1868 _σαν σήμερα 28 Μάρτη, γεννιέται στο μακρινό Νίζνι Νόβγκοροντ της τότε Ρώσικης Αυτοκρατορίας ο Μαξίμ Γκόρκι _“Πικρός” πραγματικό όνομα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ. Ο Γκόρκι, προλετάριος κι ο ίδιος, πάλεψε για την επιβίωσή του και μετέτρεψε αυτή τη μάχη του σε πραγματικό «σχολείο» που τον δίδαξε. Η αντίληψη που διαμόρφωσε στο «πεζοδρόμιο» του βίου τον οδήγησε στον μαρξισμό, τον οποίο υπηρέτησε έως τον θάνατό του τόσο μέσα από το έργο του όσο και μέσα από την ίδια του τη ζωή. Ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, που θεωρείται ο ιδρυτής και αυθεντικότερος εκφραστής της λογοτεχνικής σχολής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Γνώρισε τη φτώχεια και την εξαθλίωση από μικρό παιδί και από νέος συνδέθηκε με τις παράνομες επαναστατικές οργανώσεις. Συνελήφθη πολλές φορές από το τσαρικό κράτος, βασανίστηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε. Στο διάστημα 1906-1917, έζησε μακριά απ’ τη Ρωσία, όπου επέστρεψε μετά τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης. Αφιέρωσε τις δυνάμεις του για την επικράτηση της Επανάστασης και του Σοσιαλισμού. «Η μάνα», «Ένα καλοκαίρι», Η ζωή του Κλιμ Σαμγκίν», είναι μόνο μερικά από τα πιο αγαπημένα μυθιστορήματά του. «Οι Μικροαστοί», «Στο βυθό», «Τα παιδιά του ήλιου», ανήκουν στα γνωστότερα θεατρικά του έργα με παραστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα αναρίθμητα διηγήματά του περιγράφουν τη ζωή στην προεπαναστατική και μετεπαναστατική Ρωσία. Το έργο του γνώρισε τεράστια διάδοση σε πολλές χώρες του κόσμου και άσκησε σημαντική επίδραση στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Γκόρκι πέθανε το 1936, έζησε και κάποια από τα «σταλινικά» χρόνια της «αμαρτωλής» και μυριοδιαστρεβλωμένης δεκαετίας του 1930. Το μεγάλο αμάρτημα του Γκόρκι ήταν, ότι ποτέ και πουθενά δεν μπορούν να του βρουν αρνητικές δηλώσεις σχετικά με τον Στάλιν και το τότε σοβιετικό καθεστώς.
Στον πρόλογο μιας συλλογής άρθρων του το 1916, σημειώνει πως όλο το νόημα της πνευματικής του δραστηριότητας και δημιουργίας συμπυκνώνεται σ' ένα πάθος ασίγαστο: να ξυπνήσει στους ανθρώπους την αίσθηση της δύναμής τους. Αυτό το ίδιο πάθος είναι διάχυτο και στην κάθε σελίδα του βιβλίου «Η φλογερή καρδιά του Ντάνκο» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»). Στα διηγήματα αυτής της συλλογής, ο Γκόρκι απευθύνεται στα παιδιά. Ο ίδιος πέρασε πικρά παιδικά και εφηβικά χρόνια στην προεπαναστατική Ρωσία, κάνοντας συχνά σκληρά επαγγέλματα για να κερδίσει το ψωμί του. Τα διηγήματά του που την ιστορούν, είναι γεμάτα θλίψη. Σημειώνεται στον πρόλογο της έκδοσης: «Σήμερα που έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε κι η ανθρωπότητα έχει κάνει τόσες προόδους, υπάρχουν σε πολλές χώρες πολλά παιδιά δυστυχισμένα. Γι' αυτό, όσοι από σας ζείτε μέσα στην άνεση και τη θαλπωρή, κάτω από τη στοργική σκέπη των γονιών σας, καλό είναι να ξέρετε πως υπάρχει και διαφορετική ζωή στον κόσμο. Αυτό θα σας κάνει να προβληματιστείτε και θα σας βοηθήσει να γίνετε άνθρωποι με κατανόηση και συμπόνια για τους συνανθρώπους σας. Ίσως ακόμα να σας κάνει να θελήσετε, σαν μεγαλώσετε, ν' αγωνιστείτε κι εσείς, για να μην υπάρχει πουθενά αδικία και κακομεταχείριση, πουθενά φτώχεια και δυστυχία, τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους μεγάλους».
Και συνειρμικά η σκέψη πάει 99 χρόνια πίσω στις μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο τότε στη Ρωσία_μετέπειτα ΕΣΣΔ. Σαν φόρο τιμής σε αυτή την «έφοδο στον ουρανό» ένα αφιέρωμα στο μεγάλο λογοτέχνη-επαναστάτη Μαξίμ Γκόρκι – με βάση το Ριζοσπάστη, κάποια sites της πρώην ΕΣΣΔ και το τεύχος 47-48 της επιθεώρησης “Θέματα Παιδείας”. Με αρκετές άγνωστες πτυχές…
Άλλος ένας αποσιωπημένος
Από τη λίστα των σχεδόν «αγνοούμενων»
επαναστατών της παγκόσμιας καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν μπορεί να λείπει ο
Μαξίμ που τις δύο επαναστάσεις (1905 και 1917) τις έζησε σαν μεγάλος και όχι
σαν μια «βουή» από τα παιδικά χρόνια. Αφού ο Γκόρκι πέθανε το 1936, έζησε και
κάποια από τα «σταλινικά» χρόνια της
«αμαρτωλής» και μυριοδιαστρεβλωμένης δεκαετίας του 1930. Η περίπτωση του Γκόρκι
είναι εξαιρετική, αν όχι μοναδική στην παγκόσμια ιστορία. Με μια μικρή
επιφύλαξη (λόγω ενδεχόμενης παράλειψης άγνωστων στην υπογράφουσα περιπτώσεων)
μπορούμε να πούμε, ότι δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας παγκόσμιας εμβέλειας, που
να έχει ξεκινήσει κυριολεκτικά από τον βυθό της κοινωνίας. Υπάρχει και η γνώμη,
ότι γι’αυτό το λόγο πάντα στα έργα του υπήρχε μια τραχιά βάση σε αντίθεση με
την τεράστια πλειονότητα των συγγραφέων –παγκοσμίως – που κατάγονται από ένα
λιγότερο ή περισσότερο καλλιεργημένο οικογενειακό περιβάλλον. Ο Γκόρκι λοιπόν, από το «βυθό» της κοινωνίας –τίτλος κιόλας
ενός από τα θεατρικά του έργα- έδωσε μια μεγάλη μάχη για την κατάκτηση γνώσεων.
Το ταλέντο του σε συνδυασμό με την κολασμένη καταγωγή του τάραξε τα νερά της
κοινωνίας. Στην «τραχιά» αυτή βάση θέλουν κάποιοι να ανάγουν τις «ελλείψεις
εσωτερικών ψυχογραφικών αναλύσεων», το «βίαιο τρόπο γραφής» του, τη «μονοτονία
των θεμάτων» και την «έμφαση στην εξωτερική πλευρά» _εκφράσεις του Γάλλου
ακαδημαϊκού Ανρί Τρουαγιά και κυρίως την ακλόνητη υποστήριξή του στο σοβιετικό
καθεστώς της περιόδου 1924-1936, για την οποία έμειναν εμβρόντητοι τόσοι
θαυμαστές του.
_σσ. Ο Henri Troyat ήταν Γάλλος συγγραφέας, βιογράφος,
ιστορικός και μυθιστοριογράφος. Γεννήθηκε ως Levon Aslan Torossian στη Μόσχα.
Μεταξύ άλλων, βραβεύτηκε και με το Βραβείο Γκονκούρ. Πέθανε Μάρτη του 2007_
Το μεγάλο αμάρτημα του Γκόρκι ήταν, ότι ποτέ και πουθενά δεν μπορούν να του
βρουν αρνητικές δηλώσεις σχετικά με τον «δικτάτορα» Στάλιν και το τότε σοβιετικό
καθεστώς. Ο Γκόρκι είχε γίνει ένα είδος γραφειοκρατικός υπάλληλος με την πένα,
που δεν ήθελε να βλέπει τις εκτελέσεις από τον «σοβιετικό ουμανισμό», θα γράφει
ο Τρουαγιά. Ο όρος «σοβιετικός» ή «προλεταριακός ουμανισμός» είχε καθιερωθεί
από τον Γκόρκι σε αντιπαράθεση με τον αστικό ψευδο-ουμανισμό. Ετσι ο Βίκτωρ
Σερζ θα γράφει στα «Απομνημονεύματα ενός επαναστάτη»: «Τί γινόταν μέσα του;
Ξέραμε, ότι συνέχιζε να μουρμουρίζει, ότι είχε χάσει την υπομονή του, ότι η
σκληρότητά του είχε μια άλλη πλευρά, αυτή της διαμαρτυρίας και της θλίψης.
Λέγαμε μεταξύ μας: “Θα σκάσει μια μέρα!”
Όμως, όλοι οι συνεργάτες του της «Νέα Ζωή» εξαφανίζονταν στις φυλακές και δεν είπε τίποτα __Μήπως, αναρωτιόμουν, έπασχε από μια γεροντική στέγνωση, αποψίλωση, ακαμψία, που άρχισε σ’ αυτόν ήδη στα εξήντα του; «Απ’αυτή την ακαμψία της γηρατειάς», προσθέτει ο Ανρί Τρουαγιά, στο βιβλίο του οποίου για τον Γκόρκι βρίσκουμε την ως άνω παράθεση, «ο Γκόρκι έπασχε σαν από μια διανοητική αγκύλωση».
Εγκλήσεις και αντεγκλήσεις
Ενδιαφέρον σ’ αυτά τα πλαίσια έχουν κάποιες απαντήσεις του Γκόρκι σε επιθέσεις που του έγιναν για τη στάση του, είτε από εμιγκρέδες στο δυτικό κόσμο, είτε από εχθρούς στο εσωτερικό της Ρωσίας. Όταν η Κατερίνα Κουσκόβα τον είχε ρωτήσει για τα πραγματικά (!) του αισθήματα σχετικά με τη σοβιετική εξουσία, απάντησε σε γράμμα του της 19 Αυγούστου του 1927: «Οι σχέσεις μου με τη σοβιετική εξουσία είναι πεντακάθαρες. Δεν βλέπω καμία άλλη εξουσία σαν δυνατότητα για το ρώσικο λαό, δεν σκάφτομαι καμία άλλη εξουσία, δεν επιθυμώ καμία άλλη».
