24 Οκτωβρίου 2025

Χειρόγραφο της Σαραγόσα _The Saragossa Manuscript ✨ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ 💥

Η περί ου λόγος αφορά την αριστοτεχνική μεταφορά στον κινηματογράφο γνωστή για τη δομή σαν "ιστορία μέσα σε ιστορία" …πως λέμε 🙃 "επανάσταση στην επανάσταση"; με περιγραφή μιας περιπέτειας νεαρού αξιωματικού (του Αλφόνσο βαν Γουόρντεν) ο οποίος κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ισπανία εμπλέκεται σε μια σειρά παράξενων συμβάντων συναντώντας πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες.
Η ταινία αποτελεί απόδειξη της δύναμης του σοσιαλιστικού σινεμά και ειδικά στην πειραματική _πρωτοποριακή
avant-garde. Το "Χειρόγραφο της Σαραγόσα" υπήρξε ένα γαλλόφωνο μυθιστόρημα του Πολωνού κόμη Γιαν Ποτότσκι, γραμμένο στις αρχές του 19ου αιώνα, και το οποίο αναφέρεται σε γεγονότα 10ετίες νωρίτερα (κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου Ε΄).
                Πολωνικό σινεμά
Η ιστορία του κινηματογράφου στην Rzeczpospolita Polska‎‎ έχει διάρκεια σχεδόν όσο η ιστορία της κινηματογραφίας, με παγκοσμίως αναγνωρισμένα επιτεύγματα, παρόλο που οι πολωνικές ταινίες _πιθανά λόγω γλώσσας, τείνουν να είναι λιγότερο εμπορικά διαθέσιμες από τις ταινίες πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ξεχωρίζει η περίοδος _μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο, όταν ο σοσιαλισμός δημιούργησε έναν αναβαθμισμένο εθνικό κινηματογράφο, εκπαιδεύοντας εκατοντάδες… χιλιάδες νέους στη σκηνοθεσία και τους εξουσιοδότησε να δημιουργήσουν ταινίες. Τότε βγήκε η φουρνιά των μεγάλων με πρώτο τον Krzysztof Kieslowski_ Κσίστοφ Κιεσλόφσκι__ και τις αποχρώσεις του ... μετά το Λευκό και το Μπλε ο Κριστόφ επιλέγει το Κόκκινο για να κλείσει την τριλογία του (που έμελλε να είναι και η τελευταία του ταινία)
                                 

(...)
Αγκνιέσκα Χόλαντ, Andrzej Wajda (Άντρεϊ Βάιντα), Άντζεϊ Ζουουάφσκι, Άντζεϊ Μουνκ, Γέζι Σκολιμόφσκι, Ρόμαν Πολάνσκι κά επηρέασαν καθοριστικά την ανάπτυξη της πολωνικής κινηματογραφικής παραγωγής.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου, Πολωνοί σκηνοθέτες (στην Αγγλία) δημιούργησαν την αντιναζιστική έγχρωμη ταινία Calling Mr. Smith (1943) για τα ναζιστικά εγκλήματα στην κατεχόμενη και τη ναζιστική προπαγάνδα. Ήταν μια από τις πρώτες αντιναζιστικές ταινίες στην ιστορία που ήταν ταυτόχρονα και αβάν-γκαρντ και ντοκιμαντέρ

           Πρώτα χρόνια
Ο πρώτος κινηματογράφος στην Πολωνία (τότε κομμάτι της Ρωσικής Αυτοκρατορία) ιδρύθηκε το 1899, λίγα χρόνια μετά την εφεύρεση της κινηματογραφικής κάμερας (α ονομάστηκε Θέατρο Ζωντανών Εικόνων) απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα και σύντομα υπήρχαν κινηματοθέατρα σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της (πρώτος Πολωνός σκηνοθέτης Kazimierz Prószyński (Καζίμιες Προυσίνσκι), ο οποίος γύρισε διάφορα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ στη Βαρσοβία. Η κινηματογραφική κάμερα του με πλεογράφο είχε κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας πριν από την εφεύρεση των αδελφών Λυμιέρ και θεωρείται ο συγγραφέας του πρώτου επιζώντος πολωνικού ντοκιμαντέρ με τίτλο Ślizgawka w Łazienkach (Παγοδρόμιο στα Βασιλικά Λουτρά), καθώς και των πρώτων μικρών αφηγηματικών ταινιών Powrót birbanta (Η επιστροφή του γλετζέ στο σπίτι) _έγινε και remake πρόσφατα και Przygoda dorożkarza (Η περιπέτεια ενός οδηγού άμαξας), όπου και οι δύο δημιουργήθηκαν το 1902. Ένας άλλος πρωτοπόρος του κινηματογράφου ήταν ο Μπολέσουαφ Ματουσέφσκι, ο οποίος έγινε ένας από τους πρώτους κινηματογραφιστές που εργάστηκαν για την εταιρεία Λυμιέρ και ήταν ο επίσημος "κινηματογραφιστής" των Ρώσων τσάρων το 1897.

Η παλαιότερη σωζόμενη ταινία, η Antoś pierwszy raz w Warszawie _ ο Άντος για πρώτη φορά στη Βαρσοβία) γυρίστηκε το 1908 από τον Αντόνι Φέρτνερ και η ημερομηνία της πρεμιέρας της, θεωρείται η ημερομηνία ίδρυσης της πολωνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Σύντομα οι Πολωνοί καλλιτέχνες άρχισαν να πειραματίζονται με άλλα είδη κινηματογράφου: το 1910 ο Βλαντισλάβ Βουαντίσουαφ Σταρέβιτς _Władysław Starewicz, έφτιαξε ένα από τα πρώτα κινούμενα σχέδια στον κόσμο - και ο πρώτος που χρησιμοποίησε την τεχνική καρέ καρέ (stop motion), το Piękna Lukanida (Όμορφη Λουκανίδα). Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο κινηματογράφος στην Πολωνία ήταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη, με πολλές προσαρμογές μεγάλων έργων της πολωνικής λογοτεχνίας να προβάλλονται (ιδίως οι Ιστορία της αμαρτίας, Meir Ezofowicz και Nad Niemnem).

Η Pola Negri στο
Ο Δρόμος των Χαμένων Ψυχών
_The Way of Lost Souls
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πολωνικός κινηματογράφος πέρασε τα σύνορα. Οι ταινίες που δημιουργήθηκαν στη Βαρσοβία ή τη Βίλνα συχνά επαναδημιουργήθηκαν με γερμανικούς τίτλους και εμφανίστηκαν στο Βερολίνο. Κάπως έτσι η νεαρή ηθοποιός Πόλα Νέγκρι (γεννημένη Μπαρμπάρα Απολόνια Χαουούπιετς) απέκτησε φήμη στη Γερμανία και τελικά έγινε μία από τις Ευρωπαίες σταρ του βωβού κινηματογράφου.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο

Το 1945, η σοσιαλιστική κυβέρνηση ίδρυσε την οργάνωση παραγωγής και διανομής ταινιών Film Polski και έθεσε επικεφαλής τον Αλεξάντερ Φορντ _γνωστό κινηματογραφιστή του Πολωνικού Λαϊκού Στρατού. Ξεκινώντας με μερικές σιδηροδρομικές άμαξες γεμάτες κινηματογραφικό εξοπλισμό που πάρθηκαν από τους Γερμανούς, προχώρησαν στην εκπαίδευση και την οικοδόμηση μιας πολωνικής βιομηχανίας κινηματογράφου. Όχι πολλές _δεκατρείς συνολικά ταινίες κυκλοφόρησαν μεταξύ του 1947 και της διάλυσής της το 1952, με επίκεντρο την οδύνη στα χέρια των Ναζί και την αντίσταση. Το 1947 ο Φορντ μετακόμισε στο Λοτζ για να βοηθήσει στην ίδρυση της νέας Εθνικής Σχολής Κινηματογράφου, όπου δίδαξε για 20 χρόνια. Η βιομηχανία χρησιμοποίησε εισαγόμενες κάμερες και αποθέματα ταινιών. Στην αρχή ασπρόμαυρο απόθεμα ORWO από την Ανατολική Γερμανία και έπειτα έγχρωμο Eastman και αποθέματα εκτύπωσης ORWO, ενώ έφτιαξε το δικό της εξοπλισμό φωτισμού. Λόγω του υψηλού κόστους των αποθεμάτων ταινιών, οι πολωνικές ταινίες γυρίστηκαν με πολύ χαμηλές αναλογίες λήψης. Ο εξοπλισμός και το απόθεμα ταινιών δεν ήταν τα καλύτερα και οι προϋπολογισμοί μέτριοι, αλλά οι κινηματογραφιστές έλαβαν ίσως την καλύτερη εκπαίδευση στον κόσμο από την Πολωνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Ένα άλλο πλεονέκτημα ήταν η ιδιότητα της Film Polski ως κρατικής οργάνωσης και έτσι οι κινηματογραφιστές της είχαν πρόσβαση σε όλα τα πολωνικά ιδρύματα και τη συνεργασία τους για τη δημιουργία των ταινιών τους. Σοσιαλισμός γαρ. Οι κινηματογραφικές κάμερες μπόρεσαν να εισέλθουν σχεδόν σε κάθε πτυχή της πολωνικής ζωής.

