Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεμίνα Διγενή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεμίνα Διγενή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Νοεμβρίου 2023

Felicità \ Θέατρο Αλκυονίς με Μυρτώ Αλικάκη & Γιάννη Σοφολόγη

Felicità _θα πει “Ευτυχία”, κάτι άπιαστο που από πάντα και νυν και αεί ζητούσαν οι άνθρωποι στις κοινωνίες της εκμετάλλευσης, της μοναξιάς και του ωχαδερφισμού. Κι όταν κάποιοι τόλμησαν το άλμα στους ουρανούς και πάλι …
Felicità
ήταν κι ένα σινγκλ 45άρι βινύλιο (3:12λ) των Al Bano και Romina Power, που κυκλοφόρησε το 1982 στην Ιταλία και έπαιζε στο φουλ στα τρανζίστορ και τα πικάπ της εποχής _ κατέλαβε και τη 2η θέση στο _ήδη μισοεκφυλισμένο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο. Το μοτίβο ακούγεται και ξανακούφεται –όχι τυχαία, στην παράσταση
Σε μια χώρα πατρίδα του ευρωκομουνισμού _ακόμη τότε στο φόρτε του, λίγο πριν το θάνατο του Enrico Berlinguer και την αποδιάλυση του πάλαι ποτέ κραταιού ΚΚ

Τα λόγια συνήθη …καντσονέτα εποχής: Ευτυχία … είναι να κρατιέσαι χέρι χέρι, να πηγαίνεις μακριά \  ευτυχία είναι το αθώο βλέμμα σου ανάμεσα στους ανθρώπους, ευτυχία _ ευτυχία_ ευτυχία είναι ένα μαξιλάρι από πούπουλα, το νερό του ποταμού που κελαρύζει …η βροχή που πέφτει πίσω από τις κουρτίνες, ένα ποτήρι κρασί με ένα σάντουιτς, μια νότα στο συρτάρι σου \ να τραγουδάς με δύο φωνές πόσο μου αρέσεις, ευτυχία κλπ. κλπ.

Μια άλλη _γνωστή στους παλιότερους _1985 τραγούδησε ο Καλογιάννης “και μου είπες δειλά πως σε λεν Ευτυχία \ κι έτσι απλά ξεκινήσαμε \ τη ζωή να γνωρίσουμε \ Και που λες Ευτυχία \ ευτυχία δε βρήκαμε \ λίγα μόνο στοιχεία ευτυχίας χαρήκαμε \ δε μας πέσαν λαχεία τυχεροί δε σταθήκαμε
και που λες Ευτυχία ευτυχία δε βρήκαμε …

Ο οργισμένος βάρδος της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής κοσμογονίας Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ακροβάτης στις πιο ακραίες πραγματικότητες, νυμφίος του έρωτα, της επανάστασης και του θανάτου καταθέτει τον προσωπικό χάρτη των αισθημάτων του ποτισμένο στις αναθυμιάσεις των αναμνήσεών του. Νομάς ο ίδιος, ρουφούσε το μέλλον και μεθούσε από το παρελθόν, κρυφακούγοντας πάντα το παραμιλητό της Μούσας του… αγκομαχητό πριν από την αδυσώπητη σιγή. "Σύννεφο με παντελόνια", η αίγλη του ονείρου και η εν κενώ αναμονή. Ο Μαγιακόφσκι αρνούμενος την επιδοτούμενη επανάσταση και φλερτάροντας εναγωνίως με τη σιωπή του Έρωτα καταθέτει ως άσωτος μνηστήρας την εξομολόγησή του μέσα στο εκτυφλωτικό φως της ψυχής του και γελάει βροντερά από τα ερείπια των αστερισμών, γνωρίζοντας πολύ καλά πώς ήταν άντρας, μα και συνάμα ένα σύννεφο με παντελόνια που θα τραγουδάει αιώνια στις σιωπές του φεγγαριού… _άλλες εποχές


Felicità \ Θέατρο Αλκυονίς

Είδαμε την παράσταση μια ετερόκλητη _ηλικιακά και πολιτικά παρέα με διαφορετική φυσικά οπτική ο καθένας μας … άλλοι με τα έντονα στοιχεία θρίλερ, άλλοι σαν παράτολμο πείραμα και παιχνίδι, όπου οι ήρωες, ένας άνδρας και μία γυναίκα (ο _"αναπάντεχα", πολύ καλός στο ρόλο του Γιάννης Σοφολόγης και η γνωστή μας πολισχυδής Μυρτώ Αλικάκη), εναλλάσσονται σε ρόλους θύτη - θύματος µε απρόβλεπτες συνέπειες.

