Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μανόλης Αναγνωστάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μανόλης Αναγνωστάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23 Ιουνίου 2022

Μανόλης Αναγνωστάκης: θα ῾ρθει μια μέρα που ⁉️ δε θα ῾χουμε πια τι να πούμε;

Σαν σήμερα «μετανάστευσε» στον τόπο της ιστορίας και της λογοτεχνίας χαράματα 23-Ιούνη 2005 ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.

Το θέμα είναι τώρα  τι λες
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας…
Το θέμα είναι τώρα  τι λες.

Οι πρώτες ανθισμένες μυγδαλιές, τα πρώτα λουλούδια στο τσιμέντο, ο ήλιος ψηλά. Επιμένω στην άνοιξη που ήρθε και που δείχνει να θέλει να μείνει. Κι όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει, θα φέρει μαζί με τη νιότη μας και τα όνειρά μας. Θα φέρει όλα όσα περιμένεις, όσες εικόνες, όσα αρώματα κι όσα χρώματα έχεις φανταστεί.

Κι ήθελε ακόμη
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ  
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. 
Έβλεπα τώρα 
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω 
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες. 
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους 
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία 
Καρφώσατε σ’ εξώστες με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα 

Η διάγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις. 
Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη, 
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο 
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω 

Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω, 
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω 
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό βαδίζοντας στον δρόμο της ανατροπής




Φοβάμαι

Τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

          ταν μιν νοιξη
ταν μιν νοιξη χαμογελάσει
θ
ντυθες μία καινούργια φορεσι
κα θ ρθες ν σφίξεις τ χέρια μου
παλιέ μου φίλε

Κι σως κανες δ σ προσμένει ν γυρίσεις
μ
γ νιώθω τος χτύπους τς καρδις σου
κι
να νθος φυτρωμένο στν ριμη,
πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο, τ νύχτα, σφυρίζοντας,
να πλοο, μακριν κι προσδόκητο
θ
σ φέρει μαζ μ  τ νιότη μας
κα
τ νειρά μας

Κι σως τίποτα, λήθεια, δν ξέχασες
μ
γυρισμς πάντα ξίζει περσότερο
π κάθε μου γάπη κι γάπη σου
παλιέ μου φίλε

Ποιήματα πο μς διάβασε να βράδυ λοχίας Οtto V...

Σ δυ λεπτ θ κουστε τ παράγγελμα «μπρός»
Δν πρέπει ν σκεφτε κανένας τίποτε λλο
μπρς σημαία μας κι μες φ᾿ πλου λόγχη π πίσω
πόψε θ χτυπήσεις νελέητα κα θ θ χτυπηθες

Θ τραβήξεις μπροστ τραγουδώντας ρυθμικ μβατήρια
Θ τραβήξεις μπροστ πο μαντεύονται χιλιάδες νήσυχα μάτια
κε πο χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω π μία λλη σημαία
τοιμα ν χτυπήσουν κα ν χτυπηθον.

Σ᾿ να λεφτ πρέπει ν μς δώσουν τ σύνθημα
Μι λεξούλα μικρ πο σ λίγο ξαίσια θ λάμψει.

(Κι γ πο χω μία ψυχ παιδικ κα δειλ
Πο δν θέλει τίποτε λλο ν ξέρει π τν γάπη
Κι γ πολεμ τόσα χρόνια χωρίς, Θέ μου, ν μάθω γιατί
Κα δ βλέπω μπροστ τόσα χρόνια παρ μόνο τ δίδυμο δερφό μου)
(…)

Σ τούτη τ φωτογραφία μουνα νέος κοντ 22
χρον. δ εναι γυνακα π᾿ γαποσα:
γυνακα μου
Τ λέγανε Μάρθα· σφιγγε τ γιό μου μ λαχτάρα
στν γκαλιά της
Δ μο πε: «χαίρομαι πο πς ν πολεμήσεις».
κλαιγε σν να μικρ κοριτσάκι.
Κι δ κάποιο σπίτι παλι μ᾿ ναν κπο στ μέση
κα μ᾿ νθη...
...
Θυμσαι ταν μασταν παιδι εχαμε να ξύλι-
νο λογο κα μία γυαλιστερ τρομπέτα
Τ βράδια ξαγρυπνούσαμε στ βιβλία μ τς ρ-
χαες ρωικς στορίες
Τν θο μας πνο τυράννησαν ο ντίλαλοι τν
φημισμένων πολεμιστν
στερα τ ξεχάσαμε λα ατ σ μία γωνι γε-
λώντας γι τ παιδιάστικα καμώματα.
σως αριο μι τόση τρυπίτσα μο χαράξει τό μέ-
τωπο
μία τρυπίτσα πο χωρ λο τν πόνο τν ν-
θρώπων
Ποις εμαι; Πο βρίσκομαι; Σκίστε τ ροχα
μου δ μπροστ στ στθος
σως θ βρετε κόμα τ᾿ νομά μου σκαλισμένο.
Ποις τ θυμται;
Ψάξτε τ
ροχα μου κόμα... δ μουνα νέος
22
μόλις χρον
Κι δ μι γυνακα πο σφίγγει μ λαχτάρα να
παιδ στν γκαλιά της.