Η πρώτη ταινία που δημιουργήθηκε στην Πολωνία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η Zakazane piosenki _Απαγορευμένα τραγούδια, 1946), σε σκηνοθεσία Λεόναρντ Μπουτσκόφσκι, την οποία είδαν 10,8 εκατομμύρια __ 47% του συνολικού πληθυσμού στην αρχική της προβολή. Ο Μπουτσκόφσκι γύριζε ταινίες τακτικά μέχρι το θάνατό του το 1967. Άλλες σημαντικές ταινίες της πρώιμης περιόδου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο ήταν η Τελευταίο Στάδιο (1948), σε σκηνοθεσία Βάντα Γιακουμπόφκσα, η οποία γύριζε ταινίες μέχρι τις ανατροπές και την καπιταλιστική παλινόρθωση (τελευταία το 1989, πέθανε το 1998) και η Ulica Graniczna, σε σκηνοθεσία Αλεξλαντερ Φορντ_Οδός Συνόρων, 1949 _ η ιστορία πολωνικών και εβραϊκών οικογενειών που ζουν δίπλα-δίπλα σε έναν δρόμο της Βαρσοβίας και όλα αλλάζουν οριστικά με τη ναζιστική εισβολή,

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η παραγωγή ταινιών οργανώθηκε σε ομάδες. Μια ομάδα ταινιών ήταν μια συλλογή δημιουργών ταινιών, με επικεφαλής έναν έμπειρο σκηνοθέτη και αποτελούμενη από συγγραφείς, σκηνοθέτες και διευθυντές παραγωγής. Θα έγραφαν σενάρια, θα δημιουργούσαν προϋπολογισμούς, θα έκαναν αίτηση χρηματοδότησης από το Υπουργείο Πολιτισμού και θα παρήγαγαν την ταινία. Θα προσέλαβαν ηθοποιούς και συνεργεία και θα χρησιμοποιούσαν στούντιο και εργαστήρια που ελέγχονταν από την Film Polski. Η αλλαγή του πολιτικού κλίματος (θάνατος Στάλιν 20ό συνεδριο ΕΣΣΔ) δημιούργησε το κίνημα της Πολωνικής Σχολής Κινηματογράφου, ένα πεδίο εκπαίδευσης για ορισμένα από τα είδωλα της παγκόσμιας κινηματογραφίας, όπως ο Ρόμαν Πολάνσκι και ο Κσίστοφ Ζανούσι (κορυφαίος σκηνοθέτης του λεγόμενου κινηματογράφου ηθικής ανησυχίας της δεκαετίας του 1970). Οι ταινίες του Άντζεϊ Βάιντα προσφέρουν διορατικές αναλύσεις του καθολικού στοιχείου της πολωνικής εμπειρίας που καθόρισαν αρκετές πολωνικές γενιές. Το 2000, ο Βάιντα τιμήθηκε με ένα τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο, ενώ τέσσερις από τις ταινίες του ήταν υποψήφιες για το Βραβείο Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στα Όσκαρ με έξι άλλους Πολωνούς σκηνοθέτες να λαμβάνουν από μία υποψηφιότητα ο καθένας: οι Ρόμαν Πολάνσκι, Γέζι Καβαλερόβιτς, Γέζι Χόφμαν, Γέζι Άντσακ, Αγκνιέσκα Χόλαντ και Γιαν Κομάσα. Το 2015, ο Πολωνός σκηνοθέτης Πάβεου Παβλικόφσκι (με 70 βραβεύσεις και 92 υποψηφιότητες) κέρδισε Όσκαρ για την ταινία Ida (2013). Το 2019, ήταν επίσης υποψήφιος για το βραβείο για την επόμενη ταινία του, Ψυχρός Πόλεμος, σε δύο κατηγορίες - Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία και Καλύτερη Σκηνοθεσία.

Η αντεπανάσταση στην Πολωνία ξεκίνησε προ Γκόρμπυ _κατά τη δεκαετία του 1980, η Λαϊκή Δημοκρατία θέσπισε στρατιωτικό νόμο αλλά ήδη ήταν η αρχή του τέλους. Γυρίστηκαν κάποιες αντικομμουνιστικές ταινίες όπως η  Ανάκριση _Przesluchanie) του Ρίσαρντ Μπουγκάισκι το 1982, η οποία απεικονίζει την ιστορία μιας γυναίκας (την οποία παίζει η Κριστίνα Γιάντα), η οποία συλλαμβάνεται και βασανίζεται από τη μυστική αστυνομία για να ομολογήσει ένα έγκλημα που δε γνωρίζει τίποτα. Απαγορεύτηκε, αλλά το 1989, "πήρε εκδίκηση"

Στη δεκαετία του 1990, ο Κσίστοφ Κιεσλόφσκι κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση με παραγωγές όπως η Dekalog (για την τηλεόραση), Η διπλή ζωή της Βερόνικα και τα "τρία χρώματα". Μια άλλη διάσημη ταινία στην Πολωνία είναι Το Χρέος του Κσίστοφ Κράουζε, η οποία έγινε blockbuster. Έδειξε τη βάναυση πραγματικότητα του πολωνικού καπιταλισμού και την αύξηση της φτώχειας. Ένας σημαντικός αριθμός Πολωνών σκηνοθετών (Αγκνιέσκα Χόλαντ, Γιάνους Καμίνσκι κά.) έχουν εργαστεί σε αμερικανικά στούντιο. Οι πολωνικές ταινίες κινουμένων σχεδίων - όπως αυτές των Γιαν Λενίτσα και Ζμπίγκνιεφ Ριμπτσίνσκι (Όσκαρ, 1983) - βασίστηκαν σε μια μακρά παράδοση (Bolek i Lolek  _Μπόλεκ - Λόλεκ και η φίλη τους Τόλα) συνέχισαν να εμπνέονται από τις γραφικές τέχνες της Πολωνίας. Άλλοι αξιόλογοι Πολωνοί σκηνοθέτες περιλαμβάνουν τους: Τόμας Μπαγκίνσκι, Μαουγκοζάτα Σουμόφσκα, Γιαν Γιάκουμπ Κόλσκι, Γέζι Καβαλερόβιτς, Στανίσουαφ Μπαρέγια και Γιάνους Ζαόρσκι. Μεταξύ των εξέχοντων ετήσιων φεστιβάλ κινηματογράφου που πραγματοποιούνται στην Πολωνία είναι: Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βαρσοβίας, Camerimage, Διεθνές Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Κινηματογράφου Off Camera, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νέοι Ορίζοντες, καθώς και Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Γκντίνια και Βραβεία Πολωνικού Κινηματογράφου.

Κινηματογραφικό κοινό

Η κομμουνιστική διακυβέρνηση επένδυσε πόρους για τη δημιουργία ενός εκλεπτυσμένου κινηματογραφικού κοινού. Όλοι οι κινηματογράφοι ήταν κρατικής ιδιοκτησίας και αποτελούνταν από πρεμιέρες, πρώτης προβολής, τοπικούς _μέχρι και στο τελευταίο χωριό, λέσχες και κινηματογράφους για σινεφίλ (τέχνης). Τα εισιτήρια ήταν πάμφθηνα, ενώ φοιτητές, νέοι  και οι ηλικιωμένοι είχαν εκπτώσεις. Υπήρχαν δημοφιλή πολλά κινηματογραφικά περιοδικά όπως το "Film" το "Screen " κά. καθώς και κριτικά ("Kino " κλπ). Όλα αυτά βοήθησαν στη δημιουργία ενός καλά ενημερωμένου κινηματογραφικού κοινού με δεκάδες χιλιάδες σινεφίλ

Το Βιβλίο του Ποτότσκι (κυκλοφορεί και ελληνικά) είναι ένα "συρταρωτό" (σε στυλ "συσσωρευμένης αφήγησης"), που παρουσιάζεται ως ένα παλιό χειρόγραφο που βρέθηκε κοντά στη Σαραγόσα της Ισπανίας κατά τη διάρκεια του Ιβηρικού Πολέμου
Ο νεαρός Αλφόνσο φαν Βόρντεν φθάνει στην Ισπανία για να υπηρετήσει ως λοχαγός στη φρουρά των Βαλόνων. Μπλέκεται, όμως, σε μια παράξενη περιπέτεια που δεν θ' αργήσει να πάρει διαστάσεις μυσταγωγικής δοκιμασίας. Στη διάρκεια των δυο μηνών που περνάει στην οροσειρά των Αλπουχάρας, συναντά πολλά και διάφορα πρόσωπα που του αφηγούνται την ιστορία της ζωής τους. Μέσα στις ιστορίες του καθενός από αυτά παρεμβάλλονται οι αφηγήσεις άλλων προσώπων, τα οποία, με τη σειρά τους αφηγούνται ιστορίες που άκουσαν και ούτω καθεξής. Το βιβλίο είναι κλασικό παράδειγμα συρταρωτού μυθιστορήματος, ένα πραγματικό καλειδοσκόπιο όπου τα πεπρωμένα διαφόρων ηρώων διασταυρώνονται ή καθρεφτίζονται το ένα μέσα στο άλλο, μια εκπληκτική σύνθεση και επιτομή όλων των αφηγηματικών ειδών. Είναι ο καθρέφτης ενός κόσμου με πολλαπλές προοπτικές, αξίες, θρησκευτικές πεποιθήσεις και φιλοσοφικές δοξασίες. Είναι ένα διαχρονικό μυθιστόρημα που υπερβαίνει πραγματικά την εποχή του _από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου
 _σσ. "συρταρωτό" μυθιστόρημα από τα γαλλικά (Roman à tiroirs) ή συρταρωτή κωμωδία είναι αφηγηματική τεχνική όπου η διήγηση της κύριας ιστορίας διακόπτεται με την παράθεση δευτερευουσών που δεν είναι απαραίτητες για την εξέλιξη της και όπου το πεπρωμένο και οι περιπέτειες των διαφόρων ηρώων διασταυρώνονται ή καθρεφτίζονται μέσα στις φαινομενικά ασύνδετες ιστορίες. Τα δευτερεύοντα μέρη μερικές φορές αναφέρονται ως ενσωματωμένες ιστορίες, με την κύρια να είναι η "ιστορία -πλαίσιο". Σε ορισμένα μυθιστορήματα, τα δευτερεύοντα μέρη μπορεί να διακόπτονται από επί πλέον ενσωματωμένες αφηγήσεις. Τα μυθιστορήματα αυτής της τεχνικής είναι μακροσκελή, καθώς η επίλυση της κύριας αφήγησης καθυστερεί λόγω των παρεμβαλλόμενων δευτερευόντων. Η έκφραση είναι γαλλικός όρος και φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα αρχικά σε σχέση με θεατρικά έργα.

