04 Οκτωβρίου 2023

Η Βιολέτα Πάρα _“Gracias a la vida”, μπήκε και έμεινε στην καρδιά μας

Αν κάποιος αυτόματα δεν αναγνωρίσει το όνομα Βιολέτα Πάρα, ας φέρει στο μυαλό του το τραγούδι της -ύμνο στην χιλιανή παραδοσιακή μουσική, που γλιστράει χρονολογικά σε ταχείες μεταβάσεις βρίσκοντας τρόπους να μας πληροφορεί συνεχώς για τα νετός-εκτός χρόνου και τόπου σε ένα “ταξίδι” ήπιο και ποιητικό, με το δικό της τέμπο, με τον χρόνο να εναλλάσσεται και τις μνήμες να συγχωνεύονται σε ένα με την πραγματικότητα.

«Γράφε όπως θέλεις, χρησιμοποίησε όποιους ρυθμούς σου βγαίνουν, δοκίμασε διαφορετικά όργανα, κάτσε στο πιάνο, κατάστρεψε το μέτρο, φώναξε αντί να τραγουδήσεις, φύσα την κιθάρα και χτύπα το κόρνο. Μίσησε τα μαθηματικά κι αγάπησε τους στροβίλους. Η δημιουργία είναι ένα πουλί που δεν έχει σχέδιο πτήσης, που ποτέ δεν θα πετάξει σε ευθεία γραμμή».

Αυτό το μότο χρησιμοποίησε σε όλη της  τη ζωή η Βιολέτα Πάρα, που γεννήθηκε σε ένα φτωχό χιλιανό χωριό σαν σήμερα 4-Οκτ-1917 και «έφυγε» στα 50 της χρόνια (5-Φεβ-1967). Η ζωή της ποτέ δεν υπήρξε εύκολη, αντίθετα όλη της η ύπαρξη ήταν ένας συνεχής και σκληρός αγώνας. Μία γυναίκα που ασχολήθηκε με το προοδευτικό κίνημα και ήταν μέλος του ΚΚ Χιλής και έδειξε τον δρόμο για πολλούς καλλιτέχνες σαν -μεταξύ άλλων πρωτοπόρα του μουσικού–πολιτικού κινήματος «Nueva Canción Chilena» _«Νέο Χιλιανό Τραγούδι»..…

Συνθέτης, τραγουδίστρια, λαογράφος, ζωγράφος, αγωνίστρια.
Σε όσους προσπάθησαν να υποβαθμίσουν την αξία της, στοχευμένα χρησιμοποιώντας την πολιτική της δράση εκείνη απαντούσε πολύ έξυπνα:
«..Τρέχει στις φλέβες μου κόκκινο αίμα. Αν και σε σας, τότε είμαστε σύντροφοι».

Δείτε και
Με αφορμή το φασιστικό πραξικόπημα στη Χιλή

Η Βιολέτα Πάρα έζησε στην Χιλή την περίοδο των μεγάλων πολιτικών ανακατατάξεων που οδήγησαν στη δυσαρέσκεια του λαού λόγω πανύψηλου πληθωρισμού, ανεργίας και φτώχειας.
Γεγονότα που είχαν μετατρέψει κυρίως την ύπαιθρο σε παραγκουπόλεις. Σε μία από αυτές μεγάλωσε και η Βιολέτα Πάρα. Σε μικρή ηλικία πήρε την κιθάρα της και άρχισε να γράφει τραγούδια με τα αδέλφια της.
Ξεκίνησε την καριέρα της σε μικρούς χώρους, γυρίζοντας αργότερα τη Χιλή με ένα μαγνητόφωνο και ένα τετράδιο στο χέρι, όπως η δική μας Δόμνα Σαμίου, για να καταγράψει ένα μεγάλο εύρος παραδοσιακής χιλιανής λαϊκής μουσικής.
Η αυξανόμενη δημοτικότητά της τελικά κέρδισε τη δική της ραδιοφωνική εκπομπή και μια πρόσκληση να εμφανιστεί σε ένα φεστιβάλ νεολαίας στην Πολωνία. Η Βιολέτα Πάρα δεν είναι η εξ ορισμού παραδοσιακή καλλιτέχνιδα μόνον της Χιλής, αλλά ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής. Κόρη, αδελφή και μητέρα μουσικών, έκανε την τέχνη τρόπο ζωής της. Ο μεγαλύτερος αδελφός της, ο ποιητής Νικάνορ Πάρα (Βραβείο Cervantes Λογοτεχνίας) την στήριξε πολύ στην αναζήτηση της τέχνης της.

Ήταν μια εντυπωσιακά πολυτάλαντη δημιουργός. Τραγουδοποιός, τραγουδίστρια, συνθέτρια, ποιήτρια, γλύπτρια, ζωγράφος και υφάντρα. Μια χαρισματική προσωπικότητα. Το ίδιο χαρισματικός ήταν ο συνοδοιπόρος της, συνθέτης, στιχουργός, μουσικός, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, Βίκτορ Χάρα.  Στη διαμόρφωση αυτής της τεράστιας προσωπικότητας του Νέου Χιλιανού Τραγουδιού η Βιολέτα Πάρα είχε καταλυτική επίδραση.
Ο Βίκτορ Χάρα αποτελεί ταυτόχρονα παράδειγμα ηρωικής μορφής στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Χιλής, αφού τα όργανα της στρατιωτικής χούντας, πριν τον δολοφονήσουν άνανδρα, αποφάσισαν να του κόψουν εκείνα τα θαυματουργά δάχτυλά του με τα οποία μάγευε με τη μουσική που έπαιζαν εμψυχώνοντας τους συμπατριώτες του στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.

Σκληρή κι απόλυτη η Βιολέτα Πάρα
δεν ανήκε στο συναισθηματικό είδος…

Έβαλε τέρμα στη ζωή, στις 5 Φεβρουαρίου 1967, στην πιο δημιουργική περίοδο της πολυσχιδούς καλλιτεχνικής διαδρομής της. Πίσω της άφησε πλούσιο κληροδότημα, παραδοσιακή μουσική στην οποία εμφύσησε νέα ζωή, λαογραφικό έργο, αλλά και δικά της τραγούδια που κατέκτησαν τον κόσμο όλο.

Επιλεγμένη Δισκογραφία

·        Chants et danses du chili Vol.1 (1956)

·        Chants et danses du chili. Vol.2 (1956)

·        Violeta Parra, Canto y guitarra. El Folklore de Chile, Vol. I (1956)

·        Violeta Parra, acompañada de guitarra. El Folklore de Chile, Vol. II (1958)

·        La cueca presentada por Violeta Parra: El Folklore de Chile, Vol. III. (1958)

·        La tonada presentada por Violeta Parra: El Folklore de Chile, Vol. IV. (1958)

·        Toda Violeta Parra: El Folklore de Chile, Vol. VIII (1960)

·        Violeta Parra, guitare et chant: Chants et danses du Chili. (1963)

·        Recordandeo a Chile (Una Chilena en París). (1965)

·         Carpa de la Reina (1966)

·        Las últimas composiciones de Violeta Parra (1967)

Μετά θάνατον

·        Violeta Parra y sus canciones reencontradas en París (1971)

·        Canciones de Violeta Parra (1971)

·        Le Chili de Violeta Parra (1974)

·        Un río de sangre (1975)

·        Presente / Ausente (1975)

·        Décimas (1976)

·        Chants & rythmes du Chili (1991)

·        El hombre con su razón (1992)

·        Décimas y Centésimas (1993)

·        El folklore y la pasión (1994)

·        Haciendo Historia: La jardinera y su canto (1997)

·        Violeta Parra: Antología (1998)

·        Canciones reencontradas en París (1999)

·        Composiciones para guitarra (1999)

·        Violeta Parra – En Ginebra, En Vivo, 1965 (1999)

·        Violeta Parra: Cantos Campesinos (1999)

Τα έργα της Βιολέτα Πάρα αντιπροσωπεύουν αυτήν ακριβώς την Χιλή. Την Χιλή των φτωχών χωρικών και των εργατών που τόσο φοβήθηκαν οι επίδοξοι εκμεταλλευτές τους. Καθώς η ζωή της Βιολέτα Πάρα ερχόταν στο τραγικό αυτό τέλος που η ίδια επέλεξε, ερχόμασταν και στην αρχή ενός μεθοδευμένου τέλους μιας επανάστασης που με σαμποτάζ θα οδηγούσε στην δικτατορία του Πινοσέτ, στο τέλος του ονείρου, στο τέλος μιας ουτοπικής ιδέας του Αλιέντε περί ειρηνικής συμβίωσης εργατών και αφεντικών.

Δείτε και Violeta se fue a los cielos _

Η Βιολέτα πήγε στον ουρανό
πρόλαβε όμως, μπήκε και έμεινε στην καρδιά μας

Ποιήτρια, τραγουδίστρια και συνθέτρια, συλλέκτρια παραδοσιακών τραγουδιών, υφάντρια και γλύπτρια. Δεν είναι η εξ ορισμού παραδοσιακή καλλιτέχνιδα μόνον της Χιλής, αλλά ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής. 