Η Κουσκόβα, η οποία είχε απελαθεί από την ΕΣΣΔ, τον είχε επικρίνει για τις κατά τη γνώμη της άδικες και βάναυσες επιθέσεις του στους Ρώσους εμιγκρέδες και για την μονομερή, μεροληπτική άρα εσφαλμένη εκτίμηση της σοβιετικής πραγματικότητας, όπως έλεγε. Ανταποδίδοντάς της τη μονομέρεια, την οποία η ίδια διάθετε, σύμφωνα με τον Γκόρκι, και μιλώντας για την καινούργια ρώσικη αλήθεια, η οποία ήδη έχει σπαρθεί στις μάζες δίνοντάς τους εμπιστοσύνη στην ίδια τη θέληση και τη λογική τους, ο Γκόρκι θα καταλήξει: «Για μένα δεν πρόκειται μόνο για τον εξηλεκτρισμό, για την εκβιομηχάνιση, την ανάπτυξη της γεωργίας και των όσων απαξιώνει ο Τύπος σας… Για μένα το σημαντικό είναι ένας εργάτης ενός διυλιστηρίου ζάχαρης να διαβάζει τον Σέλλεϋ στο πρωτότυπο. Σημαντικό για μένα είναι ο άνθρωπος, που νοιώθει για τη ζωή ένα μεγάλο και υγιές ενδιαφέρον, που καταλαβαίνει, ότι χτίζει ένα καινούργιο κράτος, ο άνθρωπος που δεν ζει από λόγια, αλλά από το πάθος του για την εργασία και τη δραστηριότητα…..»
Και σε άρθρο του του 1927 με τίτλο «Δέκα χρόνια» θα πει: «Η χαρά και η περηφάνειά μου είναι ο καινούργιος Ρώσος άνθρωπος, χτίστης ενός καινούργιου κράτους. Απευθύνω τον ειλικρινή μου χαιρετισμό σ’αυτό το μικρό, αλλά γιγαντιαίο άνθρωπο, που τον βρίσκεις σε όλες τις γωνιές της χώρας, στα εργοστάσια, στα χωριά, στις αχανείς στέππες, στην τάϊγκα της Σιβηρίας, στα βουνά του Καυκάσου και στις τούνδρες του Βορρά, σ’αυτό τον συχνά πολύ μοναχικό άνθρωπο, ο οποίος δουλεύει ανάμεσα σε κόσμο που ακόμα δυσκολεύεται να τον καταλαβαίνει. Σύντροφε, να ξέρεις και να είσαι πολύ πεπεισμένος, ότι είσαι ο πιο απαραίτητος άνθρωπος σε τούτη τη γη. Συντελώντας τη σεμνή σου υπόθεση, έχεις αρχίσει να δημιουργείς έναν καινούργιο κόσμο».
Αυτά, μαζί με τις δηλώσεις του για το Λένιν (σαν τον άνθρωπο, τον οποίο περίμενε ο κόσμος), αποτέλεσαν αφορμή για τον Ανρί Τρουαγιά να μιλήσει για την «εθνικιστική και μπολσεβίζουσα έπαρση» του Γκόρκι. Τα πιο λαμπρά ονόματα, όμως, της δυτικής λογοτεχνίας της εποχής του είχαν μια άλλη γνώμη. Ανάμεσα στις προσωπικότητες, οι οποίες υπέγραψαν στη «New York Times» στις 25 Μαρτίου του 1928 τα συγχαρητήρια για τον Μαξίμ Γκόρκι με αφορμή τα 60χρονά του (50 υπογραφές) ήταν οι Ρομέν Ρολλάν, Στέφαν Τσβάιχ, Χάινριχ Μαν, Γκολσουέρθι, Ντιχαμέλ, Ουέλς, Σέλμα Λάγκερλεφ.
Οι δύο ψυχές της ΡωσίαςΛαβές για να βλέπουν οι τοτινοί και
μετέπειτα πολέμιοι του «σοσιαλισμού του 20ου αιώνα» στον Γκόρκι έναν επαναστάτη
αρχικά και μετέπειτα «υποταγμένο» της σταλινικής περιόδου δίνει η ίδια η
εξέλιξη του Γκόρκι, που παρουσιάζει ακριβώς τα χρόνια της Οκτωβριανής
Επανάστασης – λίγο πριν και μετά- μια μετάπτωση σε σχέση με το φλογερό
επαναστατισμό του των αρχών του 20ου αιώνα, που είχε εκδηλωθεί ιδιαίτερα με
αφορμή την Επανάσταση του 1905. Εδώ
βρίσκουμε και αντιπαραθέσεις με το Λένιν. Ο Γκόρκι δεν «βλέπει» την Επανάσταση
ακόμα λόγω καθυστέρησης των εργατικών και αγροτικών μαζών και φοβάται μια
άγρια, βάρβαρη θύελλα, καταστροφική για τη Ρωσία, αν γίνει τώρα (το 1917
δηλαδή) η Επανάσταση. Είναι η περίοδος, στην οποία ο Γκόρκι μπαίνει σε θέσεις
που μοιάζουν μ’αυτές των οπορτουνιστών. Ηδη στα τέλη του 1916 σ’ένα γράμμα του
στην Ινέσσα Αρμάν, σταλμένο από τη Ζυρίχη, ο Λένιν γράφει για το καινούργιο του
βιβλίο «Ο ιμπεριαλισμός», που το είχε στείλει στη Ρωσία για εκτύπωση: «Το
χειρόγραφό μου έφτασε στην Πετρούπολη και να, σήμερα μου γράφουν πως ο εκδότης
(σκέψου ο Γκόρκι! Ω, το μοσχάρι!) πειράχτηκε από τον τρόπο που επικρίνω… ποιόν
λέτε;… τον Κάουτσκι! Και θέλει, λέει, να μου γράψει τις παρατηρήσεις του!!! Να
γελάς και να θλίβεσαι».
Ο Γκόρκι σ’αυτή τη φάση βλέπει διαχωριστικές γραμμές, όπως ανάμεσα στην
«άπραγη, καθυστερημένη, νωχελική» Ανατολή και την «πολιτισμένη», δραστήρια
Δύση. Τέτοιες σκέψεις εκφράζει εκείνα τα χρόνια σε μια αρθρογραφία του, όπως
στο «Οι δύο ψυχές»: «Πρέπει να σηκώσουμε πόλεμο στις ασιατικές καταβολές μέσα
στο αίμα μας, στη ρώσικη ψυχή μας, να γιατρευτούμε από τον πεσιμισμό που είναι
ντροπή για την ψυχή ενός νέου έθνους και τον τρέφει η κλίση, που έχουν οι
αδρανείς θεωρητικοί χαρακτήρες να ξεχωρίζουν μες στη ζωή τις σκιερές και
άσχημες πλευρές της, αυτές που ταπεινώνουν τον άνθρωπο».
Αυτά, εννοείται, δεν κάνουν το ρώσικο λαό ιδιαίτερο κατάλληλο για μια ριζική ανατροπή σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, σύμφωνα με τον Γκόρκι, που θέλει τον ρώσικο λαό να «στραφεί από τη Ρωσία του Ντοστογέφσκι στην Ευρώπη του Πούσκιν και του Χέρτσεν». Ρωσία ναι, δηλαδή, αλλά όχι της μεταφυσικής και του θρησκευτικού σκοταδισμού. Ο ίδιος ο Γκόρκι, ο «αγγελιοφόρος της θύελλας», έχοντας μεγαλώσει στον τσαρισμό και ανθίσει στο σοσιαλισμό, είχε, σύμφωνα με τον Ασσέγιεφ, δύο φτερά: «Ενα από τα φτερά του βυθίζεται βαθιά στα σκοτάδια και στη σιωπή της εποχής των τσάρων…Το άλλο φτερό, που σηκώνεται πολύ ψηλά, ξαλαφρωμένο και καθαρισμένο από τη σκόνη της παράδοσης, από το βάρος των αναμνήσεων, αιωρείται ελεύθερα σε μεγάλο ύψος, φωτισμένο από τη λάμψη μιας νέας εποχής, από τη νέα ακτίνα της χαραυγής».
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920, θα πει στον δοκιμιογράφο Ιλια Τσάπκα, ο οποίος τον ρωτούσε για την τοποθέτησή του στο πλευρό του Λένιν μετά από τα χρόνια της ακατανοησίας και της κριτικής: «Εγώ δεν είμαι πολιτικός άνθρωπος. Μόνο ο Λένιν μπορούσε να τα βλέπει και να τα καταλαβαίνει όλα. Αλλά ήταν μεγαλοφυϊα, δημιουργός γεγονότων…Εγώ φοβόμουν την αναρχία που θα έριχνε την επανάσταση στο βάλτο του χαμού της…Δεν είμαι ο μόνος που έκανε λάθος…Τώρα όλος ο κόσμος έχει καταλάβει, ότι ο Λένιν και το Κόμμα του είχαν δίκιο σε όλα τα στάδια της μάχης τους: αν ο Πέτρος Α’ άνοιξε για τη Ρωσία ένα παράθυρο προς την Ευρώπη, ο Λένιν, τον Οκτώβρη, άνοιξε ένα παράθυρο προς το σοσιαλιστικό μέλλον για όλη την ανθρωπότητα» (από τα Απομνημονεύματα του Τσάπκα).
Με το νέο εκδοτικό «Πάρους» και το περιοδικό «Χρονικά», που αρχίζει να βγαίνει από το Δεκέμβρη του 1915, θα προσπαθήσει να συσπειρώσει εκείνες τις πνευματικές δυνάμεις, οι οποίες θα δουλέψουν για τον ως άνω σκοπό της αποτίναξης των ασιατικών καταβολών, για τη δημοκρατία, τη σοσιαλιστική προοπτική, ενάντια στον πόλεμο. Καλούσε να συνεργαστούν στο καινούργιο περιοδικό και τους Ουέλς, Μπέρναρ Σο, Ρομαίν Ρολλάν για την παγκόσμια Λίγκα των Διανοουμένων. Ο Γκόρκι, σ’αυτή την περίοδο εκφράζει φόβους για μια ανεξέλεγκτη βία, μια αντεπανάσταση: «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ετοιμάζεται αντεπανάσταση που θα ξεσπάσει πολύ γρήγορα – η πιο απαίσια και φρικτή. Φοβάμαι τους φαντάρους εδώ της φρουράς, περισσότερο απ’ όλα το μουζίκο. Αυτός, αν δεν επαναφέρει τη μοναρχία, θα επιβάλει την αναρχία».
Οι ταλαντεύσεις μιας ιδιοφυΐαςΤο Μάρτη του 1917- δηλαδή μόλις είχε γίνει η αστικοδημοκρατική επανάσταση του Κέρενσκι – ο Γκόρκι προειδοποιεί ακόμα τον 20χρονο γιο του, που είναι με τους μπολσεβίκους επαναστάτες, να μην αφήσει τα γεγονότα να τον παρασύρουν. Υπάρχουν μεγάλοι κίνδυνοι, γιατί «δεν νικήσαμε γιατί είχαμε τη δύναμη, αλλά γιατί η εξουσία ήταν αδύνατη. …Κάναμε μια πολιτική επανάσταση και πρέπει να κατοχυρώσουμε τις κατακτήσεις της… Εγώ είμαι σοσιαλδημοκράτης, αλλά λέγω και θα λέγω ότι για σοσιαλιστικές αλλαγές δεν ήρθε η στιγμή ακόμα». Ετσι έλεγε ο Γκόρκι που ομολογεί σε ένα άλλο σημείο, ότι ζούσε σε μια ψυχική αντίθεση με τον ίδιο τον εαυτό του. Και ρίχνεται στην κουλτούρα, γιατί οι μάζες είναι αμόρφωτες και ούτε η αστική τάξη της Ρωσίας είναι προετοιμασμένη.
