Πολύ πριν ο Τσιτσάνης, μιλήσει για το ρέμα, τα
βαριά του σεκλέτια κι εκείνη που 'χε ερωτευθεί
Λίγο πριν έρθει ο σ.φος Παναγιώτης
Μακρής από την εξορία και αποφασίσει να κλείσει τον “ντερέ” _τότε
πολιτογραφήθηκα Καισαριανιώτης _και να το μετατρέψει στο πάρκο, που ο λαός της
Καισαριανής απολαμβάνει και σήμερα 50+ χρόνια μετά
μια ηρωική μορφή του λαϊκού κινήματος και του Κόμματος
Όλη του η ζωή δοσμένη στο λαό,
Με συνέπεια, σεμνότητα και απαράμιλλο αγωνιστικό ήθος.
το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ),
που από τις γραμμές του αγωνίστηκα σε όλη μου τη ζωή,
για να συνεχίσει τους αγώνες του».
Παιχνίδια μιας άλλης εποχής
Το πιο επικίνδυνο και τολμηρό παιχνίδι που παίζανε ήταν η
είσοδος μέσα στον υπόνομο. Μπαίνανε από το στόμιο του, στον Αι Γιάννη, κοντά
στα συνεργεία του δήμου –τέτοιες μπούκες υπήρχαν και παρακάτω, μέχρι την οδό
Θεαγένους.
Σε ομάδες 5-10, με αυτοσχέδιους φακούς -δαδιά με φωτιά συνήθως για να βλέπουν
και να διώχνουν τους αρουραίους και βγαίνανε κάπου στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Τον ίδιο καιρό ο υποφαινόμενος _αλάνι ολκής, περιφερόμουν μεταξύ παρυφών Υμηττού και Μεσογείων –τότε που ήταν …με μόνο δυο λωρίδες κυκλοφορίας, Χαλάντρι –κάτω από την 7η, “Φάρο Ψυχικού” κλπ. πάντα με πληγιασμένα γόνατα.
Το κουτί με την ασετιλίνη
Ανοίγαμε μια λακκούβα, σχετικό μικρή, στην οποία ρίχναμε νερό. Μέσα εκεί
ρίχναμε ένα κομμάτι ασετιλίνη, η οποία “έβραζε”. Είχαμε ένα κουτί από γάλα του
εβαπορέ, από την κάτω πλευρά τελείως ανοικτό ενώ, στο πάνω μέρος του κάναμε μία
μικρή τρύπα … το τοποθετούσαμε στο κέντρο της λακκούβας και το στερεώναμε με
περιφερειακά χώμα. Μόλις ολοκληρωνόταν αυτή η διαδικασία ξαπλώναμε όλοι κάτω,
μπρούμυτα και ένας από μας κρατώντας ένα μακρύ ξύλο, που στην άκρη του υπήρχε
ένα αναμμένο πανί, το έβαζε στην τρύπα του κουτιού και γινόταν μια μικρή. Το
κουτί πεταγόταν στον αέρα και οι λάσπες στα πλάγια. Όσο πιο ψηλά πήγαινε το
κουτί, τόσο πιο πετυχημένη ήταν η προσπάθεια.
Ξαναγυρνώντας στο ρέμα της Καισαριανής
Το νερό που έτρεχε στην κοίτη του ήταν συνήθως βρώμικο και την κάλυπτε ολόκληρη, αλλά δεν πλατσουρίζαμε, βαδίζαμε πατώντας στις πλευρές του _ ήταν στρογγυλή και αυτό έκανε την διάβαση πολύ δύσκολη και αργή. Αγνοώντας τον κίνδυνο της ξαφνικής καταιγίδας, που συχνά κατέβαζε ποτάμι νερό από τον Υμηττό και γέμιζε το “τούνελ” μέχρι πάνω
Για να Βγούμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο θέλαμε περίπου μία ώρα και παραπάνω –σε κάποια σημεία έλειπε και το οξυγόνο και βαριανασαίναμε
Αυτά όμως, ήταν, τότε, για μας ψιλά γράμματα. Είχαμε πλήρη άγνοια κινδύνου. Αποτελούσε τίτλο τιμής για όποιον διέσχιζε τον αγωγό και καμάρωνε για το επίτευγμά του.
Οι παγίδες:
Το παιχνίδι με την ασετιλίνη και αυτό με τις παγίδες το παίζαμε στο πρώτο βουνό, δηλαδή στο χώρο μεταξύ της πάλαι ποτέ ποτοποιίας Χατζημιχάλη στην Δράκοντος _μετά Θήρωνος.
Στο πρώτο Βουνό, την εποχή εκείνη, επικρατούσε ερημιά. Δεν υπήρχαν σπίτια παρά οι δύο κτιστές μάντρες, το έδαφος ήταν πολύ επικλινές και κακοτράχαλο, με μονοπάτια από τα οποία περ¬νούσε ο κόσμος.
Στα μονοπάτια αυτά ανοίγαμε μία μεγάλη τρύπα _λούμπα 40-50-60 πόντους, που γεμίζαμε με νερό. Στο πάνω μέρος της, λίγο πριν το χείλος, τοποθετούσαμε ξύλα, πάνω από αυτά χαρτί και πάνω στο χαρτί χώμα. Φροντίζαμε το σημείο να μην διαφέρει καθόλου από το υπόλοιπο μονοπάτι Οι πεζοί περπατώντας αμέριμνα, πατούσαν το σημείο που είχαμε στήσει παγίδα και έπεφταν μέσα.
Σήμερα
αποτελούν γλυκιά ανάμνηση
στη σκιά της ανταρτομάνας Καισαριανής.
(δείγμα)
Ο Θέμος Κορνάρος θα γράψει για τον Ανδρέα
Λυκουρίνο στην “Ελεύθερη Ελλάδα” της 6 του Μάη 1945, το παρακάτω κείμενο.
Το μεταφέρουμε από το βιβλίο του γιατρού Αντώνη Φλούντζη “Χαϊδάρι, κάστρο και
βωμός της Εθνικής Αντίστασης”, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1986.
Ο Ανδρέας Λυκουρίνος γεννήθηκε στα 1931 κι ο κατακλυσμός της
σκλαβιάς τον βρίσκει ένδεκα χρονών. Πήρε ενεργό μέρος στην πρώτη φάση του
αγώνα. Στην επίθεση πείνας. Το Ελληνικό φρούριο κράτησε άμυνα γερή ένα χρόνο…
Ο Ανδρέας Λυκουρίνος έπρεπε να διαλέξει μεταξύ του σχολικού
βαθμολογίου και του ανοιχτού αγώνα της πατρίδας του. Ητανε ο πρώτος μαθητής.
Αυτό δεν τον εμπόδισε καθόλου να βρει τα πόστα του παράνομου τύπου και να
ακούει απ’ ευθείας τη φωνή και τις εντολές του μαχόμενου Έθνους: «Κρατηθείτε
ζωντανοί. Η ζωή μας θα είναι το χρησιμότερο υλικό για τη μάχη, για τη ΝΙΚΗ».
Ο Λυκουρίνος θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τη ζωή των δικών του. Για τα τρία αδέρφια και τους γονείς του. Αγοράζει και πουλά παλιά ρούχα και παλιά παπούτσια κι έσωσε το σπίτι του. Η δουλειά του πατέρα του περνούσε κρίση. Ήτανε μαραγκός. Στην ξεγνοιασιά του παιδικού προσώπου έρχεται η ευθύνη και η αγωνία και βάζουνε σφραγίδα τίμιου άνδρα… Είχε νικήσει την πρώτη νίκη για λογαριασμό της αδούλωτης πατρίδας του. Είχε αποκτήσει αυτοπεποίθηση. Έχει επιβληθεί και στους μικρούς και στους μεγάλους. Και στην επιθετική φάση του αγώνα, όταν το Έθνος γύρευε αρχηγούς της κάθε ηλικίας και της κάθε γειτονιάς, ο Α. Λυκουρίνος βρισκότανε κιόλας τοποθετημένος μόνος του, στο ηγετικό πόστο της νολαίας Μακρυγιάννη.
Έχει μπει στα 12 χρόνια! Και καμαρώνει γιατί – προσθέτοντας
μόνος του δύο-τρία χρόνια παρά πάνω – έφτιαχνε ένα νούμερο που ξέφευγε κάπως
από τα σύνορα της νηπιακής ηλικίας.
Είχε γίνει θρύλος μεταξύ των τσολιάδων, συζητιόνταν μ’
ανησυχία τα κατορθώματα κάποιου «μωρού», στο Κουκάκι.
Το αντάρτικο γύρευε όπλα. Οι οργανώσεις είχανε πάντα ανοιχτό
έρανο γι’ αυτό το σκοπό. Ο Α. Λυκουρίνος πήρε πρωτοβουλία: Με δεκαρολογήματα
δουλειά δεν γίνεται. Πιο δύσκολα βρίσκονται τα όπλα, παρά τα λεπτά. Μ’ ένα
ψευτοπίστολο, πήλινο, παραφυλάει ένα βράδυ σε μια γωνιά. Κι αφοπλίζει τον πρώτο
τσολιά. Πετάει τον πηλό. Και μ’ αληθινό όπλο πια μαζεύει και πιστόλια και
χειροβομβίδες και στολές ακόμη. Δεν είναι λίγοι οι τσολιάδες που αναγκάστηκαν
να φτάσουν στη στρατώνα τους, με τα εσώρουχα μόνο… Η Ειδική Ασφάλεια
ενδιαφέρθηκε. Τα Ες-Ες τα γερμανικά απαιτούνε από τους αρχηγούς των ελληνικών
Ες-Ες την εμπέδωση της «τάξεως» στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, γιατί οι
τσολιάδες ζήτησαν… ενίσχυση.
Τίποτα δεν μπόρεσαν. Όλα ήταν ήρεμα. Οι μυστικοί που
τοποθετήθηκαν στη συνοικία δεν έβλεπαν καμιά ύποπτη κίνηση. Οι άνθρωποι
πήγαιναν στις δουλειές τους, γύριζαν κουρασμένοι, τα παιδιά παίζανε στην αυλή
του σκολειού. Κι αν ρωτούσαν και για βαθμούς, ο Λυκουρίνος είχε τα πρωτεία.
Μπροστά τους περνούσε με τα βιβλία στο χέρι. Τους ήξερε. Δεν του ξέφευγε
κανένας από τους ανθρώπους της Ασφάλειας. Η αυτοάμυνα του έγινε ένστικτο. Μαέστρος
και σ’ αυτή τη δουλειά. Θα τον ζήλευαν και μεγάλοι και παλιοί και νέοι
αγωνιστές για την τάξη και τη συνωμοτικότητά του. Μόνο που δεν περιοριζότανε
στις νυχτερινές εξορμήσεις. Στη μάχη του Μακρυγιάννη με τους τσολιάδες του
1943, που κράτησε τέσσερις ώρες, πήρε μέρος και ο Λυκουρίνος.
Ένα βράδυ το Μάη του 1943, οι Γερμανοί σήκωσαν τον κόσμο στο
πόδι στη συνοικία αυτή, με τους πυροβολισμούς και τις φωνές τους. Κυνηγούσαν
στους δρόμους κάτι σκιές. Ήτανε η παρέα του Λυκουρίνου. Η δράση του παιδιού
γεμίζει δυο χρόνια της σκλαβιάς. Γίνεται παράδειγμα και θρύλος ανάμεσα στους
αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πρακτόρων του
εχθρού.
Στις 4 του Ιούνη 1944 βρέθηκε ο φρικτός προδότης, και στις 5
του Ιούνη έξι χαφιέδες των ελληνικών Ες-Ες, μπλοκάρουνε το σπίτι του Εθνικού
αγωνιστή, στη συνοικία Κουκάκι (σ.σ. Γαληνού 41). Ζητούν τον Ανδρέα Λυκουρίνο.
Ο πατέρας του ζητάει εξηγήσεις για το παιδί. Κι αυτοί γυρεύουν, εκτός από το
παιδί και το πιστόλι που πήρε ψες το βράδυ από έναν δικό τους. Μα δε βρήκανε
τίποτα. Μόνο ένα παιδάκι αδύνατο, μια σταλιά, που κοιμότανε ξέγνοιαστα στο
γιατάκι του και πλάι στην καρέκλα είχε το κοντό του παντελονάκι και τα βιβλία
του σχολείου του. Κάτω βρίσκονταν και τα πεδιλάκια του Νο 32.
– Αυτός είναι; ρωτούνε τον πατέρα.
– Αυτός.
– Εσύ είσαι; ρωτούνε το ίδιο το παιδί.
– Ποιος;
– Ο τρομοκράτης!
– Οχι! Είμαι μαθητής. Πάω στη δεύτερη Γυμνασίου στο 6ο Γυμνάσιο, απαντά
απαθέστατα.
Μα οι πληροφορίες τους είναι θετικές. Αρχίζει το ξύλο. Γυρεύουν το πιστόλι. Μα
το πιστόλι, ποιος ξέρει σε ποια βουνοκορφή θα ταξίδευε πια κείνη την ώρα. Και
πήρανε μόνο τον Ανδρέα, με το μαθητικό του πηλήκιο στα άντρα τους. Πήρανε μέτρα
εξαιρετικά ώσπου να φτάσουνε στην οδό Παπαρηγοπούλου Νο 7. Εκεί ήταν η έδρα των
ελληνικών Ες-Ες. Επικεφαλής της συνοδείας ήτανε ο Μάκης Μακρογιάννης, που
υπηρετεί σήμερα στην Εθνοφυλακή με το βαθμό ανθυπασπιστή. Η αλήθεια είναι πως
ζήτησε να σώσει το παιδί. Ζήτησε τη βοήθεια του πατέρα του και δέκα λίρες, μέσω
ενός άλλου της συνοδείας.
Το ανέκριναν και το ρωτούσαν, πού έχει κρυμμένες τις λίρες;
(Είχανε πληροφορίες πως έχει πολλές). Αφού δεν βγήκε τίποτε, τον παρέδωσαν την
ίδια μέρα στην Ειδική Ασφάλεια και μετά τέσσερις μέρες στα γερμανικά Ες-Ες της
οδού Μέρλιν. Το κρεμάσανε, το κάψανε, του βάλανε στα νύχια καρφίτσες. Μα αυτός
εξακολουθούσε να είναι μαθητής της 2ης τάξης του 6ου Γυμνασίου και ο αλύγιστος
και παινεμένος αγωνιστής του Εθνικού Ελληνικού Αγώνα της Αντίστασης. Τέτοιος
έμεινε ως το τέλος. Τέτοιον τον γνώρισε τον ήρωα Λυκουρίνο και το Χαϊδάρι. Τώρα
ήταν 14 χρονών. Στις 5 Σεπτέμβρη 1944 τον οδήγησαν στο εκτελεστικό. Στο δρόμο
βρήκε τρόπο να πετάξει ένα σημείωμα που έγραφε:
«Μπαμπά με πάνε για εκτέλεση μαζί με τους (αναφέρει
ονόματα). Ειδοποίησε παρακαλώ τα σπίτια τους. Μη στενοχωριέστε. Ανδρέας».
Με τα παιδιά της ΚΝΕ |
Με το γερόλυκο Γιώργη Κατημερτζή |