5 από τα πιο γνωστά τραγούδια της

Σε μια συνέντευξη το 1964 στο Παρίσι, έλαβε χώρα ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ της καλλιτέχνιδας και ενός Ελβετού δημοσιογράφου:

·        Βιολέτα είσαι ποιήτρια, μουσικός, κάνεις σταμπωτά σε λινάτσα, ζωγραφίζεις. Αν σου δώσω την επιλογή ενός μόνο από αυτά τα εκφραστικά μέσα, ποιο θα επέλεγες; _αν είχες μόνο αυτόν τον τρόπο έκφρασης;
✨  Θα επέλεγα να μείνω με τον κόσμο, με τους λαούς.

·        Και θα τα παρατούσες όλα αυτά;
✨  Είναι ο λαός που με παρακινεί να κάνω όλα αυτά τα πράγματα.

Αυτή η αυθόρμητη, διάφανη συνομιλία που έλαβε χώρα ενώ η Χιλιανή ζωγράφιζε είναι η πιο απλή και γνήσια απόδειξη του πάθους της Violeta Parra: για τον απλό άνθρωπο, τη λαϊκή οικογένεια!
Οι στίχοι και το μουσικό έργο των συνθέσεων της κατάφεραν να διασώσουν την πιο ακατέργαστη και αγνή λαογραφία της χιλιανής γης.

Σε ένα προσωπικό ταξίδι αναζήτησης μουσικών παραδόσεων, η καλλιτέχνιδα όχι μόνο συνέλεξε τους ήχους της υπαίθρου και των γειτονιών της χώρας της, αλλά αντιμετώπισε με μεγάλη ωριμότητα την ακανθώδη πραγματικότητα των αδικιών που γνώριζε ως παιδί, όταν ο πατέρας της αρρώστησε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να δουλέψει με τα αδέρφια που έπαιζαν επίσης κιθάρα.

Τα επαναστατικά τραγούδια της Βιολέτα Πάρρα σημάδεψαν το μουσικό κίνημα που προέκυψε γύρω από την οικοδόμηση της Λαϊκής Ενότητας, την όλη διαδικασία με επικεφαλής τον Σαλβαδόρ Αλιέντε, τις μάχες που κερδήθηκαν και χάθηκαν.

Σήμερα, θυμόμαστε μερικές από τις πιο επαναστατικές συνθέσεις και κοινωνικές διεκδικήσεις της.

1. Qué dirá el Santo Padre | Τι θα πει ο Άγιος Πατέρας;
Miren cómo nos hablan de libertad, cuando de ella nos privan en realidad \ Miren cómo pregonan tranquilidad, cuando nos atormenta la autoridad. \ ¿Qué dirá el Santo Padre que vive en Roma, que le están degollando a sus palomas?
Miren cómo nos hablan del paraíso, cuando nos llueven penas como granizo \ Miren el entusiasmo con la sentencia, sabiendo que mataban a la inocencia.
El que ofició la muerte como un verdugo, tranquilo está tomando su desayuno \ Con esto se pusieron la soga al cuello, el quinto mandamiento no tiene sello.
Mientras más injusticias, señor fiscal, más fuerzas tiene mi alma para cantar \ Lindo segar el trigo en el sembrao, regado con tu sangre Julián Grimau

Μετά τη δολοφονία του Ισπανού πολιτικού Julián Grimau το 1963, στα χέρια της δικτατορίας του Franco, η Violeta Parra έγραψε αυτό το τραγούδι που απευθύνεται στον Πάπα Ιωάννη.

Κοίτα πώς μας μιλούν για την ελευθερία, όταν στην πραγματικότητα μας τη στερούν \ Κοίτα πώς διακηρύσσουν την ηρεμία, όταν η εξουσία μας βασανίζει. \ Τι θα πει ο Άγιος Πατέρας που μένει στη Ρώμη, ότι του σφάζουν τα περιστέρια;
Κοίτα πώς μας μιλάνε για τον παράδεισο, όταν μας πέφτουν οι λύπες σαν χαλάζι \ Κοιτάξτε ενθουσιασμό, ξέροντας ότι σκότωναν την αθωότητα.
Αυτός που ιερούργησε τον θάνατο ως δήμιος, αθόρυβα παίρνει το πρωινό του \ Με αυτό βάζουν τη θηλιά στο λαιμό, η πέμπτη εντολή δεν έχει σφραγίδα.
Όσες περισσότερες αδικίες, κύριε εισαγγελέα, τόσο περισσότερη δύναμη έχει η ψυχή μου να τραγουδήσει \ Ωραία να θερίζεις το σιτάρι στο χωράφι, ποτισμένο με το αίμα σου Julián Grimau.

2. Arauco tiene una pena \ Ο Αράουκο έχει τις μαύρες του
Αυτό το τραγούδι ηχογραφήθηκε μεταξύ 1961 και 1963, οι στίχοι του είναι τραγικοί και απόλυτα επίκαιροι. Αντικατοπτρίζει τα προβλήματα των Μαπούτσε και τις αδικίες που έπρεπε να αντιμετωπίσει η περιοχή τους στα χέρια του αστικού κράτους. «Arauco tiene una pena» είναι σήμερα μια φράση που χρησιμοποιείται για να συμβολίσει και να αντιπροσωπεύσει την υπόθεση των Μαπούτσε.
Ο Arauco βασανίζεται … δεν μπορώ να σιωπήσω \ Είναι αδικίες αιώνων που όλοι βλέπουν αλλά
Κανείς δεν το έχει θεραπεύσει όντας σε θέση να το διορθώσει. \ Σήκω, ξύπνα Huenchullán! (σσ. Arturo Huenchullán τότε “αριστερό” μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Χιλής).
Μια μέρα ο κατακτητής Huescufe (σσ. wecufe, γνωστό και ως huecufe, wekufü, watuku, huecufu, huecubo, huecubu, huecuvu, huecuve, huecovoe, giiecubu, güecubo, güecugu, uecuvu, güecufu είναι ένας τύπος επιβλαβούς πνεύματος ή δαίμονα στη μυθολογία των Μαπούτσε)
φτάνει από μακριά \ Ψάχνει για βουνά από χρυσό που ο Ινδιάνος δεν έψαξε, δεν βρήκε ποτέ,
Για τον Ινδιάνο το χρυσάφι που λάμπει και του αρκεί είναι του ήλιου. \ Σήκω, ξύπνα Curimón (σσ. Κουριμόν: μια μικρή πόλη της Χιλής προϊσπανικής καταγωγής 5 χλμ ανατολικά της πόλης San Felipe και 12 δυτικά του Los Andes, στην κοιλάδα Aconcagua στη μέση της διαδρομής 60 του  Valparaíso).
Μετά ρέει αίμα, ο Ινδιάνος δεν ξέρει τι να κάνει \ Θα του πάρουν τη γη, πρέπει να την υπερασπιστεί,
Ο Ινδιάνος πέφτει νεκρός και ο ξένος σηκώνεται ορθός \ Σήκω, ξύπνα Manquilef!

Πού πήγε ο Lautaro Λαουτάρο, χαμένος στον γαλάζιο ουρανό \
(σσ. Ο Λαουτάρο Αγγλικά ως Levtaru Mapudungun Lef-Traru “γρηγορότερο γεράκι” 1534 – 1557 ήταν ένας νεαρός Μαπούτσε toqui γνωστός για την ηγεσία της ιθαγενούς αντίστασης κατά των Ισπανών, κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου Arauco).
Και η ψυχή του Galvarino παρασύρθηκε από τον νότιο άνεμο,
Γι’ αυτό τα δέρματα του kultrún τους κλαίνε. \ Σήκω, λοιπόν, Callfull.
(σσ.Το kultrún είναι ένα κρουστό όργανο που χρησιμοποιείται από τους Μαπούτσε ^ Ο Γκαλβαρίνο ήταν ένας διάσημος πολεμιστής των Μαπούτσε των πρώιμων χρόνων του πολέμου Arauco. Πολέμησε και συνελήφθη αιχμάλωτος μαζί με άλλους εκατόν πενήντα, στη μάχη του Λαγκουνίγια εναντίον του κυβερνήτη Γκαρθία Χουρτάδο ντε Μεντόζα.)
Από το χίλια τετρακόσια που είναι ο ταλαιπωρημένος ο ινδιάνος  \ Στη σκιά της ruca του του τον βλέπουν να κλαψουρίζει,…
(σσ. Η ruka ή ruca είναι παραδοσιακός τύπος σπιτιών των Μαπούτσε, αρχικά στρογγυλά με κωνική στέγη, συνήθως κοινόχρηστα. Τα παραδοσιακά δεν έχουν παράθυρα και αποτελούν έναν ενιαίο ανοιχτό χώρο στο εσωτερικό, που είναι οργανωμένο γύρω από ένα κεντρικό τζάκι. _Οι ταξιδιώτες στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα συνέκριναν τις συνθήκες στέγασης των ruca με τις κατοικίες του Σαντιάγο και των φτωχών Χιλιανών αγροτών που δεν ήταν Μαπούτσε)
Το Totora (σσ. γιγαντιαίο δέντρο) πέντε αιώνων δεν θα ξεραθεί ποτέ. \ Σήκω, Callupán (σσ.άλλος Μαπούτσε).

