04 Φεβρουαρίου 2024

Get the Picture _άρπα το στον αέρα: “τέχνη” και “ξύλινη γλώσσα” της στρατευμένης ΤΕΧΝΗΣ

Η Bianca Bosker είναι Αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το βιβλίο της για τους σνομπ του κρασιού Cork Dork (φελλός ολκής), έγινε μπεστ σέλερ των New York Times, ενώ εμφανίζεται με μόνιμες στήλες σε The Wall Street Journal, Fast Company, The Atlantic, Food & Wine, The New York Times, Far Eastern Economic Review, The New Yorker, The Wall Street Journal, The Oregonian κλπ

Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, και συνιδρυτής του τμήματος Τεχνολογίας Huffington Post., The New York Times, και The Best American Travel Writing και έχει αναγνωριστεί με βραβεία από το New York Press Club, το Society of Professional Journalists και άλλα.

Από την στρατευμένη τέχνη
στην “τέχνη” _Get the Picture

Το νέο πόνημα της Bianca Bosker _κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στην Αμερική έχει τίτλο “Get the Picture”, που σημαίνει _σε τρίτο πρόσωπο προστακτικής “το ΄πιασα!”, “αντιλαμβάνομαι περί τίνος πρόκειται”...“συλλαμβάνω”, “το κατάλαβα”!

Έγραψαν:

·        «Το Get the Picture είναι ένα από τα πιο αστεία βιβλία που έχω διαβάσει. . . Λαμπρό." — The Washington Post

·        «Μια συναρπαστική και συχνά ξεκαρδιστική έρευνα στον κόσμο της τέχνης. . . . Η Bosker πηγαίνει με 300 Tom Wolfe» — TIME

·        «Αστείο, έξυπνο και υπέροχα γραμμένο, το Get the Picture θα αλλάξει για πάντα τον τρόπο που βλέπετε. . . . Μου άρεσε κάθε λέξη» —Suleika Jaouad, συγγραφέας μπεστ σέλερ των New York Times

Η συγγραφέας του Cork Dork _ μπεστ σέλερ των New York Times οδηγεί τους αναγνώστες σε ένα άλλο συναρπαστικό, ξεκαρδιστικό και αποκαλυπτικό ταξίδι —αυτή τη φορά τρυπώνοντας βαθιά μέσα στον μυστικό κόσμο της τέχνης και των καλλιτεχνών

Μια βραβευμένη δημοσιογράφος με εμμονή στην εμμονή, η ύπαρξη της Bianca Bosker αναστατώθηκε _λέει, όταν περιπλανήθηκε στον κόσμο της τέχνης - και δεν μπορούσε να κοιτάξει μακριά. Περιτριγυρισμένη από καλλιτέχνες που σφυρίζουν αδιάφορα γύρω από τα αγαπημένα τους ακατανόητα χρώματα και τους λάτρεις της τέχνης που γεμίζουν τις τσέπες τους με ακατανόητα κομμάτια μετάλλου που διατείνονται ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, η Bosker προσηλώθηκε στο να καταλάβει γιατί η τέχνη έχει σημασία και πώς αυτή —ή οποιοσδήποτε από εμάς— θα μπορούσε να ασχοληθεί με αυτήν πιο βαθιά.

Στρατευμένη Τέχνη __
Τέχνη είναι οι αγώνες των λαών

τέχνη μπορεί να είναι στρατευμένη;". Αυτό το ερώτημα τίθεται κυρίως όταν η ανθρωπότητα περνάει μια κρίση, όταν ένας λαός βρίσκεται σε ανάγκη. Με θέμα τη στρατευμένη τέχνη έχουν γίνει αμέτρητες συζητήσεις και έχουν δοθεί πολλές απαντήσεις, όμως η ζωή και η ιστορία δίνουν τη σωστότερη απάντηση. Η ζωή γιατί μας δημιουργεί, γιατί μέσα σ' αυτήν υπάρχουμε και δημιουργούμε και η ιστορία (όταν γράφεται από σωστούς ανθρώπους), γιατί καταγράφει. Μεγάλοι δημιουργοί έχουν να παρουσιάσουν αριστουργήματα, που μπορούμε να τα κατατάξουμε στην κατηγορία των έργων της στρατευμένης τέχνης.

Η στρατευμένη τέχνη δε συνθηματολογεί, δεν είναι φερέφωνο πολιτικών δογμάτων, δημιουργεί έργο το οποίο υποστηρίζει τον άνθρωπο, τη φύση, το ήθος. Η τέχνη, λοιπόν, που υπηρετεί αυτά τα ιδανικά, είναι μαχητική και συναγωνίστρια (με το δικό της τρόπο, φυσικά), υποστηρίζει (με την ανώτατη γλώσσα της που πολλές φορές μπορεί να είναι και απλή) τους ανθρώπους, τη φύση, το ήθος. Η τέχνη, λοιπόν, μπορεί, ιδιαίτερα σε καιρούς δύσκολους, απειλητικούς, δολοφονικούς να είναι ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ _Τότε μπορούμε να την πούμε και ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΗ.

                  Ο Γιάννης Ρίτσος και η στράτευση

Το Ρίτσο πρέπει διαρκώς να τον τιμούμε (και τον τιμούμε) και πάνω απ' όλα να τον μελετούμε. Οχι απλά από χρέος προς έναν κορυφαίο ποιητή που από το 1934 και ως το τέλος του υπήρξε αφοσιωμένο μέλος του ΚΚΕ, αλλά προπαντός από ανάγκη. Την ανάγκη να βαθύνει η σκέψη μας και να οξυνθεί η ευαισθησία μας έτσι που μαζί με το ιδεολογικό - πολιτικό κριτήριο να διαμορφώνουμε και το εξίσου απαραίτητο για την ταξική συνείδησή μας αισθητικό. Ένα κριτήριο που θα μας επιτρέπει από τη μια να αναγνωρίζουμε την ασκήμια σε οποιαδήποτε μορφή της - κοινωνική, ηθική, ψυχική, πνευματική κ.λπ. - αλλά και από την άλλη να μην αντέχουμε να υποκύψουμε σ' αυτήν, να μη λυγίζουμε τα γόνατα μπροστά της σε όλες τις συνθήκες, ακόμη και στις δυσκολότερες.

Ο Ρίτσος κατάφερε μέσα από την τέχνη του αυτό που λέει στην ποιητική σύνθεσή του με τον αλληγορικό τίτλο "Φρυκτωρία", γραμμένη μεταξύ του 1977 και '78 (σσ. οι φρυκτωρίες - για όσους δεν το γνωρίζουν - ήταν ένα σύστημα με πυρσούς που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για να εκπέμπουν μηνύματα μες στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας).
Γράφει λοιπόν ο Ρίτσος στη "Φρυκτωρία": Στο γύρισμα του χρόνου θα με βρίσκετε σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής σας. Έχω γεμίσει μ' έπιπλα, με φώτα και με πίνακες τα σπίτια σας, και το κεφάλι σας μ' αινίγματα και ιδέες. Όποιο χαλίκι αν ανεβάστε απ' το βυθό θα σας πει μια δική μου και δική σας ιστορία. Και το μερμήγκι τ' ανέβασα στο μύθο μ' ένα στέμμα κουκκί καλαμπόκι.
Και δίδαξα στο τζιτζίκι ένα τραγούδι πέρα απ' το ξερό πετσί του. Γυμνός, στις χειρότερες νύχτες, τοιχοκολλούσα μεγάλα προγράμματα του φιλμ Ο ΛΑΟΣ σ' όλο το μέλλον, κι όπου περίσσευαν οι δυσκολίες ψιθύριζα _σύντροφε και προχωρούσα, κι έλεγα πάλι σύντροφε - για να θυμίζω στον καθένα τον κόσμο Και πήρα μπράτσο το μεγαλύτερο όνειρο, μ' ένα στίχο πάντα στα χείλη, κι είταν μαζί και τα παιδιά μας με τα κόκκινα πουλόβερ
.

