18 Σεπτεμβρίου 2023

Αντίστροφη βολή _Καπιταλισμός του 21ου αιώνα: ποιος ελέγχει τον κόσμο;

Οι ισχυρές πολυεθνικές λειτουργούν ως ανεξάρτητες οντότητες που δεν χρειάζονται ισχυρά εθνικά κράτη, όπως στα σενάρια του cyberpunk (σσ. βλ. στο τέλος της ανάρτησης), ενός ρεύματος επιστημονικής φαντασίας που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός συγκεντρώνει την εξουσία στα χέρια μιας υπερπλούσιας ελίτ που επιδιώκει να ελέγξει τις ζωές όλης της ανθρωπότητας.

Οι ισχυρές πολυεθνικές λειτουργούν ως ανεξάρτητες οντότητες που δεν χρειάζονται ισχυρά εθνικά κράτη, έχουν τους δικούς τους στρατούς, τους δικούς τους εσωτερικούς νόμους και μετακινούν τους πόρους τους σε όλο τον κόσμο, σε μια μόνιμη αναζήτηση φθηνών αγορών εργασίας που παρέχουν τα μεγαλύτερα κέρδη.

Στον τομέα των επικοινωνιών, από τα τέλη του 20ού αιώνα σημειώθηκε, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια θεαματική πρόοδος στη μονοπώληση των μέσων ενημέρωσης. Η διαδικασία απορρύθμισης που ξεκίνησε το 1996 άνοιξε όλες τις αγορές στον αθέμιτο ανταγωνισμό, συμπεριλαμβανομένου του καλωδιακού δορυφορικού και του Διαδικτύου.
Αυτό το φαινόμενο είχε ως αποτέλεσμα πέντε όμιλοι μέσων ενημέρωσης να ελέγχουν το 90% όλων όσων διαβάζουμε, ακούμε και βλέπουμε, και αυτά, με τη σειρά τους, παραμένουν υπό τον έλεγχο λίγων μεγάλων διεθνών μονοπωλιακών ομίλων.

Αυτήν τη στιγμή, σε επίπεδο κεφαλαιοποίησης, οι πιο ισχυρές εταιρείες στον κόσμο είναι η Apple, η Google, η Microsoft και η Amazon, εταιρείες που έχουν μεγάλη επιρροή στον τεχνολογικό και εμπορικό τομέα. Ποιοι είναι όμως στην πραγματικότητα οι βασικοί μέτοχοι αυτών και πολλών άλλων μεγάλων οντοτήτων;

Όσον αφορά τις εταιρείες που ελέγχουν ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, για να μην απολυτοποιούμε τα πράγματα  μπορούμε να αναφέρουμε και τις BlackRock και την The Vanguard Group Inc. Και οι δύο έχουν σημαντικό έλεγχο στην παγκόσμια οικονομική σφαίρα, λόγω του μεγέθους τους και το ποσό των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζονται. Η κυριαρχία που ασκούν περιλαμβάνει μια σύνθετη αλληλεπίδραση πολλαπλών παραγόντων και κυκλωμάτων.
Κατέχουν συνταξιοδοτικά προγράμματα, μεταβλητό και σταθερό εισόδημα, ακίνητα, είναι σύμβουλοι και μέτοχοι των περισσότερων μητρικών εταιρειών στον κόσμο, επίσης διυλιστήρια πετρελαίου, τους μεγαλύτερους παραγωγούς καθαρής ενέργειας, την αυτοκινητοβιομηχανία, την αεροναυπηγική και τη βιομηχανία όπλων, τις μεγάλες εταιρείες τροφίμων, τα φαρμακευτικά και επιστημονικά ινστιτούτα, τις αποθήκες και τις ηλεκτρονικές αγορές.

Βρισκόμαστε στην παρουσία δύο μεγάλων αυτοκρατοριών του χρηματοπιστωτικού κόσμου που κρύβονται πίσω από όλη τη μεγάλη τεχνολογία, όλες τις μεγάλες εταιρείες, είναι δύο επενδυτικά κεφάλαια που διαχειρίζονται συνολικά 17 τρις$, αριθμός που υπερβαίνει κατά πολύ το ΑΕΠ, όχι μόνο πολλών χωρών, αλλά και ολόκληρων περιοχών. Για παράδειγμα, είναι παρόμοιο με αυτό ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Υπολογίζεται ότι στους ιδιοκτήτες του The Vanguard περιλαμβάνονται και οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον πλανήτη. Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ Monopoly: Who Owns the World?, του σκηνοθέτη Tim Gielen, ανάμεσά τους είναι οι Rothschild, οι DuPonts, οι Rockefellers, η οικογένεια Bush και οι Morgans, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς.

Το Bloomberg αναφέρεται στη BlackRock ως «4ος κλάδος της κυβέρνησης», λόγω της στενής σχέσης του με τις κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Federal Reserve, στην οποία είναι ο κύριος σύμβουλός της. Σχεδόν όλες οι αποφάσεις για την παγκόσμια οικονομία περνούν από τα γραφεία της.
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το The Vanguard είναι ο κύριος μέτοχος της BlackRock και αντίστροφα, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι, στην πραγματικότητα, η διπολικότητα του, ας πούμε, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας άλλος τρόπος ανάμειξης και αποφυγής του μηδενικού ελέγχου που το κράτος μπορεί να ασκήσει πάνω τους.

Αναφερόμαστε σε ένα περίπλοκο και πολύπλευρο ζήτημα, γιατί αν και αυτές οι εταιρείες έχουν αυξανόμενη επιρροή και δύναμη, εξακολουθούν να υπάρχουν κυβερνητικοί κανονισμοί και πολιτικές που τις _σε εισαγωγικά «επηρεάζουν». Εξ ου και οι προσπάθειες των νεοφιλελεύθερων να απορυθμίσουν και να αποδυναμώσουν τον ρόλο του Κράτους.
Λίγοι σήμερα μπορούν να αντιμετωπίσουν τη δύναμη αυτών των χωρίς σύνορα αυτοκρατοριών, εκπροσώπων του τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού. Ας ελπίσουμε ότι αυτό ισχύει και ότι η ανθρωπότητα δεν θα καταλήξει να ζει ένα στυλ δυστοπίας του κόσμου του Ridley Scott, στο Blade Runner ή, ακόμα χειρότερα, ένα καταστροφικό τέλος.

Πηγή granma.cu _
via El Economista, Forbes, Climaterra, Xataka

Φυσικά, υπάρχουν μεγάλες αλήθειες στην παραπάνω ανάρτηση.
Μια πρώτη παρατήρηση: συχνά-πυκνά το ΚΚ Κούβας (να μην ξεχνάμε πως η Granma, είναι επίσημο όργανό του) αναφέρεται στον λεγόμενο “νεοφιλελευθερισμό”, που έχει γίνει την τελευταία 25ετία σημαία της αστικής προπαγάνδας σε μια προσπάθεια να συσκοτίσει κι αποκρύψει τις αντικειμενικές αιτίες όλων των σύγχρονων προβλημάτων, που απασχολούν τους εργαζόμενους και που έχουν να κάνουν με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, της συρρίκνωσης και του ξεπουλήματος των πάλαι ποτέ “δημοσίων” επιχειρήσεων, της κατάργησης ακόμη και αυτών των κοινωνικών παροχών του κράτους και που οι σοσιαλδημοκράτες ονόμαζαν “κράτος πρόνοιας”, της ανάθεσης όλης της οικονομικής δραστηριότητας στην ατομική πρωτοβουλία κλπ. Αυτή η πολιτική παρουσιάζεται ως ο αναγκαίος και αναπόφευκτος μονόδρομος, που πρέπει να ακολουθήσουν οι χώρες με απώτερο στόχο τη διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, την αντιμετώπιση όσο μπορεί να γίνει των συνεπειών, για το κεφάλαιο, των κρίσεων, τη μεγιστοποίηση των κερδών των πολυεθνικών, σε τελευταία ανάλυση, τη διάσωση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.