               __H Ταινία

  

            "Το χειρόγραφο της Σαραγόσα"
The Saragossa Manuscript _Rękopis znaleziony w Saragossie) \ 1965 \ Α/Μ \ 175λ
Σκηνοθεσία: Wojciech Has _Βόιτσεχ Χας
Με τους Ζμπίγκνιου Σιμπούλσκι Ίγκα Σμπρζίνσκα Στάνισλαβ Ίγκαρ
Διανομή: NEW STAR
Ένας αξιωματικός των Ναπολεόντειων πολέμων ανακαλύπτει ένα βιβλίο με τις περιπέτειες του παππού του και χάνεται σε ένα λαβύρινθο ιστοριών ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα _ Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιαν Ποτότσκι _η ταινία απέκτησε φήμη στις ΗΠΑ αργότερα, χάρη σε σκηνοθέτες όπως ο Μάρτιν Σκορτσέζε και ο Φράνσις Φορντ Κόππολα
Αριστουργηματική διασκευή, γεμάτη πλαστικότητα, χιούμορ και περιπετειώδη διάθεση, ενός απολαυστικού μυθιστορήματος


Η γνώμη των κριτικών

·       Μήτσης / Αθηνόραμα 4,5

·       Γαλανού / Flix.gr 3,5

·       Δανίκας / Πρώτο Θέμα 4

·       Δημητρόπουλος / News247 4,5

·       Ζουμπουλάκης / Βήμα 5

·       Καϊμάκης / Athens Voice / Documento 3,5

·       Καπράνος / Ναυτεμπορική 4

·       Κατσίκας / Σινεμά 4

·       Κουτσογιαννόπουλος / Mega/LIFO 4

·       Μικελίδης / Enetpress.gr 4

·       Παναγόπουλος / Εφ. Συν. 4

Υπόδειγμα λογοτεχνικής φαντασίας και επιδεξιότητας, "ανακαλύφθηκε" από τους λογοτεχνικούς κύκλους έναν ολόκληρο αιώνα αργότερα και μεταφέρθηκε στο σινεμά από τον φορμαλιστή συμπατριώτη του συγγραφέα Βόιτσεκ Χας ("The Doll", "The Sandglass") το 1965, έχοντας πλέον αποκτήσει cult διαστάσεις.
Ξεκινώντας από τις περιπέτειες ενός αξιωματικού των Ναπολεόντειων πολέμων, η παραμυθένια διαδρομή της ταινίας απλώνεται σε ένα μωσαϊκό χαρακτήρων και ένα λαβύρινθο ιστοριών που συναρπάζουν με τη σπιρτάδα και την ευρηματικότητά τους – ένας τολμηρός συνδυασμός του "Δεκαήμερου", των παραμυθιών της Χαλιμάς και της… "Μέρας της Μαρμότας". Οι γεμάτες πλαστικότητα, χιούμορ και περιπετειώδη διάθεση εικόνες του Χας διαθέτουν μια ονειρική αύρα και βρίθουν ψυχαναλυτικών συμβόλων, συνθέτοντας ένα γοητευτικό κινηματογραφικό ποίημα το οποίο λάτρεψαν καλλιτέχνες σαν τους Λουίς Μπουνιουέλ και Μάρτιν Σκορσέζε (που ανακαίνισε την ταινία με δικά του έξοδα), και τον Τζέρι Γκαρσία των The Grateful Dead.

Τοποθετημένη κυρίως στην Ισπανία, η ταινία αφηγείται μια ιστορία-πλαίσιο που περιέχει γοτθικά, πικαρικά (picaresque = που σχετίζεται με ένα επεισοδιακό ύφος μυθοπλασίας που ασχολείται με τις περιπέτειες ενός τραχιού και ανέντιμου αλλά ελκυστικού ήρωα) και ερωτικά στοιχεία. Σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, δύο αξιωματικοί από αντίπαλες πλευρές βρίσκουν ένα χειρόγραφο, το οποίο αφηγείται την ιστορία του παππού του Ισπανού αξιωματικού, Αλφόνσο φαν Βόρντεν (Ζμπίγκνιου Τσιμπούλσκι). Ο Βαν Βόρντεν ταξίδεψε στην περιοχή πολλά χρόνια πριν, βασανιζόμενος από κακά πνεύματα, και συναντώντας μορφές όπως έναν Καμπαλιστή, έναν σουλτάνο και έναν Ρομά, οι οποίοι του διηγούνται περαιτέρω ιστορίες, πολλές από τις οποίες αλληλοσυνδέονται και αλληλοσυνδέονται.
Η ταινία σημείωσε σχετική επιτυχία στην Πολωνία και σε άλλα μέρη της σοσιαλιστικής _τότε Ευρώπης κατά την κυκλοφορία της. Αργότερα, σημείωσε επίσης μεγάλη επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν κινηματογραφιστές όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα το ανακάλυψαν ξανά και ενθάρρυναν τη διάδοσή του. Σε δημοσκόπηση του 2015 που διεξήγαγε το Πολωνικό Μουσείο Κινηματογράφου στο Λοντζ, το Χειρόγραφο της Σαραγόσα κατέλαβε τη δεύτερη θέση στη λίστα με τις σπουδαιότερες πολωνικές ταινίες όλων των εποχών.

Υπόθεση

Κατά τη διάρκεια μιας μάχης στην πόλη Σαραγόσα της Αραγονίας κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, ένας αξιωματικός καταφεύγει στον δεύτερο όροφο ενός πανδοχείου. Βρίσκει ένα μεγάλο βιβλίο με σχέδια δύο ανδρών που κρέμονται σε μια αγχόνη και δύο γυναικών σε ένα κρεβάτι. Ένας εχθρικός αξιωματικός προσπαθεί να τον συλλάβει, αλλά καταλήγει να του μεταφράσει το βιβλίο. Ο δεύτερος αξιωματικός αναγνωρίζει τον συγγραφέα του ως τον ίδιο του τον παππού, ο οποίος ήταν λοχαγός στη Βαλλονική Φρουρά.

Μια αναδρομή στο παρελθόν αφηγείται στη συνέχεια την ιστορία του προγόνου, Αλφόνσο βαν Βόρντεν, ο οποίος εμφανίζεται με δύο υπηρέτες, αναζητώντας τη συντομότερη διαδρομή μέσα από τα βουνά Σιέρα Μορένα. Οι δύο άνδρες τον προειδοποιούν να μην ακολουθήσει την επιλεγμένη διαδρομή, επειδή οδηγεί μέσα από στοιχειωμένη περιοχή. Σε ένα φαινομενικά εγκαταλελειμμένο πανδοχείο, το Venta Quemada, προσκαλείται να δειπνήσει με δύο Μαυριτανές πριγκίπισσες, την Emina και τη Zibelda, σε ένα μυστικό εσωτερικό δωμάτιο. Αυτές ενημερώνουν τον καπετάνιο ότι είναι ξαδέρφες του και, ως η τελευταία Gomelez, πρέπει να τις παντρευτεί και τις δύο για να τους δώσει κληρονόμους. Ωστόσο, πρέπει να ασπαστεί το Ισλάμ. Τους αποκαλεί αστειευόμενος φαντάσματα, παρά το γεγονός ότι έχει πει στους υπηρέτες του με μεγάλη αλαζονεία ότι τα φαντάσματα δεν υπάρχουν. Τότε τον αποπλανούν και οι δυο μαζί δίνοντάς του ένα ποτό σε κύπελλο-κρανίο.

Ξυπνάει και βρίσκεται πίσω στην έρημη εξοχή, ξαπλωμένος δίπλα σε ένα σωρό από κρανία κάτω από μια αγχόνη. Συναντά έναν ερημίτη ιερέα που προσπαθεί να θεραπεύσει έναν δαιμονισμένο άνδρα. Ο τελευταίος διηγείται την ιστορία του, η οποία περιλαμβάνει επίσης δύο αδερφές και ένα διαφορετικό είδος απαγορευμένου έρωτα. Ο Alfonso κοιμάται στο παρεκκλήσι του ερημητηρίου, ακούγοντας παράξενες φωνές τη νύχτα.

Όταν ξυπνάει και φεύγει, συλλαμβάνεται από την Ισπανική Ιερά Εξέταση. Διασώζεται από τις δύο πριγκίπισσες, με τη βοήθεια της συμμορίας των αδελφών Ζότο (δύο εκ των οποίων είχαν εμφανιστεί νεκροί στο έδαφος κοντά στην αγχόνη). Πίσω στο εσωτερικό δωμάτιο, οι δύο πριγκίπισσες ερωτεύονται τον Αλφόνσο, αλλά διακόπτονται από τον Σεΐχη Γκομέλεζ, ο οποίος αναγκάζει τον καπετάνιο με το σπαθί να πιει από το κύπελλο-κρανίο.

Ξανά ο Αλφόνσο ξυπνάει στην αγχόνη, αλλά αυτή τη φορά ένας οπαδός της αρχαίας εβραϊκής μυστικιστικής παράδοσης της Καμπάλα είναι ξαπλωμένος δίπλα του. Καθώς κατευθύνονται προς το κάστρο των "καμπαλιστών", τους συναντά ένας σκεπτικιστής μαθηματικός, ο οποίος σχολιάζει: "Το ανθρώπινο μυαλό είναι έτοιμο να δεχτεί οτιδήποτε, αν χρησιμοποιηθεί συνειδητά" _τίτλοι τέλους του 1ου  μέρους.

