20 Απρίλη 1944 – Η μάχη της Γλόγοβας, υπήρξε και από τις
μεγαλύτερες επιτυχίες του ένοπλου αγώνα του ΕΛΑΣ κατά των Γερμανών κατακτητών
και των ντόπιων συνεργατών τους
Την άνοιξη του 1944, μεγάλη στρατιωτική δύναμη Γερμανών και
ταγματασφαλιτών, ξεκίνησε για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο στην
περιοχή Γορτυνίας και Μαντινείας, προς το Μαίναλο. Στις 20 Απρίλη εμφανίστηκαν οι Γερμανοί στο δρόμο προς
Βαλτέτσι. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ, με ένα αριστουργηματικό, επιτελικά
καταστρωμένο σχέδιο, κύκλωσαν τον εχθρό, τον αιφνιδίασαν και τον διέλυσαν. Στο
πεδίο της μάχης έπεσαν νεκροί 180 Γερμανοί και πιάστηκαν 19 αιχμάλωτοι. Από τον
ΕΛΑΣ σκοτώθηκαν 13 αντάρτες και τραυματίστηκαν 19.
Το ιστορικό της μάχης
Στη μάχη της Γλόγοβας πήρε μέρος, το 2ο τάγμα του 12ου
Συντάγματος και το 2ο τάγμα του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ.
Διοικητής του 2ου τάγματος του
12ου Συντάγματος ήταν ο λοχαγός
Χρ. Γαλανόπουλος (Κένταυρος) με καπετάνιο τον Σπύρο Μαντέλη (Καραϊσκάκης) και
διοικητής του 2ου τάγματος του 6ου Συντάγματος ο λοχαγός Δημ. Παπαϊωάννου καθώς και άλλοι αξιωματικοί που
πλαισίωναν το επιτελείο της μάχης, από την 3η Μεραρχία του ΕΛΑΣ στην
Πελοπόννησο (ο διευθυντής του ΙΙΙ Γραφείου της 8ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ, λοχαγός πυροβολικού Γιάννης Παντελάκης
(Αμαριώτης) και ο λοχαγός
Αρίστος Καμπιτσόπουλος.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε ο ΕΛΑΣ μια δύναμη Γερμανών 400-500 ανδρών,
επρόκειτο να φθάσει στη Γλόγοβα στις 20-4-1944 και από εκεί θα κατευθύνονταν
προς Βαλτεσινίκο, λεηλατώντας, καίγοντας και σκοτώνοντας στο διάβα προς τη
Γορτυνία και το Μαίναλο. Η εχθρική αυτή φάλαγγα περιλάμβανε επίλεκτα τμήματα,
όπως αλεξιπτωτιστές, αλλά και μισό λόχο τσολιάδων του συνεργάτη των Γερμανών συνταγματάρχη Παπαδόγκωνα.
Μεσημέρι της 20-4-1944, οι Γερμανοί φθάνουν στη Γλόγοβα μέσω
Θεόκτιστου. Εκεί καίνε τα σπίτια των 7 υπευθύνων του ΕΑΜ και αφού δεν βρίσκουν
κανένα κάτοικο, γιατί όλοι είχαν φύγει από το χωριό, παρά μόνο έναν γέροντα 80
χρονών, τον Χρήστο Παϊκούλα ή γέρο
Πλάτανο ή Κοτσιαρέλο όπως τον έλεγαν οι συγχωριανοί του.
Οι Γερμανοί φεύγοντας από τη Γλόγοβα, πήραν μαζί τους, τον γέροντα για να τους
δείξει το δρόμο. Ο ίδιος γνωρίζοντας που έχουν στήσει την ενέδρα τα ΕΛΑΣίτικα
τμήματα, τους οδηγεί κατευθείαν επάνω τους γνωρίζοντας πολύ καλά ότι θα πέσει
πρώτος, όπως πήγαινε μπροστά. Ομως ο γέρο Κοτσιαρέλος φορούσε μια κόκκινη
φανέλα από πρόβειο μαλλί και έτσι ξεχώριζε από μακριά, κάνοντας τους αντάρτες
να προσέχουν το γέρο με την κόκκινη φανέλα και έτσι γλίτωσε.
Στις 15:15 η Γερμανική
φάλαγγα είχε πλησιάσει το σημείο της ενέδρας και σε λίγο μπαίνει μέσα στη
χαράδρα του χειμάρρου Ρεντετζέλα ενώ γύρω -γύρω έχουν πάρει θέση μάχης οι αντάρτες
του ΕΛΑΣ, σε πλήρη ακινησία, ετοιμότητα και πειθαρχία, για να μην προδοθούν.
Στις θέσεις κλειδιά της επιτυχίας της επιχείρησης έχουν στηθεί τα πολυβόλα.
Όταν η κεφαλή της Γερμανικής φάλαγγας φθάνει στα 30 μέτρα
από τον διοικητή του 2ου τμήματος του 12ου Συντάγματος, Χρήστο Γαλανόπουλο,
αυτός δίνει το σύνθημα του πυρός, δια του πολυβόλου.
Την ίδια στιγμή, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, τουφέκια, βαρούν ακατάπαυστα εναντίον
των Γερμανών κατακτητών και γίνεται πανδαιμόνιο.
Οι Γερμανοί, προσπαθούν να
συνέλθουν από τον πανικό τους, αλλά μάταια. Στα 7 λεπτά της μάχης, διατάσσεται
επίθεση με τις σάλπιγγες των Ελασιτών και μέσα σε μιάμιση ώρα η επίλεκτη
Γερμανική φάλαγγα εξοντώθηκε και τα απομεινάρια της κυνηγημένα κατέφυγαν στη
Γλόγοβα. Στη μάχη ο εχθρός είχε σημαντικές απώλειες 180 νεκρούς, αρκετούς
τραυματίες και πιάστηκαν 19 αιχμάλωτοι. Επίσης πάρθηκαν άφθονα λάφυρα που ήταν
τόσο απαραίτητα για τον ΕΛΑΣ όπως: 15 μυδράλια, 70 ατομικά όπλα, 10 αυτόματα, 2
όλμοι, 15.000 φυσίγγια καθώς και είδη ένδυσης και υπόδυσης.
Την άλλη μέρα 21-4-44 υπολείμματα της Γερμανικής φάλαγγας
υπέστησαν επίθεση μεταξύ Πράσινου – Αγριδίου, (κοντά στον Παλιόπυργο) και ολόκληρο
το τμήμα αυτό από 30 Γερμανούς εξοντώθηκε. Ο ΕΛΑΣ είχε 3 νεκρούς. Πάρθηκαν
λάφυρα 25 τουφέκια, 4 αυτόματα, 3 οπλοπολυβόλα και 3.500 σφαίρες. Και αυτή τη
μάχη την έδωσε ο 6ος Λόχος του 6ου Συντάγματος.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι στη μάχη της Γλόγοβας πήρε μέρος και μια διμοιρία
Σοβιετικών, οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι των Γερμανών, δραπέτευσαν και είχαν
ενταχθεί στα τμήματα του ΕΛΑΣ.
Το τίμημα της λευτεριάς και για τον ΕΛΑΣ, 13 νεκροί
και αρκετοί τραυματίες.
Σαν ελάχιστο φόρο τιμής μνημονεύουμε τα ονόματα των ηρωικών
νεκρών:
1.Γεώργιος Σκανδάλης (Καρατζάς) μόνιμος ανθυπίλαρχος
από Πάτρα.
2.Γκολφίνος Γκολφινόπουλος, ανθυπασπιστής από
Ροδοδάφνη Αιγίου.
3.Στάικος Σπύρος, λοχίας από Ποκίστα Αιτωλοακαρνανίας.
4.Κουκώστας Κων/νος (Φλόγας), λοχίας από Ροδοδάφνη
Αιγίου.
5.Σπυρόπουλος Γεώργιος (Ανδρούτσος) από Περιβόλια
Αχαΐας.
6.Χρονόπουλος Ανδρέας (Τσόγκας) από Κόκοβα Αχαΐας.
7.Μπούλης Αθανάσιος (Ελατός) από Αραγόζενα Αχαΐας.
8.Τσέκος Κων/νος, από Δάρα Αρκαδίας.
9.Ελευθεριάδης Γεώργιος από Τράπεζα Αχαΐας.
10.Πετρόπουλος Κων/νος από Κουλούρα Αιγίου.
11.Καλατζής Σωτήρης από Πάτρα.
12.Κουτσοπανάγος από Ζέλι Αρκαδίας,
13.Του 13ου το όνομα δεν είναι γνωστό.