(κλαιγε λήθεια ταν φευγα σν να μικρ κο-
ριτσάκι).

Θά ρθει μι μέρα πο δ θά χουμε πι τί ν πομε
Θ καθόμαστε πέναντι κα θ κοιταζόμαστε στ μάτια
σιωπή μου θ λέει: Πόσο εσαι μορφη, μ δ
βρίσκω λλο τρόπο ν στ π
Θ ταξιδέψουμε κάπου, τσι π νία γι ν
πομε πς κι μες ταξιδέψαμε.
κόσμος ψάχνει σ᾿ λη του τ ζω ν βρε τουλάχιστο
τν ρωτα, μ δν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχν πς ζωή μας εναι τόσο μικρ
πο δν ξίζει κν ν τν ρχίσει κανείς.
π᾿ τν θήνα θ πάω στ Μοντεβίδεο σως κα
στ Σαγκάη, εναι κάτι κι ατ δ μπορες
ν τ μφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- τέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας να βράδυ
-
ξεχν πάνω σ τί- κι εναι κρμα γιατ ταν τόσο
μα τόσο νδιαφέρον.
Μι μέρα, ς τανε, ν φύγω μακριά σου λλ κι
κε θά ρθεις κα θ μ ζητήσεις
Δ μπορε, Θέ μου, ν φύγει κανες μοναχός του.


Ο Μ. Αναγνωστάκης ήταν από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς, αν και η πρώτη λογοτεχνική εμφάνισή του έγινε εν μέσω της τριπλής φασιστικής κατοχής και μάλιστα στα 17 του χρόνια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925, από γονείς Κρητικούς. Μαθητής, ακόμα, του Γυμνασίου, το 1942, εμφανίστηκε στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», που εξέδιδαν ΕΑμίτες και άλλοι προοδευτικοί λογοτέχνες του Πειραιά, και το 1944 στο ΕΠΟΝίτικο φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», του οποίου ήταν αρχισυντάκτης.

Μετά τη δημιουργία της ΕΠΟΝ, εντάχθηκε στην Οργάνωση της Θεσσαλονίκης και στο ΚΚΕ, ενώ με τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, εντάχθηκε στο ΚΚΕ «Εσωτερικού». Σπούδασε Ιατρική στο ΑΠΘ και το 1955 μετεκπαιδεύτηκε στη Βιέννη. Για τη δράση του συνελήφθη το 1948, βασανίστηκε, καταδικάστηκε για παράνομη δράση από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο και φυλακίστηκε στο Επταπύργιο, έως το 1951. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη σαν ακτινολόγος. Το 1978 εγκαταστάθηκε, με την σύζυγο και τον μοναχογιό του, στην Αθήνα.

Στα χρόνια των αγώνων και του εγκλεισμού του, έγραψε και δημοσίευσε πολλές ποιητικές συλλογές: «Εποχές» (1945), «Εποχές 2» (1948), «Εποχές 3» (1951). Ακολούθησαν οι συλλογές «Η συνέχεια» (1954), «Η συνέχεια 2» (1956), «Η συνέχεια 3» (1962), «Το περιθώριο» (1968-1969), «Ο στόχος» (1970), «Κόμμα» (1971), το 1975 «Τα Ποιήματα (1941-1971)», το 1983, εκτός εμπορίου, τη συλλογή «Υ.Γ» (επανεκδόθηκε κανονικά το 1992), η οποία περιλαμβάνει ποιήματα μιας ή δυο φράσεων, που μοιάζουν με αυτοβιογραφικά αλλά ετερογραφικά «επιγράμματα», το 1987 εκδόθηκαν «Τα συμπληρωματικά», «Παιδική μούσα» (τραγούδια για μικρά παιδιά) και το 1990 η συλλογή - ανθολογία «Η χαμηλή φωνή».

Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, εξήγησε τη σχεδόν δεκαπεντάχρονη ποιητική «σιωπή» του:
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή».


Παράλληλα με την ποίησή του, που μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά, και μελοποιήθηκε από συνθέτες, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Θάνος Μικρούτσικος, Αγγελική Ιονάτου, Μιχάλης Γρηγορίου, Δημήτρης Παπαδημητρίου κ.ά., ασχολήθηκε και με τη μελέτη και την κριτική της λογοτεχνίας, συνεργαζόμενος με διάφορα περιοδικά και με την εφημερίδα «Αυγή». Επίσης, είχε ανακηρυχτεί επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Μαν. Αναγνωστάκης: «Είμαι ερωτικός και πολιτικός ποιητής μαζί. Είναι η εποχή που συνδύαζε αυτά τα δύο»

    Το ναυάγιο

    Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
    Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
    Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
    (Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοί γλιτώσαν;)
    Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
    Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
    Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
    Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
    Και στη μέση μια εκκλησιά
    Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία

    Του καπετάνιου μας που χάθηκε —ψηλά ψηλά—
    Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
    Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
    Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
    Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα.

    Θα ’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.
    Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.

«Αξιώθηκε να μετουσιώσει τις πληγές του σε μια μοναδική και εξαίσια Ποίηση που έγινε φάρος και οδηγός για όσους ακολούθησαν και που είχαν μέσα τους την ψυχική ευγένεια και την πνευματική δύναμη να την εκτιμήσουν».
                      Μίκης Θεοδωράκης

«Στο συρτάρι μου δεν θα βρει κανείς ποιήματα μισοτελειωμένα ή ατελείωτα, δεν θα βρει τίποτε». Ο Μαν. Αναγνωστάκης ήταν ολιγογράφος ποιητής. Ο ίδιος εξομολογείται: «Έκοψα με την ποίηση, σταμάτησα πολύ νωρίς διότι, όταν έρχεται η εμπειρία, όταν έρχονται οι ρυτίδες, η φλέβα, η ποιητική φλέβα στομώνει, στεγνώνει».

    Όλα έχουν αποδελτιωθεί

    Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει
    για την αγωνία της εποχής το αδιέξοδο
    την απανθρωπία του αιώνα
    τη χρεωκοπία των ιδεολογιών τη βαρβαρότητα της μηχανής
    για δίκες για ρήγματα για φράγματα
    για ενοχές για γρανάζια
    όλα έχουν κωδικοποιηθεί
    ταξινομηθεί
    αποδελτιωθεί…

(Τα λόγια του ποιητή από το βιβλίο Είμαι Αριστερόχειρ Ουσιαστικά. Μονόλογος του Μανόλη Αναγνωστάκη, Εκδόσεις Πατάκη)


H απόφαση

Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή

Παιδιά γυναίκες έντομα
Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φιλμ. Κι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς.

Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε
Τις ασχολίες σας να διακόψετε τη ζωή σας
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις

Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω…

Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα (1941 1971), Νεφέλη, Αθήνα 2000

    Μιλώ

    Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
    Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
    Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες

    Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
    Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
    Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους

    Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
    Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
    Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια

    Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
    Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
    Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

    Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
    Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
    Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
    Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
    Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια

    Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
    Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
    Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
    Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
    (…)

Δείτε και 👉 αφιέρωμα στην «Πύλη» 👈 για την ελληνική γλώσσα

ℹ️  Δισκογραφία (σε στίχους του ποιητή)

·       Μίκης Θεοδωράκης

        Στο έργο Αρκαδία VIII, 1974
            Μιλώ
            Χάρης (από το ποίημα Χάρης 1944)
        Στο έργο Της εξορίας, 1973
            Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
            Δεν έφταιγεν ο ίδιος
            Έφτασες Αργά
            Κάθε πρωί
        Στο έργο Μπαλάντες, 1975, επανέκδοση 2004
            Το Ναυάγιο
            Δρόμοι Παλιοί
            Κάτω απ’ τα ρούχα μου
            Χαρά χαρά
            Οι στίχοι αυτοί
            Μες στην κλειστή μοναξιά μου
            Και περνούσανε τα τραμ
            Όλα έχουν αποδελτιωθεί
            Όταν μιαν άνοιξη
            Ίσκιοι βουβοί

·       Μιχάλης Γρηγορίου
Η αγάπη είναι ο φόβος, 1980

·       Δημήτρης Παπαδημητρίου
Το σκάκι, 1996

Ο Μανώλης Αναγνωστάκης διαβάζει Αναγνωστάκη, σειρά Διόνυσος – Ελληνικά Ποιήματα, 1977