Σε αντίθεση με την παραπάνω πολιτική, βρίσκεται η πολιτική του ΚΚΕ, που καταθέτει στην εργατική τάξη, και σε όλο το λαό, τη δική του πρόταση, ρεαλιστική, εφικτή, πειστική, πραγματικό μονόδρομο για τα συμφέροντά του κι ένα καλύτερο αύριο, πρόταση αγώνα για τη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία, τόσο επί Συριζα_Ανελ, όσο και σήμερα. Αυτή η πρόταση, για να υλοποιηθεί, απαιτείται η άνοδος της ταξικής πάλης (οικονομικής - πολιτικής - ιδεολογικής) ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, αλλά και σε κάθε μορφή πολιτικής διαχείρισης των συμφερόντων των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, για την υπεράσπιση των ιδεών και αρχών του μαρξισμού - λενινισμού, των αξιών που προβάλλουν οι κομμουνιστές, την υπεράσπιση του σοσιαλισμού και της προσφοράς του στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι θιασώτες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, τόσο στην ελληνική, όσο και στην παγκόσμια καπιταλιστική κοινωνία, την ανάγουν στο «φιλελευθερισμό», που γεννήθηκε και επιβλήθηκε με την πάλη της αστικής τάξης για τον περιορισμό και την κατάργηση των δικαιωμάτων του απόλυτου μονάρχη, των εμποδίων που δυσχέραιναν την ανάπτυξη όλων των μορφών της καπιταλιστικής οικονομίας, με την πάλη της για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Για να κατανοηθεί αυτό, υπενθυμίζουμε πως οι φεουδαρχικές και καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι του ίδιου τύπου και οι δυο, βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στην εκμετάλλευση ανθρώπου από τον άνθρωπο.

Συνεπώς, η πάλη για την επιβολή και επικράτηση των αρχών και θέσεων του φιλελευθερισμού (“νέου” και “παλιού”) αποτέλεσε ένα βασικό στοιχείο της ιδεολογικής πάλης της αστικής τάξης, από τον 16ο αιώνα (απλή εμπορευματική παραγωγή, που βασιζόταν στην προσωπική εργασία παραγωγού, στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής), στον μερκαντιλισμό (εμποροκρατία), το πρώτο ρεύμα της αστικής οικονομικής σκέψης, που εξέφραζε τα συμφέροντα της εμπορικής αστικής τάξης, που ο Μαρξ χαρακτήρισε ως «τους πρώτους διερμηνείς του σύγχρονου κόσμου», οι οποίοι «δεν έκαναν επιστήμη» στην πολιτική του κρατικού παρεμβατισμού (προστατευτισμός) κλπ. μέχρι τις μέρες μας

Μιλώντας για “νέο” και “παλιό” φιλελευθερισμό, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως λειτουργεί παράληλα ο  οπορτουνιστικός πόλος ως πολιτικό ρεύμα εναλλαγής στο έδαφος πάντα του καπιταλισμού (βλ σχετικά Ριζοσπάστης 2010 _1ο & _2ο μέρος), όπου ρητά αναφέρεται η θέση μας σαν ΚΚΕ, πως συνεπής και αδιάλλακτη πάλη απέναντι στον οπορτουνισμό αποτελεί πλευρά του επαναστατικού χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος.

Πτυχές της σύγχρονης ιδεολογικής πάλης
στις συνθήκες της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης

του Αποστόλη Χαρίση _ΚΟΜΕΠ 2004 Τ. 3
Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και κατά τη γνώμη μου και πιο σοφούς κομμουνιστές του 20ού αιώνα, ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, έλεγε ότι στις εποχές της αδυναμίας δε λείπουν οι σωστές απόψεις, λείπει «η» άποψη. Δηλαδή, ενώ δε λείπουν οι ενδιαφέρουσες, ορθές, χρήσιμες ιδέες, λείπει το καθοδηγητικό νήμα, η κεντρική, οδηγητική ιδέα, στο πλαίσιο της οποίας όλες οι άλλες χρήσιμες και ενδιαφέρουσες ιδέες εντάσσονται και λειτουργούν, εκδηλώνουν πρακτικά τη χρησιμότητά τους. Βεβαίως, σε τελευταία ανάλυση, το θεμελιώδες πρόβλημα έγκειται ακριβώς στην κατάσταση υποχώρησης της πρακτικής (ή «αδυναμίας», σύμφωνα με τις λέξεις του Μπρεχτ) του ίδιου του κινήματος για την αλλαγή της κοινωνίας και στην ανάγκη ξεπεράσματός της. Η διαδικασία ξεπεράσματος της κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος σήμερα συντελείται στο πλαίσιο έντονης ιδεολογικής διαπάλης (και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς) όσον αφορά τις προϋποθέσεις και κατευθύνσεις της ανάπτυξής του, τον καθορισμό της ουσίας του σύγχρονου κόσμου, τον ίδιο τον αυτοπροσδιορισμό του ως επαναστατικού κινήματος που επιδιώκει την ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Σε ορισμένες από τις πτυχές της ιδεολογικής διαπάλης μέσα στο κίνημα σήμερα αναφέρεται και η παρούσα τοποθέτηση.

Μερικές σκέψεις για την τρέχουσα
ιδεολογική χρήση του όρου “παγκοσμιοποίηση”

Ο τίτλος του θέματος της παρούσας συνδιάσκεψης, όπως και πολλών άλλων αντίστοιχων εκδηλώσεων σε όλο τον κόσμο, περιλαμβάνει τον όρο «παγκοσμιοποίηση». Πρόκειται για μια έννοια που θα έλεγε κανείς ότι είναι κυρίαρχη, τα τελευταία χρόνια, στις θεωρητικές συζητήσεις και στην τρέχουσα ιδεολογική και πολιτική διαπάλη. Στο πλαίσιο του πολύμορφου αντιιμπεριαλιστικού κινήματος ενάντια στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, και ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αποτελεί την έννοια-κλειδί, μέσω της οποίας μέρος του κινήματος αυτού αυτοπροσδιορίζεται ως «κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση». Η χρήση νέων όρων δε συνιστά βέβαια κάτι κακό από μόνη της. Ωστόσο, όταν όλοι, αριστεροί και δεξιοί, εκπρόσωποι του εργατικού κινήματος και διευθυντές μονοπωλιακών επιχειρήσεων και ομίλων, όπως και αστοί πολιτικοί παράγοντες, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αλλά και διακεκριμένοι αστοί θεωρητικοί και ιδεολόγοι χρησιμοποιούν αυτό τον όρο, τότε, κατά τη γνώμη μου, είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε στα σοβαρά τόσο για το τι εννοεί ο καθένας απ’ αυτούς, όσο και για το ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας και το πόσο αντιστοιχεί με την πραγματικότητα που περιγράφει και ερμηνεύει.
Πολύ περισσότερο, που πρόκειται για έναν όρο που έχει επινοηθεί έξω και ανεξάρτητα από τις μαρξιστικές αναλύσεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Πρόκειται για μια έννοια, η οποία, σε ό,τι αφορά τη διάδοση και την ιδεολογική της χρήση και επίδραση, είναι συγγενική με αυτή του «νεοφιλελευθερισμού». Για το κομμουνιστικό κίνημα και τους μαρξιστές, το ζήτημα τίθεται ως εξής: η υφιστάμενη θεώρηση, αντίληψη και ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης είναι συμβατή με την ανάλυση της σύγχρονης κατάστασης σύμφωνα με τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, ή, έστω, την αίρει (υπερβαίνει) διαλεκτικά, την αναπτύσσει περαιτέρω; Ζούμε όντως σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός έχει υποστεί ουσιώδη ποιοτική αλλαγή, έχοντας περάσει σε μια νέα φάση ή βαθμίδα ανάπτυξης - αναιρώντας, σε αυτή την περίπτωση, τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, που ορίζει το μονοπωλιακό καπιταλισμό σαν το ανώτερο και τελευταίο στάδιο του καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού;

