Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ispettore Montalbano. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ispettore Montalbano. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17 Ιουλίου 2019

Andrea Camilleri, η προσωποποίηση της αναζήτησης και της αμφιβολίας

Το όνομα Andrea Camilleri, για όσους το έχουν ακουστά είναι σχεδόν συνώνυμο με τον επιθεωρητή Salvo Montalbano (βλ στο τέλος του σημειώματος σύντομο βιογραφικό του, πληροφορίες κλπ. καθώς και λεπτομέρειες για την ομώνυμη ιταλική τηλεοπτική σειρά). Με την ευκαιρία του θανάτου του (πλήρης ημερών και δραστηριότητας στα 93 του χρόνια) δημοσιεύτηκαν κάποια σημειώματα, που επικεντρώνοντας στην πολιτική πλευρά του συγγραφέα, μεταξύ άλλων και στο «Καμιλλέρι Κομμουνιστής», μάλλον τον αδικούν… Από κει και πέρα από κομμουνισμό των ιταλών κυριολεκτικά μπουχτίσαμε, για πολλά-πολλά χρόνια, οπότε -με πολύ σεβασμό στον πραγματικά μεγάλο Andrea Camilleri, «ευχαριστούμε αλλά δεν θα πάρουμε»! ‑κρατώντας όλα τα υπόλοιπα του μεγάλου λογοτέχνη

Εγώ στην πραγματικότητα είμαι ένας δολοφόνος …δεν αφήνω ίχνη πίσω μου: Απόλαυσα την ικανοποίηση αυτού που είπε ο Philip Roth «Καταστρέψτε τα πάντα». Το τέλος του Montalbano ήδη το έγραψα 13 χρόνια πριν γιατί δεν είναι ένα ρομάντζο αλλά «μετα-ρομάτζο» …όταν κάποιος μιλάει με τον Montalbano είναι σα να μιλάει με μένα -ο επιθεωρητής, θα φύγει μαζί μου, αλλά δε θα πεθάνει, ούτε θα βγει στη σύνταξη θα μείνει σαν λογοτεχνική γραπτή μαρτυρία. Θέλετε να μάθετε γιατί υπάρχω, αυτή τη στιγμή; Είναι γιατί 93 χρόνια μετά, έχοντας γράψει πάνω από 100 βιβλία, δημιουργώντας συνεχώς «καταστάσεις» ‑σ’ αυτή τη σιωπή γύρω μου, μου ήρθε η λαχτάρα, όχι να καταλάβω την αιωνιότητα, γιατί αυτό είναι πολύ δύσκολο αλλά τουλάχιστον να την ψηλαφίσω

Andrea Camilleri, η προσωποποίηση της αμφιβολίας: εγώ ήμουν πάντα ένας αμφισβητίας, το έψαχνα πολύ πριν κάνω κάτι… μοιάζω στους έξω διπλή προσωπικότητα. Για χρόνια έπινα το πρωί ένα ολόκληρο μπουκάλι ουίσκι και μετά μέχρι το βράδυ τίποτε, έτσι όσοι με γνώριζαν το πρωί με θεωρούσαν αλκοολικό και οι υπόλοιποι εγκρατή, σχεδόν ασκητή … το γεγονός ότι ζω ακόμη εξακολουθώντας να καπνίζω 60 τσιγάρα την ημέρα στα 93 μου χρόνια θα πει πως διαθέτω κάποιο ειδικό ένζυμο, δεν εξηγείται αλλιώς ‑θα έπρεπε να έχω αποδημήσει (εις κύριον)


Andrea Camilleri Η τελευταία συνέντευξη (14-Δεκ-2018 / 17-Ιουν 2019 στη Roberta Scorranese για το corriere.it) ‑οι υπογραμμίσεις δικές μας

«Θα μου επιτρέψετε να κάνω κάτι;» — «Φυσικά, κύριε»!. Ο Andrea Camilleri γέρνει λίγο από την πολυθρόνα στην οποία κάθεται, απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει το μάγουλο μου. Στη συνέχεια, το μέτωπο και τελικά τα μαλλιά. Χαμογελάει και λέει: «Έχω μάθει να ακούω τους ανθρώπους αφού δεν τους βλέπω πια. Προσπαθώ να δώσω σάρκα και οστά σε μια φωνή, διαμορφώνοντας τις αποχρώσεις της… θα έχω ανταπόκριση άραγε; Ίσως ναι, ίσως όχι... και μερικές φορές αισθάνομαι την επείγουσα ανάγκη να αγγίξω τα μαλλιά ή το πρόσωπο αυτών που είναι μπροστά μου, αναζητώντας τα “σημάδια”».