Η υπόθεση σίγουρα πρωτότυπη: Μια γυναίκα καλεί στο σπίτι της έναν νεαρό διανομέα και του προτείνει να "αγοράσει" 24 ώρες από την ζωή του. Έτσι, αρχίζει ένα παιχνίδι, με ασταμάτητο κυνηγητό θεατρικών ρόλων, πίσω από τους οποίους κρύβονται και φανερώνονται και χάνονται στο βάθος του χρόνου οι πραγματικές επιθυμίες, τα τραύματα και οι προθέσεις των ηρώων. Καθώς το βράδυ προχωρά, “σκοντάφτουν” ξανά και ξανά πάνω στην ιδέα της ευτυχίας και του χρόνου... ευτυχία είναι να ξεχνάς ή να θυμάσαι; Μπορεί να κάνει διορθωτικές κινήσεις ο χρόνος;

Φαίνεται ένα μυστικό πίσω από την “τυχαία” συνάντηση τους, αλλά υπάρχει; Ερωτηματικά συνεχώς μέχρι την τελευταία στιγμή με σασπένς, ειρωνεία και flashback

Τη μουσική υπογράφει ο συνθέτης Θέμης Καραμουρατίδης, τα κοστούμια ο σχεδιαστής Απόστολος Μητρόπουλος και τα σκηνικά ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης _ Σκηνοθεσία: Λητώ Τριανταφυλλίδου  _
Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης _ Κουστούμια: Απόστολος Μητρόπουλος _ Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπουλου _ Βίντεο: Κάρολος Πορφύρης _Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Σάπκα _Θέατρο ΑΛΚΥΟΝΙΣ, Ιουλιανού 42, Αθήνα - Τηλ: 2108828100  

Μεταξύ βιβλίου και παράστασης

Στα συν το ευρηματικό λιτό σκηνικό: μια ημιδιάφανη κυματιστή κουρτίνα, που τρέχει σε έναν στρογγυλό σιδηρόδρομο. Ο θεατής βλέπει μισόθολα τους πρωταγωνιστές να χάνονται και να ξανα εμφανίζονται, ενώ βίντεο προβάλλονται πάνω της, λειτουργώντας όπως πρέπει “υβριδικά” μεταξύ θεάτρου και κινητογραφικής παράστασης με την περσόνα της Λαίδης Μάκβεθ του Σαίξπηρ να έχει ελάχιστη σχέση με τα πραγματικά γεγονότα της ιστορίας (της Σκωτίας _στην περίπτωσή μας με την υπόθεση), βασανιζόμενη από τις τύψεις και τρομερές νευρικές κρίσεις, σηκώνεται από το κρεβάτι της και ως υπνοβάτης αντιλαμβάνεται ότι τα χέρια της είναι αιματοβαμμένα και καταρρέει (πεθαίνει).

Στην αιώνια _υποτίθεται μάχη άνδρα γυναίκας, όπου το ασθενές φύλο είναι πάντα χαμένο σε μια παγίδα με εναλλαγές, χωρίς τέλος μακριά από τους αστικούς καθωσπρεπισμούς, με την μοναξιά _σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο (το επισημάναμε και παραπάνω) να ρίχνει βαρύ ένα ομιχλώδες πέπλο.

Προσωπικά –κάποια στιγμή μάλλον αδόκιμα “πήγα” στη Σονάτα του Σεληνόφωτος (Ρίτσος) [ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Απ' τα δυό παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο... \  Άφησε με να ρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι απόψε! \ Είναι καλό το φεγγάρι, — δε θα φαίνεται \ πού άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις \ Άφησε με να ρθω μαζί σου.

(παρένθεση)
Όπου φυσικά θα λείπει το “δια ταύτα”
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι, \ αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες \ ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου \ λησμονημένα λόγια — δε θέλω να τ' ακούσω. Σιώπα.
(...)
Άφησε με να ρθω μαζί σου \ α…α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα ρθω. Καληνύχτα. \ Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει \ να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία,— όχι, όχι το φεγγάρι — την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, \ την πολιτεία πού ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της \ την πολιτεία πού όλους μας αντέχει στη ράχη της \ με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας \ με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας, — ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας, να μην ακούω πια τα βήματά σου \ μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(ξαναγυρνώντας στην παράσταση)
Κεντρικοί χαρακτήρες, λοιπόν, μοιάζουν σαφώς προδιαγε­γραμμένοι, καθημερινοί, χωρίς αναμονή ανατροπών, αν και κάτι δείχνει να κινείται στην πορεία σε μάλλον ανεπαίσθητη κλιμάκωση, ιχνηλάτησης, μέσα από οικειότητες και ψεύτικες εξομολογήσεις σαν (όπως έγραψε κάποιος) “ενεργοποίηση μιας βρα­δυφλεγούς βόμβας, που δεν θα σκάσει ενώπιον του θεατή, στο τέλος του έργου” σε ένα είδος πειραματισμού, που ωθεί τον θεατή να δει τον εαυτό του: προσωπικά δεν μας συνέβη, η
Felicità θα μας πήγε εκεί που ήθελε ίσως αν ήμουν γυναίκα … αλλά και πάλι το Αν ήμουν γυναίκα” του Αζίζ Νεσίν με βάζει στη θέση μου.