Ένα πλήθος άλλων ποιημάτων του, που γράφτηκαν μετά την ήττα του εργατικού - λαϊκού κινήματος στη χώρα μας και τις εξελίξεις που δρομολόγησε στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, είναι χαμηλόφωνα, στοχαστικά, εξομολογητικά, σαν αναγκαία προσαρμογή του ρεαλιστή Ρίτσου στις τότε πρωτοφανέρωτες συνθήκες κλονισμού της βεβαιότητας ότι ο σοσιαλισμός προχωρά ακάθεκτα μπροστά. Σ' αυτή την κατηγορία ποιημάτων ανήκει και "Η Σονάτα του Σεληνόφωτος", που γράφτηκε τον Ιούνη του 1956.
"Σονάτα του Σεληνόφωτος"; Είναι στρατευμένη ποίηση, όπως, για παράδειγμα, οι "Γειτονιές του Κόσμου", το "Καπνισμένο Τσουκάλι", η "Καντάτα για τη Μακρόνησο" ή ελεύθερη, απαλλαγμένη από πολιτικοϊδεολογικές δεσμεύσεις ποίηση, όπως υποστηρίζει η αστική και οπορτουνιστική κριτική; Αστεία πράγματα, θα σκεφτεί κάθε λογικός άνθρωπος. Είναι δυνατόν ένας ποιητής που με λόγο και πράξη έμεινε σε όλη του τη ζωή σταθερός στα κομμουνιστικά ιδανικά, να απομονώνει ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής δημιουργίας του από την κοσμοθεωρία του;

Κι όμως αυτή η παραμορφωτική ερμηνεία του Ρίτσου, τον συνοδεύει ως τις μέρες μας, γεγονός που καθόλου δεν μας εκπλήσσει. Ο Ρίτσος είναι πολύ μεγάλος για να αποσιωπηθεί από την άρχουσα τάξη, άρα η μόνη λύση είναι να αποπολιτικοποιηθεί, να "αποστρατευτεί". Ένας σημαντικός αριθμός λοιπόν μελετητών του Ρίτσου τον παρουσιάζει ούτε λίγο - ούτε πολύ σα διχασμένη και διαρκώς ταλαντευόμενη προσωπικότητα. Από δω ο ποιητής Ρίτσος, ωραίος, σπουδαίος, μεγάλος, γιατί ασχολείται με τα θέματα του αιώνιου ανθρώπου, τα υπαρξιακά, όπως η φθορά, ο θάνατος, ο έρωτας, υπακούοντας στα εσωτερικά του και μόνον οράματα, κι από κει ο απλοϊκός, μονοδιάστατος, παρωχημένος κομματικός Ρίτσος της κοινωνικοπολιτικής στιχουργίας, που - παρά την ποιητική της κάλυψη - δεν είναι ποίηση, είναι δήθεν ποίηση, σύμφωνα με όσα διδάσκει και ο θεμελιωτής της αστικής αισθητικής, Μπενεντέτο Κρότσε.

Απέναντι από τους “στρατευμένους της αποστράτευσης”

Σύμφωνα με την αστική αισθητική η αληθινή, καθαρή τέχνη, είναι η τέχνη που εκφράζει τις αιώνιες κι αμετάβλητες αλήθειες και υπάρχει μόνο στον κόσμο των αυθόρμητων ιδεών, στη φαντασία, στην ενόραση, στην εσωτερική παρόρμηση του καλλιτέχνη, δεν έχει καμιά σχέση με τον εξωτερικό κόσμο. Αν αναζητήσει κανείς βαθύτερα τη φιλοσοφική αφετηρία αυτών των θέσεων θα φτάσει στο μεταφυσικό ιδεαλισμό. Στην άρνηση ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητα από τα αισθήματα και τη συνείδηση του ανθρώπου - που το μόνο αιώνιο σ' αυτήν είναι η κίνησή της, η διαρκής αλλαγή της - μια πραγματικότητα που επενεργεί πάνω στα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου προκαλώντας τα αντίστοιχα αισθήματα, επομένως και στην άρνηση ότι η τέχνη αποτελεί μια μορφή ιδιαίτερης, υποκειμενικής αντανάκλασης αυτής της πραγματικότητας στη συνείδηση του καλλιτέχνη. Με πιο απλά λόγια, δεν είναι οι ιδέες που δημιουργούν την πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα είναι η πηγή των ιδεών. Αν εξετάσει κανείς, για παράδειγμα, την ιστορία της τέχνης θα διαπιστώσει ότι οι μεγάλες αλλαγές στα ρεύματα και τις τάσεις της συντελούνται σε περιόδους ιστορικών κοινωνικοοικονομικών αλλαγών. Η Αναγέννηση εμφανίζεται με το ξεκίνημα της περιόδου μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, ο μοντερνισμός συνόδευε την είσοδο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο κ.ο.κ. Επομένως, ούτε αιώνια τέχνη, ούτε αιώνιες και αμετάβλητες αλήθειες υπάρχουν, αντίθετα οι αντιλήψεις μας, π.χ., για τον έρωτα, το θάνατο, τη μοναξιά, την ομορφιά είναι συνάρτηση ιστορικών και κοινωνικών παραμέτρων. Όμως, αυτό το θέμα είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης.

Αποστομωτική απάντηση στην αντίληψη ότι η τέχνη είναι προορισμένη να πραγματεύεται τα "αιώνια" και "αμετάβλητα", αναβλύζοντας αποκλειστικά από τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη είχε δώσει ο Μπρεχτ που έγραφε ότι αν ο καλλιτέχνης ψάξει καλά την πηγή των "αιωνόβιων ορμών" του θα διαπιστώσει ότι πολλές απ' αυτές του της δίδαξε ο δάσκαλος με το ξύλο και πως από τον εσωτερικό του κόσμο δε βγαίνει η φωνή των προσωπικών οραμάτων του, "η φωνή του θεού του, αλλά η φωνή κάποιων εκμεταλλευτών". "Ο καλλιτέχνης τις περισσότερες φορές δημιουργεί ασυνείδητα μόνο πλάνες και ψευτιές. Αντλεί δηλαδή ασυνείδητα ό,τι του έχουν βάλει μέσα του εντελώς συνειδητά" η κυρίαρχη τάξη και ιδεολογία.

Μ' όλα αυτά θέλουμε να καταλήξουμε ότι δεν υπάρχει ανόθευτη, μη στρατευμένη τέχνη. Δε θα υποστηρίξουμε, βέβαια, ότι όλοι οι δημιουργοί είναι με επίγνωση παραταγμένοι στο πλευρό κάποιας από τις δύο ανταγωνιστικές τάξεις του κοινωνικού μας συστήματος. Ένα μεγάλο μέρος τους δεν ξεκινά από κάποια πολιτική ή ιδεολογική προαίρεση. Όμως, οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, τα αισθήματά τους, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές τους, οι επιρροές που δέχονται αδιάκοπα από το γύρω κόσμο και η ταξική τους θέση εισάγουν αντικειμενικά την ταξικότητα στην τέχνη τους.

Ακόμη και οι δημιουργοί που αποκλείουν από το έργο τους τα κοινωνικο-πολιτικά θέματα και φτιάχνουν "ωραία, ανώφελα πουλιά" για τις "σκάλες των αιώνων", όπως έγραφε ο Ρίτσος, παίρνουν στην πραγματικότητα θέση. Θελημένα ή αθέλητα εκφράζουν σκοπιμότητα. Πάνω σ' αυτό το θέμα ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στον "Ριζοσπάστη": "Η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία. Οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη στην ουσία κάνουν πολιτική, δηλαδή τείνουν να αποφύγουν μια πολιτική θέση και να συμβουλέψουν και τους άλλους να αδρανήσουν". Με άλλα λόγια οι αστράτευτοι, ακόμη και όταν δεν το θέλουν είναι στρατευμένοι στην κυρίαρχη τάξη. Οπως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα απολίτικος άνθρωπος - εκείνος που ισχυρίζεται πως δεν ασχολείται με την πολιτική για να μην "καπελωθεί", είναι αυτός που φορά και το μεγαλύτερο "καπέλο" - έτσι δεν υπάρχει κι αστράτευτη τέχνη.