Μετά το τέλος της
μάχης οι αντάρτες τραγούδησαν τη μεγάλη νίκη:
«Ένα πουλάκι απ’
τον Κοσμά ρώταε τους διαβάτες:
Πόσο μακριά ΄ναι η Γλόγοβα από τα Κανελλάκια,
που σύχναζε η ανταρτουριά κι ούλοι οι καπεταναίοι,
που σύχναζε κι ο Πέρδικας με ούλο το ασκέρι.
Με παλικάρια διαλεχτά καλά και ψυχωμένα
που κυνήγαγαν τους Γερμανούς και τη φασισταρία,
γιατί μας παίρναν το ψωμί και την Ελευθερία».
Πηγή:
Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Αντίστασης + Ριζοσπάστης 20-Απρ-2001
«Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα | το δίκιο και τη λευτεριά»
Στις 16 Φλεβάρη 1942 και ενώ στα βουνά της Ρούμελης και της Μακεδονίας αντηχούσαν ήδη τα όπλα των πρώτων κομμουνιστών ανταρτών, η εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα» ανακοίνωσε την ίδρυση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Η συγκρότηση του ΕΛΑΣ αποτέλεσε το επιστέγασμα της τιτάνιας προσπάθειας των κομμουνιστών να ανασυγκροτήσουν το ΚΚΕ και να οργανώσουν μαζική εργατική - λαϊκή απελευθερωτική πάλη.
Μετά την επιβολή της Τριπλής Φασιστικής Κατοχής (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία), η κυρίαρχη μερίδα της καπιταλιστικής τάξης, οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι και ο ενταγμένος στο αστικό πολιτικό σύστημα βασιλιάς εγκατέλειψαν τη χώρα, ακολουθώντας τα βρετανικά στρατεύματα στο Κάιρο και στο Λονδίνο. Μια άλλη μερίδα των καπιταλιστών παρέμεινε στη χώρα και συνεργάστηκε ανοιχτά, οικονομικά και πολιτικά, με τις δυνάμεις Κατοχής, πρωτοστατώντας στη συγκρότηση των δοσιλογικών κυβερνήσεων. Λιγότεροι παρέμειναν στη χώρα, συνεχίζοντας επίσης τις επικερδείς οικονομικές τους δοσοληψίες με τις Αρχές Κατοχής. Ορισμένοι από τους τελευταίους, σε μια πορεία χρόνου και κάτω από την πίεση και της δράσης του ΕΛΑΣ, οργάνωσαν ολιγομελείς αντιστασιακές ομάδες, έχοντας πάντα τα μάτια τους στραμμένα στην «επόμενη μέρα» του πολέμου, στο πώς θα διατηρούσαν την εξουσία τους.
Σύσσωμη η ελληνική αστική τάξη άφησε στην καλύτερη περίπτωση τον λαό έρμαιο στις επιδιώξεις των Αρχών Κατοχής και στη χειρότερη συνεργάστηκε μαζί τους, σε συνθήκες μαζικών συλλήψεων, εκτελέσεων και εκτεταμένου λιμού. Το σύνολο της αστικής τάξης απέδειξε ότι οι διακηρύξεις της περί «εθνικής ενότητας» αποτελούν μόνο προπαγάνδα που αξιοποιείται όταν και όσο είναι συμβατή με τα δικά της συμφέροντα.
Η Κατοχή βρήκε το ΚΚΕ βαριά χτυπημένο από το καπιταλιστικό κράτος. Η πλειοψηφία των κομμουνιστών, που ήταν έγκλειστοι σε φυλακές και εξορίες, παραδόθηκαν από το αστικό δικτατορικό καθεστώς στις Αρχές Κατοχής. Οι ελάχιστοι ελεύθεροι κομμουνιστές είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από την τρομοκρατία των κατοχικών δυνάμεων και τη διαβρωτική δράση του καπιταλιστικού κράτους στις γραμμές του κινήματος (το δικτατορικό καθεστώς είχε συγκροτήσει ακόμα και ψεύτικη Κεντρική Επιτροπή και εξέδιδε πλαστό «Ριζοσπάστη», επιδιώκοντας να τους διασπάσει και να τους αποπροσανατολίσει).
«Στ' άρματα, στ' άρματα | εμπρός στον αγώνα»
Σε αυτές τις συνθήκες, αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά η αξία της οργανωμένης ιδεολογικής - πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, του Κομμουνιστικού Κόμματος. Επειτα από αποδράσεις στελεχών του και από το ξεκαθάρισμα των Κομματικών του Οργανώσεων, το ΚΚΕ κατόρθωσε πολύ γρήγορα να ξεκινήσει την ανασυγκρότησή του, τον Ιούλη του 1941, ιδρύοντας νέες Κομματικές Οργανώσεις στην εργατική τάξη, στη φτωχή αγροτιά, στα λαϊκά στρώματα των αυτοαπασχολούμενων και στη σπουδάζουσα νεολαία. Λίγο αργότερα θα ακολουθούσε η ίδρυση του Εργατικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και τον Σεπτέμβρη του 1941 η ίδρυση του ΕΑΜ. Είχε προηγηθεί η ίδρυση της Εθνικής Αλληλεγγύης και ακολούθησε η ίδρυση του ΕΛΑΝ, της ΕΠΟΝ, της ΟΠΛΑ και των άλλων ΕΑΜικών Οργανώσεων.
Ταυτόχρονα εντείνονταν οι προετοιμασίες για την οργάνωση της ένοπλης πάλης ενάντια στους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, με τους απεσταλμένους του Κόμματος να διερευνούν τις προοπτικές ανάπτυξης στρατιωτικής δράσης σε διάφορες περιοχές. Τον Γενάρη του 1942, η 8η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ έθεσε ως βασικό καθήκον την «οργάνωση ειδικών μαχητικών τμημάτων σε όλα τα βασικά κέντρα της χώρας, ικανών ν' αντιμετωπίσουν την ένοπλη βία του κατακτητή», ανοίγοντας τον δρόμο για την ίδρυση του ΕΛΑΣ.
Η δημιουργία του ΕΛΑΣ ήταν η πιο σημαντική κατάκτηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος στα χρόνια της Κατοχής. Σήμαινε ότι διαμορφώθηκε στρατιωτικό κέντρο με δική του διάρθρωση, λειτουργία και πειθαρχία, η οποία υπερέβαινε το αστικό πλαίσιο των καταπιεστικών στρατιωτικών κανονισμών και κατά προέκταση της αντιλαϊκής - αντικομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης του αστικού στρατού. Ο ΕΛΑΣ υπήρξε στρατός στην υπηρεσία ενός κινήματος που η καθοδηγητική του δύναμη ήταν το ΚΚΕ. Συγκέντρωνε τις βασικές προϋποθέσεις για να εξελιχτεί σε μοχλό ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας και σε όργανο της εργατικής εξουσίας.
«Να η ώρα μας ήρθε | και σαν θύελλα ξεσπάει | στον αγώνα η παγκόσμια εργατιά»
Η πρώτη μαγιά του ΕΛΑΣ συγκροτήθηκε από κομμουνιστές ατσαλωμένους στις σκληρές ταξικές αναμετρήσεις του Μεσοπολέμου, στις οποίες είχαν κατακτήσει την αναγνώριση και την αποδοχή των εργατικών - λαϊκών μαζών.
Ο εργαζόμενος λαός ήταν αυτός που στήριξε τον ΕΛΑΣ με όλα τα μέσα, προσφέροντάς του οπλισμό και τροφή, πληροφορίες και κρυψώνες. Ηταν αυτός που στελέχωσε τις στρατιωτικές μονάδες και του επέτρεψε όχι μόνο να αναπληρώνει τις απώλειές του στο πεδίο της μάχης, αλλά και να μαζικοποιείται με γοργούς ρυθμούς, φτάνοντας στις παραμονές της απελευθέρωσης να αριθμεί 77.000 τακτικούς και 50.000 εφέδρους μαχητές. Βασική πηγή στρατολόγησης του ΕΛΑΣ αποτέλεσαν κυρίως οι φτωχές αγροτικές μάζες της υπαίθρου, αλλά και εργατικές - λαϊκές μάζες των πόλεων, με πρωτοστάτες τους νέους.
