«Ο Ιησούς (...) κατάλαβε,
Τώρα
καταλαβαίνω γιατί βρίσκεται εδώ ο Διάβολος, αν η δική σου εξουσία εξαπλωθεί και
σ' άλλους λαούς, κι άλλες χώρες, θα εξαπλωθεί κι η δική του δύναμη πάνω στους
ανθρώπους, αφού τα όρια τα δικά σου είναι και δικά του, ούτε ένα βήμα πιο πολύ
ή πιο λίγο,
Έχεις απόλυτο δίκιο, γιε μου, με χαροποιεί η οξύνοιά σου (...)
Και πώς θα είναι ο θάνατός μου,
Σ' ένα μάρτυρα ταιριάζει θάνατος επώδυνος, κι αν είναι δυνατόν ατιμωτικός, ώστε να καταστήσει τη στάση των πιστών πιο ευσυγκίνητη, παθιασμένη, συναισθηματική (...). Ναι, γιε μου, ο άνθρωπος είναι το παιδί για τα θελήματα, απ' όταν γεννιέται, μέχρι να πεθάνει είναι πάντα πρόθυμος να υπακούει, τον στέλνουν από δω κι εκείνος πάει, του λένε να σταματήσει κι εκείνος σταματάει, τον προστάζουν να γυρίσει πίσω κι εκείνος οπισθοχωρεί, ο άνθρωπος και στην ειρήνη και στον πόλεμο, με τη γενικότερη σημασία τους, είναι ό,τι καλύτερο συνέβη ποτέ στους θεούς,
Κι εμένα σε τι θέλημα θα με στείλεις, μιας κι είμαι γιος σου,
Εσύ θα είσαι η κουτάλα μου που θα τη βυθίσω στην
ανθρωπότητα για να τη βγάλω γεμάτη ανθρώπους που θα πιστέψουν στον καινούριο
θεό στον οποίο πρόκειται να εξελιχθώ,
Γεμάτη ανθρώπους για να τους κατασπαράξεις,
Δε χρειάζεται, να τους καταβροχθίσω εγώ, θα φαγωθούν μεταξύ τους (...).
Θα πεθάνω στο σταυρό, είπες,
Αυτό είναι το θέλημά μου (...)
Πες μου τότε, στο όνομα όλων αυτών που λες ότι είσαι, πώς θα είναι το μέλλον μετά το θάνατό μου, τι θα συμβεί που δε θα συνέβαινε αν εγώ δεν είχα δεχτεί να θυσιαστώ για τη δική σου ικανοποίηση, γι' αυτή σου την επιθυμία να βασιλέψεις σε περισσότερους ανθρώπους και χώρες (...).
Είπε ο Θεός, Θα υπάρξει μια Εκκλησία, (...) που εσύ θα ιδρύσεις, ή θα ιδρυθεί στο όνομά σου, (...) κι αυτή η εκκλησία θα εξαπλωθεί σ' όλο τον κόσμο μέχρι τα πέρατα που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα, (...)
Μίλα καθαρά, τον διέκοψε ο Ιησούς,
Δε γίνεται, είπε ο Θεός, (...)
Σε
ρώτησα για το μέλλον,
Για το μέλλον σου μιλάω κι εγώ,
θέλω να μου πεις πώς θα ζουν οι άνθρωποι που θα έρθουν μετά από μένα,
Αναφέρεσαι σ' αυτούς που θα σε ακολουθήσουν,
Ναι, αν θα είναι πιο ευτυχείς.
Πιο ευτυχείς ακριβώς, δε θα το έλεγα, θα έχουν όμως την ελπίδα της ευτυχίας ψηλά στον ουρανό όπου εγώ ζω αιώνια, επομένως την ελπίδα να ζήσουν αιώνια μαζί μου,
Τίποτε άλλο (...).
Για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, κι ας είναι οι λέξεις σκοτεινές, θα πεθάνουν άνθρωποι για σένα και για μένα,
Οι άνθρωποι πάντα πέθαιναν για τους θεούς, ακόμη και για κάλπικους και ψεύτες θεούς,
Λένε ψέματα κι οι θεοί,
Λένε (...)