Ας πάμε τώρα και σε μια άλλη σύνθεση από τη συλλογή "Τέταρτη Διάσταση", το ποίημα "Η Ελένη", που κατά καιρούς επισείεται ως ατράνταχτη απόδειξη αποστράτευσης του Ρίτσου. Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο της γερασμένης πια ωραίας Ελένης λίγο πριν το θάνατό της. Μόνο που το ποίημα δεν αναφέρεται απλά στη φυσική φθορά, αλλά μαζί και προπαντός στη φθορά του οράματος της κοινωνικής απελευθέρωσης. Και όλο το νόημά του βρίσκεται στη φράση της Ελένης: "Ισως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ιστορία". Η "θέση" δηλαδή του Ρίτσου δεν είναι η ματαιότητα του κοινωνικού αγώνα και η μεταστροφή στα αιώνια, υπαρξιακά προβλήματα, αλλά η επιστροφή μετά από βαθιά και ορισμένες φορές βασανιστική περισυλλογή στην ιστορική πραγματικότητα και τις ανάγκες της. Μια επιστροφή όμως που μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε πιο ώριμα και πιο δυνατά, με βαθύτερη γνώση και συνείδηση - χωρίς επιπόλαιες συναισθηματικές εξάρσεις - τις ήττες, τις απώλειες, τις ιστορικές επιβραδύνσεις, μαζί και τις υπαρξιακές ανησυχίες μας.

Όπως γράφει στα Μελετήματά του: Το ιδεολογικό υπόβαθρο της τέχνης, το κοινωνικό και ηθικό, αν δεν είναι ο πρώτος λόγος της αξίας της, είναι ωστόσο ο τελικός ή όπως πιο ποιητικά το εκφράζει στην Γκραγκάντα: να ξεχνάς το μόχθο του μεροκάματου \ είναι να ξεχνάς την ιστορία, τη μάνα σου, τους πεθαμένους \ είναι να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιοσύνη, \ τ' άλλα - σιωπές, μεταμφιέσεις, πούπουλα, φτερούγες - κουραφέξαλα.

Όσο όμως κουραφέξαλα, φτερά και πούπουλα, κούφια κι άσκοπη δλδ, κι αν είναι η υποτιθέμενη μη στρατευμένη τέχνη, άλλο τόσο είναι και η τέχνη που βασίζεται σε έτοιμα, προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα. Η τέχνη που καταντά στείρα πολιτικολογία, μπορεί να πετύχει τα αντίθετα αποτελέσματα απ' αυτά που επιδιώκει. Ο Ένγκελς αναφερόμενος χαρακτηριστικά στη λογοτεχνία συχνά τόνιζε ότι όσο πιο κρυμμένες μένουν οι απόψεις του δημιουργού, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης. "Η στράτευση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αντλείται μέσα' απ' την ίδια την κατάσταση κι από τη δράση, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα..." έγραφε.

Γιάννης Ρίτσος, o πιο δικός μας Ξένος:
της Καντάτας της Σονάτας, στα 3 κόκκινα γράμματα...

Με συνείδηση του ταξικού του χρέους και υψηλή κομματικότητα ήταν μάλιστα ανάμεσα στους λίγους που δεν απέρριπτε ούτε την αποκαλούμενη "κατά παραγγελία" τέχνη, αγνοώντας επιδειχτικά τις επιθέσεις των εχθρών και τις συμβουλές των άσπονδων φίλων του να πάψει να θέτει έτσι σε κίνδυνο την ποιητική του οντότητα. Για ποιο λόγο άλλωστε; Μήπως τόσα και τόσα κορυφαία έργα τέχνης δεν έγιναν κατά παραγγελία, όπως η Ακρόπολη των Αθηνών, τα έργα του Φειδία, οι τοιχογραφίες του Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα, το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, η 5η Συμφωνία του Μπετόβεν και χιλιάδες άλλα; Ειδικά όταν παραγγελιοδότης ήταν η εργατική τάξη δημιουργήθηκαν αξεπέραστα ως τις μέρες μας αριστουργήματα, όπως η Γκουέρνικα του Πικάσο, ο Πύργος του Τάτλιν, οι τοιχογραφίες των Μεξικανών ζωγράφων Σικέιρος και Ριβέρα και άλλα πολλά, ανάμεσα στα οποία ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Ρίτσου, όπως το Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί γραμμένο στον Αϊ - Στράτη σαν κάλεσμα προς τους ξένους διανοούμενους και καλλιτέχνες για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους εξόριστους - ένα ποίημα που έγινε η αφορμή για να φουντώσει μια παγκόσμια κατακραυγή κατά των εφιαλτικών στρατοπέδων, και κάτω από το βάρος της να κλείσουν τελικά η Μακρόνησος και ο Αϊ - Στράτης.

Όποιος δεν ακούει το μεγάλο τραγούδι των λαών δεν είναι άνθρωπος, πώς μπορεί τάχα να είναι ποιητής; υποστήριζε ο Ρίτσος στην πρώτη συνέντευξή του στο μεταπολεμικό περιοδικό του Δημήτρη Φωτιάδη "Ελεύθερα Γράμματα". Κλείνουμε με ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη αυτή:
Το ξέρουμε πως είναι εύκολο να φαντάξουμε, δίχως και πολύ κόπο, δίχως θυσία, ήρωες στη μικρή αραχνιασμένη και "λεύτερη" γωνιά του σπιτιού μας, στα μάτια της μάνας μας και των τριών όμοιών μας φίλων, που μας παινεύουν για να παινευτούν κι αυτοί με τη σειρά τους. Μα είναι δύσκολο και ακριβό και μεγάλο, να κρατάς ως την άκρη την ανθρώπινη ευθύνη σου, μέσα στο αδιάψευστο φως, όταν χιλιάδες μάτια σε βλέπουν και χιλιάδες αυτιά σ' ακούν. Εκεί να πάρει κανείς τη θέση του δεν είναι "τιποτένιος ρόλος", δεν είναι "περιορισμός του ατόμου", μα είναι ο καλλίτερος τρόπος να δώσει ό,τι πιότερο έχει το άτομο, να πάρει ό,τι πιότερο μπορεί, ν' αναπτύξει ως το άπειρο τις ικανότητές του, να ξεβουλώσει τα ρουθούνια της ψυχής του, ν' ανοίξει τους πόρους του πνεύματός του. Εδώ η μεγάλη άμιλλα, η μεγάλη δοκιμασία, το μεγάλο έργο. Εδώ χρειάζουνται γερά κότσια κι όποιος τα 'χει χιλιάδες κόσμος θα τον στεφανώσει.

Με πληροφορίες από την ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ
και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού, σε εκδήλωση για τον Γιάννη Ρίτσο _8.11.2013
και της  έκδοσης _ “Σύγχρονη Εποχή”, με τα υλικά του
Επιστημονικού Συνεδρίου του ΚΚΕ για τον Γιάννη Ρίτσο που έγινε το Νοέμβρη του 2009

Bosker: SIS _MI6 - FBI

Εισέρχεται σαν μυστικός πράκτωρ 007 _σε αμερικάνικη έκδοση σε κομψές γκαλερί του Chelsea και σε VIP δωμάτια με πολλά ναρκωτικά στην Art Basel του Μαϊάμι, για να κατανοήσει το λόγο που η σύγχρονη τέχνη προσελκύει τόσο πολύ χρήμα, κύρος και (σπάνια) ταλέντο.

Στο Get the Picture, η Bosker ρίχνεται στο νευρικό κέντρο της τέχνης και στους ανθρώπους που ζουν για αυτήν και από αυτήν: γκαλερίστες, συλλέκτες, επιμελητές και, φυσικά, οι ίδιοι οι καλλιτέχνες - το είδος που εργάζεται σε πολλές δουλειές για να αντέξουν οικονομικά τα στούντιο τους ενώ σκαρφίζεται τα πάντα για να προβάλει την “τέχνη του”. Καθώς απλώνει καμβάδες μέχρι να πρηστούν τα δάχτυλά της, μιλάει για πάρτι της A-list γεμάτα δισεκατομμυριούχους συλλέκτες, βάζει το πρόσωπό της να κάθεται πίσω από έναν σχεδόν γυμνό καλλιτέχνη και αναγκάζει τον εαυτό της να κοιτάζει ένα γλυπτό για ώρες ενώ εργάζεται Ως φύλακας του μουσείου, ανακαλύπτει όχι μόνο τις εσωτερικές λειτουργίες της μηχανής αγιοποίησης της “τέχνης”, εξετάζοντας τα πάντα, από πίνακες σπηλαίων μέχρι Instagram και από την επιστήμη της όρασης μέχρι τη σημασία της ομορφιάς καθώς βάζει στο μικροσκόπιο τον ρόλο της τέχνης στον πολιτισμό, την οικονομία και τις καρδιές μας, το Get the Picture _λέει, είναι μια περιπέτεια που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπετε για πάντα .