Ο Arauco έχει πιο μαύρη λύπη από τη κάπα του (σσ. chamal manta frazada cobija) \ Δεν είναι πια οι Ισπανοί που τους κάνουν να κλαίνε,
Σήμερα είναι οι ίδιοι οι Χιλιανοί που τους παίρνουν το ψωμί. \ Σήκω, Pailahuán (σσ. κοινό επώνυμο Μαπούτσε).
Οι ψήφοι ήδη βρυχώνται, ακούγονται για να μην φύγουν \ Μα γιατί δεν θα ακουστεί το παράπονο του Ινδιανου; \ Αν και η φωνή του Caupolicán αντηχεί στον τάφο \ Σήκω, Huenchullán!.

3. Κοίτα πώς χαμογελούν
Αφιερωμένο όχι μόνο στους υποψηφίους στις προεκλογικές εκστρατείες, αλλά και στις θεσμικές αρχές, αυτό το τραγούδι ασκεί κριτική σε δημόσιους λειτουργούς, επιχειρηματίες και εκκλησιαστικά μέλη για τη συμπεριφορά τους προς τους φτωχούς ανθρώπους, αποκαλώντας τους υποκριτές επειδή χρησιμοποιούν το λαό για τα οφέλη και προσωπικούς τους πλουτισμούς.
Κοίτα πώς χαμογελούν οι πρόεδροι όταν δίνουν υποσχέσεις στους αθώους \ Κοίτα πώς προσφέρουν στο σωματείο, αυτόν τον κόσμο και τον άλλον, οι υποψήφιοι.
Κοίτα πώς διπλασιάζονται οι όρκοι, αλλά μετά τον όρκο, διπλό μαρτύριο \ Κοίτα το σμήνος των αγρυπνών να ραντίσουν λουλούδια τον μαθητή.
Κοίτα πώς λάμπουν οι αστυνομικοί για να προσφέρουν βραβεία στους εργάτες \ Κοίτα πώς ντύνονται δεκανείς και λοχίες για να βάψουν κόκκινα τα πεζοδρόμια.

Κοίτα πώς βεβηλώνουν το σκευοφυλάκιο με δέρματα και καπέλα υποκρισίας \ Κοίτα πώς άσπρισαν το μήνα της Μαρίας και αρνήθηκαν το φτωχό φως της ημέρας.

Κοίτα πώς του μπαίνουν σφήνα να πάρει τη μαρακέτα του φτωχού (σσ. Η maraqueta, γνωστή και ως pan francés και άλλες ονομασίες, είναι ψωμάκι με κρούστα πολύ δημοφιλές στη Νότια Αμερική. Στη Χιλή χρονολογείται από το 1800 και θεωρείται εθνικό φαγητό της) \ Κοίτα πώς οι επίσημοι κονιοποιούνται να μετρούν τις σελίδες του ημερολογίου.

4. Μου αρέσουν οι σπουδαστές
Στις σπουδαστικές κινητοποιήσεις του 2011, αυτό το εμβληματικό τραγούδι της Βιολέτας Πάρρα αποτέλεσε και έμπνευση για τον αγώνα της λυκειακής και πανεπιστημιακής νεολαίας
απολύτως παραβατική για την Εκκλησία και για την εποχή. Η καλλιτέχνιδα όχι μόνο χαιρετίζει τη συνέπεια και την αξία του σκοπού των κινητοποιήσεων, υποδεικνύοντάς τους ως ελπίδα και σπόρο της κοινωνίας, αλλά και τους τοποθετεί σε μια θέση διαύγειας που αποκτάται από την αξία της μάθησης, αντιπαραβάλλοντάς την με το «κρυφό» στημόνι που η εκκλησία προσφέρει ως δήθεν αλήθεια.

Ζήτω οι σπουδαστές, κήπος των χαρών \ Είναι πουλιά που δεν φοβούνται τα ζώα ή την αστυνομία \ Και δεν φοβούνται τις σφαίρες ή το γάβγισμα της αγέλης \ Caramba y zamba la cosa (σσ. “κάτω οι κανόνες”), ζήτω η αστρονομία.
Ζήτω οι μαθητές που βρυχώνται σαν τους ανέμους \ Όταν τα ράσα ή τα συντάγματα τους χώνουν στα αυτιά \ Μικρά ελευθεριακά πουλιά σαν τα στοιχειά \ Caramba y zamba la cosa, ζήτω τα πειράματα.
Μου αρέσουν οι μαθητές γιατί είναι το προζύμι \ Του ψωμιού που θα βγει από το φούρνο με όλη του τη νοστιμιά \ Για το στόμα του φτωχού που τρώει με πίκρα. \ Caramba y zamba la cosa, ζήτω η λογοτεχνία.

Μου αρέσουν οι μαθητές γιατί σηκώνουν το στήθος \ Όταν τους λένε αλεύρι, ξέροντας ότι είναι πίτουρο \ Και δεν κωφεύουν όταν παρουσιάζεται το δήθεν γεγονός \ Caramba y zamba la cosa, ο Κώδικας Δικαίου.

Μου αρέσουν οι σπουδαστές που βαδίζουν στα ερείπια \ Με τις σημαίες ψηλά πάει όλος ο φοιτητόκοσμος \ Είναι χημικοί και γιατροί, χειρουργοί και οδοντίατροι \ Caramba y zamba la cosa, ζήτω οι ειδικοί.
Μου αρέσουν οι μαθητές που πάνε στο εργαστήριο \ Ανακαλύπτουν τι κρύβεται μέσα στο εξομολογητήριο \ Ο άνθρωπος έχει ήδη ένα κάρο που πήγε στο καθαρτήριο \ Caramba y zamba la cosa, τα επεξηγηματικά βιβλία.
Μου αρέσουν οι μαθητές που με σαφέστατη ευγλωττία \ Στον ιερό μαύρο ασκό κατέβασαν τα τέρατα \ Γιατί, κύριοι, πόσο μας κρατάει η μετάνοια; \ Caramba y zamba la cosa, ζήτω όλη η επιστήμη.

5. La carta \ Η επιστολή
Το 1963, η Violeta έγραψε αυτό το τραγούδι από το Παρίσι, όταν ανακάλυψε ότι ο αδελφός της Roberto είχε συλληφθεί από την κυβέρνηση του “León de Tarapacá”, του τότε προέδρου της Χιλής, Jorge Alessandri. Στο «La carta», στρέφεται ευθέως κατά των εξουσιών του αστικού κράτους, κατηγορεί τον πρόεδρο χωρίς περιστροφές, αντιμετωπίζοντάς τον ως «αιμοδιψή» και αναδεικνύει την πίστη της στην μαχητικότητα της κομμουνίστριας.
Μου έστειλαν γράμμα ταχυδρομικά από νωρίς \ Και σε εκείνο το γράμμα μου λένε ότι συνελήφθη ο αδελφός μου \ Και χωρίς οίκτο τον έσυραν στο δρόμο με δεσμά, ναι.
Η επιστολή λέει τον λόγο που διέπραξε ο Ρομπέρτο \ Έχοντας υποστηρίξει την απεργία που έτρεχε \ Αν αυτός είναι ένας λόγος, θα πάω και στη φυλακή, λοχία, ναι.
Τόσο μακριά περιμένω νέα \ Έρχεται το γράμμα να μου πει ότι στην πατρίδα μου δεν υπάρχει δικαιοσύνη \ Οι πεινασμένοι ζητούν ψωμί, η πολιτοφυλακή τους δίνει μολύβι, ναι!

Με αυτόν τον πομπώδη τρόπο θέλουν να κρατήσουν τη θέση τους \ Αυτοί με θαυμαστές και ουρές χωρίς να αξίζουν \ Πηγαίνουν και έρχονται από την εκκλησία και ξεχνούν τις εντολές, ναι.
Βάρβαρη αυθάδεια και προδοσία θα είχε φανεί \ Να παρουσιάσει την γκάφα και να σκοτώσει εν ψυχρώ \ Που την άμυνα δεν την έχει με τα δύο άδεια χέρια, ναι.

Το γράμμα που έλαβα μου ζητά απάντηση \ Ζητώ να διαδοθεί σε όλο τον πληθυσμό \
Ότι το Λιοντάρι είναι αιμοδιψές σε κάθε γενιά, ναι.
Ευτυχώς έχω κιθάρα να κλάψω τον πόνο μου \
Έχω και εννιά αδέρφια εκτός από αυτόν που ήταν στρατευμένος \
Και οι εννιά είναι κομμουνιστές
με την εύνοια του δικού μας θεού μου, ναι.!!

Κλείνουμε με το εμβληματικότερο τραγούδι της, με το οποίο θα γίνει παγκοσμίως γνωστή το Gracias a la vida (Ευχαριστώ τη Ζωή), που θα το ερμηνεύσει το 1971 η Μερσέντες Σόσα, η μεγάλη φωνή της Λατινικής Αμερικής, όπως επίσης και η Τζόαν Μπαέζ.