Κατά τη γνώμη μας κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί. Νέα φαινόμενα υπάρχουν βέβαια, αλλά νέα φαινόμενα εμφανίζονται συνεχώς στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, δίχως να αλλάζουν την ουσία του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος ούτε τις θεμελιακές αντιφάσεις στις οποίες αυτό το σύστημα βασίζεται. Η διαδικασία της αυξανόμενης διεθνοποίησης και «παγκοσμιοποίησης» ως συστατικό στοιχείο της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού τίθεται ήδη στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» των Μαρξ και Ενγκελς. Η ύπαρξη και δράση των καπιταλιστικών διεθνικών μονοπωλίων δεν είναι βέβαια καινούργιο φαινόμενο, έστω κι αν την τελευταία εικοσαετία έχει όντως επεκταθεί σημαντικά, σε συνδυασμό με πολύ γνωστούς μας παράγοντες, όπως η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, η υποχώρηση του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, η εξασθένιση της μερικά ανεξάρτητης θέσης και κυριαρχίας πρακτικά όλων των νεοαπελευθερωμένων από την αποικιοκρατία αναπτυσσόμενων χωρών και ιδιαίτερα αυτών που είχαν «σοσιαλιστικό» ή «λαϊκο-δημοκρατικό» προσανατολισμό (εναλλακτική λύση και εξωτερική βοήθεια πλέον δεν υπήρχε, οπότε το μονοπωλιακό κεφάλαιο των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών έσπευσε να καταλάβει το νεοδημιουργημένο κενό χώρο)[1]. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς ότι ισχύει και σε ό,τι αφορά τη διόγκωση του πλασματικού χρηματικού κεφαλαίου και την κίνησή του, καθώς και τη διεθνή κερδοσκοπία που συνοδεύει αυτή την κίνηση. Πρόκειται για ποσοτική αύξηση, για ενίσχυση μιας ήδη σημαντικής από τα πριν τάσης, στο πλαίσιο της αυξανόμενης συσσώρευσης του κεφαλαίου και της ενίσχυσης των παρασιτικών στοιχείων του και όχι για καθοριστική ποιοτική αλλαγή στο ίδιο το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού, που αλλάζει το χαρακτήρα του τελευταίου. Το ίδιο ισχύει και για τις αλλαγές στην κατεύθυνση του διεθνούς εμπορίου και στη σύγχρονη οργάνωση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Επίσης δε στοιχειοθετείται επαρκώς, από τους θεωρητικούς της «παγκοσμιοποίησης», η αντίληψη περί της υποκατάστασης του ρόλου του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους από τα ίδια τα ιδιωτικά μονοπώλια.

Ποιοι χρησιμοποιούν κατ’ εξοχήν
και κατά κόρον την έννοια της παγκοσμιοποίησης;

Οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κ.ά. (οι οποίοι παρεμπιπτόντως αντανακλούν και αναπαράγουν τον υφιστάμενο συσχετισμό δύναμης και τη δυναμική ισορροπία μεταξύ των σημαντικότερων καπιταλιστικών κρατών και των συνασπισμών τους), οι εκπρόσωποι των καπιταλιστικών κυβερνήσεων («νεοφιλελεύθεροι» και σοσιαλδημοκράτες) και των μονοπωλίων, φορείς όπως οικολογικές οργανώσεις (με βάση την παλιά -των δεκαετιών του 1960 και 1970- «οικουμενική» κατανόηση του πλανήτη ως ενός τεράστιου βιότοπου-ενιαίου οικολογικού συστήματος, όπως απεικονίζεται σχηματικά στην αντίληψη «διαστημόπλοιο Γη»), κάθε είδους Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) και οριζόντιες «άτυπες ενώσεις πολιτών» (που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανατροπή της σοσιαλιστικής εξουσίας στην ΕΣΣΔ και στην υπονόμευση των συνδικάτων και των άλλων εργατικών οργανώσεων στις καπιταλιστικές χώρες) που στηρίζονται σε μια α-ταξική και υπερ-ταξική κατανόηση της σύγχρονης κοινωνίας ως μιας φανταστικής «κοινωνίας των πολιτών» (βλ. λ.χ. οργανώσεις και «κινήματα» καταναλωτών κλπ.), οι τεχνοκράτες και θεωρητικοί των διάφορων ιδιωτικών και κρατικών καπιταλιστικών «δεξαμενών σκέψης».

Πώς εμφανίστηκε αυτή η έννοια;

Μπορούμε να θυμηθούμε από πολύ παλιά τη θεωρία της «βιομηχανικής κοινωνίας», δίχως κοινωνικο-ταξικά χαρακτηριστικά (στο πλαίσιο της οποίας είχε αναπτυχθεί και η θεωρία της «σύγκλισης των δύο συστημάτων», του καπιταλιστικού και του σοσιαλιστικού), που αντικαταστάθηκε από τη θεωρία της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» (Ντ. Μπελ, κατά κύριο λόγο) ή της «τεχνοτρονικής κοινωνίας» (Ζ. Μπρζεζίνσκι), ας θυμηθούμε τις τεχνοκρατικές αντιλήψεις περί «παγκόσμιου χωριού» του Τόφλερ κλπ. Ας θυμηθούμε το πώς και πόσο γρήγορα και άκριτα αυτές οι μεταφυσικές τεχνοκρατικές αντιλήψεις έγιναν δεκτές από τη σοσιαλδημοκρατία και τις αναθεωρητικές αποκλίσεις στο κομμουνιστικό κίνημα και τους μαρξιστές της Ευρώπης (ευρωκομμουνισμός, θεωρία του δημοκρατικού σοσιαλισμού και του σοσιαλισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο»). Ας θυμηθούμε τον «οικουμενισμό» του Γκορμπατσόφ και της πολιτικής πλατφόρμας της «Περεστρόικα» στην ΕΣΣΔ, στην οποία θεωρούμε ότι οφείλει πάρα πολλά ο σύγχρονος αφηρημένος οικουμενισμός («globalism») και η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης (όπως και οι συγγενικές της αντιλήψεις της «αντι-παγκοσμιοποίησης» και της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης»).

Η παγκοσμιοποίηση ως έννοια και ως ιδεολογική αντίληψη, κατά τη γνώμη μας, περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει, ενώ στο επίπεδο του κινήματος υποκαθιστά τον εργατικό, τον προλεταριακό διεθνισμό με το σύγχρονο κοσμοπολιτισμό της καπιταλιστικής χρηματιστικής ολιγαρχίας (κάτι που εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς σαν χαρακτηριστικό της σκέψης πολλών εκ των οπαδών αυτής της ιδεολογίας-ερμηνευτικού σχήματος, τόσο δεξιών, όσο και «αριστερών», στα ήθη και πρότυπα πολιτισμού και τρόπου ζωής που προκρίνουν και διαδίδουν).
Επομένως, η άκριτη και επιπόλαιη αποδοχή και χρήση αυτού του όρου από τους μαρξιστές συνιστά ήδη μια πραγματική και σημαντική πολιτική και ιδεολογική υποχώρηση γιατί, άμεσα ή έμμεσα, καταλήγουμε με αυτό τον τρόπο να ετεροπροσδιοριζόμαστε θεωρητικά και πολιτικά (και αυτή η ιστορία ετεροπροσδιορισμού έχει διαδραματιστεί πολλές φορές ήδη στο παρελθόν και πάντα με καταστροφικά αποτελέσματα για το κίνημα). Πίσω από την έννοια της «παγκοσμιοποίησης» βρίσκεται μια αντίληψη που δεν ξεκινά από την πάλη των τάξεων, μια αντίληψη μεταφυσική-αντιδιαλεκτική, που δεν κατανοεί την εσωτερική αντιφατική λογική της ανάπτυξης του καπιταλισμού, μια αντίληψη που αφοπλίζει το εργατικό, το αντιιμπεριαλιστικό και -αν γίνεται αποδεκτή και από τους μαρξιστές- το κομμουνιστικό κίνημα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον όρο «νεοφιλελευθερισμός», ενάντια στον οποίο μας καλούν να συμπαραταχθούμε πολλοί εκ των “αριστερών» κηρύκων της «αντι-παγκοσμιοποίησης”. Το θέμα είναι ότι αν ορίσουμε τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική και πολιτική πραγματικότητα ως ιμπεριαλισμό, η εναλλακτική λύση που προβάλλει είναι ο σοσιαλισμός. Αν, αντίθετα, την ορίσουμε ως “νεοφιλελευθερισμό” ή «κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής», τότε η εναλλακτική λύση είναι οι κρατικομονοπωλιακές, κεϋνσιανού ή άλλου τύπου, ρυθμίσεις, σαν συνέπεια της χρεοκοπίας και του ξεπεράσματος των οποίων έχουμε φτάσει εδώ που φτάσαμε.

