09 Σεπτεμβρίου 2021

Ήμασταν εκεί! Ο Μίκης ήταν και θα είναι μαζί μας μέχρι "να γυρίσει ο ήλιος"


Την ώρα που –με απερίγραπτη συναισθηματική φόρτιση γράφονται τούτες οι γραμμές το τελευταίο ταξίδι του Μίκη –βρίσκεται ήδη στην πατρίδα του, περνάει από τις Γειτονιές των Αγγέλων οδεύοντας προς το Πάνθεον «των μεγάλων δρόμων κάτω από τις αφίσες» 

Να 'ταν η καρδιά μου λαμπερό αστέρι
να 'ταν η ματιά μου δίκοπο μαχαίρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι

Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σημειώνει στο άλμπουμ συλλυπητηρίων στο Γαλατά

Σφε Μίκη
Δεν σε αποχαιρετούμε, γιατί ΖΕΙΣ και θα ΖΕΙΣ στις καρδιές μας, στα τραγούδια μας, στους καθημερινούς αγώνες μας για να «πάρουν τα όνειρα εκδίκηση».
Η πολιτική διαθήκη σου, θα συντροφεύει τη νέα γενιά, το λαό μας στον αιώνα τον άπαντα.
Δημ. Κουτσούμπας
ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ

 

Δακρυσμένα μάτια νυσταγμένοι κήποι
όνειρα κομμάτια ας ήτανε να ζω
στους μεγάλους δρόμους κάτω απ' τις αφίσες
στα χιλιάδες χρώματα ας ήταν να βρεθώ
(από τους «Λιποτάχτες» του Γιάννη Θεοδωράκη μουσική Μίκης, ερμηνεία σε πρώτη εκτέλεση Μίκης) 

 
 

Ένας δρόμος της Δραπετσώνας, μια πλατεία και μια αυλή χωράνε τα βάσανα αλλά και τις χαρές των ανθρώπων της «κατώτερης τάξης» του ’60 …
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο σημαντικότερος –ίσως συγγραφέας του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, στήνει το σκηνικό της Γειτονιάς των Αγγέλων με φόντο την αυλή μιας ταβέρνας, όπου μπροστά στη «Μυρτιά» ξετυλίγονται τα πάθη και οι έρωτες των απλών ανθρώπων του μόχθου και της προσφυγιάς, αλλά και των ευνοημένων, εκείνων που ανήκουν στον «καλό κόσμο».
Ο Αντρέας, ένας εργάτης, γιος προσφύγων, ερωτεύεται την Ξένια, κόρη του εργοστασιάρχη που τους γκρέμισε το σπίτι στο Κερατσίνι. Ο έρωτάς τους, παθιασμένος και έξω από τα καθιερωμένα, θα προκαλέσει την οργή της «γειτονιάς». Οι δύο εραστές θα παλέψουν, πρώτα με τις δικές τους προκαταλήψεις και έπειτα με αυτές της γειτονιάς, που λειτουργεί με τους δικούς της κώδικες…



…Τάνκερ στη λίμνη Ιωαννίνων

Να μιλήσουμε τώρα για τον Μίκη; είχαν πει κάποτε στον αδερφό του Γιάννη
«Άκου τώρα. Ο Μίκης μιλάει για τον εαυτό του, να μιλήσω κι εγώ γι’ αυτόν; Να σου πω όμως κάτι για τον Μίκη; Είχε πει κάποτε: “Είμαι ένα τάνκερ που μ’ έχουν βάλει στη λίμνη Ιωαννίνων”. Αυτή είναι πραγματικότητα. Είναι ένα τάνκερ στη λίμνη Ιωαννίνων».

Το τραγούδι της Γης δεν τ’ άκουσες ποτέ | ούτε θα τ’ ακούσεις πια.
Πριν τελικά τυλιχτώ στο χάος | ένα «γεια σου» θα πω στη ζωή…

Η Δεύτερη συμφωνία (1980-81) του Μίκη Θεοδωράκη, με τον υπότιτλο Το τραγούδι της Γης, αποτελεί την αποφασιστική επιστροφή του συνθέτη στο συμφωνικό ιδίωμα, είκοσι χρόνια μετά το ανατρεπτικό ορόσημο του Επιτάφιου που «εκτροχίασε» τη μουσική του σε μια μακρά «λαϊκή» περίοδο –είδος με αισθητικές με πολιτικές διαστάσεις που δοκίμασε, πειραματίστηκε και διάνοιξε όσο ελάχιστοι.
Αν, όπως υποστήριξε ο Μάλερ το 1907, λίγο προτού συνθέσει το συμφωνικό έργο όπου πρώτος χρησιμοποίησε τον τίτλο Το τραγούδι της Γης, «η συμφωνία πρέπει να είναι σαν τον κόσμο, να περικλείει τα πάντα», τι είδους κόσμο δημιουργεί ο Μίκης Θεοδωράκης;
Έναν κόσμο σκοτεινό και απειλητικό, με ηθικές και ιδεολογικές αναφορές τόσο στο –προσωπικό και συλλογικό– τραύμα του ελληνικού Εμφυλίου όσο και σε διεθνώς διαδεδομένες αγωνίες της εποχής.

Ως αντιστάθμισμα στον πανταχού παρόντα ζόφο, ο οποίος αποδίδεται μουσικά χάρη σε ένα προσωπικό μουσικό σύστημα βασισμένο στη λογική των τετραχόρδων, ο Θεοδωράκης οραματίζεται ένα είδος μυθικής, προμηθεϊκής επανάστασης απέναντι στην πανίσχυρη βία της εξουσίας. Φορείς της χρίζονται τα «παιδιά της Γης», ζωτικές δυνάμεις που αντιπροσωπεύονται στο έργο από το ελπιδοφόρο ηχόχρωμα της παιδικής χορωδίας, η οποία τραγουδά το θρηνητικό και επείγον κάλεσμά της πάνω σε ποίηση του ίδιου του Θεοδωράκη. Εντέλει, η φλογερή μάχη του φωτός με το σκότος απολήγει στην απροσδόκητα ελπιδοφόρα κατάληξη του έργου, όπου οι κρητικοί ρυθμοί της Πρώτης σουίτας συνοδεύουν το οραματικό σύμπαν της Δεύτερης συμφωνίας ως τη διστακτικά αισιόδοξή του Έξοδο.

Ο κοασμός των βατράχων

| Άρθρο του Μίκη Θεοδωράκη | Τα Νέα 09.01.2021 |
Από την πλευρά της δημιουργίας και της παρουσίας πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στη χώρα μας, η 10ετία του 2020 είναι η πιο φτωχή σε σύγκριση με όλες τις δεκαετίες από το 1940 μέχρι σήμερα.

  • Στην 10ετία του ’40 είχαμε πόλεμο, ξένη κατοχή, εμφύλιο πόλεμο.
  • Στην 10ετία του ’50 η χώρα ήταν κατεστραμμένη και υπήρχε η κυριαρχία του Παλατιού και της αστυνομικής βίας. Παρ’ όλα αυτά υπήρχε πολιτιστική ζωή. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω τις θεατρικές παραστάσεις, τις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας, το Ελληνικό Χορόδραμα.
  • Στην 10ετία του ’60 οι σκληρές οικονομικές συνθήκες αλλά και η συνεχιζόμενη αστυνομική βία δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την πολιτιστική μας αναγέννηση.
  • Στην 10ετία του ’70 είχαμε την χούντα. Αμέσως μετά, η πολιτιστική ζωή συνέχισε το δρόμο της. Στην δεκαετία του ’80 οι μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις βοήθησαν την ανάπλαση της καλλιτεχνικής μας ζωής.
  • Στην 10ετία του ’90 και του 2000 οι πολιτιστικές εκδηλώσεις περπάτησαν
  • Στην 10ετία του 2010 άρχισε η παρακμή, για να φτάσουμε στην δεκαετία του 2020 στο ΜΗΔΕΝ. Αναγνωρίζω ότι οι συνθήκες (πανδημία, οικονομία, τουρκική απειλή) θα πρέπει να είναι -και είναι- μεταξύ των εθνικών μας προτεραιοτήτων.

 Ο σκοπός όμως αλλά και η προϋπόθεση για όλα, είναι η Παιδεία και ο Πολιτισμός. Όσο μεγάλος και αν είναι ο πλούτος μιας χώρας, η Ιστορία διδάσκει ότι εκείνο που μένει τελικά είναι ο Πολιτισμός της.
Ποιος γνωρίζει σήμερα τις καθημερινές αποφάσεις για τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που απασχόλησαν τον Περικλή και άλλους στην αρχαία Αθήνα; Κανείς! Όμως όλοι γνωρίζουν και μάλιστα επί πολλούς αιώνες τον Πολιτισμό που εκείνοι οι δημόσιοι άνδρες βοήθησαν να δημιουργηθεί.
Και φυσικά χάρη στην χρηματοδότηση του Πολιτισμού από το ταμείο του Κράτους!
Με πολιτικούς χωρίς την παιδεία, δεν θα υπήρχε η Ακρόπολη και ο Παρθενώνας. Δεν θα υπήρχαν τα θέατρα. Δεν θα υπήρχαν ίσως ο Σοφοκλής και ο Φειδίας.