Αργότερα θα πει: «Πίστευα ότι η επιστημονική και η τεχνική διανόηση, γενικά ο κάθε διανοούμενος που είχε μια ειδικότητα ήταν κιόλας ένας επαναστάτης και μαζί με την εργατική και τη σοσιαλιστική διανόηση ήταν η πολυτιμότερη δύναμη που διέθετε η Ρωσία, άλλη δύναμη ικανή να πάρει την εξουσία στη Ρωσία του 1917 και να χειραγωγήσει το χωριό δεν έβλεπα. …Πρώτιστο καθήκον της επανάστασης θεωρούσα να δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες που θα ευνοούσαν την ανάπτυξη των πολιτιστικών δυνάμεων της χώρας».
Αργότερα θα αναγνωρίσει το λάθος του μιλώντας γι’ αυτά στις αναμνήσεις του για τον Λένιν: «Οταν το 1917 ήρθε ο Λένιν στη Ρωσία και δημοσίευσε τις «Θέσεις» του (του Απρίλη, σ.σ.) εγώ ήμουν βέβαιος πως όλη εκείνη τη λιγοστή αριθμητικά αλλά τόσο ηρωική πρωτοπορία των πολιτικοποιημένων εργατών κι όλη επίσης τη συνεπή επαναστατική διανόηση την προσφέρει θυσία στο Μινώταυρο των Ρώσων μουζίκων». Για να προσθέσει παρακάτω: «Ετσι σκεφτόμουν εγώ τότε. Τούτο ήταν το σφάλμα μου». Στο μεταξύ στην επαναστατική χρονιά του 1917 υπάρχει μια θελλώδης κορύφωση αντιπαραθέσεων. Ο Γκόρκι κατηγορείται επανειλημμένως για γερμανόφιλο με τις θέσεις του εναντια στον πόλεμο. Θέσεις που έμοιαζαν με αυτές του Λένιν, ο οποίος κατηγορήθηκε ακόμα και για πράκτορας των Γερμανών. Στο περιοδικό «Νέα Ζωή» ο Γκόρκι γράφει δριμύ άρθρο ενάντια στους μπολσεβίκους. Πλησιάζει η 20η Οκτωβρίου και όταν γράφει: «Ολο και πιο επίμονα κυκλοφορούν οι φήμες ότι στις 20 του Οκτώβρη επίκειται «εξόρμηση των μπολσεβίκων», ο Στάλιν απαντά, «τί θέλουν επιτέλους από μας οι νευροπαθείς της «Νέας Ζωής; «Αν επιθυμούν να τους ανακοινώσουμε την «ημέρα» για να μπορέσουν έγκαιρα να κινητοποιήσουν τους πανικόβλητους διανοούμενους για μια φυγή προς Φινλανδία το καταλαβαίνουμε και το επιδοκιμάζουμε…Αν ζητάν να πληροφορηθούν για να ησυχάσουν τ’ «ατσαλένια» νεύρα τους μπορούμε να τους διαβεβαιώσουμε πως κι αν ακόμα είχε οριστεί μια τέτοια «μέρα» κι αν ακόμα τους το ψιθυρίσουμε στο αυτί, πάλι δεν θα μας αφήσουν ήσυχους – θα έχουμε αμέσως βροχή από άλλα ερωτήματα, κρίσεις υστερίας κλπ.»
Αλλά υπήρχαν κι άλλα άρθρα ενάντια στους μπολσεβίκους σ’αυτό το περιοδικό σ’όλη τη διάρκεια του 1917, που έδωσαν αφορμή στο Στάλιν να γράφει τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς: «Η ομάδα αυτή…αιωνίως ταλαντεύεται ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση, στον πόλεμο και την ειρήνη, ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές, τους μεγαλοκτηματίες και τους αγρότες». Ο Μαγιακόφσκι αποχωρεί από τη «Νέα Ζωή» εκείνο τον Αύγουστο. Ο Γκόρκι σ’ένα του γράμμα λίγο μετά θα αναστενάξει: «Είναι κλονισμένα (τα νεύρα του, σσ.) Παρά πολύ. …Πολύ άσχημη τροπή πήρε η Ρωσία μας, πάρα πολύ!» Στους ακόλουθους μήνες η αρθρογραφία του στη «Νέα Ζωή» είναι σε μια μόνιμη αντιπαράθεση με την «Πράβντα».
Πηγές:
· Μαξίμ Γκόρκι, Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, Εκδ. «Ειρήνη», 1975
· Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Το ψωμί και το βιβλίο, ο Γκόρκι, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2004
– Henri Troyat, Gorki, Εκδ. «Flammarion», 1986
Ιδεολογική
στροφή ___
Επιστροφή στις γραμμές των μπολσεβίκων.
Ο Γκόρκι, μετά την επιστροφή του στις γραμμές των μπολσεβίκων, πέρασε μια ψυχολογικά πολύ δύσκολη περίοδο. Επανειλημμένως ο Λένιν χρειάστηκε να τον «σηκώσει» από τις καταθλίψεις του και τους δισταγμούς του. Σαν απάντηση σε πικραμένο γράμμα του Γκόρκι, ο Λένιν, τον Ιούλη του 1919, θα τον παροτρύνει να βγει από την αυτο-απομόνωσή του και να μη μείνει παθητικός στις στιγμές που η χώρα του γράφει ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο στην παγκόσμια ιστορία: «Η χώρα ζει μέσα στον πυρετό των αγώνων εναντίον της μπουρζουαζίας όλου του κόσμου, που μας εκδικείται σκληρά για το πέσιμό της. Είναι φυσικό. Εναντίον της πρώτης σοβιετικής δημοκρατίας καταφέρονται πλήγματα από παντού. Πολύ φυσικό. Πρέπει να ζει κανείς τώρα σαν ένας δραστήριος πολιτικός. Αν όμως την πολιτική δεν τη θέλει η ψυχή του, τότε ας βλέπει σαν καλλιτέχνης πώς χτίζεται η νέα ζωή – όχι εκεί που είναι το κέντρο ενός λυσσαλέου αγώνα, όπως αυτός που γίνεται στην πρωτεύουσα, ενός φανατικού μίσους σαν αυτό που τρέφει η διανόηση της πρωτεύουσας. Οχι εκεί –αλλά στο χωριό ή σε μια φάμπρικα της επαρχίας (ή στο μέτωπο). Εκεί με την απλή παρατήρηση πολύ εύκολα ξεχωρίζει κανείς που σαπίζει το παλαιό, που φυτρώνει το καινούργιο».
Μια
ιδεολογική αντιπαράθεση
για το ρόλο της τέχνης
Για να καταλάβουμε τις εσωτερικές διεργασίες μέσα στο Γκόρκι βοηθάει να δούμε μια ενδιαφέρουσα διαμάχη ανάμεσα στον Ανρί Μπαρμπύς και το Ρομαίν Ρολλάν, που είχε ξεκινήσει ο Μπαρμπύς στο περιοδικό «Κλαρτέ» το Δεκέμβρη του 1921. Το Γενάρη του 1922 ο Ρολλάν του απαντάει στο περιοδικό «Ελεύθερη Τέχνη». Ακολουθεί μια διαμάχη, στην οποία έλαβαν μέρος είκοσι έξι διανοούμενοι κυρίως από τη Γαλλία, την Ελβετία και τη Γερμανία. Στην αντιπαράθεση αυτή βλέπουμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επαναστατική γραμμή και την «ηθική» προσέγγιση με τους δισταγμούς, την αναβλητικότητα και τον πεσιμισμό που την χαρακτηρίζουν. Με λίγα λόγια ο Μπαρμπύς απεύθυνε έκκληση στους διανοούμενους να πάρουν θέση στο πλευρό του μαχόμενου προλεταριάτου στη σύγκρουσή του με το κεφάλαιο. Καιρός πια να αφήσουν τα συνθήματα περί ανεξαρτησίας του πνεύματος μακριά από την πολιτική και τους κομματικούς αγώνες. Η ελευθερία του πνεύματος περνάει από την κοινωνική επανάσταση και την απελευθέρωση των μαζών. Ο Ρολλάν στην απάντησή του κατηγορεί τον Μπαρμπύς, ότι αυτός και τα κομμουνιστικά κόμματα θέτουν με απαράδεκτο τρόπο την πνευματική ελευθερία σε εξάρτηση από τους κοινωνικούς αγώνες και τους οικονομικούς σκοπούς τους, σύμφωνα δηλαδή, με τη λογική του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Ο Ρολλάν: «Πολύ συχνά προς χάρη μιας πολιτικής σκοπιμότητας, προς χάρη μιας νίκης, δεχόμαστε να θυσιαστούν μερικές ύψιστες ηθικές αξίες: ο ανθρωπισμός, η ελευθερία και η πιο ακριβή για μας αλήθεια. Οι ηθικές τούτες αξίες πρέπει σε κάθε περίπτωση να μένουν απαραβίαστες. Προς το συμφέρον της ανθρωπότητας. Προς το συμφέρον της ίδιας της επανάστασης. Γιατί αν η επανάσταση τα καταφρονήσει τούτα, αργά ή γρήγορα, θα καταδικάσει τον εαυτό της σε κάτι που είναι πιο σοβαρό από μια ολική ήττα: θ’αυτοκαταδικαστεί σε ηθική χρεωκοπία».
Να τις, οι αιώνιες ηθικές αξίες, για τις οποίες μιλάει ο Φρίντριχ Ενγκελς στο «Αντι-Ντίρινγκ»! Η ηθική ξεκομμένη από καταστάσεις, από κοινωνικές τάξεις σαν απόλυτη έννοια, δοσμένη γενικά και αόριστα στους αιώνες τους άπαντες. Στη διαμάχη αυτή βλέπουμε το σπέρμα όλης της μετέπειτα καταπολέμησης της Σοβιετικής Ενωσης από τη «Δύση», μια διαμάχη που στη «Δύση» κέρδισε θριαμβευτικά η μεταρρυθμιστική γραμμή με την ηθική προσέγγιση του σοσιαλισμού, που οργίαζε στα χρόνια του ευρωκομμουνισμού ιδιαίτερα στη Γαλλία. Ο Ρολλάν, ωστόσο, δεκαπέντε χρόνια αργότερα «τα μαζεύει» και παραδέχεται, ότι η μεταπολεμική απαισιοδοξία, καθώς και η εσωκομματική διαμάχη μέσα στο παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα τον είχαν επηρεάσει τότε: «Μ’ ερέθιζαν οι κραυγές απόγνωσης των ανεξάρτητων επαναστατών εναντίον του «μπολσεβίκικου ζυγού», όπως και οι διηγήσεις φίλων μου, που τους είχα εμπιστοσύνη και τους έβλεπα να γυρίζουν από τη Ρωσία αποκαρδιωμένοι, επίσης – ας το ομολογήσω – τα γράμματα του Γκόρκι που έφυγε από την ΕΣΣΔ και ζούσε τότε κι εκείνος μέσα σ’ ένα κλίμα έντονα και οδυνηρά πεσιμιστικό».