Ευχαριστώ τη ζωή, που μου έχει δώσει τόσα πολλά
Μου έδωσε δύο αστέρια, που όταν τα ανοίγω
Ξεχωρίζω τέλεια το μαύρο από το λευκό
Και στον ψηλό ουρανό το έναστρο φόντο του

Και μέσα στα πλήθη ο άντρας που αγαπώ
Ευχαριστώ στη ζωή, που μου έχει δώσει τόσα πολλά
Μου έδωσε τα ακούσματα και το αλφάβητο
Και μαζί τα λόγια που σκέφτομαι και φωνάζω

Μάνα, φίλος_η, αδελφός_ή και φως που λάμπει
Η διαδρομή της ψυχής αυτού που αγαπώ
Ευχαριστώ  τη ζωή …
Μου έχεις δώσει ένα αυτί σε όλη του την γκάμα
Να καταγράφω νύχτα και μέρα, γρύλους και καναρίνια
Σφυριά, τουρμπίνες, φλοιούς και γουργούριμα νερών,
Και την τρυφερή φωνή που τόσο αγάπησα

Ευχαριστώ ζωή, που μου έχεις δώσει τόσα πολλά

Την πορεία των κουρασμένων ποδιών μου…
Μαζί τους περπάτησα πόλεις και λακκούβες
Παραλίες και ερήμους, βουνά και πεδιάδες
Και το σπίτι σας, το δρόμο και το αίθριο
Ευχαριστώ ζωή, που μου έχεις δώσει τόσα πολλά

Με έχεις κάνει να γελάσω και να κλάψω
Έτσι ξεχωρίζω την ευτυχία από τη φθορά
Τα δύο υλικά που συνθέτουν το τραγούδι μου
Και το τραγούδι σου είναι το δικό μου τραγούδι

Ευχαριστώ ζωή,
Ευχαριστώ ζωή, που μου έχεις δώσει τόσα…

 

02 Οκτωβρίου 2023

Κεσκέκι _ Keşkek: χορταστικό, με πλούσια βουκολική αξέχαστη γεύση

Καταρχήν _χωρίς να ανατρέξουμε σε μπαμπινιώτιδες προφανώς, δεν έχει καμιά σχέση με το “ανήκομεν εις την δύσιν” ή με το ιστορικό του Χάρρυ Κλυνν “εμείς στη δύση έτσι το ΄χουμε”. Στα καραμανλήδικα (σσ. γραφή της τουρκικής γλώσσας με ελληνικούς χαρακτήρες _αντί των αραβικών, καθώς και διάλεκτος της τουρκικής, που χρησιμοποιούσαν τουρκόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες της Μικράς Ασίας, οι οποίοι αποκαλούνταν Καραμανλήδες, εξ ου και η ονομασία αυτής της διαλέκτου και γραφής, αλλά και σε ορισμένες άλλες περιοχές, όπως λ.χ. στη Μαύρη Θάλασσα), στα καραμανλήδικα λοιπόν σημαίνει «επιθυμία» και ίσως να εννοεί φαγητό επιθυμητό, λαχταριστό. Από την ανατολή, αιώνες πριν το παραδοσιακό πιάτο που αποτελείται κυρίως από “σπαστό” στάρι και κρέας, είχε ξεκινήσει να φτιάχνεται συνήθως σε γάμους και γιορτές και σήμερα ανήκει και στην Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Τουρκίας _UNESCO. Δεδομένου ότι η γειτονική χώρα κάτι τέτοια τα παλεύει “εθνοτικά” –και μάλιστα 10άδες  δήμοι έλαβαν “πιστοποιητικό γεωγραφικής ένδειξης”, με τη γεωγραφική καταχώριση του στο Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και Εμπορικών Σημάτων (δήμος Hatay, Mersin, Sivas, Bolu, Çanakkale, Edirne, Tekirdağ, Balıkesir, Sinop, Tokat, Samsun, Ordu, Çankırı, Denizli, Uşak, Afyonkarahisar, Amasya, Aydın, Çorum, Karabük, …Düzce + Keşkek)
Στην Καισαριανή _Σκοπευτήριο το πατροπαράδοτο έθιμο Κεσκέκι

Και επειδή οι λαοί δεν έχουν ποτέ τίποτε να χωρίσουν και μοιράζονται τη φτώχεια και το φαγητό αποτελεί σημείο επαφής και ανταλλαγής εμπειριών, σήμερα το συγκεκριμένο έδεσμα θα το βρούμε και σε πολλές περιοχές της χώρας μας, στα νησιά του Αιγαίου Λήμνο, Χίο, Λέσβο, Σάμο, Νικαριά, αλλά και παντού όπου μεταφέρθηκε από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Σε μας εδώ στην Καισαριανή, διαχρονικά από τα χρόνια του σφου Παναγιώτη Μακρή και μέχρι τις προάλλες, γίνεται τρικούβερτο γλέντι _μετά από την παραδοσιακή προετοιμασία σε καζάνια.

Καισαριανή _Σκοπευτήριο 2-Οκτ-2023
Η λαϊκή Συσπείρωση επί το έργον...

Το πατροπαράδοτο έθιμο, που ένωνε τους ανθρώπους, με γονιμικές καταβολές από αρχαιοτάτων χρόνων, διατηρήθηκε επί αιώνες σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας, καθώς και στην Κύπρο (γνωστό εκεί με το όνομα “ρέσι”), σε όλη την Καππαδοκία, τον Πόντο και τα παράλια του Αιγαίου από το Αϊδίνι έως την Έφεσο, την Αρτάκη, την Πάνορμο, την Ίμβρο, το Αϊβαλί (έφτιαχναν κεσκέκι και στη γιορτή του Αγίου Φιλίππου, μετά τη σπορά), την Πέργαμο, τη Σμύρνη και την Ερυθραία. Επίσης, στο Αϊβαλί.

Το σιτάρι, μουλιάζεται από την προηγούμενη και μετά το βράζουν (ξεκινώντας χαράματα ή και νωρίτερα) χτυπώντας το κάθε τόσο με κοπάνια (γουδοχέρι, αν είναι μικρότερη η ποσότητα) μέχρι που σιτάρι και κρέας σχεδόν λιώνουν και “μελώνουν” και μαγειρεύεται σε φωτιά από ξύλα. Αν και ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή (Τουρκία, Ιράν κλπ –όπως και στη χώρα μας), σερβίρεται με σάλτσα αποτελούμενη από κόκκινη (γλυκιά) πιπεριά, πελτέ ντομάτας, κρεμμύδι και λάδι ή βούτυρο. Φτιάχνεται με κάθε είδους κρέας μοσχάρι, αρνί ή κοτόπουλο και συνοδεύεται, αόμη και με ρεβίθια, ενώ μια δυο κουταλιές πηχτό αριάνι βοηθάει τη χώνεψη. Σε ορισμένες περιοχές φτιάχνεται από κόκαλα βοδινού, ακόμη και χωρίς κρέας και περιχύνεται με σάλτσα βουτύρου (όπως το γαμοπίλαφο).

Οι δοξαστικές καταβολές του, συνδέονται με τις αρχαιοελληνικές ζωοθυσίες (ταυροθυσίες). Επί αιώνες η θυσία του κόκορα, του προβάτου ή βοδιού στη μνήμη των αγίων, το «κουρμπάνι» (θυσία δλδ), όπως το ονόμαζαν στη Μικρά Ασία, αποτελούσε επίκληση της θείας προστασίας, ευχαριστία, εκπλήρωση τάματος για υγεία, ευτυχία, ευκαρπία, ξόρκισμα. Αργότερα, κατά τη χριστιανική περίοδο εναρμονίστηκε με τα χριστιανικά κοινόβια και τις τράπεζες της αγάπης.

σσ.
Tο κουρμπάνι (ή κουρπάνι) είναι ένα παλαιό έθιμο του ευρύτερου ελλαδικού χώρου και διατηρείται σήμερα στον ελληνικό και τουρκικό πολιτισμό. Βασικά συνίσταται στο τελετουργικό σφάξιμο και μαγείρεμα αρνιού, μοσχαριού, ταύρου ή αγελάδας. Κατά τους χριστιανούς συνήθως συνδέεται με την εορτή του Αγίου Γεωργίου. Το κρέας καταναλώνεται από τους πιστούς που έχουν προσέλθει στη γιορτή του. Ανάλογο έθιμο τηρείται και από τους Τούρκους με αφορμή διάφορες εορτές ή περιστάσεις.

Το κεσκέκι μαγειρευόταν επίσημα συνήθως την πρωτοχρονιά, σε γάμους, του Αγίου Γεωργίου και σε γιορτές αγίων γι’ αυτό ονομάζεται και "γιορτή" στη Σάμο. Το γίδι ή το βόδι που έσφαζαν (αναλόγως την περιοχή), παραπέμπει στην ευχή και προσδοκία να «στεριώσει ο γάμος» ή να πάει καλά η σοδειά, ανάλογα.

Προετοιμασία _παρασκευή

Υλικά: κρέας από γίδι, πρόβατο, ή βοδινό (αναλόγως την περιοχή), κοπανισμένο αποφλοιωμένο ολόκληρο στάρι +κρεμμύδια. Στη Σάμο παραδοσιακά φτιάχνεται στα κεντρικά και νότια χωριά (Σκουραίικα, Σπαθαραίοι, Παγώνδα, Πύργο, Μεσόγεια, Πάνδροσο και Χώρα) με κρέας από γίδα.