Γιατί αν ο καλλιτέχνης γνωρίζει ότι δεν υπάρχει τρόπος να φτάσει το έργο του στην κοινωνία, τότε δεν θα το γράψει, δεν θα το συνθέσει, δεν θα το λαξεύσει. Δεν θα υπήρχε ίσως ούτε το κοινό που διψά για τα έργα της εποχής του. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ερμηνευτές που έχουν ανάγκη να ερμηνεύσουν καινούρια έργα θεατρικά, μουσικά, χορευτικά.

(…)
Εάν παρακολουθήσουμε σχολαστικά την ιστορία της Τέχνης, θα δούμε ότι πίσω από κάθε της κατάκτηση υπάρχει το δημόσιο πρόσωπο του αντίστοιχου τόπου και της αντίστοιχης εποχής, που παραμένει στην ανάμνηση των ανθρώπων επειδή βοήθησε την δημιουργία νέας σκέψης και νέων καλλιτεχνικών έργων.

Και για να μην πάμε πολύ μακριά, ας δούμε ποια είναι τα πρόσωπα που έμειναν στη μνήμη και στην ιστορία τον τελευταίο αιώνα στην χώρα μας. Είναι οι περισσότεροι πολιτικοί ή ποιητές, συγγραφείς, δημιουργοί, μουσικοί, ζωγράφοι, γενικά άνθρωποι του Πνεύματος και της Τέχνης;

Σήμερα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το πλοίο ΕΛΛΑΣ έχουν να κάνουν με το Μηχανοστάσιο και με τον τυφώνα -το λιμάνι όμως στο οποίο θα πρέπει να κατευθύνεται, είναι η Παιδεία και ο Πολιτισμός.
Και ποιος φροντίζει γι’ αυτή την πορεία, αφού Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση απασχολούνται μονάχα με το Μηχανοστάσιο και τον θυελλώδη καιρό που μας θαλασσοδέρνει χωρίς να υπάρχει πολιτιστικό όραμα;
Κάποτε το Μηχανοστάσιο θα διορθωθεί και θα έρθει μπουνάτσα.
Τότε και μόνο τότε, η πολιτική ηγεσία θα ανακαλύψει ότι το λιμάνι στο οποίο θα έχουμε φτάσει, θα είναι μια αδιέξοδη λιμνοθάλασσα με μοναδικό πολιτιστικό ήχο τον κοασμό των βατράχων

Μίκης: Μαχόμενη κουλτούρα

(σσ. από άρθρα του Μίκη γραμμένα, στο Λονδίνο το 1965 και στο Βραχάτι, Ιουν-1968)
Όσα προηγήθηκαν
Σήμερα, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, η κρίσιμη μάχη θα δοθεί ανάμεσα στον άνθρωπο και τον αντιάνθρωπο.
Από την εποχή των σπηλαίων φτάσαμε επιτέλους μπροστά στη μεγάλη πύλη του ελευθερωμένου από την ανάγκη ανθρώπου. Δεν μας χωρίζει πια παρά μονάχα ένα σκαλοπάτι. Που μονομιάς έγινε άβυσσος. Έγινε ο μεγαλύτερος κίνδυνος απ’ όσους πέρασε ως σήμερα η ανθρωπότητα.
Το όπλο της τίγρης είναι τα νύχια. Ο άνθρωπος του Νεάντερνταλ είχε την πέτρα. Οι Έλληνες είχαν τα τόξα. Οι σταυροφόροι τις λόγχες. Ο Χίτλερ τα κρεματόρια. Τον αντιάνθρωπο στηρίζει η αδιαφορία των άλλων, και πρώτα απ’ όλα των δημιουργών των πνευματικών οδηγών.

Όμως είναι άραγε αδιαφορία ή κάτι βαθύτερο; Αν και ζούμε σε μια εποχή όπου κυριαρχούν τα μέσα ενημέρωσης και διαφωτισμού, ωστόσο από την επομένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι μεγάλοι δημιουργοί όλο και λιγοστεύουν, η πνευματική παραγωγή απασχολεί όλο και λιγότερο τις μεγάλες μάζες.
Εδώ και πολύ καιρό τα μεγάλα γεγονότα που απασχολούν τη διεθνή κοινή γνώμη είναι ο πόλεμος, οι κοινωνικές αναταραχές και οι πολιτικές εξελίξεις. Πολύ λίγο τα επιστημονικά επιτεύγματα. Και σχεδόν καθόλου η καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργική δραστηριότητα μεγάλα καλλιτεχνικά ονόματα βυθίζονται σταθερά στη λήθη.
Σ’ αυτή την κορυφαία στιγμή ό,τι αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του ανθρώπου, ο δημιουργός του πολιτισμού, ο καλλιτέχνης, ο πνευματικός οδηγός είναι απών. Απέναντι στον αντιάνθρωπο που μας δολοφονεί, ο άνθρωπος, χωρίς την παρουσία του πνευματικού δημιουργού, παραμένει γυμνός και απροστάτευτος. Πού να οφείλεται άραγε αυτή η τραγική απουσία;

Τα τελευταία πενήντα χρόνια η ανθρωπότητα γνώρισε μια σειρά βαθιές αλλαγές, που δημιούργησαν μια καινούρια εποχή. Λαοί σκλάβοι έγιναν ελεύθεροι. Τάξεις υπόδουλες έγιναν κυρίαρχες. Μάζες υπανάπτυκτες γνώρισαν την πρόοδο. Αγροτικοί πληθυσμοί πέρασαν στη βιομηχανία. Οι επαφές πολλαπλασιάστηκαν. Η διακίνηση των γνώσεων, των ιδεών, των ειδήσεων και των μαζών πήρε χαρακτήρα πρωτοφανή.

Μονομιάς η Γη μας μίκρυνε. Τα σύνορα ουσιαστικά κατέρρευσαν. Η τυπογραφία, οι τηλεπικοινωνίες, η μαγνητοφώνηση έφεραν στις πύλες της πνευματικής δημιουργίας εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Φαίνεται όμως ότι οι πνευματικοί δημιουργοί βρέθηκαν απροετοίμαστοι μπροστά σ’ αυτό το γιγαντιαίο παλιρροϊκό κύμα των μαζών.
Η καλλιτεχνική έκφραση, που απευθυνόταν ως τότε σ’ ένα επιλεγμένο κοινό, είχε προχωρήσει μέσα από τους δαιδάλους της τεχνικής προς νέες περίπλοκες μορφές, στρυφνές και αινιγματικές. Για να μπεις στα άδυτα του νέου έργου τέχνης πρέπει να διαθέτεις πολλά «ειδικά κλειδιά».

Έτσι, ενώ ο σύγχρονος τεχνικός πολιτισμός αποδέσμευε όλο και μεγαλύτερες μάζες για να τις φέρει κοντά στο έργο τέχνης, το έργο τέχνης απευθυνόταν σε όλο και πιο εξειδικευμένο κοινό. Είχαμε δηλαδή μια αντίστροφη πορεία, που τελικά απομόνωσε τους σύγχρονους δημιουργούς και άφησε το μεγάλο κοινό, τη στιγμή που μπόρεσε επιτέλους να χτυπήσει την πόρτα της τέχνης, δίχως σύγχρονο καλλιτεχνικό έργο που να το κατανοεί και να το συγκινεί. Με μια λέξη, που να το αφορά.

Όμως ο πνευματικός δημιουργός όχι μόνο βρέθηκε απροετοίμαστος μπροστά σ’ αυτή την αιφνίδια και ριζική αλλαγή, αλλά φαίνεται ότι αυτή η πολύχρωμη, πολύγλωσση και πολυεθνική μάζα τον τρομάζει. Αισθάνεται έτσι την ανάγκη να αποσυρθεί. Ο διψασμένος για πνευματικό καλλιτεχνικό έργο λαός, όλες αυτές οι φρέσκες, γεμάτες υγεία και κίνηση δυνάμεις δεν θα βρουν νερό για να ξεδιψάσουν.