Περιμένω,
Τι, ρώτησε ο Θεός, σαν να τον έπιασαν αφηρημένο,
Να μου πεις πόσο θάνατο και πόνο θα στοιχίσει η νίκη σου πάνω στους
άλλους θεούς, με πόσο θάνατο και πόνο θα ξεπληρωθούν οι μάχες που, στο όνομα το
δικό σου και το δικό μου, θα πολεμήσουν οι άνθρωποι που θα πιστέψουν σε μας,
ενάντια σε άλλους ανθρώπους,
Επιμένεις ότι θέλεις να το μάθεις.
Επιμένω,
Καλά λοιπόν, θα θεμελιωθεί η Εκκλησία που σου ανέφερα,
αλλά τα προπήγματά της, για να στερεωθούν καλά, θα πρέπει να σκαφτούν σε σάρκα,
και τα θεμέλια να φτιαχτούν από τσιμέντο απάρνησης, δακρύων, πόνου και
μαρτυρίων, από όλους τους θανάτους που μπορούμε να φανταστούμε σήμερα κι άλλους
που θα ανακαλυφθούν στο μέλλον (...).
Κι όλοι αυτοί θα πεθάνουν εξαιτίας σου, ρώτησε ο Ιησούς,
Αφού θέτεις έτσι το ζήτημα, ναι, θα πεθάνουν όλοι εξαιτίας μου,
Κι ύστερα,
Ύστερα, γιε μου, σ' το είπα, θα είναι μια ατέλειωτη ιστορία σίδερου και αίματος, φωτιάς και στάχτης, μια απέραντη θάλασσα από βάσανα και δάκρυα (...).
Ο Ιησούς πεθαίνει λίγο λίγο, η ζωή τον εγκαταλείπει,
όταν ξαφνικά ανοίγει ο ουρανός πάνω από το κεφάλι του, απ' άκρη σ' άκρη, κι
εμφανίζεται ο Θεός, με το ντύσιμο που είχε στο καΐκι, και η φωνή του αντηχεί σ'
όλη τη γη καθώς λέει, Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, σε σένα έδωσα όλη μου
την εύνοια.
Τότε ο Ιησούς κατάλαβε πως σύρθηκε στην πλάνη όπως σέρνεται ο αμνός στη σφαγή,
ότι η ζωή του χαράχτηκε για να πεθάνει έτσι από την αρχή της αρχής, και, όπως
θυμήθηκε τον ποταμό αίματος και τον πόνο που θα γεννηθεί απ' αυτόν και θα
πλημμυρίσει τη γη, κραύγασε προς τον ανοιχτό ουρανό, όπου ο Θεός χαμογελούσε,
Άνθρωποι, συγχωρήστε τον, γιατί δεν ξέρει τι κάνει (...)».
__Ζοζέ Σαραμάγκου, «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον», εκδόσεις Καστανιώτη
Άνοιξη και Λαμπρή: ζωή, έρωτας, ποίηση, ευτυχία, ψυχική ανάταση, ομορφάδα, λαϊκό γλέντι
![]() |
Γιώργος Βαρλάμος Αγριολούλουδα |
Περιμένοντας
τη ... Μεγάλη Ανάσταση
Τότε που όλα
ήταν αλλιώς
Η πιο μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, που συνδυάζει την αναγέννηση της φύσης, με την αναγέννηση του Θεού. Δεν υπάρχει γωνιά της ελληνικής γης που να μη γιορτάζει με το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης. Φέτος, όμως, το μήνυμα αυτό σκιάζεται και πονάει εξαιτίας αυτών που δεν επιτρέπουν στα αδέλφια μας στη γείτονα Γιουγκοσλαβία να νιώσουν το μήνυμα της Ανάστασης. Κι ενώ ο φίλος λαός συνεχίζει να σηκώνει το Σταυρό του μαρτυρίου, θα γιορτάσουμε με όση δύναμη μας μένει το Πάσχα, το οποίο συνδέθηκε με ό,τι καλύτερο έχει για να χαρεί στη ζωή ο άνθρωπος τη φύση και την ελευθερία. Γι' αυτό και την τραγούδησε ο λαός μας και τη χόρεψε όσο τίποτε άλλο, ζητώντας με τη μελωδία και το ρυθμό να εκφράσει την ευφροσύνη που τον διακατέχει, ελεύθερο ύστερα από αιώνες δουλείας, να μπορεί να γιορτάσει την Ανάσταση σε όλη τη θρησκευτική και κοινωνική έκταση. Είναι μέρα γενικού πανηγυρισμού και δύσκολα ξεχωρίζει κανείς πού να σταθεί ιδιαίτερα. Γιατί η ιδιαιτερότητα δεν είναι κάτι διαφορετικό. Το ίδιο μήνυμα ακούγεται σε παραλλαγές.