Συμπέρασμα: δείτε την παράσταση!!

Το βιβλίο Felicità κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική με “διάρθρωση”...

·       Εκείνη

·       Εκείνος
·      
Πάλι εκείνη
·      
Πάλι εκείνος
·      
Ο καιρός
·      
Felicità [η αρχή της ιστορίας]
·      
Το πείραμα
·      
Το παιχνίδι
·      
Η ανίχνευση
·      
Ο έρωτας
·      
Η λαίδη Μάκβεθ
·       Η επιθυμία
·      
Η αποκάλυψη
·      
Το video
·      
ΜΑΖΙ;

ΕΚΕΙΝΗ_ Απρίλης και χιονίζει.

Ο καιρός είναι ανάποδος. Η πρόβα στο θέατρο είναι για τις πέντε το απόγευμα. Δεν θέλει να οδηγήσει μες στα χιόνια. Δεν έχει καν μελετήσει τις σκηνές που θα δουλέψουν απόψε. Η πρεμιέρα είναι σ’ έναν μήνα. Ούτε η φωτογράφιση έγινε όπως τη φαντάστηκε. Πρέπει να μειώσει και τη διάρκεια της παράστασης, τουλάχιστον οκτώ λεπτά.

Όλα φαίνονται δυσοίωνα, όταν τα σκέφτεται κανείς ανάσκελα. Ο άντρας από πάνω της έχει γίνει μούσκεμα. Είναι γύρω στα πενήντα, με ωραία μαλλιά, γκρίζα και κυματιστά. Στο σώμα του διακρίνεται αξιοσημείωτη εμπειρία γυμναστηρίου.

Εκείνη σκέφτεται την πιθανότητα να αναβάλει την πρόβα, αλλά δεν βρίσκει κανένα άλλοθι με αξιώσεις.

Δέκατη έκτη πρόβα κι όλα μοιάζουν ακόμη ασύνδετα. Ίσως δεν έπρεπε να δεχτεί να σκηνοθετήσει αυτό το έργο. Τουλάχι­στον όχι αυτή την περίοδο, που κάτι πολύ σοβαρό την καίει. Νιώθει συνεχώς φόβο.

 

Αισθάνεται παγιδευμένη.

Ο άντρας με τα κυματιστά μαλλιά παλεύει ακόμη. Το χιόνι χορεύει έξω.

Ωραία χορογραφία, σκέφτεται. Ποιητική!

Πρέπει να έχει πάει δώδεκα και μισή το μεσημέρι, θέλει επει­γόντως έναν διπλό καφέ και να ξαναδεί τις σημειώσεις της. Νομίζει πως ξεκινάει κι ένας πονοκέφαλος.

Ο άντρας τραντάζεται για λίγα δευτερόλεπτα, εκείνη κάνει πως αγκομαχάει σαν να μην έχει ανάσα, και εκείνος, με τη βεβαιότητα πως τέλειωσαν μαζί, σωριάζεται δίπλα της. Λαχανιασμένος, τη ρωτάει:

«Σ’ άρεσε;»

ΕΚΕΙΝΟΣ: Στην πιτσαρία «Dolce vita», με σήμα τη φωτογραφία του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και της Ανίτα Έκμπεργκ στη Φοντάνα ντι Τρέβι, οι παραγγελίες πέφτουν βροχή. Η αξία του μερακλή Ιταλού ιδιοκτήτη (που φέρνει κάπως στον Ούγκο Τονιάτσι) έχει αναγνωριστεί στην ευρύτερη περιοχή και η επιχείρηση μεγαλουργεί. Τα delivery boys πηγαινοέρχονται ασταμάτητα.

Το πιο όμορφο απ’ όλα κάνει ένα σύντομο διάλειμμα για τσι­γάρο και μετά ένα τηλεφώνημα.

«Πού είσαι;»

[Φωνή.] «Φεύγω τώρα από σχολή».

«Μ’ αγαπάς σήμερα;»

«θα σου πω το βράδυ».

Το αγόρι απαιτεί αυστηρά: «Τώρα θέλω».


Η Φωνή αλλάζει τόνο. «Τώρα είσαι βρομιάρης και μυρίζεις αυτές τις αηδίες που ταΐζετε τον κόσμο».

«Μόνο καθαρό μ’ αγαπάς;»

«Μόνο φρεσκοπλυμένο, για την ακρίβεια!»

Το αγόρι παιχνιδιάρικα: «Άντε γαμήσου!»