«Δίχως τανκς και αεροπλάνα | μόνο μ' όλμους πολυβόλα | και ψυχή σαν του λαϊκού στρατού»
Τον ΕΛΑΣ στελέχωσαν από την πρώτη στιγμή μέλη και οπαδοί του ΚΚΕ που ήταν αξιωματικοί του αστικού στρατού, όπως οι Θεόδωρος Μακρίδης, Γιάννης Παλάσκας, Στέφανος Παπαγιάννης, Βασίλης Βενετσανόπουλος, Γιώργος Σαμαρίδης, Αλέκος Παπαϊωάννου, Θάνος Καρλός, Θάνος Αθηνέλης, Γιώργος Καλιαννέσης, Παναγιώτης Τούντας, Τάσος Αναστασόπουλος, Φαίδων Κουρκουβέλης, Γιάννης Πραγκάστης κ.ά. Στο πλευρό τους έδρασαν και νέοι αξιωματικοί, προερχόμενοι από τις εργατικές - λαϊκές δυνάμεις, που ανέδειξαν τις αρετές τους στο πεδίο της μάχης.
Σε μια πορεία χρόνου, οι συνθήκες της Τριπλής Φασιστικής Κατοχής και η εντεινόμενη δράση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ οδήγησαν και άλλους 700 περίπου αξιωματικούς του αστικού στρατού να συνταχθούν με την πλευρά του εργατικού - λαϊκού κινήματος και να ενταχθούν στον ΕΛΑΣ. Ανάμεσα σε άλλους ήταν και οι Γεράσιμος Αυγερόπουλος, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, Μανώλης Μάντακας, Δημήτρης Μίχος, Γιάννης Μουστεράκης, Νίκος Παπασταματιάδης, Χρήστος Προυκάκης, Γιώργος Ρήγος, Στέφανος Σαράφης, Βασίλης Τζότζιος, Ιερώνυμος Τρωιανός, Κώστας Τσαμάκος, Βασίλης Φλούλης, Μιχάλης Χατζημιχάλης.
Ο οπλισμός του ΕΛΑΣ βασίστηκε στη δωρεά των εργατικών - λαϊκών δυνάμεων, στην οικονομική τους ενίσχυση, στα όπλα που έκρυψαν οι στρατιώτες του ελληνοαλβανικού μετώπου μετά την υπογραφή της συνθηκολόγησης, στις σκληρές του αναμετρήσεις με τις δυνάμεις των κατοχικών στρατευμάτων και τους ντόπιους συνεργάτες του.
«Συ που κρατάς στα χέρια σου του ΕΛΑΣ τ' αστροπελέκι | κι όλο το φως του σύμπαντος φρουρός σου παραστέκει»
Στον ΕΛΑΣ κατατάχτηκαν και πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Οι Γιώργος Κοτζιούλας, Βασίλης Ρώτας, Δημήτρης Χατζής, Γεράσιμος Σταύρου βρέθηκαν ένοπλοι στο βουνό. Τις μέρες του Δεκέμβρη του 1944, με τον ΕΛΑΣ πολέμησαν ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Κοσμάς Πολίτης και ο μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης. Ακόμα περισσότεροι ήταν όσοι ύμνησαν μέσα από το έργο τους τη δράση του ΕΛΑΣ, που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στην εργατική - λαϊκή συνείδηση. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν και οι Τάκης Αδάμος, Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Τεύκρος Ανθίας, Μάρκος Αυγέρης, Γιώργος Βαλέτας, Κώστας Βάρναλης, Δημοσθένης Βουτυράς, Αλκη Ζέη, Νίκος Καββαδίας, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Κώστας Καλαντζής, Νίκος Καρούζος, Θράσος Καστανάκης, Νίκος Κατηφόρης, Μιχάλης Κατσαρός, Ανδρέας Κέδρος, Κώστας Κοτζιάς, Τάσος Λειβαδίτης, Μενέλαος Λουντέμης, Κατίνα Παπά, Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής, Γιάννης Ρίτσος, Γιώργης Σεβαστίκογλου, Κώστας Σούκας, Γιάννης Σφακιανάκης, Διδώ Σωτηρίου, Ανδρέας Φραγκιάς και πολλοί άλλοι.
Ξεχωριστή συνδρομή των λογοτεχνών και των συνθετών της περιόδου αποτέλεσαν και τα αντάρτικα τραγούδια. Το «Βροντάει ο Ολυμπος» σε στίχους Νίκου Καρβούνη και μουσική του Αστραπόγιαννου, ο «Υμνος τους ΕΛΑΣ», που έγραψε η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη και μελοποίησε ο Νίκος Τσάκωνας και πολλά άλλα τραγούδια συνόδευσαν το εργατικό - λαϊκό κίνημα στις μεγάλες ταξικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1940 και των επόμενων δεκαετιών.
«Και ο αέρας που μουγκρίζει | τη σημαία κυματίζει | τη βαμμένη μες στο αίμα του λαού»
Η μαζικοποίηση του ΕΛΑΣ στηρίχτηκε στην αλλαγή του πολιτικού και κοινωνικού - ταξικού συσχετισμού δυνάμεων στα χρόνια της Τριπλής Φασιστικής Κατοχής, όταν η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς, των αυτοαπασχολούμενων της πόλης, των πρωτοπόρων των γραμμάτων και των τεχνών, των γυναικών και της νεολαίας των εργατικών - λαϊκών οικογενειών στήριξε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Στην ανάδειξη του ΚΚΕ σε Κόμμα με την ισχυρότερη επιρροή στις εργατικές - λαϊκές δυνάμεις συντέλεσαν: Οι συνθήκες πρωτοφανούς ταξικής εκμετάλλευσης (σε λίγες χώρες στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου παρατηρήθηκαν σε τέτοιο μεγάλο βαθμό μαζικοί θάνατοι από πείνα, ταχεία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργατικών - λαϊκών μαζών και προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων). Η βαθιά πολιτική κρίση και διάσπαση των αστικών πολιτικών δυνάμεων, μια μερίδα των οποίων άφησε τον λαό έρμαιο στις επιδιώξεις των δυνάμεων Κατοχής και μια άλλη συνεργάστηκε μαζί τους. Η διάλυση του αστικού στρατού μέσα στη χώρα και στην πορεία οι ήττες των κατοχικών στρατευμάτων.
Στην εργατική - λαϊκή συνείδηση επέδρασαν ο πρωτοπόρος ρόλος και οι θυσίες των κομμουνιστών, ενώ από ένα σημείο και έπειτα σημαντική ήταν και η συμβολή των θυσιών του σοβιετικού λαού και των επιτυχιών του Κόκκινου Στρατού, που ανέβασαν το κύρος και την επιρροή του ΚΚΕ.
«Έλα και πάρτη μόνος σου τη λευτεριά | με τραγούδια, όπλα και σπαθιά»
Από το φθινόπωρο του 1942, ο ΕΛΑΣ έδωσε τις πρώτες μάχες με τις δυνάμεις Κατοχής. Το 1943 σημαδεύτηκε από τη μαζικοποίηση των γραμμών του. Στις 2 Μάη 1943, με κοινή απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ και της ΚΕ του ΕΛΑΣ ιδρύθηκε το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ με στρατιωτικό διοικητή τον Στέφανο Σαράφη, πρωτοκαπετάνιο τον Αρη Βελουχιώτη και πολιτικό αντιπρόσωπο της ΚΕ του ΕΑΜ τον Ανδρέα Τζήμα (Σαμαρινιώτη). Στις 16 Ιούνη 1943, ο ΕΛΑΣ διαρθρώθηκε σε τακτικό στρατό.
Στη διάρκεια του 1943, ο ΕΛΑΣ άρχισε να παγιώνει τη στρατιωτική του κυριαρχία σε μεγάλο μέρος των εδαφών της χώρας, όπου υπό την προστασία του συγκροτήθηκαν λαογέννητοι θεσμοί τοπικής διοίκησης, εκπαίδευσης και δικαιοσύνης και οργανώθηκαν υγειονομικές υπηρεσίες. Στις ελεύθερες περιοχές, για πρώτη φόρα οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής - πολιτικής ζωής. Παράλληλα, ο ΕΛΑΣ έδωσε τη μάχη της σοδειάς και διέσωσε την αγροτική παραγωγή από τις κατοχικές δυνάμεις.
Η συνθηκολόγηση της φασιστικής Ιταλίας τον ενίσχυσε σε βαρύ οπλισμό, επιτρέποντάς του να αντιμετωπίσει με καλύτερους όρους τα υπόλοιπα στρατεύματα Κατοχής. Ταυτόχρονα, αυξανόταν η δράση του ΕΛΑΣ στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, που συνέχιζαν να βρίσκονται κάτω από την μπότα των κατοχικών δυνάμεων και των συνεργατών τους, αλλά και όπου ιδιαίτερα δρούσαν μαζικές ΕΑΜικές Οργανώσεις. Προάστια της Αθήνας όπως η Καισαριανή, ο Βύρωνας, ο Ταύρος, η Τούμπα στη Θεσσαλονίκη, η Νέα Ιωνία στον Βόλο και άλλα μετατράπηκαν σε φρούρια του αγώνα από τους ελαφρά οπλισμένους μαχητές του ΕΛΑΣ.