Το Πάσχα, στις περισσότερες περιοχές, άρχιζε από το
Σάββατο του Λαζάρου. Το πρωί τα παιδιά έβγαιναν για να πουν το τραγούδι του
Λαζάρου και τα φίλευαν αυγά.
"Την Τετάρτη την ημέρα/ κίνησε ο Χριστός να πάει
πέρα/ Λάζαρος τον απαντάει/ και τον ημερολογάει/ πες μας Λάζαρε τι είδες/ εις
τον Αδη όπου πήγες; / Είδα πόνους, είδα τρόμους/ είδα βάσανα και πόνους/ Δώστε
μου λίγο νεράκι/ να ξεπλύνω το φαρμάκι/ το φαρμάκι της ψυχούλας/ και το αίμα
της καρδούλας" __Καθενοί Εύβοιας.
"Ηλθεν ο Λάζαρος/ήλθαν τα βάγια/Σταυροσταθήτε/Κόκκινα αυγά/και πέντε πίτες/ Δώσ' με θεια τ' αυγό/ να φύγω από δω" __Θράκη.
Την Κυριακή των Βαΐων έστρωναν στο δάπεδο της εκκλησίας με φύλλα βάγιας. Κλαδιά από το ίδιο δέντρο κρατούσαν στα χέρια κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Όταν έβγαιναν από την εκκλησία χτυπούσαν ελαφρά ο ένας την πλάτη του άλλου με κλαδιά βάγιας. Ολα τα βράδια της Μεγάλης Εβδομάδας, που άρχιζε από εκείνη την Κυριακή πήγαιναν στην εκκλησία. Τη Μεγάλη Πέμπτη λίγο πριν ο παπάς βγάλει τον Εσταυρωμένο, ένας δυνατός άντρας μετέφερε στα χέρια τη μεγάλη πέτρα που στήριζαν τον σταυρό. Τη Μεγάλη Παρασκευή, το πρωί, οι γυναίκες στόλιζαν τον επιτάφιο με λουλούδια που έφερναν από το σπίτι τους και με αγριολούλουδα που μάζευαν τα παιδιά από τους αγρούς. Μετά τη μεσημεριανή λειτουργία και μέχρι το βράδυ περνούσαν όλοι τρεις φορές κάτω από τον επιτάφιο στα γόνατα. Το βράδυ εν χορώ μαζί με τους ψαλτάδες έψαλαν το "Ζωή εν Τάφω" και ύστερα γινόταν η περιφορά, την οποία άρχιζαν ακολουθώντας νότια κατεύθυνση. Η περιφορά γινόταν στις πλάτες τεσσάρων ανύπαντρων ανδρών, γιατί πίστευαν ότι όποιος τον έπαιρνε θα παντρευόταν την ίδια χρονιά. Όταν τελείωνε η περιφορά, επέστρεφαν στην εκκλησία από τη νότια πύλη, τον κρατούσαν ψηλά και από κάτω περνούσε όλο το εκκλησίασμα. Αυτοί που τον κρατούσαν εισέπρατταν από τους φίλους τους μερικές τσιμπιές για το καλό.
