02 Οκτωβρίου 2023

Λιλή Ζωγράφου, η ασυμβίβαστη που όρθωσε το ανάστημά της σε πρέπει και επιταγές

«Σε γνώρισα κάποια βραδιά, παραμονές του Κλήδονα \ σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω\ Ήμουν παιδί στα δεκαεννιά, τα χείλη μου ξεκλείδωνα \ να πίνω, να φιλώ και να ρωτάω.

Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά \ πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία\ κι ό,τι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά\ είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία.

...Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, κυρά μου Συβαρίτισσα \ όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα\ Κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό \ Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα».

Νύχτωσε για τη "Συβαρίτισσα"

Η αγαπημένη "Συβαρίτισσα", η "γυναίκα που χάθηκε καβάλα στ' άλογο", η γυναίκα που όρθωσε το ανάστημά της σε πρέπει και επιταγές, η συγγραφέας που λάτρεψε τον Κάφκα και την Πράγα, η συγγραφέας που λατρεύτηκε από ένα φανατικό αναγνωστικό κοινό, η Λιλή Ζωγράφου έχασε τη μάχη, που επί μια βδομάδα έδινε με το θάνατο, στο Νοσοκομείο του Ηρακλείου. Στη γενέτειρα γη, άφησε την τελευταία της πνοή η ασυμβίβαστη γυναίκα, που σε όλη της τη ζωή πάλεψε, όπως η ίδια έλεγε, για την εσωτερική, την υπέρτατη ελευθερία. Η Λιλή Ζωγράφου βρισκόταν στο Ηράκλειο για διακοπές, όταν υπέστη βαρύτατο εγκεφαλικό επεισόδιο. Το τέλος γράφτηκε για εκείνην μέσα στην εντατική μονάδα, όταν η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε εξαιτίας κακοήθους εγκεφαλικού οιδήματος _"Έφυγε" πρόωρα στα 76 της σαν σήμερα 2-Οκτ-1998

Η Λιλή Ζωγράφου εμφανίστηκε αρκετά νέα στα ελληνικά γράμματα, το 1949 με το πεζογράφημα "Αγάπη" και καθιερώθηκε δέκα χρόνια αργότερα με το δοκίμιο "Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός". Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες. Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και τις ανατολικές χώρες. Εζησε αρκετά χρόνια στη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά λάτρευε την Πράγα, την πόλη που μεγάλωσε ο Κάφκα. Το 1962 ήταν η πρώτη, όπως με περηφάνια έλεγε, που έδωσε διάλεξη για τον Κάφκα στην Αθήνα. Έχουν εκδοθεί 24 βιβλία της, μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια και θέατρο, με αλλεπάλληλες εκδόσεις. Το τελευταίο της μυθιστόρημα "Η αγάπη άργησε μια μέρα" διασκευάστηκε και προβλήθηκε από την ΕΤ-1. Το τελευταίο της δοκίμιο "Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα, η ιστορία του φαλλού" εκδόθηκε φέτος από τις εκδόσεις "Αλεξάνδρεια".

Άνθρωπος χειμαρρώδης, χωρίς ταμπού στη γλωσσική της συμπεριφορά, η Λιλή Ζωγράφου, τόσο στα βιβλία της, όσο και στην προσωπική της ζωή, αρνήθηκε τον πεσιμισμό και δήλωνε τρελά ερωτευμένη με τη ζωή. Έρωτας για εκείνην ήταν η αιωνιότητα. Αντικαραμανλική και αντιπαπανδρεϊκή άσκησε άφοβα κριτική στην πολιτική ζωή. Είχε τη λεβεντιά της ειλικρίνειας και της αμεσότητας. Παντρεύτηκε τρεις φορές, αλλά διάλεξε να ζει μοναχικά.