·        Μια μια σκοτεινή κωμωδία τρόπων ένα νέο είδος νοοτροπίας κάντρι κλαμπ, όπου η πολιτιστική ελίτ δεν μπορεί πλέον _τσακ μπαμ, να αποκλείει ανθρώπους με βάση τη φυλή, το φύλο ή τη σεξουαλική ταυτότητα …έξυπνοι νέοι τρόποι για να χτίσουν τάφρους γύρω από τα μικρά τους κάστρα. .

·        “Περίεργη αλλά όχι αφελής, κουτσομπόλα αλλά γενναιόδωρη, επικριτική αλλά θαυμαστική, ξεκαρδιστική αλλά όχι επιφανειακή. . . Αυτό το βιβλίο είναι απόλαυση”. — γράφει ο Benjamin Moser, βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας των Sontag και The Upside-Down World _Meetings with the Dutch Masters

·        “Εξίσου εποικοδομητικό για τους λάτρεις της τέχνης και για τους αρχάριους, το Get the Picture θα σας στείλει σε μια τρομερή ερωτική σχέση με σχήμα, υφή και χρώμα. Μου άρεσε κάθε λέξη” —Suleika Jaouad, συγγραφέας του Between Two Kingdoms

·        “Αυτό το βιβλίο με τρόμαξε. Η προσιτή, ομιλητική παρωδία της Bosker στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης ενυδάτωσε τόσο δυνατά το PTSD μέσα μου ανάμεσα στο μικρό παιδί καλλιτέχνη που ήμουν κάποτε με τον συνειδητά περιορισμένο στοχαστή που έγινα στη σχολή τέχνης που κάποια στιγμή έπρεπε απλώς να το αφήσω κάτω. Νοκ άουτ. Αν αναρωτηθήκατε ποτέ «τι απέγιναν» τα έργα τέχνης—γκαλερί, κριτικοί, συλλέκτες—και, φυσικά, καλλιτέχνες—τότε αυτό το βιβλίο είναι μια πολύ συνοδευτική αρχή. Είναι επίσης πολύ αστείο, για να μην πω τίποτα πολύ ζωντανό. Και, μπερδεμένα, πολύ, πολύ δύσκολο να το βάλεις κάτω”. —Chris Ware, Νεοϋορκέζος καλλιτέχνης/συγγραφέας, του Building Stories και του εκλεκτού Whitney Biennial selectee (2002)

Σαν πράκτορας του FBI

Η συγγραφέας έστρεψε το βλέμμα της προς την τέχνη, προσπαθώντας να βυθιστεί σε έναν κόσμο που δεν ήθελε καμία σχέση μαζί της κερδίζοντας το δικαίωμα να κάνει τατουάζ αυτές τις δύο λέξεις σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος της. Δεν κάθεται και δεν κοσκινίζει το υλικό της τόσο όσο βυθίζεται με το κεφάλι σε αυτό, καταρρίπτοντας κλειστά οικοσυστήματα που δεν θέλουν καμία σχέση μαζί της, και αναδεικνύεται ως μια κορυφαία ειδικός. Το πιο πρόσφατο αντικείμενο της γοητείας - και της απογοήτευσης του New Yorker - είναι το βασίλειο της σύγχρονης τέχνης, μια μικροκοινωνία που κατοικείται από πολύ ωραίους γκαλερίστους, πλούσιους συλλέκτες και αμέτρητους πεινασμένους καλλιτέχνες και λυπημένους λάτρεις που ενεργοποιούν τις εφαρμογές τους Seesaw και προσπαθεί να στριμώξει 15 ανοίγματα γκαλερί σε ένα βράδυ Πέμπτης.

“Ένιωσα σαν πράκτορας του FBI που εμφανίζεται για μια συνέντευξη για δουλειά με τον όχλο”, λέει για τις προσπάθειές της να κερδίσει πηγές από τον κόσμο της τέχνης. Το μήνυμα που άκουγε ήταν: κάνε πίσω! _υπήρχαν ακόμη και απειλές.

Το άγχος τους έχει κάποιο νόημα, αφού ο κόσμος της “τέχνης” εξαρτάται από έναν ιστό μυστικότητας για την προστασία του κοινωνικού και οικονομικού κεφαλαίου ορισμένων εκλεκτών και για τη δικαιολογία των αστρονομικών τιμών. «Αυτοί οι θυρωροί γίνονται πολύ πιο σημαντικοί αν μας πουν ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την τέχνη χωρίς να περάσουμε χρόνια σε εκθέσεις τέχνης, να πάρουμε μεταπτυχιακό, να απομνημονεύσουμε την εγκυκλοπαίδεια των καλλιτεχνών και να φοράμε το σωστό τζιν», λέει η Bosker.

Καθώς μελετούσε τα σήματα Bat-Signals του κόσμου της τέχνης και άρχισε να μαζεύει φίλους και να μαθαίνει να μιλάει τη γλώσσα τους. Όχι ότι ήταν εύκολο. Παρόλο που οι έρευνές της ήταν εντελώς αβλαβείς, λίγοι θα έδιναν άμεσες απαντήσεις. Αντίθετα, η περιέργειά της αντιμετωπίστηκε με επικρίσεις, ακόμη και από εκείνους που συμφώνησαν να περάσουν χρόνο μαζί της. Έκανε πάρα πολλές ερωτήσεις. Τα ρούχα της ήταν πολύ βαρετά. Τα email της ήταν πολύ μεγάλα και την έκαναν να ακούγεται πολύ ασήμαντη. Το πρόσωπό της ήταν εντελώς απελπισμένο.

Στο βιβλίο της, τολμάει να καταρρίψει τους περίεργους κώδικες και τα έθιμα του κόσμου της σύγχρονης τέχνης – γιατί, για παράδειγμα, είναι εντελώς αυθαίρετο να αποκαλούμε κάτι “όμορφο” ή γιατί οι γκαλερίστας πρέπει να λένε ότι “τοποθέτησαν” έναν πίνακα αντί να ανακοινώσουν ότι το "πούλησαν";

“Το Artspeak είναι ένας κωδικός αποκλεισμού όπου κάθε λέξη πρέπει να είναι μεγαλύτερη από όσο θα έπρεπε”, εξηγεί. “Όσες περισσότερες συλλαβές τόσο το καλύτερο. Υπάρχει αυτός ο άσκοπα πολύπλοκος τρόπος να συζητάς τα πάντα, και με μια φωνή που σε κάνει να ακούγεσαι σαν να σου τελειώνουν οι μπαταρίες”.  Αλλά η πρόθεσή της δεν ήταν να κοροϊδέψει μια κοινωνία που ορισμένοι θεωρούν ως μια γροθιά direct στο σαγόνι.

Σε έναν κόσμο όπου ένας πίνακας μπορεί να πουληθεί
για 200 ή 1.200$ μόνο και μόνο για να ανατραπεί δύο χρόνια αργότερα σε μια δημοπρασία για 600.000$

Αυτές τις μέρες, λέει, βρίσκει την τέχνη σε απίθανα μέρη – ας πούμε, στο θέαμα του ατμού που διαφεύγει από τον αεραγωγό του πεζοδρομίου ή έναν στόλο παγωτοφόρων Mr Softee που κάνουν ρελαντί σε μια γωνία του δρόμου. Ο εγκέφαλός μας είναι σαν συμπιεστές σκουπιδιών _ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο περιλαμβάνει τη συμπύκνωση πληροφοριών με βάση την εικόνα που σου προσφέρουν τριβελίζοντας το κεφάλι σου (και το μυαλό σου) _στο χάος του κόσμου γύρω μας.
        Το Get the Picture κυκλοφορεί στις 6 Φεβρουαρίου

Σε μια παράγραφο του βιβλίου, μια πρώην βοηθός στη διάσημη γκαλερί Gagosian περιγράφει πώς _ο εργοδότης της, της είχε δώσει τόσο αυστηρές οδηγίες για τον τρόπο που έπρεπε να απαντά στο τηλέφωνο, που την ανάγκαζε να ηχογραφεί τον εαυτό της κάνοντας πρόβα τον μονολεκτικό χαιρετισμό _“Gagosian”_, και στη συνέχεια να εξασκείται μέχρι να καταφέρει να πετύχει τον σωστό τονισμό: κοφτός με μια υποτονική χροιά κλίση προς τα κάτω, γιατί επ’ ουδενί δεν έπρεπε να ακούγεται χαρούμενη. Σε μια άλλη, η εικαστικός Julie Curtiss πανικοβάλλεται όταν οι πίνακές της αρχίζουν να πωλούνται σε τιμές ρεκόρ στις δημοπρασίες, όχι μόνο επειδή δεν παίρνει μερίδιο από τις πωλήσεις αλλά επειδή ξέρει ότι η απότομη δημοσιότητα μπορεί να σου καταστρέψει την καριέρα.