Η αυξημένη επιχειρησιακή δράση του ΕΛΑΣ, η μεγάλη μαζικοποίηση του ΕΑΜ και των ΕΑΜικών Οργανώσεων σε συνδυασμό με την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ανατολική Ευρώπη, που έγερνε την πλάστιγγα του πολέμου εις βάρος των δυνάμεων του φασιστικού Αξονα, οδήγησαν τις αστικές πολιτικές δυνάμεις στο να ξεπεράσουν τις παλιές τους διαφωνίες και να επιδοθούν σε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου για τη μεταπολεμική διάσωση της καπιταλιστικής εξουσίας με την ενίσχυση του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Ο στόχος τους συνδεόταν ευθύγραμμα με την αντιμετώπιση της δράσης του ΕΛΑΣ και μοιραία οδήγησε στην όξυνση της ταξικής πάλης.
«Ράλληδες ταγματαλήτες, μπουραντάδες, Γερμανοί | τα κεφάλια σας θα πέσουν απ' τ' αντάρτικο σπαθί»
Το καλοκαίρι του 1943, η τελευταία δοσιλογική κυβέρνηση του Γεώργιου Ράλλη, εις γνώση του βρετανικού ιμπεριαλισμού και με τη συνδρομή αξιωματικών προερχόμενων από όλο το φάσμα του αστικού πολιτικού κόσμου, προχώρησε στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, που στράφηκαν εναντίον της δράσης του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Την ίδια περίοδο, οι αστικές αντιστασιακές οργανώσεις έριχναν γέφυρες επικοινωνίας με τις Αρχές Κατοχής και άρχισαν να συγκρούονται στρατιωτικά με τον ΕΛΑΣ.
Ο πόλεμος του ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν πόλεμος ταξικός. Η εθνικοαπελευθερωτική χροιά που προσλάμβανε, εξαιτίας της κοινής δράσης των ταγματασφαλιτών με τις ναζιστικές δυνάμεις, δεν ακύρωνε τα ταξικά χαρακτηριστικά του. Τον ίδιο ταξικό χαρακτήρα είχε η σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τις γερμανόφιλες αστικές οργανώσεις, αλλά και τις βρετανόφιλες (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ). Ετσι και αλλιώς, το σύνολο των αστικών οργανώσεων της εποχής είχε διαύλους επικοινωνίας τόσο με τις Αρχές Κατοχής, όσο και με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.
Ωστόσο, όσες φορές ο ΕΛΑΣ τις αντιμετώπισε ένοπλα το έκανε με κεντρικό άξονα τη συνεργασία τους με τις δυνάμεις Κατοχής ή των παρασπονδιών τους στον αντικατοχικό αγώνα. Ιδιαίτερα τις οργανώσεις ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ δεν τις αντιμετώπισε ως αντίπαλες ταξικές δυνάμεις με τη στήριξη της Μ. Βρετανίας. Αντίθετα, ακολουθώντας τη στρατηγική του αντιφασιστικού μετώπου, που υιοθετούσε το ΚΚΕ, ο ΕΛΑΣ υπάχθηκε στο Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (καλοκαίρι του 1943), την ώρα που οι εγχώριες αστικές πολιτικές δυνάμεις και ο βρετανικός ιμπεριαλισμός απεργάζονταν σχέδια για τον αφανισμό του.
«Ω Ελλάδα μας γλυκιά | δημοκρατία λαϊκιά | Ω Ελλάδα μας γλυκιά | σφυρί, δρεπάνι και γροθιά»
Το ΚΚΕ αποσύνδεε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα από την πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Επηρεασμένο και από τις αντίστοιχες προγραμματικές αδυναμίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, υιοθετούσε τον στόχο της λεγόμενης «λαϊκής δημοκρατίας» ή «λαοκρατίας», που αντιμετώπιζε ως ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό.
Ως αποτέλεσμα, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια επαναστατική στρατηγική και να αξιοποιήσει την επαναστατική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα την περίοδο της αποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων. Αντίθετα, επέμεινε στην πολιτική της «εθνικής ενότητας» και της δημοκρατικής εξομάλυνσης και υπέγραψε τις Συμφωνίες του Λιβάνου (Μάης 1944) και της Καζέρτας (Σεπτέμβρης 1944), με τις οποίες αναγνώρισε την απούσα αστική κυβέρνηση, συμμετείχε σε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» και δεσμεύτηκε να μην μπουν τα στρατιωτικά σώματα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα.
Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη πολιτική σήμαινε υποταγή του εργατικού - λαϊκού κινήματος στις ήδη αποδυναμωμένες αστικές πολιτικές δυνάμεις. Οι τελευταίες επέδειξαν ετοιμότητα για να επαναφέρουν με τη βία την κυριαρχία τους. Συνδύασαν τον εγκλωβισμό του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στη λεγόμενη κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με την προσπάθεια καταστολής της δράσης του ΕΛΑΣ. Αμέσως μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα, η αστική κυβέρνηση, στηριζόμενη στις ελάχιστες στρατιωτικές δυνάμεις που παρέμειναν πιστές σε αυτή, αλλά και στις αστικές οργανώσεις και τους συνεργάτες των Αρχών Κατοχής και με τη βοήθεια των βρετανικών στρατευμάτων, αποφάσισε μονομερώς τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και αιματοκύλησε το εργατικό - λαϊκό κίνημα που αντέδρασε.
«Βροντάει ο Ολυμπος και πάλι»
Έτσι ξεκίνησε η κρίσιμη ταξική σύγκρουση του Δεκέμβρη του 1944. Επρόκειτο για τον τελευταίο ηρωικό αγώνα δυνάμεων του ΕΛΑΣ, που, στηριζόμενες μόνο στη μαζική στήριξη του εργατικού - λαϊκού κινήματος, κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν υπέρτερες δυνάμεις. Μετά 33 μέρες σκληρών συγκρούσεων, η υπογραφή της απαράδεκτης Συμφωνίας της Βάρκιζας (Φλεβάρης 1945) οδήγησε στον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.
Στην πλειοψηφία τους, οι μαχητές του ΕΛΑΣ δεν αποστρατεύτηκαν ουσιαστικά ποτέ. Αντιμετώπισαν το όργιο της καταστολής και τρομοκρατίας του καπιταλιστικού κράτους και των συμμοριών του, που ακολούθησε τον Δεκέμβρη, πολλοί δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν για τη δράση τους, άλλοι ξαναπήραν τον δρόμο για το βουνό και κατατάχτηκαν στον ΔΣΕ, δίνοντας τη ζωή τους ή καταλήγοντας στην πολιτική προσφυγιά.
Ο τρίχρονος ηρωικός αγώνας του ΔΣΕ, όπως και ο Δεκέμβρης του 1944 νωρίτερα απέδειξαν ότι οι όποιες αδυναμίες του ΚΚΕ δεν οφείλονταν σε συνειδητό συμβιβασμό με τον ταξικό αντίπαλο. Ακόμα και μετά τον αγώνα του ΔΣΕ, οι μαχητές του ΕΛΑΣ συνέχισαν για πολλές δεκαετίες να είναι παρόντες σε κάθε προσκλητήριο αγώνα.
«Μια φωνή αντηχεί στον αέρα | πέρα ως πέρα | με επανάσταση θα διώξουμε τη σκλαβιά»
Η μεγάλη εποποιία του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας ενάντια στην Τριπλή Φασιστική Κατοχή, μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και των άλλων ΕΑΜικών οργανώσεων, αποτελεί πηγή έμπνευσης και διδαγμάτων. Ιδιαίτερα σήμερα, που η καπιταλιστική εξουσία επιδιώκει να «ξαναγράψει» την Ιστορία με προμετωπίδα τον αντικομμουνισμό.
Τα διαχρονικά συμπεράσματα της δεκαετίας του 1940 αποκτούν μεγαλύτερη σημασία, αφού οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις ΗΠΑ, στην ΕΕ, στην Κίνα, στη Ρωσία και των συμμαχιών τους είναι σε εξέλιξη, εγκυμονώντας κινδύνους νέων και γενικευμένων πολεμικών συγκρούσεων. Στο ίδιο πλαίσιο, η χρόνια εμπλοκή της χώρας μας στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και σχεδιασμούς, η παρουσία ξένων στρατιωτικών βάσεων απ' άκρη σ' άκρη σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο δεν προστατεύουν τα σύνορα της χώρας και τον λαό, όπως ισχυρίζονται τα αστικά κυβερνητικά κόμματα - ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) - αλλά προσθέτουν νέους κινδύνους πολεμικής εμπλοκής.
Ο ηρωισμός του ΕΛΑΣ, συνολικότερα του ΕΑΜ και των ΕΑΜικών οργανώσεων, αποδεικνύει πως η δύναμη της εργατικής - λαϊκής οργάνωσης, αυτενέργειας και πάλης για έναν καλύτερο κόσμο είναι αστείρευτη. Η πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών και η δράση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ αποδεικνύουν ότι ακόμα και ο πιο δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων μπορεί να ανατραπεί από την οργανωμένη μαζική δράση του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Οι μερικές δεκάδες κομμουνιστές, που πρωτοστάτησαν στην ανασυγκρότηση του ΚΚΕ και στη συγκρότηση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, σε καιρούς που η αστική προπαγάνδα μιλούσε για τις ανίκητες στρατιές του Χίτλερ και καλούσε σε υποταγή, κατόρθωσαν με τη δύναμη της εργατικής - λαϊκής υποστήριξης να δημιουργήσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα από τα μεγαλύτερα ένοπλα αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης.
Από την ιστορική πείρα του ΕΛΑΣ και συνολικότερα της δεκαετίας 1940-1950 επιβεβαιώθηκε κυρίως ότι δεν υπάρχει ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, ούτε «ειρηνικό πέρασμα» από τον ένα στον άλλο ή φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού. Η πάλη των τάξεων είναι αντικειμενική και αυτή είναι που σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης θα οδηγήσει σε σοσιαλιστική επανάσταση μόνο με τη συνειδητή δράση της ιδεολογικής - πολιτικής εργατικής πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η άποψη ότι η συμμετοχή ενός Κομμουνιστικού Κόμματος σε κυβέρνηση συνεργασίας αποτελεί σκαλοπάτι για να προχωρήσει το κίνημα σε πιο προωθημένους στόχους καταρρίφθηκε από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του 1944, από την προσπάθειά της να αφοπλίσει τον ΕΛΑΣ, από τις σκληρές μάχες του Δεκέμβρη του 1944 και από το όργιο της αστικής τρομοκρατίας και καταστολής που ακολούθησε. Καμιά αυταπάτη δεν μπορεί να υπάρχει ότι η συμμετοχή ενός ΚΚ σε αστική κυβέρνηση μπορεί να την οδηγήσει σε φιλολαϊκή διαχείριση.
Εμπνεόμαστε, διδασκόμαστε, συνεχίζουμε
Η απελευθέρωση του μεγαλύτερου μέρους της Ελλάδας από τον ΕΛΑΣ απέδειξε έμπρακτα τη δυναμική του συνθήματος «μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό, βαδίζοντας στο δρόμο της ανατροπής». Σήμερα, ο δρόμος της ανατροπής είναι η μόνη πραγματική επιλογή που έχει η εργατική τάξη, οι βιοπαλαιστές αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι της πόλης, η νεολαία και οι γυναίκες των εργατικών - λαϊκών οικογενειών για να σώσουν τη ζωή τους και το μέλλον τους.
Γράφει ο Θανάσης ΛΕΚΑΤΗΣ ||
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Ήταν
τέτοιες μέρες, 77 χρόνια πριν, όταν ο λαός της Αθήνας έβλεπε τους δρόμους να
πλημμυρίζουν με το αίμα του και βίωνε στο πετσί του το πόσο αδίστακτη μπορεί να γίνει η αστική τάξη για να διασφαλίσει την
εξουσία της.
Είχε προηγηθεί η
12η Οκτώβρη του 1944. Τότε, ο λαός ξεχύθηκε στον δρόμο γιορτάζοντας τη λευτεριά
που είχε κατακτηθεί με τα νικηφόρα όπλα του ΕΛΑΣ και με μαζική πάλη της ΕΑΜικής
Αντίστασης, που είχαν καθοδηγηθεί και οργανωθεί από το ΚΚΕ. Την ίδια εποχή,
όμως, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, στο όνομα της εθνικής και αντιφασιστικής ενότητας,
είχαν αναγνωρίσει την αστική κυβέρνηση και συμμετείχαν σε αυτή.
Ο
επικεφαλής της, Γεώργιος Παπανδρέου, κατέγραψε αργότερα τις αστικές
επιδιώξεις της εποχής: «Εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον
και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών – την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία,
από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια
διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον,
ο αφοπλισμός του ΚΚΕ».
Οπως ήταν
αναμενόμενο, αυτή η κυβέρνηση ούτε στοιχειωδώς δεν ήταν διατεθειμένη να αντιμετωπίσει
το ΚΚΕ και το ΕΑΜ ως συνεπείς αντικατοχικές αντιφασιστικές δυνάμεις. Ενάμιση
μήνα μετά διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» στις 25/11/1944:
«Σαραντατρείς
μέρες έκλεισαν από την απελευθέρωση… Και η πέμπτη φάλαγγα κρατάει όλες τις
θέσεις της… Να ξεριζωθεί αποφασιστικά κάθε κίνδυνος για αντιλαϊκή τυραννία. Και
να ξέρουν, μια και καλή, όλοι οι ανοιχτοί ή κρυφοί εραστές της δικτατορίας ότι
ισχύει στις μέρες μας πιο πολύ από κάθε άλλη φορά ο μεγάλος λόγος που μας
κληροδότησε η Γαλλική Επανάσταση: “όταν ο λαός βρίσκεται μπρος στον κίνδυνο
της τυραννίας δεν του μένει να διαλέξει παρά ή τις αλυσιδες ή τα οπλα!“».
Σε αυτήν τη
δραματική φράση, που λίγες μέρες μετά, στις 4 Δεκέμβρη 1944, έγινε ματωμένο
πανό μπροστά στη Βουλή, είναι απαραίτητο να σταματήσει όποιος θέλει να
κατανοήσει τον Δεκέμβρη.
Πώς όμως φτάσαμε εκεί;
Η στρατηγική του ΚΚΕ
στη διάρκεια της Κατοχής και τις παραμονές της Απελευθέρωσης
Το διάστημα
ακριβώς πριν από την αποχώρηση των γερμανικών και βουλγαρικών δυνάμεων Κατοχής,
ο ΕΛΑΣ αποτελούσε ένα στρατό 77.000 ανδρών και 50.000 εφέδρων που
βρισκόταν υπό τη διοίκηση στρατιωτικά ειδικευμένων και υπό την πολιτική
καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Ο ΕΛΑΣ επικρατούσε σε πολύ μεγάλο μέρος της
χώρας και υπό την προστασία του είχαν συσταθεί λαογέννητοι θεσμοί τοπικής
διοίκησης, δικαιοσύνης και παιδείας.
Βασικό
χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η αποδιάρθρωση των πιο σημαντικών
λειτουργιών του αστικού κράτους, αφού ο κατ’ εξοχήν παράγοντας που
προσέδιδε στο ελληνικό αστικό κράτος ισχύ, ο γερμανικός στρατός, είχε φύγει.
Ταυτόχρονα, ήταν ελάχιστες οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν
τότε στην Ελλάδα, επομένως υπήρχε αδυναμία να προσδώσουν ισχύ στην
αποδυναμωμένη αστική εξουσία. Επιπλέον, σημαντικό στοιχείο της κρίσης του
αστικού κράτους ήταν το πέρασμα με το μέρος του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ χιλιάδων αξιωματικών
και στρατιωτών στη Μ. Ανατολή, χαρακτηριστικό και αυτό της ύπαρξης
επαναστατικής κατάστασης.
Στο πολιτικό
επίπεδο, το τμήμα εκείνο της αστικής πολιτικής ηγεσίας που δεν είχε εμπλακεί
και στηρίξει τις δυνάμεις Κατοχής βρισκόταν εκτός ελλαδικού χώρου, στο Κάιρο και δεν μπορούσε να
αποβιβαστεί στον Πειραιά, δίχως την έγκριση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Το ίδιο και οι
στρατιωτικές δυνάμεις του αστικού στρατού (Ορεινή Ταξιαρχία κ.λπ.) που είχαν
απομείνει στη Μέση Ανατολή, ενώ ο ΕΔΕΣ βρισκόταν στην Ηπειρο, εγκλωβισμένος από
τον ΕΛΑΣ.
Γενικότερα, η
πολιτική επιρροή των αστικών πολιτικών δυνάμεων στον λαό βρισκόταν στο κατώτερο
σημείο, ενώ η οργανωτική τους υπόσταση περιγράφεται μόνο με τη λέξη διάλυση.