"Σήμερα μαύρος ουρανός. Σήμερα μαύρη μέρα | Σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται | Σήμερα βάλανε βολή οι άνομοι κι εβραίοι. | Κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι | να λάβει ύπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι | η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και ληγώθη | σταμνιά νερό της ρίξανε για να της έλθει ο νους της | και σαν της ήλθε ο λογισμός και σαν της ήλθε ο νους της | ζητά μαχαίρι να σφαγεί γκρεμό να πάει να πέσει | Φωνή της ήλθε απ' τον ουρανό Χαρχαγγέλου στόμα | Πάψε κυρά τις προσευχές πάψε και τις μετάνοιες | τον γιο σου τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε | και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε" __Εύβοια).
"Δε μου μιλείς παιδάκι μου, δε μου μιλείς παιδί μου/ - Τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχεις" _θρήνος της Ζακύνθου.
Για
την ανάστασή σου λαέ μας...
Επιτάφιος_Πάθη_Ανάσταση...
Οι μέρες αυτές έχουν εμπνεύσει μεγάλους δημιουργούς στο πέρασμα των χρόνων, για να δώσουν το δικό τους περιεχόμενο, δεμένο με τα πάθη και τους πόθους του λαού μας, αλλά και τη λαϊκή μνήμη και παράδοση.
Πώς οι
δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι
δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της
γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει
και μακριάθε
βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου,
Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε
τα μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι αν η
μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε
το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα
σα μάνα κ' εγώ λαχταρήσει
(είταν
όνειρο κ' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ'
άλλα σου αδέλφια να σ' είχα γεννήσει
κι από δόξες
αλάργα κι αλάργ' από μίση!
Ενα κόκκινο
σπίτι σ' αβλή με πηγάδι...
και μια
δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης
καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό,
σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι αμ'
ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα
γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα
γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν' ανασαίνει
βαθιά τ' όλο κέρδον αγέρι.
Κι αφού λίγο
σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου
τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου
να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος
δείπνος με γέλια ν' αρχίσει.
Κι ο
κατόχρονος θάνατος θα φτανε μέλι
και πολλή
φύτρα θα φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και
κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ' αργαστήρι
εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα
μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει
κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν
τ' αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε
κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις
πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Ανοιξή μου
γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά
σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δε μιλάς,
δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς,
κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και
νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου
τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα
τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη
στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά
Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!
Αν τα πλήθη
αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ήξεραν
ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου!
Κει στο
πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά
ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη
κι όσο η
γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,
το σταβρό
σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ' οι φίλοι.
Μα γιατί να
σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε:
"Ποιος ο Χριστός;" τι πες "Να με"!
Αχ! δεν
ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα
χρόνια παιδί μου δε σ' έμαθ' ακόμα!
Κώστα
Βάρναλη,
«Η Μάνα του Χριστού» – Ποιητικά, Το φως που καίει – Σκλάβοι
Πολιορκημένοι
Από τους «Πόνους της Παναγιάς», του Κώστα Βάρναλη, και της μητέρας που αγωνιά... «πού να σε κρύψω γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί»... Στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και το λυρικό μοιρολόι της μάνας του νεκρού εργάτη. Εκεί που το ατομικό της πένθος και ο αβάσταχτος πόνος της γίνονται οργή και μετατρέπονται στην ταξική αφύπνισή της. Γίνεται πια μάνα κοινωνική, ένα συλλογικό σύμβολο, καθώς σμίγει με τους συντρόφους του γιου της, ορκιζόμενη εκδίκηση. Και στην «Ανάσταση», το τραγούδι αποχαιρετισμού των γυναικών κρατουμένων στις φυλακές Αβέρωφ στις συντρόφισσές τους που πήγαιναν για εκτέλεση...
Στον Αη Στράτη |
Για την
ανάστασή σου λαέ μας
όλα τα δίνουμε κάθε στιγμή.
Άλλοι στις μάχες κι εμείς στα κελιά μας
του λυτρωμού σου η ώρα να 'ρθει...