Εν τω μεταξύ, οι απολαυές είναι τόσο εξωφρενικά χαμηλοί, ειδικά στις χαμηλές θέσεις εργασίας, που μόνο πλουσιόπαιδα μπορούν να αντέξουν οικονομικά, μετατρέποντας έτσι τις γκαλερί σε λέσχες που διαιωνίζουν τα ίδια τους τα προνόμια.  Η γλώσσα, η εξεζητημένη “θεωρητική” αργκό που χρησιμοποιείται σ’ αυτούς τους κύκλους, βοηθά επίσης στον παραμερισμό των παρείσακτων. “Οι σύγχρονοι θιασώτες της τέχνης μιλούν σαν να ήταν παγιδευμένοι μέσα σε λεξικά και πρέπει να μασήσουν τις σελίδες για να βγουν έξω”, γράφει η Μπόσκερ. Όταν είπε σε έναν επιμελητή ότι ένα έργο performance art που μόλις είχε δει της φάνηκε “βαρετό”, εκείνος διαφώνησε, λέγοντάς της ότι “δεν ήταν βαρετό, αλλά διαρκές”.

Δυσμενής απεικόνιση, για τους συλλέκτες: Ένας από αυτούς, σε ένα τυπικά macho παιχνίδι εξουσίας, εμφανίζεται να εισβάλλει σε μια γκαλερί της Tribeca με όλη την οικογένειά του μαζί, μόνο και μόνο για να εξευτελίσει τον γκαλερίστα επειδή είχε κάνει like σε μια ανάρμοστη, κατά τη δική του άποψη, ανάρτηση στο Instagram. Ένας άλλος πάλι –στο Μαϊάμι, φυσικά– παραδέχεται ότι συλλέγει έργα τέχνης μόνο για να εντυπωσιάσει τις γυναίκες.

              Με στοιχεία και από “The Washington Post

01 Φεβρουαρίου 2024

Πόση μοναξιά μπορεί να κρύβεται πίσω από μια οθόνη;

Μοναξιά Cien años de soledad, ήδη 58 χρόνια από το μυθιστόρημα _ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα στην παγκόσμια λογοτεχνία, του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Κολομβιανού συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (6_Μαρτ_1927,  «έφυγε» 17_Απρ_2014).
Κεντρικοί ήρωες της ιστορίας είναι τα μέλη της οικογένειας Μπουενδία, τα οποία ακολουθεί ο αφηγητής περιγράφοντας παράξενες και φανταστικές ιστορίες από τη ζωή του καθενός. Το έργο, συγχρόνως με την αφήγηση λογικών σκέψεων και περιστατικών, διακατέχεται από το στοιχείο του παράλογου, καθώς επίσης και από στοιχεία παραμυθιού. Δείτε Η εμβληματική ζωή και λογοτεχνική κληρονομιά του Μάρκες _Gabriel García Márquez.

Η μοναξιά των ανθρώπων της διπλανής πόρτας

·       Σ' ένα τραπέζι υπό το φως της τηλεόρασης, ένα νεαρό ζευγάρι με δύο παιδιά κάνει ξανά και ξανά τους λογαριασμούς του, ελπίζοντας κάθε φορά πως μ' αυτόν τον τρόπο θα πολλαπλασιαστούν τα χρήματα και θα τα φέρουν βόλτα.

·       Σ' ένα γραφείο ένας ανειδίκευτος εργάτης περιμένει σαν σκυλί, και μάλιστα σαν σκυλί δίχως όνομα, να τον φωνάξουν για να πιάσει δουλιά. Παρά τη σπουδαία διακόσμηση του χώρου και την ιλουστρασιόν ξανθιά γραμματέα της οποίας διακρίνονται τα κάλλη κάτω από το χαμηλό υπογάστριο _αλλάζοντας κάθε τόσο το σταυροπόδι της, αυτός με σκυμμένο το κεφάλι εξακολουθεί να κοιτάζει το πάτωμα. Αν κάποιος πραγματικά ήθελε να δείξει τι είναι η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, μακριά από τις φούσκες των εμβληματικών έργων, θα έδειχνε αυτόν τον εργάτη _τους χιλιάδες ομοίους του. Αυτόν θα έπρεπε να ζωγράφιζαν αδιάκοπα και κάποτε να του έκαναν κι ένα άγαλμα, που επιτέλους θα εκπροσωπούσε κάποιους κολασμένους.

·       Δύο μικροαστούλες _η μία παραπάνω από σκυλομούρα σ' ένα καφέ, μέσω μπλα-μπλα, τρώνε με τα μάτια το σώμα ενός παλληκαριού απέναντι, που διαβάζει. Συναγωνίζονται σε ηλιθιότητα η μία την άλλη και μάλιστα με περηφάνια. Κλεφτές ματιές στον νεαρό, πολύ γρήγορα αλλάζουν θέμα και μιλάνε για ράτσες σκυλιών. Αφήνει αυτός για λίγο την εφημερίδα _είναι Ριζοσπάστης. «Πρέπει να είναι πολύ μαλάκας» λέει η μια από τις δυο κυράτσες _ «μόνο»; απαντά χαχανίζοντας η άλλη.

·       Στο δωμάτιο ενός γηροκομείου, ένας λεγόμενος ιερέας, με τρόπο που μόνον αυτός γνωρίζει, προσπαθεί να αποσπάσει την τελευταία αλήθεια από έναν ετοιμοθάνατο γέροντα.

·       Στα διαβόητα παράθυρα της τηλεόρασης, συνεχίζουν τη φλυαρία τους τα παπαγαλάκια του κράτους. Κάποτε τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα επισκέπτονται τα άδεια πλατό, όπου διασύρθηκαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι.

·       Στο μετρό, που θυμίζει οικογενειακό τάφο, παρατήρησα ότι οι άνθρωποι δεν κοιτιούνται ποτέ μεταξύ τους. Το να μη μιλάνε, μπορούσα να το καταλάβω. Όχι, όμως, και να μην ανταλλάσσουν βλέμμα. Τώρα, μετά από καιρό, καταλαβαίνω πως αυτό που συμβαίνει έρχεται κατευθείαν μέσα από την άμυνα του καθενός. Φοβάμαι να κοιτάξω τον άλλον, γιατί είμαι στην ίδια μοίρα μ' αυτόν. Φοβάμαι να καθρεφτιστώ μέσα του, μην τυχόν και δω τη ζωή μου, που χάνεται, την πείνα και τη δίψα μου, που πολλαπλασιάζεται για πράγματα που δεν έχω κάνει, για τον παράδεισο απ' όπου μας εξόρισαν βίαια.

·       Η μοναξιά αρχίζει και τελειώνει στις μεγάλες απρόσωπες Λεωφόρους. Μέσα από τη φωνή του Martyn Jacques, τη φωνή της Σειρήνας που καταργεί τη μοναξιά. Ο τραγουδιστής, ακολουθώντας τον κόσμο του Μπρεχτ, γίνεται πάνω στη σκηνή λαγωνικό. Ανάμεσα σε έκπτωτους ζογκλέρ, πόρνες, αλκοολικούς, καταφέρνει και δίνει το στίγμα της μοναξιάς όλων μας. Λειτουργεί σαν την πιο δραστική κριτική που μπορεί ν' ασκήσει κάποιος στην τρέλα που μας περιβάλλει.

Avatars

Την τελευταία δεκαετία _και παραπάνω, παρατηρείται και στη χώρα μας έξαρση σε νέες μορφές εξάρτησης πλην αυτής από ναρκωτικές ουσίες, όπως η εξάρτηση από το διαδίκτυο _ειδικά τα «καταραμένα» ΜΚΔ. Το διαδίκτυο έχει προσφέρει απεριόριστες δυνατότητες εκπαίδευσης, ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Από το 2007, οπότε στην Ελλάδα είχαμε το πρώτο κλινικό περιστατικό εθισμού στο διαδίκτυο μέχρι σήμερα, ο τρόπος χρήσης του και η ποιότητα του μέσου έχουν διαφοροποιηθεί. Οι μορφές εξάρτησης από το διαδίκτυο είναι πολλές, με πιο γνωστή την εξάρτηση από τα διαδικτυακά ηλεκτρονικά παιχνίδια ή αλλιώς διαδικτυακά παιχνίδια μαζικής συμμετοχής (ΜΜΟ), τα οποία συχνά συγχέονται με τα διαδικτυακά παιχνίδια ρόλων (MMORPGs), μια υποκατηγορία εξαιρετικά δημοφιλών διαδικτυακών παιχνιδιών.