Παράλληλα, μια άνευ προηγουμένου μαζική πλύση εγκεφάλου αρχίζει, με επίκεντρο έναν νέο τύπο ζωής βασισμένο εξ ολοκλήρου σε υλικά αγαθά. Ολόκληρη η δημιουργική ζωτικότητα των μαζών αποξηραίνεται προοδευτικά από τους χυμούς της ανθρωπιστικής παιδείας, των ιδανικών και των οραμάτων, όπως μας τα προσφέρει το έργο τέχνης και γενικότερα η πνευματική δημιουργία. Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται το «ιδεώδες» κοινωνικό περιβάλλον για να μπορέσει να σταθεί και να κυριαρχήσει ο αντιάνθρωπος.
Κορυφαία κοινωνία του τύπου αυτού είναι η κοινωνία των ΗΠΑ. Πνιγμένη, θα έλεγε κανείς, στα υλικά αγαθά, όμως παράλληλα αποξηραμένη από τους χυμούς των ανθρωπιστικών ιδανικών, σφαδάζει σήμερα μπροστά στη δολοφονική μανία του αντιανθρώπου, που ελέγχει εκατό τοις εκατό τον σφυγμό αυτής της μεγάλης χώρας, επιβάλλοντας τον νόμο του, που δεν είναι άλλος από τον νόμο της ζούγκλας. Βλέπουμε λοιπόν ότι το οικοδόμημα του αντιανθρώπου είναι μια κολοσσιαία πυραμίδα, που η κορυφή της δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φοβερό θερμοπυρηνικό οπλοστάσιο και η βάση της οι αποξηραμένες, οι σφαδάζουσες μέσα στον φαύλο κύκλο των υλικών απολαβών λαϊκές μάζες.

Περισσότερα …

Μίκης:
καθήκοντα της «μαχόμενης κουλτούρας»

(Λονδίνο, 1965)
Η ελληνική θρησκεία είναι η «κουλτούρα». Ο λαϊκός μας πολιτισμός δεν σημαίνει για τον λαό μας μόνο τέχνη, μονάχα αισθητική απόλαυση. Σημαίνει ακόμα: την αγάπη της ελληνικής γλώσσας ως την πεμπτουσία της ελληνικής κληρονομιάς • την ενότητα του χαρακτήρα και του συναισθήματος • την πίστη στον άνθρωπο και τις μεγάλες αξίες, την ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη, την τιμή, τη λευτεριά • τη Ρωμιοσύνη, δηλαδή την ιδιαίτερη, ρωμαίικη στάση ζωής, το φιλότιμο, τη λεβεντιά.
Οι βαθύτερες ρίζες του ελληνισμού είναι η εθνική μας κουλτούρα. Ανεβάζει τους πολυτιμότερους εθνικούς χυμούς προς τον κορμό του έθνους. Χάρη σ’ αυτούς διατηρηθήκαμε, νικήσαμε τους νικητές μας. Οι ρίζες είναι τόσο βαθιές και άτρωτες, ώστε είναι ικανές να θρέψουν, να στηρίξουν και να υψώσουν ένα γιγάντιο δέντρο. Δηλαδή μας εξασφαλίζουν μεγάλες προοπτικές για το μέλλον.
Από τα συμπεράσματα αυτά πηγάζουν οι ευθύνες και τα καθήκοντα των εκπροσώπων της ελληνικής κουλτούρας. Ιδιαίτερα όταν ο λαός και το έθνος δοκιμάζονται από βαθιές, ιστορικές κρίσεις, τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής, γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός. Παλεύει μαζί με τον λαό, στην πρώτη γραμμή. και τότε η κουλτούρα γίνεται «μαχόμενη». Για να διαφυλαχθεί η πεμπτουσία της με την εξασφάλιση της νίκης στην υπόθεση του λαού

Ποια είναι τα καθήκοντα της «μαχόμενης κουλτούρας» στη χώρα μας;
1. Η κουλτούρα δεν αποτελεί φαινόμενο αυθύπαρκτο, αλλά, σαν το δέντρο, ριζώνει και αναπτύσσεται στο χώμα του λαού και στη συνέχεια, όπως συμβαίνει με τα δέντρα, βοηθάει τη χώρα, τον λαό, να ανανεωθεί, να πλουτιστεί.
2. Επομένως τα προβλήματα του λαού και του έθνους είναι και προβλήματα της κουλτούρας.
3. Όμως η κουλτούρα, όντας η ίδια η έκφραση της πεμπτουσίας της εθνικής συνείδησης, καλείται να διαδραματίσει τον ιστορικό της ρόλο, που είναι:
α) Η διατήρηση της ψυχικής ενότητας.
β) Η προβολή των δυνατών στοιχείων που συνθέτουν το εθνικό πρόσωπο.
γ) Η χάραξη πατριωτικής προοπτικής, το ξεσκέπασμα και το ανελέητο χτύπημα των συνειδητών και ασυνείδητων εχθρών -οπαδών της εθνικής μειοδοσίας, των ραγιάδων, των ανάξιων, των προδοτών και των πληρωμένων πρακτόρων.
δ) Ιερός πόλεμος ενάντια στον ξένο που περιφρονεί την Ελλάδα, που μισεί τον λαό μας, που μας αντιμετωπίζει σαν λαό τρίτης κατηγορίας, λαό ξενοδόχων και υπηρετών, λαό προσκυνημένων.

Ωστόσο, η «μαχόμενη κουλτούρα» δεν σταματά στις διαπιστώσεις.
Προχωρεί στη δημιουργία και στη διά της δημιουργίας χάραξη προοπτικής.
Χρέος μας είναι, ενώ θα χτυπάμε στο σκοτάδι, να προσπαθούμε συγχρόνως
ν’ ανοίγουμε παράθυρα προς το φως – προς το μέλλον.

(…)
Το όνειρο, η ελπίδα, το όραμα, η πίστη έγιναν με το τραγούδι πολύτιμα όπλα στην πάλη του λαού μας. Ο λαός μας γίνεται περήφανος όταν επικοινωνεί σε βάθος με τις ρίζες της παράδοσης, σε ύψος με τα φωτεινά πετάγματα της ποίησης του Βάρναλη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη. Σήμερα είμαστε ίσως ο μόνος λαός όπου οι χωριάτες κάνουν ουρά για να αγοράσουν ένα έργο τέχνης σαν το Άξιον Εστί.
Όμως όσο ο λαός θα πλουτίζει με τους χυμούς της «μαχόμενης κουλτούρας», τόσο, σαν τον ατμό που ζητά διέξοδο -αλλιώς συντρίβει και το πιο δυνατό εμπόδιο-, θα ζητά και αυτός διέξοδο, άνοιγμα, προοπτική … θα πλάθει τα μελλοντικά οράματα.

Έτσι, καθημερινά ο λαός μας, χάρη στην κουλτούρα, συνειδητοποιεί πόσο χάος χωρίζει αυτό που είναι από αυτό που θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι! Πιστεύω πως δεν υπάρχει πιο δυνατό και πιο ακατανίκητο όπλο από την προοπτική, το όραμα.

Γιατί ένας λαός, όταν γεμίσει με ένα φωτεινό όραμα και ταυτόχρονα πιστέψει ότι είναι δυνατόν να το πραγματοποιήσει, έχει ήδη διανύσει τον μισό δρόμο ως την κατάκτησή του, ως την πραγματοποίησή του.

Περισσότερα …


Σαν έρθει το βράδυ
και διώξει τη μέρα
θα να ‘ρθω κοντά σου
με τ’ όνειρό μου…
γράφει το ’42.
Για να συνεχίσει τέσσερα χρόνια μετά λέγοντας:
Το στήθος μου επλάτυνε πολύ για να χωρέσει
το μικρό γιασεμί που έσπειρες
με τα λεπτά σου δάχτυλα τούτη τη νύχτα
στην καρδιά μου….
Ή αργότερα, το 1987, θα πει απερίφραστα:
Βροχή μία Κυριακή
που μ’ έδεσες για πάντα Βεατρίκη πάψε να γελάς.

Η τρυφερότητα του ωστόσο μπορεί να γίνεται κατά τον άνεμο των γεγονότων και πούπουλο και μαχαίρι:
Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο μετρώ τούς χτύπους το αίμα μετρώ είμαι θρεφτάρι μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο, σήμερα εσύ, αύριο εγώ γράφει στα τραγούδια του Ανδρέα, το ’68.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι αυθεντικός και, με την τόλμη της ειλικρινούς πράξης, καταφέρνει χωρίς την έγνοια της καλλιέπειας να γίνεται αισθητικά γοητευτικός, μες τον λεπτό λυρικό του τόνο: Μενεξεδένια πολιτεία στείλε μου το χέρι σου να μου χαϊδέψει τα μαλλιά γράφει στον Ήλιο και τον Χρόνο, και πάλι στους Χαιρετισμούς με επικριτική πλην όμως στοχαστική διάθεση θα δει τον νέο κόσμο:

Τώρα η Αθήνα γέμισε
με πόνο πολυτέλειας
αριστοκρατικό μακρινό
Με λέξεις κολλημένες στο κακό νέφος
Γέμισαν οι δρόμοι
περιττές ώρες
περιττά χρόνια
παραδεισιακές κολάσεις
δροσερές πυρκαγιές.