Το σιτάρι κοπανιέται σε μεγάλα ξύλινα ή πέτρινα γουδιά με μεγάλους ξύλινους κόπανους – μέχρι ο καρπός να αποφλοιωθεί και να σπάσει λίγο. Έπειτα στρώνεται σε σεντόνια στον γυναικωνίτη της εκκλησίας, για να στεγνώσει αφού πριν το κοπάνισμα έχει προηγηθεί καλό πλύσιμο και στη συνέχεια μετά από δύο μέρες περίπου το σιτάρι μαζεύεται και κοσκινίζεται καλά για να φύγει ο φλοιός. Όταν φτάσει η μέρα για την παρασκευή του, το σιτάρι πρέπει ξανά να πλυθεί και να μουλιάσει μέχρι να φουσκώσει, ενώ παράλληλα κόβονται τα κρεμμύδια σε μέτριο μέγεθος και φιλετάρεται  το κρέας και μόλις τα υλικά είναι όλα έτοιμα μοιράζονται στα καζάνια. Πρώτα κάτω κάτω, τοποθετείται το κρεμμύδι να καλύψει όλο τον πάτο (άσπρα– τα κόκκινα δεν τα προτιμάμε, γιατί βγάζουν κόκκινο ζουμί και δεν θέλουμε να σκουρύνει το φαΐ), από πάνω από το κρεμμύδι μπαίνει το κρέας έτσι ώστε να καλύψει όλο το κρεμμύδι να μη φαίνεται καθόλου, τέλος πάνω από το κρέας τοποθετείται το σιτάρι καλύπτοντας και αυτό με τη σειρά του το κρέας.
Μόλις τα υλικά μπουν όλα στο καζάνι, τελευταία τοποθετείται το λάδι και το νερό. Το νερό πρέπει να είναι καυτό, γι’ αυτό τον λόγο δίπλα στα καζάνια σιγοβράζει και ένα άλλο μικρότερο που περιέχει το νερό που θα χρησιμοποιηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του ψησίματος, το καζάνι αυτό με το νερό ονομάζεται «γιντέκ-ι».
Παλιά χρησιμοποιούσαν χάλκινα _ “γανωμένα” καζάνια, τώρα αλουμινένια τεντζερέδια και inox, στήνοντας δύο τσιμεντόλιθους επάνω από τα κάρβουνα για να ψηθεί το φαγητό “με σιγανή φωτιά, προσοχή, όχι με φλόγα!”, γι αυτό και παραδοσιακά, το μαγείρεμα του κεσκεκιού ονομάζεται “ψήσιμο” και οι μάγειροι “ψήστες” με τη φωτιά ελάχιστη, ώστε να μην δημιουργεί μεγάλη βράση, να αποφευχθεί η ανάμιξη των υλικών και να μην “πιάσει” το κρεμμύδι στον πάτο ούτε να βγει στην επιφάνεια. Γι αυτό και δεν ανακατεύεται καθόλου, παρά μόνο την επόμενη μέρα όταν είναι έτοιμο, χρησιμοποιώντας έναν στενό μπλάστρι, που τον χώνουν μέσα στο καζάνι κάθετα για να δουν αν φτάνει εύκολα στον πάτο του, δλδ αν έγινε το κρέας (θέλει κι αυτό την τέχνη του).

“17 ώρες σε αναμμένα κάρβουνα”
από τις 2 το μεσημέρι μέχρι το άλλο πρωί στις 7

Κάποιοι (πατέντα) στον πάτο του σκεύους βάζουν καλά καθαρισμένες καλαμιές, κομμένες στο μέγεθος του καζανιού, πολύ κολλητά μεταξύ τους για να μην πιάσει το φαγητό, ύστερα μια στρώση από μοσχαρίσιο τζιμπέρι -μπόλια από την κοιλιά του ζώου- και επάνω του ακουμπάμε τα πλευρά του πρόβατου κομμένα σε μεγάλα κομμάτια – κάποιοι ανάμεικτα με μοσχαρίσια πλευρά ή λίγο κιμά μαζί με το πρόβατο για να το γλυκίσουν ή ακόμα και γίδα αντί για πρόβατο, στη συνέχεια το καθαρό κρέας από τα μπούτια και τη μέση του ζώου, καθαρισμένο από το λίπος και κομμένο σε μικρά κομμάτια, σαν μπουκιές.

Όταν το κεσκέκι κοντεύει να γίνει, το στάρι αρχίζει και φουσκώνει επικίνδυνα και τότε οι ψήστες αφαιρούν το πάνω-πάνω και το τοποθετούν σε ένα άλλο καζάνι δίπλα ώστε να αποφύγουν το ξεχείλισμα. Αυτό με τα ζουμιά του ονομάζεται “αχταρμάς” και συνεχίζει να βράζει μέχρις ότου να γίνει και ανακατεύεται την επόμενη ημέρα με το (κυρίως) κεσκέκι.

Την επόμενη ημέρα αφού το φαγητό είναι έτοιμο, το κατεβάζουν από την φωτιά προστίθεται το αλάτι και αρχίζει το ανακάτεμα με μεγάλες ξύλινες κουτάλες σαν κουπιά ώστε να ξεχωρίσει το κρέας από τα κόκαλα (αν υπάρχουν) και να ανακατευτούνε όλα τα υλικά, δημιουργώντας έτσι ένα παχύρευστο χυλό, που θα είναι έτοιμος, όταν το “κουπί” θα στέκεται όρθιο στο κέντρο και αφού αγιαστεί από τον ιερέα, θα μοιραστεί στους παραβρισκόμενους.
Αλάτι βάζουμε λίγο στο τέλος και αφήνουμε να προσθέσει καθένας όσο θέλει στο πιάτο του. Καρυκεύματα και μυρωδικά απαγορεύονται. Μόνο λίγο πιπέρι μπορεί να βάλει από πάνω όποιος θέλει (πιπερόμυλος απαραίτητος). Οι επαγγελματίες έχουν ένα μεγάλο ειδικό εργαλείο σαν μίξερ “για να χυλώσει καλά”.

Όταν είναι έτοιμο το φαΐ, παίρνουμε δύο ξύλα που λέγονται κόπανοι και το γυρνάμε, να βγάλουμε από μέσα τα καλάμια και τα κόκαλα, με μεγάλες τσιμπίδες. Τα καλάμια τα έχουμε μετρημένα, για να ξέρουμε πόσα έχει μέσα το κάθε καζάνι και να μην ξεχάσουμε κανένα. Μόλις καθαριστεί, το ανακατεύουμε με μίξερ, Λένε πως το κισκέκ είναι έτοιμο όταν οι κόπανοι στέκονται από μόνοι τους όρθιοι στο κέντρο του καζανιού.
kiskek-Κεσκέκι_ Καισαριανή _Σκοπευτήριο 2-Οκτ-2023
Τρικούβερτο γλέντι με κεσκέκι _σε πρώτο πλάνο
ο υποψήφιος δήμαρχος με τη Λαϊκή Συσπείρωση Ηλίας Σταμέλος

Η πιο έντεχνη εκδοχή αυτού του εμβληματικού μικρασιάτικου φαγητού _πρωταγωνιστή στο γιορτινό τραπέζι. Επειδή η προέλευσή του χάνεται στο βάθος του χρόνου δεν γνωρίζουμε πώς ξεκίνησε και για ποιο λόγο ακριβώς καθιερώθηκε. Στο γαμήλιο τραπέζι συμβολίζει τη γονιμότητα και την ευκαρπία, λόγω σταριού, αλλά εμπεριέχει και την ιερότητα του κρέατος _συνήθως από το μοσχάρι το οποίο επί έναν χρόνο εκτρέφεται ειδικά για τον σκοπό αυτόν, για να γίνει κουρμπάνι γαμήλιο ή αϊγιωργιάτικο. Την παραμονή της γιορτής, το μοσχάρι της θυσίας, στολισμένο με κορδέλες, χαϊμαλιά και στεφάνια, φτάνει στην εκκλησία, το δένουν στην αυλή και μετά τον εσπερινό γίνεται η περιφορά του μαζί με τις εικόνες. Τέλος, ο ιερέας διαβάζει ευχές για το σφάγιο και μετά σφάζεται.
Κάθε περιοχή το παρασκευάζει με διαφορετικό τρόπο. Το κεσκέκ(ι) παραλλαγή της χερσονήσου της Ερυθραίας και πιο συγκεκριμένα από τα Βουρλά, τα Αλάτσατα, τον Τσεσμέ και όλο το ακρωτήριο του Καράμπουρνα, σε αντίθεση με άλλες περιοχές όπου το κεσκέκ(ι) γίνεται λασπώδες μετά από πολύ σχολαστικό ανακάτεμα και κοπάνημα του σταριού μαζί με το κρέας ή το πουλερικό, είναι εκδοχή που αφήνει το στάρι ολόκληρο, να φαίνεται στο μάτι και να το νιώθεις στο στόμα. Το λένε και «πιλάφι με στάρι». Το χρησιμοποιούν και ως γέμιση σε πουλερικό ή σε σπάλα αρνιού, την οποία τρυπούν προσεκτικά στη μασχάλη και στο μεγάλο κενό που σχηματιζόταν χώνουν το κεσκέκ(ι). Το φαγητό τότε λέγεται «σουράς».
 

