Η Anora, μία νεαρή «σεξεργάτρια» από το Μπρούκλιν, αρπάζει την ευκαιρία να ζήσει το παραμύθι της Σταχτοπούτας όταν συναντά και παντρεύεται αυθόρμητα τον γιο ενός Ρώσου ολιγάρχη. Τα νέα μαθαίνονται στη Ρωσία και το παραμύθι της απειλείται καθώς οι γονείς του καταφθάνουν στη Νέα Υόρκη για να ακυρώσουν τον γάμο.
Anora \ Σον Μπέικερ
Η πλειοψηφία των κριτικών …imdb 8.3\10 Rotten Tomatoes, 99% (MO 9.0/10) την εκθειάζει ως απολαυστική με πολλούς, άνισους αλλά και επιμέρους πετυχημένους τρόπους ταινία, όπου ο Sean Baker υπενθυμίζει το (απαραίτητο;) σινεμά του, καθ' όμοίωση της ηρωίδας του: ενός κοριτσιού με γκλίτερ στα μαλλιά και θλίψη στο βλέμμα που συνεχίζει να πιστεύει στα παραμύθια. Και κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Ας σοβαρευτούμε: ο Σον
Μπέικερ γυρίζει ταινίες που στη βάση τους είναι παραμύθια: γνωστά και μπανάλ,
από αυτά πάνω στα οποία χτίστηκε η αυτοκρατορία της Disney και των μεγάλων
μονοπωλίων του σινεμά και από αυτά που συνεχίζουν να διαμορφώνουν το συλλογικό
φαντασιακό των παιδιών και μεγάλων, για μια πραγματικότητα που κάπου στο τέλος
της κάθε, όσο πικρής, σκοτεινής και ιστορίας κρύβεται ένα “και ζήσαν αυτοί
καλά…”. Δλδ η “Anora” είναι μια
πριγκίπισσα της Disney; Περίπου ναι, περίπου όχι, γενικώς περίπου. Οι ήρωες του
Σον Μπέικερ - τα παιδιά του _για να είναι συμπονετικά, βρίσκονται πάντα στο
περιθώριο της κοινωνίας: ζουν στα κακόφημα προάστια, είναι μετανάστες, είναι
στάρλετ του πορνοβιομηχανίας, είναι τρανς πόρνες και hustlers. Είναι στρίπερς
σαν την Ανι του “Anora”, της νέας του ταινίας που τον βρίσκει να επιστρέφει -
για όποιον γνωρίζει περισσότερο το υποτιμημένο και άγνωστο γενικά έργο του -
στα χρόνια του “Tangerine” και του “Starlet” διατηρώντας ως παρακαταθήκη αλλά
για για δική του χρήση την ψυχή του σίγουρα ανώτερου The Florida Project _δείτε και εδώ _Flix και το μελαγχολικό σινεμασκόπ του “Red Rocket”.
Η νέα του ταινία είναι κάτι σαν “Pretty Woman” γραμμένη πάνω σε κουλτούρες που
συγκρούονται πάνω σε μια Αμερική που συνεχίζει παραδοσιακά να ανταλλάσσει
«αμερικάνικα» όνειρα με «παγκόσμιους» εφιάλτες.
Περισσότερο βέβαια από οτιδήποτε είναι μια ιστορία αγάπης. Χωρίς αγάπη: Η Ανι δουλεύει ως στρίπερ σε ένα μεγάλο κλαμπ στη Νέα Υόρκη. Ανώνυμη έξω από αυτό, εργάζεται σκληρά, με την ενέργεια ενός παιδιού για να διατηρήσει ισχυρό το όνομά της μέσα σε αυτό. Ένα βράδυ το αφεντικό θα ζητήσει μια κοπέλα για να ικανοποιήσει τις ορέξεις ενός πλούσιου νεαρού γόνου από τη Ρωσία. Και η Ανι θα είναι η τυχερή. Ο νεαρός Ιβάν θα της ζητήσει να συναντηθούν και ιδιωτικά στην έπαυλη των γονιών του και γρήγορα θα την πληρώσει για να μείνει μαζί του για μια τρελή εβδομάδα απολαύσεων, καταχρήσεων, σεξ, video games που θα καταλήξει σε μια εκδρομή στο Λας Βέγκας και σε ένα γάμο με δαχτυλίδι πολλών καρατίων.