Μιλάνο. Ένας ήλιος χλωμός σκονισμένος στα σύννεφα. Ελαφρό αεράκι ένα κομψό, διακριτικό δωμάτιο ξενοδοχείου, που το διασχίζουν επιχειρηματίες που μοιάζουν αόρατοι και γυναίκες όλες ίδιες, τακούνι και σκούρα ταγιέρ. Όλοι ψιθυρίζουν, όλοι μοιάζουν αποφασιστικοί κάνοντας κάτι «σημαντικό». Καθισμένος στην πολυθρόνα, ο Andrea Camilleri είναι μια όαση ανθρώπινης ζεστασιάς. Μιλάει με μια πολύ δυνατή και χαρούμενη φωνή — παίρνοντας την άδεια (μια από τις πολλές…) από την ηλικία των 93 του χρόνων και από μια τύφλωση που «φοράει» με λογοτεχνική κομψότητα, ως άλλος Τειρεσίας όμως πολύ καλλιεργημένος και ειρωνικά υπερβολικός.

  • Μοιάζεις με έναν ευτυχισμένο άνθρωπο.

«Είμαι. Για πολλούς λόγους. Επειδή είχα μια τυχερή ζωή, επειδή έζησα από μια δουλειά που μου αρέσει …μου άρεσε πάντα τόσο πολύ. Αλλά ξέρεις ποιο είναι ένα από τα πράγματα που με έκανε πολύ ευτυχισμένο; ”

  • Τι;

«Είχα την ευκαιρία να δω το προσωπάκι της 5χρονης εγγονής μου, της Matilda».

  • Ναι το παιδί που αναφέρετε στην αυτοβιογραφία σας «Τώρα μίλα μου για σένα» εκδόσεις Bompiani.

«Ναι. Ακούστε, όταν κάποιος είναι τόσο γέροντας όσο εγώ και έχει μικρά εγγόνια ή δισέγγονα, σκέφτεται με θλίψη ότι δεν θα μπορέσετε να ακολουθήσει το μεγάλωμά τους, τις πρώτες απογοητεύσεις και τις πρώτες κατακτήσεις τους. Και πάνω απ ‘όλα, ποτέ δεν ξέρει πως θα τον θυμούνται. Πιστέψτε με, βασανίζομαι από το γεγονός ότι, μετά το θάνατό μου, κάποιος θα μπορούσε να μιλάει άσχημα για μένα. Γι ‘αυτό εμφανίστηκα γυμνός εκεί, αποκαλύπτοντας τα πάντα, ακόμα και τα κακά του παρελθόντος μου, ακόμα και τα λάθη».

  • Θα μου πεις κανένα από αυτά;

«Για παράδειγμα, θα μπορούσα και θα έπρεπε να είχα πει ένα πιο αποφασιστικό όχι στο φασισμό, αλλά για να είμαι ειλικρινής, χρειαζόταν υπεράνθρωπο θάρρος, πάνω από τις δυνάμεις μου. Το είπα το όχι, αλλά αργά, όταν το πήρα είδηση σαν όλους τους άλλους. Κοιτάζοντας πίσω μου μοιάζω με κάποιον που την πάτησε και μου φέρνει πολύ θυμό ‑λύσσα».

  • Camilleri, είσθε ένας εξαιρετικός αφηγητής με εντυπωσιακή εξοικείωση με τη γραφή. Θα μπορούσατε να συντάξετε ένα μυθιστόρημα σε χρόνο μηδέν, αλλά διακρίνεστε από μια αυστηρή αδιαλλαξία προς τον εαυτό σας. Σαν να μην είσαστε ποτέ ικανοποιημένος.

«Αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια. Κάθε φορά που επιβάλω στο εαυτό μου το βασανιστήριο να ξαναδιαβάσω κάτι που έγραψα, ανησυχώ, λέω στον εαυτό μου “κοίτα καραγκιόζη, ξέχασες αυτό σου ξέφυγε τ’ άλλο, δεν έδωσες σημασία σε τούτο”. Τι φρίκη το ξαναδιάβασμα… τι φρίκη να ξαναπερνάς τη διαδρομή του “τελειωμένου”»

  • Και πώς το κάνετε;

«Απλό: Μη αφήνοντας ίχνη. Μόλις τελειώσω ένα μυθιστόρημα, πετάω τα πάντα μακριά. Σημειώσεις, σχέδια, διορθώσεις, σημειώσεις έμπνευσης. Δεν θέλω να αφήσω τίποτα από την προσπάθεια, τίποτα που να μην μου θυμίζει ένα λάθος, μια έλλειψη. Ξέρετε ποιο είναι ένα από τα βασανιστήρια της ζωής μου; Όταν ένας μεταφραστής, ας πούμε στα ελληνικά, μου ζητάει να του εξηγήσω ένα απόσπασμα. Αυτό είναι παραπάνω από κατανοητό και όλοι όσοι γνωρίζουν τα βιβλία μου το ξέρουν. Αλλά σημαίνει ότι θα πάω να ξαναδιαβάσω μια σελίδα μου. Παναγία μου! τι μεγάλο ζόρι!»

  • Γράφετε πολλά.