Οι μέρες αυτές είχαν τη δική τους βαρύτητα στις φυλακές και τις εξορίες. Αυτές τις μέρες γινόταν ακόμα πιο έντονη η ομορφιά της ζωής, αλλά και η βαθιά συνείδηση του Χρέους. Οι χιλιάδες εξόριστοι κομμουνιστές και λαϊκοί αγωνιστές είχαν επίγνωση της θέσης τους... Γι' αυτό ήταν και ελεύθεροι...
«Όπως όλος ο ελληνικός λαός κάτω από τις πλέον
τραγικότερες συνθήκες, έτσι και η Ομάδα μας ανεβαίνοντας το δρόμο του μαρτυρίου
και της τιμής γιόρτασε το Πάσχα.
Μέσα στις δοκιμασίες και ταλαιπωρίες που σκληραίνουν την ψυχή μας δεν μπορούσε
παρά να νιώσουμε τη συγκίνηση εκείνη που πηγάζει απ' αυτή τη μέρα, σαν μέρα που
σκορπάει τη χαρά, την αγάπη. Δεν θα έπρεπε να κλειστούμε στον εαυτό μας, να
παραδοθούμε στις σκέψεις μας, να πικραθούμε και να στενοχωρηθούμε. Έπρεπε να
χαρούμε, γι' αυτό και οργανώσαμε τη γιορτή του Πάσχα»...
Έτσι ξεκινούσε το άρθρο της χειρόγραφης εφημερίδας «Η φωνή του εξόριστου» που έβγαζε η Ομάδα
Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων του Αη Στράτη, τον Απρίλη του 1947.
Εκατοντάδες είναι οι κάρτες με ευχές για το Πάσχα που φυλάσσονται στο Αρχείο
του ΚΚΕ. Μια ζωγραφιά και δύο λόγια... Με την ελπίδα να ανταμώσουμε
σύντομα... Για αυτές τις μέρες σου στέλνω τις θερμότερες ευχές...
Με τις κάρτες που φιλοτεχνούσαν οι ίδιοι ή οι
συγκρατούμενοί τους, οι εξόριστοι και οι φυλακισμένοι δήλωναν ότι ζουν και
συνεχίζουν να ονειρεύονται. Δήλωναν ότι
αντιστέκονται στην απομόνωση που τους επέβαλλε το αστικό κράτος. Παρά τις
αφάνταστες δυσκολίες, τις στερήσεις και τα βασανιστήρια, με ελάχιστα υλικά και
χρώματα οι εξόριστοι δεν έπαυαν να δημιουργούν. Άλλωστε, οι κάρτες ήταν μια
ξεχωριστή επαφή με την οικογένεια, φίλους και συντρόφους τους σε κάθε σημαντική
στιγμή.
Η επικοινωνία με τους «έξω» εκτός από βαθιά ανάγκη ήταν και μια νίκη, μια
κατάκτηση μικρή, αλλά τόσο σημαντική. Ακόμα και αυτές οι δύο φράσεις που
συνοδεύονταν με τη λέξη «ελογοκρίθη» σήμαιναν πολλά.
Ευχετήρια κάρτα του Α. Αμπατιέλου προς την γυναίκα του, Μπέτυ. Φυλακές Αίγινας, 1961 |
Αντίστοιχης σημασίας ήταν και τα γράμματα που λάμβαναν οι εξόριστοι και οι φυλακισμένοι από τους δικούς τους ανθρώπους. Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο, όπως περιγράφεται στα «Στρατόπεδα Γυναικών» στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου στη Χίο ή στο Τρίκερι, ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που η διοίκηση του στρατοπέδου καθυστερούσε τα γράμματα και ειδικά σε μεγάλες γιορτές, όπως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, τα συγκέντρωνε και τα έβαζε στην πυρά μπροστά σε όλες τις κρατούμενες. Τέτοιες μέρες υπήρχε η πιθανότητα οι κρατούμενοι να συναντηθούν με τους «έξω», με τους κατοίκους των νησιών. Και αυτοί δεν έχαναν την ευκαιρία να τους δείξουν την αγάπη τους, τον σεβασμό τους...