Στους κόλπους του αστικού πολιτικού κόσμου συνυπήρχαν οι οξύτατες αντιθέσεις
ανάμεσα στα αστικά τμήματα των αντιβασιλικών και των βασιλοφρόνων, καθώς και
των συνεργαζόμενων με τα στρατεύματα κατοχής και των άλλων της φιλοβρετανικής
γραμμής. Αντιθέσεις που όμως έτειναν να γεφυρωθούν υπό τη σκέπη του βασιλιά και
τη βοήθεια του βρετανικού ιμπεριαλισμού, μπροστά στο φόβο ανατροπής της
καπιταλιστικής εξουσίας.
Οι λαϊκές
δυνάμεις ήταν συσπειρωμένες στο ΕΑΜ, που είχε 1.500.000 μέλη.
Το ΚΚΕ, βασική δύναμη και αιμοδότης του ΕΑΜ, ξεπερνούσε τα 400.000 μέλη. Βέβαια, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η
γιγάντια πολιτική οντότητα περιέκλειε πολλές αδυναμίες, παρά το γεγονός ότι
χιλιάδες ήταν διατεθειμένοι να δώσουν και τη ζωή τους.
Στο ΕΑΜ, πέρα από το ΚΚΕ, συμμετείχαν ακόμα ολιγάριθμες οπορτουνιστικές,
αλλά και σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις που –
αναμενόμενο ήταν – δεν συνειδητοποιούσαν την ανάγκη ανατροπής της
καπιταλιστικής εξουσίας, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του ΚΚΕ που είχε
στρατολογηθεί στα χρόνια της Κατοχής δεν διέθετε σημαντικό ιδεολογικό –
πολιτικό επίπεδο.
Αυτό, όμως, δεν
ακύρωνε το γεγονός ότι η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς
είχε ταχτεί με το ΚΚΕ, αναγνώριζε τον καθοδηγητικό ρόλο του στον αγώνα
απελευθέρωσης της Ελλάδας, καθώς και τον καθοριστικό ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης
στην ήττα του φασιστικού άξονα. Με τις όποιες αυταπάτες της, ερχόταν σε σύγκρουση με το αστικό πολιτικό
σύστημα, έκφραζε στον έναν ή στον άλλο βαθμό τη θέληση και το όραμα για μια
κοινωνία καλύτερη από την προκατοχική. Αυτή η πελώρια δύναμη αγωνιζόταν για
καλύτερες μέρες, έστω κι αν αυτό γινόταν δίχως να συνειδητοποιείται ότι αυτές
οι μέρες δεν περικλείνονταν στο θολό όραμα της λαοκρατίας.
Άλλωστε, σε
καμία επανάσταση, ούτε προλεταριακή, αλλά ούτε και αστική (στο παρελθόν) οι
εξεγερμένες λαϊκές δυνάμεις (αγρότες, φτωχολογιά των πόλεων κ.λπ.) δεν είχαν
πλήρως ώριμη πολιτική συνείδηση, ενώ η προσχώρηση στο ΚΚΕ μέσα στην Κατοχή
αντανακλούσε ανεβασμένες εργατικές και λαϊκές διαθέσεις και τη δυνατότητα να
περάσουν στη λαϊκή πλειοψηφία συνθήματα επαναστατικής ανατροπής.
Τις
αγωνιστικές διαθέσεις των εργατικών – λαϊκών μαζών υποβοηθούσαν και οι
εξελίξεις στις γειτονικές χώρες,
συγκεκριμένα στη Βουλγαρία, στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, και η γενικότερη
αναγνώριση της ΕΣΣΔ, καθώς και η προέλαση του Κόκκινου Στρατού προς την καρδιά
της Ευρώπης, που διαμόρφωνε έναν ευνοϊκό και προτρεπτικό περίγυρο.
Αντικειμενικά,
σε τέτοιες συνθήκες επιταχύνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς η επαναστατικοποίηση
των εργατικών μαζών και άλλων συμμαχικών λαϊκών στρωμάτων, ουδετεροποιούνται
ταλαντευόμενα μικροαστικά στοιχεία, οξύνονται παραπέρα οι ενδοαστικές
αντιθέσεις. Ολα αυτά, με την προϋπόθεση ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα θέτει
στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της επίλυσης της αντίθεσης «ποιος –
ποιον», δηλαδή το ζήτημα της εξουσίας, παίρνοντας όλα τα απαραίτητα
μέτρα με βάση σχέδιο και καταλαμβάνοντας τα αστικά κέντρα της χώρας: Στην
περίπτωση της Ελλάδας πρωταρχικά την Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και
άλλα σημαντικά αστικά κέντρα.
Από αυτή την
άποψη, εκτιμούμε σήμερα ότι κατά την Απελευθέρωση ήταν δυνατή η είσοδος μεγάλων
στρατιωτικών δυνάμεων στην Αθήνα, η κατάληψη των εργοστασίων και άλλων
στρατηγικής σημασίας μονάδων Ενέργειας, επικοινωνιών, μεταφορών, η δημιουργία
εργατικών συμβουλίων, η συγκρότηση εργατικής κυβέρνησης, η δημιουργία λαϊκής
πολιτοφυλακής από ολόκληρο τον πληθυσμό 18-45 χρόνων, προκειμένου να εμποδιστεί
οποιαδήποτε αντεπαναστατική ενέργεια της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης.
Ωστόσο, σε
αυτήν την περίοδο, το Κόμμα μας, παρά την τεράστια συνεισφορά στον
απελευθερωτικό αγώνα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει
σαφή στρατηγική που θα οδηγούσε στην επαναστατική επίλυση του προβλήματος
της εξουσίας, μετατρέποντας τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα σε αγώνα για την
ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Αυτή η
αδυναμία δεν οφειλόταν σε ταξικά συμβιβαστική διάθεση του ΚΚΕ, όπως απέδειξε η μετέπειτα στάση του όχι
μόνο τον Δεκέμβρη του 1944, αλλά και αργότερα κατά την τρίχρονη εποποιία του
ΔΣΕ. Οπωσδήποτε οι αιτίες της πρέπει να αναζητηθούν και σε θεωρητικές –
ιδεολογικές αδυναμίες, ανεπάρκειες και λάθη που αφορούσαν την
κατανόηση του χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας και κατά προέκταση τον
προσδιορισμό του χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης και των απαιτούμενων
συμμαχιών.
Τα
προηγούμενα συνδέονταν και αλληλεπιδρούσαν με αντίστοιχες προβληματικές
επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς αρχικά και του Διεθνούς Κομμουνιστικού
Κινήματος με επίκεντρο την ΕΣΣΔ έπειτα από τη διάλυσή της.
Με αυτήν τη
στρατηγική αντίληψη, το ΚΚΕ οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο βρετανικό
στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιούλη 1943) και αργότερα στις Συμφωνίες
του Λιβάνου (20 Μάη 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτέμβρη 1944), με
τις οποίες αναγνώρισε την ανυπόληπτη στη συνείδηση των εργατικών – λαϊκών μαζών
εξόριστη αστική κυβέρνηση, αποφάσισε τη συμμετοχή του σε αυτή και δεσμεύτηκε να
μην καταλάβει ο ΕΛΑΣ την Αθήνα και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα. Με λίγα λόγια,
επιμένοντας στην ανάγκη διεύρυνσης της «αντιφασιστικής και εθνικής ενότητας»,
δεν διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις μιας πορείας που, ανάλογα και με άλλους
παράγοντες, μπορούσε να οδηγήσει στη νίκη της εργατικής τάξης και των συμμάχων
της.
Πρώτα απ’ όλα, το
ΚΚΕ δεν εκτίμησε σωστά τη σύμπλεξη του κοινωνικοταξικού περιεχομένου της λαϊκής
πάλης με το εθνικοαπελευθερωτικό. Αυτή η σύμπλεξη, πέρα από τις πολιτικές
και πολεμικές συγκρούσεις με τις στρατιωτικές οργανώσεις του δοσιλογισμού,
επιβεβαιωνόταν και από τις ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τις αντιχιτλερικές
και τις αγγλόφιλες οργανώσεις όπως ο ΕΔΕΣ. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και οι
συνεχείς προστριβές του ΕΛΑΣ με τους Εγγλέζους, η αμείωτη ιδεολογική και
πολιτική πάλη των αστικών ελληνικών κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής κατά της ΠΕΕΑ
και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, η συχνή συνεργασία αστικών οργανώσεων με τους κατακτητές,
για την αντιμετώπιση της «ερυθράς απειλής», καθώς και η αιματηρή καταστολή, από
τους Εγγλέζους και την ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, της ηρωικής Αντιφασιστικής
Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΑΣΟ) τον Απρίλη του 1944.