Μέσα από τη δημιουργία ενός εικονικού χαρακτήρα σε αυτά, του avatar, ο χρήστης μπορεί να ενσαρκώσει διαφορετικούς ρόλους ή να υιοθετήσει διαφορετικές ταυτότητες, ανάλογα με την εκάστοτε διαδικτυακή εμπειρία, εξαιτίας της ανωνυμίας, που είναι κατεξοχήν χαρακτηριστικό του διαδικτύου. Δεν έχει όριο το θράσος των κορακιών των τραπεζών, των διάφορων funds και των servicers που γιγαντώνουν την κερδοφορία τους αρπάζοντας τα σπίτια του λαού… Σύμφωνα με τον απολογισμό του ΚΕΘΕΑ, 8 στους 10 όσων ζήτησαν βοήθεια για το διαδίκτυο και το gaming το 2023, είναι νέοι, άρρενες, με μέση ηλικία τα 18,6 έτη _τα κορίτσια έπονται.

σσ.
Μέσω της συμβουλευτικής γραμμής Βοήθειας Ηelp-line (διαθέσιμη τηλεφωνικά στο 210-6007686 και μέσω του ιστοχώρου www.help-line.gr, εξειδικευμένοι ψυχολόγοι παρέχουν υποστήριξη και συμβουλές για θέματα που σχετίζονται με τη υπερβολική ενασχόληση στο διαδίκτυο, τον διαδικτυακό εκφοβισμό, την έκθεση σε ακατάλληλο περιεχόμενο κλπ. δείτε και saferinternet.gr,
ειδικά για παιδιά _

Η ενασχόλησή τους με το διαδίκτυο είναι καθημερινή και αφορά κυρίως παιχνίδια και εφαρμογές MMORPGs. Το 30% αφιερώνει στο διαδίκτυο 2–3 ώρες καθημερινά, το 50% από 4 έως 10ώ, ενώ ένα 9% απασχολείται από 11 έως 20 ώρες!!. Το 2016, το Τμήμα Προβληματικής Χρήσης Διαδικτύου του 18 Άνω για τους ενήλικες κατέγραψε μέσο όρο ωρών χρήσης του διαδικτύου όσων εντάχθηκαν στο πρόγραμμα 56,85 ώρες τη βδομάδα και περίπου τα 8 έτη προβληματικής χρήσης μέχρι την ένταξη στο πρόγραμμα. Τα στοιχεία στη χώρα μας για τους εφήβους συνολικά δείχνουν ότι το 24,3% (1 στους 4 εφήβους) ασχολείται για τουλάχιστον 3 ώρες καθημερινά με τον Η/Υ και το ίντερνετ, το 47,8% των εφήβων παίζουν από μισή έως 2 ώρες καθημερινά ηλεκτρονικά παιχνίδια, ποσοστό το οποίο διπλασιάζεται το Σαββατοκύριακο και 1 στους 6 παρουσιάζει συμπεριφορές εξάρτησης από το ίντερνετ.

Η συμπτωματολογία του εθισμού από το διαδίκτυο συνδέεται τόσο με τον χρόνο που αφιερώνεται στη χρήση του όσο και με την κατάσταση στην οποία περιέρχεται το άτομο από τη διακοπή της χρήσης αυτής. Το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο εθισμός παίρνει σάρκα και οστά διαμορφώνει και καθορίζει όμως και τις κατάλληλες προϋποθέσεις.

Χτίζοντας το avatar

Ο εξαρτημένος χτίζει το avatar του (την ψηφιακή αναπαράσταση του εαυτού του) και το σώμα του γίνεται προέκταση του avatar. Αρχίζει να συμπεριφέρεται σαν αυτό και η ενέργειά του διοχετεύεται στο πώς θα εξελίξει το avatar του, τον ψευδή δηλαδή εαυτό του. Ετσι, η ταυτότητα που δεν μπόρεσε πιθανόν να ολοκληρώσει στην πραγματική του ζωή αναπληρώνεται από την ψηφιακή ιδεατή του ταυτότητα, τα στοιχεία δηλαδή που αυτός θέλει να προσδώσει στη νέα του «περσόνα». Πιθανές αποτυχίες που έζησε, η κοινωνική του απομόνωση, οι ταξικές και εκπαιδευτικές ανισότητες, το κενό που βίωσε, η έλλειψη επιβράβευσης και νοήματος, η αδιάκοπη και επαναλαμβανόμενη ρουτίνα, ξεχνιούνται στο ατέρμονο gaming.

Εκεί γίνεται ο νικητής, ο θριαμβευτής, ο εξολοθρευτής ή απλά σημαντικός. Οσο πιο επιθετικός πολλές φορές, τόσο πιο δυνατός και ικανός. «Οταν εμφανίζεται το avatar μου οι υπόλοιποι φεύγουν» ή «Είμαι άχρηστος offline. Online είμαι κάποιος», είναι τα λόγια εθισμένων ατόμων στο παιχνίδι.

Μοναξιά χωρίς τον Μαρξ

Ανήκω στην εποχή που η λέξη μοναξιά μάς ήταν άγνωστη, έως αστεία, στην εποχή που η μοναξιά ήταν πολυτέλεια των "βορείων προαστίων" και της "πλατείας της αστείας". Είμαι η νέα της εποχής του "εμείς", τότε που νιώθαμε πως οι πολλοί νικούν κι ο ένας δεν μπορεί. Μεγάλωσα με το εγώ μου να γίνεται εμείς. Με το μοίρασμα των προσωπικών μου αναζητήσεων και προβλημάτων με τους συντρόφους μου και τους καθοδηγητές μου. "Ομπρέλα" μου μαζί με πολλούς, το ΚΚΕ, η ιδεολογία του κοινού, του μαζί, του βλέπω και ακούω τον άλλο, της οικουμενικής αγάπης. Θυμάμαι, με ευγνωμοσύνη, να μαθαίνω σιγά σιγά τον εαυτό μου μέσα από την αυτοκριτική μου και μέσα από τον τρόπο που με έβλεπαν και που με αποδέχονταν οι σύντροφοί μου. Από τη δύναμη που έπαιρνα να αντιμετωπίσω με αξιοπρέπεια το γύρω μου κόσμο - την εποχή που η Ελλάδα με μανία και αδημονία προσπαθούσε να καμαρώσει σαν μια από τις χώρες της ΕΟΚ και αργότερα μέλος της ΟΝΕ

Τα μηνύματα που δεχόμασταν τότε από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες - κύρια μέσα από τις διάφορες μορφές τέχνης - ήταν κραυγή των λαών τους για την έλλειψη επικοινωνίας, τη μοναξιά που ζούσαν, την απώλεια της κοινωνικής συνείδησης, απ' τη μια, και απ' την άλλη την ανάγκη του καπιταλισμού να χωρίσει το άτομο από το σύνολο. Να μάθει το άτομο να νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του, δίχως ν' αγωνίζεται, να γίνουν οι δρόμοι των ανθρώπων εντελώς παράλληλοι. Να μάθει ο άνθρωπος να είναι το άτομο χωρίς πρόσωπο. Η σύγκρουση μεταξύ των λαών και κυβερνήσεων είναι φανερή κι εμείς στην Ελλάδα, έξω απ' όλα αυτά, θεωρούμε εαυτούς "αλώβητους". Νιώθουμε "αυτοπεποίθηση", "δύναμη", είμαστε "ενωμένοι" στα ίδια "οράματα". Και φτάνουμε στη μέρα που η χώρα μας γίνεται ένα κράμα τριτοκοσμικού καπιταλισμού. Και στη συνέχεια στην "κατάρρευση", όπως κάποιοι θέλουν να λένε _ανατροπές τις είπε το ΚΚΕ+καπιταλιστική παλινόρθωση, του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τότε, αισθάνομαι τους γύρω μου να πισωγυρίζουν. Συνδέουν την ανατροπή με την κοσμοθεωρία που τους γαλούχησε και τους δυνάμωσε. Μπερδεύονται. Υιοθετούν όλες εκείνες τις επιταγές που εξυπηρετούν τις ανάγκες του καπιταλισμού και ο καθένας για τον εαυτό του, βαδίζει μόνος. Δεν επικοινωνεί με τον άλλο. Δεν έχει τι να πει. Δεν έχει όραμα - το έχει χάσει. Δε νιώθει πλέον αυτοπεποίθηση - χάθηκε κι αυτή μαζί του. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τους άλλους, ούτε καν για τον εαυτό του, κάτι που θα τον βοηθήσει να νιώσει και πάλι καλά. Η μοναξιά τον βαραίνει όλο και περισσότερο.