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της Μαριγούλας Μαστρολέων - Ζέρβα στο βιβλίο της «Κρατούμενες στα Γιούρα, 1967». «Στο προαύλιο των φυλακών Αλικαρνασσού Κρήτης υπάρχει μια εκκλησία, ο Αγιος Λευτέρης. Τη Μεγάλη Εβδομάδα μάς λέει ο διοικητής: "Τη Μ. Παρασκευή και το Μ. Σάββατο θα λειτουργήσουνε το εκκλησάκι και θα σας επιτρέψω να πάτε και εσείς"...
Έφτασε η Μ. Παρασκευή και η αυλή γέμισε κόσμο, παπάδες και ο Επιτάφιος ήταν έτοιμος. Επιτέλους ήρθε η ώρα και μας έβγαλαν έξω. Μόλις μπήκαμε μες στην εκκλησία και μας είδε ο κόσμος, αμέσως έπεσαν επάνω μας, μας φιλούσαν και μας ρωτούσαν με δίψα να μάθουν πώς περνάμε. Οι χωροφύλακες παρακολουθούσαν και όσο έβλεπαν τέτοια υποδοχή, που δεν την περίμεναν, τόσο πιο πολύ κατσούφιαζαν. Ήταν σίγουροι πως ο κόσμος θα μας περιφρονούσε και θα μας απέφευγε. Αλλά εμείς δεν αργήσαμε να γίνουμε φίλες με όλες τις γυναίκες. Πιαστήκαμε αγκαζέ και παρακολουθούσαμε τον Επιτάφιο και ζευγάρια-ζευγάρια αλλάζαμε με τις κοπέλες που τον σήκωναν. Κάναμε σχέδια για την Ανάσταση, γιατί μας είχε πει ο διοικητής πως θα μας έβγαζε και το Μ. Σάββατο στην Ανάσταση.
Εξόριστες στη Χίο στον Επιτάφιο |
Τέλειωσε η εκκλησία, πάλι φιλιά, καληνυχτιστήκαμε και είπαμε: "Αύριο πάλι στην Ανάσταση". Όμως, για την Ανάσταση, ο διοικητής είχε αλλάξει γνώμη, έπειτα απ' αυτό που είχε δει στον Επιτάφιο και μας ανακοίνωσε, χωρίς καμιά εξήγηση, ότι δεν πρόκειται να βγούμε. Έτσι το βράδυ καθίσαμε στα κελιά μας και βλέπαμε από μακριά μέσα από τα σίδερα... Ο κόσμος όμως που είχε έρθει και ήταν τριπλάσιος από την προηγούμενη και κρατούσε πακέτα με λαμπριάτικα δώρα για να μας τα δώσει, απορούσε και φώναζε: "Δε θα έρθετε;". Τότε πήγε κοντά ένας σκοπός και τους είπε πως δεν πρόκειται να βγούμε. Πολλοί φύγανε και εκείνοι που έμειναν μετά την Ανάσταση μας φώναζαν από μακριά: "Καλή λευτεριά κοπέλες, γρήγορα σπίτια σας"...».
Πάσχα των ανθρώπων
Δια χειρός Γιώργου Μηλιώνη
«Πισάχ» λεγόταν η αρχαία αιγυπτιακή γιορτή της εαρινής ισημερίας. Είναι η ίδια γιορτή που πέρασε στους Εβραίους και από εκεί στους Χριστιανούς. Το Πάσχα δεν είναι ταυτισμένο μόνο με τα πάθη του Χριστού, αλλά «κουβαλάει» και αρχαίες δοξασίες ταυτισμένες με τη βλάστηση και την καρποφορία της γης, οι οποίες λειτούργησαν και λειτουργούν παράλληλα με τις χριστιανικές αντιλήψεις.
Δεν είναι, εξάλλου, τυχαία η στιγμή μέσα στο χρόνο που
γιορτάζεται το Πάσχα, καθώς αυτό συμβαίνει μέσα σε ένα περιβάλλον ανθοφορίας
και ανανέωσης της φύσης. Όλα ανθίζουν.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι όλος ο παραδοσιακός
τελετουργικός χαρακτήρας των εθίμων του Πάσχα διεξάγεται από γυναίκες. Δεν
είναι μόνο η υπόσχεση της γονιμότητας, είναι ένας ολόκληρος κύκλος: φροντίδα
των νεκρών, θρήνος, αναγέννηση της ζωής.