Το Μέρος 2 είναι γεμάτο κυρίως με τις ένθετες ιστορίες που αφηγείται ο αρχηγός μιας ομάδας τσιγγάνων που επισκέπτονται το κάστρο. Η "ιστορία-πλαίσιο" ή "ιστορία-μέσα-σε-ιστορία-μέσα-σε-ιστορία" μόλις αρχίζει να περιγράφει την πολυπλοκότητα, επειδή μερικές από τις εσωτερικές ιστορίες αλληλοσυνδέονται, έτσι ώστε οι μεταγενέστερες να ρίχνουν νέο φως σε προηγούμενες εμπειρίες που αφηγούνται άλλοι χαρακτήρες _ Συνιστώνται πολλαπλές προβολές της ταινίας για να κατανοηθεί η πλοκή, καθώς και να προσδιοριστεί η εμφάνιση ορισμένων χαρακτήρων πριν τους "συστήσει" ο τσιγγάνος αφηγητής για να πουν τις δικές τους ιστορίες.

Τέλος, ο Αλφόνσο καλείται να επιστρέψει στη Venta Quemada, όπου συναντά τις δύο πριγκίπισσες. Τον αποχαιρετούν και ο Σεΐχης του δίνει το μεγάλο βιβλίο για να γράψει το τέλος της δικής του ιστορίας. Ο Σεΐχης εξηγεί ότι όλη η περιπέτεια ήταν ένα "παιχνίδι" σχεδιασμένο για να δοκιμάσει τον χαρακτήρα του Αλφόνσο. Ο Αλφόνσο ξυπνάει ξανά κάτω από την αγχόνη, αλλά οι δύο υπηρέτες του είναι κοντά - είναι σαν να πρόκειται να ξεκινήσουν το ταξίδι που μόλις "ονειρευόταν". Στο μικρό πανδοχείο στη Σαραγόσα, γράφει στο μεγάλο βιβλίο μέχρι που κάποιος του λέει ότι οι δύο πριγκίπισσες τον περιμένουν. Πετάει το βιβλίο στην άκρη και αυτό προσγειώνεται στο τραπέζι όπου το βρήκε ο εχθρός του απογόνου του στην αρχή της ταινίας.

Η ταινία γυρίστηκε στο υψίπεδο Κρακοβίας-Τσεστοχόβα κοντά στην Τσεστοχόβα, στο κάστρο Όλστιν, στο Βρότσλαβ της Πολωνίας.

Κυκλοφορία

Η ταινία κυκλοφόρησε στην Πολωνία στα 182λ, αλλά η διάρκειά της σε ΗΠΑ και το Αγγλία μειώθηκε σε 147 και 125λ, αντίστοιχα. Αν και ήταν ένα από τα αγαπημένα της underground, η ταινία αντιμετώπισε μια ιδιόμορφη διανομή, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάποια στιγμή τα αμερικανικά δικαιώματα της ταινίας ανήκαν σε έναν χασάπη στο Σικάγο που είχε μόνο λίγα αντίτυπες. Μέχρι 10 του 1990 υπήρχε μόνο μία γνωστή υποτιτλισμένη σε ολόκληρο τον κόσμο και διαπιστώθηκε ότι ήταν ημιτελής.

Ο Τζέρι Γκαρσία ενδιαφέρθηκε για την ταινία όταν την είδε το 1966 στο Cento Cedar στο Σαν Φρανσίσκο και πρόσφερε 6.000$ ($60.000 σε σημερινές τιμές), για να βοηθήσει στην εύρεση και αποκατάσταση μιας σωστά υποτιτλισμένη ταινίας. Στη συνέχεια η ταινία αγοράστηκε από τον παριζιάνικο διανομέα Koukou Chanska, αλλά σύντομα συνειδητοποίησαν ότι ήταν ημιτελής, ενώ ο Γκαρσία πέθανε την επόμενη μέρα από την άφιξη της κόπιας από τη Γαλλία. Με τον Γκαρσία εκτός εικόνας και την ύπαρξη οποιασδήποτε οριστικής κόπιας αβέβαιη, ο Μάρτιν Σκορσέζε παρενέβη, ξοδεύοντας 36.000 δολάρια για να εντοπίσει, να αποκαταστήσει και να προσθέσει υπότιτλους στην προσωπική κόπια του Βόιτσιεχ Χας. Η αποκατεστημένη ταινία, που επανακυκλοφόρησε το 2001, είναι εμπορικά διαθέσιμη σε μορφή VHS και DVD. Το 2011, η ταινία αποκαταστάθηκε ψηφιακά σε HD από την Kino Polska με μερική χρηματοδότηση που παρείχε το Πολωνικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου _διαθέσιμη σε Blu-ray. Η ταινία είναι ανάμεσα σε 21 ψηφιακά αποκατεστημένες κλασικές πολωνικές ταινίες που επιλέχθηκαν για την έκθεση Martin Scorsese Presents: Masterpieces of Polish Cinema.

Υποδοχή

Στο Rotten Tomatoes, η ταινία έχει βαθμολογία αποδοχής 93%, με σταθμισμένη μέση βαθμολογία 8/10 στο imdb 7.7/10

Ο Πολωνός κριτικός Michał Oleszczyk γράφει ότι "η ταινία παραμένει μια επιβλητική ιδιορρυθμία περισσότερο από μισό αιώνα μετά την πρεμιέρα της: με προϋπολογισμό δεκαοκτώ εκατομμύρια ζλότι εκείνη την εποχή, όταν μια κανονική μεγάλου μήκους ταινία κόστιζε το ένα τρίτο αυτού του ποσού, μπορεί να είναι το πιο παράξενο κινηματογραφικό έπος όλων των εποχών, με μια αφηγηματική δομή κινέζικου τύπου που εξακολουθεί να εκθαμβώνει με την περίπλοκη, περίπλοκη ομορφιά της"

Η Kristin Jones της Wall Street Journal γράφει"Καθώς συνυφαίνει το λογικό με το υπερφυσικό, το Χειρόγραφο της Σαραγόσα γίνεται ένας εορτασμός της αφήγησης και των θαυμάτων του κινηματογράφου. Υποδηλώνει επίσης το αναπόφευκτο της επιστροφής στο παρελθόν. Περισσότερες από μία αφηγηματικές τρύπες οδηγούν πίσω στους πρόποδες μιας αγχόνης πριν συνεχιστούν οι ιστορίες".  

 



21 Οκτωβρίου 2025

Ο βιρτουόζος Ντίζι Γκιλέσπι

Ο Dizzy Gillespie ή απλά "Dizzy" υπήρξε μέγας Αμερικανός τρομπετίστας της τζαζ, επικεφαλής μπάντας, συνθέτης, educator και τραγουδιστής.
Γεννήθηκε 21-Οκτ 1917 και πέθανε 6-Ιαν-1993. Μαέστρος της τρομπέτας και αυτοσχεδιαστής, βασιζόμενος στο δεξιοτεχνικό στυλ του Ρόι Έλντριτζ αλλά προσθέτοντας επίπεδα αρμονικής και ρυθμικής πολυπλοκότητας που δεν είχαν ακουστεί προηγουμένως στην τζαζ _σσ. Roy Eldridge: Αμερικανός κι αυτός μουσικός, σημαντικός και πρωτοπόρος τρομπετίστας της τζαζ και ειδικότερα του σουίνγκ, επηρεάζοντας την επόμενη γενιά του μπίμποπ, που ξεκίνησε να παίζει τρομπέτα και ντραμς σε καρναβάλια και μπάντες τσίρκου.

Ο συνδυασμός της μουσικότητάς του, της δεξιοτεχνίας του και του πνεύματός του τον έκανε κορυφαίο εκλαϊκευτή της νέας μουσικής που ονομάστηκε bebop. Τα γυαλιά του με μπερέ και κόρνο, το τραγούδι scat, το λυγισμένο κόρνο, τα σακουλωτά μάγουλα και η ανάλαφρη προσωπικότητά του τον έχουν καταστήσει ένα διαχρονικό είδωλο.

                                Παρένθεση_Μπίμποπ
Θεωρείται γενικά έργο δύο σημαντικών μουσικών της τζαζ, του Τσάρλι Πάρκερ, ο οποίος καθιέρωσε τη μελωδική φρασεολογία και δημιούργησε την τεχνοτροπία και του Ντίζι Γκιλέσπι που την κωδικοποίησε και αποκάλυψε τις δυνατότητές της. Αρκετοί ακόμα μουσικοί που ανήκουν στο ρεύμα του σουίνγκ αποτέλεσαν σημαντική επιρροή για την διαμόρφωση του μπίμποπ, όπως ο Λέστερ Γιανγκ και ο Κόλμαν Χόκινς. Το είδος του μπίμποπ εξελίχθηκε στις αρχές του 1940 και απέκτησε ένα ευρύτερο κοινό περίπου στα 1945. Σε αντίθεση με το σουίνγκ, θεωρήθηκε αρκετά τεχνικό ή πολύπλοκο και δεν είχε ποτέ την ίδια εμπορική απήχηση. Ο ίδιος ο Γκιλέσπι υποστήριξε πως η ιδιαίτερη τεχνική που απαιτούσε το μπίμποπ ήταν στην πραγματικότητα ένας εκ των στόχων του προκειμένου να ανυψώσει το μουσικό αυτό είδος σε ανώτερα επίπεδα, προσβάσιμα μόνο σε πολύ ικανούς μουσικούς. Από την άλλη πλευρά, παλαιότεροι τζαζ μουσικοί, αλλά και ο Λούις Άρμστρονγκ εξέφρασαν την αντίθεσή τους στο μπίμποπ.