Με αυτή την
έννοια, το ΚΚΕ δεν μελέτησε σωστά τη στρατηγική της αστικής τάξης και των
διεθνών συμμάχων της και τους ελιγμούς τους, με τρόπο ώστε να αναπροσαρμόσει τη
δική του στρατηγική, ενώ υπερτίμησε σε αυτήν τη φάση και τις δυνατότητες του
βρετανικού ιμπεριαλισμού.
Φυσικά, σε αυτή
την κατεύθυνση συνέβαλαν και οι δυνάμεις πέραν του ΚΚΕ που συμμετείχαν στο ΕΑΜ.
Ομως, από την πλευρά του ΚΚΕ έπρεπε να θεωρηθεί βέβαιο ότι, εξαιτίας του
ταξικού προσανατολισμού των συγκεκριμένων δυνάμεων, δεν ήταν δυνατό η εργατική
τάξη να βαδίσει μαζί τους σε όλες τις φάσεις της πάλης, πολύ περισσότερο όσο
πλησίαζε το τέλος της Κατοχής και το ζήτημα της εξουσίας (ποιος – ποιον)
ετίθετο αντικειμενικά επί τάπητος. Το Κόμμα έπρεπε να θεωρήσει βέβαιο ότι η
αποσταθεροποιημένη πολιτικά αστική τάξη θα ανασύντασσε τις δυνάμεις της για να
επιδοθεί σε έναν αγώνα εκ νέου σταθεροποίησης της εξουσίας της. Το Κόμμα έπρεπε
να υπολογίσει αυτή την έκβαση της ταξικής πάλης, να προετοιμάσει όλες τις
δυνάμεις του, να περάσει ακόμα και σε αναδιαμόρφωση των πολιτικών του συμμαχιών
μέσα στο ΕΑΜ και την ΠΕΕΑ, σε συνθήκες που διέθετε τη λαϊκή στήριξη.
Από την άλλη
πλευρά, ο ταξικός αντίπαλος επέδειξε ιδιαίτερη μεθοδικότητα και
συστηματικότητα στην προετοιμασία της σύγκρουσης. Υπήρξε αδίστακτος,
αλλά ταυτόχρονα και «ευέλικτος» στο να αξιοποιεί τις υποχωρήσεις ή
ταλαντεύσεις του ΚΚΕ, ώστε την κατάλληλη γι’ αυτόν στιγμή (που τελικά ήρθε τον
Δεκέμβρη) να επιτεθεί με σκοπό τη συντριβή του ΕΑΜικού κινήματος.
Ετσι φτάσαμε στη μονομερή αστική απόφαση για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και στη
συνέχεια στις μάχες του Δεκέμβρη.
Κορυφαία
ταξική σύγκρουση
χωρίς σχέδιο για την εξουσία
Αν και ο
Δεκέμβρης του 1944 εξελίχθηκε σε μια άνιση μάχη παρά την αυταπάρνηση των
μαχόμενων λαϊκών δυνάμεων, τα βαθύτερα αίτια πίσω από τους παράγοντες που
συντέλεσαν στην αρνητική έκβαση του Δεκέμβρη (τα οποία είχαν αντανάκλαση και
στο στρατιωτικό επίπεδο) απέρρεαν από τη στρατηγική κατεύθυνση της «ομαλής
δημοκρατικής εξέλιξης». Το ΚΚΕ τον Δεκέμβρη του 1944 δεν εξασφάλισε προϋποθέσεις
κατάκτησης της εργατικής εξουσίας και αντίστοιχο σχέδιο, ακριβώς επειδή δεν
θεωρούσε τον Δεκέμβρη πάλη για την κατάληψη της εξουσίας. Αντίθετα, ακόμα και
στη διάρκεια των μαχών παρέμενε ο στόχος για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και
ομαλή δημοκρατική εξέλιξη.
Ανέφερε
χαρακτηριστικά η Απόφαση του ΠΓ της ΚΕ, στις 17 Δεκέμβρη 1944:
«Στην περίοδο
της απελευθέρωσης όταν οι αντίπαλοί μας φοβόνταν ότι θα καταλάβει (σ.σ. το ΚΚΕ)
την εξουσία, όπως μπορούσε να το κάνει, το ΚΚΕ απόδειξε περίτρανα την
ειλικρίνεια και εντιμότητα των δημοκρατικών του σκοπών. Εξασφάλισε απόλυτη τάξη
στην πρωτεύουσα και στις άλλες πόλεις και ζήτησε από τον λαό να περιμένει από
την κυβέρνηση ικανοποίηση των αιτημάτων του (…) Μέσα και έξω από την κυβέρνηση
το ΚΚΕ και το ΕΑΜ έκαμαν τα πάντα για να μπουν σε εφαρμογή δημοκρατικές λύσεις,
για να προληφθεί η αιματοχυσία».
Υπό την επίδραση
αυτής της προσέγγισης, από τους παράγοντες που συντέλεσαν στην έκβαση του
Δεκέμβρη, οπωσδήποτε ορισμένοι εντοπίζονται και σε στρατιωτικό επίπεδο:
Στη μη ύπαρξη σχεδίου για τη διεξαγωγή των μαχών. Στη μη έγκαιρη συγκέντρωση
δυνάμεων στα αστικά κέντρα, κύρια στην Αθήνα και τον Πειραιά, που αποτέλεσαν
και το επίκεντρο της σύγκρουσης (μια συγκέντρωση δυνάμεων που θα μπορούσε
ενδεχομένως να είχε πετύχει την εξουδετέρωση του ταξικού αντιπάλου, πριν αυτός
προλάβει να συγκεντρώσει τις απαραίτητες δυνάμεις και υπεροπλία).
Στη μη εφαρμογή αποφάσεων που προέβλεπαν μεγαλύτερο στρατιωτικό έλεγχο και
περικύκλωση των αντίπαλων δυνάμεων. Στην αξιοποίηση των κύριων και πλέον
ετοιμοπόλεμων δυνάμεων του ΕΛΑΣ σε «δευτερεύοντες» στόχους (εναντίον του
Ζέρβα), τη στιγμή που ο ΕΛΑΣ μπορούσε να συντρίψει τον ΕΔΕΣ με πολύ μικρότερες
δυνάμεις από τις ογκώδεις που παρέταξε εναντίον του. Στη μη έγκαιρη εμπλοκή με
τις βρετανικές δυνάμεις. Στην ανάθεση της διεύθυνσης του αγώνα στην
επανασυσταθείσα ΚΕ του ΕΛΑΣ και όχι στο Γενικό Στρατηγείο. Στη μη γενίκευση των
συγκρούσεων στην υπόλοιπη Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Βόλο, Πάτρα κ.α.).
Στις 33 μέρες
των μαχών της Αθήνας και του Πειραιά, το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ έγραψαν λαμπρές
σελίδες. Ο ηρωισμός, η
αυτοθυσία έφτασαν στο επίπεδο που χαρακτηρίζει κάθε μαχόμενο λαϊκό κίνημα που
έχει το δίκιο με το μέρος του. Μαζί και δίπλα στον ένοπλο αγώνα, το ΕΑΜ και το
ΚΚΕ χρησιμοποίησαν και όλες τις άλλες μορφές πάλης (απεργίες, διαδηλώσεις,
συλλαλητήρια). Δίπλα στο κύριο μέτωπο του ΕΛΑΣ, η εργατική τάξη και ο λαός της
Αθήνας και του Πειραιά έστηναν οδοφράγματα, έκαναν σαμποτάζ, άνοιγαν
αντιαρματικές τάφρους, μετέφεραν τραυματίες και τρόφιμα. Πολεμούσαν τον
αντίπαλο τετράγωνο – τετράγωνο, σπίτι – σπίτι. Δόθηκαν δεκάδες μάχες, αρκετές νικηφόρες, παρά τον ελλιπή οπλισμό και
τον δυσμενή συσχετισμό. Στα ντοκουμέντα εκείνης της εποχής διαβάζουμε, για
παράδειγμα, για τις μάχες στην περιοχή των Προσφυγικών, αλλά και άλλων σημείων:
Καταλήφθηκαν ολοκληρωτικά οι φυλακές Αβέρωφ και πιάστηκαν 120 δοσίλογοι. Στην
οδό Πειραιώς οι Αγγλοι επειδή ο λαός αχρήστευσε με ορύγματα ένα τανκ, έβαλλαν
από την Ακρόπολη με το πυροβολικό και κατερείπωσαν τα γύρω σπίτια. Σε όλες τις
συνοικίες του Πειραιά και της Κοκκινιάς έχουν οργανωθεί ομάδες θανάτου με το
σύνθημα: «Λευτεριά ή θάνατος».