Ο Γκόρκι, όμως, είχε έναν Λένιν δίπλα του, ο οποίος – όπως είδαμε – τον «σήκωνει» ψυχολογικά και ιδεολογικά, αλλά ξεχώριζε το Λένιν σαν ένα ανάστημα πολύ πάνω από τις άγριες μάζες. Ηθελε δύο, τρία χρόνια για να χωνέψει τη βαθύτερη σημασία των όσων του έλεγε ο Λένιν. Ο Γκόρκι, αρχικά παρακολουθώντας τη διαμάχη από ένα σανατόριο, ήταν εναντίον του Μπαρμπύς, παρ΄όλο που βλέπουμε μερικές ταυτόσημες με τον Μπαρμπύς σκέψεις του για το ρώσικο προλεταριάτο από το 1918-1919. Παραδείγματος χάριν, ο Γκόρκι καλεί τους Ευρωπαίους διανοούμενους να στηρίξουν έμπρακτα το ρώσικο προλεταριάτο. Τον εξέφραζε, όμως, τότε ακόμα, περισσότερο η «γραμμή» Ρολλάν, όπως είδαμε, για την ηθική διάσταση και την καταπίεση της πνευματικής ελευθερίας στη Ρωσία. Ο Γκόρκι για μερικά χρόνια ακόμα θα ταλαντεύεται φοβισμένος με την αμόρφωτη μάζα και τον υποτιθέμενο παθητικό χαρακτήρα του ρώσικου λαού, το «ασιατικό στοιχείο», όπως το είχε διατυπώσει πολλές φορές.
Η διαμάχη με αυτούς που έφυγαν
Σιγά σιγά, όμως, ο Γκόρκι αρχίζει να αλλάζει και να αίρει τις επιφυλάξεις του, να βγαίνει από το μικροαστικό πεσιμισμό. Χαρακτηριστικά είναι τα εξής λόγια του σε γράμμα του Δεκέμβρη του 1928: «Δεν ζούμε βέβαια στον παράδεισο, βρισκόμαστε ακόμα μεταξύ αμαρτωλών ανθρώπων που τα νεύρα τους έχουν εξαρθρωθεί, όπως και τα δικά μας. Συζούμε επίσης με κάποια ανθρωπάρια που ακόμα δεν έμαθαν την αλφαβήτα και νόμισαν πως είναι ιδιοφυΐες εκεί στο πόστο του επιλοχία όπου βρέθηκαν. Έπρεπε να ήσουν στη δική μου θέση, στη θέση ενός ανθρώπου που κάθε μέρα και σ’ όλες τις γλώσσες της Ευρώπης κάνουν ό,τι μπορούν για να τον εξευτελίσουν, αλλά αυτά διόλου δεν τον εμποδίζουν να κάνει όσα θέλει να κάνει. …Εμένα με βρίζουν γιατί δε διαμαρτύρομαι για τούτη την εφιαλτική βλακεία και φαυλότητα, μα δεν έχουν δίκιο, διαμαρτύρομαι, αλλά προσεκτικά γιατί δεν έχει κανένα νόημα να πικραίνεις τους δικούς σου για να χαρούν οι ξένοι, να πανηγυρίσουν οι εχθροί».
Μην ξεχνάμε, ότι φουντώνει στην «πολιτισμένη» Ευρώπη η προσπάθεια των εμιγκρέντων για να φέρουν πίσω το παρελθόν στη Ρωσία. Μαζί με την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη ο Γκόρκι καταλαβαίνει όλο και περισσότερο, ότι πρέπει να είναι με τη σοβιετική εξουσία: «Ξέρω – στη Ρωσία τα πράγματα ήταν και είναι πολύ άσχημα, έχω μάλιστα λόγους να πιστεύω πως το ξέρω αυτό καλύτερα από κείνους που με βομβαρδίζουν με ανώνυμα γράμματα. Αλλά ποτέ και πουθενά το καλό δεν ήταν τόσο καλό, όσο τούτο συμβαίνει τώρα στη Ρωσία. Και πουθενά το κακό δεν απογυμνώθηκε τόσο αμείλικτα, πουθενά δεν το πολέμησαν τόσο δραστήρια όσο το πολεμούν τώρα στην Ένωση των Σοβιέτ».
Η αντιδικία του με την εμιγκράτσια και τις αστικές εφημερίδες στην Ευρώπη μοιάζει με τη σχέση του με τη ρωσική διανόηση του 1890 και του 1907: «Ναι, στη Ρωσία η κυβέρνηση είναι σκληρή, αλλά μην ξεχνάτε πως η Ρωσία είναι η χώρα όπου κάθε επιλοχίας ένοιωθε σαν ένας άλλος Ιβάν Τρομερός και κάθε διανοούμενος κριτής της οικουμένης. Κι εσείς οι ίδιοι είσθε γιόματοι πάθος για εκδίκηση για όσα προσωπικά υποφέρατε. Δεν μπορείτε να ξεχάσετε, ούτε να καταλάβετε, σας φταίει η μικροψυχία σας… Δεν θέλω να δικαιολογήσω τη σκληρότητα κανενός, οφείλουμε όμως να δεχτούμε σαν αδιαφιλονίκητο πως κανένας λαός στην Ευρώπη δεν πέρασε ένα τόσο τρομερό σχολείο βίας κι αίματος, σαν αυτό που πέρασαν οι Ρώσοι μέχρι τα τελευταία τούτα χρόνια… Ο λήθαργος που την κρατούσε μεταξύ ζωής και θανάτου πήρε τέλος, η Ρωσία ξύπνησε, σηκώνεται και θέλει να καταλάβουν όλοι πως εννοεί να ζήσει… Και θα τα πει αυτά όχι με γλυκόλογα και μεγαλόψυχες συγγνώμες, αλλά με γλώσσα αρκετά σκληρή. Δεν είναι ακόμα ψυχή υγιής. Θυμάται πολύ καλά όσα πέρασε πρόσφατα, τα φριχτά βιώματά της , φοβάται να μην τα ξαναπάθει και βέβαια την έχει δηλητηριάσει το πάθος της εκδίκησης… Σεις όμως που δεν διστάσατε να καλέσετε εναντίον του ρώσικου λαού όλες τις φυλές του Ισραήλ δεν έχετε δικαίωμα να μιλάτε για σκληρότητα».
Φυσικά σε
πολλά ανώνυμα γράμματα τον αποκαλούν
πουλημένο, τυφλωμένο κλπ.
Ρεαλισμός
και ρομαντισμός:
ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ως
προλεταριακός ουμανισμός.
Ο Γκόρκι πίστευε, ότι η λογοτεχνία έπρεπε να είναι πιο επαναστατική από ποτέ και ότι ο καινούργιος ρεαλισμός έπρεπε να παντρευτεί το ρομαντισμό. Έπρεπε πλέον να γράφονται στίχοι για εργοστάσια σαν να επρόκειτο για το θρίαμβο της ανθρώπινης λογικής. Συνιστούσε στους νέους συνάδερφούς του να αποφύγουν να γράφουν για τις αρνητικές πλευρές της καθημερινής ζωής και να αφοσιωθούν στον έπαινο των σοσιαλιστικών κατακτήσεων. Να μην φοβούνται ακόμα μια κάποια εξιδανίκευση. Ο συγγραφέας καλείται να παίξει δύο ρόλους: του νεκροθάφτη του κάθετι εχθρικού προς τον άνθρωπο και της μαμής του καινούργιου, που οφείλει να το αναδείχνει. Οι νέοι συγγραφείς πρέπει να βλέπουν το παρελθόν από το ύψος των επιτευγμάτων του παρόντος και των μεγάλων σκοπών του μέλλοντος. Καταλαβαίνει κανείς, ότι μέσα στα κοσμογονικά γεγονότα και εν μέσω της οικοδόμησης ενός πρωτόγνωρου δρόμου στην ιστορία οι αντιπαραθέσεις να ήταν σφοδρότατες και στο επίπεδο του καλλιτεχνικού εποικοδομήματος. Η πάλη των ιδεών αντανακλούσε την πάλη στην κοινωνία ανάμεσα στο παλαιό και το καινούργιο. Ο Γκόρκι κατακεραύνωνε την εξωταξική, «ανεξάρτητη» ευρωπαϊκή λογοτεχνία εκτιμώντας, ωστόσο, θετικά τους δημιουργούς του κριτικού ρεαλισμού και του επαναστατικού ρομαντισμού, που ξέφυγαν από την αποπνιχτική ατμόσφαιρα της τάξης τους θεωρώντας τα έργα αυτά ντοκουμέντα που εξηγούν την εξέλιξη και την αποσύνθεση της αστικής τάξης. Η στροφή του Γκόρκι, που διαπιστώνουμε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, είναι οριστική. Μετά από μια επώδυνη εσωτερική διαπάλη βγαίνει νικητής ο αγωνιστής Γκόρκι, ο οποίος ρίχνεται με έντονο πάθος και απίθανα μεγάλη εργατικότητα στο πολιτιστικό μέτωπο, όπου θέλει να δημιουργήσει τη λεγόμενη «Τρίτη Πραγματικότητα», να παντρέψει το ρεαλισμό με το ρομαντισμό, έναν επαναστατικό, δραστήριο ρομαντισμό: «Ο ηρωικός ρομαντισμός του σφυριού που σφυρηλατεί μια πραγματικά νέα, συλλογική ζωή, οργανικά ξένη και ακόμα εχθρική στον παθητικό ρομαντισμό των αστών που δε βλέπουν παρά τη γλυκιά ζωή και την «πνευματική κουλτούρα»». Μιλάμε δηλαδή για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Η ίδια η σοσιαλιστική πραγματικότητα «των Κομπάιν και των τρακτέρ» δίνει το περιεχόμενο της κουλτούρας : «…τώρα μπορεί (ο μουζίκος) να λυτρωθεί από το κάτεργο του χωριού του. Τούτη είναι, αλήθεια, μια επανάσταση, είναι η αρχή μιας άλλης πιο εντατικής εσωτερικής καύσης του ανθρώπινου νου».