Ένα ακόμη παράγωγο των προσπαθειών αντικατάστασης, στο πλαίσιο του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, της έννοιας του ιμπεριαλισμού (μονοπωλιακού καπιταλισμού) από τις έννοιες της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι συχνά επιχειρείται να αναχθούν όλα τα δεινά στην ηγεμονική θέση των ΗΠΑ στο σύγχρονο κόσμο[3]. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο παγκόσμιο σύστημα του ιμπεριαλισμού συνιστά ένα γεγονός εξαιρετικής σημασίας. Ωστόσο θα ήταν εγκληματική παράλειψη για μαρξιστές το να «αθωώνουμε» - δια του υπερτονισμού του ρόλου των ΗΠΑ αποκλειστικά - τις χρηματιστικές ολιγαρχίες των άλλων καπιταλιστικών χωρών και των ξεχωριστών εθνικών κρατών, να μην αναγνωρίζουμε ή να υποβαθμίζουμε την ευθύνη και το ρόλο τους στα σύγχρονα προβλήματα των λαών, να μη βλέπουμε ότι αυτό που συχνά ορίζεται ως «εξαμερικανισμός» (στην οργάνωση της εργασίας και της εκμετάλλευσης και στις πρακτικές των μονοπωλίων, στην κρατική πολιτική, στον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής) αποτελεί συνειδητή επιλογή και αναγκαία επιδίωξη (ουσιαστικά όρο επιβίωσης!) κάθε μονοπωλιακής αστικής τάξης, κάθε καπιταλιστικού κράτους, σε κάθε χώρα του κόσμου. Στην περίπτωση που χάνουμε από τα μάτια μας αυτό το τελευταίο, μετατρεπόμαστε σε μέρος του παιχνιδιού της σοσιαλδημοκρατίας, του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, της μονοπωλιακής αστικής τάξης της κάθε ξεχωριστής καπιταλιστικής χώρας. Επίσης, κάτι που είναι εξαιρετικά σημαντικό σήμερα, σε αυτή την περίπτωση, εξουδετερωνόμαστε -και εξουδετερώνουμε και όλο το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα - απέναντι στις φανερές πλέον επιδιώξεις και των άλλων, πλην ΗΠΑ, ιμπεριαλιστικών κέντρων και κρατών για οικονομική, πολιτική και στρατιωτική αυτονόμηση και ενίσχυση, γεγονός που μας φέρνει όλο και πιο κοντά σε έναν τρίτο μεγάλο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ανθρωπότητα και δυστυχώς λίγοι είναι αυτοί που τον παίρνουν στα σοβαρά, ακόμη και μεταξύ των αριστερών, αφού, όπως υποστηρίζεται συχνά, «δεν υπάρχει πλέον ιμπεριαλισμός» και τον κόσμο τον διοικούν όχι πια τα καπιταλιστικά κράτη, αλλά απευθείας τα «πολυεθνικά» μονοπώλια. Πρόκειται για ένα δίλημμα ανάλογο με εκείνο που είχε προκαλέσει η θεωρία περί «υπεριμπεριαλισμού» του Κ. Κάουτσκι (τίθονταν από τον κυριότερο ηγέτη του εργατικού κινήματος της εποχής το ζήτημα ότι ίσως ήταν δυνατό να υπάρξει παγκόσμια ιμπεριαλιστική κυβέρνηση και σταθερά ειρηνική ανάπτυξη του καπιταλισμού και αυτό στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου!) και που είχε τεράστιες ιστορικές επιπτώσεις στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα. Βεβαίως πολλά άλλαξαν από τότε. Ωστόσο ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει να υπάρχει και μαζί με αυτόν και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, με όλους τους κινδύνους τους για τους λαούς. Τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οφείλουμε βέβαια να τις μελετάμε και να τις αξιοποιούμε στη δράση μας και στο σχεδιασμό της ανάπτυξης του κινήματος και της τακτικής του, οφείλουμε όμως επίσης να μην υποτασσόμαστε σε αυτές. Κάτι τέτοιο θα είχε σαν αποτέλεσμα την υποταγή του κινήματός μας στην αστική ιδεολογία και στις ξεχωριστές αστικές τάξεις, τα κράτη τους και τους συνασπισμούς τους.

Συνεπώς, κατά τη γνώμη μας, η σύγχρονη συγκυρία και κατάσταση στον κόσμο επιβεβαιώνει και αναδεικνύει τα γενικά συμπεράσματα της λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού και μας «υποχρεώνει» - ακόμη πιο πολύ απ’ ό,τι πριν το 1989 - να ξεκινάμε από αυτή, ως θεμελιακή θεωρητική αφετηρία, για την έρευνα και την κατανόηση του σύγχρονου καπιταλισμού και των αντιφάσεών του, για τη διαμόρφωση της στρατηγικής και της τακτικής των κομμουνιστικών κομμάτων.

Το “κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης”
και το κομμουνιστικό κίνημα σήμερα

σσ.
από μια ομιλία του Αποστόλη Χαρίση εκ μέρους του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών στην πρακτική-επιστημονική συνδιάσκεψη που έγινε στη Μόσχα στο διάστημα 27-29 Απρίλη 2004, με θέμα: «Το διεθνές κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα στις συνθήκες της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης».

Το «κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης» εκδηλώθηκε για πρώτη φορά, με τη σημερινή του μορφή, στο Σιάτλ, το 1999, στις κινητοποιήσεις με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής του ΠΟΕ. Εχει σημασία να υπενθυμιστεί ότι το κίνημα αυτό δεν ήταν καρπός παρθενογένεσης, αλλά ότι κατά κύριο λόγο προέκυψε από διεργασίες που έλαβαν χώρα στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ (συγκεκριμένα στην Ομοσπονδία Συνδικάτων των ΗΠΑ, AFL-CIO). Στη συνέχεια αναπτύχθηκε περαιτέρω με αφορμή τις κινητοποιήσεις στις συνόδους κορυφής των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών και ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΔΝΤ, ΠΤ, ΠΟΕ, ΝΑΤΟ, ΕΕ).

Η μαζικότητα και ο ριζοσπαστισμός του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση στηρίζεται στο εργατικό κίνημα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (και όχι μόνο - βλέπε το παράδειγμα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος της Ινδίας και του καθοριστικού ρόλου του στις κινητοποιήσεις κατά την τελευταία σύνοδο του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στη Βομβάη) και στη μερική επανάκαμψη των αντιιμπεριαλιστικών, εθνικο-απελευθερωτικών και αντι-νεοαποικιοκρατικών κινημάτων των αναπτυσσόμενων χωρών. Αυτές είναι οι δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από το δυναμισμό και τη μαχητικότητα του όλου κινήματος, δυνάμεις που υπήρχαν από πριν και που συνιστούν «κλασικά» κινήματα απελευθέρωσης και διεκδίκησης, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη. Φυσικά δεν είναι αυτά τα κινήματα και δυνάμεις που υπερπροβάλλονται από τα καπιταλιστικά ΜΜΕ και από τους διάφορους «αριστερούς» και ρεφορμιστές κήρυκες της «αντι-παγκοσμιοποίησης».

Στο κίνημα αυτό μετέχουν βέβαια και άλλου τύπου δυνάμεις, που μονοπωλούν τη δημοσιότητα και την προβολή και παρουσιάζονται ως οι κατ’ εξοχήν εκφραστές του. Το θέμα είναι ότι η ένταση των συνεπειών των σύγχρονων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων σε διεθνές επίπεδο επέδρασε σε ευρύτερα και πιο εύπορα κοινωνικά στρώματα με αποτέλεσμα τη ριζοσπαστικοποίησή τους. Σε συνθήκες όπου το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα δεν έχει ακόμη ανακάμψει από την ήττα της προηγούμενης δεκαετίας, η πρωτόγνωρη όξυνση των προβλημάτων των καπιταλιστικών κοινωνιών έθεσε σε κίνηση σημαντικά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, της διανόησης και της σπουδάζουσας νεολαίας. Η είσοδος αυτών των μεσαίων στρωμάτων στην κοινωνική πάλη εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την κοινωνικοταξική, πολιτική και ιδεολογική πολυχρωμία, πολυμορφία - συχνά και την αμορφία - μεγάλου μέρους του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.