 

Λιλή Ζωγράφου, η ασυμβίβαστη που όρθωσε το ανάστημά της σε πρέπει και επιταγές

«Σε γνώρισα κάποια βραδιά, παραμονές του Κλήδονα \ σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω\ Ήμουν παιδί στα δεκαεννιά, τα χείλη μου ξεκλείδωνα \ να πίνω, να φιλώ και να ρωτάω.

Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά \ πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία\ κι ό,τι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά\ είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία.

...Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, κυρά μου Συβαρίτισσα \ όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα\ Κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό \ Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα».

Νύχτωσε για τη "Συβαρίτισσα"

Η αγαπημένη "Συβαρίτισσα", η "γυναίκα που χάθηκε καβάλα στ' άλογο", η γυναίκα που όρθωσε το ανάστημά της σε πρέπει και επιταγές, η συγγραφέας που λάτρεψε τον Κάφκα και την Πράγα, η συγγραφέας που λατρεύτηκε από ένα φανατικό αναγνωστικό κοινό, η Λιλή Ζωγράφου έχασε τη μάχη, που επί μια βδομάδα έδινε με το θάνατο, στο Νοσοκομείο του Ηρακλείου. Στη γενέτειρα γη, άφησε την τελευταία της πνοή η ασυμβίβαστη γυναίκα, που σε όλη της τη ζωή πάλεψε, όπως η ίδια έλεγε, για την εσωτερική, την υπέρτατη ελευθερία. Η Λιλή Ζωγράφου βρισκόταν στο Ηράκλειο για διακοπές, όταν υπέστη βαρύτατο εγκεφαλικό επεισόδιο. Το τέλος γράφτηκε για εκείνην μέσα στην εντατική μονάδα, όταν η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε εξαιτίας κακοήθους εγκεφαλικού οιδήματος _"Έφυγε" πρόωρα στα 76 της σαν σήμερα 2-Οκτ-1998

Η Λιλή Ζωγράφου εμφανίστηκε αρκετά νέα στα ελληνικά γράμματα, το 1949 με το πεζογράφημα "Αγάπη" και καθιερώθηκε δέκα χρόνια αργότερα με το δοκίμιο "Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός". Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες. Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και τις ανατολικές χώρες. Εζησε αρκετά χρόνια στη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά λάτρευε την Πράγα, την πόλη που μεγάλωσε ο Κάφκα. Το 1962 ήταν η πρώτη, όπως με περηφάνια έλεγε, που έδωσε διάλεξη για τον Κάφκα στην Αθήνα. Έχουν εκδοθεί 24 βιβλία της, μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια και θέατρο, με αλλεπάλληλες εκδόσεις. Το τελευταίο της μυθιστόρημα "Η αγάπη άργησε μια μέρα" διασκευάστηκε και προβλήθηκε από την ΕΤ-1. Το τελευταίο της δοκίμιο "Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα, η ιστορία του φαλλού" εκδόθηκε φέτος από τις εκδόσεις "Αλεξάνδρεια".

Άνθρωπος χειμαρρώδης, χωρίς ταμπού στη γλωσσική της συμπεριφορά, η Λιλή Ζωγράφου, τόσο στα βιβλία της, όσο και στην προσωπική της ζωή, αρνήθηκε τον πεσιμισμό και δήλωνε τρελά ερωτευμένη με τη ζωή. Έρωτας για εκείνην ήταν η αιωνιότητα. Αντικαραμανλική και αντιπαπανδρεϊκή άσκησε άφοβα κριτική στην πολιτική ζωή. Είχε τη λεβεντιά της ειλικρίνειας και της αμεσότητας. Παντρεύτηκε τρεις φορές, αλλά διάλεξε να ζει μοναχικά.

Θυμίζουμε μερικά από τα έργα της: "Βιογραφία - Άπαντα Μ. Πολυδούρη" (1961), "Τι απόγινε εκείνος που 'ρθε να βάλει φωτιά" (Θέατρο, 1972), "Αντιγνώση, Τα δεκανίκια του Καπιταλισμού" (1974), "17 Νοέμβρη 1973 - Η νύχτα της μεγάλης σφαγής" (1974), "Καρυωτάκης - Πολυδούρη, Η αρχή της αμφισβήτησης" (1977), "Επάγγελμα: πόρνη", "Η γυναίκα που χάθηκε καβάλα στ' άλογο", "Η γυναίκα σου η αλήτισσα" "Νύχτωσε αγάπη μου, είναι χθες", "Παλαιοπώλης αναμνήσεων", "Πού έδυ μου το κάλλος", "Κάφκα, ο σύγχρονός μας" (1994) κ.ά.
__Όλα τα βιβλία της εδώ

Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1922, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Φοίτησε στο Λύκειο Κοραής και στο Καθολικό Γυμνάσιο των Ουρσουλίνων στη Νάξο. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση ενώ ήταν έγκυος και γέννησε στη φυλακή.

Η Λιλή Ζωγράφου εμφανίστηκε αρκετά νέα στα ελληνικά γράμματα, το 1949 με το πεζογράφημα “Αγάπη” και καθιερώθηκε δέκα χρόνια αργότερα με το δοκίμιο “Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός”. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες. Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και τις ανατολικές χώρες. Έζησε αρκετά χρόνια στη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά λάτρευε την Πράγα, την πόλη που μεγάλωσε ο Κάφκα. Το 1962 ήταν η πρώτη, όπως με περηφάνια έλεγε, που έδωσε διάλεξη για τον Κάφκα στην Αθήνα. Εχουν εκδοθεί 24 βιβλία της, μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια και θέατρο, με αλλεπάλληλες εκδόσεις. Το τελευταίο της μυθιστόρημα “Η αγάπη άργησε μια μέρα” διασκευάστηκε και προβλήθηκε από την ΕΤ‑1. Το τελευταίο της δοκίμιο “Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα, η ιστορία του φαλλού” εκδόθηκε φέτος από τις εκδόσεις “Αλεξάνδρεια”.

Άνθρωπος χειμαρρώδης, χωρίς ταμπού στη γλωσσική της συμπεριφορά, η Λιλή Ζωγράφου, τόσο στα βιβλία της, όσο και στην προσωπική της ζωή, αρνήθηκε τον πεσιμισμό και δήλωνε τρελά ερωτευμένη με τη ζωή. Έρωτας για εκείνην ήταν η αιωνιότητα.

Από τη θέση της δημοσιογράφου αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Παπαδόπουλου.  Αντικαραμανλική και αντιπαπανδρεϊκή άσκησε άφοβα κριτική στην πολιτική ζωή. Είχε τη λεβεντιά της ειλικρίνειας και της αμεσότητας. Παντρεύτηκε τρεις φορές, αλλά διάλεξε να ζει μοναχικά.

Από τα πιο σημαντικά έργα της η “Αντίγνωση: Τα δεκανίκια του καπιταλισμού” στο οποίο περιγράφει πώς ο χριστιανισμός έγινε ο θεμελιακός όρος για την επικράτηση του καπιταλισμού ανά τον κόσμο. Το πιο γνωστό έργο της είναι το μυθιστόρημα “Η Συβαρίτισσα” με έντονα αυτοβιογραφικό χρώμα και εμφανείς επιρροές από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία.

Στο βιβλίο της «"Νίκος Καζαντζάκης" -ένας τραγικός» (ανεξαρτήτως συμφωνίας ή μη με το συνολικό περιεχόμενο) αναφέρει:
Ο Καζαντζάκης είχε μια κακή συνήθεια: δεν αλάφρωνε ποτέ τα γραφτά του, ούτε και τη ζωή του, από τα περιττά. Έτσι πέρασε τα σύνορα της παιδικότητας και της εφηβείας και μπήκε, σαν γέρος καμπουριασμένος παρ’ όλα τα νιάτα του, στη ζωή, κουβαλώντας στις πλάτες του το οικογενειακό του δράμα.
Το να υποτάξεις το υλικό «Καζαντζάκης», να του δώσεις μια συνοχή, παρ’ όλη την αέναη επανάληψή του, είναι άθλος.
Το τι πίκρες μου στοίχησε αυτός ο άνθρωπος, τι προβλήματα συνείδησης, τι αγωνίες κι αμφιταλαντεύσεις για να κρατιέμαι πάντα στον ίσιο δρόμο, να μείνω ανεπηρέαστη, αληθινή και συνεπής, δεν λέγεται. Ήρθανε στιγμές που αγαναχτούσα για ό,τι ένιωθα μόνο από διαίσθηση χωρίς να μπορώ να το αποδείξω. Και σαν ανακάλυπτα ότι θα στήριζε και θα δικαίωνε ξεκάθαρα την άποψή μου, αντί για ικανοποίηση αισθανόμουνα συντριβή.
Ένας τραγικός –να τι ήταν ο Καζαντζάκης–, «ένας ακροβάτης πάνω απ’ το χάος», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, άσπλαχνος για την ανθρωπότητα, άσπλαχνος για τον εαυτό του, που ’χε φυλάξει όμως μπόλικη ασπλαχνιά και για τον μελετητή του.

Στην πρώτη και μεγαλύτερη μούσα του τη Γαλάτεια, από τη Γερμανία, εντάσσοντας, με υπέροχο ποιητικό τρόπο, την εργατική τάξη, στον ιδιότυπο, καθαρά προσωπικό του «μεσσιανισμό» γράφει:

Το νέο πρόσωπο του Θεού μου, όπως συχνά Σού ‘γραψα, είναι ένας αργάτης που πεινάει, δουλέβει κ’ εξανίσταται. Ένας αργάτης που μυρίζει καπνό και κρασί, σκοτεινός, δυνατός, όλος επιθυμίες και δίψα εκδίκησης.
Είναι σαν τους παλιούς ανατολίτες αρχηγούς με προβιές στα πόδια, με διπλό τσεκούρι στη δερματένια ζώνη, ένας Τσιγκισχάνος, που οδηγάει καινούργιες ράτσες που πεινούν και γκρεμίζει τα παλάτια και τα κελάρια των χορτασμένων κι αρπάζει τα χαρέμια των ανίκανων.
Είναι σκληρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέληση, χωρίς συβιβασμούς, ανένδοτος. Η Γης τούτη είναι το χωράφι του, ουρανός και Γης είναι ένα
.

__    Σαν χαρακτηριστικά του ύφους της αναφέρουμε:
1. _”από το επάγγελμα πόρνη
ΠΡΟΕΙΛΟΠΟΙΗΣΗ: Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής πού ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους. Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια ή με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν ’ αντιδράσω , να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό. Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν ’ ανοίξω τα μάτια εκείνων πού δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων πού εθελοτυφλούν. Όχι, ή επανάσταση μου δε θα στρεφόταν κατά τού κατεστημένου και τού συστήματος του, αλλά εναντίον εκείνων πού το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
H γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης. Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μάς ανήκει καν, όπως δε μάς ανήκει τίποτα, από τη γη πού κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας. Όταν ό κάθε τυχάρπαστος, ό κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ ’ έναν πάγκο η σ ’ ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει. Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο, από το «χάσμα των γενεών» πού αποκόβει τούς ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τούς αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας. Ό άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί. Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες. O Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων πού πραγματοποιούνται σ ’ όλες τις περιοχές τού πλανήτη. Ή συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά τού κυβερνήτη του, εκπρόσωπου τού κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ ’ αυτό το λαό.

Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί. Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί άλλαξαν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, ή συνταγή τρο¬ποποιήθηκε. Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλει¬δώσει τις χειροπέδες. Ό λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του. Γι ’ αυτό και μείς, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.χ., πού θα σημαίνει «τώρα πια προ Χούντας», και μ.Χ, «μετά τη Χούντα». Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Ή ' Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας.
__Οκτώβρης 1978 μ.Χ.

2. _από το “η αγάπη άργησε μια μέρα
Ένα ακόμη μυθιστόρημα; Ναι. Άλλα και μια διαμαρτυρία αγανάκτησης με πρόθεση τον διασυρμό της υποχρεωτικής σωματικής υποκρισίας πού καταλήγει σε μαρτυρική στέρηση, σ’ ένα παρανοϊκό αυτομαστίγωμα με αποτέλεσμα τη σωματική και ψυχική αναπηρία.

Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο πού φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες πού πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν έναν φράχτη πού απέκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι πού οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν ’ αντιληφτείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη τού σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και ή σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων πού δεν ζουν τώρα και δεκαετίες. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα τού πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής πού αγωνιζόταν να επαναληφτεί. Η αχαμνή φωτιά τού τζακιού οπού σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε τη γριά πού ξεψυχούσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν —κατ ’ εντολήν της ετοιμοθάνατης —ν ’ ανάψει πριν πήξει το σκοτάδι έξω.

Οι τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στην αυλή. Ό γιατρός ομολόγησε πριν λίγο λυπημένος στην Εργίνη ότι ή κυρία Ασπασία δεν θα ζούσε πέρα από ένα εικοσιτετράωρο το πολύ. «Τα χρόνια, βλέπετε, δεν βοηθούνε».

Η Εργίνη με κοψιά και στήσιμο μόνιμου λοχία τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα για τη διπλή βλασφημία. Πρώτον ή Ασπασία είναι δεσποινίς, αλλά και για τον υπαινιγμό της ηλικίας πού ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ό παλιός οικογενειακός τους γιατρός πού σεβότανε τον άγραφο νόμο να αναφέρονται ηλικίες και ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος και από τον μακαρίτη τον πατέρα τους. Τί να περιμένεις άπ΄αύτούς τους ανίδεους νέους επιστήμονες; Λες κι είναι δυνατό να χαθεί ή αδελφή Ασπασία σαν να ’ταν ό πρώτος τυχών. Ποιος θ’ αποφάσιζε για την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών και ποιος θα εμφανιζόταν σαν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη την έξοδο άπ ’ όπου έφυγε πριν λίγο ό γιατρός, αγανακτισμένη για την ιεροσυλία πού ξεστόμισε. Ποιά ήταν ή Ασπασία για να πεθάνει όπως όλοι; Η Ασπασία πού τη σεβόταν όλο το Νεοχώρι και πού διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τον ίδιο κλονισμό είχαν ζήσει και με το θηριώδη πατέρα πού, αφού αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε ή Ασπασία πώς ένας Φτενούδος δεν πεθαίνει έτσι και πως θα νικούσε καθώς κι ο Διγενής το Θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτενοΰδος δεν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Και είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, αλλά κανείς δεν έμαθε από τί έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε ή μητέρα, μ’ όλο το σεβασμό, να καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σαν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ ’ από τ ’ αγκαθωτά άσπρα γένια του τα βρώμικα κίτρινα δόντια του, «δεν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη να μου παραστήσει τον πολύξερο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια.

Δεν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οι κόρες του, σίγουρες για την παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν όταν φώναξε ή μάνα τους, «ό πατέρας σας πέθανε». Έτρεξαν όλες κι έσκυψαν πάνω από το ακίνητο πτώμα, βέβαιες ότι αντίκριζαν μια ανωμαλία της ζωής. Στα μάτια ολονών τους διάβαζες την ίδια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενοΰδος;

Δυσκολεύτηκαν για καιρό να παραδεχτούν το θάνατό του. Όχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τούς ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο από την τρομάρα. Και τώρα τρόμαζαν για την ανατροπή του. Τον ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο και πολύ καιρό μετά το θάνατό του κοψοχολιάζανε μπας και κάποια στιγμή εκτιναχτεί από τον τάφο του —καθώς του άναβαν το καντήλι —και τούς ζητούσε το λόγο, για το πώς όντας κατώτερός του τολμούσαν να επιζούν με τέτοιο θράσος και υγεία προσβάλλοντας τον ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν στην ιδέα πώς δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας την εξουσία του αψηφώντας τον.

Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη πού αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα και κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα πού δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πώς οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τούς κακόμοιρους τούς ζωντανούς και πώς ή ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενοΰδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιούς και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά.

Όταν γεννήθηκε ή προτελευταία φώτισε ό κόσμος από την ομορφιά της νεογέννητης, με την πρώτη κιόλας μέρα του ερχομού της. Με δύο σπάνια μενεξελιά μάτια πού κοίταζαν εκστατικά την Εριφύλη. Κι αυτή την έσφιγγε σφιχτά στην αγκαλιά της, νιώθοντας για πρώτη φορά στη ζωή της το θαύμα του έρωτα. Και πρώτη φορά χαμογέλασε πραγματικά ευτυχισμένη θαυμάζοντας το όπάλινο πρόσωπο του παιδιού, καθώς τα μάτια του ρίχνανε γαλάζιες ανταύγειες σαν αποκόμματα του ουρανοί στο μέτωπο και τα μάγουλά του, τόσο διάφανο και λαμπερό σαν τα πρωινά του κόσμου. Κι όλη στεφανωμένη από άφθονα ξανθά μαλλιά, απροσδόκητα φωτεινή στην καταμελάχρινη οικογένεια και τόσο ξένη από την αγροίκα μαυριδερή μορφή του Μιχαήλο, που θα ’λεγες πως τη συνέλαβε μόνη της ή μάνα, μυρίζοντας τ ’ αγριολούλουδα του κήπου της, τόσο πού διψούσε για ομορφιά και έρωτα.

Ύστερα φοβήθηκε μην τη χάσει τέτοια σπάνια κόρη. Είχε ακούσει για ένα βρέφος πού πέθανε νωρίς χωρίς αιτία και πώς ή μαμή πού το φαλόδεσε τό ’πε: "Όταν δω νεογέννητο σαν άγγελο φρεσκοκομμένο από τα λουλούδια του παραδείσου, τό ξέρω πώς δεν θα μείνει για πολύ κοντά στους θνητούς και πώς θα ξαναγυρίσει σύντομα στους ουρανούς πού ανήκει".