Και ψάχνει το όραμα, το οποίο αφέθηκε να το χάσει, μέσα σε βιβλία που φωνάζουν για "αγάπη", "επικοινωνία", "αλληλεγγύη", "διάλογο". Στα αμερικάνικα best sellers που, υποτίθεται, μιλούν για το πώς θ' αγγίξει την ευτυχία, πώς θα μάθει να είναι ο εαυτός του, πώς θα μπορεί να επικοινωνεί με τους άλλους. Αυτό κάνει ο σύγχρονος σαραντάρης - πολλοί σύγχρονοι σαραντάρηδες - για να βρει ξανά τον εαυτό του. Ξεχνάει, όμως, ότι αναζητεί το όραμα σε λάθος δρόμους. Οι θεωρίες που κατά κόρον εμφανίζονται, οδηγούν σε ιδεαλιστικούς μονόδρομους, σε μονοπάτια που αναγκαστικά θα τον γυρίσουν στην αφετηρία του. Είναι φανερό ότι στα κείμενα του Μαρξ θα μπορούσε να δει καθαρά τις λύσεις που επιθυμεί. Είναι βέβαιο πως χωρίς την κοσμοθεωρία μας οι ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις του 20ού αιώνα δε θα είχαν υπάρξει. Ασφαλώς και ο μαρξισμός - λενινισμός είναι η ελπίδα και το μέλλον. Γιατί, απλώς, είναι πάντα το καινούριο. Είναι η επανάσταση. Ισως, έχω δικαίωμα να γράψω για το πώς βλέπω την εποχή μας. Γι' αυτό που σε μένα φαίνεται δήθεν. Για το ψεύτικο, στην προσπάθειά του να φανεί αληθινό. Για την αγωνία πολλών που τη νιώθω, για το σπάνιο που έχασαν και αποζητούν. Αναζητούν το μαρξισμό σε κείμενα άλλων. Απολαμβάνουν τη μελέτη βιβλίων που πάλι στη μοναξιά θα τους οδηγήσουν. Γιατί απ' αυτά λείπει το εμείς, η αγωνιστική διάθεση, η ουσιαστική κίνηση προς τον άλλο και το σημαντικότερο, ο προβληματισμός του γιατί έφτασαν ως εδώ.
Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ είναι πάντα in, τριαντάρη, σαραντάρη πενηντάρη μου! _εγώ 76+ πλέον

Είδα τη Λίτσα νοικοκυρά
Αχ Λίτσα αχ μωρέ Λίτσα
Βιάστηκες να μπεις σε μια σειρά
Είδα τη Λίτσα κι ήταν καλά

Αχ Λίτσα αχ μωρέ Λίτσα
Από σένα εγώ περίμενα πολλά
Αχ Λίτσα αχ μωρέ Λίτσα
Από σένα εγώ περίμενα πολλά

Μα συ παντρεύτηκες νοικοκυρεύτηκες
Με λίγα λόγια έγινες μαντάμ
Μα συ παντρεύτηκες νοικοκυρεύτηκες
Τώρα βολεύτηκες και κάνει μπαμ

Είδα τη Λίτσα νοικοκυρά
Αχ Λίτσα αχ μωρέ Λίτσα
Ξέχασες ποια ήσουν μια φορά
Είδα τη Λίτσα κι ήταν καλά

Αχ Λίτσα αχ μωρέ Λίτσα
Κάποτε μιλούσες για πολλά
Αχ Λίτσα αχ μωρέ Λίτσα
Κάποτε μιλούσες για πολλά

Μα συ παντρεύτηκες νοικοκυρεύτηκες
Με λίγα λόγια έγινες μαντάμ
Μα συ παντρεύτηκες νοικοκυρεύτηκες
Τώρα βολεύτηκες και κάνει μπαμ

«Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ονόματα και καταστάσεις είναι συμπτωματική»
Ogni riferimento a persone e situazioni è puramente casuale…
Any resemblance to persons and situations is coincidental.
Toute ressemblance avec des personnes et des situations serait fortuite.


Η διαμόρφωση των σύγχρονων εθισμών, όπως η εξάρτηση από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και το διαδίκτυο, ή αλλιώς οι συστηματικά επαναλαμβανόμενες «πράξεις φυγής», γεννιούνται τις περισσότερες φορές εκεί που η ζωή αδειάζει από νόημα, στόχους, όνειρα, προοπτική. Εκεί που το «κοινωνικό υποκείμενο» δίνει τη θέση του στο «ατομικό υποκείμενο», στην αποθέωση του «εγώ» και της «ατομικής ελευθερίας». Είναι ελεύθερος όμως σήμερα ο άνθρωπος; Έχει πληθώρα επιλογών θα έλεγε κανείς, αλλά την ίδια στιγμή η πλειοψηφία αυτών είναι προδιαγεγραμμένες.

Οι περιορισμοί που του επιβάλλει το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο κινείται με κριτήριο το κέρδος και όχι τις ανάγκες του ανθρώπου και την ίδια στιγμή η ψευδαίσθηση της «ελευθερίας της επιλογής» γεννάνε έναν ακόμη εγκλωβισμό και μια ακόμη αποτυχία που προσλαμβάνεται ως ατομική αποτυχία.

Στο παιχνίδι αισθάνεται ελεύθερος γιατί εκεί δεν υπάρχουν όρια και κανόνες. Ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να κάμψει το χώρο και το χρόνο όπως επιθυμεί, να καθοδηγήσει, να ελέγξει και να σκηνοθετήσει τον ονειρικό κόσμο που του παρουσιάζεται με τα γεμάτα χρώματα γραφικά και την καλοδουλεμένη μουσική και εκεί μπορεί να επιτύχει. Η βία και η εξόντωση γίνονται αυτοσκοπός και μετατρέπονται σε κάτι εύκολο και ανώδυνο. Ο χρήστης συμμετέχει ενεργά σε αυτή, βάζει στόχους, εκφράζει καταπιεσμένες επιθυμίες και ανταμείβεται. Στο παιχνίδι οι ταξικές ανισότητες εξαλείφονται. Εκεί δεν υπάρχουν τάξεις ή κοινωνική κατάσταση. Ο παίχτης από τα φτωχά κοινωνικοοικονομικά στρώματα μπορεί να γίνει στον εικονικό κόσμο καθοδηγητής άλλων ή να χαίρει μεγάλου σεβασμού από παίχτες ανώτερου κοινωνικοοικονομικού status.

Τα σύγχρονα διαδικτυακά παιχνίδια διαμορφώνονται με κριτήριο την αύξηση της «τηλεπαρουσίας» (της υποκειμενικής αίσθησης του παίχτη ότι είναι πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει χωρίς τη διαμεσολάβηση της τεχνολογίας) και της «ροής» (του ποσοστού απορρόφησης του παίχτη από το παιχνίδι έτσι ώστε να ξεχάσει τον κόσμο γύρω του). Οι απαιτήσεις τους διαρκώς αυξάνονται με στόχο τη διατήρηση του level up, το να μην κουράζεται δηλαδή ο παίχτης και να συνεχίζει. Οταν ενώνονται η τηλεπαρουσία και η ροή παρατηρείται υψηλή εμπλοκή του χρήστη στο μέσο. Ετσι, το παιχνίδι γίνεται κάτι παραπάνω από αυτό που σχεδιάστηκε να είναι.

Ενώ οι χρήστες γνωρίζουν σε γνωστικό επίπεδο ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα παιχνίδι, σε επίπεδο συναισθηματικό και συμπεριφορικό δεν υπάρχει καμιά αντιστοιχία. Τα βασικά χαρακτηριστικά των πιο δημοφιλών διαδικτυακών παιχνιδιών στηρίζονται στη διαδικτυακή κοινωνικοποίηση, στο στήσιμο avatars (χαρακτήρων) και στο σύστημα της ανταμοιβής. Ενας ενιαίος ψηφιακός κόσμος χτίζεται, ο οποίος συνεχίζει να υφίσταται ακόμα και όταν ο χρήστης δεν είναι παρών με απώτερο στόχο το κέρδος των εταιρειών παραγωγής παιχνιδιών.