Ύφος: Στην ουσία, η διαφοροποίηση του μπίμποπ από άλλα είδη της τζαζ έγκειται σε έναν ακόμα καταμερισμό του ρυθμού. Μετά τα 2/2 του στυλ της Νέας Ορλεάνης και τα 4/4 του σουίνγκ, οι Πάρκερ και Γκιλέσπι παρουσίασαν τα 8/8 χρησιμοποιώντας έναν έντονο τονισμό στις αλλαγές συγχορδιών της σύνθεσης. Αναπτύσσοντας ένα σύστημα υποκατάστατων συγχορδιών που υπερθέτει ο εκτελεστής πάνω στις αρχικές, και παίζοντας σε διπλό χρόνο (παίζοντας τα σολιστικά τμήματα σε διπλή ρυθμική αγωγή από την αρχική), ο Τσάρλι Πάρκερ ουσιαστικά άλλαξε το πρόσωπο της τζαζ. Η επιδέξια χρήση πολλών μουσικών κλιμάκων στην ίδια σύνθεση άνοιγε νέους ορίζοντες στην έμπνευση και στις ιδέες των εκτελεστών. Τα αυτοσχεδιαζόμενα σόλο ήταν πολύπλοκες παραλλαγές ή νέες συνθέσεις που βασίζονταν περισσότερο στην αρμονία παρά στη μελωδία της σύνθεσης. Ουσιαστική αλλαγή έγινε ακόμα και στην εμφάνιση των καλλιτεχνών. Σε αντίθεση με τους καλοντυμένους κι ευπαρουσίαστους μουσικούς του ντίξιλαντ και του σουίνγκ, που έπαιζαν μουσική χορού κυρίως σε πολυτελέστατα κέντρα με άπλετο φωτισμό, οι μουσικοί του μπίμποπ ντύνονταν απλά, με καθημερινά ρούχα, άφηναν γένια και έπαιζαν συνήθως σε μπαρ με χαμηλό φωτισμό και με ατμόσφαιρα κατάλληλη να τους εμπνέει. Στην περίοδο αυτή βλέπουμε να εισάγεται και η ευρεία χρήση ναρκωτικών από τους μουσικούς.

Ανάμεσα στους μαθητές του Πάρκερ ήταν ο Μάιλς Ντέιβις που δημιούργησε ένα βραχύβιο συγκρότημα, τους Birth Of The Cool, που αντικατέστησε τις υπερβολές του μπίμποπ με πιο ήπια δομή και υποσχέθηκε ότι θα προσέφερε πολλά πράγματα στην επόμενη δεκαετία. Ο Ντέιβις αντικατέστησε τα τροπικά πρότυπα (που δεν βασίζονται στους δύο κύριους τρόπους, μείζονα και ελάσσονα) με πιο συμβατικά αρμονικά πρότυπα, μια αντίληψη που χαρακτηρίζει έκτοτε την τζαζ. Οι θεωρίες του Ντέιβις όμως αποδείχθηκαν αρνητικές για τον σαξοφωνίστα Τζον Κόλτρεϊν και τον Σόνι Ρόλινς γιατί στο παίξιμό τους ο αριθμός των αρμονικών αλλαγών που "στριμώχνονταν" η μία πάνω στην άλλη σε μεγάλο αριθμό. Μια λύση προσπάθησε να δώσει ο σαξοφωνίστας Ορνέτ Κόουλμαν, ο οποίος δημιούργησε την "ελεύθερη μορφή" (free form) εγκαταλείποντας την διαδικασία της "διαφωνίας προς την λύση", τις ενδείξεις του χρόνου και τις τονικότητες. Ωστόσο, το έργο συγχρόνων του Κόουλμαν όπως οι Όσκαρ Πίτερσον, Μπάντι Ριτς, Σταν Γκετς και Γουές Μοντγκόμερι αποδείκνυε πως η τζαζ δεν είχε προσανατολιστεί παντελώς σ' αυτές τις κατευθύνσεις ακολουθώντας πιο παραδοσιακές τζαζ φόρμες. Μουσικά δείγματα _μεταξύ άλλων …    Bird of Paradise _του Charlie Parker, Ruby My Dear _του Thelonius Monk, Indian Summer _του Stan Getz, _I Can't Get Started -- του Eddie Lockjaw Davis

Στη δεκαετία του 1940, ο Γκιλέσπι, μαζί με τον Τσάρλι Πάρκερ, έγιναν σημαντική φυσιογνωμία στην ανάπτυξη του bebop και της μοντέρνας τζαζ. Δίδαξε και επηρέασε πολλούς άλλους μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων των τρομπετιστών Miles Davis, Jon Faddis, Fats Navarro, Clifford Brown, Arturo Sandoval, Lee Morgan, Chuck Mangione, και του balladeer Johnny Hartman.

Ήταν πρωτοπόρος στην αφροκουβανέζικη τζαζ και κέρδισε πολλά βραβεία Grammy. Ο Scott Yanow (σσ. Αμερικανός κριτικός τζαζ, ιστορικός και συγγραφέας) έγραψε: "Η συμβολή του Dizzy Gillespie στην τζαζ ήταν τεράστια. Ένας από τους μεγαλύτερους τρομπετίστες της τζαζ όλων των εποχών, ο Gillespie ήταν τόσο περίπλοκος μουσικός που οι σύγχρονοί του κατέληξαν να είναι παρόμοιοι με αυτούς του Miles Davis και του Fats Navarro, και μόνο με την εμφάνιση του Jon Faddis τη δεκαετία του 1970 το στυλ του Dizzy αναδημιουργήθηκε με επιτυχία (...). Ο Gillespie θυμάται, τόσο οι κριτικοί όσο και οι θαυμαστές, ως ένας από τους μεγαλύτερους τρομπετίστες της τζαζ όλων των εποχών".
                    Πρώτα χρόνια και καριέρα
Ο νεότερος από τα εννέα παιδιά της Lottie και του James Gillespie, ο Dizzy γεννήθηκε στο Cheraw της Νότιας Καρολίνας. Ο πατέρας του ήταν τοπικός αρχηγός ορχήστρας, έτσι τα παιδιά είχαν στη διάθεσή τους μουσικά όργανα. Ο Gillespie άρχισε να παίζει πιάνο σε ηλικία τεσσάρων ετών. Ο πατέρας του Gillespie πέθανε όταν ήταν μόλις δέκα και έμαθε μόνος του να παίζει τρομπόνι καθώς και τρομπέτα ήδη από τα δώδεκα . Από τη νύχτα που άκουσε το είδωλό του, τον Roy Eldridge, στο ραδιόφωνο, ονειρευόταν να γίνει μουσικός της τζαζ. Κέρδισε μια μουσική υποτροφία στο Ινστιτούτο Laurinburg στη Βόρεια Καρολίνα, στο οποίο φοίτησε για δύο χρόνια πριν συνοδεύσει την οικογένειά του όταν μετακόμισαν στη Φιλαδέλφεια το 1935.

Η πρώτη επαγγελματική δουλειά του ήταν στην Ορχήστρα Frank Fairfax το 1935, μετά την οποία εντάχθηκε στις αντίστοιχες του Edgar Hayes και αργότερα του Teddy Hill, αντικαθιστώντας τον Frankie Newton ως δεύτερη τρομπέτα το 1937. Η μπάντα του Teddy Hill ήταν όπου ο Gillespie έκανε την πρώτη του ηχογράφηση, "King Porter Stomp". Τον Αύγουστο του 1937, ενώ έδινε συναυλίες με τον Hayes στην Ουάσινγκτον, ο Gillespie γνώρισε μια νεαρή χορεύτρια ονόματι Lorraine Willis, η οποία εργαζόταν σε μια συναυλία Βαλτιμόρης-Φιλαδέλφειας-Νέας Υόρκης, η οποία περιελάμβανε και το Θέατρο Apollo. Η Willis δεν ήταν αμέσως φιλική, αλλά ο Dizzy την έκανε δική του και οι  δυο τους παντρεύτηκαν το 1940.

Ο Gillespie έμεινε στην μπάντα του Teddy Hill για ένα χρόνο, στη συνέχεια έφυγε και εργάστηκε ως ελεύθερος επαγγελματίας σε άλλες. Το 1939, με τη βοήθεια της Willis, εντάχθηκε στην ορχήστρα του Cab Calloway. Ηχογράφησε μία από τις πρώτες του συνθέσεις, "Pickin' the Cabbage", με τον Calloway το 1940. Μετά από μια διαμάχη μεταξύ των δύο, ο Calloway απέλυσε τον Gillespie στα τέλη του 1941. Το περιστατικό αφηγούνται οι Milt Hinton και Jonah Jones, μέλη της μπάντας του Gillespie και του Calloway, στην βραβευμένη ταινία του Jean Bach του 1997, The Spitball Story. Ο Κάλογουεϊ αποδοκίμασε το σκανταλιάρικο χιούμορ του Γκιλέσπι και την περιπετειώδη προσέγγισή του στα σόλο που το χαρακτήρισε "κινεζική μουσική". Κατά τη διάρκεια της πρόβας, κάποιος στην μπάντα έφτυσε και ο ήδη σε κακή διάθεση, Κάλογουεϊ κατηγόρησε τον Γκιλέσπι, ο οποίος αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη και τον μαχαίρωσε ελαφρά στο πόδι. Αφού οι δύο χωρίστηκαν, ο Κάλογουεϊ απέλυσε τον Γκιλέσπι, που λίγες μέρες αργότερα, προσπάθησε να ζητήσει συγγνώμη, αλλά  η απόλυση έγινε μόνιμη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην μπάντα του Κάλογουεϊ, ο Γκιλέσπι άρχισε να γράφει διασκευές για μεγάλες μπάντες για τον Γούντι Χέρμαν, τον Τζίμι Ντόρσεϊ και άλλους. Στη συνέχεια εργάστηκε ως freelanced σε μερικά συγκροτήματα, κυρίως στην ορχήστρα της Έλλα Φιτζέραλντ, που αποτελούνταν από μέλη της μπάντας του Τσικ Γουέμπ.