Τον απασχολούσε πολύ το θέμα της στάσης απέναντι στον άνθρωπο, που δεν είχε αλλάξει ακόμα όσο θάπρεπε μαζί με την επανάσταση. Ο Μεξικανός Χοσέ Μαρία Μορέλος (1765-1810), ένας από τους ηγέτες του πολέμου για την ανεξαρτησία του Μεξικού, θα πει χαρακτηριστικά «Το ιδανικό παραμένει ψηλό στον αγώνα…αλλά οι άνθρωποι;»
Σοσιαλιστική και αστική τέχνηΣε μια σειρά από ομιλίες και άρθρα ο Μαξίμ Γκόρκι αναπτύσσει τις σκέψεις του σχετικά με το ρόλο της νέας τέχνης. Έτσι θα πραγματευτεί θέματα, όπως η σοβιετική λογοτεχνία, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, η συλλογική πνευματική εργασία, οι σοβιετικοί συγγραφείς, νέοι και παλαιοί, ο προλεταριακός ουμανισμός και γενικότερα το θέμα του πολιτισμού. Ολα αυτά σε αντιπαραβολή με τις αστικές αντιλήψεις. Δηλαδή συγκρίνοντάς τα με την αστική λογοτεχνία, τον αστικό ρεαλισμό, την ατομική πνευματική εργασία, τον αστικό ουμανισμό. Αναλύει τη σήψη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, της εξωταξικής, της «ανεξάρτητης», αλλά αναλύει και τη ρώσικη αστική λογοτεχνία λαμβάνοντας υπόψη πράγματα, όπως το γεγονός, ότι η αστική τάξη της Ρωσίας σαν πολύ πιο νέο φαινόμενο πλούτισε πολύ πιο γρήγορα από την ευρωπαϊκή, η οποία «είχε εξασκηθεί σε σκληρό ανταγωνισμό»: «Τα διακριτικά γνωρίσματα ανάμεσα στη δική μας μεγαλοαστική τάξη και στη δυτική είναι πολύ χαρακτηριστικά και άφθονα και εξηγούνται, γιατί ο δικός μας νέος ιστορικά αστός, γέννημα κυρίως της αγροτιάς, πλούτιζε πιο γρήγορα και πιο εύκολα από τον ηλικιωμένο ιστορικά αστό της Δύσης. Ο βιομήχανος ο δικός μας, που δεν είχε εξασκηθεί στο σκληρό ανταγωνισμό της Δύσης, χαρακτηριζόταν ως τον 20ο περίπου αιώνα για την παραξενιά και την πονηριά του, που προέρχονταν δίχως άλλο από την απορία του για την τυφλή ευκολία του που θησαύριζε εκατομμύρια».
Πάνω στην οικονομική και κοινωνική βάση της ρώσικης κοινωνίας, ο Γκόρκι αναλύει και τη λογοτεχνία και τους λογοτέχνες πιάνοντας ένα μεγάλο φάσμα κοινωνικών-ιστορικών φαινομένων. Μαζί με τη γρήγορη ανάπτυξη και το γρήγορο πλούτισμα των Ρώσων αστών, τονίζει ο Γκόρκι, γινόταν και σε πιο γρήγορους ρυθμούς το «προτσές της ηθικής αποσύνθεσης, της πνευματικής χρεωκοπίας» της ρώσικης δημοκρατικής διανόησης με τη ,σε σχέση με τη δυτική, λιγότερη ιστορική πείρα της. Ονομάζει τη δεκαετία 1907-1917 την «αισχρή και πιο ξετσίπωτη δεκαετία στην ιστορία της ρώσικης διανόησης», όπου κυριαρχούσε η ανεύθυνη σκέψη. Το μόνο που θα μπορούσε να τη διασώσει ήταν να πάει με το μέρος του αγωνιζόμενου προλεταριάτου.
Στη ρώσικη λογοτεχνία του 19ου αιώνα βλέπει μια επανάληψη όλων των σκοπών και ρευμάτων της δυτικής λογοτεχνίας, που την επηρέασε με τη σειρά της. Τονίζοντας τη σημασία του ρόλου του Κόμματος και της μάζας στη διαμόρφωση του πολιτισμού θα πει: «Πρέπει να το χωνέψουμε πως η εργασία των μαζών είναι ο κύριος οργανωτής του πολιτισμού και ο δημιουργός όλων των ιδεών εκείνων που στη διάρκεια των αιώνων περιόριζαν την αποφασιστική σημασία της εργασίας, της πηγής των γνώσεών μας και των ιδεών εκείνων του Μαρξ, του Λένιν και του Στάλιν που σήμερα εμπνέουν την επαναστατική συνείδηση των προλεταρίων όλων των χωρών και στη χώρα μας υψώνουν την εργασία ως τη δύναμη εκείνη που είναι η βάση της επιστήμης και της τέχνης». Οι κομματικοί δε λογοτέχνες οφείλουν να είναι δάσκαλοι της ιδεολογίας, που συντονίζουν τη δραστηριότητα του προλεταριάτου. Αυτά λέει ο Γκόρκι σε μια έκθεση για τη λογοτεχνία της ΕΣΣΔ το 1934. Μιλώντας για την ΕΣΣΔ ο Γκόρκι δίνει δέουσα σημασία στα δημιουργήματα των άλλων λαών και εθνοτήτων, που συναποτελούσαν την ΕΣΣΔ.
Η αληθινή έννοια των ακροτήτων
Η προσωπικότητα, σύμφωνα με τον Γκόρκι σε μια αρθρογραφία του κυρίως τη δεκαετία του 1930, χρεοκοπεί στο δυτικό πολιτισμό, ενώ στο σοσιαλισμό ίσα ίσα αναπτύσσεται η ατομικότητα και η προσωπικότητα μέσα στη συλλογική εργασία. Η συλλογική εργασία πάνω στο υλικό βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα πως πρέπει να είναι ο σοσιαλιστκός ρεαλισμός: «Στη χώρα μας η λογική των πραγμάτων ξεπερνάει τη λογική των εννοιών». Έτσι δημιουργείται ένας καινούργιος ουμανισμός, ο επαναστατικός, ο προλεταριακός, ο σοβιετικός. Έννοιες, που ο Γκόρκι τις αναλύει σε αντιπαράθεση με τον αστικό ουμανισμό αναλύοντας την υποκρισία του τελευταίου, ιδιαίτερα αποκαλυπτική στα χρόνια που ο Γκόρκι πραγματεύεται αυτές τις ιδέες. Ο αστικός πολιτισμός της εποχής του σκληραίνεται μπροστά στην άνοδο της κομμουνιστικής ιδέας. Η αστική τάξη του 20ου αιώνα γίνεται ολοένα και πιο βάρβαρη μπροστά στην ιδέα αυτού που ονομάζει «άλλη ακρότητα». Αντιμετωπίζει όχι μόνο την ταξική πάλη με μια νέα σοσιαλιστική κρατική οντότητα, την ΕΣΣΔ, αλλά και αυξανόμενα στις χώρες του καπιταλισμού με το πλάτεμα του εργατικού κινήματος. Ιδού «ο αιώνας των ακροτήτων», όπως ονομάζεται όχι σπάνια στην αστική ιστοριογραφία και φιλολογία αντί να το ονομάσει «αιώνα οξυνόμενης ταξικής πάλης», γιατί αυτός ο προσδιορισμός θα αποκάλυπτε την επαναστατική ουσία. Ο Γκόρκι, που πέθανε το 1936, δεν μπόρεσε να φτάσει σε μια πιο επεξεργασμένη ανάλυση των «ακροτήτων», αλλά ωστόσο είχε συλλάβει την ουσία της μεγάλης σύγκρουσης του 20ου αιώνα: «Ποιό δικαίωμα έχει πάνω στην εξουσία η σύγχρονη αστική τάξη που αρνείται πια τα θεμέλια του πολιτισμού της, που ξέμαθε να διοικεί, που δημιουργεί την ανεργία, που ολοένα γίνεται πιο φρικτή, που ληστεύει αδιάντροπα για πολεμικούς σκοπούς τους αγρότες, τους εργάτες και τις αποικίες, με ποιό δικαίωμα υπάρχει και εξουσιάζει η τάξη που βυζαίνει την εργασακή και τη δημιουργική δράση όλου του κόσμου – η τάξη που είναι ποσοτικά τιποτένια και ποιοτικά διεφθαρμένη και εγκληματική; Και η τάξη αυτή κρατάει στα αιμοσταγή χέρια της δύο δισεκατομμύρια σχεδόν Ευρωπαίους, Κινέζους, Ινδούς, Αφρικανούς αγρότες κι εργάτες!»
Και σε όλα αυτά αντιπαράθετετο σοβιετικό ουμανισμό.
Μήπως αυτά ενόχλησαν τον Τρουαγιά, όταν γράφει για τον Γκόρκι, ότι κούρασε πια τους αναγνώστες του, επειδή παραήθελε όλα να αποδείχνονται, ότι ακόμα και η αγανάκτησή του έγινε τεχνητή, ότι ένοιωθε την ανάγκη όλο να διδάσκει τους συμπατριώτες του, ότι πίστευε στην αποστολή του ως διαπαιδαγωγού ακόμα κι αν αυτό έβλαπτε την καλλιτεχνική του αξία; Ο Γκόρκι στη θεωρητική του ανάπτυξη των πολιτισμικών φαινομένων της ανθρώπινης ιστορίας και του καιρού του στα δύο κοινωνικά συστήματα πραγματεύτηκε και πολλά άλλα θέματα, που δεν χωράνε μέσα στα πλαίσια ενός άρθρου. Αναφέρουμε εν τάχει –σταχυολογώντας μονάχα – τη θέση της γυναίκας και πώς απεικονίζεται στην αστική λογοτεχνία και στη σοσιαλιστική, μισογυνισμός και αστική τάξη, φασισμός-εθνικισμός-ρατσισμός, πώς να ασκείται η κριτική (όχι απλώς με έτοιμα τσιτάτα από Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν και «ξεμπλέξαμε»!), η τεχνολογία στην κουλτούρα του σοσιαλισμού σε σύγκριση με τον τεχνοκρατισμό της καπιταλιστικής Δύσης, οικονομία και πνεύμα, ο ατομισμός στις διάφορες εποχές της ανάπτυξης του καπιταλισμού και τί ρόλο παίζει στο σοσιαλισμό.
Συμπέρασμα
Η προσφορά του Γκόρκι στον τομέα του πολιτισμού ήταν πρωτοπόρα, άνοιγε δρόμους ψάχνοντας να δώσει κουλτουρικό θεωρητικό λόγο σ΄ ένα εντελώς νέο στην ιστορία σύστημα κοινωνικής οργάνωσης. Ο λόγος αυτός μπορεί να είχε αδυναμίες, να είχε υπερβολές στη νέα ορμή, να μην ήταν ολοκληρωμένος, να παρουσίαζε λάθη, αλλά ήταν καινούργιος, κοσμογονικός μαζί με τα φαινόμενα που τον γέννησαν, οικουμενικός με τα πανανθρώπινα σοσιαλιστικά ιδανικά του, που στα σπάργανα ακόμα δεν μπορούσε παρά να ενοχλήσουν τον παλαιό κόσμο και τους εκπροσώπους του.