Το κοινωνικό πλαίσιο της εξάρτησης

Στην εξάρτηση βέβαια του παίχτη ρόλο δεν παίζει μόνο το μέσο αλλά καταρχήν τι φέρει ο παίχτης από πριν. Πώς έχει χτίσει την προσωπικότητά του; Με τι ποιοτικά χαρακτηριστικά; Σε ποιες κοινωνικές σχέσεις;

Ξεκινώντας από τις σχέσεις παραγωγής, παρατηρούμε την αντανάκλαση αυτών στο περιεχόμενο του εποικοδομήματος. Στην ποιότητα της εργασίας, του εκπαιδευτικού συστήματος, του πολιτισμού, του ελεύθερου χρόνου, των οικογενειακών και άλλων σχέσεων. Μέσα σε αυτές πραγματώνει την προσωπικότητά του ο χρήστης ως κοινωνικό υποκείμενο.

Η οικονομική και κοινωνική κρίση του καπιταλισμού διαπερνά τον ψυχισμό του εξαρτημένου σε συνθήκες αποξένωσης, στρέβλωσης του πραγματικού περιεχομένου της κοινωνικοποίησης, ανεργίας, πολιτιστικής καθυστέρησης και παρακμής.

Η βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας στον καπιταλισμό, η κοινωνική φύση της εργασίας, από τη μια, και η καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, από την άλλη, αποτυπώνεται στον ψυχισμό του εξαρτημένου ως προσωπική αποτυχία. Η διαμόρφωση της ψυχοκοινωνικής ταυτότητας του νέου ανθρώπου αντανακλά μεταξύ άλλων τα βαθιά κοινωνικά ελλείμματα που καθιστούν περαιτέρω ελλειμματική τη διαδικασία κοινωνικοποίησης και οργάνωσης του ψυχισμού του.

Η μάθηση, ως σύνθετη διαδικασία αφομοίωσης της γνώσης, μετατρέπεται σε ένα σύνολο αποσπασματικών και ασύνδετων πληροφοριών. Η διά ζώσης επαφή σε ψηφιακή επικοινωνία. Η εργασία σε πεδίο ακόμη μεγαλύτερης αποξένωσης από τον εαυτό του. Η κοινωνικοποίησή του σε άθροισμα τυχαίων επαφών. Η υγεία του από ζήτημα κοινωνικής υπόθεσης, σε ατομική ευθύνη και επιλογή. Η οικογένεια, από αναγκαίο φροντιστή και κράτημα στη ζωή του νέου, σε ακατάλληλο πλαίσιο να επιτελέσει το ρόλο του.

Ειδικά την περίοδο της οικονομικής κρίσης παρατηρήθηκε πως η έλλειψη αντοχών της οικογένειας συνέβαλε στην έλλειψη επικοινωνίας, συναισθηματικών δεσμών, στην παραμέληση, απουσία ορίων και σταθερής συμπεριφοράς. Αναζητά έτσι ο εθισμένος στο παιχνίδι πιο εύκολα έναν ιδανικό εικονικό εαυτό ή υιοθετεί όποιο ρόλο θέλει στην προσπάθειά του να αποκτήσει κάποια ταυτότητα (ρευστή – πολλαπλή ταυτότητα). Στη θέση των πραγματικών του αναγκών μπαίνουν υποκατάστατα.

Από εξώφυλλο του “The New Yorker”

Επιπτώσεις της εξάρτησης

Η παρατεταμένη χρονικά χρήση οδηγεί σε κόπωση, έλλειψη συγκέντρωσης, εκνευρισμό, διαταραχή του ύπνου (ύπνος κατά τη μέρα και δραστηριότητα αποκλειστικά στο διαδίκτυο το βράδυ). Όταν διακόπτεται η χρήση εμφανίζονται άγχος, απότομη συμπεριφορά και ευερεθιστότητα, ενώ αναδύονται τα αρνητικά συναισθήματα και καταστάσεις που ενδεχομένως να τα περιόριζε η χρήση διαδικτύου, όπως η κατάθλιψη, φοβίες κ.ά.

Κοινός παρονομαστής στα παραπάνω είναι η έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου, η αδιαφορία για τις υποχρεώσεις, η αναβλητικότητα, η απάθεια. Το άτομο συχνά συγκρούεται με την οικογένειά του (χαρακτηριστικό έντονο στους εφήβους), λέει ψέματα για το χρόνο που πέρασε στο διαδίκτυο, απομακρύνεται από άτομα που συνδέεται φιλικά ή συναισθηματικά, ενώ τελικά χάνει σημαντικές σχέσεις και παρουσιάζει μειωμένη απόδοση στην εργασία και στο σχολείο.

Η εξάρτηση από το διαδίκτυο δημιουργεί εκπτώσεις στις κοινωνικές δεξιότητες, σε γνωστικές λειτουργίες όπως η σκέψη και η προσοχή λόγω μειωμένης διέγερσης του μετωπιαίου λοβού από την παρατεταμένη χρήση, μεγαλύτερη ροπή σε επιθετικές συμπεριφορές. Η απόσυρση από τη ζωή και η έλλειψη πίστης στον εαυτό οδηγούν στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, στη χαμηλή αυτοαποτελεσματικότητα και σε ανεπαρκή ικανότητα αντιμετώπισης δυσκολιών. Η αναμέτρηση με τις δυσκολίες κλείνεται, περιορίζεται στις πίστες του παιχνιδιού.

Στην εξάρτηση, το παιχνίδι ως διαδικασία απόλαυσης και ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό, χάνει τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του. Η πολύωρη χρήση του, τα χαρακτηριστικά του μέσου αυτού καθεαυτού στον καπιταλισμό, σε αντίθεση με το παιχνίδι ως εργαλείο βοηθητικό στην ίδια τη ζωή, αλλά και τα ψυχικά – κοινωνικά κενά που καλείται να καλύψει ο παίχτης, δημιουργούν μια απόσυρση από την πραγματικότητα και μια ψευδαίσθηση της κοινωνικότητας και της επικοινωνίας.

Αλλά οι εικονικές κοινότητες δεν αποτελούν αληθινές κοινότητες, αφού μετά την απομάκρυνση από την οθόνη του Η/Υ ο χρήστης βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπος με τον πραγματικό κόσμο της περιχαράκωσης, της εξατομίκευσης και της μοναξιάς. Εκεί που οι ανάγκες γίνονται πρόσκαιρες επιθυμίες και η ικανοποίησή τους πολυτέλεια…

Κόκκινο φεγγάρι, θάλασσες τεκίλα
φύλλα πεταμένα στη φωτιά
κόκκινο φεγγάρι, κόκκινο λιμάνι
κάτι μου ‘χεις κάνει

Είδα πολλούς που ζήσανε για πλάκα
είδα και άλλους που το πήραν σοβαρά
και τραβηχτήκανε και άσχημα τραβιούνται
και το πληρώσανε στο τέλος ακριβά

Με τα μαύρα ρούχα, αμίλητοι καπνίζουν, οι φίλοι
κι ονειρεύονται να φύγουν μακριά
οι φίλοι που δε βρήκανε τίποτα ν’ αγαπήσουν
που δεν πιστεύουν τίποτα, κανέναν, πουθενά

Υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να τρελαθείς
υπάρχουν και άλλοι τόσοι για να λες υπομονή
όμως για μένα είναι αργά να τρελαθώ
και είναι ακόμα πιο αργά να κάνω υπομονή

Θα μείνω εδώ και θα υπάρχω όπως μπορώ
και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω
θα περιμένω άλλες μέρες

Σκληρή πικρή βροχή βράδυ Σαββάτου
το δελτίο των εννιά πουλάει
τη μοναξιά μου | τη ζωή μου που γλιστράει

Μα υπάρχω ακόμα | είμ’ ακόμα εδώ
παίρνω ανάσα και χρώμα | σε τροχιά άλλη πετώ

Ρίξε κόκκινο στη νύχτα | ρίξε λάδι στη φωτιά
απ’ όσα έχω ζήσει | ζητάω πιο πολλά
Ζεστή παλιά σκουριά βρέχει απόψε
το δελτίο των εννιά πουλάει | τείχη που πέφτουν
στα ερείπια