Όσο η κρίση του καπιταλισμού συνεχίζει να βαθαίνει, τόσο το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης διευρύνει τη βάση στήριξής του, αλλά ταυτόχρονα τόσο περισσότερο οξύνονται τα προβλήματα του περαιτέρω προσανατολισμού του, λόγω ακριβώς της κοινωνικοταξικής διαφοροποίησης στο εσωτερικό του, τόσο πιο έντονη γίνεται η διαπάλη μέσα του, ανάμεσα στις διάφορες συνιστώσες του. Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται δύο κύριες τάσεις στο εσωτερικό του κινήματος. Η πρώτη είναι ρεφορμιστική και συμβιβαστική με το κεφάλαιο, ιδιαίτερα το ευρωπαϊκό (Παγκόσμιο και Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, σοσιαλδημοκρατία-σοσιαλιστική διεθνής, φιλελεύθερα τμήματα εθνικών αστικών τάξεων και μεσαίων στρωμάτων διαφόρων χωρών, ρεφορμιστικοί κύκλοι που εκφράζονται λ.χ. μέσω της γαλλικής εφημερίδας «Monde Diplomatique», επιχειρηματικοί κύκλοι και προσωπικότητες κ.ά.) και επιδιώκει τον περιορισμό της στόχευσης του κινήματος εντός των ορίων του καπιταλισμού, με άξονα την πάλη ενάντια στο «νεοφιλελευθερισμό». Η τάση αυτή ερμηνεύει με αταξικά κριτήρια την κοινωνική πάλη, εμπνέεται περισσότερο από το ιδεώδες κάποιας «Διεθνούς των πολιτών» όλου του κόσμου (εδώ μετέχουν οι περισσότερες υπερπροβεβλημένες από τα μέσα ενημέρωσης ΜΚΟ, ενώ με βάση την ίδια λογική κινούνται και οι περισσότερες από τις οργανώσεις-ομάδες με αριστερίστικο, τροτσκιστικό ή αναρχικό προφίλ - πρόκειται για το γνωστό και αναγκαίο φωνακλάδικο-«υπερεπαναστατικό» μικροαστικό άλλοθι του κάθε λογής συμβιβασμού). Η δεύτερη τάση είναι επαναστατική ή δυνάμει επαναστατική, περιλαμβάνει δυνάμεις που προέρχονται από το εργατικό κίνημα των αναπτυγμένων και μέσων καπιταλιστικών χωρών και από το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα των αναπτυσσόμενων χωρών. Καθοριστικό ρόλο και θέση στο πλαίσιο αυτής της τάσης έχουν ούτως ή άλλως τα κομμουνιστικά κόμματα, που από το 2000 και μετά έχουν αρχίσει κάποιες προσπάθειες σύνδεσης και συντονισμού της δράσης τους.

Η έντονη διαπάλη μεταξύ αυτών των δύο τάσεων είναι ήδη γεγονός μέσα στο κίνημα. Στο προσεχές μέλλον, όταν η διαφορά μεταξύ τους εξελιχτεί νομοτελειακά ως την πλήρη αντίθεση, η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις είναι αναπόφευκτη. Αν επικρατήσει η συντηρητική τάση, τότε συνολικά το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης θα υποταχθεί στις αστικές δυνάμεις, θα εκφυλιστεί, θα γραφειοκρατικοποιηθεί και στην πρώτη πραγματικά σημαντική διεθνή κρίση και αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό θα χαθεί «σαν τα δάκρυα στη βροχή». Αν αντίθετα επικρατήσει η επαναστατική ή δυνάμει επαναστατική τάση μέσα στο κίνημα, τότε θα γίνει δυνατό να ενισχυθεί σημαντικά η αντιιμπεριαλιστική πάλη.

Από την εμπειρία της συμμετοχής του ΚΚΕ στις διάφορες κινητοποιήσεις και εκδηλώσεις στο πλαίσιο αυτού του κινήματος προκύπτει ότι τα κομμουνιστικά κόμματα είναι αναγκαίο να έχουν διαρκές και ενιαίο ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στις ρεφορμιστικές και τις ανοιχτά αστικές δυνάμεις μέσα σε αυτό. Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό, καθώς και για την ανάπτυξη του εργατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος γενικά, για την κοινή δράση των τριών συστατικών τμημάτων της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας σήμερα (χώρες που προσπαθούν να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό, εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα των χωρών που καταπιέζονται από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα), αποτελεί η αυτοτελής στάση και γραμμή των κομμουνιστικών κομμάτων. Αυτή θα υπάρξει στο βαθμό που υπάρξει συντονισμός δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων και διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για τη σύγκλισή τους στη βάση μιας κοινής επαναστατικής στρατηγικής, η οποία θα διαμορφώνεται όχι τεχνητά και αυθαίρετα, στη μορφή αυθόρμητων και μηχανιστικών ενώσεων και προσαρμογών μεταξύ δυνάμεων που απλώς αυτοαποκαλούνται «αριστερές», «σοσιαλιστικές» ή «κομμουνιστικές», αλλά με φυσικό τρόπο και συνειδητά, σαν αποτέλεσμα της ανόδου του επιπέδου και των απαιτήσεων της ταξικής πάλης και της ανταποκρινόμενης σε αυτή σχεδιασμένης και δημιουργικής δουλιάς των κομμουνιστών. Η διεθνής ενότητα του κομμουνιστικού κινήματος αποτελεί έναν πολύ σοβαρό και απαιτητικό στόχο που δεν μπορεί να κατακτηθεί δίχως την άνοδο του επιπέδου δουλιάς του κάθε κομμουνιστικού κόμματος σε κάθε χώρα του κόσμου.

Για τη σχέση εθνικού - διεθνικού
στη διαμόρφωση του σύγχρονου κινήματος

Σήμερα γίνεται συνεχώς λόγος περί του παγκόσμιου και του διεθνικού στοιχείου. Από τη μια πλευρά, αυτό είναι εντελώς σωστό. Η διεθνοποίηση του σύγχρονου κόσμου είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, η αλληλεξάρτηση μεταξύ των κοινωνικών διαδικασιών σε ξεχωριστές χώρες και περιοχές του κόσμου ενισχύεται όλο και πιο πολύ. Η διεθνής οπτική είναι απαραίτητη σε κάθε κίνημα αλλαγής της κοινωνίας, οπουδήποτε στον κόσμο. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, παρατηρείται το φαινόμενο να υποβαθμίζεται συστηματικά το εθνικό στοιχείο[4]. Οι οπαδοί της αντίληψης της παγκοσμιοποίησης ισχυρίζονται συχνά ότι το εθνικό στοιχείο (με την έννοια του εσωτερικού της κάθε κυρίαρχης χώρας), η εθνική οικονομία και το εθνικό κράτος έχουν σταματήσει στην εποχή μας να έχουν κάθε είδους αυτοτέλεια και έχουν αντικατασταθεί και κυριαρχηθεί ολοκληρωτικά από υπερεθνικούς οργανισμούς και ενώσεις κρατών. Οι πολυεθνικές εταιρείες είναι πλέον ισχυρότερες (ή πάντως, σε θέση ισχύος απέναντι στο μεμονωμένο κράτος) από τα κράτη, οπότε τα τελευταία δεν έχουν καμιά δυνατότητα άσκησης αυτόνομης οικονομικής (και επομένως και κάθε άλλης) πολιτικής. Σαν συνέπεια αυτού, σύμφωνα με την παραπάνω αντίληψη, έχει αναιρεθεί και η σημασία του εθνικού πεδίου ταξικής πάλης. Η όποια κοινωνική αλλαγή, επαναστατική ή άλλη, μπορεί πλέον να συντελεστεί είτε ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο είτε πουθενά.

Στην Ελλάδα, υπό το βάρος και της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αντιλήψεις αυτές προβάλλονται κατά κόρον, κυρίως από τους σοσιαλδημοκράτες και τους «αριστερούς» συνοδοιπόρους τους (βλ. ΣΥΝ). Ετσι η συμμετοχή στις διεθνείς κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο ή στη «Νέα τάξη πραγμάτων» ανάγεται σε πανάκεια. Το εσωτερικό πεδίο της ταξικής πάλης υποβαθμίζεται και περιφρονείται από αυτές τις δυνάμεις. «Εξω» διαδηλώνουν και «μέσα» σιωπούν και συμβιβάζονται πρόθυμα με την αστική τάξη της χώρας στο πλαίσιο του «κοινωνικού διαλόγου» και του «κοινωνικού εταιρισμού». Συναινούν στις επιταγές του κεφαλαίου και βοηθούν να θεσμοθετηθούν οι νέες μορφές ευέλικτης απασχόλησης, η περιστολή των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων, στο όνομα της αναγκαιότητας ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας (δηλαδή των καπιταλιστών) της χώρας. Οπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ο τρόπος που δικαιολογούν θεωρητικά τη στάση τους αυτή αποτελεί πρόσχημα, στην ουσία επιχειρούν να αποκρύψουν την ταύτισή τους με την αστική τάξη της χώρας και τις βασικές πολιτικές της επιλογές. Ωστόσο λένε και ξαναλένε συνεχώς ότι το μόνο που μπορεί να γίνει για ν’ αλλάξει η κατάσταση και οι προοπτικές των εργαζομένων είναι να αλλάξει η κατεύθυνση ανάπτυξης της ΕΕ συνολικά, που αποτελεί το κυρίαρχο πεδίο άσκησης πολιτικής που αφορά κάθε χώρα που μετέχει σ’ αυτήν. Ακόμα όμως και σ’ αυτό το επίπεδο, της ΕΕ δηλαδή, προβάλλουν νέες ανάγκες «ανταγωνιστικότητας», αυτή τη φορά έναντι των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΗΠΑ, Ιαπωνία). Οπότε η ταξική πάλη αναβάλλεται επ’ αόριστον (αφού «πρέπει» πρώτα ως ΕΕ να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε τους Αμερικάνους σε οικονομία και άμυνα[5], να επιβάλουμε το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» σε όλο τον κόσμο και μετά …βλέπουμε τι θα γίνει με το σοσιαλισμό).