Αν στο λατρευτικό κύκλο, που κορυφώνεται τις Απόκριες,
πρωταγωνιστούν τα φαλλικά σύμβολα, τώρα εμφανίζονται τα ανοιξιάτικα γυναικεία
έθιμα που υποβοηθούν να γεννηθεί ό,τι είχε θαφτεί ως σπόρος στο νωπό χρώμα.
Η κυκλική περιφορά του επιταφίου ορίζει τον κύκλο της
κοινότητας. Περικλείει όλα τα σπίτια και το νεκροταφείο και χαράζει έτσι τα
νοητά σύνορα της κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο θεωρείται ότι η κοινότητα
θωρακίζεται από κάθε βλαπτική ενέργεια προερχόμενη έξω από αυτήν και
θωρακισμένη μπορεί πλέον να επιδοθεί απερίσπαστη στις ιερουργίες και στα έργα
που συντελούνται εντός της.
Τα σύμβολα της γιορτής είναι επίσης εξαιρετικά ισχυρά:
το αυγό, ο πυρήνας της νέας ύπαρξης, το κόκκινο χρώμα, το χρώμα του αίματος που
σφύζει από ζωή και το φως το σύμβολο της συνεχώς αναγεννώμενης ελπίδας.
Είναι κάτι παραπάνω από φυσιολογικό, όλα αυτά τα
μαγευτικά έθιμα με τους συμβολισμούς και τις βαθύτερες σημασίες τους να βρουν
την αντανάκλασή τους στη λογοτεχνία, με το κύριο βάρος να δίνεται στα πάθη των
ανθρώπων. Η επί αιώνες όσμωση των βαθιά ανθρωποκεντρικών ελληνικών αντιλήψεων
με τις διδασκαλίες της χριστιανικής θρησκείας, οδήγησε, τελικά, σε κατίσχυση
των πρώτων.
- Η διαπάλη αυτή αποτυπώνεται με εξαιρετικό τρόπο «Στην Αγι-Αναστασιά» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Υπό αυτό το πρίσμα, επιπλέον, στα «πασχαλινά» διηγήματα, η θρηνητική κυρίως αλλά και η εορταστική ατμόσφαιρα του Πάσχα αποτελούν τον καμβά, πάνω στον οποίο οι λογοτέχνες μιλούν για τα βάσανα και τις χαρές των ανθρώπων.
- Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα «Οι Πόνοι της Παναγιάς» του Κώστα Βάρναλη και ο αριστουργηματικός «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου. Ειδικά οι πηγές του τελευταίου είναι η αρχαία τραγωδία, το βυζαντινό μέλος και το μανιάτικο μοιρολόι. Ο ποιητής συνθέτει και ανεβάζει σε ανώτερο επίπεδο τις πηγές του, καθώς δεν περιορίζεται μόνο στον διαχρονικό θρήνο της μάνας, αλλά τη βάζει να παίρνει τη θέση του γιου της στις γραμμές της εργατικής τάξης.
- Ιδιαίτερα σκωπτικός ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, στο «Αρατε Πύλας», θα διακωμωδήσει τη λαμπρή περιφορά του Επιταφίου, από την γκάφα του καντηλανάφτη που δε θα ανοίξει έγκαιρα τις πόρτες της εκκλησιάς στο κάλεσμα του ιερέα. Βεβαίως, οι πόρτες θα ανοίξουν «με τη δύναμη του θεού», όμως ο μπαρμπα - Κώστας θα χάσει κάμποσα δόντια γιατί στεκόταν πίσω τους, και έτσι στην επόμενη αναπαράσταση δε θα μπορεί να υποδυθεί τον ...Αδη, καθώς ο άρχων του «κάτω κόσμου» δεν μπορεί να είναι ψευδός!