Έχοντας πάντα αξεχώριστες μέσα του τις έννοιες του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους ο Μίκης γίνεται το αόρατο φίλτρο που δέχεται το παν και το παντού της ελληνικής, της ανθρώπινης περιπέτειας για να δώσει το δικό του απόσταγμα ευαισθησίας, με την αυθορμησία παιδιού, αλλά και με την κατάνυξη του μοναχικού ιδιώτη που «σα να μονολογεί σωπαίνει» ή που σα να σωπαίνει μονολογεί.

Κύμα είναι και ξεσπά ο Μίκης πάνω σε μία συχνά υπνώτουσα πραγματικότητα, με την λυρική του ιδιοσυγκρασία, με το δυναμικό στοχασμό του, με την πολύτροπη και ρωμαλαία μουσική του, με το σύνολο της αυθεντικά ποιητικής παρουσίας του.

Χάρη σε κείνον, – όπως χάρις και σε άλλους μεγάλους καλλιτέχνες – μπορούμε νά θυμόμαστε πάντα ότι κι όταν έξω από την πόρτα μας υλακούν το συμφέρον, η βία κι όλα τα ιδιωτικά και δημόσια παράγωγα της λέξης τρόμος, υπάρχει μία ευθεία γραμμή πενταγράμμου που βγάζει σε ξέφωτο, υπάρχει μία λέξη στο λευκό χαρτί πού ξέρει νά πνίγει τούς κάθε λογής δαιμόνους στο «άσπιλο του νου» της.

«Κοιτάζω μία γραμμή στο πεντάγραμμο που έχω μπροστά μου, έγραφε ο Θεοδωράκης το ’69 και σκέφτομαι ότι αυτή και μόνο φτάνει για να σαρώσει σαν χάρτινο πύργο το καθεστώς της κτηνώδους βίας που εγκατέστησαν μπροστά στη πόρτα μου.» Μία γραμμή στο πεντάγραμμο, μία λέξη στη σελίδα, μία βαθιά πίστη στη δύναμη της τέχνης κυρίες και κύριοι τα ισχυρά όπλα μιας ζωής, της ζωής του Μίκη Θεοδωράκη.
(σσ. Με τη μουσική των λέξεων: η ποιητική γραφή του Μίκη Θεοδωράκη - Από την παρέμβαση της Ιουλίτας Ηλιοπούλου στο Διεθνές Συνέδριο “Μίκης Θεοδωράκης” 29-31 Ιουλίου 2015)

Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης - Όπερα σε δύο πράξεις σε κείμενο του συνθέτη & στίχους Κώστα Καρυωτάκη και Κώστα Βάρναλη.

Τα Πρόσωπα:
ΔΙΟΝΥΣΟΣ, μπάσος
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ, κοντράλτο
ΠΟΙΗΤΗΣ, βαρύτονος
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, τενόρος
ΦΑΙΔΡΑ, σοπράνο
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ, τενόρος
ΒΑΣΙΛΙΑΣ, τενόρος
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ, σοπράνο
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ, βαρύτονος
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ, τενόρος
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ΛΑΟΣ.
Εποχές: 1928 – 1942 – 1850 – 1948 – 1980

                                         ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Σκηνή 1
ΣΚΗΝΙΚΟ: Παραλία της Πρέβεζας στον Αμβρακικό. Αριστερά, η θάλασσα.
Στο κέντρο, η ακτή.
Δεξιά, ένας στενός, χωμάτινος, επαρχιακός δρόμος, πλάι στη θάλασσα.
Στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ένα μικρό καφενείο. Ο «Ουράνιος Κήπος».
Στο πεζοδρόμιο μερικά σιδερένια τραπέζια με ψάθινες καρέκλες.

Μάντρες με μεγάλες πόρτες κρύβουν μερικά διώροφα σπίτια πίσω από φοίνικες, δέντρα, λουλούδια. Αριστερά από το δρόμο, σε μια μικρή λουρίδα γής, ένα τραπέζι και λίγες καρέκλες. Πάνω στο κύμα.
Στο βάθος δεξιά, μόλις διακρίνονται τα σπίτια της πόλης.
Η παραλία. Ίσως και κανένα βαπόρι.
Στο βάθος της θάλασσας, αριστερά, το ακρωτήρι του Άκτιου και στο κέντρο, η έξοδος προς το Ιόνιο. Ο ουρανός χάλκινος. Ουρανός του Ιουλίου από τις 5 το απόγευμα και μετά. Έχει λίγα σύννεφα λευκά, για να παίξει μαζί τους το φώς του ήλιου.
Είκοσι δευτερόλεπτα περίπου, πριν αρχίσει η μουσική, απόλυτο σκοτάδι. Πρέπει οι πρώτες νότες να παιχτούν μέσα σε νεκρική σιωπή. 
Στο δεύτερο μέτρο, ανοίγει η αυλαία. Το σκηνικό σε ημίφως. Εξωπραγματικό. Και στο μέλλον θα υπάρχει αυτή η εναλλαγή : εξωπραγματικό – ρεαλιστικό. 
Βγαίνει ο Διόνυσος από τα δεξιά.
Είναι ντυμένος με μακριά πορφυρή χλαμύδα. Και τραγουδά απευθυνόμενος προς το κοινό. Η Ρωμιοσύνη και ο Ποιητής έρχονται από το βάθος στο κέντρο της σκηνής.  Οι φιγούρες τους πρέπει να συγχέονται με τις σκιές. 

Η Ρωμιοσύνη φυσιολογική (δηλαδή, δεν είναι έγκυος).
Όσο τραγουδούν η Ρωμιοσύνη και ο Ποιητής, ο Διόνυσος υπάρχει και δεν υπάρχει.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Είμαι ο Διόνυσος. Σας χαιρετώ. Στη σκηνή μας αυτή θα αναπαραστήσουμε για σας το εύθυμο δράμα του τέλους του Ποιητή. Ας περάσει το πρώτο πρόσωπο.

(Μπαίνει η Ρωμιοσύνη)
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όλα τα πράγματα μου έμειναν όπως…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Η Ρωμιοσύνη…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : να’ χω πεθάνει πριν από καιρούς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …πληγωμένη πικραμένη…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …Η Ρωμιοσύνη ορφανή.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …και γράφω με το δάχτυλο σταυρούς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ήρθε στον Αμβρακικό να συναντήσει…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …τον Ποιητή…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …που με μια σφαίρα στην καρδιά…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …ήλιους εκτυφλωτικούς…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …εσκόρπισε μες στα σκοτάδια.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Το δράμα αυτό…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …κι έμεινε το παράθυρο κλειστό
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …σε λίγο θα ξετυλιχτεί μπροστά σας.

(Μπαίνει ο Ποιητής. Ο Ποιητής εμφανίζεται από τα βάθος. Προχωρεί αργά προς το κοινό καθώς τραγουδά. Ντυμένος σε στυλ 1928. Κουστούμι. Γραβάτα. Ψαθάκι. Ο Διόνυσος χάνεται)
ΠΟΙΗΤΗΣ :   Δέντρα μου, δέντρα μου, δέντρα μου ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη, στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία, μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει, ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία. Δέντρα μου, δέντρα μου, δέντρα.
Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ’ έχετε και φίλο, τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε, μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο, θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.
Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου, να μένω απ’ όλα πίσω τα θαλερά και τα εύθυμα στην πλάση, εγώ λιγότερο γι’ αυτό δε θα σας αγαπήσω, όταν θα μ’ έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.

(Εμφανίζεται διακριτικά ο Διόνυσος. Ο Ποιητής κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα, πλάι στην ακτή. Βγάζει το περίστροφο και το ακουμπά προσεκτικά πάνω στο τραπέζι. Μπαίνει ο Δημοσιογράφος από το κέντρο της σκηνής. Είναι ντυμένος σύγχρονα. Καλοκαιρινά. Φορά μαύρα γυαλιά ήλιου και ασχολείται συνεχώς με το κασετόφωνο. Καθώς πλησιάζει με γρήγορα βήματα τον Ποιητή, το φως γίνεται εκτυφλωτικό. Τα πράγματα παίρνουν τη ρεαλιστική τους όψη.)


ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μπαίνει ο Δημοσιογράφος της RET.
(και πάλι εξαφανίζεται)
Σκηνή 2
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Καλημέρα σας κύριε Καρυωτάκη. Σας βλέπω να κουβεντιάζετε με τα δέντρα.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (σαν να μιλά στον εαυτό του) : Μόνο η ψυχή μου αυτοκτονεί. Μικρές αυτοκτονίες καθημερινές.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Τι σύμπτωσις. Η εκπομπή μου ονομάζεται «Τα Καθημερινά».
ΠΟΙΗΤΗΣ : Η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (κάνει πηδήματα γύρω από τον Ποιητή) : Αυτό ακριβώς με φέρνει κοντά σας. Μιλήστε μου για την αυτοκτονία σας. Οι ακροατές αδημονούν ν’ ακούσουν λεπτομέρειες…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Το φως χάνεται…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (δοκιμάζει το μικρόφωνο) : Ένα, δύο, τρία… Αγαπητοί μου ακροατές, σε απευθείας μετάδοση η ιστορική αυτοκτονία. (Προς τον Ποιητή) Ομιλείτε, είσθε εις τον αέρα (του βάζει το μικρόφωνο μπροστά στο στόμα).
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι να πω;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Πως αισθάνεσθε. Τι νιώθετε λίγα λεπτά πριν απ’ τον θάνατο…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Θα πιείτε καφέ;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Υπέροχο! Μου παραγγέλνει καφέ πριν απ’ το τέλος!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ποιο το τέλος και ποια η αρχή; Το τίποτα γεννά το τίποτα…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ποιο είναι το τίποτα;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (σηκώνεται) : Η Επαρχία. Η Πρέβεζα. Η Νομαρχία… Ο Άλλος! Αυτά τα λευκά χαρτιά… Ο λευκός θάνατος…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (μιλά στο μικρόφωνο) : Αγαπητοί μου ακροατές. Στη συνέχεια του προγράμματός μας, το ποίημα του αυτόχειρος για τους δημοσίους υπαλλήλους αφιερωμένο εξαιρετικά στη Νίτσα, τη Στέλλα και το στρατιώτη Μήτσο Βελούδη από την Κόνιτσα.

Σκηνή 3
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Προς το κοινό) : Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (Το βλέμμα ανάμεσα στο κοινό, τον Αμβρακικό και τον ορίζοντα):  Αυτή την ώρα η Σελήνη δεν με βλέπει…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ηλεκτρολόγοι θα’ ναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.
ΠΟΙΗΤΗΣ : …αυτή μονάχα μαντεύει το χάος που βλέπω να με τυλίγει.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουνε αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τώρα πεθαίνουν οι Θεοί, πεθαίνουν οι σκέψεις σα φύλλα ξερά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : «Συν τη παρούση αλληλογραφία
ΠΟΙΗΤΗΣ : Κι εγώ πρέπει το μυστικό μου….
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
ΠΟΙΗΤΗΣ : …να πάρω μαζί μου. Ίσως σε λίγο να είμαι κοντά σου Σελήνη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Και μοναχά η τιμή τους απομένει, όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους, το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς το κοινό) : Σ’ αυτή τη χώρα του Διονύσου Τιτάνες και πόρνες Λερναίες Ύδρες και Εφιάλτες θα κυβερνούν…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Παίρνουν κάστανα,
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ο Ποιητής…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : σκέπτονται τους νόμους,
ΠΟΙΗΤΗΣ : …καταραμένος…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : σκέπτονται το συνάλλαγμα,
ΠΟΙΗΤΗΣ : …εξόριστος
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : τους ώμους σηκώνοντας
ΠΟΙΗΤΗΣ : θα’ ναι για πάντα…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : οι υπάλληλοι οι καημένοι.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Γι’ αυτό κι εγώ θα σ’ ανταμώσω, Αμβρακικέ, φίλε πιστέ…

(Ξαναβγαίνει ο Διόνυσος. Τραγουδά προς τον Ποιητή που κάθεται στην καρέκλα και βυθίζεται στον εαυτό του. Το φώς χαμηλώνει. Δημοσιογράφος και Ποιητής μπερδεύονται με τις σκιές)
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Κάνε τον πόνο σου άρπα. Και γίνε σαν αηδόνι, και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι, κάνε τον πόνο σου άρπα και πέ τονε τραγούδι.
(Η Φαίδρα βγαίνει μέσα από το σκοτάδι. Φορά λεπτό ποδήρη χιτώνα. Έρχεται από το βάθος, υπνωτισμένη, χαμένη αλλά ήρεμη. Στέκεται στο κέντρο με μέτωπο προς το κοινό. Ο Διόνυσος «διαλύεται» διακριτικά)


Σκηνή 4
ΦΑΙΔΡΑ : Για τη ζωή σου μου’ λεγες, για το χαμό της νιότης, για την αγάπη μας που κλαίει τον ίδιο θάνατό της, κι ενώ μια ογρή στα μάτια σου περνούσε αναλαμπή, ήλιος φαιδρός απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο είχε μπει.
(Το φώς ξανάρχεται. Η Φαίδρα βλέπει τον ποιητή που εξακολουθεί να κοιτάζει ακίνητος τη θάλασσα, σα να κοιμάται. Τον πλησιάζει.)

ΦΑΙΔΡΑ : Ο Ποιητής είναι βυθισμένος σε παράξενες οπτασίες. Εγώ όμως τον αγαπώ… Ίσως η αγάπη μου θα τον θεραπεύσει.
(Πλησιάζει ακόμα πιο πολύ τον Ποιητή και στέκεται ακίνητη από πάνω του. Βλέποντας ο Δημοσιογράφος αυτό το ερωτικό πλησίασμα τρίβει τα χέρια με επαγγελματική ευχαρίστηση. Πλησιάζει.)

(…)
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : (Με τραυματισμένο τον εγωισμό της) : Ονομάζομαι Ρωμιοσύνη! Κι αυτός ο τύπος με κυνηγά.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (Δεν ανέχεται η αγαπημένη του να είναι σ’ αυτό το χάλι) : Ρωμιοσύνη! (Βάζει το περίστροφο στον κρόταφο.)
ΦΑΙΔΡΑ : (που ζηλεύει, υποφέρει και ανησυχεί) : Μη! Τι πας να κάνεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη) : Άπιστη! Με ποιόν με απάτησες;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Σας ορκίζομαι κύριε Καρυωτάκη. Ούτε που μ’ άγγιξε!
ΦΑΙΔΡΑ : (ειρωνικά) : Ανεμογκάστρι!
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : (Μπαίνει μπροστά με τον αέρα της εξουσίας) : Ονομάζομαι κύριος Πουνέντες! Υφυπουργός. Εσείς ποιος είστε;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Υπάλληλος της Νομαρχίας. Τι ζητάτε;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Από τα οράματα μας δραπέτευσε η Ρωμιοσύνη και κατ’ εντολή του Σιρόκου την κυνηγώ.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μα η Κυρία είναι δική μου!
ΦΑΙΔΡΑ : (που ζηλεύει) : Κώστα, τι λές;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τον Πουνέντε) : Φύγετε Κύριε! Πρίν να είναι αργά! (Τον σημαδεύει με το περίστροφο)
ΦΑΙΔΡΑ : Δεν αξίζει ο κόπος! Άλλωστε σε λίγο θα μας συναντήσει ο Διόνυσος.
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Αυτός, ποτέ!
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Μα δε θα μεταδοθεί στην RET second;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Όχι! Είναι εκτός κλίματος. Άλλωστε προξενεί αλλεργία στο Λαό!
ΠΟΙΗΤΗΣ : RET second; Τι είναι αυτό;
ΦΑΙΔΡΑ : Ο Σταθμός της Αλλαγής!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι είναι Αλλαγή;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όραμα!
ΦΑΙΔΡΑ : Θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Φάρμακον;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Λέξις.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και ποιοι την τρώγουν;
ΦΑΙΔΡΑ και ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Οι Έλληνες!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Λεξιφάγοι;
ΦΑΙΔΡΑ και ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Αεροφάγοι!
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη) : Αυτός σε κατέστησε έγκυο, Ρωμιοσύνη;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Με τι;
ΦΑΙΔΡΑ : Ερώτηση!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι ξηρασία Θεέ μου προβλέπεται για το μέλλον… Και τι στειρότης… Πως φούσκωσες έτσι;

Σκηνή 6
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Ένας ποιητής δεν θα μπορέσει να συλλάβει ποτέ την δύναμιν των οραμάτων!
(…)

Σκηνή 7
(Μπαίνουν κρατούμενοι άνδρες-γυναίκες-Εβραίοι;- με παιδιά στην αγκαλιά, όπως γινότανε μ’ αυτούς που μεταφέρανε γερμανικά στρατόπεδα. Γύρω τους φρουροί-στρατιώτες Ες-Ες.)
ΛΑΟΣ : Πρωί-πρωί χτύπησαν την πόρτα στο σπίτι. Μας δώσαν διορία μισή ώρα. Για ταξίδι μακρινό ετοιμασθείτε, μας είπαν. Μπορεί να πάρετε μονάχα ένα δέμα. Εκεί που πάτε θα τα έχετε όλα. Τροφή, ρούχα, κατοικία, εργασία, καθαριότητα. Τώρα μας πηγαίνουν να κάνουμε ντους. Πολύ το θέλω αυτό το ντους, θα με ανακουφίσει.
(Οι στρατιώτες σφυρίζουν)
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Καθίστε κάτω. Στάσις δέκα λεπτά.
(Κάθονται)
ΠΟΙΗΤΗΣ : Αδελφοί μου, είμαι ο Ποιητής!
(Ο λαός κινείται με αμηχανία και φόβο. Μερικοί σηκώνονται.)
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μη φοβάστε τους φρουρούς. Δε με βλέπουν. Είμαι πνεύμα. Ζω πριν από σας. Ταξίδεψα στον χρόνο να σας συναντήσω και να σας βοηθήσω.
(…)

ΛΑΟΣ : Και πως τον λένε τον τόπο που μας πάνε;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ουτοπία!
ΛΑΟΣ : Ουτοπία! Ουτοπία! Έχει κυβέρνηση, άρχοντα, βασιλιά, κυβερνήτη;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τον Ποιητή!
ΛΑΟΣ : Είναι καλός; Τον ξέρεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Όνειρο ονείρου! Σκιά σκιάς!
ΛΑΟΣ : Τον αγαπώ… Νιώθω ότι μαζί του θα είμαι ευτυχισμένος. Νομοταγής και εργατικός.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Θα χτίσετε ένα νέο κόσμο. Μια καινούρια πατρίδα.