Η στρατηγική αυτή βασίζεται είτε σε αυταπάτες και οπορτουνισμό (στην καλύτερη περίπτωση) είτε σε συνειδητή προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης και του λαού της χώρας και κατά προέκταση και της εργατικής τάξης των άλλων ευρωπαϊκών -και όχι μόνο- χωρών. Σε αυτό το πλαίσιο και με αυτούς τους σκοπούς προωθείται, με πρωτοβουλία μάλιστα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η δημιουργία μιας θεσμικής «επίσημης ευρωπαϊκής αριστεράς», μέσω του «Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς», μιας αριστεράς-πολιτικού εξαρτήματος του κεφαλαίου, ουσιαστικά, που θα συνιστά τμήμα της εργατικής αριστοκρατίας και εργατικής γραφειοκρατίας των χωρών της ΕΕ, μαζί με την κατ’ εξοχήν εργατική γραφειοκρατία, δηλαδή τους σοσιαλδημοκράτες και τους Βρετανούς εργατικούς.

Αξίζει εδώ να μνημονεύσουμε μια γνωστή φράση του Ιταλού μαρξιστή και κομμουνιστή ηγέτη Α. Γκράμσι για το Λένιν. «Ο Ιλίτς, γράφει ο Γκράμσι, είναι διεθνικός, ακριβώς επειδή είναι βαθιά εθνικός». Η διεθνής πάλη της εργατικής τάξης προϋποθέτει ένα πολύ υψηλό επίπεδο ταξικής πάλης στο εθνικό, το εσωτερικό πεδίο. Η βάση της διεθνούς ταξικής πάλης είναι η πάλη στο εσωτερικό της κάθε χώρας, εκεί όπου ζουν και κινούνται οι εργάτες και οι εργαζόμενοι, εκεί όπου αντιμετωπίζουν τη στοιχειώδη και βασική μονάδα εξουσίας στο σύγχρονο κόσμο, το «εθνικό» καπιταλιστικό κράτος. Η διεθνής και παγκόσμια εργατική τάξη δεν απαρτίζεται από κοσμοπολίτες που περιδιαβαίνουν τα διεθνή σύνορα κάνοντας «μπίζνες». Αποτελείται από τμήματα συγκεκριμένων χωρών και λαών, με την ιδιαίτερη θέση τους στο διεθνές σύστημα του ιμπεριαλισμού, με την ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική τους ιστορία, γλώσσα, συνείδηση, ιδιαίτερη πολιτιστική έκφραση και παραδόσεις, με τη δική της παράδοση ταξικών σχέσεων και ταξικής πάλης. Επιπλέον, από τη θεωρία του ιμπεριαλισμού του Λένιν γνωρίζουμε ότι οι διάφορες χώρες αναπτύσσονται ανισόμετρα και ότι αυτή η ανισομετρία συνιστά οικονομικό νόμο, ο οποίος σήμερα είναι κάτι παραπάνω από αποδεδειγμένος. Η ανισομετρία της οικονομικής ανάπτυξης προκαλεί την ανισομετρία της ωρίμανσης της ταξικής πάλης σε κάθε ξεχωριστή χώρα. Από αυτή τη γενική μεθοδολογική βάση προκύπτει ο γνωστός νόμος του επιστημονικού κομμουνισμού περί του μη ταυτόχρονου της διαμόρφωσης επαναστατικής κατάστασης και της σοσιαλιστικής επανάστασης σε όλες τις χώρες. Η σύγχρονη εμπειρία, και στο πλαίσιο της ΕΕ, δείχνει ότι η ανισομετρία μεταξύ των χωρών μελών της κάθε άλλο παρά ξεπερνιέται, αλλά αντίθετα (ιδιαίτερα στο πλαίσιο της τελευταίας διεύρυνσης προς ανατολάς) βαθαίνει ακόμη περισσότερο.

Ολα τα παραπάνω αναδεικνύουν, κατά τη γνώμη μας, το γεγονός ότι η ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος συνιστά μια μακρά, επίπονη και βασανιστική διαδικασία από τα κάτω. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ενότητα και ο συντονισμός δεν μπορεί να αποτελεί «δώρο» της αστικής τάξης προς το εργατικό κίνημα. Δεν υπάρχει περίπτωση να «ξεγελάσουμε» τις καπιταλιστικές ολιγαρχίες με τη δημιουργία κάποιας «επίσημης διεθνούς αριστεράς», πολύ περισσότερο όταν έχουμε να κάνουμε με τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις που έχουν τεράστια εμπειρία στην καταπολέμηση και τιθάσευση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.

Η διεθνής ενότητα της εργατικής τάξης έχει σαν προϋπόθεση την ανάπτυξη του εργατικού και του μαζικού λαϊκού κινήματος παντού, σε κάθε χώρα. Ενα διεθνές κίνημα προϋποθέτει ότι υπάρχει ήδη «κάτι» που μπορεί να διεθνοποιηθεί, «κάτι» ζωντανό, υπαρκτό, πραγματικές συσπειρώσεις των εργαζομένων, των απλών ανθρώπων, στη χώρα τους, που συνενώνονται καταρχήν εκεί γύρω από συγκεκριμένα προβλήματα και μέσα σε συγκεκριμένους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς φορείς. Οι αντιλήψεις που παραβλέπουν αυτή την αναγκαιότητα προκρίνουν το αφηρημένο σε βάρος του συγκεκριμένου, την εικόνα του αφηρημένου ανθρώπου σε βάρος των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων, την εικόνα του αφηρημένου εργαζόμενου σε βάρος των υπαρκτών εργατών με τα συγκεκριμένα τους προβλήματα, τη συγκεκριμένη τους ιστορία, το συγκεκριμένο επίπεδο ταξικής πάλης και συνείδησης σε κάθε χώρα.

Για να επανασυσταθεί λοιπόν ένα πραγματικά ισχυρό διεθνές κομμουνιστικό και επαναστατικό κίνημα, πρέπει να αναπτύσσεται σε κάθε ξεχωριστή χώρα. Και για να αναπτύσσεται σε κάθε χώρα, απαιτείται η ύπαρξη και δράση, η ισχυρή αυτοτελής παρουσία του κομμουνιστικού κόμματος που δρα σχεδιασμένα και συστηματικά με βάση τα δεδομένα της χώρας του, που διαμορφώνει και βελτιώνει συνεχώς την πολιτική συμμαχιών του στη βάση των τακτικών δυνατοτήτων του και της στρατηγικής του στόχευσης και που θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο κάθε στιγμή για το παρόν και το μέλλον του κινήματος, πράγμα που σημαίνει ότι αναπτύσσεται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον οπορτουνισμό μέσα στο εργατικό κίνημα. Αυτός ήταν ο διεθνής και παγκόσμιος - ακριβώς επειδή ήταν και «βαθιά εθνικός» - δρόμος του Λένιν και των μπολσεβίκων, αυτός είναι ο δρόμος κάθε κομμουνιστικού κόμματος, στην πορεία όχι προς κάποια αστική «κοινωνία των πολιτών» του 18ου αιώνα (προς την οποία οδηγεί η σύγχρονη αντίληψη περί «παγκοσμιοποίησης», αποδεικνύοντας έτσι ότι και σε αυτή την περίπτωση το πολλά υποσχόμενο αύριο δεν είναι παρά ένα ξεχασμένο χθες ή μάλλον προχθές), αλλά προς την παγκόσμια «κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα».