Πηγές:
· Μαξίμ Γκόρκι, Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, Εκδ. «Ειρήνη», 1975
· Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Το ψωμί και το βιβλίο, ο Γκόρκι, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2004
· Henri Troyat, Gorki, Εκδ. «Flammarion», 1986
Στη «Μάνα» που γράφτηκε το 1906, απεικονίζεται για πρώτη φορά στη λογοτεχνία ο αγώνας του επαναστατημένου προλεταριάτου να σπάσει τα δεσμά της σκλαβιάς του και κάτω από την καθοδήγηση του κόμματος της εργατικής τάξης να προχωρήσει στην οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας και τη γέννηση του νέου ανθρώπου μέσα σε αυτόν τον αγώνα. Με τη μοναδική γραφή του Γκόρκι δίνεται ο αγώνας των κομμουνιστών σε όλες του τις πτυχές: Στη δράση στις μάζες των εργοστασίων, στον αγώνα για τη μαρξιστική μόρφωση, στη σύγκρουση με τους μηχανισμούς του τσαρικού κράτους. Η Πελαγία Νίλοβνα, η Μάνα, είναι μία γυναίκα φοβισμένη, κακοποιημένη από τον άντρα της. Ο Μιχαήλ, ο άντρας της, είναι άγριος, απότομος και επιθετικός. Σύντομα ο Μιχαήλ πεθαίνει και τη θέση του στο σπίτι παίρνει ο νεαρός γιος τους, Πάβελ. Αρχικά προσπαθεί να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, δεν αργεί όμως να καταλάβει πως δεν του ταιριάζουν.
Μία νέα ζωή θα ξεκινήσει για την οικογένεια, όταν ο Πάβελ θα πρωτοστατήσει στον επαναστατικό αγώνα. Η Νίλοβνα στην αρχή διστακτικά, στη συνέχεια πιο θερμά, θα αποδεχτεί την επιλογή του παιδιού της. Θα γνωρίσει τους ομοϊδεάτες του Πάβελ, θα ταυτιστεί μαζί τους, θα νιώσει μέρος μιας ομάδας που αγωνίζεται για το δίκιο. Αργότερα, δεν θα διστάσει να αναλάβει και η ίδια επικίνδυνες αποστολές. Θα γίνει η «Μάνα» όλων των αγωνιστών. Η Νίλοβνα, από αγάπη για τον γιο της, μαθαίνει να αγαπάει σαν μάνα όλους τους καταπιεσμένους, την εργατική τάξη και καταλαβαίνει πως είναι χρήσιμη στη μεγάλη υπόθεση του αγώνα. Βήμα - βήμα ξεπερνάει το φόβο, από δυστυχισμένη και υποταγμένη γίνεται ατρόμητη αγωνίστρια.
Στην παράνομη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς, η Πελαγία νιώθει πια τη σιγουριά για το δρόμο που επέλεξε ο γιος της και η ίδια. Είναι εκεί όταν τον συλλαμβάνουν. Μαζεύει την πεσμένη κόκκινη σημαία και μιλάει στο αναστατωμένο πλήθος. «Ακούστε, για το θεό! [...] κοιτάξτε χωρίς φόβο, τι ήταν αυτό που έγινε; Περπατούν φρόνιμα τα παιδιά, το δικό μας αίμα, πάνε για το δίκιο... για όλους! Για όλους εσάς, για τα δικά σας τα παιδάκια έταξαν τον εαυτό τους στο δρόμο του Γολγοθά... [...] Θέλουν το καλό για όλο τον κόσμο!».
Από αυτή τη στιγμή κι έπειτα, η ανάγκη
της να προσφέρει και η ίδια στον αγώνα μεγαλώνει. Έτσι προχωράει η ζωή της,
άλλοτε με μικρότερες και άλλοτε με μεγαλύτερες αποστολές και σε αναμονή για τη
δίκη του γιου της. Η ηρεμία του Πάβελ και των συντρόφων του στη δίκη τής δίνουν
δύναμη και αισιοδοξία. Η ποινή του Πάβελ είναι η εξορία. Η Μάνα παίρνει τη θέση
του και συνεχίζει τη δουλειά του άφοβα. Μέχρι και το τέλος μένει πιστή στο
χρέος που έχει αναλάβει απέναντι στο γιο της και όλα τα παιδιά της εργατικής
τάξης.
«Νέοι, γέροι, δίνουν την ακατανίκητη δύναμή τους όλοι για ένα σκοπό, για το
δίκιο! Προχωράν για να νικήσουν όλα τα καλά της ανθρωπότητας, για να καθαρίσουν
τις αδικίες όλης της γης ξεσηκώθηκαν. Ορμάν να νικήσουν καθετί το αδιάντροπο
και θα το νικήσουν! Θ' ανάψουμε καινούριο ήλιο, μου 'λεγε ένας τους, και
σίγουρα θα τον ανάψουν! Θα ενώσουμε τις κομματιασμένες καρδιές, μου 'λεγε, και
θα τις ενώσουν όλες μαζί σε μία καρδιά»!
___Συνειρμικά (κάποια χρόνια πριν _»τα στερνά τιμούν τα πρώτα»___
Η (επι)στροφή
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1918 διαπιστώνεται μια στροφή στα άρθρα του Γκόρκι στη «Νέα Ζωή». Αργότερα θα γράψει στο Ρομαίν Ρολλάν: «Από τις αρχές του 1918 κατάλαβα πια ότι στη Ρωσία δεν μπορεί να σταθεί άλλη εξουσία κι ότι ο Λένιν είναι ο μόνος ικανός να σταματήσει την ανάπτυξη αυτής της στοιχειακής αναρχίας μέσα στις μάζες των αγροτών και των φαντάρων. Ακόμα όμως δεν είχα συνταχθεί πλήρως με τη γραμμή του Λένιν». Η (επι)στροφή του Γκόρκι επηρεάζει πλήθος διανοουμένων που ο Γκόρκι τους συσπειρώνει μέσα από διάφορα σώματα και οργανώσεις σε μια «εκπολιτιστική εξόρμηση». Η χαριστική βολή στα αντεπαναστατικά του χρόνια δόθηκε με την απόπειρα δολοφονίας του Λένιν το καλοκαίρι του 1918: «Από τη μέρα που έγινε η απόπειρα κατά του Λένιν ένοιωσα πάλι μπολσεβίκος».
Από κει και πέρα η πορεία του Γκόρκι είναι πια σφραγισμένη, παρ’ όλες τις διαφωνίες του με τους μπολσεβίκους και τους δισταγμούς του για ένα χρονικό διάστημα. Ο πιο πειστικός παράγων γι’ αυτόν σ’ αυτή τη Ρωσία σε αναβρασμό ήταν ο Λένιν, με τον οποίο είχε μετά από χρόνια μια αρκετά φιλική προσωπική συζήτηση, προς το τέλος του Σεπτέμβρη του 1918, στην οποία ο Λένιν ανάμεσα σ’ άλλα θα του πει και τα εξής: «Οποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας. Δεν μπορεί να σταθεί κανείς πάνω από την Ιστορία, είναι αυταπάτη. Κι αν παραδεχτούμε πως κάποτε μπορούσε να γίνει κι αυτό, τώρα πια δεν είναι δυνατό – σε κανέναν δεν χρειάζεται άλλωστε. Όλοι μέχρι τον τελευταίο έχουμε μπει στο χορό, είναι τώρα πολύ πιο περίπλοκη η ζωή από άλλοτε. Νομίζετε ότι απλουστεύω πολύ τα πράγματα; Σε βαθμό επικίνδυνο για την κουλτούρα; …Και νομίζετε ότι τα εκατομμύρια οι μουζίκοι με την καραμπίνα στο χέρι δεν είναι απειλή για την κουλτούρα;»
Για να
προσθέσει μετά από κάποιες άλλες παρατηρήσεις σχετικά με εργάτες και
διανοούμενους:
«Γι’αυτά και
γι’αυτά μου φύτεψε η διανόηση τούτη τη σφαίρα…»
Ο Γκόρκι έχει καταλάβει πια, ότι σε τέτοιες συνθήκες οξυμένης ταξικής πάλης είναι λάθος να διστάζεις, δεν υπάρχει μέσος δρόμος, δεν υπάρχουν τα περιθώρια για συμβιβασμούς, για μεσοβέζικες στάσεις κλπ. Εκφράζοντας την εκτίμησή του για το Λένιν θα πει: «Ο Λένιν δεν είναι απλώς ο άνθρωπος που η ιστορία του ανέθεσε το τρομακτικό χρέος ν’αναταράξει από τα βάθη τον πολύχρωμο, χαοτικό κι οκνηρό ανθρωπομυρμηγκόκοσμο που λέγεται Ρωσία – η δική του θέληση είναι ένας ακούραστος καταπέλτης και τα χτυπήματά του σείουν εκ θεμελίων τα βαριά οικοδομήματα των κεφαλαιοκρατικών χωρών στη Δύση και τ’ απαίσια κάστρα του δεσποτισμού που τα έχτιζαν με τους αιώνες στην Ανατολή».
Όπως θα το διατυπώσει πολύ αργότερα, εντελώς ξεκαθαρισμένος πια απέναντι σε σοβιετικούς δημοσιογράφους και συγγραφείς, οι οποίοι επέκριναν τον τρόπο ζωής στην ΕΣΣΔ δίνοντας στους αντιπάλους ένα πρόσχημα για να περιφρονήσουν το σοβιετικό καθεστώς: «Οι εχθροί μας φαντάζονται, ότι μας «δίνουν ξύλο» μ’ αυτές τις ανεκδοτικές αλήθειες. Ας τους αφήσουμε στην ομίχλη των αυταπατών τους, αλλά ας ασχολούμαστε με τη μείωση των βρώμικων ανέκδοτων… Καιρός πια να καλλιεργήσουμε στον εαυτό μας το αίσθημα της πανσοβιετικής και σοσιαλιστικής υπευθυνότητας και αλληλεγγύης».
Σ’ αυτή τη φάση δυσκολεύονται οι «προστάτες» του, γιατί έχουμε φτάσει πια στο 1932 και ο Λένιν έχει πεθάνει εδώ και 8 χρόνια. Πώς να εξηγήσουν την όλο και πιο ξεκάθαρη στάση του Γκόρκι προς το σοβιετικό καθεστώς, ενός τόσο ταλαντούχου και ευαίσθητου συγγραφέα με τέτοια παγκόσμια εμβέλεια; Όταν προχώρησε ο Γκόρκι προτείνοντας στους συνάδερφούς του να φύγουν από την παλαιά «αιώνια» θεματική τους –έρωτας, θάνατος κλπ – και να στραφούν στον επιστημονικό τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, αυτό μπορεί να φαίνεται υπερβολικό και σίγουρα μέσα στη φόρα της νέας οικοδόμησης κάποια πράγματα μπορεί να τα έβλεπαν πολύ σχηματικά και να έχουν χαρακτηριστεί πολύ εύκολα κάποια έργα σαν αντεπαναστατικά, άρα κατακριτέα. Για παράδειγμα στο πρώτο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, τον Αύγουστο του 1934, με τον Γκόρκι πρόεδρο, οι σύνεδροι καταδίκασαν στο όνομα του επαναστατικού ρομαντισμού τα έργα των Τζέιμς Τζόις, Μαρσέλ Προυστ και Λουίτζι Πιραντέλλο. Ο Γκόρκι εκλέχθηκε πρόεδρος της Ένωσης των Συγγραφέων.
