου, αλλά και
τα πρακτικά της διεξαγωγής του, καθώς και αρθρογραφία Σοβιετικών ειδικών στο Νέο Κόσμο. Από αυτά προκύπτει ότι η καπιταλιστική
οικονομική κρίση ταυτιζόταν με τον αμφιλεγόμενο και χρησιμοποιούμενο με
διαφορετικούς προσδιορισμούς όρο της «γενικής κρίσης του
καπιταλισμού»,
που είχε υιοθετηθεί από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα από τις πρώτες 10ετίες
του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, αν και πρόκειται για μια περίοδο
που η καπιταλιστική οικονομική κρίση είχε συγχρονισμένο παγκόσμιο χαρακτήρα και
σημαντικό βάθος και στον έναν ή άλλο βαθμό συνδέθηκε και με γεγονότα πολιτικής
κρίσης σε κάποιες χώρες ή έντασης των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των συνεπειών
τους, ούτε από το ΚΚΕ στην παρούσα συνεδριακή φάση, ούτε γενικότερα από το
Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα συνδέθηκε με προβληματισμούς για ανίχνευση στοιχείων
αρχόμενης επαναστατικής κατάστασης. Έτσι, την ίδια ώρα που υιοθετούνταν ο όρος
«γενική
κρίση του καπιταλισμού»
και γινόταν η εκτίμηση ότι ο διεθνής ιμπεριαλισμός ήταν αποδυναμωμένος, οι
πολιτικές που προωθούνταν παρέμεναν στο έδαφος της διαχείρισής του.
Εξαιτίας
και όλων των παραπάνω, το Πρόγραμμα που ψήφισε το 9ο Συνέδριο, παρά τις
βελτιώσεις που επέφερε σε σχέση με παλιότερες εκτιμήσεις και την κριτική
προηγούμενων αποφάσεων, στην ουσία άφησε άθικτο τον κρίσιμης σημασίας πυρήνα του
λαθεμένου Προγράμματος του 8ου Συνεδρίου, δηλαδή τη λογική των δύο σταδίων της
επαναστατικής διαδικασίας, όπως και το ζήτημα της εκτίμησης της ανάπτυξης του
ελληνικού καπιταλισμού και της αποτίμησης της θέσης του στο διεθνές
ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Αναπαρήγαγε
την αντίφαση, αφενός, να εκτιμά ότι στην Ελλάδα υπήρχαν οι υλικές προϋποθέσεις
για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και, αφετέρου, να προσδιορίζει το χαρακτήρα
της επανάστασης με κριτήρια τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και το
συσχετισμό δυνάμεων. Πρόβαλε την ύπαρξη δύο αντιθέσεων στην καπιταλιστική
κοινωνία, τη βασική κεφαλαίου-εργασίας και μια άλλη ως κυρίαρχη, την αντίθεση
ανάμεσα στις μονοπωλιακές και μη μονοπωλιακές δυνάμεις, περιλαμβάνοντας στις
δεύτερες και τμήματα της αστικής τάξης και όλα τα μεσαία στρώματα. Αυτή ήταν η
βάση και του μη αντικειμενικού ταξικά προσδιορισμού των αστικών πολιτικών
δυνάμεων και της στάσης του Κόμματος απέναντι τους και τελικά της επιδίωξης
μιας συνεργασίας μαζί τους και πολύ περισσότερο μιας ενδιάμεσης εξουσίας
μεταξύ της καπιταλιστικής και της σοσιαλιστικής.
Έτσι
και αλλιώς, ο προσδιορισμός του σοσιαλισμού ως «τελικού» σκοπού στο Πρόγραμμα
που υπερψήφισε το 9ο Συνέδριο υποδήλωνε με σαφήνεια ότι υπήρχαν άλλοι άμεσοι,
ενδιάμεσοι κοινωνικοπολιτικοί και οικονομικοί στόχοι, μεταβατικό πολιτικό
καθεστώς στο έδαφος του καπιταλισμού. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αποσπόταν η
καθημερινή πάλη από την πάλη για το σοσιαλισμό.
Οι προηγούμενες προσεγγίσεις έρχονταν σε
αντίθεση με τη λενινιστική θέση ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το ανώτατο στάδιο
του καπιταλισμού. Δεν τοποθετούνταν αντικειμενικά ως προς τη θέση των τάξεων,
δηλαδή της αστικής και της εργατικής τάξης, αλλά και των ενδιάμεσων στρωμάτων
απέναντι στην αστική εξουσία και στο χαρακτήρα της επανάστασης.
Είναι
ενδεικτικό ότι ο όρος «επαναστατική κατάσταση» ως αντικειμενικός παράγοντας για
πραγματοποίηση της επαναστατικής εξέγερσης για την ανατροπή της αστικής
πολιτικής εξουσίας, το τσάκισμα του αστικού κράτους, το επαναστατικό πέρασμα στην
εργατική εξουσία, δεν υπήρξε στα ντοκουμέντα του 9ου Συνεδρίου.
Είναι δύσκολο να ερμηνευτεί αυτή η ανεπάρκεια μόνο ως θεωρητική, καθώς ήταν γνωστή η σχετική
ανάλυση του Λένιν. Περισσόερο μπορεί να εξηγηθεί από τη μεταρρυθμιστική
αντίληψη που σε τελευταία ανάλυση διακατέχει τη στρατηγική των σταδίων, αφού
στο πρώτο δεν υπάρχει σύγκρουση με την αστική τάξη και το κράτος της, ενώ το
δεύτερο στάδιο προκύπτει εξελικτικά σε σχέση με το πρώτο. Έτσι, ακόμα κι όταν η
έναρξη του πρώτου σταδίου συνδεόταν με πιο δυναμική ή και ένοπλη μορφή πάλης,
αυ- ό δε συνιστούσε επαναστατική ανατροπή, αφού σε αυτή συμμετείχε και τμήματα
των αστικών δυνάμεων, ενώ δεν έθιγε την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Άλλωστε, μια
ένοπλη μορφή πάλης μπορεί να εκδηλωθεί και σε ένα μη επαναστατικό (με την
έννοια της αλλαγής τάξης στην εξουσία) αγώνα, π.χ., εθνικοαπελευθερωτικό,
αντιαποικιακό.
Η
στρατηγική που υιοθέτησε το ΚΚΕ στο Πρόγραμμα του 9ου Συνεδρίου ου
είχε επιπτώσεις στην παραπέρα πορεία του Κόμματος, από την αρχή ακόμα της Μεταπολίτευσης
έως και το 1996, όταν με το Πρόγραμμα που υιοθέτησε το 15ο Συνέδριο
ξεκαθάρισε το ζήτημα του χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα ως
σοσιαλιστικής, προσδιόρισε τις κινητήριες δυνάμεις και απέρριψε τη μεταβατική
εξουσία ανάμεσα στον καπιταλισμό αι στο σοσιαλισμό. Η επεξεργασία ολοκληρώθηκε
και διορθώθηκε σε σημεία με το Πρόγραμμα στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ το
2013. Το 19ο Συνέδριο ολοκληρωμένα καθόρισε το χαρακτήρα της
πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΕ, με την επεξεργασία του χαρακτήρα και του ρόλου της
Κοινωνικής Συμμαχίας, του ρόλου του εργατικού επαναστατικού μετώπου σε συνθήκες
επαναστατικής κατάστασης.
Η δράση του
Κόμματος
στη διάρκεια της δικτατορίας
Στα
συμπεράσματα του προτεινόμενου Δοκιμίου
υπογραμμίζεται ότι, ανεξάρτητα από τις αδυναμίες στη στρατηγική του Κόμματος
που διασυνδέονταν ε αδυναμίες στις επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού
Κινήματος, το ΚΚΕ έδωσε από την πρώτη στιγμή τις περισσότερες θυσίες στον
αντιδικτατορικό αγώνα. Χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες συνελήφθησαν,
δικάστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν. Ορισμένοι πρόσφεραν και τη ζωή τους, δολοφονημένοι
από τα όργανα της Χούντας ή πεθαίνοντας από βασανιστήρια (…)
Δείτε σχετικά
· 2023 ΚΚΕ:
Για τα 56 χρόνια από την επιβολή της δικτατορίας
·
Για τα 55 χρόνια από την επιβολή της δικτατορίας
· 2017 Ανακοίνωση της ΚΕ
του ΚΚΕ _Για
το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης –Απρ-1967
·
"Για
τη δικτατορία της 21ης Απρίλη 1967"