ΠΡΑΞΗ  ΔΕΥΤΕΡΗ
Σκηνή 1
(Στα μέσα του περασμένου αιώνα, 1850. Τοπίο στην ορεινή Ελλάδα. Σε μια πλαγιά του βουνού πρέπει να υπάρχει μια σπηλιά. Δέντρα, θάμνοι, καλύβες από σβουνιές. Ένα μονοπάτι. Εποχή μάλλον φθινόπωρο, για να δικαιολογήσει τα κοστούμια των στρατιωτών, χωρικών κ.τ.λ. Μπαίνει ο Διόνυσος πηδώντας και χορεύοντας. Είναι ντυμένος με κοντή χλαμύδα ξεσχισμένη. Είναι στολισμένος με φύλλα αμπέλου και όλα τα σχετικά.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μα την κνήμη του Δία που με φιλοξένησε! Και μα την κοιλιά της μάνας μου της Σεμέλης! Και της Περσεφόνης τα σανδάλια που με οδήγησαν στο βασιλιά των Ορχομενών! Και μα τις νύμφες που με νανούριζαν στον Ελικώνα! Και μα την θείαν Άμπελον! Ποτέ, Ποιητή, δε βρέθηκα σε τέτοιο χάλι! Ούτε όταν με κομμάτιαζαν οι Τιτάνες! Αιώνες τώρα βαδίζω μόνος. Συντροφιά μου, παλιά σκουριασμένα όνειρα. Γύρω μου γη καμένη. Που πήγαν οι Έλληνες; Γυρεύω τη Θήβα να προσκυνήσω τους τάφους των προγόνων μου και πέφτω πάνω στον Όθωνα. «Την Ελλάδα τώρα την κατοικούν Βαυαροί», μου λέει. Ήρθα εδώ, να κρυφτώ και να σκεφτώ.(…)


Σκηνή 3
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Μαρξιστές Λενινιστές στη Σιβηρία! Εδώ Οθωνική ελευθερία! Η Ελλάδα ανήκει στον Ελευθερωτή! Αρματωλοί και Κλέφτες, όλοι! Στη φυλακή!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : (προς τον Όθωνα) : Όμως ο Διόνυσος ζει! Ο Λαμπράκης ζει! Ο  Πέτρουλας ζει! Ο Παναγούλης ζει! Τι κάνουμε;
ΟΘΩΝΑΣ : Μια τρύπα στο νερό
ΑΜΑΛΙΑ : Να τον βρούμε και να τον κάνουμε υπουργό!
ΟΘΩΝΑΣ : Αμαλία, τι λες;
ΑΜΑΛΙΑ : Είναι η πιο δοκιμασμένη συνταγή! Ο περήφανος κολίγος θα ξεσηκωθεί, αν ο Διόνυσος μπει στη φυλακή! Τον κάνεις υπουργό, κι έχεις το στόμα κλειστό!
ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ : Σωστά, σωστά, πολύ σωστά!
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (Ακούγονται από μακριά) : Μπρούντζινος γύφτος – τράλαλα! – τρελά πηδάει κει πέρα, χαρούμενος που εδούλευε το μπρούτζον ολημέρα.
ΟΘΩΝΑΣ : Έρχεται ο Λαός μου!
ΑΜΑΛΙΑ : Ευκαιρία να διαφωτιστεί!
ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ : Να διαφωτιστεί και να ξεψυριστεί!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μεγαλειότατε! Να τους διώξω τους γύφτους;
ΟΘΩΝΑΣ : Αγαπώ το γύφτο Λαό μου! Αγαπώ την κοπριά που βοηθά το θρόνο ν’ ανθοφορεί!
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (Μπαίνουν χορεύοντας) : Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! – τρελά πηδάει κει πέρα, χαρούμενος που εδούλευε το μπρούτζον ολημέρα.
(Μόλις δουν τον Όθωνα, γονατίζουν)

ΟΘΩΝΑΣ : Λαέ μου, γιατί σταμάτησες το τραγούδι και το χορό;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μα είναι σωστό;
ΟΘΩΝΑΣ : Σ’ αρέσει να χορεύεις;
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (σηκώνονται) : Ναι!
ΟΘΩΝΑΣ : Σ’ αρέσει να σκέφτεσαι;
ΧΩΡΙΑΤΕΣ : Όχι!
ΟΘΩΝΑΣ : Λαός ιδανικός! (προς τον Αξιωματικό) Γνωρίζουν τον Διόνυσο;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Βρε ζαγάρια! Τι ξέρετε για τον Διόνυσο;
ΕΝΑΣ (πετάγεται μπροστά) : Είναι Θεός!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Είσαι βαλτός! Ευθύς να συλληφθεί. (Τον πιάνουν). Υπάρχει απειλή! Διόνυσος σημαίνει ληστής! (Προς το πλήθος). Θέλεις κι εσύ νασυλληφθείς;
ΧΩΡΙΑΤΕΣ : Όχι!
ΟΘΩΝΑΣ : Γύφτε Λαέ μου, με την άδεια κοιλιά χορεύεις ακόμα πιο καλά!
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (τραγουδούν και χορεύουν) : Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –τρελά πηδάει εδώ πέρα.
Έχοντας πίστη στο βασιλιά και πίστη στην Πατρίδα.
Έχω σαν τούμπανο την κοιλιά πρησμένη από την πείνα κομμουνιστές κι αναρχικούς τους κόβω κρομμυδάκια.
Είμαι ατσίδας, μυρίζομαι! του Μάρξ τα παιχνιδάκια.
Είμαι στο Σύνταγμα πιστός την ψήφο μου τη δίνω στην Εξουσία την καλή στον Αρχηγό το φίνο.
Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –τρελά πηδάω εδώ πέρα…

(Φεύγουν όλοι. Μένει μόνο ο Διόνυσος. Το φως λιγοστεύει.)
Σκηνή 5
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Η Μάχη δεν θα τελειώσει ποτέ! Θα νικάμε πάντα και πάντα απ’ την αρχή… Η Μοίρα αυτού του τόπου τραγική. Αν δε χυθεί αίμα Θεού θα κυβερνούν πάντα οι Βαυαροί! Ήρθα λοιπόν το χώμα της Θήβας να φιλήσω. Στου Μακρυγιάννη με το Λαό θα πολεμήσω. Όμως η σφαίρα δεν μπορεί να με σκοτώσει. Η Πυραμίδα μόνο θα με τσιμεντώσει.
(Ημίφως. Μπαίνει η Ρωμιοσύνη, ντυμένη όπως στην αρχή.)

(…)
Σκηνή 7
(Ξαναρχόμαστε στο σκηνικό της Πρώτης Πράξης. Το φως εκτυφλωτικό. Μπαίνει ο Διόνυσος, όπως πριν, με τις ίδιες κινήσεις. Ο Ποιητής κάθεται στο καφενείο.)
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μα την κνήμη του Δία που με φιλοξένησε! Και της Περσεφόνης τα σανδάλια που με οδήγησαν στο βασιλιά των Ορχομενών! Και μα τις Νύμφες που με νανούριζαν στον Ελικώνα! Και μα τη θείαν Άμπελον! Ποτέ, Ποιητή, δε βρέθηκα σε τέτοιο χάλι. Ούτε τότε που με κομμάτιαζαν οι Τιτάνες. Όσο τη μέρα που με δίκαζαν στην Πνύκα αυτοί που η ιστορία θα ονομάσει οι Εραστές της Εξουσίας!
ΠΟΙΗΤΗΣ (Με ενδιαφέρον) : Τι μορφή έχουν;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Συγκεχυμένη! …
ΠΟΙΗΤΗΣ (προς τον Διόνυσο) : Και ποια η θέση του Ποιητή;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ο Ποιητής είναι νεκρός…