Δείτε & ΚΟΜΕΠ _Ελένης Μπέλλου στα 90 χρόνια του ΚΚΕ _
Κομμουνιστικό Ιστορικό παρελθόν και Μέλλον

Ο υπονομευτικός ρόλος των οπορτουνιστικών δυνάμεων σημάδεψαν με τίτλους τέλους την Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία

 

cyberpunk _κυβερνοπάνκ

Λογοτεχνικό ρεύμα επιστημονικής φαντασίας το οποίο εμφανίστηκε στα γραπτά ενός κύκλου Αμερικανών συγγραφέων κατά τα τέλη της 10ετίας 1970 και επικράτησε στον χώρο ως τα μέσα της 10ετίας 1980. Χαρακτηρίζεται από αναφορές στον υπόκοσμο της υψηλής τεχνολογίας του άμεσου μέλλοντος, επικεντρωμένης σε προϊόντα πληροφορικής, τηλεπικοινωνιών και γενετικής μηχανικής, σε ένα συνήθως δυστοπικό, μεταβιομηχανικό κοινωνικό σκηνικό.

Πρόγονοι του κυβερνοπάνκ μπορούν να ανιχνευθούν στα σκοτεινά γραπτά του Φίλιπ Κ. Ντικ, όπου η πραγματικότητα είναι ρευστή, οι μηχανές νοήμονες και το κοινωνικό καθεστώς απολυταρχικό, και σχεδόν σε κάθε δυστοπία που γράφτηκε κατά τον 20ό αιώνα. Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο Χάρλαν Έλισον και ο Άλφρεντ Μπέστερ συνήθως θεωρούνται προγενέστεροι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας με θεματολογία που ταιριάζει στις νόρμες του κυβερνοπάνκ, ενώ όλο το Νέο Κύμα της 10ετίας του '60 και του '70 παρουσίασε χαρακτηριστικά που κατόπιν θεωρήθηκαν θεμελιώδη στοιχεία του είδους: πεσιμισμός, κριτική στάση απέναντι στην τεχνολογία, θεματική στροφή στη Γη του εγγύς μέλλοντος.

Έτσι το κυβερνοπάνκ δεν προέκυψε από παρθενογένεση αλλά από μία εμφανή προϋπάρχουσα τάση στην κοινότητα της επιστημονικής φαντασίας. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του '70 η τάση αυτή ενσωμάτωσε δύο νέα χαρακτηριστικά: τη διάδοση των, καινοτόμων τότε, μικροϋπολογιστών στην αμερικανική κοινωνία, συνοδευόμενη από υποκουλτούρες όπως αυτή των χάκερ ή των φρίκερ, καθώς και το αντικαθεστωτικό ξέσπασμα του πανκ κινήματος. Στον Καναδά και στις ΗΠΑ μία ομάδα ανήσυχων, μποέμ διανοούμενων συγγραφέων όπως ο Ουίλιαμ Γκίμπσον, ο Τομ Μάντοξ, ο Τζον Σίρλεϊ και ο Μπρους Στέρλινγκ, μεγαλωμένοι με τα γραπτά των μπίτνικ και τα προστάγματα της αντικουλτούρας και του αντεργκράουντ της δεκαετίας του '60, ανέμειξαν αυτές τις τάσεις σε ένα καινούργιο μείγμα και τις συνδύασαν με αφηγηματικές μεθόδους καταγόμενες από τη νουάρ και από τη μεταμοντέρνα λογοτεχνία.

Ως το 1980 το κυβερνοπάνκ είχε με αυτόν τον τρόπο γεννηθεί, αποτελώντας τη νέα, ριζοσπαστική τάση της επιστημονικής φαντασίας και μετεξέλιξη του Νέου Κύματος. Εκείνη τη χρονιά γράφτηκε το διήγημα Κυβερνοπάνκ του Μπρους Μπέθκε[1] και τρία έτη μετά ο τίτλος του υιοθετήθηκε ως δηλωτικό όλου του νέου ρεύματος από τον Gardner Dozois, αρχισυντάκτη του αμερικανικού λογοτεχνικού περιοδικού Ιsaac Asimov's Science Fiction Magazine. Επιπλέον, ήδη από το 1982, η κινηματογραφική ταινία Blade Runner του Ρίντλεϊ Σκοτ, βασισμένη σε μυθιστόρημα του Φίλιπ Ντικ, κατόρθωσε να οπτικοποιήσει τα θεμελιώδη κυβερνοπάνκ στοιχεία και προβληματισμούς και να αποτυπώσει ένα νέο όραμα για το μέλλον. Το 1984 εκδόθηκε ο Νευρομάντης του Γκίμπσον, το καθοριστικότερο κυβερνοπάνκ μυθιστόρημα, το οποίο κέρδισε τα τρία σπουδαιότερα βραβεία επιστημονικής φαντασίας και έφερε το νέο ρεύμα για τα καλά στο προσκήνιο. Το 1988 προβλήθηκε το ιαπωνικό κυβερνοπάνκ άνιμε Akira, ενώ ήδη η σύντομη τηλεοπτική σειρά Max Headroom από τη Μεγάλη Βρετανία είχε διαδώσει ακόμα περισσότερο το είδος.

Κατά τη δεκαετία του '90 το κυβερνοπάνκ έσπασε οριστικώς τα λογοτεχνικά σύνορα αλλά, παράλληλα, έχασε γρήγορα την αίγλη του. Οι τεχνολογίες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των τηλεπικοινωνιών και της γενετικής μηχανικής, από κοινού με την παγκοσμιοποίηση και τη ρύπανση του περιβάλλοντος, προχωρούσαν πλέον τόσο γοργά και αναμειγνύονταν με την καθημερινή ζωή σε διεθνές επίπεδο τόσο πολύ που το τυπικό αφηγηματικό σκηνικό του κυβερνοπάνκ, κάποτε κλεφτή ματιά στο κοντινό μέλλον, έμοιαζε συνηθισμένο και απομυθοποιημένο. Ωστόσο το είδος δεν εξαφανίστηκε, απλώς έχασε τον αυτοτελή χαρακτήρα του επηρεάζοντας όμως βαθύτατα σχεδόν κάθε έκφανση του φανταστικού.

Χαρακτηριστικά

Τα μυθιστορήματα και διηγήματα που χαρακτηρίζονται κυβερνοπάνκ συνήθως εκτυλίσσονται στη Γη του κοντινού μέλλοντος, σε έναν μεταβιομηχανικό υπερκαπιταλιστικό κόσμο όπου τα ταξικά χάσματα, η παγκοσμιοποίηση και η ρύπανση του περιβάλλοντος έχουν φτάσει στον μέγιστο βαθμό. Η ιστορία δανείζεται στοιχεία από τη νουάρ αστυνομική λογοτεχνία και τον μεταμοντερνισμό, επικεντρωμένη σε πρωταγωνιστές από το κοινωνικό περιθώριο, τον υπόκοσμο ή τις τεχνολογικές υποκουλτούρες (π.χ. χάκερ ή μισθοφόροι). Για τους αντιήρωες αυτούς η υψηλή τεχνολογία αποτελεί καθημερινότητα και όχι ερευνητική δραστηριότητα.

Συνηθισμένα μοτίβα του κυβερνοπάνκ, και βασικά δομικά συστατικά της ταυτότητάς του, είναι οι περιθωριοποιημένοι άνθρωποι σε πολιτισμικά συστήματα αυξημένης τεχνολογικής ανάπτυξης, όπου κάποια εξουσία (μία τυραννική κυβέρνηση, μία ομάδα από ισχυρές πολυεθνικές επιχειρήσεις ή μία φονταμενταλιστική θρησκεία) καταπιέζει τους πολίτες. Αυτή η εξουσία διατηρεί τη θέση της με τη βοήθεια της τεχνολογίας, συνήθως της τεχνολογίας πληροφοριών (υπολογιστές, ΜΜΕ) ή της προηγμένης γενετικής μηχανικής. Οι περισσότεροι δέχονται ευχαρίστως επεμβάσεις στο σώμα τους όπως προσθετικά άκρα, κλωνοποιημένα όργανα, εμφυτευμένα ηλεκτρονικά κυκλώματα, αισθητική χειρουργική ή γενετικές μεταλλάξεις. Ακόμα σημαντικότερη είναι η επέμβαση στο μυαλό: άμεση διασύνδεση του εγκεφάλου με υπολογιστές σε πλασματικά ψηφιακά περιβάλλοντα που αντικαθιστούν τις φυσιολογικές αισθήσεις, τεχνητή νοημοσύνη, χειραγώγηση του νευρικού συστήματος, συνθετικά ψυχοτρόπα ναρκωτικά και, όχι σπάνια, ένα παγκόσμιο δίκτυο πληροφοριών εικονικής πραγματικότητας όπου τα δεδομένα είναι άμεσα προσπελάσιμα σε οπτικοποιημένη μεταφορική μορφή (κυβερνοχώρος). Αυτή είναι η «κυβερνητική» όψη του κυβερνοπάνκ.