Σε ένα από τα ωραιότερα διηγήματα που έχει γράψει ο Κωστής Παλαμάς το «Θάνατος Παλικαριού», ο Μήτρος ενώ ετοιμάζεται να πάει στον Επιτάφιο, πέφτει και τραυματίζεται άσχημα στο πόδι. Οι ταλαιπωρίες του είναι αφάνταστες και μέσα σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον, όπου παρελαύνουν κομπογιαννίτες και μάγοι, το παλικάρι σβήνει σιγά - σιγά. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, ανήμερα και πάλι της Μεγάλης Παρασκευής, ο Μήτρος βάζει τη μάνα του να τον μοιρολογήσει ζωντανό.
Την ίδια μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, θα φύγει απ' τη ζωή καρφώνοντας το μαχαίρι του στο στήθος του κι ο «Βασίλης ο Αρβανίτης» του Στρατή Μυριβήλη, ο λεβέντης που τα 'βαζε με θεούς και δαίμονες με τους «δικούς μας» και τους «ξένους».
Μια από τις συγκλονιστικότερες περιγραφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι ο εκκλησιασμός των φυλακισμένων του τσάρου πριν φύγουν για τη Σιβηρία, στην «Ανάσταση» του Λέοντος Τολστόι. Δεν μπορεί να μην έρχονται στο μυαλό αυτές οι περιγραφές όταν διαβάζει κανείς το κείμενο του Ανδρέα Καρκαβίτσα «Αι φυλακαί του Ναυπλίου» όπου οι κυρίες της πόλης πληρώνουν ιερέα για τη ...σωτηρία των ψυχών των κρατουμένων της Ακροναυπλίας.
«Μα κυρίες μου, αντί να δαπανάτε όλον σας αυτόν τον ιερόν ζήλον διά τας ψυχάς των ατυχών αυτών ανθρώπων δεν είναι καλύτερα να φροντίζετε ολίγον και διά τα σώματά τους; Αφήστε πλέον τα ουράνια που είναι τόσον ψηλά - ψηλά. Ελάτε και λίγο εις τα επίγεια, που τα 'χετε μπροστά στα μάτια σας».
Η συμμετοχή όμως στα δρώμενα του Πάσχα, εμπεριείχε και την έννοια του επιτρεπτού, καθώς η κοινότητα απέκλειε όσους θεωρούσε ότι την προσέβαλαν. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης δίνει μια εκπληκτική εικόνα αυτού του κοινωνικού αποκλεισμού μαζί με την κάθαρση του ανθρωπίνου δράματος στο «Αμάρτησε;», όπου η μια κοπέλα -στο διήγημα, όχι τυχαία, είναι χωρίς όνομα - έχει αγαπήσει έναν παντρεμένο, έχει εξομολογηθεί στον πατέρα της και τον ιερέα και τελικά την αυγή του Πάσχα μπροστά σε όλο το εκκλησίασμα η τύχη της κρεμόταν από το αν θα τη μεταλάβει ο ιερέας - σημείο επανεισόδου στην κοινότητα - ή την περίμενε το αίμα στο οποίο ο πατέρας της θα «ξέπλενε την ντροπή».
«Εις άφεσιν αμαρτιών» ψιθύρισε ο ιερέας καθώς τη μεταλάμβανε σε μια πράξη ανθρωπιάς που ξεπερνούσε ακόμα και τον ίδιο.
Θα κλείσουμε αυτό το σημείωμα με την ιδιαίτερα συγκινητική εικόνα που δίνει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στο Γκρέκο». Στο Δημοτικό Σχολείο σε μια θεατρική αναπαράσταση των παθών του Χριστού, ο δάσκαλος όρισε ότι ο κοκκινομάλλης Νικολιός θα ήταν ο Ιούδας, με αποτέλεσμα τα άλλα παιδιά να κάνουν τον Νικολιό εχθρό τους.
«Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό. Υστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια, έφερνε σ' ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούργια παπούτσια που 'χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για τη Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.
_Δε με
γνωρίζεις; Έκαμε, δε με θυμάσαι;
Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.
_Το Νικολιό! Φώναξα και τον άρπαξα
στην αγκαλιά μου.
_Ο Ιούδας...
έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία».