Σαν σήμερα «μετανάστευσε» στον τόπο της ιστορίας και της λογοτεχνίας χαράματα 23-Ιούνη 2005 ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.
Το θέμα είναι τώρα τι λες
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας…
Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Οι πρώτες ανθισμένες μυγδαλιές, τα πρώτα
λουλούδια στο τσιμέντο, ο ήλιος ψηλά. Επιμένω στην άνοιξη που ήρθε και που
δείχνει να θέλει να μείνει. Κι όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει, θα φέρει μαζί με
τη νιότη μας και τα όνειρά μας. Θα φέρει όλα όσα περιμένεις, όσες εικόνες, όσα
αρώματα κι όσα χρώματα έχεις φανταστεί.
Κι ήθελε ακόμη
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως
εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η διάγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα
κρανία τα παράθυρα, πλέκω,
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.
Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό βαδίζοντας στον δρόμο της ανατροπής
Φοβάμαι
Τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι
τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Ὅταν μιὰν ἄνοιξη —
Ὅταν μιὰν ἄνοιξη χαμογελάσει
θὰ ντυθεῖς μία καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ῾ρθεῖς νὰ σφίξεις τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι
ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει νὰ γυρίσεις
μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου
κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο στὴν ὥριμη,
πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τὴ νύχτα, σφυρίζοντας,
ἢ ἕνα πλοῖο, μακρινὸ κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας
Κι
ἴσως τίποτα, ἀλήθεια, δὲν ξέχασες
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε
Ποιήματα ποὺ μᾶς διάβασε ἕνα βράδυ ὁ λοχίας Οtto V...
Σὲ
δυὸ λεπτὰ
θὰ ἀκουστεῖ τὸ
παράγγελμα «Ἐμπρός»
Δὲν πρέπει
νὰ σκεφτεῖ
κανένας τίποτε
ἄλλο
Ἐμπρὸς ἡ
σημαία μας
κι ἐμεῖς
ἐφ᾿ ὅπλου
λόγχη ἀπὸ
πίσω
Ἀπόψε θὰ
χτυπήσεις ἀνελέητα
καὶ θὰ
θὰ χτυπηθεῖς
Θὰ
τραβήξεις μπροστὰ
τραγουδώντας ρυθμικὰ
ἐμβατήρια
Θὰ τραβήξεις
μπροστὰ ποὺ
μαντεύονται χιλιάδες ἀνήσυχα μάτια
Ἐκεῖ ποὺ
χιλιάδες χέρια
σφίγγονται γύρω
ἀπὸ μία
ἄλλη σημαία
Ἕτοιμα νὰ
χτυπήσουν καὶ
νὰ χτυπηθοῦν.
Σ᾿
ἕνα λεφτὸ
πρέπει νὰ
μᾶς δώσουν
τὸ σύνθημα
Μιὰ λεξούλα
μικρὴ ποὺ
σὲ λίγο
ἐξαίσια θὰ
λάμψει.
(Κι ἐγὼ ποὺ
ἔχω μία
ψυχὴ παιδικὴ
καὶ δειλὴ
Ποὺ δὲν
θέλει τίποτε
ἄλλο νὰ
ξέρει ἀπὸ
τὴν ἀγάπη
Κι ἐγὼ
πολεμῶ τόσα
χρόνια χωρίς,
Θέ μου,
νὰ μάθω
γιατί
Καὶ δὲ
βλέπω μπροστὰ
τόσα χρόνια
παρὰ μόνο
τὸ δίδυμο
ἀδερφό μου)
(…)
Σὲ τούτη
τὴ φωτογραφία ἤμουνα νέος κοντὰ 22
χρονῶ. ἐδῶ
εἶναι ἡ
γυναῖκα π᾿
ἀγαποῦσα: ἡ
γυναῖκα μου
Τὴ λέγανε
Μάρθα· ἔσφιγγε
τὸ γιό
μου μὲ
λαχτάρα
στὴν ἀγκαλιά
της
Δὲ μοῦ
῾πε: «χαίρομαι
ποὺ πᾶς
νὰ πολεμήσεις».
Ἔκλαιγε σὰν
ἕνα μικρὸ
κοριτσάκι.
Κι ἐδῶ
κάποιο σπίτι
παλιὸ μ᾿
ἕναν κῆπο
στὴ μέση
καὶ μ᾿
ἄνθη...
...Θυμᾶσαι ὅταν
ἤμασταν παιδιὰ εἴχαμε
ἕνα ξύλι-
νο ἄλογο
καὶ μία
γυαλιστερὴ τρομπέτα
Τὰ βράδια
ξαγρυπνούσαμε στὰ
βιβλία μὲ
τὶς ἀρ-
χαῖες ἡρωικὲς
ἱστορίες
Τὸν ἀθῷο
μας ὕπνο
τυράννησαν οἱ
ἀντίλαλοι τῶν
φημισμένων πολεμιστῶν
Ὕστερα τὰ
ξεχάσαμε ὅλα
αὐτὰ σὲ
μία γωνιὰ
γε-
λώντας γιὰ
τὰ παιδιάστικα
καμώματα.