Κάποιες χαρακτηριστικές του δηλώσεις εκείνων των χρόνων: «Είναι απαραίτητο να παλέψουμε ανελεήτα να καθαρίσουμε τη λογοτεχνία από τις ασχήμιες του λεξιλογίου, να παλέψουμε για την καθαρότητα και τη σαφήνεια της γλώσσας μας, για μια τίμια συγγραφική τεχνική, χωρίς την οποία δεν υπάρχει ιδεολογική ακρίβεια».
Για το χρέος του καλλιτέχνη με αφορμή την επίσκεψή του σε μια έκθεση ζωγραφικής τον Ιούλη του 1933: «Οι ζωγράφοι μας δεν πρέπει να φοβούνται μια κάποια εξιδανίκευση της σοβιετικής πραγματικότητας και του καινούργιου ανθρώπου… Σ’ ό,τι αφορά τα υποκείμενα στους πίνακες, θα ήθελα να έβλεπα περισσότερο παιδικά πρόσωπα, περισσότερο χαμόγελα, περισσότερη αυθόρμητη χαρά». Την ίδια μέρα έλεγε μιλώντας σε σοβιετικούς γλύπτες: «Είναι αξιέπαινος ο καλλιτέχνης, όταν ψάχνει νέα θέματα και νέες εικαστικές μορφές, αλλά το αποτέλεσμα των προσπαθειών του πρέπει πάντα να είναι κατανοητό για το λαό». Λίγα χρόνια νωρίτερα ήδη είχε απαντήσει σ’ έναν εργάτη, ο οποίος τον είχε ρωτήσει, αν στη λογοτεχνία είναι προτιμότερο να παρουσιάζεις την κακή ή την καλή πλευρά της ζωής: «Είμαι υπέρ του να επιμένουμε στην καλή πλευρά… Η κακιά δεν είναι χειρότερη από πάντα, ενώ η καλή πλευρά, σε μας, είναι καλύτερη από παντού και ποτέ».
Πράγματα κατανοητά σε κείνα τα χρόνια για να σταθεροποιηθεί το καινούργιο απ’ όλες τις πλευρές, αν και άνοιξε την πόρτα για στενότερες αντιλήψεις και μάλλον και για μια υπερβολική αυστηρότητα ως προς τους νέους συγγραφείς. Η πάλη ενάντια στο φορμαλισμό στην τέχνη, τοσο αναγκαία για να φέρουν το λαό κοντά στην τέχνη, κινδυνεύει σε λιγότερο έμπειρα χέρια απ’ αυτά του Γκόρκι να ξεγλιστρήσει σε πλήρη απαξίωση της μορφής. Η τεράστια ανάγκη, όμως, να είναι «πάντα κατανοητή για το λαό» η τέχνη, όπως το διατύπωνε ο Γκόρκι, παραπέμπει σε ένα τεράστιο μορφωτικό έργο τότε στη νεαρή Σοβιετική Ένωση, όταν η διεύρυνση, το πλάτεμα της κουλτούρας ερχόταν πριν από το βάθεμα. Γι΄αυτούς τους λόγους ο Γκόρκι είχε χαρακτηρίσει τη σοβιετική λογοτεχνία την πιο οικουμενική.
Ποιος φοβάται τον Γκόρκι;Η αφοσίωση του Γκόρκι στη σοβιετική εξουσία, ιδιαίτερα τα «αμαρτωλά» χρόνια της δεκαετίας του ’30, δυσκόλεψαν κάποιους, που κατά τ’ άλλα δεν ήθελαν να τον πετάξουν στο καλάθι των αχρήστων. Πώς να εξηγήσουν, όμως, αυτή τη στάση του; Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές. Είτε τον θεωρούν αφελή, είτε οπορτουνιστή, είτε τυφλωμένο από τις πολλές τιμές που του έγιναν τότε στην πατρίδα του, ώστε να μην βλέπει τη χειραγώγησή του εκ μέρους του καθεστώτος. Είτε ένα μίγμα όλων αυτών, πάντως δεν είναι κολακευτικό για το Γκόρκι. Χαρακτηριστικός ο Ανρί Τρουαγιά στο βιβλίο του «Γκόρκι», ο οποίος δεν διστάζει ακόμα να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του Γκόρκι: «Ποιά ήταν η μερίδα της ειλικρίνειας και ποιά του οπορτουνισμού σ’αυτή την αφοσίωση στην εξουσία; Χωρίς αμφιβολία ο Γκόρκι ήθελε να πείσει τον εαυτό του σώνει και καλά, ότι υπηρετούσε ένα ιδανικό καθεστώς. Η άρνησή του να βλέπει τις ελλείψεις προερχόταν από το ένστικτο της συντήρησης. Για αυτόν το να πάψει να πιστεύει θα σήμαινε να απαρνηθεί το παρελθόν του, την ακεραιότητά του, το έργο του, τη ζωή του. Καλύτερα που και που να κοροϊδεύει τον εαυτό του παρά να χάσει το λόγο ύπαρξής του από μια υπερβολική οξύνοια. Παίρνοντας τις επιθυμίες του για πραγματικότητα είχε τις περισσότερες ευκαιρίες να επιβάλλει τη μοίρα. Το μέλλον άνηκε στους φλογερούς, όχι στους σκεπτικιστές, άνηκε στους οργισμένους, όχι στους χλιαρούς, όχι στους ανθρώπους με παρωπίδες, όχι σ’ αυτούς που κοιτούσαν πότε δεξιά πότε αριστερά χωρίς να πάρουν μια απόφαση».
Αυτά γράφτηκαν τη δεκαετία του ’80. Ακόμα δεν έχει διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση, αλλά οι «αποσταλινισμοί» καλά κρατούν. Το προκλητικό εδώ είναι, ότι μην θέλοντας τη στάση του Γκόρκι – που αρνείται να μπει στον κορσέ της Δυτικής αντιπροπαγάνδας – τον προσβάλλουν με το να υποθέτουν σκοπιμότητα, ακόμα και απάτη, ενώ η όλη συγκρότηση της προσωπικότητας του Γκόρκι δεν παραπέμπει σε καμία δολιότητα ή πονηριά. Περίεργος τρόπος να «προστατεύεις» τον Γκόρκι από τον επαναστατικό του εαυτό. Κατά τ’ άλλα, κατά Τρουαγιά, « η ανάγκη να λατρεύει, να πιστεύει, ήταν πάντα χαρακτηριστικό της σλαβικής φυλής. Η προσωπολατρεία ήταν μέσα στο αίμα αυτού του αφελούς και γενναιόδωρου έθνους. Με τον Γκόρκι είχε βρει τον «δάσκαλο της σκέψης του», προερχόμενο από τις πιο σκοτεινές γραμμές του πλήθους».
Επομένως, ο Γκόρκι ταίριαζε θαυμάσια στη λογική της «σταλινικής προσωπολατρείας». Η «εκ φυλής» αυτή επιχειρηματολογία είναι στο κάτω κάτω της γραφής και προσβλητική για το ρώσικο λαό, στον οποίο ο Τρουαγιά αρνείται κάθε δυνατότητα σκέψης και κρίσης. Ε, δεν μπορεί να είναι ολόκληρος λαός στο πλευρό μιας τέτοιας επανάστασης! Κάτι δεν του πάει καλά, σύμφωνα με την αφ’ υψηλού αυτή θεώρηση των γεγονότων στη Ρωσία των αρχών και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Άλλωστε, πρόκειται για μια γνωστή συνταγή αντιμετώπισης, σε περίπτωση και όπου οι λαοί ξεσηκώνονται: ο πρωτόγονος λαός κινείται τυφλά και ορμητικά, οι ηγέτες του δαιμονοποιούνται.
Μέσα σ’αυτή τη λογική ταιριάζει και η αντιμετώπιση του θεατρικού έργου του Γκόρκι «Βάσα Γκελεσνόβα», το οποίο ο Γκόρκι έγραψε το 1910. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη έκδοση, η οποία ολοκληρώθηκε ένα μήνα πριν το θάνατό του το 1936. Δηλαδή 25 χρόνια μετά. Το θέατρο της Μόσχας είχε ζητήσει από το Γκόρκι να εκσυγχρονίσει το έργο ώστε να ταιριάξει πιο πολύ στις καταστάσεις της δεκαετίας του ’30. Υπέστη έπειτα αρκετές «παρεμβάσεις» το έργο, ακόμα και η πρώτη εκδοχή, αυτή του 1910, αλλά κι αυτή πολλές φορές «πλασαρισμένη». Μια διασκευή, για παράδειγμα, του έργου έπαιξε η Ολυμπία Δουκάκη, αλλά πρώτα προσαρμόστηκε το κείμενο στις απαιτήσεις του αμερικανικού κοινού. Το έργο ήταν τάχα μια «μαύρη κωμωδία, ως Νηλ Σάιμον με τσεχωφικό μπακγκράουντ» και η ηρωίδα Βάσσα κάτι σαν Μάνα Κουράγιο. Κυρίως ξεπροβάλλεται η διάσταση της μητέρας, ενώ το έργο στην πρώτη έκδοχή του με υπότιτλο μεν «Η μάνα» είναι μια βαθιά ψυχοκοινωνική ανάλυση της αναδυόμενης μικρομεσαίας τάξης εμπόρων. «Το μυστήριο των εμπόρων», θα πει ο Γκόρκι, «είναι πολύ απλό και εξηγείται με την αβεβαιότητα του έμπορα για τη σταθερότητα της κοινωνικής του θέσης» μιλώντας και για την εξάντληση της βιολογικής τους ενέργειας και τον εκφυλισμό τους λόγω της προσπάθειας γρήγορου πλουτισμού. Η πρώτη εκδοχή του έργου έχει υποστεί αρκετές αναμορφώσεις και παραμορφώσεις είτε από αφέλεια, είτε συνειδητά. Στην παράσταση του Horizon Theatre Rep στη Νέα Υόρκη, φερ’ ειπείν, έχει κατανοηθεί ως το πρωτότυπο της σαπουνόπερας «Δυναστεία» με την πρωταγωνίστρια της σειράς Αλέξις Κάρινγκτον!