Θυμίζουμε μερικά από τα έργα της: "Βιογραφία - Άπαντα Μ. Πολυδούρη" (1961), "Τι απόγινε εκείνος που 'ρθε να βάλει φωτιά" (Θέατρο, 1972), "Αντιγνώση, Τα δεκανίκια του Καπιταλισμού" (1974), "17 Νοέμβρη 1973 - Η νύχτα της μεγάλης σφαγής" (1974), "Καρυωτάκης - Πολυδούρη, Η αρχή της αμφισβήτησης" (1977), "Επάγγελμα: πόρνη", "Η γυναίκα που χάθηκε καβάλα στ' άλογο", "Η γυναίκα σου η αλήτισσα" "Νύχτωσε αγάπη μου, είναι χθες", "Παλαιοπώλης αναμνήσεων", "Πού έδυ μου το κάλλος", "Κάφκα, ο σύγχρονός μας" (1994) κ.ά.
__Όλα τα βιβλία της εδώ

Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1922, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Φοίτησε στο Λύκειο Κοραής και στο Καθολικό Γυμνάσιο των Ουρσουλίνων στη Νάξο. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση ενώ ήταν έγκυος και γέννησε στη φυλακή.

Η Λιλή Ζωγράφου εμφανίστηκε αρκετά νέα στα ελληνικά γράμματα, το 1949 με το πεζογράφημα “Αγάπη” και καθιερώθηκε δέκα χρόνια αργότερα με το δοκίμιο “Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός”. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες. Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και τις ανατολικές χώρες. Έζησε αρκετά χρόνια στη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά λάτρευε την Πράγα, την πόλη που μεγάλωσε ο Κάφκα. Το 1962 ήταν η πρώτη, όπως με περηφάνια έλεγε, που έδωσε διάλεξη για τον Κάφκα στην Αθήνα. Εχουν εκδοθεί 24 βιβλία της, μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια και θέατρο, με αλλεπάλληλες εκδόσεις. Το τελευταίο της μυθιστόρημα “Η αγάπη άργησε μια μέρα” διασκευάστηκε και προβλήθηκε από την ΕΤ‑1. Το τελευταίο της δοκίμιο “Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα, η ιστορία του φαλλού” εκδόθηκε φέτος από τις εκδόσεις “Αλεξάνδρεια”.

Άνθρωπος χειμαρρώδης, χωρίς ταμπού στη γλωσσική της συμπεριφορά, η Λιλή Ζωγράφου, τόσο στα βιβλία της, όσο και στην προσωπική της ζωή, αρνήθηκε τον πεσιμισμό και δήλωνε τρελά ερωτευμένη με τη ζωή. Έρωτας για εκείνην ήταν η αιωνιότητα.

Από τη θέση της δημοσιογράφου αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Παπαδόπουλου.  Αντικαραμανλική και αντιπαπανδρεϊκή άσκησε άφοβα κριτική στην πολιτική ζωή. Είχε τη λεβεντιά της ειλικρίνειας και της αμεσότητας. Παντρεύτηκε τρεις φορές, αλλά διάλεξε να ζει μοναχικά.

Από τα πιο σημαντικά έργα της η “Αντίγνωση: Τα δεκανίκια του καπιταλισμού” στο οποίο περιγράφει πώς ο χριστιανισμός έγινε ο θεμελιακός όρος για την επικράτηση του καπιταλισμού ανά τον κόσμο. Το πιο γνωστό έργο της είναι το μυθιστόρημα “Η Συβαρίτισσα” με έντονα αυτοβιογραφικό χρώμα και εμφανείς επιρροές από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία.