ΠΟΙΗΤΗΣ : Κατάλαβα! Κατάλαβα! Το Έθνος βουλιάζει υπερηφάνως… Κι εγώ τι να κάνω; Να πνιγώ ή να τινάξω τα μυαλά μου;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ (που πετάγεται προς τον Ποιητή. Το φως δυναμώνει στιγμιαία): Απευθυνθείτε στο Υπουργείο των Αέρηδων δια να ανανεωθείτε!
Σκηνή 8
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ησυχία! Ακούστε τη Ρωμιοσύνη! Τραγουδά το στερνό τραγούδι μαζί με τους Έλληνες! (Το φως στο χρώμα της Εσπέρας. Ο Λαός μπαίνει διακριτικά. Φοράνε μαύρες εσάρπες)
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Η σκέψη μου νοσταλγικά ενυχτώθη στον κήπο, στη λιμνούλα και στη σέρα…
ΛΑΟΣ : Νοσταλγικά ενυχτώθη κι η ψυχή Νοσταλγικά η εσπέρα ανοίγει τα φτερά της…
ΣΟΛΙΣΤ : Το φως λιγοστεύει. Νυχτώνει.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ένας καημός που ακόμα δεν εδόθη γινόταν άστρο. Σύννεφο από πέρα
ΛΑΟΣ : Είναι η ώρα που πεθαίνουν οι Ποιητές γίνονται άστρο, σύννεφο από πέρα

Σκηνή 9
(Μπαίνουν οι Στρατιώτες ντυμένοι, όπως στον Εμφύλιο – 1948. Ο Αξιωματικός – λοχαγός – με στολή εκστρατείας. Ακολουθούν Καραγκούνες που κρατούν στους ώμους δύο θρόνους – τους ίδιους – με τον Παύλο, στολή ναυάρχου, και τη Φρειδερίκη, ντυμένη Βλάχα. Αυλικοί και Κυρίες της Αυλής – 1948)
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Μαρξιστές – Λενινιστές στη Σιβηρία! - Εδώ Γλυξεμπουργκική δημοκρατία!
Η Ελλάδα ανήκει στον καταπιεστή!  Αντιστασιακοί λεχρίτες! Όλοι! Στη φυλακή!  (βλέπουν τον Διόνυσο)
Νάτος! Νάτος! Ζαρωμένος σαν γάτος!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Του Γανυμήδη ο πάτος!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Δέστε τον καλά να μην το ξανακάνει. Θέλω μια δίκη σαν του Μπελογιάννη.
ΠΑΥΛΟΣ : Ο Στρατός όμως άλλα ζητεί!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Το παλούκι στη Λαμία έχει στηθεί.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη Λαμία, στη Λαμία δοξάζεται η Γλυξεμπουργκία!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Δεν θέλω άλλη υπόθεση Λαμπράκη! Η Πυθία υπήρξε κατηγορηματική! Για να υπάρξει λύση οριστική ο Διόνυσος θα δικαστεί από εξουσία Πυραμιδική! Λοιπόν, υπομονή!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Στη φυλακή!
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη φυλακή!|
ΠΟΙΗΤΗΣ : Σταθείτε! Να κρίνει ο Λαός!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Ποιος είναι αυτός αναιδής;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Αργόσχολος, τουτέστιν ποιητής!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Υπάρχουν ακόμα ποιητές; Προς τι οι φυλακές;
ΠΑΥΛΟΣ : Ο Λαός ευθύς να προσαχθεί, ευκαιρία μοναδική η αλήθεια να λάμψει, η ιστορική!

(Μπαίνει ο Λαός ντυμένος σχεδόν όπως στα 1850 οι χωρικοί. Υπάρχουν όμως και προλετάριοι με φτηνά ρούχα)
ΛΑΟΣ : Ελιά! Ελιά! Και Παύλο βασιλιά!
Βάντε κλήρο – ρίχτε ζάρι – θα σε πάρει να σε πάρει.
Το μαντρί του ποιος θα πάρει – με καρότσια και παπά –
θα σου πάρω και μια δούλα πίσκοπε του Δαμαλά –
να τη λένε Σπυριδούλα – τώρα το’ παθες καλά.
Πληρώνω τα δοσίματα στο κράτος και δε μνήσκω
και τα στερνά μου τα όβολα στης Εκκλησιάς το δίσκο –     
θα τα βρώ ψηλά ένα-ένα και τη Βαγγελιώ παρθένα.

ΠΟΙΗΤΗΣ (βγαίνει αποφασιστικά. Προς το Λαό, που τον κοιτάζει με απορία): Όραμα σου δίνω δυνατό! Ο κόσμος είναι δικός σου! Γίνε της Μοίρας σου τ’ αφεντικό! Το φως βρίσκεται εντός σου!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μιλάς αναρχικά μπροστά στο βασιλιά. Τιμωρία σου πρέπει παραδειγματική.
(Πάει να τον πιάσει)
ΠΑΥΛΟΣ : Όχι! Σταθείτε! Την απόφαση θα πάρει ο Λαός!
ΛΑΟΣ (που ξαναζωντανεύει) : Ελιά! Ελιά! Και Παύλο βασιλιά!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Σου δίνω όραμα! Σου δίνω την αλήθεια!
ΛΑΟΣ : Μια μονάχα υπάρχει αλήθεια – μαχμουρλίκι και συνήθεια –
ΠΑΥΛΟΣ : Λαέ μου, αποφάσισε εσύ!
ΛΑΟΣ : Στη Λαμία! Στη Λαμία! Δοξάζεται η Γλυξεμπουργκία!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Έρχεται η Ρωμιοσύνη!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Η Ρωμιοσύνη; Εφτάψυχη είναι;
ΠΑΥΛΟΣ : Εδώ δεν πρέπει να μας βρει. Άλλωστε το μέλλον της έχει διαγραφεί!

Πρέπει να φύγουμε ευθύς…
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Εμπιστευόμαστε στην ιστορία! Αυτή θα δώσει τη λύση τηντελειωτική! Ποιητή! Μη ζητάς να σε δοξάσει τιμωρία βασιλική!
ΠΑΥΛΟΣ : Μοναχός σου τιμωρία θα δώσεις, αφού πρώτα σε φτύσει ο Λαός.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Λαέ! Γλείφε και φτύνε! Γλείφε και φτύνε! Να μη μας βρει η Ρωμιοσύνη. Όταν τη βλέπω μου τη δίνει! (Βγαίνουν οι βασιλείς, ακόλουθοι, Αξιωματικός, Στρατός, Λαός. Μπαίνει η Ρωμιοσύνη. Ακολουθούν οι υπόλοιποι σολίστ.)

Σκηνή 10
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (Κάνει κύκλους γύρω από τα πρόσωπα.) : Υπήρξα πάντα ευτυχής!
Είχα συντροφιά πάντοτε ανθρώπους που τραγουδούσαν και χόρευαν ωραίους σκοπούς της πατρίδος μου, νοσταλγικούς. Που γοητεύουν και σταλάζουν βάλσαμο στην καρδιά και γυμνάζουν το νου!
ΦΑΙΔΡΑ (συναρπάζεται από τις αναμνήσεις) : Ποτέ η Αθήνα δεν υπήρξε ωραιότερη από τις μέρες της μάχης του Δεκέμβρη! Σε παρακολουθούσα, Διόνυσε, από το λόφο του Φιλοπάππου!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Στις δέκα του Δεκέμβρη άρχισε η πομπή…
Αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα στην Άνοιξη περνούν αγκαλιασμένα

(…)
Εμφανίζεται η στενόμακρη βάρκα – για λιμνοθάλασσες. Όρθιος μπροστά ο Άγγελος. Ακίνητος σαν άγαλμα. Κοντά στην ακτή σταματά. Όλοι τον κοιτάζουν μαγνητισμενοί. Ο Δημοσιογράφος που βλέπει προς την Πρέβεζα τους βγάζει από την ακινησία τους. Τώρα στρέφουν τα βλέμματα προς το Λαό, που μπαίνει τρέχοντας από το βάθος. Είναι ντυμένοι με σύγχρονα ρούχα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Έρχεται ο Λαός!
ΦΑΙΔΡΑ : Τρέχει αλαφιασμένος!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Φοβισμένος!
ΛΑΟΣ : Σηκώνονται οι ποταμοί! Αλλάζουν θέση τα βουνά! (βλέπουν τον Άγγελο και ακινητοποιούνται) : Ποιος είναι ποιος;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Άγγελος του Μέλλοντος! (προς τον Άγγελο) Πνεύμα, αν έχεις φωνή, πες ό,τι έχεις να πεις!
ΑΓΓΕΛΟΣ : Διόνυσε, σε χαιρετώ. Απ’ τον αιώνιο ύπνο μου με πρόσταξε να βγω των Ολυμπίων Θεών εντολή. Να εμποδίσω προσπαθώ το θάνατο του Ποιητή.
ΛΑΟΣ : Τα ζώα μιλούν. Τα νερά τραγουδούν. Τα δέντρα περπατούν.
ΦΑΙΔΡΑ : Σημάδια θεϊκά!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Δαιμονικά!
ΑΓΓΕΛΟΣ : Χιλιάδες πόδια φαρμακερά! Φτερά αγκυλωτά! Αίμα και θάνατο σκορπά!
ΛΑΟΣ : Στην Ελλάδα πότε θα’ ρθει; - Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν οι καημοί του κόσμου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Βλέπω τη μεγάλη σιωπή…
ΛΑΟΣ : Κι η καρδιά του ανθρώπου; Τι θα γίνει κι αυτή; (Το φως αρχίζει και γίνεται κλιμακωτά κόκκινο)
ΑΓΓΕΛΟΣ : Καμένη γη…
(Ο Ποιητής παίρνει από το τραπέζι το περίστροφο και σημαδεύει μ’ αυτό την καρδιά του)