Ο Γκιλέσπι δεν υπηρέτησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πουλώντας τρέλα στη συνέντευξη που έδωσε για την Επιλεκτική Υπηρεσία και κατατάχθηκε 4-F (αντίστοιχο του Ι4 δικού μας).

Το 1943, εντάχθηκε στην μπάντα του Earl Hines. Ο συνθέτης Gunther Schuller είπε:... "Το 1943 άκουσα τη σπουδαία μπάντα του Earl Hines, στην οποία συμμετείχε ο Bird και όλοι αυτοί οι άλλοι σπουδαίοι μουσικοί. Έπαιζαν όλες τις ισιωμένες συγχορδίες της πέμπτης νότας και όλες τις σύγχρονες αρμονίες και αντικαταστάσεις και τα κομμάτια του Gillespie στο κομμάτι της τρομπέτας". Δύο χρόνια αργότερα διάβασα ότι αυτό ήταν το "bop" και η αρχή της σύγχρονης τζαζ... αλλά η μπάντα δεν έκανε ποτέ ηχογραφήσεις.
Ο Gillespie είπε για την μπάντα του Hines: " Ο κόσμος μιλάει για την μπάντα του ως το εκκολαπτήριο της bop και ότι οι κορυφαίοι εκφραστές αυτής της μουσικής κατέληξαν στην μπάντα του Hines. Αλλά οι άνθρωποι έχουν επίσης την εσφαλμένη εντύπωση ότι η μουσική ήταν καινούργια. Δεν ήταν. Η μουσική εξελίχθηκε από ό,τι υπήρχε πριν. Ήταν η ίδια βασική μουσική. Η διαφορά ήταν στο πώς έφτανες από εδώ σε εδώ... φυσικά κάθε εποχή έχει τα δικά της πράγματα".
Μετά εντάχθηκε στη μεγάλη μπάντα του μακροχρόνιου συνεργάτη του Hines, Billy Eckstine, και ως μέλος της μπάντας του Eckstine επανενώθηκε με τον Charlie Parker, αλλά το 1944, ο έφυγε από την μπάντα του Eckstine επειδή ήθελε να παίξει με ένα μικρό combo. Ένα "μικρό combo" συνήθως δεν περιλάμβανε περισσότερους από πέντε μουσικούς, που έπαιζαν τρομπέτα, σαξόφωνο, πιάνο, μπάσο και ντραμς. Ο Dizzy πρότεινε τον Fats Navarro για τη δουλειά με τον Eckstine, ο οποίος αποδείχθηκε ικανός αντικαταστάτης.

Η Άνοδος του Bebop

Μιλήσαμε και παραπάνω _Το Bebop ήταν γνωστό ως το πρώτο μοντέρνο στυλ τζαζ, αλλά δεν ήταν δημοφιλές μετά την έναρξή του και δεν αντιμετωπίστηκε τόσο θετικά όσο η swing μουσική. Το Bebop θεωρήθηκε ως απότοκο του swing, όχι ως επανάσταση. Το Swing εισήγαγε μια ποικιλία νέων μουσικών στην εποχή του bebop όπως οι Charlie Parker, Thelonious Monk, Bud Powell, Kenny Clarke, Oscar Pettiford και Gillespie. Μέσω αυτών των μουσικών, δημιουργήθηκε ένα νέο λεξιλόγιο μουσικών φράσεων. Με τον Parker, ο Gillespie εμφανίστηκε σε διάσημα τζαζ κλαμπ όπως το Minton's Playhouse και το Monroe's Uptown House. Το σύστημα του Parker περιείχε επίσης μεθόδους προσθήκης συγχορδιών σε υπάρχουσες ακολουθίες συγχορδιών και υπονοώντας πρόσθετες συγχορδίες μέσα στις αυτοσχέδιες γραμμές.

Συνθέσεις του Gillespie όπως τα "Groovin' High", "Woody 'n' You" και "Salt Peanuts" ακούγονταν ριζικά διαφορετικές, αρμονικά και ρυθμικά, από τη swing μουσική που ήταν δημοφιλής εκείνη την εποχή. Το "A Night in Tunisia", γραμμένο το 1942, ενώ έπαιζε με την μπάντα του Earl Hines, είναι γνωστό για ένα χαρακτηριστικό που είναι συνηθισμένο στη σημερινή μουσική: μια συνκοπασμένη γραμμή μπάσου. Το "Woody 'n' You" ηχογραφήθηκε σε ηχογράφηση με επικεφαλής τον Coleman Hawkins με τον Gillespie ως συνοδευτικό μουσικό το 1944 (Apollo), η πρώτη επίσημη ηχογράφηση της bebop. Εμφανίστηκε σε ηχογραφήσεις της μπάντας του Billy Eckstine και άρχισε να ηχογραφεί παραγωγικά ως ηγέτης και συνοδευτικός μουσικός στις αρχές του 1945. Δεν αρκέστηκε στο να αφήνει το Bebop να μένει σε μια θέση μικρών ομάδων σε μικρά κλαμπ. Μια συναυλία μιας από τις μικρές του ομάδες στο Δημαρχείο της Νέας Υόρκης το 1945, παρουσίασε την bebop σε ένα ευρύ κοινό. Ηχογραφήσεις του κυκλοφόρησαν το 2005. Άρχισε να οργανώνει μεγάλα συγκροτήματα στα τέλη του 1945. Ο Dizzy Gillespie και το Bebop Six του, στο οποίο συμμετείχε και ο Parker, ξεκίνησαν μια εκτεταμένη συναυλία στο κλαμπ του Billy Berg στο Λος Άντζελες το 1945. Η υποδοχή ήταν ανάμεικτη και το συγκρότημα διαλύθηκε. Το 1946 υπέγραψε συμβόλαιο με την Bluebird, αποκτώντας τη δύναμη διανομής της RCA για τη μουσική του. Αυτός και το μεγάλο του συγκρότημα ήταν οι αρχηγοί στην ταινία του 1946 Jivin' in Be-Bop. Μετά τη συνεργασία του με τον Parker, ο Gillespie ηγήθηκε άλλων μικρών συνδυασμών (συμπεριλαμβανομένων αυτών με τους Milt Jackson, John Coltrane, Lalo Schifrin, Ray Brown, Kenny Clarke, James Moody, J. J. Johnson και Yusef Lateef) και δημιούργησε τα επιτυχημένα μεγάλα του συγκροτήματα ξεκινώντας το 1947. Αυτός και τα μεγάλα του συγκροτήματα, με ενορχηστρώσεις από τους Tadd Dameron, Gil Fuller και George Russell, διέδωσαν το bebop και τον έκαναν σύμβολο της νέας μουσικής.

Στις μεγάλες μπάντες του στα τέλη της 10ετίας του 1940 συμμετείχαν επίσης οι Κουβανοί rumberos Chano Pozo και Sabu Martinez, προκαλώντας ενδιαφέρον για την αφροκουβανέζικη τζαζ. Εμφανιζόταν συχνά ως σολίστ με το Jazz at the Philharmonic του Norman Granz. Ο Gillespie και η Bebop Orchestra του ήταν το κύριο αστέρι της 4ης  συναυλίας Cavalcade of Jazz που πραγματοποιήθηκε στο Wrigley Field στο Λος Άντζελες, η οποία παρήχθη από τον Leon Hefflin Sr. το 1948. Ο νεαρός Gillespie είχε επιστρέψει πρόσφατα από την Ευρώπη, όπου η μουσική του ήταν ευρέως δημοφιλής. Η περιγραφή του προγράμματος ανέφερε ότι "η μουσικότητα, η ευρηματική τεχνική και η τόλμη αυτού του νεαρού άνδρα έχουν δημιουργήσει ένα νέο στυλ, το οποίο μπορεί να οριστεί ως σόλο γυμναστική εκτός συγχορδιών". Εκείνη την ημέρα εμφανίστηκαν επίσης οι Frankie Laine, Little Miss Cornshucks, The Sweethearts of Rhythm, The Honeydrippers, Big Joe Turner, Jimmy Witherspoon, The Blenders και The Sensations.

·        Το 1948, ο Gillespie ενεπλάκη σε τροχαίο όταν το ποδήλατο που οδηγούσε χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο. Τραυματίστηκε ελαφρά και διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε πλέον να φτάσει τη Σι-ύφεση πάνω από το υψηλό Ντο. Κέρδισε την υπόθεση, αλλά το δικαστήριο του επιδίκασε μόνο 1000$ λόγω των υψηλών κερδών του μέχρι τότε.

·        Το 1951, ίδρυσε τη δισκογραφική του εταιρεία, Dee Gee Records, η οποία έκλεισε το 1953, χρονιά που διοργάνωσε ένα πάρτι για τη σύζυγό του Lorraine στο Snookie's, ένα κλαμπ στο Μανχάταν, όπου η καμπάνα της τρομπέτας του λύγισε προς τα πάνω σε ένα ατύχημα, αλλά του άρεσε τόσο πολύ ο ήχος που έφτιαξε μια ειδική τρομπέτα με υπερυψωμένη καμπάνα 45 μοιρών, μια προσαρμογή που θα γινόταν το σήμα κατατεθέν του.

·        Το 1956, ο Gillespie οργάνωσε μια μπάντα για να συμμετάσχει σε μια περιοδεία του ΥπΕξ στη Μέση Ανατολή, η οποία έτυχε θερμής υποδοχής διεθνώς και κέρδισε_του έδωσαν μάλιστα το παρατσούκλι "ο Πρεσβευτής της Τζαζ". Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, συνέχισε επίσης να ηγείται μιας μεγάλης μπάντας που εμφανιζόταν σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και με μουσικούς όπως ο Pee Wee Moore και άλλους. Αυτή η μπάντα ηχογράφησε ένα ζωντανό άλμπουμ στο φεστιβάλ τζαζ του Νιούπορτ το 1957, στο οποίο συμμετείχε η Mary Lou Williams ως προσκεκλημένη καλλιτέχνης στο πιάνο.