Η «πανκ» πλευρά του παρουσιάζεται μέσω των αντιηρώων πρωταγωνιστών του, συνήθως αμοραλιστών εγκληματιών ή περιθωριοποιημένων απόκληρων που δρουν στα υπόγεια της κοινωνίας και χρησιμοποιούν τα τεχνολογικά μέσα του επικρατούντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος για να πετύχουν τους δικούς τους στόχους ή, τελικά, για να το ανατρέψουν. Με το κυβερνοπάνκ η επιρροή του μεταμοντερνισμού στην ΕΦ γίνεται πλέον καθοριστική: στα σκηνικά των κόσμων του η προσομοίωση έχει αντικαταστήσει το πραγματικό, η πληροφορία έχει αντικαταστήσει τα βιομηχανικά αγαθά, το αυτοαναπαραγόμενο χάος θριαμβεύει και οποιαδήποτε συνήθης έννοια τάξης ή παραδοσιακής, υποτίθεται σταθερής, αξίας συνθλίβεται. Η απουσία πραγματικού συναισθήματος και η πληροφοριακή υπερφόρτιση συμπληρώνουν την εικόνα.

Το κυβερνοπάνκ ξεχωρίζει από άλλες παρόμοιες προσπάθειες χάρη σε μία συγκεκριμένη τεχνοτροπία και κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Η πλοκή, συνήθως μηδενιστική και αμφίσημη, απηχεί την αισθητική και τη θεματολογία του νουάρ και της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το σκηνικό είναι αστικό, μεταβιομηχανικό και δυστοπικό, ενώ ο τόνος ζοφερός και απαισιόδοξος. Η μόλυνση του περιβάλλοντος έχει προχωρήσει πολύ, οι ανθρωπιστικές αξίες έχουν εκλείψει, η οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση έχουν καταστήσει το έθνος και τα εθνικά σύνορα απαρχαιωμένες έννοιες. Επικρατεί ένα πνεύμα απεγνωσμένου διεθνισμού και οι πολυεθνικές εταιρείες κινούν τα νήματα. Η Ιαπωνία έχει αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως μητρόπολη των εξελίξεων, η ιαπωνική μαφία (γιακούζα) δρα ποικιλοτρόπως σε πλανητική κλίμακα, ο υπερπληθυσμός, η διαφθορά, η βιομηχανική κατασκοπεία και η εκμετάλλευση του Γ’ Κόσμου είναι δεδομένες καταστάσεις. Η υπέρτατη πολιτική ισχύς έγκειται στον έλεγχο της διεθνούς ροής πληροφοριών.

Οι χάκερ είναι οι πιο περιζήτητοι εγκληματίες και οι υπολογιστές το απόλυτο τεχνολογικό φετίχ. Στον πυρήνα ενός τέτοιου κοινωνικού οικοδομήματος κρύβεται μία δυϊστική αντίληψη που διακρίνει απολύτως το σώμα από τον νου, τη δράση από την κίνηση, αλλά από την άλλη θολώνει ως τον έσχατο βαθμό τα όρια μεταξύ ηθικού και ανήθικου, φυσικού και συνθετικού, πραγματικού και εικονικού. Κάθε ερμηνεία για τον κόσμο καταλήγει να φαίνεται αδύνατη και μια αίσθηση ματαιότητας θριαμβεύει. Σύμφωνα με τον μαρξιστή κριτικό Φρέντρικ Τζέιμσον, το κυβερνοπάνκ είναι η ανώτερη λογοτεχνική έκφραση «αν όχι του μεταμοντέρνου, τότε του ίδιου του τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού». Για τον κριτικό λογοτεχνίας Ντάρκο Σούβιν από την άλλη, το κυβερνοπάνκ δεν εκφράζει συνολικά τον σύγχρονο μεταβιομηχανικό δυτικό πολιτισμό αλλά μόνο μία μικρή, μα σημαντική, ομάδα ατόμων η οποία συνιστά την οικονομικά ανώτερη τάξη της, εν πολλοίς άνεργης και περιθωριοποιημένης, σύγχρονης νεολαίας: ψηφιακά εγγράματους γνώστες των ΜΜΕ, της ηλεκτρονικής μουσικής, των υπολογιστών και των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, μετόχους ενός παγκόσμιου τεχνολογικού δικτύου που επιζούν τρεφόμενοι απρόθυμα από τη βάση της πολυεθνικής καπιταλιστικής ευημερίας, ενσαρκώνοντας το κατώτερο επίπεδο της μεσαίας τάξης.

Επίδραση στη Λογοτεχνία

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 από την ευρύτερη επικράτεια του κυβερνοπάνκ ξεπήδησε το ατμοπάνκ (steampunk), ένα λογοτεχνικό ρεύμα το οποίο δεν έχει τόσο εμφανή δυστοπικό χαρακτήρα και όπου το σκηνικό της ιστορίας τοποθετείται όχι στο κοντινό μέλλον, αλλά σε έναν εναλλακτικό 19ο αιώνα,[2] μετά τη βιομηχανική επανάσταση αλλά πριν την εξάπλωση της ηλεκτροδότησης. Η τεχνολογία στους ατμοπάνκ κόσμους είναι συνήθως πιο προηγμένη σε σχέση με την πραγματική τεχνολογία της εποχής αλλά, ελλείψει ηλεκτρονικών στοιχείων, βασίζεται στη δύναμη του ατμού και των κουρδιστών μηχανισμών, όπως πράγματι γινόταν τότε. Κατά τα άλλα, η κοινωνία, η αισθητική και η ατμόσφαιρα συνήθως αντανακλούν επακριβώς τις συμβάσεις του βικτοριανού κόσμου. Το ατμοπάνκ εμφανίστηκε όταν κάποιοι συγγραφείς άρχισαν συνειδητά να μιμούνται τα πρώιμα έργα επιστημονικής φαντασίας που γράφτηκαν πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προσθέτοντάς τους στοιχεία του πολύ επίκαιρου κυβερνοπάνκ. Ορισμένοι μάλιστα πειραματίστηκαν τοποθετώντας το σκηνικό των ιστοριών τους ακόμη πιο πίσω χρονικά, συχνά στον Μεσαίωνα, διατηρώντας όμως την τεχνολογία του ατμού και των κουρδιστών μηχανισμών ως κεντρικούς πυλώνες του κόσμου τους. Μετά το 1990, το ατμοπάνκ άρχισε να απομακρύνεται από τις κυβερνοπάνκ ρίζες του: η αισθητική και τα μοτίβα του άρχισαν να χρησιμοποιούνται ακόμη και σε έργα φάνταζυ και να τοποθετούνται δίπλα-δίπλα με τα υπερφυσικά και μαγικά στοιχεία που αφθονούν στο είδος αυτό.

Μια άλλη παράλληλη εξέλιξη η οποία εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είναι το μετακυβερνοπάνκ (postcyberpunk), ένα σύνολο έργων με εμφανή κυβερνοπάνκ χαρακτήρα αλλά με κεντρικούς ήρωες που επιχειρούν συνειδητά να βελτιώσουν το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, ή έστω να το διατηρήσουν και να αποτρέψουν περαιτέρω παρακμή του (π.χ. τα μυθιστορήματα του Νιλ Στίβενσον). Οι πρωταγωνιστές συνήθως είναι πιο ενεργά και σεβαστά μέλη της κοινωνίας σε σχέση με τους περιθωριακούς παρανόμους του Γκίμπσον, ενώ οι νέες τεχνολογίες του 21ου αιώνα παρουσιάζονται λιγότερο αλλοτριωτικές και υπό ένα θετικότερο πρίσμα. Το μετακυβερνοπάνκ φάνηκε να επικρατεί κατά τη δεκαετία του '90 εκτοπίζοντας το παραδοσιακό κυβερνοπάνκ στον λογοτεχνικό χώρο, την ίδια στιγμή που το τελευταίο έχανε τον διακριτό αβάν γκαρντ χαρακτήρα του, και έκανε όλο και πιο αισθητή την επιρροή του στον κινηματογράφο, στα κόμικς και στα βιντεοπαιχνίδια.

Εξελίχτηκε 10αδες φορές ως βιντεοπαιχνίδι δράσης _περιπέτειας που αναπτύχθηκε από τη CD Projekt RED (τελευταίο απ΄ότι γνωρίζουμε το Cyberpunk 2077 \ 2020 για τα PlayStation 4, Xbox One και  Windows).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή

ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα

Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.


ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά

🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:

Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)

Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"