«Ναι. Επειδή στα ενενήντα τρία μου πρέπει να κάνω πράγματα, να ακούω ανθρώπους, να γελάω. Κάθε στιγμή γίνεται πολύτιμη. Και έπειτα θέλω να γράψω στη μέση του σαματά των παιδιών, των εγγονιών και των δισέγγονων και των μικρών φίλων των εγγονιών. Η γυναίκα μου λέει ότι δεν είμαι συγγραφέας, αλλά ένας ανταποκριτής πολέμου, γιατί γράφω μέσα από κραυγές και γέλιο. Αλλά πώς μπορώ να σας εξηγήσω ότι η γραφή μου προέρχεται από το χάος της ζωής;»

  • Η μοναξιά σας φοβίζει;

«Την μισώ, την αποφεύγω, την πολεμάω με πολλή βαβούρα και με τις ιστορίες μου».

  • Με ποια έννοια;

«Είμαι γέροντας, τυφλός και λίγο βαριακούω τώρα. Αυτοί σαν κι εμένα αισθάνονται διπλά μονάχοι τους. Να σας πω τι κάνω; Λέω ιστορίες στον εαυτό μου. Σχεδιάζω ιστορίες και μυθιστορήματα μόνο για τον εαυτό μου, τα οποία δεν θα δημοσιεύσω ποτέ και τα καταστρέφω όταν παύουν να μου κρατάνε παρέα. Ανακαλύπτω καταστάσεις, κομμάτια ταινιών, παίρνω ένα χαρακτήρα και του παραμορφώνω το πεπρωμένο του, αρπάζω έν’ άλλο και διασκεδάζω να τον βλέπω να εκπλήσσετε και “να τα παίρνει” από την ανακατωσούρα που επιβάλω, στη ζωήςτου. Τι αίσθηση δύναμης δίνει η γραφή! Να το θυμάσαι».

  • Θα μου πείτε κάποια από αυτές τις ιστορίες, που ξεκινήσατε και στη συνέχεια πετάξατε;

«Θα σας διηγηθώ για το μυθιστόρημα που άρχισα να γράφω και δεν έχω τελειώσει. Του έδωσα τίτλο ερημοποίηση. Όλα ξεκίνησαν με έναν προβληματισμό για τον κόσμο γύρω μας. Είναι ολοένα και πιο ερημωμένος, οι πάγοι  λιώνουν, το κλίμα αλλάζει γιατί υπάρχουν τμήματα του πλανήτη που διψούν. Και τότε είπα στον εαυτό μου: τι θα συνέβαινε αν αυτή η απερήμωση συνέβαινε στην καρδιά μιας γυναίκας; Αν, ξαφνικά, τα συναισθήματά της στεγνώσουν και οι επιθυμίες της γίνουν σαν ξηρά εδάφη

  • Μου φαίνεται μια όμορφη ιδέα. Γιατί διακόψατε το μυθιστόρημα;

«Θα μπορούσα να απαντήσω: γιατί το σημείο εκκίνησης δεν με πείθει. Ή θα μπορούσα να σας πω ότι είχα λίγο χρόνο. Αλλά θα σας πω την αλήθεια: το διέκοψα γιατί ήταν πολύ δύσκολο».

  • Λίγα πράγματα φαίνονται τόσο δύσκολα για έναν τόσο ευπροσάρμοστο συγγραφέα.

«Ωστόσο, η ειλικρίνεια με τον εαυτό μας έγκειται επίσης στην κατανόηση όταν κάτι ξεπερνά το όριο. Όχι, αυτή ήταν πολύ λυπηρή ιστορία για τον Camilleri του σήμερα, που θέλει να διασκεδάσει, να νιώσει τη ζωή γύρω του».

  • Τι σας λείπει σήμερα;

«Τα χρώματα. Χωρίς να είμαι σε θέση να δω την ακριβή απόχρωση της ημέρας όταν είναι βράδυ, το κοκκίνισμα στο πρόσωπο ενός κοριτσιού, μου λείπουν εκείνα τα χρώματα που εμφανίζονται ξαφνικά και μετατρέπονται σε ένα σφίξιμο στην καρδιά μου. Φοβούμαι μήπως χάσω την ανάμνησή σους: πώς ήταν αυτή η βιολετί απόχρωση; Αναρωτιέμαι… Και σε ποια σκιά οριοθετούν το σκοτεινό κόκκινο; Και τότε, μέσα μου, σε μια από εκείνες τις στιγμές αυτο-απομυθοποίησης, εκπαιδεύω τον εαυτό μου να θυμηθώ τα χρώματα, ίσως να συνθέσω διαφορετικές αποχρώσεις. Και ξέρετε πού τα βρίσκω; Στα όνειρα. Έχω πολύ πολύχρωμα όνειρα, όπως ποτέ δεν είχα τον καιρό που έβλεπα καλά».