Η πρώτη εκδοχή προτιμήθηκε και από το Θέατρο «Πράξη» τη χειμερινή περίοδο 2007-2008, αλλά με απόλυτο σεβασμό. Για τη δεύτερη εκδοχή ο Γκόρκι γράφει ένα άλλο κείμενο με περισσότερο ενδιαφέρον και δυναμισμό, διότι μπαίνει η αντιπαράθεση του παλαιού τσαρικού κόσμου με τη νέα επαναστατική Ρωσία, που ξεπροβάλλει σαν μια αναγκαιότητα. Το πλαίσιο παραμένει η οικογενειακή επιχείρηση, αλλά έχουν αλλάξει οι σχέσεις, ώστε, σύμφωνα με τη μπροσούρα του θεάτρου «να ταιριάζει σε συγκεκριμένες ηθικιστικές προδιαγραφές», και σε άλλο σημείο της ίδιας μπροσούρας ο Γκόρκι τότε, «ήταν πλέον το φερέφωνο του καθεστώτος» , ο οποίος είχε γίνει εξαιρετικά δημοφιλής στη χώρα, αλλά «ο εθνικός ήρωας ήταν ένα όργανο της εξουσίας». Με χορηγό το Υπουργείο Πολιτισμού καταλαβαίνουμε, πώς στον τομέα της τέχνης το παιχνίδι της διαμόρφωσης συνειδήσεων παίζεται με πολλές φορές λεπτό τρόπο και χωρίς να κατεβεί η ποιότητα, όπως σε άλλες περιπτώσεις. Μακριά η διαμόρφωση επαναστατικών συνειδήσεων, αλλά όχι έκπτωση στην ποιότητα. Έτσι μοιάζει να υπαγορεύουν οι χορηγοί.
Η αντίδραση χτυπάΣύμφωνα με τον Ανρί Τρουαγιά στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Γκόρκι μπορεί να ήταν ο σταθερός «επαινέτης» του καθεστώτος, αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει το δικτατορικό χαρακτήρα, που ο Στάλιν είχε επιβάλει πάνω στην δραστηριότητά του. Ήξερε, γράφει ο Τρουαγιά, ότι η χώρα ζούσε κάτω από μια μόνιμη τρομοκρατία, ότι κανείς δεν τολμούσε να σηκώσει κεφάλι, ότι μια άγρια εκκαθάριση εκτεινόταν ήδη στους παραδοσιακούς ηγέτες του Κόμματος, ανάμεσα σε άλλους και στους Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και ότι ο ένας μετά τον άλλον εξοντώνονταν οι παλαιοί του συνοδοιπόροι από το νέο ηγέτη της Ρωσίας με πολλές και διάφορες κατηγορίες. Ολα αυτά _κατά Τρουαγιά πάντα, ο Γκόρκι τα ήξερε, σίγουρα τον ανησυχούσαν, αλλά εφησύχαζε τον εαυτό του αμέσως λέγοντας, ότι «η συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια ενός μονάχα ανθρώπου ήταν χωρίς αμφιβολία αναγκαία για να σηκώσει στα πόδια του ένα έθνος από τη φύση του απαθές και χαοτικό. Ο ακραίος κρατισμός, ο αστυνομικός έλεγχος, ο χαφιεδισμός, η ενοποίηση της σκέψης σύμφωνα με εντολές από τα πάνω δεν στενοχωρούσαν αυτό τον ουτοπιστή, κάποτε συνεπαρμένο από την ελευθερία. Κάθε περιορισμός του φαινόταν καλός, προκειμένου να είχε σαν δικαιολογία την ευτυχία του προλεταριάτου».
Για τα πρώτα ο Τρουαγιά δεν φέρνει καμμία παράθεση από λόγια του Γκόρκι, που να στηρίζουν την άποψή του, ενώ κατά τ’ άλλα στο βιβλίο του φέρνει αρκετές παραθέσεις, που να αποδείχνουν τα ισχυριζόμενά του. Είναι δικές του εικασίες, ότι ο Γκόρκι «ήξερε ότι η χώρα ζούσε κάτω από μια μόνιμη τρομοκρατία κλπ.» προσάπτοντας στον Γκόρκι σκέψεις δικές του. Φτάνει, κατά Τρουαγιά λίγο παρακάτω, ο Στάλιν να του μιλάει ευγενικά για τα βιβλία του για να αισθανθεί «μια αληθινή ηθική παρηγοριά» …αναφερόμενος σε κατά καιρούς «κραυγές ενθουσιασμού» του Γκόρκι, όπως η εξής: «Ζήτω ο Στάλιν, αυτός ο άνθρωπος της τεράστιας καρδιάς και πνεύματος!» Άλλωστε, θέατρα, δρόμοι και πόλεις είχαν πάρει το όνομα του Γκόρκι και η «Γκορκι-μάνια» στη χώρα δίνει τροφή στους αντίπαλους να μιλούν για χειραγώγηση μην μπορώντας ή μη θέλοντας να φανταστούν τί σημαίνει ένας γνήσιος γίγας προλεταριακός συγγραφέας –μοναδικό φαινόμενο – στην οικοδόμηση ενός προλεταριακού κράτους. Αλλά και όταν ο Τρουαγιά χαρακτηρίζει τον Γκόρκι αφελή, χειραγωγημένο, ασυμβίβαστο και πλανούμενο, δεν στηρίζει τις απόψεις του παρά μονάχα με τις δικές του εικασίες.
Το Δεκέμβρη του 1934 δολοφονείται ο Κίροφ, κάτι που τσάκισε το Γκόρκι με θλίψη και οργή και αρχίζει η περίοδος των περιβόητων δικών και «εκκαθαρίσεων». Πίσω απ’ όλα αυτά –ακόμα και πίσω από το θάνατο του Γκόρκι – «είναι», βεβαίως, ο Στάλιν… Ένα στοιχείο, που δεν θέλουν να βλέπουν για να δώσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα, άρα και πιο σωστή κρίση των γεγονότων οι διάφοροι αντίπαλοι της «σταλινικής περιόδου», είναι ότι –και γι’ αυτό υπάρχουν αποδείξεις – ο Γκόρκι με τις τακτικές του διαμονές (για λόγους υγείας κυρίως) στο ιταλικό νησί Κάπρι, διαπίστωνε την άνοδο του φασισμού, την όλο και πιο εχθρική στάση των Ρώσων εμιγκρέντων στην Ευρώπη και την προχωρημένη σήψη της αστικής κουλτούρας. Αυτό, πραγματι, τον ανησυχούσε βλέποντας και τον κίνδυνο για την πατρίδα του. Το τελευταίο του μερόνυχτο -17 προς 18 του Ιούνη 1936 – παραμιλούσε για τον πόλεμο, που ερχόταν και την ανάγκη να του αντισταθούν…
Μήπως ο Γκόρκι είχε ζυγίσει σωστά την κατάσταση και καταλάβει, ότι η σοβιετική εξουσία είχε απόλυτη ανάγκη από υποστήριξη και ότι εκείνες τις στιγμές η κάθε διαφωνία ήταν μια πολυτέλεια ή ακόμα προδοσία;
Πηγές:
· -Μαξίμ Γκόρκι, Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, Εκδ. «Ειρήνη», 1975
· -Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Το ψωμί και το βιβλίο, ο Γκόρκι, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2004
– Henri Troyat, Gorki, Εκδ. «Flammarion», 1986
Τα παιδικά
χρόνια του Μαξίμ Γκόρκι_
Ivanovo detstvo
Σοβιετική Ενωση, 1938 -Του Μαρκ Ντονσκόι
Από τις κορυφαίες εκφράσεις του ποιητικού ρεαλισμού στο σοβιετικό κινηματογράφο της δεκαετίας του '30. Η πρώτη ασπρόμαυρη ταινία της γνωστής τριλογίας του Μαρκ Ντονσκόι πάνω στη ζωή του Σοβιετικού συγγραφέα και δραματουργού Μαξίμ Γκόρκι, φυλακίζει την προσοχή από τις αρχικές της κιόλας σκηνές με την έντονα χρωματισμένη απλή ιστορία της, τους ολοζώντανους χαρακτήρες και τα "α λα Ντίκενς" συναισθήματα που αυτή γεννά. Ταινία, σχεδόν υποχρεωτική για τις νεαρές ηλικίες, όσο τα αναντικατάστατα βιβλία κλασικής λογοτεχνίας... Κρυφοκοίταγμα μιας εποχής από το παράθυρο της Ιστορίας, έμμεσο μάθημα Ιστορίας και άμεσο μάθημα ζωής, φιλίας και αγάπης. Από τα πιο σπουδαία δράματα ενηλικίωσης που κυκλοφορούν στο σινεμά.
Η «τρίτη ηθική»
"Δίνε το χέρι σου σε όποιον
σηκώνεται".
2008_Ριζοσπάστης
«Ένα αφιέρωμα στα 90χρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης χωρίς αναφορά στον Μαξίμ
Γκόρκι θα ήταν "ανάπηρο"», «Γιατί
ο κατά κόσμο Μαξίμ Πεσκόφ - ήταν ο
ελαιοχρωματιστής που τόλμησε να κάνει το μουντί και το πινέλο όπλο και φωνή των
εξαθλιωμένων της τσαρικής Ρωσίας, όλων εκείνων των προλετάριων που σήκωναν
κεφάλι ζητώντας να ορίσουν οι ίδιοι τη ζήση τους. Ο Γκόρκι, προλετάριος κι
ο ίδιος, πάλεψε για την επιβίωσή του και κατάφερε αυτή τη μάχη να τη μετατρέψει
σε ένα πραγματικό σχολείο που τον δίδαξε πως: Την "ηθική των αφεντικών" την αντιπάθησα όσο και την
"ηθική των δούλων". Μια τρίτη ηθική διαμορφώνεται μέσα μας:
"Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται". Ο Γκόρκι δεν αποτέλεσε
ποτέ το άλλοθι του συστήματος που επιδιώκει ένα ακίνδυνο βήμα για το δούλο ώστε
να αποκαλύπτεται ο αφέντης ως δίκαιος και πλουραλιστής. Ο Γκόρκι δεν είναι η
γραφική φωνή της εξουσίας που κάνει τη φτώχεια τέχνη προς τέρψη του όποιου
κοινού. Ο Γκόρκι γδύνει τον αφέντη και το δούλο από τα φτιασίδια αιώνων και
τους φέρνει αντιμέτωπους με το μεγάλο ΝΑΙ και το μεγάλο ΟΧΙ της Ιστορίας.
Για τον Γκόρκι η συσσωρευμένη γνώση στα βιβλία και στην ίδια τη ζωή είναι το μυστικό για την αφύπνιση του δούλου που θα τον οδηγήσει πέρα από την πρόσκαιρη εκτόνωσή του μέσω μικροπρεπών εκδικήσεων έναντι του αφέντη, γιατί η σύγκρουση απαιτεί τη γνώση και τη σωστή και στρατηγική της χρήση, ώστε να ξεριζωθεί και το τελευταίο κύτταρο αυτού του συστήματος που πλάθει αφέντες και δούλους, τσάρους και μικροαστούς, μουζίκους και υποταγμένους... "Πολύ νωρίς κατάλαβα πως τον άνθρωπο τον πλάθει η αντίστασή του στο περιβάλλον του". Αυτή την κληρονομιά μας αφήνει σήμερα ο Μαξίμ Πεσκόφ. Καλεί τους κολασμένους να κρατήσουν ανοιχτά τα μάτια, το μυαλό και τα χέρια όχι μόνο για να σπάσουν τις αλυσίδες τους, αλλά να δημιουργήσουν ένα νέο κόσμο, μια μήτρα ελεύθερων ανθρώπων όπου το ΕΓΩ θα είναι ζωντανό κύτταρο του ΕΜΕΙΣ».