Ἴσως αὔριο
μιὰ τόση
τρυπίτσα μοῦ
χαράξει τό
μέ-
τωπο
Ὢ μία τρυπίτσα
ποὺ χωρᾷ
ὅλο τὸν
πόνο τῶν
ἀν-
θρώπων
Ποιὸς εἶμαι;
Ποῦ βρίσκομαι;
Σκίστε τὰ
ροῦχα
μου ἐδῶ
μπροστὰ στὸ
στῆθος
Ἴσως θὰ
βρεῖτε ἀκόμα
τ᾿ ὄνομά
μου σκαλισμένο.
Ποιὸς τὸ
θυμᾶται;
Ψάξτε τὰ ροῦχα μου
ἀκόμα... Ἐδῶ ἤμουνα
νέος
22 μόλις χρονῶ
Κι ἐδῶ
μιὰ γυναῖκα
ποὺ σφίγγει
μὲ λαχτάρα
ἕνα
παιδὶ στὴν
ἀγκαλιά της.
(Ἔκλαιγε
ἀλήθεια ὅταν
ἔφευγα σὰν
ἕνα μικρὸ
κο-
ριτσάκι).
Θά ῾ρθει
μιὰ μέρα
ποὺ δὲ
θά ῾χουμε
πιὰ τί
νὰ ποῦμε
Θὰ καθόμαστε
ἀπέναντι καὶ
θὰ κοιταζόμαστε
στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου
θὰ λέει:
Πόσο εἶσαι
ὄμορφη, μὰ
δὲ
βρίσκω ἄλλο
τρόπο νὰ
στὸ πῶ
Θὰ ταξιδέψουμε
κάπου, ἔτσι
ἀπὸ ἀνία
ἢ γιὰ νὰ
ποῦμε πὼς
κι ἐμεῖς
ταξιδέψαμε.
Ὁ κόσμος ψάχνει
σ᾿ ὅλη
του τὴ
ζωὴ νὰ
βρεῖ τουλάχιστο
τὸν ἔρωτα,
μὰ δὲν
βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνὰ
πὼς ἡ
ζωή μας
εἶναι τόσο
μικρὴ
ποὺ δὲν
ἀξίζει κἂν
νὰ τὴν
ἀρχίσει κανείς.
Ἀπ᾿ τὴν
Ἀθήνα θὰ
πάω στὸ
Μοντεβίδεο ἴσως
καὶ
στὴ Σαγκάη,
εἶναι κάτι
κι αὐτὸ
δὲ μπορεῖς
νὰ τὸ
ἀμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου-
ἀτέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ἕνα
βράδυ
-ξεχνῶ πάνω
σὲ τί-
κι εἶναι κρῖμα γιατὶ
ἦταν τόσο
μα τόσο
ἐνδιαφέρον.
Μιὰ μέρα,
ἂς ἤτανε,
νὰ φύγω
μακριά σου
ἀλλὰ κι
ἐκεῖ θά
῾ρθεις καὶ
θὰ μὲ
ζητήσεις
Δὲ μπορεῖ,
Θέ μου,
νὰ φύγει
κανεὶς μοναχός
του.
Ο Μ. Αναγνωστάκης ήταν από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς, αν και η πρώτη λογοτεχνική εμφάνισή του έγινε εν μέσω της τριπλής φασιστικής κατοχής και μάλιστα στα 17 του χρόνια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925, από γονείς Κρητικούς. Μαθητής, ακόμα, του Γυμνασίου, το 1942, εμφανίστηκε στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», που εξέδιδαν ΕΑμίτες και άλλοι προοδευτικοί λογοτέχνες του Πειραιά, και το 1944 στο ΕΠΟΝίτικο φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», του οποίου ήταν αρχισυντάκτης.
Μετά τη δημιουργία της ΕΠΟΝ, εντάχθηκε στην Οργάνωση της Θεσσαλονίκης και στο ΚΚΕ, ενώ με τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, εντάχθηκε στο ΚΚΕ «Εσωτερικού». Σπούδασε Ιατρική στο ΑΠΘ και το 1955 μετεκπαιδεύτηκε στη Βιέννη. Για τη δράση του συνελήφθη το 1948, βασανίστηκε, καταδικάστηκε για παράνομη δράση από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο και φυλακίστηκε στο Επταπύργιο, έως το 1951. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη σαν ακτινολόγος. Το 1978 εγκαταστάθηκε, με την σύζυγο και τον μοναχογιό του, στην Αθήνα.
Στα χρόνια των αγώνων και του εγκλεισμού του, έγραψε και δημοσίευσε πολλές ποιητικές συλλογές: «Εποχές» (1945), «Εποχές 2» (1948), «Εποχές 3» (1951). Ακολούθησαν οι συλλογές «Η συνέχεια» (1954), «Η συνέχεια 2» (1956), «Η συνέχεια 3» (1962), «Το περιθώριο» (1968-1969), «Ο στόχος» (1970), «Κόμμα» (1971), το 1975 «Τα Ποιήματα (1941-1971)», το 1983, εκτός εμπορίου, τη συλλογή «Υ.Γ» (επανεκδόθηκε κανονικά το 1992), η οποία περιλαμβάνει ποιήματα μιας ή δυο φράσεων, που μοιάζουν με αυτοβιογραφικά αλλά ετερογραφικά «επιγράμματα», το 1987 εκδόθηκαν «Τα συμπληρωματικά», «Παιδική μούσα» (τραγούδια για μικρά παιδιά) και το 1990 η συλλογή - ανθολογία «Η χαμηλή φωνή».
Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, εξήγησε
τη σχεδόν δεκαπεντάχρονη ποιητική «σιωπή» του:
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής
μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή».
Παράλληλα με την ποίησή
του, που μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά, και
μελοποιήθηκε από συνθέτες, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Θάνος Μικρούτσικος,
Αγγελική Ιονάτου, Μιχάλης Γρηγορίου, Δημήτρης Παπαδημητρίου κ.ά., ασχολήθηκε
και με τη μελέτη και την κριτική της λογοτεχνίας, συνεργαζόμενος με διάφορα
περιοδικά και με την εφημερίδα «Αυγή». Επίσης, είχε ανακηρυχτεί επίτιμος
διδάκτωρ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Μαν. Αναγνωστάκης: «Είμαι ερωτικός και πολιτικός ποιητής μαζί. Είναι η εποχή
που συνδύαζε αυτά τα δύο»
Το ναυάγιο
Θα
μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το
χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοί
γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε —ψηλά ψηλά—
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο
χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα
κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο
καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το
ρίξουμε στη θάλασσα.
Θα
’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’
εμάς.
«Αξιώθηκε να μετουσιώσει τις πληγές του σε μια
μοναδική και εξαίσια Ποίηση που έγινε φάρος και οδηγός για όσους ακολούθησαν
και που είχαν μέσα τους την ψυχική ευγένεια και την πνευματική δύναμη να την
εκτιμήσουν».
Μίκης Θεοδωράκης
«Στο συρτάρι μου δεν θα βρει κανείς ποιήματα μισοτελειωμένα ή ατελείωτα, δεν θα βρει τίποτε». Ο Μαν. Αναγνωστάκης ήταν ολιγογράφος ποιητής. Ο ίδιος εξομολογείται: «Έκοψα με την ποίηση, σταμάτησα πολύ νωρίς διότι, όταν έρχεται η εμπειρία, όταν έρχονται οι ρυτίδες, η φλέβα, η ποιητική φλέβα στομώνει, στεγνώνει».
Όλα έχουν αποδελτιωθεί
Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά και κυρίως να
γράφει
για την αγωνία της εποχής το αδιέξοδο
την απανθρωπία του αιώνα
τη χρεωκοπία των ιδεολογιών τη
βαρβαρότητα της μηχανής
για δίκες για ρήγματα για φράγματα
για ενοχές για γρανάζια
όλα έχουν κωδικοποιηθεί
ταξινομηθεί
αποδελτιωθεί…
(Τα λόγια του ποιητή από το βιβλίο Είμαι Αριστερόχειρ Ουσιαστικά. Μονόλογος του Μανόλη Αναγνωστάκη, Εκδόσεις Πατάκη)
H απόφαση
Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή
Παιδιά γυναίκες έντομα
Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φιλμ. Κι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς.
Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε
Τις ασχολίες σας να διακόψετε τη ζωή σας
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις
Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω…
Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα (1941 ‑1971), Νεφέλη, Αθήνα 2000
Μιλώ
Μιλώ
για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας
φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα
στους διαβάτες
Μιλώ
για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως
παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν
δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ
για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα
σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε
τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ
για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους
βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για
το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο
πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε
τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν
ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν
αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν
τα μάτια
Κι οι
σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο
παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει
ή να λυγίσει.
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή
ερημία του πλήθους.
(…)
Δείτε και 👉 αφιέρωμα στην «Πύλη» 👈 για την ελληνική γλώσσα
ℹ️ Δισκογραφία (σε στίχους του ποιητή)
· Μίκης Θεοδωράκης
Στο έργο Αρκαδία VIII, 1974
Μιλώ
Χάρης (από το ποίημα Χάρης
1944)
Στο έργο Της εξορίας, 1973
Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
Δεν έφταιγεν ο ίδιος
Έφτασες Αργά
Κάθε πρωί
Στο έργο Μπαλάντες, 1975,
επανέκδοση 2004
Το Ναυάγιο
Δρόμοι Παλιοί
Κάτω απ’ τα ρούχα μου
Χαρά χαρά
Οι στίχοι αυτοί
Μες στην κλειστή μοναξιά μου
Και περνούσανε τα τραμ
Όλα έχουν αποδελτιωθεί
Όταν μιαν άνοιξη
Ίσκιοι βουβοί
·
Μιχάλης
Γρηγορίου
Η αγάπη είναι ο φόβος, 1980
·
Δημήτρης
Παπαδημητρίου
Το σκάκι, 1996
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης διαβάζει Αναγνωστάκη, σειρά Διόνυσος – Ελληνικά Ποιήματα, 1977