Κατά τα μέσα
Δεκέμβρη, ο ΕΛΑΣ με ορμητικές επιθετικές ενέργειες περιόρισε τον αντίπαλο
στο χώρο ανάμεσα στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα και το Κολωνάκι, στη «Σκομπία»,
όπως την ονόμασε ο λαός.
Ομως, τότε
άρχισε να βαραίνει καθοριστικά ο αρνητικός συσχετισμός.
Στις μάχες του
Δεκέμβρη, η αστική τάξη είχε στη διάθεσή της περίπου 11.000 άνδρες (Ορεινή
Ταξιαρχία 2.500 άνδρες, οι ταγματασφαλίτες 1.500, η Χωροφυλακή 3.000, η
αστυνομία πόλεων 2.000, η «Χ» και ο ΕΔΕΣ 1.000 και τα Τάγματα Εθνοφυλακής
1.000). Ωστόσο, υπολόγιζε στην καθοριστική συμβολή του βρετανικού στρατού, που
η δύναμή τους τις μέρες των συγκρούσεων ανήλθε σε 60.000, εξοπλισμένους με 200
τανκς, 80 αεροπλάνα και σημαντικό βαρύ οπλισμό.
Ο ΕΛΑΣ
αντιπαρέταξε το Α’ Σώμα Στρατού καθώς και τη ΙΙ Μεραρχία (Αττικοβοιωτίας), με
σύνολο δύναμης 10.350 μαχητές, δηλαδή υποπολλαπλάσιους της παρατακτής του
δύναμης.
Υπό αυτές τις
συνθήκες, στις 5 Γενάρη 1945 άρχισε η υποχώρηση του ΕΛΑΣ και χιλιάδων
αγωνιστών. Ακολούθησε η απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας, που ήταν δυσανάλογη
του συσχετισμού δυνάμεων, ακόμα και μετά τις μάχες του Δεκέμβρη.
Η μετέπειτα ιδεολογική
– πολιτική διαπάλη για την ιστορική αποτίμηση του Δεκέμβρη του 1944
Έκτοτε ο ηρωικός
Δεκέμβρης γίνεται αντικείμενο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, διαστρέβλωσης
και αμαύρωσης της Ιστορίας του λαού μας από όψιμους δημοσιολόγους,
καθηγητές, δήθεν ιστορικούς, που προσπαθούν να φέρουν την Ιστορία στα μέτρα που
εξυπηρετούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Κατά τους
αστούς, ο Δεκέμβρης ήταν μία «κομμουνιστική στάση» και μια επιλογή
«εθνικού διχασμού»! Κατά τους οπορτουνιστές, που συνηθίζουν να ασελγούν επί των
λαϊκών αγώνων που υπερβαίνουν το αστικό πλαίσιο, ο Δεκέμβρης ήταν ένας
ακατανόητος τυχοδιωκτισμός!
Για τους
κομμουνιστές, ο Δεκέμβρης κατατάσσεται αμετάκλητα στις μεγάλες στιγμές της
ταξικής πάλης στην Ελλάδα.
Αποτελεί προέκταση της όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στα χρόνια της Κατοχής
και της ΕΑΜικής Αντίστασης και προοίμιο της τρίχρονης εποποιίας του ΔΣΕ.
Συνιστά επιβεβαίωση της νομοτελειακής κατάληξης της ταξικής πάλης και μας
τροφοδοτεί με κρίσιμη (θετική και αρνητική) πείρα για τις ταξικές αναμετρήσεις
του σήμερα και του αύριο.
Γι’ αυτό το
ΚΚΕ μελετά την Ιστορία του Δεκέμβρη, όπως και το σύνολο της Ιστορίας του,
κριτικά. Η κριτική αποτίμηση, μακριά από τη λαθολογία και τον μηδενισμό,
εστιάζεται στην ικανότητα του ΚΚΕ να εκτιμά αντικειμενικά τον συσχετισμό της
ταξικής πάλης χωρίς να απομακρύνεται από τον κύριο στόχο, την ανατροπή της
αστικής εξουσίας, την επαναστατική κατάληψη της εργατικής εξουσίας.
Απαιτείται η
ικανότητα το ΚΚΕ να θεμελιώνει επαναστατικά τη στρατηγική του με την
αντικειμενική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων, της διάταξης των
ταξικών δυνάμεων, του πολιτικού συσχετισμού, της τακτικής του ταξικού αντιπάλου
σε κάθε ιστορική περίοδο.
Σημαντικά
διδάγματα
Ένα σημαντικό
ιστορικό δίδαγμα που προκύπτει από αυτή την περίοδο είναι ότι η συμμετοχή
του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην αστική κυβέρνηση του 1944 αποτελεί απτό παράδειγμα για
το πόσο ουτοπικός είναι ο ισχυρισμός ότι χάρη στη μαχητικότητα και τη συνέπεια
του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι δυνατό μία τέτοια κυβέρνηση να ακολουθήσει
φιλολαϊκό δρόμο, ή σε κάθε περίπτωση να πάρει τουλάχιστον κάποια μέτρα υπέρ
του λαού και να ανοίξει σιγά – σιγά τον δρόμο για έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό
στην πάλη για τον σοσιαλισμό. Αντίθετα με αυτήν την ανεδαφική προσμονή, η πείρα
και εκείνης της περιόδου διδάσκει ότι η συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις – σε
πείσμα των πιο καλών προθέσεων – γίνεται φραγμός στη λαϊκή πάλη και οδηγεί σε
πισωγύρισμα με αρνητικές επιπτώσεις και για πολλά χρόνια.
Το συμπέρασμα
είναι ότι ο λαός, ακόμα και ένοπλος, θα παραμένει εγκλωβισμένος στο
αστικό πλαίσιο, από τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετέχει σε αστική
κυβέρνηση και δεν οργανώνει την αυτοτελή δράση της εργατικής τάξης για την
ανατροπή της αστικής εξουσίας
Ένα άλλο
συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η σύγκρουση του Δεκέμβρη ήταν αναπόφευκτη,
αποτελούσε τη νομοτελειακή κατάληξη μιας περιόδου όξυνσης της ταξικής πάλης.
Οπως είχε επισημάνει ο Λένιν αρκετά χρόνια νωρίτερα: «…στην καπιταλιστική κοινωνία, όταν η ταξική πάλη που βρίσκεται στη βάση
της κοινωνίας αυτής οξύνεται κάπως σοβαρά, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε το
ενδιάμεσο, παρά τούτο μόνο: είτε δικτατορία της αστικής τάξης, είτε δικτατορία
του προλεταριάτου. Κάθε ονειροπόλημα για κάποια τρίτη λύση είναι αντιδραστικό
θρηνολόγημα μικροαστού».
Η στάση του
ΚΚΕ και του ΕΑΜ να μην υποχωρήσουν στην αξίωση της ντόπιας αστικής τάξης και
των διεθνών συμμάχων της για τον αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος ήταν
επιβεβλημένη. Η
υποχώρηση θα σήμαινε απόλυτη πολιτική και ηθική απαξίωση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ,
θα τσάκιζε το εργατικό – λαϊκό κίνημα. Αντίθετα, η συνεπής ταξικά στάση του ΚΚΕ
τον Δεκέμβρη του 1944 και ακόμα περισσότερο η πρωτοβουλία του να συγκροτήσει
αργότερα τον ΔΣΕ αποτελούν την κύρια συνεισφορά του Κόμματός μας στην ταξική
πάλη. Συνεισφορά που καλλιέργησε ταξικά αντανακλαστικά και συνέβαλε καθοριστικά
τόσο στις επερχόμενες ταξικές συγκρούσεις όσο και στη διάσωση του επαναστατικού
χαρακτήρα του την περίοδο των αντεπαναστατικών ανατροπών 1989-1991.
«Θα την φτιάξουμε πάλι την Αθήνα μας, έλα λοιπόν μην κάνεις έτσι. Θα την πάρουμε. Θα χτίσουμε τη σοσιαλιστική Αθήνα. Σκούπισε τα μάτια σου και κείνα τα γράμματα θα τα γράψουμε. Ναι τ' ορκιζόμαστε, μπάρμπα Στάθη Κόκκινα, κατακόκκινα, ναι, στη βρυσούλα σου και σ' όλες τις μάντρες, σ' όλους τους τοίχους, σ' όλο τον ουρανό ΚΚΕ, ΚΚΕ.