Αφροκουβανική τζαζ

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Gillespie συμμετείχε στο κίνημα "Αφροκουβανική μουσική", φέρνοντας την αφρολατινοαμερικανική μουσική και στοιχεία σε μεγαλύτερη προβολή στην τζαζ και ακόμη και στην ποπ μουσική, ιδιαίτερα στη σάλσα. Η αφροκουβανική τζαζ βασίζεται σε παραδοσιακούς αφροκουβανικούς ρυθμούς. Ο Gillespie γνώρισε τον Chano Pozo το 1947 από τον Mario Bauza, έναν τρομπετίστα της λατινικής τζαζ. Ο Chano Pozo έγινε ο ντράμερ conga του Gillespie για την μπάντα του. Ο Gillespie συνεργάστηκε επίσης με τον Mario Bauza σε τζαζ κλαμπ της Νέας Υόρκης στην 52η Οδό και σε πολλά διάσημα χορευτικά κλαμπ όπως το Palladium και το Apollo Theater στο Χάρλεμ. Έπαιξαν μαζί στην μπάντα Chick Webb και στην μπάντα του Cab Calloway, όπου ο Gillespie και ο Bauza έγιναν φίλοι για μια ζωή. Ο Gillespie βοήθησε στην ανάπτυξη και ωρίμανση του αφροκουβανικού στυλ τζαζ. Η αφροκουβανική τζαζ θεωρήθηκε προσανατολισμένη στο bebop και ορισμένοι μουσικοί την κατέταξαν ως μοντέρνο στυλ. Η αφροκουβανική τζαζ γνώρισε επιτυχία επειδή δεν μειώθηκε ποτέ σε δημοτικότητα και πάντα προσέλκυε τους ανθρώπους να χορεύουν.

Οι πιο διάσημες συνεισφορές του Gillespie στην αφροκουβανική μουσική είναι τα "Manteca" και "Tin Tin Deo" (και τα δύο γραμμένα από κοινού με τον Chano Pozo). Ήταν υπεύθυνος για την παραγγελία του "Cubano Be, Cubano Bop" του George Russell, στο οποίο συμμετείχε ο Pozo. Το 1977, ο Gillespie γνώρισε τον Arturo Sandoval κατά τη διάρκεια μιας τζαζ κρουαζιέρας στην Αβάνα. Ο Sandoval περιόδευσε με τον Gillespie και την "κοπάνησε" στη Ρώμη το 1990 ενώ περιόδευε με την Ορχήστρα των Ηνωμένων Εθνών.
                 Τελευταία χρόνια
Στη δεκαετία του 1980, ο Gillespie ηγήθηκε της Ορχήστρας των Ηνωμένων Εθνών. Για τρία χρόνια, η Φλόρα Πουρίμ (σσ. Βραζιλιάνα τραγουδίστρια της τζαζ γνωστής κυρίως για τη δουλειά της στο jazz fusion στυλ. Έγινε εξέχουσα για τη συμμετοχή της στο Return to Forever με τους Chick Corea και Stanley Clarke) περιόδευσε με την Ορχήστρα, αποδίδοντας στον Γκιλέσπι τη βελτίωση της κατανόησής της για την τζαζ.

·        Το 1982, ο μουσικός της Motown, Στίβι Γουόντερ, τον ζήτησε να παίξει σόλο στην επιτυχία του Γουόντερ του 1982, "Do I Do".

·        Πρωταγωνίστησε στην ταινία The Winter in Lisbon, η οποία κυκλοφόρησε ως El invierno en Lisboa το 1991 και επανακυκλοφόρησε το 2004. Το soundtrack άλμπουμ, στο οποίο συμμετέχει, ηχογραφήθηκε το 1990 και κυκλοφόρησε το 1991. Η ταινία είναι ένα αστυνομικό δράμα για έναν πιανίστα της τζαζ που ερωτεύεται μια επικίνδυνη γυναίκα ενώ βρίσκεται στην Πορτογαλία με την τζαζ μπάντα ενός Αμερικανού ομογενή. Το 1991, κατά τη διάρκεια μιας εμπλοκής του στο Kimball's East στο Έμεριβιλ της Καλιφόρνια, υπέστη κρίση από αυτό που αποδείχθηκε καρκίνος του παγκρέατος. Εμφανίστηκε για άλλη μια βραδιά, αλλά ακύρωσε το υπόλοιπο της περιοδείας για ιατρικούς λόγους, τερματίζοντας την 56χρονη περιοδεία του. Ηγήθηκε της τελευταίας του ηχογράφησης στις 25-Ιαν-1992.

·        Το Νοέμβρη του 1992, το Carnegie Hall, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Συνέδριο Μπαχάι, γιόρτασε τη συναυλία για τα 75α γενέθλια του Gillespie και την προσφορά του στον εορτασμό της εκατονταετηρίδας από τον θάνατο του Μπαχάολλα. Ο Gillespie επρόκειτο να εμφανιστεί στο Carnegie Hall για 33η  φορά. Το line-up περιλάμβανε τους Jon Faddis, James Moody, Paquito D'Rivera και το Mike Longo Trio με τον Ben Brown στο μπάσο και τον Mickey Roker στα ντραμς. Ο Gillespie ήταν πολύ άρρωστος για να παραστεί. Αλλά οι μουσικοί έπαιξαν με όλη τους την καρδιά γι' αυτόν, αναμφίβολα υποψιαζόμενοι ότι δεν θα έπαιζε ξανά. Κάθε μουσικός απέτισε φόρο τιμής στον φίλο του, αυτή τη μεγάλη ψυχή και καινοτόμο στον κόσμο της τζαζ.

Θάνατος και μετά θάνατον

Ο Gillespie, πέθανε από καρκίνο του παγκρέατος στις 6-Ιαν-1993, σε ηλικία 75 ετών. Στην κηδεία του η  Roberta Flack (Αμερικανίδα τραγουδίστρια και πιανίστα γνωστή για τις συγκινητικές μπαλάντες της που συνδυάζουν R&B, τζαζ, λαϊκή και ποπ και συνέβαλαν στη γέννηση του σιωπηλού ραδιοφωνικού σχήματος καταιγίδας) τραγουδά το Amazing Grace (στο βίντεο η Diana Ross) . Το 1962, ο Gillespie και ο ηθοποιός George Mathews πρωταγωνίστησαν στην ταινία The Hole, μια ταινία μικρού μήκους κινουμένων σχεδίων των John και Faith Hubley. Κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας και χρησιμοποιεί ήχο από μια αυτοσχέδια συνομιλία μεταξύ των δύο που συζητούν τις αιτίες των ατυχημάτων και την πιθανότητα τυχαίας εκτόξευσης πυρηνικών όπλων. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους Κινουμένων Σχεδίων την επόμενη χρονιά.

Στην προεκλογική εκστρατεία το 1964, ο Gillespie αυτοπροτάθηκε ως ανεξάρτητος υποψήφιος με γραπτή συμμετοχή. Υποσχέθηκε ότι εάν εκλεγόταν, ο Λευκός Οίκος θα μετονομαζόταν σε Blues House και θα είχε ένα υπουργικό συμβούλιο αποτελούμενο από τους Duke Ellington (Γραμματέα Εξωτερικών), Miles Davis (Διευθυντή της CIA), Max Roach (Γραμματέα Άμυνας), Charles Mingus (Γραμματέα Ειρήνης), Ray Charles (Βιβλιοθηκάριο του Κογκρέσου), Louis Armstrong (Γραμματέα Γεωργίας), Mary Lou Williams (Πρέσβειρα στο Βατικανό), Thelonious Monk (Πρέσβης που ταξιδεύει) και Malcolm X (Γενικό Εισαγγελέα). Είπε ότι η υποψήφια αντιπρόεδρός του θα ήταν η Phyllis Diller. Τα κουμπιά της καμπάνιας είχαν κατασκευαστεί χρόνια πριν από το πρακτορείο κρατήσεων του Gillespie ως αστείο, αλλά τα έσοδα πήγαν στο Congress of Racial Equality, στο Southern Christian Leadership Conference και στον  Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ _στα επόμενα χρόνια έγιναν συλλεκτικά αντικείμενα. Το 1971, ανακοίνωσε ότι θα έθετε ξανά υποψηφιότητα, αλλά αποσύρθηκε πριν από τις εκλογές.

Λίγο μετά τον θάνατο του Τσάρλι Πάρκερ, ο Γκιλέσπι συνάντησε ένα μέλος του κοινού μετά από μια παράσταση. Είχαν μια συζήτηση για την ενότητα της ανθρωπότητας και την εξάλειψη του ρατσισμού από την οπτική γωνία της Μπαχάι Πίστης (σσ. μια μονοθεϊστική θρησκεία που διδάσκει την ενότητα της ανθρωπότητας και την ενότητα των θεϊκών θρησκειών. Ο ιδρυτής της, Μπαχαολλά, θεωρείται η τελευταία θεϊκή Φανέρωση _αγγελιοφόρος που έχει σταλεί για την πνευματική και κοινωνική αναμόρφωση του κόσμου. Οι Μπαχάι πιστεύουν ότι όλες οι μεγάλες θρησκείες προέρχονται από τον ίδιο Θεό και ότι ο κόσμος εισέρχεται σε μια νέα εποχή ενότητας). Επηρεασμένος από τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ το 1968, έγινε Μπαχάι την ίδια χρονιά. Η οικουμενική έμφαση της θρησκείας του τον ώθησε να δει τον εαυτό του περισσότερο ως παγκόσμιο πολίτη και ανθρωπιστή, διευρύνοντας το ενδιαφέρον του για την αφρικανική του κληρονομιά. Η πνευματικότητά του έφερε στην επιφάνεια γενναιοδωρία και εσωτερική δύναμη, πειθαρχία και "δύναμη ψυχής". Τιμάται με εβδομαδιαίες συνεδρίες τζαζ στο Κέντρο Μπαχάι της Νέας Υόρκης στο αμφιθέατρο μνήμης _ Μια συναυλία προς τιμήν των 75ων γενεθλίων του πραγματοποιήθηκε στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης το 1992, σε συνδυασμό με το δεύτερο παγκόσμιο συνέδριο Μπαχάι, ωστόσο, ήταν πολύ άρρωστος για να παραστεί προσωπικά.