Στο βιβλίο της «"Νίκος Καζαντζάκης" -ένας τραγικός» (ανεξαρτήτως συμφωνίας ή μη με το συνολικό περιεχόμενο) αναφέρει:
Ο Καζαντζάκης είχε μια κακή συνήθεια: δεν αλάφρωνε ποτέ τα γραφτά του, ούτε και τη ζωή του, από τα περιττά. Έτσι πέρασε τα σύνορα της παιδικότητας και της εφηβείας και μπήκε, σαν γέρος καμπουριασμένος παρ’ όλα τα νιάτα του, στη ζωή, κουβαλώντας στις πλάτες του το οικογενειακό του δράμα.
Το να υποτάξεις το υλικό «Καζαντζάκης», να του δώσεις μια συνοχή, παρ’ όλη την αέναη επανάληψή του, είναι άθλος.
Το τι πίκρες μου στοίχησε αυτός ο άνθρωπος, τι προβλήματα συνείδησης, τι αγωνίες κι αμφιταλαντεύσεις για να κρατιέμαι πάντα στον ίσιο δρόμο, να μείνω ανεπηρέαστη, αληθινή και συνεπής, δεν λέγεται. Ήρθανε στιγμές που αγαναχτούσα για ό,τι ένιωθα μόνο από διαίσθηση χωρίς να μπορώ να το αποδείξω. Και σαν ανακάλυπτα ότι θα στήριζε και θα δικαίωνε ξεκάθαρα την άποψή μου, αντί για ικανοποίηση αισθανόμουνα συντριβή.
Ένας τραγικός –να τι ήταν ο Καζαντζάκης–, «ένας ακροβάτης πάνω απ’ το χάος», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, άσπλαχνος για την ανθρωπότητα, άσπλαχνος για τον εαυτό του, που ’χε φυλάξει όμως μπόλικη ασπλαχνιά και για τον μελετητή του.

Στην πρώτη και μεγαλύτερη μούσα του τη Γαλάτεια, από τη Γερμανία, εντάσσοντας, με υπέροχο ποιητικό τρόπο, την εργατική τάξη, στον ιδιότυπο, καθαρά προσωπικό του «μεσσιανισμό» γράφει:

Το νέο πρόσωπο του Θεού μου, όπως συχνά Σού ‘γραψα, είναι ένας αργάτης που πεινάει, δουλέβει κ’ εξανίσταται. Ένας αργάτης που μυρίζει καπνό και κρασί, σκοτεινός, δυνατός, όλος επιθυμίες και δίψα εκδίκησης.
Είναι σαν τους παλιούς ανατολίτες αρχηγούς με προβιές στα πόδια, με διπλό τσεκούρι στη δερματένια ζώνη, ένας Τσιγκισχάνος, που οδηγάει καινούργιες ράτσες που πεινούν και γκρεμίζει τα παλάτια και τα κελάρια των χορτασμένων κι αρπάζει τα χαρέμια των ανίκανων.
Είναι σκληρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέληση, χωρίς συβιβασμούς, ανένδοτος. Η Γης τούτη είναι το χωράφι του, ουρανός και Γης είναι ένα
.

__    Σαν χαρακτηριστικά του ύφους της αναφέρουμε:
1. _”από το επάγγελμα πόρνη
ΠΡΟΕΙΛΟΠΟΙΗΣΗ: Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής πού ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους. Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια ή με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν ’ αντιδράσω , να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό. Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν ’ ανοίξω τα μάτια εκείνων πού δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων πού εθελοτυφλούν. Όχι, ή επανάσταση μου δε θα στρεφόταν κατά τού κατεστημένου και τού συστήματος του, αλλά εναντίον εκείνων πού το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
H γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης. Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μάς ανήκει καν, όπως δε μάς ανήκει τίποτα, από τη γη πού κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας. Όταν ό κάθε τυχάρπαστος, ό κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ ’ έναν πάγκο η σ ’ ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει. Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο, από το «χάσμα των γενεών» πού αποκόβει τούς ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τούς αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας. Ό άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί. Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες. O Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων πού πραγματοποιούνται σ ’ όλες τις περιοχές τού πλανήτη. Ή συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά τού κυβερνήτη του, εκπρόσωπου τού κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ ’ αυτό το λαό.

Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί. Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί άλλαξαν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, ή συνταγή τρο¬ποποιήθηκε. Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλει¬δώσει τις χειροπέδες. Ό λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του. Γι ’ αυτό και μείς, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.χ., πού θα σημαίνει «τώρα πια προ Χούντας», και μ.Χ, «μετά τη Χούντα». Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Ή ' Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας.
__Οκτώβρης 1978 μ.Χ.

2. _από το “η αγάπη άργησε μια μέρα
Ένα ακόμη μυθιστόρημα; Ναι. Άλλα και μια διαμαρτυρία αγανάκτησης με πρόθεση τον διασυρμό της υποχρεωτικής σωματικής υποκρισίας πού καταλήγει σε μαρτυρική στέρηση, σ’ ένα παρανοϊκό αυτομαστίγωμα με αποτέλεσμα τη σωματική και ψυχική αναπηρία.

Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο πού φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες πού πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν έναν φράχτη πού απέκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι πού οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν ’ αντιληφτείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη τού σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και ή σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων πού δεν ζουν τώρα και δεκαετίες. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα τού πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής πού αγωνιζόταν να επαναληφτεί. Η αχαμνή φωτιά τού τζακιού οπού σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε τη γριά πού ξεψυχούσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν —κατ ’ εντολήν της ετοιμοθάνατης —ν ’ ανάψει πριν πήξει το σκοτάδι έξω.

Οι τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στην αυλή. Ό γιατρός ομολόγησε πριν λίγο λυπημένος στην Εργίνη ότι ή κυρία Ασπασία δεν θα ζούσε πέρα από ένα εικοσιτετράωρο το πολύ. «Τα χρόνια, βλέπετε, δεν βοηθούνε».

Η Εργίνη με κοψιά και στήσιμο μόνιμου λοχία τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα για τη διπλή βλασφημία. Πρώτον ή Ασπασία είναι δεσποινίς, αλλά και για τον υπαινιγμό της ηλικίας πού ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ό παλιός οικογενειακός τους γιατρός πού σεβότανε τον άγραφο νόμο να αναφέρονται ηλικίες και ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος και από τον μακαρίτη τον πατέρα τους. Τί να περιμένεις άπ΄αύτούς τους ανίδεους νέους επιστήμονες; Λες κι είναι δυνατό να χαθεί ή αδελφή Ασπασία σαν να ’ταν ό πρώτος τυχών. Ποιος θ’ αποφάσιζε για την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών και ποιος θα εμφανιζόταν σαν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη την έξοδο άπ ’ όπου έφυγε πριν λίγο ό γιατρός, αγανακτισμένη για την ιεροσυλία πού ξεστόμισε. Ποιά ήταν ή Ασπασία για να πεθάνει όπως όλοι; Η Ασπασία πού τη σεβόταν όλο το Νεοχώρι και πού διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τον ίδιο κλονισμό είχαν ζήσει και με το θηριώδη πατέρα πού, αφού αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε ή Ασπασία πώς ένας Φτενούδος δεν πεθαίνει έτσι και πως θα νικούσε καθώς κι ο Διγενής το Θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτενοΰδος δεν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Και είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, αλλά κανείς δεν έμαθε από τί έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε ή μητέρα, μ’ όλο το σεβασμό, να καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σαν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ ’ από τ ’ αγκαθωτά άσπρα γένια του τα βρώμικα κίτρινα δόντια του, «δεν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη να μου παραστήσει τον πολύξερο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια.

Δεν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οι κόρες του, σίγουρες για την παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν όταν φώναξε ή μάνα τους, «ό πατέρας σας πέθανε». Έτρεξαν όλες κι έσκυψαν πάνω από το ακίνητο πτώμα, βέβαιες ότι αντίκριζαν μια ανωμαλία της ζωής. Στα μάτια ολονών τους διάβαζες την ίδια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενοΰδος;

Δυσκολεύτηκαν για καιρό να παραδεχτούν το θάνατό του. Όχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τούς ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο από την τρομάρα. Και τώρα τρόμαζαν για την ανατροπή του. Τον ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο και πολύ καιρό μετά το θάνατό του κοψοχολιάζανε μπας και κάποια στιγμή εκτιναχτεί από τον τάφο του —καθώς του άναβαν το καντήλι —και τούς ζητούσε το λόγο, για το πώς όντας κατώτερός του τολμούσαν να επιζούν με τέτοιο θράσος και υγεία προσβάλλοντας τον ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν στην ιδέα πώς δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας την εξουσία του αψηφώντας τον.

Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη πού αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα και κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα πού δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πώς οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τούς κακόμοιρους τούς ζωντανούς και πώς ή ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενοΰδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιούς και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά.

Όταν γεννήθηκε ή προτελευταία φώτισε ό κόσμος από την ομορφιά της νεογέννητης, με την πρώτη κιόλας μέρα του ερχομού της. Με δύο σπάνια μενεξελιά μάτια πού κοίταζαν εκστατικά την Εριφύλη. Κι αυτή την έσφιγγε σφιχτά στην αγκαλιά της, νιώθοντας για πρώτη φορά στη ζωή της το θαύμα του έρωτα. Και πρώτη φορά χαμογέλασε πραγματικά ευτυχισμένη θαυμάζοντας το όπάλινο πρόσωπο του παιδιού, καθώς τα μάτια του ρίχνανε γαλάζιες ανταύγειες σαν αποκόμματα του ουρανοί στο μέτωπο και τα μάγουλά του, τόσο διάφανο και λαμπερό σαν τα πρωινά του κόσμου. Κι όλη στεφανωμένη από άφθονα ξανθά μαλλιά, απροσδόκητα φωτεινή στην καταμελάχρινη οικογένεια και τόσο ξένη από την αγροίκα μαυριδερή μορφή του Μιχαήλο, που θα ’λεγες πως τη συνέλαβε μόνη της ή μάνα, μυρίζοντας τ ’ αγριολούλουδα του κήπου της, τόσο πού διψούσε για ομορφιά και έρωτα.

Ύστερα φοβήθηκε μην τη χάσει τέτοια σπάνια κόρη. Είχε ακούσει για ένα βρέφος πού πέθανε νωρίς χωρίς αιτία και πώς ή μαμή πού το φαλόδεσε τό ’πε: "Όταν δω νεογέννητο σαν άγγελο φρεσκοκομμένο από τα λουλούδια του παραδείσου, τό ξέρω πώς δεν θα μείνει για πολύ κοντά στους θνητούς και πώς θα ξαναγυρίσει σύντομα στους ουρανούς πού ανήκει".

Τη βάφτισε Ερατώ. Τί σημαίνει, τη ρώτησαν τ’ άλλα της κορίτσια. « ’ Ερατώ σημαίνει αυτή πού ξυπνάει την επιθυμία. Ήταν μια από τις Μούσες, αλλά και μια Νηρηίδα ανάμεσα στις πενήντα θυγατέρες του Νηρέα, όλες αθάνατες νύμφες ξακουστές για την ομορφιά τους».

Σ’ αυτά δεν ανακατευόταν ο Μιχαήλος. Εκείνος αποφάσισε μόνος του για τα ονόματα των τριών γιων του.  μισή ντουζίνα τα θηλυκά πού γέμιζαν τό σπιτικό του θα τον άφηναν αδιάφορο αν δεν υποχρεωνόταν να ταΐζει τόσα άχρηστα στόματα. Μόνο για τη γυναίκα του την Εριφύλη πού ήταν δασκάλα ένιωθε ένα σιωπηλό δέος.
Στις αρχές του αιώνα πού την παντρεύτηκε δεν υπήρχαν ούτε στις πόλεις πολλές γυναίκες δασκάλες.
Υποχρεωτικά ωστόσο σταμάτησε να διδάσκει όσο πλήθαιναν τα παιδιά. Φυσικά δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό της γυναίκας του γι ’ αυτή τη γαλατερή θυγατέρα με τα ξεπλυμένα σχεδόν άσπρα μαλλιά σαν άχυρα, αλλά δεν τολμούσε να τό εκδηλώσει, γιατί συχνά ένιωθε στη σιωπή της μια αποδοκιμασία πού ποτέ δεν άντεξε να τη θεωρήσει σαν περιφρόνηση σε βάρος του.

Τό γαλανόξανθο κοριτσάκι ωστόσο προκαλούσε την ίδια αποδοκιμασία και στις γειτόνισσες πού προσφέρθηκαν να της φέρουν βότανα από τό βουνό να λούσει τό νεογέννητο, ώστε να γίνουν τα μαλλιά του σκούρα σαν όλων των ανθρώπων στο χωριό. Ή ’ Εριφύλη τότε γελούσε συγκρατημένα, γεμάτη κρυφή περιφρόνηση, ρίχνοντας λατρευτικές ματιές στο κοριτσάκι πού έλαμπε σαν ήλιος στην κρεμαστή κούνια πάνω από τό κρεβάτι της.

Λίγα χρόνια πριν χαμογέλασε ξανά με την ίδια κοροϊδευτική διάθεση μπροστά στην αποκοτιά τού άνδρα της. Θυμόταν πάντα κείνο τό απομεσήμερο σαν τό φαιδρότερο της ζωής της, όταν εμφανίστηκε στον κήπο τους ό μαρμαράς τού χωριού, καλλιτέχνης όλων των μνημάτων και των σταυρών τους στο νεκροταφείο. Περπατούσε προσεχτικά σηκώνοντας στους ώμους του ένα μεγάλο δέμα τυλιγμένο σε μια κουρελού. Τό απόθεσε προσεχτικά με τή βοήθεια τού Μιχαήλο στο πέτρινο τραπέζι τού εξώστη κι έφυγε. Στη σκηνή ήταν παρόντες η Εριφύλη και ο γιός του ό χωροφύλακας.

«Φώναξε τις αδελφές σου», είπε στην πρωτοκόρη του Ασπασία πού παρουσιάστηκε στην πόρτα.
Τα κορίτσια τρέξανε πρόθυμα και πάντα συνεσταλμένα στάθηκαν στη σειρά.
«Ξέρετε τί είναι αυτό;»

Τα κορίτσια δεν τόλμησαν να σηκώσουν εντελώς τα μάτια τους, σύμφωνα με την απαγόρευση του πατέρα τους να τον κοιτούν κατάματα. Φαντάστηκαν ωστόσο πώς Θα ’ταν κάποιο τεράστιο παπούτσι, σαν εκείνο πού είχε κάποτε στην πόρτα τού μαγαζιού του, σαν διαφήμιση. Γιατί ό πατέρας τους ό Μιχαήλος ήταν τσαγκάρης, φημισμένος για τις τέλειες μπότες του πού τις έλεγαν και στιβάνια. Όλοι οι χωρικοί τα χρόνια εκείνα φορούσαν τις ψηλές μπότες του. Αλλά έκανε και τον μπαλωματή. Οι μπότες ήταν πολυτέλεια πού προϋπέθετε ευμάρεια και δεν επαναλαμβανόταν συχνά για τούς περισσότερους. Τα παιδιά εξάλλου περπατούσαν όλα ξυπόλυτα στους δρόμους. Καθώς παίρνανε μπόι και μαζί μεγάλωναν και τα πόδια τους, ελάχιστοι πλούσιοι μπορούσαν να ξοδεύουν για να τα παπουτσώνουν με καινούρια κάθε χρόνο. Φυσικά τα παιδιά του Μιχαήλο, κορίτσια κι αγόρια, δεν περπάτησαν ποτέ ξυπόλυτα, προκαλώντας τό φθόνο αλλά και ανεβάζοντας τό γόητρο της οικογένειας, μια και τα παπούτσια καταξίωναν την κοινωνική ανωτερότητα. Αυτή ή κατά κάποιον τρόπο εξίσωση με τα παιδιά τού τσαγκάρη ενοχλούσε λίγο τούς δύο γιατρούς και τούς τέσσερις δικηγόρους της κωμόπολης πού συγκέντρωνε τα Δικαστήρια της επαρχίας, την «Επιθεώρηση Στοιχειώδους Έκπαιδεύσεως» και την Αστυνομική Διοίκηση του νομού.

Μ΄ένα σπάνια πρόσχαρο ύφος ό Μιχαήλος τράβηξε την κουρελού και δήλωσε:

  • «Αυτό είναι τό οικόσημό μας».

Παγερή σιωπή υποδέχτηκε τη στομφώδη δήλωση.

  • «Έλα δω έσύ, νά δούμε τί γράμματα έμαθες κοτζάμ χωροφύλακας».

Ο Ελευθέριος διάβασε δυνατά τά χαραγμένα πάνω στο μαρμάρινο ημικύκλιο γράμματα.
Οικογένεια Μιχαήλου Φτενούδου του Ευαγγέλου  Υποδηματοποιού γεννηθέντος  εν έτει 1879 _Εν Νεοχωρίω 1925

Ο Μιχαήλος κοίταζε ολόγυρα περιμένοντας κάποια εκδήλωση θαυμασμού ή ενθουσιασμοί, λησμονώ¬ντας ότι τούς απαγόρευε να μιλούν και να γελούν μπροστά του.

  • «Και τί το κάνουν Μιχαήλο αυτό», ρώτησε ή Εριφύλη χαμογελώντας όσο πιο ταπεινά μπορούσε.
  • «Τό βάζουν πάνω από την εξώπορτα εκεί πού είναι τώρα ή πέτρινη καμάρα».

Τα παιδιά εξακολουθούσαν να απορούν με το άγνωστο χαρούμενο πρόσωπο τού πατέρα τους.

  • «Για να ξέρουν οι χωριανοί που καθόμαστε;» επέμεινε ή Εριφύλη.
  • «Αφού οι περισσότεροι είναι αγράμματοι», πετάχτηκε ο Ελευθέριος.
  • «Μη λέτε βλακείες», τόνισε κοφτά ο Μιχαήλος. "Όταν έχουμε οικόσημο δείχνουμε πώς είμαστε και άρχοντες".
  • «Σαν ποιούς; Αφού κανένας στο χωριό δεν έχει οικόσημο», ρώτησε πάλι ή Εριφύλη.
  • «Σαν ποιούς; Σαν τούς Βενετσάνους. Και βέβαια δεν έχει κανένας στο χωριό. Εμείς όμως βγάλαμε έναν λοχαγό, έναν χωροφύλακα και μια θυγατέρα πού λένε πώς θα βγει δασκάλα», φώναξε τσαντισμένος κι έφυγε.

Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω στη μητέρα τους γεμάτα περιέργειες. Πώς τό λένε, γιατί τό ’χουμε, που θα τό βάλουμε. Τότε πετάχτηκε ή πρωτοκόρη Ασπασία πού υποτίθεται πώς γνώριζε τα πάντα.

  • «Μα δεν καταλάβατε τίποτα; Αυτός ό μεγάλος άνθρωπος, ο πατέρας μας, μας ευεργέτησε, γιατί μάς έκανε άρχοντες ανώτερους άπ’ όλο τό Νεοχώρι».
  • «Και πώς γίνεται αυτό;»
  • « Αδελφή Ασπασία, και τί είναι οι Βενετσάνοι;»
  • «Τί είναι οι Βενετσάνοι; Υποδηματοποιοί σαν τον πατέρα μας, ανόητες...»

Η Εριφύλη τη διέκοψε, «οι Βενετσάνοι κόρη μου ήταν άρχοντες, ευγενείς ιππότες, κόντηδες και πρίγκιπες πού ήρθαν με μεγάλο στόλο και κατακτήσανε τό νησί μας πριν τούς Τούρκους».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή

ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα

Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.


ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά

🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:

Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)

Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"