Και η Φωνή χαμογελαστά: «Αχ... ευχαριστώ. Σε περιμένω. Φέρε και μια “τέσσερα τυριά”».

Βιβλίο _

Το VIDEO
Ο πίνων μεθά και ο παίζων χάνει _Αξίωμα

Η δυνατή βροχή έχει κοπάσει. Ησυχία και σκοτάδι.

Ξαφνικά, κάποιος χτυπάει με δύναμη την πόρτα που είναι κλειδωμένη από μέσα και με το κλειδί στην κλειδαριά.

Το αγόρι τρομάζει. Δεν διανοείται ν’ ανοίξει. Τα χτυπήματα επιμένουν. Δεν ξέρει τι να κάνει. Συμβαίνει τώρα ό,τι ακριβώς δεν θα ’πρεπε. Ένας μάρτυρας είναι εκεί. Η φωνή απ’ έξω ακούγεται αγριεμένη. Ένας επισκέπτης στη λάθος στιγμή.
«Μάρθα, άνοιξε σε παρακαλώ, άνοιξέ μου αμέσως, ανησυχώ! Μάρθα, μ’ ακούς, είσαι καλά; Απάντησε σε παρακαλώ. Μάρθα, μ’ ακούς; Άνοιξε μου!»

Όχι. Δεν πρέπει ν’ ανοίξει. Δεν γίνεται να τα δει κάποιος όλα αυτά. Η φωνή απ’ έξω λέει τη μαμά του με το όνομά της. Έτσι λεγόταν, Μάρθα. Αυτό το ήξερε.

Η φωνή επιμένει: «Άνοιξέ μου αμέσως, σε παρακαλώ. Αν δεν ανοίξεις θα καλέσω την αστυνομία, θα περιμένω δυο λεπτά και τηλεφωνώ».

Η συνέχεια στο "σανίδι"


«Περάστε...» «Τρέχει» το βίντεο πιο μετά. Βλέπει τη Μάρθα να γελάει συνέχεια. Το Felicità ξανακούγεται στο σπίτι κι εκείνη το τραγουδάει και το χορεύει. Μοιάζει σαν να ποζάρει σε αόρατες κάμερες, σαν να πρωταγωνιστεί σε βίντεο κλιπ... Τον ξαναρωτάει:

__«Έχεις ιδέα τι λένε τα λόγια;»
__«Δεν ξέρω ιταλικά».
__«Λένε στο περίπου πως “ευτυχία είναι να κρατιέσαι απ’ το χέρι στον μακρύ δρόμο. Η ευτυχία είναι η αθώα ματιά σου στη μέση του κόσμου”.

»Κι ύστερα λέει κάπου:       «
“Η ευτυχία είναι ν’ αφήνεις ένα σημείωμα μες στο συρτάρι. Ευτυχία είναι μια νύχτα εκπλήξεων με ανοιχτό το φως και το ράδιο να παίζει. Η ευτυχία είναι ένα απρόσμενο τηλεφώνημα”.

ΜΑΖΙ;
Μετά το παιχνίδι, ο βασιλιάς και το πιόνι πάνε στο ίδιο κουτί.
Ιταλική
παροιμία “Quando finisce la partita il re ed il pedone finiscono nella stessa scatola”

Απέναντι από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα ένα αεράκι που μπαίνει ξαφνικά κάνει το κατακόκκινο φόρεμα _τη στολή της χαράς- να κινείται σε έναν παράξενο χορό.
Το τραγούδι Felicità δυναμώνει και η Μάρθα με τον Άγγελο ίσως τελικά ταξιδέψουν κάπου που επιτέλους θα είναι μαζί
Μπορεί όμως και όχι ακόμη.
Ακούγεται η σειρήνα του ασθενοφόρου που πλησιάζει.

Σημείωμα συγγραφέα

Η ηρωίδα μου, αν υπήρχε στην πραγματικότητα, θα ήθελα να είναι φίλη μου. Με το που τη δημιούρ­γησα, άρχισε να μου υπαγορεύει το κείμενο του Felicità.

Έγινα γραμματέας της.

«Δεν έχω λέξεις για την περίπτωσή σου», της είπα κάποια στιγμή, «μου κόβει τα γόνατα τόση θλίψη κι εκκεντρικότατα. Κάνε ό,τι θες».

Ένιωθα σαν να μου έχει στήσει ενέδρα. Προσπάθησα να αντισταθώ, μέχρι που της είπα κατάμουτρα πως δεν υπάρχει. Δυ­στυχώς δεν δούλεψε. Ήταν εκεί, ολοζώντανη, με το πείσμα αυτού που δεν έχει τί­ποτε να χάσει.

Σκέφτηκα πως, αφού αρνείται να εξαφανιστεί, ακόμη κι όταν σταματώ να πιστεύω σ’ αυτήν, μάλλον πρόκειται για πραγμα­τικότητα.

Ας γραφτεί λοιπόν η ιστορία όπως νομίζει εκείνη.

Ακριβώς στο σημείο αυτό, εμφανίζεται στην πόρτα το αγόρι με την πίτσα και τα βρεγμένα μαλλιά, και αυτή είναι η πρώτη εικόνα ασύλληπτης ομορφιάς.
Τότε είναι που το δημιούργημά μου δεν αρκείται στην υπαγό­ρευση της ιστορίας. Τραβάει τα χέρια μου από το πληκτρολό­γιο, μου λέει μ’ ένα νεύμα να κάτσω στην άκρη και αρχίζει να γράφει και να σκηνοθετεί τα πρόσωπα εκείνης της μοιραίας νύχτας που έβρεχε πολύ.
Παρακολουθώντας αυτό το αλλόκοτο πλάσμα, που βίωσε τε­κτονικές αλλαγές στην ψυχή του, που άντεξε χρόνια άστεγο από χαρά και που κακοποιήθηκε βάναυσα, μαθαίνω κι εγώ πώς είναι να ζεις με απενεργοποιημένα όνειρα, με τις παλιές καλές στιγμές να σου ρίχνουν μπουνιές εκεί ανάμεσα στα μά­τια και με το στόμα ραμμένο, μην τυχόν και ξεστομίσει ποτέ την πιο βαθιά επιθυμία του, μην τυχόν και ουρλιάξει από θυμό και πόνο.

Κι όσο έτρεχαν οι αράδες ζωντανεύοντας μπροστά μου τη μισή ζωή της, άρχισαν να μπαινοβγαίνουν στο δωμάτιο και άλλες μισές ζωές σκοτεινιασμένων γυναικών. Έτσι γίνεται πάντα, όταν μένεις πολύ καιρό μόνος σου, γεμίζεις τον κενό χώρο με φαντάσματα.

Όσο αυτή έγραφε την ιστορία της, μια μια οι απόκοσμες επισκέπτριες έπαιρναν θέση δίπλα της. Ώσπου όλες στάθηκαν πάνω από τους ώμους της, με το βλέμμα καρφωμένο σ’ αυτά που έγραφε.

Ένας αρχαίος χορός, προορισμένος να χαθεί στους βάλτους του χρόνου, μόλις εκείνη θα πληκτρολογούσε τη λέξη «τέλος». Κι αυτό, γιατί είχαν όλες φορτωμένο στην πλάτη τον φόβο, ο οποίος υπάρχει μόνο για να σε τραβάει στον βυθό. Με τον φόβο βουλιάζει κανείς πιο γρήγορα κι από το να έχει πέτρες στις τσέπες.

Αυτός ο Χορός των φαντασμάτων δωματίου ήταν εκεί, γιατί δεν μίλησε, δεν τόλμησε να συγκρουστεί με το Κακό, και γι αυτό δεν κατάφερε να δραπετεύσει από τους σκουπιδότοπους και τα ερείπια, που ορίστηκαν σκηνικά στην άδεια ζωή του. Συμμαχώντας με τον φόβο, δεν αξιώθηκε να ξαναγεννηθεί στον σφυγμό μιας νέας μέρας, δεν σώθηκε.

Τώρα στέκουν όλες εκεί, ψυχρές κι ανέκφραστες, γιατί ξέρουν καλά πως δεν υπάρχει περίπτωση ο χρόνος να κάνει όπι­σθεν, κι ούτε θα ξεκινήσουν πάλι όλα από την αρχή. Δεν κάνει τέτοιες διορθωτικές κινήσεις ο χρόνος.
Από κάποιες σελίδες και μετά, κρατάω την ανάσα μου, επειδή νιώθω προκαταβολική ενοχή που αφήνω ελεύθερη την ηρωίδα μου να επιχειρεί το τόσο επικίνδυνο πείραμα των παράλ­ληλων μεταβολών. Τι θ’ απογίνει; θα χρησιμοποιήσει τελικά τη δυστυχία της ως πρώτη ύλη για τη λύτρωση; Ή μήπως -όπως είχε ήδη προειδοποιήσει εδώ κι αιώνες ο Ευριπίδης- ο κίνδυνος έρχεται ταχύτερα όταν περιφρονείται;

Σεμίνα Διγενή
Σεπτέμβριος 2022

Σεμίνας Διγενή Felicità _κριτικές

Η αληθινή Λαίδη Μάκβεθ
ή το «φάντασμα στη μηχανή»;

Το έργο της Σεμίνας Διγενή Felicità είναι ένα κείμενο υβριδικό, που συνδυάζει το καλά χτισμένο θέατρο, το καλά δουλεμένο κινηματογραφικό σενάριο, αλλά και ένα δυναμικό νευρώδες αφήγημα. Η συγγραφέας δανείζεται την περσόνα της Λαίδης Μάκβεθ του Σαίξπηρ, για να μας μιλήσει για την παντοτινή γυναίκα και για τη γυναίκα του σή­μερα, τραγικά διχασμένη, αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στον ισχυρό πόθο της να «νικήσει» τον δυνατότερο άντρα που πο­θεί και στην ισχυρότερη, ίσως, υποβόσκουσα επιθυμία της να αφεθεί να νικηθεί από αυτόν ή να του επιτρέψει να τη νικήσει.

Πρόκειται, στην περίπτωση του σαιξπηρικού αυτού έργου, για ένα σύνθετο «πολεμικό» παιχνίδι ανάμεσα στη γυναίκα που ποθεί και στον άντρα - αντικείμενο της γυναικείας επιθυμίας. Ένα «παίγνιο» αρχαίο, με εναλλασσόμενους κάθε φορά τους ρόλους θηρευτή - θηράματος. Ένα επικίνδυνο ακροβατικό παιχνίδι στα όρια του θανάτου και της τρέλας, με απρόβλε­πτες και για τους δύο συμπαίκτες συνέπειες.
Σαν μια ακραία παρτίδα σκάκι, όπου την πρωτοβουλία των κινήσεων απέναντι στον παθητικό άντρα έχει η ενεργητική γυναίκα, παρότι παίζει με τα μαύρα πιόνια.

Ας δούμε όμως πρώτα τι πραγματικά συμβαίνει ανάμεσα στη γυναίκα και τον άντρα, κάτω από τα επιφαινόμενα, στο περι­ώνυμο σαιξπηρικό έργο που εμπνέει τη συγγραφέα μας. Η οποία, με το γερό γυναικείο της ένστικτο, συλλαμβάνει και «λέει» με τον δικό της τρόπο πολύ περισσότερα από όσα ο Σαίξ­πηρ, δέσμιος της εποχής του, αφήνει απλώς να εννοηθούν.
Η Λαίδη Μάκβεθ θέλει, όπως είδαμε, όσο τίποτε άλλο να νι­κήσει τον άντρα που ποθεί και να τον υποτάξει στη γυναικεία της επιθυμία. Για να τον έχει. Αλλά οπωσδήποτε έναν άντρα δυνατότερο της, δυνατότερο και από τον πατέρα της. Ώστε να μπορέσει ο άντρας να εκτοπίσει τον παντοδύναμο νεκρό πατέρα, να πάρει τη θέση του και η νίκη της αυτή να έχει αντί­κρισμα στον κόσμο της γυναικείας επιθυμίας. Αλλιώς θα είναι μια νίκη μάταιη, χωρίς νόημα, ξένη στην επιθυμία της. Αν ο άντρας που επιθυμεί να νικήσει και να υποτάξει στο ερωτικό της ένστικτο δεν είναι δυνατότερος της, τότε θα είναι σαν να έχει νικήσει το «παιδί» της, πράγμα άτοπο και καταστροφικό. Αυτή είναι η αιώνια, αληθινή, κρυφή ιστορία της γυναίκας που θέλει να νικήσει τον δυνατότερο άντρα, αυτή την ιστορία ανιχνεύουμε κάτω από την επιφάνεια του σαιξπηρικού έρ­γου και βλέπουμε τη διαθλασμένη, αραιωμένη αντανάκλασή της, αποτυπωμένη ισχυρά, ανεξίτηλα, ως έγχρωμη αλλά λίγο αχνή, σαν από αίμα ξεθωριασμένο, εικόνα - στάμπα, στο έργο της Σεμίνας Διγενή.

Η Λαίδη προκαλεί τον Μάκβεθ σε μια νοερή μονομαχία «περί του αρνητικού όντος». Ποιος από τους δύο μπορεί να φθάσει πρώτος στην κορυφή της ανθρώπινης εγκληματικής κλίμακας, τελώντας την πιο ακραία και ανόσια φονική πράξη, ικανή να διαταράξει ολόκληρη την τάξη του κόσμου και να εγκαλέσει τη μοίρα; Ο Μάκβεθ δέχεται διατακτικά την πρόκληση, χω­ρίς να αντιλαμβάνεται αυτό που του έχει αποκρύψει η Λαίδη, ότι άλλη είναι για τη γυναίκα η κορυφή της κλίμακας της αν­θρώπινης εγκληματικότητας και άλλη για τον άντρα. Για τον άντρα, κορυφή αξεπέραστη της ανόσιας αδιανόητης πράξης είναι να σκοτώσει τον πατέρα-θεό-βασιλιά. Για τη γυναίκα, κορυφή είναι να σκοτώσει το ίδιο το παιδί της «αποσπώντας το από τον μαστό της βίαια», όπως η ίδια η Λαίδη δηλώνει...

Έτσι, πιάνονται και οι δύο στην ίδια παγίδα. Ο Μάκβεθ, πιεζόμενος αφόρητα από τη γυναίκα - Λαίδη και μη θέλοντας, εκτελεί την ανόσια πράξη, τον φόνο του πατέρα-θεού-βασιλιά, για να της αποδείξει την υπεροχή του. Η αντίστοιχη πρά­ξη της Λαίδης, που για να ανταγωνιστεί τον άντρα είχε επί λέξει δηλώσει ότι: «Εγώ ακόμα και το βρέφος μου θα σκότω­να τσακίζοντάς του το κεφάλι στον τοίχο, αν έμπαινε εμπόδιο στη φιλοδοξία μου», είναι μόνο ένας λόγος, μια «υπόθεση», αφού παιδί δεν υπάρχει. Πόσο όμως είναι πράγματι ένας κενός λόγος; Και ποιος είπε ότι ο λόγος, άπαξ και ξεφύγει απ΄το «έρκος οδόντων», δεν δημιουργεί από το μηδέν μια νέα πραγματικότητα;

Ποια είναι η νέα πραγματικότητα;

Η Λαίδη έχει νικήσει τον άντρα, αλλά όχι έναν άντρα δυνα­τότερο της, επειδή η ίδια τον ώθησε ως «μητέρα» να φθάσει στην κορυφή της ανόσιας πράξης. Νίκησε το «παιδί της» που δεν έχει. Γέννησε αυτή τον ανίκητο στη μάχη άντρα-παιδί, «που δεν γεννήθηκε από μια μητέρα». (Οιδιπόδειο παιδί της τύχης και της ανάγκης;) Μία νίκη της γυναίκας άχρηστη, χω­ρίς αντίκρισμα στον κόσμο της γυναικείας επιθυμίας. Νίκησε η Λαίδη, ηττήθηκε όμως και καταστράφηκε η γυναίκα. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για την ηρωίδα της Σεμίνας Διγενή, που ακο­λουθεί πιστά τα βήματα της Λαίδης προς την απροσμέτρητη, αρχαγγελική πτώση σε άβυσσο ψυχής και νου.

Το εντελές έργο της Σεμίνας δεν έχει «υπόθεση», σύμφωνα με την κλασική έννοια του όρου, με αρχή, μέση, τέλος, κα­θαρτήριο ή μη. Εκτυλίσσεται μέσα σε έναν εφιαλτικό, κυκλι­κό, καφκικό μη-τόπο και μη-χρόνο, όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον συμφύρονται αξεδιάλυτα. Περιστρέφεται γύρω από το καμίνι του αμφιθυμικού πόθου μιας γυναίκας μέσης ηλικίας για έναν πολύ νεότερο της άντρα που είναι εν τέλει, δίχως να το ξέρει, γιος της. Με το σύνδρομο της Λαίδης Μάκβεθ-Ιοκάστης, σύμφωνα με το οποίο το παιδί που δεν έχει και που στο τέ­λος τη σκοτώνει είναι ο ματαιωμένος φόνος του άντρα-πα- τέρα-βασιλιά που επιστρέφει ως εκδικητικό «φάντασμα στη μηχανή» της μιμητικής («ως εν εσόπτρω») επιθυμίας.

Λέανδρος Πολενάκης
Συγγραφέας - Ποιητής - Κριτικός θεάτρου
Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων θεατρικών
και Μουσικών Κριτικών
και της Επιτροπής Βραβείων Κουν

Έξω από φόρμες και «πρέπει»

Δεν ξέρω αν το Felicità είναι ένα θεατρικό έργο, αν πρόκειται για μία νουβέλα ή αν είναι ένα σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, και αυτό είναι το ωραίο. Και είναι ωραίο, γιατί έξω από φόρμες, κανόνες και «πρέπει» το κείμενο αυτό είναι γεμάτο με το πάθος της Σεμίνας Διγενή, τους φόβους της, τις κραυγές της, τη μοναχικότητά της, αλλά και την ανάγκη της για λύτρωση.

Ο χρόνος είναι κυρίαρχος στο έργο, αδυσώπητος, και οι φι­γούρες των πρωταγωνιστών εγκλωβισμένες μέσα σ’ αυτόν. Πηγαινοέρχονται στο παρόν, στο παρελθόν, στο ποθούμενο μέλλον, σαν άχρονοι ταξιδιώτες με χαμένες αποσκευές. θα ήθελα να σας πω να μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσμα­τα πριν φτάσετε στις τελευταίες σελίδες.

Οι ανατροπές καραδοκούν εκεί που δεν το φαντάζεστε και είναι αποκαλυπτικές.
Αυτό το κείμενο εμένα με καθήλωσε.

Ελένη Ράντου
Ηθοποιός

Μια βραδυφλεγής Βόμβα

Αργά το βράδυ, μια όμορφη σαρανταπεντάχρονη γυ­ναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση μόλις αποκρυπτόμενης νευρικής έξαψης καλεί στο σπίτι της για ένα ποτήρι κρασί έναν εικοσιπεντάχρονο. Η κυρία είναι σκηνοθέτις και ο νεαρός, ένας φοιτητής που βιοπορίζεται ως ντελιβεράς, δέχεται παρά τις αρχικές του ενστάσεις να πάρει μέρος σ’ ένα λιγάκι αναπάντεχο μα φαινομενικά ακίνδυνο παιχνίδι.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες, λοιπόν, μοιάζουν σαφώς προδιαγε­γραμμένοι, καθημερινοί και ευσύνοπτοι. Οι πίτσες κρυώνουν και η ατμόσφαιρα σιγά σιγά θερμαίνεται στρώνοντας το χαλί μιας ακόμα τετριμμένης ερωτικής ιστοριούλας με ομαλή συνέχεια και εύκολα προβλεπόμενη κατάληξη. Όπως συμβαίνει εντούτοις κα­μιά φορά, τα έργα που ξεκινούν αθόρυβα, χωρίς εντυπωσιακές τυμπανοκρουσίες και με τη μηχανή στο ρελαντί κρύβουν εκπλή­ξεις: άλλοτε μια ξαφνική επιτάχυνση κι άλλοτε μια κλιμακούμε­νη ένταση που κορυφώνεται εντελώς απροσδόκητα.

Η Σεμίνα Διγενή διαλέγει την ανεπαίσθητη κλιμάκωση, καθώς με πρόσχημα το θεατρικό παιχνίδι η ηρωίδα της επιχειρεί να εξιχνιάσει το παρελθόν του νεαρού και να φέρει στην επιφά­νεια το τραυματικό του βίωμα από την απώλεια της μητέρας του.

Η ίδια δεν είναι διόλου αμέτοχη στην όλη ιστορία και η ανάξεση της παλαιάς πληγής υπαγορεύεται από μία δική της αμεί­λικτη εσωτερική ανάγκη.
Έτσι, δρομολογείται μεταξύ των ηρώων μια αρχικά αμήχανη, άκρως ολισθηρή οικειότητα, που ωριμάζει σε εξομολογητική συνενοχή, παραμένοντας ωστόσο γεμάτη ερωτηματικά διάκε­να, αμφίσημες ρωγμές και επώδυνες αποσιωπήσεις.
Οι τριβές αναπτύσσονται στο χείλος μιας παραπλανητικής αμεσότητας, που άλλα λέει και άλλα εννοεί, άλλα δηλώνει κι άλλα σημαίνει, κρύβοντας περισσότερα απ’ όσα φανερώνει.

Ώσπου όλα αποκαλύπτονται από την ενεργοποίηση μιας βρα­δυφλεγούς βόμβας, που δεν θα σκάσει ενώπιον του θεατή, παρά μόνο στο τέλος του έργου.

Ηρακλής Λογοθέτης
Συγγραφέας - Κριτικός θεάτρου

Μήπως είμαστε εμείς το πείραμα

Το Felicità θα σε ξεβολέψει. θα σε κάνει να νιώσεις πολλές φορές αμηχανία, να κάνεις ενοχλητικούς συ­νειρμούς και σκέψεις που καθόλου δεν θα ήθελες, θα σε κάνει να νιώσεις πως κρυφοδιαβάζεις το σενάριο μιας συναρπαστικής ταινίας Ευρωπαίου τολμηρού σκηνοθέτη, του Αντονιόνι ή του Αλμοδόβαρ, θα σε κάνει να θαυμάσεις για άλλη μια φορά τη Σεμίνα Δι γενή και να εντυπωσιαστείς από το πώς λειτουργεί αυτό το απαστράπτον μυαλό.

Και για να έχουμε και καλό ερώτημα:
Τι γίνεται, ρε παιδί μου, μέσα σε αυτό το μυαλό της;
Πόσο ωραία επικοινωνεί με το συναίσθημά της!
Και πόσο τολμηρά αποτυπώνει το αποτέλεσμα...

Απογυμνωμένη και με καμικάζι τρόπο, γράφει αυτό το έργο σαν να μην έχει όλη αυτή την τεράστια πορεία (ιστορική, τολ­μώ να πω) στη δημοσιογραφία.

Σαν να αρχίζουν και να τελειώνουν όλα μέσα στο felicita... __Σεμίνα, μήπως εσύ είσαι η «Γυναίκα» και εμείς το «Πείραμα»;

Θέμης Καραμουρατίδης
Συνθέτης