  • Μπορείτε να μου πείτε;

«Είμαι στο σταθμό του Μιλάνου, βιάζομαι ‑τρέχω να προλάβω το τρένο στην πλατφόρμα αλλά δεν μπορώ, κάτι με εμποδίζει. Τι; Κοιτάω τον εαυτό μου: είμαι ντυμένος σαν κλόουν, με μεγάλα παπούτσια, πολύχρωμες πιτζάμες, δεν μπορώ να τρέξω. Κοιτάζω προς τα πάνω και προς τα δεξιά μου βλέπω ένα σταματημένο. Αλλά είναι γεμάτο πολύχρωμους κλόουν που κοιτάζουν τα παράθυρα και φωνάζουν “έλα μαζί μας, έλα μαζί μας”. Στη συνέχεια, απογοητευμένος, γυρίζω προς τα αριστερά και βλέπω ένα άλλο τρένο γεμάτο επιβάτες. Και αυτοί στα παράθυρα, αλλά γελούν, γελούν, γελούν …».

  • Ένα όνειρο αλα Φελίνι.

«Λοιπόν, μια ζωή που την ξοδεύω με το Sciascia, την Elvira Sellerio, τον Massimo Bontempelli και πολλούς άλλους πρέπει κάποια στιγμή να γεννήσει κάτι. Όταν καλλιεργείς τη γνώση, αυτό συνεχώς μεγαλώνει και ποτέ δεν σ’ αφήνει μονάχο. Όποιος έχει την περιέργεια, τον ιό της αναζήτησης, δεν υποφέρει από μοναξιά. Είμαι πεπεισμένος ότι οι πραγματικές μεγάλες κοινωνικές διαφορές δεν είναι οικονομικές, αν και ‑για τ’όνομα του Θεού, υπάρχουν και έχουν τη σημασία τους. Νομίζω ότι η βαθύτερη ρήξη είναι μεταξύ εκείνων που είναι ικανοί να μην είναι “κατά μόνας” και εκείνων που δεν μπορούν να ζουν με τους άλλους».

  • Μήνυμα λεπτής απόχρωσης ανθρωπιάς, εκ μέρους σας.

«Μιλάω έτσι γιατί ήμουν τυχερός. Φρόντισα, ποτίστηκα. Και δεν μιλάω μόνο για τα 61 χρόνια του γάμου μου. Για μένα “νερό” είναι επίσης το αίμα μου, η γη μου, οι ρίζες μου, το ότι ανήκω σε έναν κόσμο. Αυτό δεν το έχουν όλοι. Οι περισσότεροι το χάνουν χάνοντας την επαφή με μια ταυτότητα η οποία, με τα χρόνια και με τις δυσκολίες, μπορεί να γίνει σπάνια. Αλλά δεν χάνεται για πάντα. (δυνητικά) μας τρέφει, μας σώζει ».

  • Πώς φτάνεις σε εξήντα ένα χρόνο γάμου;

«Με την αποδοχή του γεγονότος ότι ο γάμος αλλάζει, από αναγκαιότητα και, σε ότι με αφορά θα ήθελα να προσθέσω, από τύχη. Αν ενδιαφέρεστε ο ένας για τον άλλον, αν “ποτίζεστε” αμφότεροι, θα συναντήσετε την υπέροχη στιγμή, όταν ο άλλος‑η “γίνεται ακριβός‑ή σας”. Και η αίσθηση που έχετε είναι ότι ανήκεις σε ένα, στο ίδιο σώμα. Καταλήγει να μοιάζει ο ένας με τον άλλο. Τι έχει να κάνει με την αγάπη, τον έρωτα; Τίποτα και όλα!. Τα πάντα!»

  • Ποιο ζώο θα θέλατε να είστε;

«Ένας γάτος: αριβίστας, τυχοδιώκτης, εγωιστικός, εγωκεντρικός, μερικές φορές ύπουλος. Θα ήθελα, ακόμη και για μία μόνο μέρα, να φορέσω αυτά τα ρούχα και να αισθανθώ πως είναι το κακό. Και τότε, το ξέρω ήδη, θα γελάσω και θα το τελειώσω μια για πάντα».

  • Παρατηρήσατε ότι φτάσαμε στο τέλος αυτής της συζήτησης χωρίς ποτέ να αναφέρουμε τον Montalbano;

«Δεν υπήρχε ανάγκη. Τώρα ζει μόνος του και δεν με χρειάζεται».

  • Κύριε Camilleri, πώς θα θέλατε να σας θυμόμαστε;

 «Απλά ως ένα αξιοπρεπές πρόσωπο»…

Andrea Camilleri

Γεννήθηκε το 1925 στο Πόρτο Εμπέντοκλε, στη νότια ακτή της Σικελίας, όπου και μεγάλωσε περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Για μικρό χρονικό διάστημα φοίτησε σε επισκοπικό κολέγιο, απ’ όπου αποβλήθηκε γιατί πέταξε αυγά σ’ έναν εσταυρωμένο, το 1943 κατά την επιχείρηση Husky (απόβαση αμερικάνων στη Σικελία) κρύφτηκε από προσώπου γης «τρομοκρατημένος» και  το 1944 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, στο τμήμα Λογοτεχνίας, απ’ όπου δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Περίπου τότε, έγινε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα και ποιήματα. Σπούδασε σκηνοθεσία στην Ακαδημία Δραματικής Τέχνης Silvio d’Amico, απ’ όπου βγήκε (βοηθός σκηνοθέτη) το 1952. Πρωτοδημοσίευσε στα περιοδικά “L’Italia socialista” και “L’Ora — (Palermo)”. Από τις πρώτες του δουλειές στο θέατρο είναι τα «ποιήματα του Majakovskij» εργάστηκε στη συνέχεια σαν σκηνοθέτης και σεναριογράφος και το 1957 παντρεύτηκε την Rosseta Dello, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά

Το 1958 ο Καμιλλέρι έφερε στην Ιταλία το θέατρο του παραλόγου του Μπέκετ με το έργο «Το τέλος του παιχνιδιού». Τη δεκαετία του ’60 εργάστηκε στη RAI και συμμετείχε σε πολλές παραγωγές της ιταλικής τηλεόρασης. Η συγγραφική του καριέρα ξεκίνησε αργά το 1978, στα 60 του χρόνια, (με την έκδοση του μυθιστορήματος «η ροή των πραγμάτων και το 1980 εξέδωσε το «καπνός στον ορίζοντα», το πρώτο με την υπόθεση να τοποθετείται σε μια φανταστική πόλη στη Σικελία, τη Βιγκάτα). Έχει δημοσιεύσει πολλά δοκίμια για το θέατρο καθώς και έναν τόμο με τίτλο Τα μόνιμα θέατρα στην Ιταλία (1898–1918). Από το 1977 ως το 1997 ήταν καθηγητής στην Accademia “Silvio D’Amico”, κατέχοντας την έδρα σκηνοθεσίας. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: Η άλλη άκρη του νήματος, (εκδ. Πατάκη 2019), Το ολοδικό μου, (Ελληνικά Γράμματα 2019), Η αναφορά τού Μάουρο, (εκδ. Πατάκη 2018), Το γκρι ταγιέρ, (Ελληνικά Γράμματα 2018), Η εξαφάνιση της Λάουρα, (Ελληνικά Γράμματα 2017), Θάνατος στα ανοιχτά, (εκδ. Πατάκη 2017), Ο ζυθοποιός του Πρέστον, (εκδ. Πατάκη 2017), Ο χορός των παρεξηγήσεων, (εκδ. Πατάκη 2017), Η φωλιά της οχιάς, (εκδ. Πατάκη 2016), Πυραμίδα από λάσπη, (εκδ. Πατάκη 2016), Ακτίνα φωτός, (εκδ. Πατάκη 2015), Μια φωνή τη νύχτα, (εκδ. Πατάκη 2015), Το παιχνίδι με τους καθρέφτες (εκδ. Πατάκη 2015), 3 υποθέσεις για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο (εκδ. Πατάκη 2014), Το νόμισμα του Ακράγαντα (εκδ. Καστανιώτη 2014), Το χαμόγελο της Αντζέλικα (εκδ. Πατάκη 2014), Το κυνήγι του θησαυρού (εκδ. Πατάκη 2013), Τριάντα ημέρες με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο (εκδ. Πατάκη 2013), O χορός του γλάρου (εκδ. Πατάκη 2012), Ο κλεμμένος ουρανός (εκδ. Καστανιώτη 2012), Προσωρινή διακοπή (εκδ. Πατάκη 2012), Η ηλικία της αβεβαιότητας (εκδ. Πατάκη 2011), Ίχνη στην άμμο (εκδ. Πατάκη 2010), Το ματωμένο χωράφι (εκδ. Πατάκη 2010), Οι έρευνες του αστυνόμου Κολλούρα (εκδ. Πατάκη 2009), Τα φτερά της πεταλούδας (εκδ. Πατάκη 2009), Το χρώμα του ήλιου (εκδ. Πατάκη 2008), Η εξαφάνιση του Πατό (εκδ. Καστανιώτη 2007), Ήλιος του Αυγούστου (εκδ. Πατάκη 2007), Πανσιόν Εύα (εκδ. Πατάκη 2007), Χάρτινο φεγγάρι (εκδ. Πατάκη 2007), Η άλωση του Μακαλλέ (εκδ. Πατάκη 2006), Η υπομονή της αράχνης (εκδ. Πατάκη 2006), Ο ζυθοποιός του Πρέστον (εκδ. Πατάκη 2005), Υποχρεωτική πορεία (εκδ. Πατάκη 2005), Εκδρομή στο Τίνταρι (εκδ. Πατάκη 2004), Καπνός στον ορίζοντα (εκδ. Καστανιώτη 2004), Λουίτζι Πιραντέλο (Μεταίχμιο 2004), Τα πορτοκάλια του Μονταλμπάνο(εκδ. Πατάκη 2004), Το άρωμα της νύχτας (εκδ. Πατάκη 2003), Η φωνή του βιολιού (εκδ. Πατάκη 2002), Αίτηση για τηλέφωνο (Ωκεανίδα 2001), Ο κλέφτης της μεσημβρίας (εκδ. Πατάκη 2001), Η ροή των πραγμάτων (εκδ. Καστανιώτη 2000), Σκύλος από τερακότα (εκδ. Πατάκη 2000), Την εποχή του κυνηγιού (Ωκεανίδα 1999), Το σχήμα του νερού (εκδ. Πατάκη 1999), καθώς και η διασκευή που έκανε στο έργο του Νικολάι Γκόγκολ, Η μύτη (εκδ. Πατάκη 2015) — βλ & |>εδώ<|

«Απέτυχα ως Ιταλός πολίτης»

Πριν από ένα χρόνο (με Λέγκα του Βορρά & Ματέο Σαλβίνι στην εξουσία), ο Καμιλέρρι είχε εκφράσει την πικρία του και την ανησυχία του για τον αυξανόμενο ρατσισμό στις τάξεις των συμπατριωτών του (εφημερίδα Repubblica).
«Υπάρχει μια κακή συναίνεση για τις εξτρεμιστικές θέσεις του Ματέο Σαλβίνι, και μου θυμίζουν την κατάσταση του 1937» …«δυστυχώς ο ρατσισμός κάνει και πάλι την εμφάνιση του στην Ιταλία ενάντια στους μετανάστες».
«Συμμερίζομαι τις ανησυχίες του τελευταίου μου Μονταλμπάνο. Ποτέ δεν ήθελα να δω τον αντίπαλό του στην κυβέρνηση», εξήγησε ο Καμιλλέρι, κατηγορώντας τον υπουργό Εσωτερικών της Ιταλίας και ηγέτη της Λέγκας για τις θέσεις του κατά των μεταναστών.
«Ο Λεονάρντο Σάσα ‑συνέχισε- είπε ότι την παραμονή της ανόδου του φασισμού στην Ιταλία, ζήτησαν από έναν τυφλό αγρότη να πει πώς βλέπει το μέλλον. Και ο αγρότης απάντησε: Αν και είμαι τυφλός, το βλέπω μαύρο. Το ίδιο θα έλεγα και εγώ σήμερα».
Σύμφωνα με τον Καμιλερι, «ο Σαλβίνι είναι άνθρωπος της υπαίθρου, δεν γνωρίζει τη θάλασσα. Αν την γνώριζε, θα είχε περισσότερο σεβασμό για εκείνους που αναγκάζονται να επιβιβάζονται σε άθλια πλοιάρια προοριζόμενα να ναυαγήσουν». «Η συγκατάθεση των Ιταλών στις πιο ακραίες θέσεις αποκαλύπτει τη χειρότερη πλευρά μας, ξεκινώντας από τον ρατσισμό», λέει και προσθέτει: «Στα 93 μου, ευρισκόμενος σε απόσταση αναπνοής από τον θάνατο, αφήνω μια χώρα που δεν περίμενα. Και για το λόγο αυτό αισθάνομαι ότι απέτυχα ως Ιταλός πολίτης»

«Ispettore Montalbano»: Ο επιθεωρητής Montalbano είναι ιταλική τηλεοπτική σειρά, παραγωγής του 1998, που ξεκίνησε να προβάλλεται από τις 6‑Μαΐ-1999 στην τηλεόραση της Rai (παραγωγής  της εταιρείας Palomar), σαν σειρά μυθοπλασίας που αποτελείτο από έναν μικρό αριθμό αυτοτελών επεισοδίων σε κύκλους. Βασισμένη  στα μυθιστορήματα του Andrea Camilleri, αφηγείται την ιστορία του Σάλβο Μονταλμπάνο αστυνομικού διευθυντή στη φανταστική πόλη Βιγκάτα της Σικελίας, που το παλεύει σε κάθε επεισόδιο ενάντια σε εγκλήματα της μαφίας, δολοφονίες ‚απαγωγές και γενικά στην παραβατικότητα της Ραγκούζα. Ο Camilleri επέλεξε να βαφτίσει τον επιθεωρητή του Montalbano, προς τιμήν του Ισπανού ‑Καταλανού, συγγραφέα Manuel Vázquez Montalbán, εργάτη του λόγου και όχι μόνο: δημοσιογράφου, μυθιστοριογράφου, ποιητής, δοκιμιογράφου, ανθολόγου, συντάκτη προλόγων, ευθυμογράφου, κριτικού, αλλά και γαστρονόμου! Χάρη στη βαθειά του διαίσθηση και το ισχυρό ερευνητικό του δαιμόνιο, ο αντι-ήρωας Μονταλμπάνο καταφέρνει πάντα να οσφραίνεται τη σωστή πίστα. Αναγνωρισμένη από την τηλεοπτική κριτική (πχ. από τις εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας «Corriere della Sera», «Il fatto Quotidiano» κλπ), έχουν επαινέσει πολλές φορές τη μυθοπλασία κυρίως αλλά και τις τοποθεσίες, τις ιστορίες καθώς και τους χαρισματικούς χαρακτήρες, πρωταγωνιστές και μη. Στο επίπεδο της τηλεθέασης, είναι πολύ ψηλά (και το αξίζει) μεταδίδεται σε περισσότερες από 20 χώρες στον κόσμο, και το 2016, ήταν η σειρά με τη μεγαλύτερη τηλεθέαση στην ιταλική τηλεόραση και ένα από τα δέκα πιο δημοφιλή προγράμματα στην Αγγλία ‑με ότι αυτό σημαίνει. Αν και σειρά, κάθε επεισόδιο γυρίζεται σαν μια αυτοτελής (τηλεοπτική) ταινία που συνδέεται με τις προηγούμενες (μέχρι σήμερα έχουν προβληθεί ~32 επεισόδια χωρισμένα σε 13 κύκλους ‑ο τελευταίος το 2019).
Υπόθεση: Ο Salvo Montalbano, δύστροπος στο χαρακτήρα, αλλά υπεύθυνος και σοβαρός στη δουλειά του και ανοικτός-φιλικός με ανθρώπους που ξέρει ότι μπορεί να εμπιστευτεί, διερευνάει τις πιο ποικίλες εγκληματικές πράξεις της περιοχής του, των οποίων – χάρη στην μεγάλη εφευρετικότητα και τη βοήθεια πολλών συνεργατών, ακόμη και έξω από το αστυνομικό τμήμα, είναι πάντα σε θέση να ανακατασκευάσει τα ακριβή γεγονότα και να βρει τη λύση. Μεταξύ των συναδέλφων του είναι ο αναπληρωτής του DomenicoMimìAugello, ο επιθεωρητής Giuseppe Fazio, ο αδέξιος αστυνομικός Agatino Catarella και άλλοι αστυνομικοί του τμήματος. Από την άλλη πλευρά μεταξύ των εξωτερικών συνεργατών του είναι η Σουηδέζα φίλη του Ingrid Sjöström που ζει στη Vigata, ο δημοσιογράφος Nicolò Zito, και πιο σπάνια, η special μαγείρισσά του  Adelina μάνα δυο παραβατικών στοιχείων ‑συχνά και πληροφοριοδότες και μόνιμα σε κόντρα με τη Livia… γιατί στην ιδιωτική του ζωή, ο Σάλβο έχει μια σχέση εξ αποστάσεως με την Livia Burlando, μια σχέση μερικές φορές θυελλώδης, αλλά όπου πάντα επικρατεί στο τέλος η αγάπη. 
Προβάλλοντας έξοχα ‑όπως και γενικά στα βιβλία του την ανθρώπινη πλευρά, με τις λεπτές αποχρώσεις ηθών, παράδοσης και καθημερινότητας της πατρίδας του της Σικελίας, το φαγητό, οι άνθρωποι ‑μέσα από συγκεκριμένα πρόσωπα / συνδετικούς κρίκους, το δέσιμο με τη θάλασσα ‑τον δείχνει συχνά να κολυμπάει τον Μονταλμπάνο, προς το πουθενά αλλά κυρίαρχο του νερού και της όλης κατάστασης, της λιτής ζωής με το χαρακτηριστικό σαραβαλάκι αυτοκίνητο, η «αιώνια» αρραβωνιαστικιά κλπ. Κάπως
σαν την ταινία (1972) του Billy Wilder «Che cosa è successo tra mio padre e tua madre»? (γνωστή περισσότερο ως «Avanti»!), με το κυρίως story να φαντάζει δευτερεύον, μπροστά στην καταγραφή καταστάσεων που έχουν να κάνουν με την ‑αδιανόητη για τον αμερικάνο, καθημερινότητα του ιταλού εκείνης της εποχής…