Τη βάφτισε Ερατώ. Τί σημαίνει, τη ρώτησαν τ’ άλλα της κορίτσια. « ’ Ερατώ σημαίνει αυτή πού ξυπνάει την επιθυμία. Ήταν μια από τις Μούσες, αλλά και μια Νηρηίδα ανάμεσα στις πενήντα θυγατέρες του Νηρέα, όλες αθάνατες νύμφες ξακουστές για την ομορφιά τους».

Σ’ αυτά δεν ανακατευόταν ο Μιχαήλος. Εκείνος αποφάσισε μόνος του για τα ονόματα των τριών γιων του.  μισή ντουζίνα τα θηλυκά πού γέμιζαν τό σπιτικό του θα τον άφηναν αδιάφορο αν δεν υποχρεωνόταν να ταΐζει τόσα άχρηστα στόματα. Μόνο για τη γυναίκα του την Εριφύλη πού ήταν δασκάλα ένιωθε ένα σιωπηλό δέος.
Στις αρχές του αιώνα πού την παντρεύτηκε δεν υπήρχαν ούτε στις πόλεις πολλές γυναίκες δασκάλες.
Υποχρεωτικά ωστόσο σταμάτησε να διδάσκει όσο πλήθαιναν τα παιδιά. Φυσικά δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό της γυναίκας του γι ’ αυτή τη γαλατερή θυγατέρα με τα ξεπλυμένα σχεδόν άσπρα μαλλιά σαν άχυρα, αλλά δεν τολμούσε να τό εκδηλώσει, γιατί συχνά ένιωθε στη σιωπή της μια αποδοκιμασία πού ποτέ δεν άντεξε να τη θεωρήσει σαν περιφρόνηση σε βάρος του.

Τό γαλανόξανθο κοριτσάκι ωστόσο προκαλούσε την ίδια αποδοκιμασία και στις γειτόνισσες πού προσφέρθηκαν να της φέρουν βότανα από τό βουνό να λούσει τό νεογέννητο, ώστε να γίνουν τα μαλλιά του σκούρα σαν όλων των ανθρώπων στο χωριό. Ή ’ Εριφύλη τότε γελούσε συγκρατημένα, γεμάτη κρυφή περιφρόνηση, ρίχνοντας λατρευτικές ματιές στο κοριτσάκι πού έλαμπε σαν ήλιος στην κρεμαστή κούνια πάνω από τό κρεβάτι της.

Λίγα χρόνια πριν χαμογέλασε ξανά με την ίδια κοροϊδευτική διάθεση μπροστά στην αποκοτιά τού άνδρα της. Θυμόταν πάντα κείνο τό απομεσήμερο σαν τό φαιδρότερο της ζωής της, όταν εμφανίστηκε στον κήπο τους ό μαρμαράς τού χωριού, καλλιτέχνης όλων των μνημάτων και των σταυρών τους στο νεκροταφείο. Περπατούσε προσεχτικά σηκώνοντας στους ώμους του ένα μεγάλο δέμα τυλιγμένο σε μια κουρελού. Τό απόθεσε προσεχτικά με τή βοήθεια τού Μιχαήλο στο πέτρινο τραπέζι τού εξώστη κι έφυγε. Στη σκηνή ήταν παρόντες η Εριφύλη και ο γιός του ό χωροφύλακας.

«Φώναξε τις αδελφές σου», είπε στην πρωτοκόρη του Ασπασία πού παρουσιάστηκε στην πόρτα.
Τα κορίτσια τρέξανε πρόθυμα και πάντα συνεσταλμένα στάθηκαν στη σειρά.
«Ξέρετε τί είναι αυτό;»

Τα κορίτσια δεν τόλμησαν να σηκώσουν εντελώς τα μάτια τους, σύμφωνα με την απαγόρευση του πατέρα τους να τον κοιτούν κατάματα. Φαντάστηκαν ωστόσο πώς Θα ’ταν κάποιο τεράστιο παπούτσι, σαν εκείνο πού είχε κάποτε στην πόρτα τού μαγαζιού του, σαν διαφήμιση. Γιατί ό πατέρας τους ό Μιχαήλος ήταν τσαγκάρης, φημισμένος για τις τέλειες μπότες του πού τις έλεγαν και στιβάνια. Όλοι οι χωρικοί τα χρόνια εκείνα φορούσαν τις ψηλές μπότες του. Αλλά έκανε και τον μπαλωματή. Οι μπότες ήταν πολυτέλεια πού προϋπέθετε ευμάρεια και δεν επαναλαμβανόταν συχνά για τούς περισσότερους. Τα παιδιά εξάλλου περπατούσαν όλα ξυπόλυτα στους δρόμους. Καθώς παίρνανε μπόι και μαζί μεγάλωναν και τα πόδια τους, ελάχιστοι πλούσιοι μπορούσαν να ξοδεύουν για να τα παπουτσώνουν με καινούρια κάθε χρόνο. Φυσικά τα παιδιά του Μιχαήλο, κορίτσια κι αγόρια, δεν περπάτησαν ποτέ ξυπόλυτα, προκαλώντας τό φθόνο αλλά και ανεβάζοντας τό γόητρο της οικογένειας, μια και τα παπούτσια καταξίωναν την κοινωνική ανωτερότητα. Αυτή ή κατά κάποιον τρόπο εξίσωση με τα παιδιά τού τσαγκάρη ενοχλούσε λίγο τούς δύο γιατρούς και τούς τέσσερις δικηγόρους της κωμόπολης πού συγκέντρωνε τα Δικαστήρια της επαρχίας, την «Επιθεώρηση Στοιχειώδους Έκπαιδεύσεως» και την Αστυνομική Διοίκηση του νομού.

Μ΄ένα σπάνια πρόσχαρο ύφος ό Μιχαήλος τράβηξε την κουρελού και δήλωσε:

  • «Αυτό είναι τό οικόσημό μας».

Παγερή σιωπή υποδέχτηκε τη στομφώδη δήλωση.

  • «Έλα δω έσύ, νά δούμε τί γράμματα έμαθες κοτζάμ χωροφύλακας».

Ο Ελευθέριος διάβασε δυνατά τά χαραγμένα πάνω στο μαρμάρινο ημικύκλιο γράμματα.
Οικογένεια Μιχαήλου Φτενούδου του Ευαγγέλου  Υποδηματοποιού γεννηθέντος  εν έτει 1879 _Εν Νεοχωρίω 1925

Ο Μιχαήλος κοίταζε ολόγυρα περιμένοντας κάποια εκδήλωση θαυμασμού ή ενθουσιασμοί, λησμονώ¬ντας ότι τούς απαγόρευε να μιλούν και να γελούν μπροστά του.

  • «Και τί το κάνουν Μιχαήλο αυτό», ρώτησε ή Εριφύλη χαμογελώντας όσο πιο ταπεινά μπορούσε.
  • «Τό βάζουν πάνω από την εξώπορτα εκεί πού είναι τώρα ή πέτρινη καμάρα».

Τα παιδιά εξακολουθούσαν να απορούν με το άγνωστο χαρούμενο πρόσωπο τού πατέρα τους.

  • «Για να ξέρουν οι χωριανοί που καθόμαστε;» επέμεινε ή Εριφύλη.
  • «Αφού οι περισσότεροι είναι αγράμματοι», πετάχτηκε ο Ελευθέριος.
  • «Μη λέτε βλακείες», τόνισε κοφτά ο Μιχαήλος. "Όταν έχουμε οικόσημο δείχνουμε πώς είμαστε και άρχοντες".
  • «Σαν ποιούς; Αφού κανένας στο χωριό δεν έχει οικόσημο», ρώτησε πάλι ή Εριφύλη.
  • «Σαν ποιούς; Σαν τούς Βενετσάνους. Και βέβαια δεν έχει κανένας στο χωριό. Εμείς όμως βγάλαμε έναν λοχαγό, έναν χωροφύλακα και μια θυγατέρα πού λένε πώς θα βγει δασκάλα», φώναξε τσαντισμένος κι έφυγε.

Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω στη μητέρα τους γεμάτα περιέργειες. Πώς τό λένε, γιατί τό ’χουμε, που θα τό βάλουμε. Τότε πετάχτηκε ή πρωτοκόρη Ασπασία πού υποτίθεται πώς γνώριζε τα πάντα.

  • «Μα δεν καταλάβατε τίποτα; Αυτός ό μεγάλος άνθρωπος, ο πατέρας μας, μας ευεργέτησε, γιατί μάς έκανε άρχοντες ανώτερους άπ’ όλο τό Νεοχώρι».
  • «Και πώς γίνεται αυτό;»
  • « Αδελφή Ασπασία, και τί είναι οι Βενετσάνοι;»
  • «Τί είναι οι Βενετσάνοι; Υποδηματοποιοί σαν τον πατέρα μας, ανόητες...»

Η Εριφύλη τη διέκοψε, «οι Βενετσάνοι κόρη μου ήταν άρχοντες, ευγενείς ιππότες, κόντηδες και πρίγκιπες πού ήρθαν με μεγάλο στόλο και κατακτήσανε τό νησί μας πριν τούς Τούρκους».