Αυτά είναι τα πρώτα 45 λεπτά μιας ταινίας που ο Σον Μπέικερ ολοκληρώνει σαν ένα tour de force του τι σημαίνει αυθεντικότητα, απενοχοποιημένος ρεαλισμός και ένα παιδικό βλέμμα πάνω σε πράξεις ενηλίκων που λειτουργεί αφοπλιστικά, σου κλέβει την καρδιά και μοιάζει να δικαιώνει όλες τις girl meets boy ιστορίες που δεν μπήκαν ποτέ μέσα σε κανένα mainstream και πολιτικά ορθό καλούπι. Η Ανι κάνει τη δουλειά ως αυστηρή επαγγελματίας, μόνο για τα χρήματα, αλλά το νιώθεις πως η λάμψη από το γκλίτερ στα μαλλιά της είναι ικανή να φωτίσει τον κόσμο και o μήνας του μέλιτος που ονειρεύεται στην Disney World είναι το πραγματικό της όνειρο. Ο Ιβάν, ένα χαμένο στον μεγαλοαστικό πλούτο αγόρι, επιβιώνει μόνο τραβώντας στα άκρα την καλοπέραση που εξασφαλίζει με τα χρήματα των γονιών του - ένας εν τη γενέσει μεγαλοκαπιταλιστής (από αυτούς που τους λένε “ολιγάρχες”) που όμως το νιώθεις πως μέσα στα αναψοκοκκινσμένα μάγουλά του η ανάγκη του να περνάει καλά κρύβει μια απόδραση από ένα κόσμο πιο σκοτεινό από όσο αναλογεί σε οποιοδήποτε «παιδί».
Ο γάμος τους θα γίνει η αρχή ενός παραμυθιού και, νομοτελειακά, ενός εφιάλτη, αφού οι γονείς του Ιβάν - και κυρίως η τυραννική μητέρα του - θα ενεργοποιήσει τους μαφιόζους έμπιστούς της, με επικεφαλής έναν ιερέα μιας ορθόδοξης ρωσικής εκκλησίας στη Νέα Υόρκη και βοηθούς δύο Ρώσους μικρογκάνγκστερ της κακιάς ώρας προκειμένου να ακυρώσουν το γάμο και να φέρουν τον Ιβάν πίσω στη Μόσχα.
Το πάρτι (μόλις) τελείωσε;
Όπως αναφέρει πολύ εύστοχα το “flix”…
Ναι για την Ανι και τον Ιβάν, αλλά όχι για τον θεατή που σε αυτό το δεύτερο
μέρος, όπου ομολογουμένως ο Σον Μπέικερ φλυαρεί περισσότερο και από τους Ρώσους
γκάνγκστερ της ταινίας του, βλέπει μια άλλη ταινία, υπό συνθήκες το ίδιο
πετυχημένη με την πρώτη. Το αντί rom-com του πρώτου μέρους δίνει τη θέση του σε
μια τρελή κωμωδία με γκαγκς, σπαρταριστούς διαλόγους και δράση, σαν μια ταινία
που αναπνέει τη στουντιακή απελευθέρωση των '70s μαζί με λίγο από την ευφυΐα
του “Μερικοί το Προτιμούν Καυτό”, τόσο σε αισθητική όσο και σε αντιμετώπιση,
αφού, βαθιά ανθρωποκεντρικός, ο Σον Μπέικερ δίνει ψυχή και σώμα στους κακούς
της ιστορίας, φτιάχοντας περισσότερο ένα θίασο από ανθρώπους ξένους χαμένους
μέσα στο κρύο της Νέας Υόρκης, παρά μια γκαγκστερική ταινία με τους συμβατικούς
σκληρούς «αρσενικούς» όρους. Η διάβρωση παραμονεύει και έρχεται (όπως πάντα
στις ταινίες του) με τη μορφή ενός αθεράπευτου ρομαντισμού και μιας βαθιάς
πίστης στο παραμύθι που θα κλείσει την ταινία σε ένα αβάσταχτα λυτρωτικό
φινάλε, που όχι μόνο βάζει μια τελεία στην κωμωδία, αλλά βρίσκει ένα μικρό χώρο
μέσα σε ένα παλιό αυτοκίνητο της γιαγιάς για να ξεκινήσει το όνειρο από την
αρχή. Αν οι εντάσεις ανάμεσα στα δύο αυτά διακριτά μέρη της ταινίας μπορούσαν
να εξισορροπήσουν με οδηγό την σαρωτική ερμηνεία της Μάικι Μάντισον που έρχεται
μετά από ρόλους στο “Κάποτε στο Χόλιγουντ” και στο “Scream” του 2022 να γίνει
εδώ η Σταχτοπούτα που κανείς δεν είχε ποτέ φανταστεί, το “Anora” θα μπορούσε να
σταθεί δίπλα στις καλές στιγμές του δημιουργού του. Απαραίτητου σε κάθε
περίπτωση σε ένα σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά που επενδύει στον κυνισμό, την επί
τούτου παραδοξότητα και την επικίνδυνη απόσταση του από τον άνθρωπο.
Σημειώνει εύστοχα ο Ριζοσπάστης
Έχουμε κουραστεί να ακούμε τον όρο “σεξεργάτρια” κι ακόμα πιο πολύ έχουμε
κουραστεί αντί να βλέπουμε τι ωθεί μια γυναίκα να καταλήξει σε μια τέτοια
δυστυχία, να τη βλέπουμε να ζει το παραμύθι της στα μάτια ενός γόνου της
αστικής τάξης. Ναι, ο Μπέικερ έχει κάνει πολύ καλή “πλανοθεσία” αλλά σεναριακά
δεν είναι και η “Ωραία της ημέρας” του Λουίς Μπουνιουέλ... Δυστυχώς ο σύγχρονος
κινηματογράφος όχι μόνο αποστερεί την ουσία και τη βάση της πορνείας από την
έννοιά της αλλά καταφέρνει να τη δείξει και ως δρόμο διαφυγής και
καριέρας. Δεν βαριέσαι,
επέλεξα να γίνω «σεξεργάτρια» και τώρα παντρεύτηκα και τον γιο του ολιγάρχη να
πιάσω την καλή. Η προσωπικότητά μου ξεκινά και τελειώνει στο πόσο αγωνίζομαι να
ξεφύγω από το σιδερόφρακτο κλουβί και να μεταβώ στο χρυσό κλουβί. Τι κρίμα που
το μαθαίνουν οι γονείς του και κάνουν ό,τι μπορούν για να υπογράψω το διαζύγιο,
με απειλές και ξύλο στον υπόκοσμο... Όχι άλλη ωραιοποίηση της
πορνείας. Γκώσαμε. Όχι άλλοι Χρυσοί Φοίνικες σε τέτοιες ιστορίες, δήθεν
προοδευτικές, δήθεν διασκεδαστικές, δήθεν βγαλμένες μέσα από τη ζωή, δήθεν,
δήθεν, δήθεν. Κανείς δεν γελάει με το πώς παζαρεύει μια πόρνη το ψωμί της.
Τελεία.
Προσυπογράφουμε!
Εξάλλου τα βραβεία, ειδικά
των “μεγάλων” βλ. Cannes
δίνονται με κριτήρια κάθε άλλο 7ης (και όχι μόνο) τέχνης
Και δεν θα συμφωνήσουμε με την επιδερμική παρουσίαση του Χάρη Αναγνωστάκη (βλ συνδρομητική σελίδα του ΑΠΕ-ΜΠΕ) που “Φέρνοντας στις αποσκευές της τον βαρύτιμο Χρυσό Φοίνικα, η “Anora” έρχεται να βάλει φωτιά στα πάθη, με τη ζωντάνια της, το βέβηλο χιούμορ της, τη λοξή ματιά του Σον Μπέικερ αποφεύγοντας τις λαμπερές και γλυκερές συνταγές του Χόλιγουντ. Ο Σον Μπέικερ _ συνεχίζει ΑΠΕ-ΜΠΕ αναγνωρισμένος εκπρόσωπος του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά (βλ. The Florida Project), έχοντας ένα φρέσκο, γεμάτο ενέργεια και ταιριαστό πρωταγωνιστικό ζευγάρι, θα βάλει σε πρώτο πλάνο τους αριστοτεχνικά μελετημένους και χειροπιαστούς χαρακτήρες του, ακουμπώντας στον κινηματογράφο του Κασαβέτη!! (σώωωω.πα!) και την παράταιρη σχέση του κοινωνικού περιθωρίου με το αμερικάνικο όνειρο. Αυθεντικά και ανυπόκριτα ερωτικός, σκληρός και ταυτόχρονα ευαίσθητος, με διαπεραστικό χιούμορ και απρόβλεπτος, θα μας βάλει στο σύμπαν του…
Μια εύθυμη ταπεινή σεξεργάτρια δουλεύει σε ένα στριπτιτζάδικο, όπου θα γνωρίσει
τον πρίγκηπα των ονείρων της, στο φωτεινό πρόσωπο ενός κακομαθημένου 20χρονου
γόνου ενός Ρώσου ολιγάρχη, που στη σύντομη παραμονή του στις ΗΠΑ, θέλει να το
ρίξει έξω με τα λεφτά της οικογένειάς του. Ο νεαρός θα τη φιλοξενήσει στην
πολυτελή έπαυλή του, εκτονώνοντας πάνω στην κοπέλα όλες τις ερωτικές ορμές του,
παρέα με άφθονο αλκοόλ και πάνω στην τρέλα της στιγμής θα την παντρευτεί στο
Λας Βέγκας.Sean Baker
(…)
Το love story, που ταιριάζει με τις τρέλες και το τυφλό τζογάρισμα του Λας
Βέγκας, χάνει τη λάμψη του και μετατρέπεται σε μία οδυνηρή εμπειρία αυτογνωσίας
και ένα σκληρό μάθημα για μια κοπέλα, που ήθελε να πιστέψει στην τύχη της και
στα αγνά αισθήματα ενός άντρα. Και δεν φτάνει μόνο αυτό, όταν έρθει κατάφατσα
και με τους μπράβους του Ρώσου μεγιστάνα, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ο
πρίγκηπάς της είναι η το αντίθετο της κολοκύθας του διάσημου παραμυθιού.
Παρά ταύτα, ο Μπέικερ, δεν θα χάσει στιγμή τη σπιρτόζικη ματιά του, αν και η
συναισθηματική διάβρωση παραμονεύει, τα ξεκαρδιστικά αστεία, βρίσκουν απέναντί
τους, το θλιμμένο βλέμμα της ηρωίδας, που θα βρει το κουράγιο να ξαναξεκινήσει
τη ζωή της από το μηδέν, αφού έχει κερδίσει μία επώδυνη, αλλά τόσο χρήσιμη
πραγματική ενηλικίωση.
Και όμως ο Μπέικερ, δεν ξεπέφτει ούτε στιγμή σε μελοδραματισμούς, καθώς από το
πρώτο μέρος, μίας πειραγμένης ρομαντικής κωμωδίας, περνά στο δεύτερο σαν μια
τρελή κωμωδία, με γκαγκς, σπαρταριστούς διαλόγους, δίνει σάρκα και οστά στους
Ρώσους γκάνγκστερ, θυμίζοντας κάτι από το κλασικό σκρούμπολ, σε συνδυασμό με
τις παρατηρήσεις του για τις κοινωνικές ανισότητες και τα όνειρα, που πρέπει να
κομματιαστούν από την πραγματικότητα.
Αν ο Μπέικερ, απέφευγε και τη βολική ευκολία (ή την αμερικάνικη σύμβαση;), για
τους αρνητικούς χαρακτήρες εκ Ρωσίας, μπορεί να έχανε το εξ ανατολών πιπεράτο,
αλλά θα ήταν πιο ουσιαστικός και αδυσώπητος έναντι των νόμων της αγοράς, την
αμερικάνικη πραγματικότητα (να μια διαφορά με τον Κασσαβέτη _σσ. πάλι καλά, που
υπάρχει έστω μία διαφορά) και με τους μεγάλους ανεξάρτητους δημιουργούς του
παρελθόντος).
Όμως, ας του χαρίσουμε αυτή την παρασπονδία _άρα σσ. παρωνυχίδα, καθώς μας αποζημιώνει με την επιλογή της σαρωτικής Μάικι Μάντισον στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μία αξιαγάπητη ηρωίδα, που η μέσα από την μπριόζα ερμηνεία της, καταφέρνει να αναδείξει τη μελαγχολία για έναν αντιφατικό κόσμο, φτιαγμένο για να διαλύει τα όνειρα των καταφρονημένων.