Ο «κομμουνισμός» του Andrea Camilleri

(γράφει ο ίδιος…) Ο Leonardo Sciascia με μια δόση κακίας για τους κομμουνιστές, υποστήριξε ότι ο καθολικισμός και ο κομμουνισμός ήταν δύο «κοντινές ενορίες» συγκοινωνούντα δοχεία. Στο μεταξύ, ο κομμουνισμός έλεγε και ενεργούσε προσπαθώντας να κάνει καλύτερη τη ζωή στη γη καλύτερα και όχι στη μετά θάνατον ζωή. Έτσι οι δύο ενορίες δεν ήταν τόσο ενορίες.
Εγώ ήμουν και εξακολουθώ να είμαι κομμουνιστής. Βεβαίως, το τίμημα ήταν βαρύ, σε ανθρώπινες ζωές και σε πολλά άλλα πράγματα ‑στην πρακτική εφαρμογή του, ήταν λάθος και μετατράπηκαν σε τραγικά λάθη ιδίως στη σημασία που δίνεται για την ανθρώπινη ζωή. Αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι η φιλοδοξία για ισότητα, για ίσα δικαιώματα για όλους είναι η πιο χριστιανική υπαγόρευση που έχω ακούσει ποτέ, εγώ ένας μη καθολικός χριστιανός.
Δυστυχώς είναι μια επίγεια εφαρμογή και ως εκ τούτου προορίζεται για τεράστια λάθη και δεν ξέρω πώς θα μπορούσαν να απαλειφτούν, όταν μάλιστα πολλές από αυτές τις κοινωνικές αρχές, που αποτέλεσαν τη βάση του κομμουνισμού, έχουν μπει απροειδοποίητα σε ορισμένα οράματα του υφιστάμενου κράτους πρόνοιας. Τόσα πράγματα που δεν μπορούσαν καν να γίνουν αντιληπτά στις αρχές του εικοστού αιώνα έχουν πλέον πραγματοποιηθεί γιατί είναι απαραίτητα στην κοινωνική πορεία της ανθρωπότητας.
Δεν ήταν ουτοπία. Απλά καταναλώθηκε και μετατράπηκε σε ουτοπία επειδή εφαρμόστηκε λαθεμένα.
Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την κομμουνιστική επανάσταση στην Κίνα και με απόλυτη πείνα, καταφέρνουμε να δώσουμε σε όλους ένα μπολ με ρύζι, τι είναι αυτό αν όχι ένα βήμα μπροστά στη ζωή;
Ο κομμουνισμός είναι απώλεια ελευθερίας, επειδή εκδηλώνεται ως δικτατορία. Είναι δυνατόν να υποθέσουμε τον κομμουνισμό χωρίς δικτατορία; Φαίνεται ότι δεν είναι δυνατόν. Εγώ αντίθετα πιστεύω ότι είναι (δυνατό).
Όταν, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, θα σημειωθούν τρομερές οικονομικές κρίσεις, διότι τώρα είμαστε μόνο στην αρχή μικρών κρίσεων που επηρεάζουν τα χρηματοπιστωτικά, όταν σε ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον, θα αρχίσει να λείπει το νερό ‑ήδη ζούμε, βιώνουμε μια τερατώδη κλιματική αλλαγή, πέφτουν τεράστια μπλοκ, γίνονται παγόβουνα επειδή ο πολικός θόλος δεν αντέχει τότε θα αγωνιζόμαστε για ένα ποτήρι νερό και τότε ίσως θα βρούμε μια αλληλεγγύη που η ευημερία και ο καπιταλισμός μας έχουν κάνει να ξεχάσουμε. Έχουμε καταργήσει όχι μόνο τις αρχές του κομμουνισμού, αλλά και εκείνες του Χριστιανισμού και ακόμη και της κοινωνικής ζωής (πηγή) |> Abecedario di Andrea Camilleri, Derive Approdi εκδ. 2010
Σε μια αυτοβιογραφική ιστορία που περιλαμβανόταν στον τόμο «I racconti di Nené», ο συγγραφέας εξηγεί ότι ήταν «παιδί που μεγάλωσε στο φασιστικό καθεστώς» και, ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του, άκουγε μαγεμένος …αιχμαλωτισμένος, τις ομιλίες του Μουσολίνι που μεταδίδονταν από τα μεγάφωνα.
Τότε η πολιτική προπαγάνδα δεν γινόταν στην τηλεόραση ή στα κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά με την τεχνολογία εκείνου του καιρού που επέτρεψαν στον Duce (ΣΣ |> Μουσολίνι) να παρακολουθεί κάθε γωνιά της Ιταλίας, επαναλαμβάνοντας ξανά την μεγάλη ιδέα της Ιταλίας.
Για το σκοπό αυτό, οι διάφοροι φασιστικοί σύλλογοι που από τη βρεφική ηλικία οδήγησαν τους νέους ανθρώπους στις γραμμές του Φασιστικού Κόμματος, σαν κύρια ενσάρκωση της Πατρίδας στην οποία όλα ήταν — ή έπρεπε να είναι — υποταγμένα, ακόμη και η οικογενειακή, κοινωνική και συνεταιριστική ζωή, με έναν άκρατο μιλιταρισμό. Έτσι και ο νεαρός Camilleri έγινε μια «μπαλίτσα», γεμίζοντας ένα μουσκέτο με μπροστά μια ξιφολόγχη.
Ήταν στα χρόνια που η Ιταλία έβλεπε στο εξωτερικό — και κυρίως στη Μεσόγειο — ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που προσέθεταν νέα αφρικανικά κράτη στις παγκόσμιες αυτοκρατορίες τους, σαν «θέση στον ήλιο». Έτσι, το 1935, το φασιστικό καθεστώς — το οποίο είχε ήδη κατακτήσει τη Λιβύη, την Ερυθραία και τη Σομαλία — αποφάσισε να ξεκινήσει μια αιματηρή στρατιωτική εκστρατεία για να κατακτήσει την Αιθιοπία.
Ο νεαρός Camilleri, πήρε χαρτί και καλαμάρι και έγραψε στο Duce να του επιτρέψει να συμμετάσχει στον πόλεμο στην Αβησσυνία και «να πετύχει εκεί που οι προηγούμενες γενιές ιταλικών στρατιωτών είχαν ταπεινωθεί από τον βασιλιά Menelik II».
Και ο Duce απάντησε:
«Να γνωρίσετε στον νεαρό Andrea Camilleri (ήταν 14–15 χρονών τότε) πως είναι πολύ νέος για να πολεμήσει, αλλά δεν θα υπάρξει έλλειψη ευκαιριών. Υπογραφή M ‑από Mussolini ».