Προσωπική ζωή

Ο Γκιλέσπι παντρεύτηκε _όπως ήδη αναφέραμε τη χορεύτρια Λορέιν Γουίλις στη Βοστώνη το 1940 και παρέμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό του το 1993. Η οποία διαχειριζόταν τις επιχειρήσεις και τις προσωπικές του υποθέσεις. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά, αλλά ο Γκιλέσπι απέκτησε μια κόρη, την τραγουδίστρια τζαζ Τζίνι Μπράισον, η οποία γεννήθηκε το 1958 από μια σχέση με την τραγουδοποιό Κόνι Μπράισον.

Στυλ

Ο Gillespie έχει περιγραφεί ως ο "ήχος της έκπληξης". Το Rough Guide to Jazz περιγράφει το μουσικό του στυλ: "Η ουσία ενός σόλο του Gillespie ήταν η ασταμάτητη αγωνία: οι φράσεις και η γωνία της προσέγγισης ήταν διαρκώς μεταβαλλόμενες, τα ιλιγγιώδη τρεξίματα ακολουθούνταν από παύσεις, από τεράστια άλματα διαστημάτων, από μακριές, εξαιρετικά ψηλές νότες, από βρισιές και μουτζούρες και μπλουζ φράσεις. Πάντα εξέπληττε τους ακροατές, σοκάροντάς τους πάντα με μια νέα σκέψη. Τα αστραπιαία αντανακλαστικά του και το εξαιρετικό του αυτί σήμαιναν ότι η εκτέλεση των οργάνων του ταίριαζε με τις σκέψεις του σε δύναμη και ταχύτητα. Και ασχολούνταν συνεχώς με το swing — ακόμη και με τις πιο τολμηρές ελευθερίες με τον παλμό ή το ρυθμό, οι φράσεις του δεν παρέλειπαν ποτέ να swing. Η υπέροχη αίσθηση του χρόνου και η συναισθηματική ένταση του παιξίματος του Gillespie προέρχονταν από τις παιδικές του ρίζες. Οι γονείς του ήταν Μεθοδιστές, αλλά ως αγόρι συνήθιζε να πηγαίνει κρυφά κάθε Κυριακή στην ανεμπόδιστη Αγιασμένη Εκκλησία ". Αργότερα είπε: " Η Αγιασμένη Εκκλησία είχε βαθιά σημασία για μένα μουσικά. Εκεί έμαθα για πρώτη φορά τη σημασία του ρυθμού και όλα όσα αφορούσαν το πώς η μουσική μπορεί να μεταφέρει τους ανθρώπους πνευματικά ".

Στη νεκρολογία του Gillespie, ο Peter Watrous περιγράφει το στυλ ερμηνείας του: "Στον φυσικά ζωηρό κύριο Gillespie, υπήρχαν αντίθετα. Το παίξιμό του — και έπαιζε συνεχώς μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του — ήταν μετεωρικό, γεμάτο δεξιοτεχνική εφευρετικότητα και θανάσιμη σοβαρότητα. Αλλά με τις ατελείωτα αστείες παρενθέσεις του, την τεράστια ποικιλία εκφράσεων του προσώπου του και τα φυσικά κωμικά του χαρίσματα, ήταν τόσο ένας καθαρός διασκεδαστής όσο και ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης ".

Ο Wynton Marsalis συνόψισε τον Gillespie ως μουσικό και δάσκαλο: "Το παίξιμό του αναδεικνύει τη σημασία της νοημοσύνης. Η ρυθμική του πολυπλοκότητα ήταν απαράμιλλη. Ήταν δεξιοτέχνης της αρμονίας - και γοητευόταν από τη μελέτη της. Διδάχθηκε όλη τη μουσική της νεότητάς του - από τον Roy Eldridge μέχρι τον Duke Ellington - και ανέπτυξε ένα μοναδικό στυλ βασισμένο σε πολύπλοκο ρυθμό και αρμονία που ισορροπούσαν με το πνεύμα. Ο Gillespie ήταν τόσο εύστροφος, που μπορούσε να δημιουργήσει μια ατελείωτη ροή ιδεών σε ασυνήθιστα γρήγορο ρυθμό. Κανείς δεν είχε καν σκεφτεί να παίξει τρομπέτα με αυτόν τον τρόπο, πόσο μάλλον να το είχε δοκιμάσει. Όλοι οι μουσικοί τον σεβόντουσαν επειδή, εκτός από το ότι ξεπερνούσε τους πάντες, γνώριζε τόσα πολλά και ήταν τόσο γενναιόδωρος με αυτή τη γνώση".

                     Λυγισμένη τρομπέτα

·        Η τρομπέτα-σήμα κατατεθέν του Gillespie λυγίζει προς τα πάνω σε γωνία 45 μοιρών αντί να δείχνει ευθεία μπροστά όπως η συμβατική. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, αυτό ήταν αρχικά αποτέλεσμα τυχαίας ζημιάς που προκλήθηκε από την πτώση των χορευτών Stump και Stumpy πάνω στο όργανο ενώ αυτό βρισκόταν σε βάση στη σκηνή του Snookie's στο Μανχάταν το 1953, κατά τη διάρκεια ενός πάρτι γενεθλίων για τη σύζυγο του Lorraine. Η στένωση που προκλήθηκε από την κάμψη άλλαξε τον τόνο του οργάνου και στον Gillespie άρεσε το αποτέλεσμα. Ίσιωσε την τρομπέτα την επόμενη μέρα, αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει τον τόνο. Ο Gillespie έστειλε αίτημα στον Martin να του φτιάξει μια "λυγισμένη" τρομπέτα από ένα σκίτσο που είχε δημιουργήσει η Lorraine και από τότε και στο εξής έπαιζε τρομπέτα "upturned bell " (ανεστραμμένης χοάνης).

·        Μέχρι το 1954 χρησιμοποιούσε μια επαγγελματικά κατασκευασμένη κόρνα αυτού του σχεδίου, η οποία έμελλε να γίνει εμπορικό σήμα για το υπόλοιπο της ζωής του. Τέτοιες τρομπέτες κατασκευάστηκαν γι' αυτόν από τον Martin (από το 1954), τους King Musical Instruments (από το 1972) και τον Renold Schilke (από το 1982, δώρο του Jon Faddis). Ο Gillespie προτιμούσε τα επιστόμια που κατασκευάστηκαν από τον Al Cass. Το 1986, ο Gillespie έδωσε στο Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας την τρομπέτα King "Silver Flair" του 1972 με επιστόμιο Cass.

·        Το 1995, η τρομπέτα Martin του Gillespie δημοπρατήθηκε στον οίκο Christie's στη Νέα Υόρκη με όργανα που χρησιμοποιήθηκαν από τους Coleman Hawkins, Jimi Hendrix και Elvis Presley. Μια εικόνα της τρομπέτας Gillespie επιλέχθηκε για το εξώφυλλο του προγράμματος δημοπρασιών. Το φθαρμένο όργανο πουλήθηκε για 63.000$, με τα έσοδα να διατίθενται για μουσικούς της τζαζ που πάσχουν από καρκίνο.
        Βραβεία και τιμητικές διακρίσεις

·        Το 1989, ο Γκιλέσπι τιμήθηκε με το βραβείο Grammy για το σύνολο του έργου του. Την επόμενη χρονιά, στις τελετές του Κέντρου Παραστατικών Τεχνών Κένεντι για τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της αμερικανικής τζαζ, ο Γκιλέσπι έλαβε το βραβείο τιμής του Κέντρου Κένεντι και το βραβείο Duke Ellington της Αμερικανικής Εταιρείας Συνθετών, Συγγραφέων και Εκδοτών για τα 50 χρόνια επιτευγμάτων του ως συνθέτης, ερμηνευτής και αρχηγός μπάντας.

·        Το 1989, με τιμητικό διδακτορικό μουσικής από το Κολλέγιο Μουσικής του Μπέρκλι.

·        Το 1991, ο Γκιλέσπι έλαβε το βραβείο Golden Plate της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιτευγμάτων

·        Το 1993 το βραβείο Polar Music στη Σουηδία. Το 2002, εισήχθη μετά θάνατον στο Διεθνές Hall of Fame της Λατινικής Μουσικής για τη συμβολή του στην αφροκουβανική μουσική. Τιμήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2006 στην ταινία A Jazz New Year's Eve: Freddy Cole & the Dizzy Gillespie All-Star Big Band στο Κέντρο Παραστατικών Τεχνών John F. Kennedy. Το 2014, εισήχθη στο Hall of Fame του Νιου Τζέρσεϊ.

Στην ποπ κουλτούρα

Ο Samuel E. Wright υποδύθηκε τον Dizzy Gillespie στην ταινία Bird (1988), για τον Charlie Parker. Ο Kevin Hanchard υποδύθηκε τον Gillespie στην βιογραφική ταινία του Chet Baker Born to Be Blue (2015). Ο Charles S. Dutton τον υποδύθηκε στο For Love or Country: The Arturo Sandoval Story (2000)