18-10-2025 ** Κλίνοντας γόνυ _τιμής και μνήμης: Μου τον γνώρισε πριν 49+ χρόνια ο συμπατριώτης του _ένα άλλο παράδειγμα ακατάβλητου κομμουνιστή και ιστορικό στέλεχος του Κόμματος ο Αντώνης Καλαμπόγιας της Νικαριάς ένας από τους "9 του κόκκινου βράχου" σε καιρούς "δίσεκτους" _ήταν τότε στο ΠΓ ο σ.φος Στέφανος. Κρατώ το σπινθηροβόλο του βλέμμα την ευγένεια και το ήρεμο μέταλλο της φωνής του
Σαν σήμερα το 1958 ο σ.φος Στέφανος καταδικάζεται σε θάνατο για κατασκοπία από το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών, ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Μια ζωή αλύγιστος και στην πρώτη γραμμή του αγώνα ο βετεράνος κομμουνιστής (γεννημένος στο Μαυράτο της Νικαριάς το 1908), συμμετείχε στον αγώνα κατά της δικτατορίας του Μεταξά, όντας αξιωματικός του Πυροβολικού, μέσα από παράνομη αντιφασιστική οργάνωση που είχε ιδρυθεί στις Ένοπλες Δυνάμεις. Μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων το1926, πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και σε συνέχεια εντάχθηκε στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, ενώ στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ήταν γενικός επιτελάρχης του ΔΣΕ.
Το 1942 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1946 εξορίστηκε στη Φολέγανδρο, απ’ όπου
δραπέτευσε το 1947 μαζί με άλλους 11 εξόριστους αξιωματικούς.
Μετά τον Εμφύλιο, έζησε στην αναγκαστική προσφυγιά, μέχρι το 1955, οπότε ήρθε
παράνομος στην Ελλάδα. Πιάστηκε από την Ασφάλεια το 1956.Δικάστηκε από
στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της κατασκοπίας,
ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Τον Απρίλη του 1967, εξορίστηκε στη Γυάρο, Λέρο και σε συνέχεια στον Ωρωπό.
Απελευθερώθηκε το 1970 και εντάχθηκε αμέσως στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Το
1973 συνελήφθη εκ νέου, κρατήθηκε στα μπουντρούμια της ΕΣΑ και στη συνέχεια
εκτοπίστηκε στη Γυάρο μέχρι την κατάρρευση της δικτατορίας.
Πέρασε όλες τις δοκιμασίες αλύγιστος και έφυγε από τη ζωή το Δεκέμβρη του 1996.
(…)
Εύκολο να σου λέει ο άλλος να γράψεις, αλλά ήξερα πόσο δύσκολο είναι αυτό και
πόσο απέχει το γράψιμο από την προφορική αφήγηση. Επειδή αναφέρομαι
αποκλειστικά σε γεγονότα στα οποία υπήρξα αυτόπτης μάρτυς, ελπίζω ότι αυτό
είναι κάποια εγγύηση για την αντικειμενικότητα της αφήγησης. Ταυτόχρονα,
υπάρχει ο κίνδυνος η αναφορά στο πρόσωπό μου να δίνει την εντύπωση
περιαυτολογίας. (…)
Άλλωστε είναι πασίγνωστο ότι χιλιάδες άλλοι αγωνιστές αντιμετώπισαν πολύ
μεγαλύτερες δοκιμασίες και πολλοί θυσίασαν ακόμα και τη ζωή τους στον αγώνα (…)
_Από τον Πρόλογο της έκδοσης.
Η έκδοση αυτή αποτελεί μια ιστορική μαρτυρία του Στέφανου Παπαγιάννη για την περίοδο που διατέλεσε αξιωματούχος του ελληνικού στρατού ως απόφοιτος Εύελπις, τα βιώματά του στο αλβανικό μέτωπο, αλλά και το πέρασμα στην Αντίσταση με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ και τη δράση του ως Γενικού Επιτελάρχη του ΔΣΕ. Με τόνο σεμνό, όπως αρμόζει σε έναν κομμουνιστή, ο Στ. Παπαγιάννης στο βιβλίο του αφηγείται τα βιώματά του, παραθέτοντας ένα γραπτό μνημείο της αφοσίωσης στον αγώνα και τους σκοπούς του ΚΚΕ που είναι σε θέση να εμπνεύσουν τέτοια μεγάλα έργα και να σμιλέψουν τέτοιες προσωπικότητες, τα οποία πρέπει ν’ αποτελούν πρότυπο στάσης ζωής για κάθε νέα και νέο κομμουνιστή.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα ο Στέφανος Παπαγιάννης έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 88 χρόνων. Στη νεκρώσιμη ακολουθία, την ΚΕ του ΚΚΕ εκπροσώπησε ο Θόδωρος Τζιαντζής, μέλος του ΠΓ του Κόμματος, που αποχαιρέτισε τον Στέφανο Παπαγιάννη, εκ μέρους του ΚΚΕ, στο οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του, με τα παρακάτω λόγια:
"_Ένας ακόμη αγαπημένος, ένας πολύτιμος σύντροφος της παλιάς φρουράς, ο βετεράνος, ο κομμουνιστής Στέφανος Παπαγιάννης έφυγε ξαφνικά από κοντά μας.Με θλίψη και πόνο, σύντροφε Στέφανε, η ΚΕ του ΚΚΕ, οι σύντροφοι και συναγωνιστές σου, βρισκόμαστε σήμερα εδώ στο κλείσιμο της αγωνιστικής σου ζωής. Δεν ήρθαμε όμως για να σε αποχαιρετίσουμε. Δεν ήρθαμε μόνο να πούμε στην αγαπημένη σου οικογένεια λόγια εκτίμησης και παρηγοριάς. Κυρίως ήρθαμε για να σου εκφράσουμε λόγια τιμής για ό,τι προσέφερες στο Κόμμα μας, στους αγώνες της εργατικής τάξης και του λαού μας.
Λόγια ευγνωμοσύνης για την πολύτιμη αγωνιστική κληρονομιά που αφήνεις στον καθένα μας και σ' όλους μαζί. Ήρθαμε να σου πούμε αυτό που και εσύ γνωρίζεις καλά, ότι ο θάνατος δεν μπορεί να σβήσει τη σχέση που χτίσαμε μεταξύ μας στον αγώνα για το λεύτερο μέλλον του κόσμου. Ο θάνατος δεν μπορεί να σε κλέψει από τη μνήμη και την καρδιά μας, γιατί πάντα μέσα στις φλέβες μας θα κυλά το χαμόγελό σου, η αισιοδοξία σου για τη ζωή, η πίστη σου στον αγώνα μας.
Ο σύντροφος Στέφανος Παπαγιάννης ανήκε στην κατηγορία εκείνων των ανθρώπων που από μικρός μπήκε στη βιοπάλη. Γνώρισε και ζυμώθηκε με τα βάσανα, τις ανάγκες του λαού. Ο ίδιος λέει στο βιβλίο του:
"Η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη. Κτήματα για καλλιέργεια δεν υπήρχαν. Τα μεροκάματα στο νησί ήταν σπάνια. Συχνά τη βγάζαμε με λίγο ψωμί, λίγο χαλβά ή σαρδέλα. Όμως μάθαμε να αγαπάμε τη δουλιά και τα γράμματα, συνηθίσαμε στη σκληραγωγία και τη λιτότητα. Διδαχθήκαμε από παιδιά την τιμιότητα και την ανθρωπιά, εκείνες τις αρχές που παίξανε θετικό ρόλο στην κατοπινή μου ζωή". Έτσι απλά, με αρχές, ξεκίνησε τη ζωή του με αγάπη για τον άνθρωπο, αντίθετος με την κοινωνική αδικία. Από μαθητής ακόμα φωλιάζουν οι αριστερές ιδέες στη σκέψη του και αρχίζει να ωριμάζει η ανάγκη της κοινωνικής αλλαγής. Η σπίθα αυτή στη συνέχεια, όπως λέει πάλι ο ίδιος, στη Σχολή Ευελπίδων που φοίτησε, διατηρήθηκε και έγινε φωτιά. Γιατί "παρά τους αυστηρούς περιορισμούς και τα εμπόδια, οι προτάσεις του ΚΚΕ για τα προβλήματα του λαού και του τόπου πέρναγαν τις πύλες των στρατοπέδων και γίνονταν γνωστές στους φαντάρους και τους αξιωματικούς. Στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας είχαμε πειστεί", λέει, "για τον πατριωτικό χαρακτήρα του ΚΚΕ".
Έτσι, ο Στέφανος Παπαγιάννης, ο νεαρός αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο αγωνιστής κατά του Μεταξά, γίνεται μέλος του Κόμματος το Μάη του '42. Από εύελπις αντάρτης του ΕΛΑΣ, μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού, κομμουνιστής, συνεχίζει τη ζωή του πάντα με αρχές, με αξίες, ιδανικά, την αφιερώνει στον αγώνα για την ειρήνη, για το δίκιο, για την εθνική ανεξαρτησία, για την απελευθέρωση του ανθρώπου, για το σοσιαλισμό. Στη μακρόχρονη κομματική ζωή του αναδείχτηκε σε πολλές υπεύθυνες καθοδηγητικές θέσεις, έζησε και συμμετείχε σ' όλα τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία του τόπου μας.
Όλοι όσοι σε γνώρισαν, σύντροφε Στέφανε,
σε καλές αλλά και σε δύσκολες εποχές, εκεί που κρίνεται το μέγεθος, η αντοχή
και το βάθος του αγωνιστή, σε εκτίμησαν και σε αγάπησαν. Σ' αγαπήσαμε για την
αφοσίωσή σου στο Κόμμα, για τη συνέπεια στους αγώνες σου. Σ' αγαπήσαμε γιατί
έζησες τα μαρτύρια και τον τίμιο αγώνα του λαού μας, πάνω από μισό αιώνα, σαν
μέλος και στέλεχος του ΚΚΕ, αταλάντευτος, πρωτοπόρος αγωνιστής σ' όλες τις
καμπές του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος. Σ' αγαπήσαμε για την ευγένεια,
την καλοσύνη σου, για το ήθος σου και τη σεμνότητά σου, για όλη εκείνη τη
συμπεριφορά σου που ήταν υπόδειγμα συντροφικότητας, πρότυπο συνέπειας λόγων και
έργων, κομμουνιστή, σε κάθε έκφραση της ζωής σου.
Σ' αγαπήσαμε και σε σεβόμαστε, σύντροφε Στέφανε, γιατί ήσουν άνθρωπος
ευαίσθητος με μεγάλη καρδιά, όμως αδιάλλακτος απέναντι σε κάθε εκδήλωση
υπεροψίας, μπροστά στους ανθρώπους του μόχθου, σε κάθε έλλειψη εμπιστοσύνης στη
δύναμη του αγώνα τους και στην ιστορική αποστολή του Κόμματος.
Αγαπημένε μας Στέφανε
Ξέρουμε πως δε σου αρέσουν τα μεγάλα λόγια, μιας και έζησες σαν σεμνός και
αθόρυβος μαχητής, σ' όλα τα μέτωπα του αγώνα. Ξέρουμε ότι σαν αξιωματικός του
ελληνικού στρατού, μπορεί να καταδικάστηκες σε θάνατο, να διώχτηκες, να μην
τιμήθηκες από την πολιτεία όπως άξιζε η προσφορά σου στην πατρίδα και στο λαό
μας. Αγαπήθηκες και τιμήθηκες όμως από όλους αυτούς που δεν έσκυψαν το κεφάλι,
που αγάπησαν όπως κι εσύ τη ζωή και τον άνθρωπο και έδωσαν όπως κι εσύ ό,τι
καλύτερο μπορούσαν για μια καλύτερη ζωή.
Ακριβέ μας σύντροφε Στέφανε,
Φεύγεις σήμερα από κοντά μας. Όμως όλοι ξέρουμε ότι δε χάνεσαι. Γιατί στο νου
και στην καρδιά μας θα 'χεις πάντα μια ξεχωριστή θέση. Εκεί θα βρίσκεσαι και θα
στηρίζεις τα βήματα του αγώνα μας που συνεχίζεται. Καλό ταξίδι".
Στην κηδεία του βετεράνου κομμουνιστή
παραβρέθηκε πολυμελής αντιπροσωπεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, με
επικεφαλής τη Γενική Γραμματέα του, Αλέκα
Παπαρήγα,και τον επίτιμο Πρόεδρό του, Χ. Φλωράκη,τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου, Δ. Γόντικας, Σπ. Στριφτάρης, Σπ. Χαλβατζής, Μ. Ζάχαρης, Θ. Τζιαντζής, Κ.
Παρασκευάς,ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Στρ. Κόρακας,ο βουλευτής του Κόμματος και αντιπρόεδρος της Βουλής Μ. Κωστόπουλος.Παραβρέθηκε ακόμα
αντιπροσωπεία του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ με επικεφαλής τον γραμματέα της Ν. Σοφιανό. Χαιρετισμό απηύθυναν ο Γ. Σερετάκης,μέλος του ΚΣ της ΚΝΕ, ο Ν. Τερζόγλου,πρόεδρος της ΠΕΑΕΑ, ο
Μιχάλης Βαρδάνης, στρατηγός, πρόεδρος του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων περιόδου 1967 - 1974,ενώ
το τελευταίο αντίο είπαν στον Στ. Παπαγιάννη συντρόφισσα από την ΚΟΒ του Αγίου
Ελευθερίου, όπου ανήκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Συλλυπητήριο τηλεγράφημα στην οικογένεια του εκλιπόντος έστειλε η Ρούλα Κουκούλου,στο οποίο αναφέρει:
"Με βαθύ πόνο για το θάνατο του αγαπημένου σας πατέρα και συντρόφου μας,
στέλνω εγκάρδια συλλυπητήρια. Αισθάνομαι και περηφάνια που συνεργάστηκα με
τέτοιο πραγματικό άνθρωπο, υπόδειγμα αγωνιστικότητας, ήθους, αταλάντευτης
αφοσίωσης και προσφοράς στα ιδανικά του και στο λαό. Πρότυπο για τη νεολαία. Η
μνήμη του θα είναι ακριβή σε όλους μας". @Στη μνήμη του παλαίμαχου
αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, στελέχους του ΚΚΕ, ο δημοσιογράφος Νίκος Καραντηνός πρόσφερε στο
ΚΚΕ 20.000 δρχ.
Ο αξιωματικός
Γεννήθηκε στο χωριό Μαυράτο, κοντά στον Αγιο Κήρυκο της Ικαρίας, το 1908, από γονείς φτωχούς αγρότες και με οκτώ αδέρφια. Αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο πρόωρα και να γίνει μούτσος σε μεγάλα καΐκια για να βοηθήσει την οικογένεια. Όπως αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του "Από εύελπις αντάρτης", "Στις αρχές του καλοκαιριού του 1926 πήγα στην Αθήνα. Εδωσα εξετάσεις και πέτυχα στη Σχολή Ευελπίδων".
Ο Στ. Παπαγιάννης αποτελεί πρότυπο και παράδειγμα αξιωματικού, όπως και χιλιάδες άλλοι αξιωματικοί που συμπορεύτηκαν με τον λαό και συνέβαλαν στους αγώνες του, στην αντίσταση και τις νίκες του. Γράφει στο βιβλίο του: "Στη Σχολή Ευελπίδων η ζωή ήταν σκληρή. Το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ο αυταρχισμός, η πειθαρχία του φόβου, η αυθαιρεσία του ανώτερου. Η βασική κινητήρια δύναμη, από το πρωί ως το βράδυ, ήταν ο εξαναγκασμός. Ιδιαίτερα για τους πρωτοετείς μαθητές, ήταν δύσκολη η προσαρμογή στη νέα ζωή. Περισσότερο δεν υποφέρονταν τα καψόνια που έκαναν στους πρωτοετείς οι μαθητές της τελευταίας τάξης, που τη λέγαμε και διοικούσα τάξη. Μετά την αποφοίτησή μου το 1930 από τη Σχολή και την ονομασία μου σε ανθυπολοχαγό του Πυροβολικού, έμεινα ακόμα δέκα (10) μήνες στην Αθήνα και πέρασα από την αντίστοιχη Σχολή Εφαρμογής. Διευθυντής της Σχολής ήταν τότε ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Ψαρός".
- Στη συνέχεια υπηρέτησε στο Σύνταγμα Πυροβολικού στη Θεσσαλονίκη, πάνω από πέντε χρόνια. Τα τρία πρώτα, ως ανθυπολοχαγός, διοικούσε έναν ουλαμό Πυροβολικού. Αργότερα, όταν έγινε υπολοχαγός, τοποθετήθηκε διαχειριστής του Συντάγματος. Χωρίς να το ζητήσει ο ίδιος, ήρθε διαταγή για μετάθεση στη Λάρισα. Γράφει: "Στη Λάρισα έφτασα στον σταθμό ένα Σάββατο πρωί την άνοιξη του 1936. Στο 2ο Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού ανέλαβα τη διοίκηση και την εκπαίδευση του ουλαμού βαθμοφόρων. Οι σχέσεις με τους κληρωτούς εδώ ήταν ακόμα καλύτερες. Η μετάθεση από τη Λάρισα στην Αθήνα τέλος του 1936 ήταν κάτι το αναπάντεχο".
- Λίγο πιο κάτω περιγράφει πώς έζησε ο ίδιος σαν αξιωματικός τον ματωμένο Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, με τη μεγάλη απεργία που πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά και ενέπνευσε τον κομμουνιστή ποιητή Γ. Ρίτσο να γράψει τον "Επιτάφιο":
-
"Ακόμα μεγαλύτερη απήχηση είχαν την ίδια εποχή και
τα συγκλονιστικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης, τον Μάη του 1936 (...) Σε μια
μεγάλη συγκέντρωση των εργατών η χωροφυλακή άνοιξε πυρά κατά των απεργών.
Υπήρξαν νεκροί και τραυματίες.
(...) Την επόμενη μέρα στην κηδεία των θυμάτων έγινε πάνδημο συλλαλητήριο. Η κυβέρνηση κινητοποίησε τον στρατό και έδωσε εντολή στα στρατιωτικά τμήματα να διαλύσουν και με χρήση όπλων τους διαδηλωτές.
(...) Οι στρατιώτες, με επικεφαλής τους αξιωματικούς, ανάμεσά τους και τον ταγματάρχη Μαρινάκη, αρνήθηκαν να στρέψουν τα όπλα ενάντια στον λαό και συναδελφώθηκαν με τους απεργούς. Ακολούθησαν πραγματικά συγκλονιστικές στιγμές".
Το 1980, ο απόστρατος πλέον συνταγματάρχης Μ. Μαρινάκης γράφει σε επιστολή του προς τον "Ριζοσπάστη": "Στο ερώτημα αν την ενέργεια που έκανα πριν από σαράντα χρόνια θα την επαναλάμβανα αργότερα, σαν συνταγματάρχης, απαντώ κατηγορηματικά και αδίστακτα ΝΑΙ. Κάθε στρατιώτης είναι ένας στρατευμένος πολίτης. Γι' αυτό, όταν ο λαός μαζεύεται αυθόρμητα για να διαδηλώσει τη δίκαιη απαίτησή του να έχει ελευθερία, εργασία και μόρφωση για τα παιδιά του, ο στρατός δεν τον χτυπά, γιατί ο στρατός είναι τα παιδιά του".
Β' Παγκόσμιος
Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα ο Στέφανος
Παπαγιάννης αναφέρει: "Παρουσιάστηκα στη Διοίκηση Πυροβολικού και ζήτησα διαταγές για την παραπέρα
πορεία μου. Σύμφωνα με διαταγή του Γενικού Επιτελείου Στρατού, όλοι οι έφεδροι
στρατιώτες και αξιωματικοί έπαιρναν προσωρινό απολυτήριο και ήταν ελεύθεροι να
πάνε στα σπίτια τους. Οι μόνιμοι αξιωματικοί, όμως, έπρεπε να πάνε στα Γιάννενα
και εκεί να τεθούν στη διάθεση της διοίκησης του αλβανικού μετώπου". _"Σαν αστραπή κυκλοφόρησε η είδηση ότι ο στρατηγός Τσολάκογλου, διοικητής της
Στρατιάς Ηπείρου, υπέγραψε το σταμάτημα του πολέμου με την παράδοση άνευ όρων
των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων".
Ο Στέφανος Παπαγιάννης ως λοχαγός του Πυροβολικού
εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και πολέμησε μέσα από την ΕΑΜική Αντίσταση. Το 1942 έγινε
και μέλος του ΚΚΕ. Δούλεψε στο 2ο Γραφείο του Α' Σώματος Στρατού του
ΕΛΑΣ Αθήνας από την ίδρυσή του μέχρι και τις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη του '44.
Μετά τη Βάρκιζα
"Οσοι είχαμε μόνιμη διαμονή στην Αθήνα παρουσιαστήκαμε στην έδρα του Α' Σώματος Στρατού, που ήταν κάπου απέναντι από το Ζάππειο, για να αναλάβουμε υπηρεσία. Εκεί μας υποδέχτηκε καθόλου φιλικά ένας αρμόδιος ανώτερος αξιωματικός, και μας είπε ότι σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις πριν από όλα πρέπει να υπογράψουμε μία δήλωση. Η δήλωση ήταν έντυπη και το μόνο που χρειαζόταν ήταν τα στοιχεία ταυτότητας και υπογραφή. Να υπογράψουμε όμως και αυτό το χαρτί, που έγραφε ότι η δράση μας από τις γραμμές του ΕΛΑΣ ήταν αντεθνική και προδοτική, ξεπερνούσε κάθε όριο ανοχής. Δεν υποκύψαμε στον εκβιασμό και επιστρέψαμε τη δήλωση ανυπόγραφη".
"Βλέποντας η κυβέρνηση ότι φουντώνει το αντάρτικο και αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο να φύγουν για το βουνό οι αξιωματικοί που ήταν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, πήρε απόφαση να μας μαζέψει και να μας στείλει εξορία. Γύρω στις 15 Ιουλίου 1946 μας έδωσαν από τη στρατιωτική υπηρεσία εντολή να συγκεντρωθούμε στον Πειραιά με αποσκευές εκστρατείας, γιατί τάχα θα πάμε αποστολή! Το πλοίο που μπήκα εγώ, μαζί με καμιά δεκαπενταριά συναδέλφους, μας αποβίβασε στη Φολέγανδρο". Το 1947 ο Στέφανος Παπαγιάννης μεταφέρθηκε στη Νάξο. Ο συνολικός αριθμός των εξόριστων αξιωματικών στη Νάξο έφτασε τους 33. Πιο αναλυτικά κατά βαθμούς ήταν 11 ανώτεροι (συνταγματάρχης, αντισυνταγματάρχης και ταγματάρχης), 8 λοχαγοί και 12 υπολοχαγοί, ανθυπολοχαγοί και ανθυπασπιστές. Στις 15 Απριλίου 1947, μαζί με άλλους 11 αξιωματικούς απέδρασαν με καΐκι από τη Νάξο, έφτασαν κοντά στη Χαλκίδα και τη νύχτα στις 28 Απρίλη 1947 πιάσανε τα πρώτα υψώματα του Καλλίδρομου _βλ αναλυτικά παρακάτω.
Στη διάρκεια του εμφυλίου
πολέμου, ο Στέφανος Παπαγιάννης ήταν γενικός επιτελάρχης του Δημοκρατικού Στρατού
Ελλάδας και αργότερα διοικητής μονάδας Πυροβολικού Γράμμου.
Μετά τον εμφύλιο, έζησε στις σοσιαλιστικές χώρες μέχρι το 1955, οπότε ήρθε
παράνομος στην Ελλάδα.
Φυλακές και εξορίες
Πιάστηκε από την Ασφάλεια το 1956. Δικάστηκε από
στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της κατασκοπείας,
ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Αρχικά οδηγήθηκε στις
φυλακές της Αίγινας το 1957, το 1959 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αλικαρνασσού
στο Ηράκλειο της Κρήτης και το 1960 στις φυλακές της Κέρκυρας. Το 1961
μεταφέρεται ξανά στις φυλακές της Αίγινας και το 1962 στις φυλακές του Ιτζεδίν
στο Καλάμι των Χανίων, στην περιοχή της Σούδας. Μετά την αποφυλάκιση του κύριου
όγκου των πολιτικών κρατουμένων, όλοι οι καταδικασμένοι με τον Αναγκαστικό Νόμο
375 μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Αίγινας το 1965. Από εκεί ο Στέφανος
Παπαγιάννης αποφυλακίστηκε το 1966. Τον Απρίλιο του 1967 εξορίστηκε στη Γυάρο,
στη Λέρο και στη συνέχεια στον Ωρωπό. Απελευθερώθηκε το 1970 και εντάχθηκε
αμέσως στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ.
Το 1973 συνελήφθη εκ νέου, κρατήθηκε στα μπουντρούμια της ΕΣΑ και στη συνέχεια
εκτοπίστηκε στη Γυάρο μέχρι την κατάρρευση της δικτατορίας. Πέρασε όλες τις
δοκιμασίες αλύγιστος.
- Ο Στέφανος Παπαγιάννης εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στο 9ο Συνέδριο (και μάλιστα σε συνθήκες παρανομίας) και έπειτα στο 10ο και στο 11ο. Με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης πήρε τον βαθμό του ταξίαρχου εν αποστρατεία _Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1996, σε ηλικία 88 ετών.
- Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος: "Παρά τους αυστηρούς περιορισμούς και τα μύρια εμπόδια που πρόβαλε ο αντικομμουνισμός, οι προτάσεις του ΚΚΕ πέρναγαν τις πύλες των στρατοπέδων και γίνονταν γνωστές στους φαντάρους και τους αξιωματικούς (...) Πολιτικές συζητήσεις γίνονταν ανάμεσα στους κατώτερους αξιωματικούς στις μονάδες και τις στρατιωτικές λέσχες". Αρκετοί αξιωματικοί του αστικού στρατού, που τα προηγούμενα χρόνια ανέπτυξαν δεσμούς με το ΚΚΕ, υπηρέτησαν το δίκιο του εργαζόμενου λαού στον ΕΛΑΣ και στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.
Το παράδειγμα της ανιδιοτέλειας, της αυτοθυσίας, της αγωνιστικότητας των
κομμουνιστών υπήρξε καταλυτικό. Όταν διαμορφώνονται συνθήκες λαϊκής ανάτασης,
μετατοπίζονται μαζικά οι λαϊκές συνειδήσεις. Αναδεικνύονται πρότυπα ηρωισμού,
μαχητικής στάσης, που επηρεάζουν και τους μόνιμους αξιωματικούς, οι οποίοι
αφήνουν τις υπηρεσίες και τους μισθούς τους και ακολουθούν τον δρόμο που
ανοίγουν οι κομμουνιστές, ακόμα κι αν ξεκίνησαν από διαφορετικές ιδεολογικές
και πολιτικές αφετηρίες.
Από την πείρα του ΕΛΑΣ και του
Δημοκρατικού Στρατού σφυρηλατήθηκε μια ολόκληρη γενιά κομμουνιστών αγωνιστών,
μεταξύ των οποίων ήταν και ο Στέφανος Παπαγιάννης, που συνέβαλε από το δικό του
μετερίζι, δίπλα στον λαό, σε μια δεκαετία ένοπλης πάλης, γνώρισε πολλές και
σκληρές διώξεις, νίκες και πίκρες, μα έμαθε να μην παραδίνεται στον αντίπαλο,
όσο ισχυρός κι αν είναι.
Εμπνεόμαστε, διδασκόμαστε, συνεχίζουμε!
"Από εύελπις
αντάρτης –
Αναμνήσεις ενός κομμουνιστή αξιωματικού"
_απόσπασμα
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών και το πέρασμα της εξουσίας στην κυβέρνηση
εθνικής ενότητας, δεν άργησαν οι παραβιάσεις των συμφωνιών που είχαν υπογραφεί
ανάμεσα στην Αριστερά και την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Σ’ αυτές τις
παραβιάσεις πρόβαλλε αντίσταση ο λαός με επικεφαλής το ΕΑΜ, με διάφορες
εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Σε μια απ’ αυτές είχε κατεβεί πολύς κόσμος στο μνημείο
του άγνωστου στρατιώτη και την πλατεία Συντάγματος σε μια ειρηνική διαδήλωση
και τότε ξαφνικά το μεσημέρι της 3 Δεκέμβρη 1944, έγινε από τα κρατικά όργανα
δολοφονική επίθεση κατά των συγκεντρωμένων. Υπήρξαν αρκετοί νεκροί και
περισσότεροι τραυματίες από το άοπλο πλήθος.
Το θλιβερό αυτό επεισόδιο αποτέλεσε την
αρχή μιας καινούργιας συμφοράς, που έμελλε να πλήξει τη δύσμοιρη Πατρίδα μας.
Και η συμφορά αυτή ήταν αποτέλεσμα της ένοπλης επέμβασης των Άγγλων, που
θεώρησαν ότι έφτασε η στιγμή να δώσουν το εξοντωτικό χτύπημα στο κίνημα της
εθνικής αντίστασης και κατά πρώτο λόγο στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Έτσι άρχισαν τα αποκαλούμενα Δεκεμβριανά, που στοίχισαν πρόσθετες θυσίες σε αίμα και καταστροφές σε βάρος του τόπου και του βασανισμένου από τον πόλεμο και την κατοχή Ελληνικού Λαού.
Δε θα αναφερθώ στις μάχες που ακολούθησαν και στην ηρωική αντίσταση του λαού της Αθήνας και του ΕΛΑΣ. Γι’ αυτές τις μάχες έχουν γραφτεί πολλά βιβλία που περιγράφουν με λεπτομέρειες τον πόλεμο των τριάντα τριών ημερών που μας επέβαλαν οι Εγγλέζοι. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι και του Σπύρου Κωτσάκη (ψευδώνυμο «Νέστορας») που ήταν καπετάνιος του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ. Η τελική έκβαση της μάχης ήταν η στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ. Και αυτό ήταν σχεδόν αναπόφευκτο, αν παρθούν υπόψη δύο σοβαροί παράγοντες, που έδρασαν αρνητικά για το ΕΑΜ.
- Ο ένας ήταν ο λαθεμένος υπολογισμός των προθέσεων της ντόπιας αντίδρασης και των Εγγλέζων. Έπρεπε με βάση όλα τα δεδομένα να θεωρηθεί από πριν σχεδόν βέβαιη η επέμβαση των Άγγλων και να έχει προηγηθεί ολόπλευρη προετοιμασία, για την ενδεχόμενη αντιμετώπισή της. Αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι οι κύριες δυνάμεις του ΕΑΜ βρέθηκαν μακριά από την Αθήνα και μάλιστα ήταν απασχολημένες με άλλες δευτερεύουσες αποστολές, όπως π.χ. η εκδίωξη των δυνάμεων του ΕΔΕΣ από την Ήπειρο.
Και οι σχετικά λίγες δυνάμεις από τον ΕΛΑΣ της υπαίθρου, που πήραν μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη, έφταναν κάθε φορά στο θέατρο των επιχειρήσεων κατά μικρά τμήματα και καταπονημένα από κουραστικές πορείες έτσι, που η συμβολή τους στην αντίσταση δεν μπορούσε να είναι αποτελεσματική. Ακόμα και το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ με το οργανωμένο επιτελείο του, αντί να είναι κάπου στην Αττική και να διευθύνει τις επιχειρήσεις, έμεινε στην Ήπειρο. Δηλαδή παραμερίστηκε από την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ που ανασυστάθηκε τότε ξαφνικά και πρόχειρα και χωρίς Επιτελείο και μέσα διαβιβάσεων, ανέλαβε τη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Έτσι στην πραγματικότητα αχρηστεύθηκε το οργανωμένο, έμπειρο και καθόλα έτοιμο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ που διατάχθηκε παράλληλα να διευθύνει τις επιχειρήσεις κατά του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Όπως λέει ο λαός μας σε παρόμοιες περιπτώσεις, είχαν αφήσει το γάμο και πήγαν για πουρνάρια.
- Ο δεύτερος λόγος ήταν η μεγάλη ανισότητα σε τεχνικά κυρίως μέσα ανάμεσα στους Εγγλέζους και τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ δε διέθετε παρά ελαφρά όπλα πεζικού, μερικούς όλμους και ελάχιστα πυροβόλα παλαιού τύπου. Ο αντίπαλος διέθετε άφθονο σύγχρονο οπλισμό, άρματα μάχης, αεροπορία και πυροβολικό τελευταίου τύπου. Οι ελασίτες δεν είχαν αντιαρματικά πυροβόλα και συνέβη πολλές φορές τη στιγμή που οι άνδρες της αντίπαλης πλευράς ήταν έτοιμοι να παραδοθούν, να καταφτάνουν λίγα άρματα μάχης και να τους απελευθερώνουν. Παρ’ όλα αυτά, η αντίσταση του ΕΛΑΣ και του αθηναϊκού λαού κράτησε τριάντα τρεις ολόκληρες μέρες και η υποχώρηση των ελασιτών ήταν οργανωμένη, αν και η ταυτόχρονη μαζική έξοδος πολιτών προκάλεσε οπωσδήποτε κάποια αταξία.
Τα υποχωρούντα τμήματα του ΕΛΑΣ κινήθηκαν μέσω Νέας Φιλαδέλφειας προς Τατόι, μαζί και το επιτελείο του Α’ Σώματος του ΕΛΑΣ. Ελασίτες ένοπλοι κάπως συντεταγμένοι και μαζί πολίτες, κυρίως γυναίκες που συνόδευαν τους άνδρες τους, όλοι μαζί ανακατεμένοι, μέσα στο σκοτάδι κάθε άλλο παρά έδιναν την εικόνα νυχτερινής πορείας στρατιωτικών τμημάτων. Ένα μέρος από τους υποχωρούντες σταματήσαμε στα ανάκτορα των Γλίξμπουργκ στο Τατόι για λίγη ανάπαυση όταν διαπιστώσαμε, ότι δεν έχουμε καταδίωξη από τους Άγγλους και τις κυβερνητικές ένοπλες δυνάμεις. Στο μεταξύ στα διαμερίσματα του "μεγαλειοτάτου" είχαν προηγηθεί άλλοι, που έκαναν και τη σχετική λεηλασία. Θυμάμαι μόλις ανοίξαμε μια κρεβατοκάμαρα και πατήσαμε το πόδι στο πάτωμα, σηκώθηκε ένα άσπρο σύννεφο από πούπουλα. Εκείνοι που είχαν περάσει πιο πριν -μάλλον πολίτες- είχαν ξηλώσει το μεταξωτό ύφασμα από τα στρώματα και τα μαξιλάρια και το πήραν μαζί τους.
Ξαπλώσαμε στα μαλακά και κοιμηθήκαμε κάνα δυο ώρες για να πάρουμε μια ανάσα, ύστερα από το ξενύχτι των τελευταίων ημερών. Κάποιοι μπήκαν στα υπόγεια των ανακτόρων, όπου υπήρχε κάβα με διάφορα κρασιά πολλών ετών. Πάρθηκαν μέτρα για να μη μεθύσει ο κόσμος και έχουμε και άλλους μπελάδες. Νύχτα ακόμα το επιτελείο του σώματος με ορισμένα τμήματα ξεκινήσαμε με κατεύθυνση τη Χαλκίδα. Φθάσαμε εκεί στη γέφυρα του Ευρίπου τις πρωινές ώρες. Στο μεταξύ μερικά εγγλέζικα άρματα μάχης είχαν κινηθεί από τον αμαξιτό δρόμο και είχαν πιάσει το πέρασμα. Στήσαμε μόλις ξημέρωσε 2 κανόνια από την πυροβολαρχία που μας ακολουθούσε και ρίξαμε μερικές βολές. Τα τανκς, που ας σημειωθεί δε συνοδεύονταν από πεζικό, βάλανε μπρος τις μηχανές και απομακρύνθηκαν προς την Αθήνα.
Στη Χαλκίδα το προσωπικό του επιτελείου δεν έμεινε καθόλου. Τα τμήματα κινήθηκαν από τη στεριά προς τα βόρεια και μεις για να κερδίσουμε χρόνο μπήκαμε σ’ ένα μικρό καΐκι με τελικό προορισμό τη Λαμία. Μέρα, με προσοχή ώστε να μην παρουσιάζεται κίνηση στο κατάστρωμα για το φόβο της αεροπορίας, μπήκαμε στο Μαλιακό με σκοπό να φτάσουμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, όπου υπήρχε λιμάνι και αποβάθρα. Φαίνεται όμως ότι ο καπετάνιος του καϊκιού δεν ήξερε καλά εκείνα τα μέρη, έκανε λάθος στην κατεύθυνση και σε μια στιγμή το καΐκι κόλλησε στην άμμο κάποιας ακτής. Παρ’ όλες τις προσπάθειες ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει, ενώ την ίδια στιγμή πετούσε ψηλά ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο. Δεν υπήρχε άλλη λύση για να ξεκολλήσουμε από το να πέσουμε στο νερό όσοι ήξεραν κολύμπι, ώστε να λιγοστέψει το βάρος του καϊκιού. Το καΐκι άλλαξε πορεία και μας έβγαλε στον Άγιο Κωνσταντίνο, απ’ όπου άλλοι με τα πόδια και οι πιο ηλικιωμένοι με αυτοκίνητα συνεχίσαμε την κίνηση προς Βορρά.
Τελικά η έδρα του Α’ Σώματος εγκαταστάθηκε στο χωριό Πλατύστομο, όπου θα έμενε προσωρινά μέχρι να ανασυγκροτηθούν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Μετά τη νίκη τους στην Αθήνα, οι Άγγλοι απόφυγαν να κινηθούν προς Βορρά με σοβαρές δυνάμεις και να εμπλακούν σε μάχες με τα τμήματα του ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ ηττήθηκε στρατιωτικά στη μάχη της Αθήνας, όλες όμως οι υπόλοιπες δυνάμεις του, που δεν είχαν πάρει μέρος στα Δεκεμβριανά ήταν ανέπαφες και εμπειροπόλεμες για μάχες σε ορεινές περιοχές, είχε μάλιστα αναπτερωθεί και το ηθικό τους, γιατί είχαν κατατροπώσει και είχαν διαλύσει τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ, που τα υπολείμματά τους είχαν καταφύγει στα Ιόνια νησιά. Γι’ αυτούς τους λόγους, οι Εγγλέζοι και η ελληνική κυβέρνηση απέφυγαν να εμπλακούν σε σοβαρές μάχες με τα τμήματα του ΕΛΑΣ και για αρκετό διάστημα επεκράτησε κάποιο είδος ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων.
Το χρονικό αυτό διάστημα χρησιμοποιήθηκε από τον ΕΛΑΣ για την αναδιοργάνωση των δυνάμεων του. Το χωριό που ήταν η έδρα του Α’ Σώματος Στρατού ήταν μικρό και όπως ήταν ακόμα χειμώνας, αναγκαστήκαμε να στοιβαχθούμε σαν σαρδέλες στα λίγα σπίτια μαζί με τους κατοίκους. Και τα τρόφιμα που διαθέταμε ήταν λίγα και ένα μέρος αναγκαζόμαστε να το διαθέτουμε για τους ίδιους τους κατοίκους, που κι αυτοί δεν είχαν αρκετά αποθέματα. Τον Απρίλη ένα κλιμάκιο από το επιτελείο του Α’ Σώματος έφυγε από το Πλατύστομο για το Αγρίνιο, όπου επρόκειτο στη συνέχεια να μεταφερθεί ο σταθμός διοίκησης του Σώματος. Στο μεταξύ στο Α’ Σώμα Στρατού πέρασαν πέρα από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ Αθήνας και η 2η Μεραρχία του ΕΛΑΣ Αττικής και Βοιωτίας. Στο παραπάνω κλιμάκιο ήταν ο τότε στρατιωτικός διοικητής του Σώματος Συνταγματάρχης Πυριόχος, ας σημειωθεί εδώ ότι ο Νέστορας, ο καπετάνιος του Σώματος, είχε αρρωστήσει βαριά, με τον υποδιοικητή αντισυνταγματάρχη Προκάκη και τους αξιωματικούς Σ. Παπαγιάννη, Β. Βενετσανόπουλο και Κ. Γιαννακουλόπουλο. Μας συνοδέυσαν 2 δακτυλογράφοι, μερικοί τηλεφωνητές, ο ασυρματιστής και ένα μικρό τμήμα ασφαλείας με λίγα μουλάρια.
Κινηθήκαμε μέσω Καρπενησιού προς τα δυτικά και χρειάστηκαν αρκετές μέρες πορείας, για να φτάσουμε στο νέο προορισμό μας. Πρώτη φορά βρέθηκα σ’ αυτά τα μέρη. Χωριά μικρά πάνω σε διαδοχικούς μικρούς λόφους, τοπία μαγευτικά σαν ζωγραφιές. Το ταξίδι κουραστικό, αλλά με καλή παρέα, ευχάριστο. Κάποτε φτάσαμε στο Αγρίνιο. Εκεί το ΕΑΜ μας παραχώρησε γραφεία και στρωθήκαμε στη δουλειά, να οργανώσουμε τη νέα έδρα του Σώματος. Αναδιοργάνωση τότε γινόταν σε όλες τις μονάδες του ΕΛΑΣ, που αυτή την εποχή είχε υπό την κυριαρχία του όλη την Ελλάδα, εκτός από την Αττική και μέρος της Βοιωτίας. Οι Άγγλοι δεν εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους, που απέβλεπαν στην πλήρη διάλυση και εξόντωση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Όμως ήταν δύσκολο να το πετύχουν αυτό με συνέχιση της ένοπλης επέμβασης στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και για να μην υποχρεωθούν να αποσύρουν και άλλες δυνάμεις από τα κύρια μέτωπα του πολέμου και να τις μεταφέρουν στη χώρα μας, αποφάσισαν να επιδιώξουν το σκοπό τους με το Δούρειο Ίππο της συμφωνίας της Βάρκιζας.
Η ηγεσία τότε του κινήματος, παρά το γεγονός ότι είχε πικρή πείρα από τις ωμές παραβιάσεις προηγουμένων συμφωνιών, έδωσε βάση στις υποσχέσεις των Άγγλων και της κυβέρνησης της Αθήνας για ομαλή δημοκρατική εξέλιξη και δέχτηκε σε αντάλλαγμα να αφοπλιστεί ο ΕΛΑΣ. Έτσι δυστυχώς παραδώσαμε τα όπλα που τα τιμήσαμε τόσα χρόνια, πολεμώντας τους φασίστες κατακτητές, τους συνεργάτες τους και τους εγγλέζους επεμβασίες. Σε συνεννόηση με την κυβέρνηση της Αθήνας ένας ανώτερος αξιωματικός του κυβερνητικού στρατού με μικρό τμήμα ασφαλείας, ανέλαβε να μας συνοδεύσει στο ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα. Αυτό κρίθηκε απαραίτητο, γιατί από τότε ακόμα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται εδώ κι εκεί "αγανακτισμένοι πολίτες", που ζητούσαν να πάρουν εκδίκηση από τους κομμουνιστές για τα "εγκλήματά" τους στην κατοχή και το Δεκέμβρη, όπως έλεγαν.
Με το αυτοκίνητο που ήμουν εγώ επέστρεφαν κατά σύμπτωση στην Αθήνα από το Αγρίνιο κάμποσοι ηθοποιοί, που ο θίασός τους ήταν στην πόλη για ψυχαγωγία των ΕΛΑΣιτών και των Αγρινιωτών. Ανάμεσά τους ήταν ο μεγάλος καλλιτέχνης Αιμίλιος Βεάκης και άλλοι εκλεκτοί ηθοποιοί. Ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες και στενοχώρια για τη διάλυση του ΕΛΑΣ, θα πρέπει να ήμουν τυχερός ώστε να ταξιδεύω με τέτοια παρέα. Επειδή φορούσα και τη στολή του λοχαγού με έβλεπαν με κάποιο σεβασμό και μέσα σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας, εγώ τους φαινόμουν σαν το φύλακα άγγελο, που θα τους προστατεύσει μέχρι την Αθήνα. Έτσι κάναμε αυτό το ταξίδι με άνεση και κάπου κάπου διασκεδάζαμε και λίγο με τα αστεία και τα πειράγματα, όπου κι εγώ είχα κάποια μικρή επιτηδειότητα. Φθάσαμε στην Αθήνα αργά τη νύχτα και με μια στάση στην πλατεία Συντάγματος, όπου έγινε κάποιος έλεγχος από τους εγγλέζους αστυνομικούς με τα κόκκινα πηλήκια και τις μαγκούρες, συνεχίσαμε από την οδό Βασιλίσσης Σοφίας προς Γουδί.
Τα αυτοκίνητα ήταν σκεπασμένα με μουσαμά και εμείς από μέσα δε βλέπαμε έξω. Έτσι, όταν σταμάτησαν τα αυτοκίνητα κάπου σε άγνωστο μέρος, το γεγονός αυτό είχε προκαλέσει ανησυχία στους ηθοποιούς. Πέρασα το κεφάλι μου από το μουσαμά και κοίταξα έξω. Αν και ήταν σκοτάδι διαπίστωσα αμέσως ότι σταματήσαμε στο Γουδί. Και τότε απευθύνθηκα στους ανήσυχους ηθοποιούς και τους είπα ότι εδώ που μας φέρανε προβλέπεται γερό κοπάνισμα με το γουδοχέρι αφού το μέρος αυτό είναι το Γουδί. Φυσικά έφαγα κατσάδα, γιατί τέτοιες στιγμές εννοούσα να κάνω αστεία και εδώ τελείωσε αυτή η οδύσσεια. Ο συνταγματάρχης Πυριόχος βρήκε εκεί στο Γουδί ένα συνάδελφό του γνωστό, ο οποίος φρόντισε να μας κάνει διανομή κατ’ οίκον. Εδώ που κλείνει το κεφάλαιο για την κατοχή, αξίζει να αφιερωθούν λίγα λόγια για την προσφορά στην Εθνική Αντίσταση της οικογένειας της Βασιλικής Αϊβαλιώτη. Ήταν μια απλή γυναίκα του λαού, που όταν ήταν ακόμα νέα την εγκατέλειψε ο άνδρας της. Είχε έξη παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια σε μικρή σχετικά ηλικία και για να τα μεγαλώσει αναγκάστηκε να κάνει την παραδουλεύτρα σε πλούσια σπίτια. Έμενε στα Εξάρχεια στην οδό Σουλτάνη 4. Αυτό λοιπόν το σπίτι, (μονοκατοικία), είχε σε όλη τη διάρκεια της κατοχής μετατραπεί σε εργοτάξιο παραγωγής διαφωτιστικού υλικού για τοιχοκολήσεις. Επικεφαλής του συνεργείου ήταν ο γιος της Βασιλικής Νικόλαος, ο μετέπειτα πολύ γνωστός γλύπτης με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Ίκαρης». Ταυτόχρονα το σπίτι ήταν μια από τις κεντρικές γιάφκες διανομής του παράνομου τύπου με υπεύθυνη την κόρη της Βασιλικής Ηρώ. Όλα τα παιδιά είχαν δραστήρια δράση αγωνιστική στην ΕΠΟΝ και ακόμα στο σπίτι της Σουλτάνη 4 είχαν βρει καταφύγιο ορισμένοι αγωνιστές, που μετά το Δεκέμβρη κινδύνευε η ζωή τους από τους τρομοκράτες.
Για όλη αυτή την προσφορά η οικογένεια της Βασιλικής πλήρωσε ακριβό τίμημα. Ύστερα από τα δεκεμβριανά από τα αγόρια πιάστηκε ο Ίκαρης και έκανε πολλά χρόνια φυλακή και ο μικρότερος ο Ηλίας στάλθηκε στην Μακρόνησο. Η Ηρώ αναγκάστηκε να ακολουθήσει στο βουνό τα τμήματα του ΕΛΑΣ που υποχώρησαν από την Αθήνα. Η Βασιλική έχει πεθάνει πριν αρκετά χρόνια. Όμως όχι μόνο οι στενοί συγγενείς αλλά και πολλοί αγωνιστές, που είχαν περάσει από τη Σουλτάνη 4 εκείνες τις δύσκολες μέρες τη θυμούνται με αγάπη και τιμάνε τη μνήμη της.
Δείτε _Ριζοσπάστης
Συνδικαλισμός στις Ένοπλες Δυνάμεις
Έλληνες εξόριστοι αξιωματικοί στη Νάξο και η απόδραση των
δώδεκα
Ηρωική
απόδραση εξόριστων αξιωματικών του ΕΛΑΣ