ΑΓΓΕΛΟΣ : Σκιές σκιών θα περπατούν…
(Το φως γίνεται έντονα κόκκινο – Πυρκαγιά)
ΛΑΟΣ : Μη! Στάσου Ποιητή!
ΦΑΙΔΡΑ – ΟΛΟΙ : Μαζί σου σκοτώνεις τη ζωή!
(Σημαδεύει με το όπλο το κοινό. Αρχίζει το σκοτάδι. Λαός και πρωταγωνιστές χάνονται, σβήνουν. Μένει μόνο η φιγούρα του Ποιητή)
ΠΟΙΗΤΗΣ : Άλτ! Πυροβολώ το μέλλον…
(Σκοτάδι γενικό.)
Αυλαία


«Βροντάνε στράτες κι αγορές» μετά την είδηση του χαμού σου, αγαπημένε μας Μίκη.
Με τα τραγούδια σου σε αποχαιρετάμε, όπως αξίζει σε εκείνους που λεβέντικα ροβόλισαν τον κόσμο. Και ένας ψίθυρος περνά από στόμα σε στόμα: «Χωρίς τον Μίκη θα ήμασταν αλλιώς».

Και έτσι είναι. Χωρίς εσένα θα ήμασταν αλλιώς.

Φράγμα μεγαλόπρεπο στη λήθη, ένα δοξαστικό στην εποποιία του λαού μας τον 20ο αιώνα, είναι το έργο σου.
Αποστόμωσε όσους προσπαθούν να μαυρίσουν τη μνήμη της, διόρθωσε τα ψέματα, έκανε έναν ολόκληρο λαό να νιώθει περηφάνια για την κληρονομιά του και θαυμασμό για εκείνους που με τον αγώνα τους την τιμούν και προσπαθούν να τη μεγαλώσουν.
Μας έδειξες τη δύναμη του ελληνικού λαού, τη δύναμη των λαών του κόσμου.
Χωρίς αμφιβολία ήξερες καλά να εδραιώνεις την πίστη πως το δίκιο, η ειρήνη, η ευτυχία, είναι πράγματα κατορθωτά.
Όσο ρωμαλέα και στιβαρά αναμετριέται η τέχνη σου με την αδικία, τόσο τρυφερά και απαλά ξέρει να θωπεύει τα όμορφα και τα καλά στη ζωή και τον κόσμο.

Έσμιξες «τους τρανούς αητούς με τους χρυσούς αγγέλους», μαθαίνοντάς μας πως για να είσαι δυνατός, πρέπει να είσαι ευαίσθητος.

Είχες εμπιστοσύνη στο λαό.
Πίστευες, κι όχι άδικα, πως μόνο ο λαός μπορεί να κατανοήσει και να κατακτήσει τα ανώτερα δημιουργήματα του ανθρώπου, τέτοια όπως η τέχνη, η ποίηση, η μουσική.
Αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλειδιά.

Βαθύς ποταμός, ακόμα ανεξερεύνητος είναι το έργο σου.
Στο ερώτημα για ποιόν δημιουργείς, πάντα απαντούσες: Για το λαό.
«Και όταν ακόμα συνθέτω συμφωνικά έργα πάντοτε έχω στο νου μου το λαό. Φιλοδοξώ να γίνω κατανοητός από τους απλούς εργαζόμενους ανθρώπους, γιατί έχω πίστη ότι αυτοί αποτελούν τη βασική δύναμη που σπρώχνει μπροστά την ιστορία», είχες δηλώσει όταν σου απονεμήθηκε το βραβείο Λένιν.
Κι έπειτα πάλι συνήθιζες συχνά να επαναλαμβάνεις πως «Ό,τι φτιάξαμε το πήραμε από το λαό και στο λαό το επιστρέφουμε».

Έτσι, πορεύτηκες κι εσύ μαζί με τους αδικημένους σε δρόμους που έκαιγαν.
Στις συγκλονιστικές συναυλίες σου και στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ, μέσα σε μια μέθεξη της μουσικής σου με τον κόσμο, αποθεωνόταν η πίστη πως με τους αγώνες μας θα αλλάξουμε τον κόσμο για να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο.

Μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, δεν λύγισες.
«Κι όμως σταθήκαμε όρθιοι κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ, πως το οφείλουμε στα δάκρυα και τις θυσίες αυτών των χιλιάδων και χιλιάδων πρωτοπόρων αγωνιστών, που έπεσαν ακολουθώντας τις σημαίες και τα λάβαρα με το κόκκινο αίμα, που φλόγιζαν, εξακολουθούν να φλογίζουν, τις καρδιές όσων πάλευαν και παλεύουν για την ελευθερία, την ειρήνη, το δίκαιο, τα δικαιώματα του λαού μας και όλων των λαών της γης», είχες πει τότε.

Σταθερά στις επάλξεις του διεθνισμού, …Πολεμώντας «τους λύκους που διψούν για αίμα και σεργιανούν στην περιοχή μας
Η αλήθεια είναι, όπως και γνωστό σε όλους, πως δεν συμφωνούσαμε πάντα με τις πολιτικές πρωτοβουλίες σου, όμως αυτό που μένει, το υστερόγραφο της δόξας, είναι η τεράστια παρακαταθήκη του έργου σου και η πολιτική διαθήκη που μας άφησες, “σβήνοντας τις λεπτομέρειες” και κρατώντας ταΜεγάλα Μεγέθη”.

Το ότι “τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά, τα ώριμα χρόνια σου τα πέρασες κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ”.
Στο φέρετρό σου σηκώνεται, υψώνει τη γροθιά της «κι αντριεύει και θεριεύει» η Ελλάδα!
Θα τον «σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα».
Θα τον «σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο».

 


Αθάνατος Μίκη!


 

 

 

 

 

08 Σεπτεμβρίου 2021

Δημ Κουτσούμπας στο Μίκη: Αθάνατος! Κι όταν «θα πάρουν τα όνειρα εκδίκηση» θα είσαι κι εσύ, όπως πάντα στις μεγάλες στιγμές, παρών !

 

Σε κλίμα συγκίνησης, ολοκληρώθηκε η τελετή αποχαιρετισμού στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, στη Μητρόπολη Αθηνών. Πλήθος κόσμου, όλων των ηλικιών, έστειλε στερνό αποχαιρετισμό στον Μίκη Θεοδωράκη, δίνοντας το «παρών» γύρω από τη Μητρόπολη, παρά το ψιλόβροχο, για να πει το τελευταίο «αντίο» στον μεγάλο μουσουργό. 

Επικήδειους στην τελετή αποχαιρετισμού στον Μίκη Θεοδωράκη εκφώνησαν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου και ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας.


Ο αποχαιρετισμός του Δημήτρη Κουτσούμπα στον Μίκη Θεοδωράκη

"Βροντάνε στράτες κι αγορές" μετά την είδηση του χαμού σου, αγαπημένε μας Μίκη.

Πλήθος ανθρώπων από όλες τις ηλικίες, απ’ όλες τις γενιές βρίσκονται τις τρεις αυτές μέρες εδώ για να σε αποχαιρετήσουν.

Σεμνά, μα όχι βουβά.

Με τα τραγούδια σου σε αποχαιρετάμε, όπως αξίζει σε εκείνους που λεβέντικα ροβόλησαν τον κόσμο.
Και ένας ψίθυρος περνά από στόμα σε στόμα: "Χωρίς τον Μίκη θα ήμασταν αλλιώς".

Και έτσι είναι. Χωρίς εσένα θα ήμασταν αλλιώς.

Φράγμα μεγαλόπρεπο στη λήθη, ένα δοξαστικό στην εποποιία του λαού μας τον 20ό αιώνα είναι το έργο σου.

Αποστόμωσε όσους προσπαθούν να μαυρίσουν τη μνήμη της, διόρθωσε τα ψέματα, έκανε έναν ολόκληρο λαό να νιώθει περηφάνια για την κληρονομιά του και θαυμασμό για εκείνους που με τον αγώνα τους την τιμούν και προσπαθούν να τη μεγαλώσουν.

Ορμητική, επαναστατική, φλογισμένη από το πάθος, μια κατάφαση είναι η μουσική σου ότι ο κόσμος μας χρειάζεται και μπορεί ν’ αλλάξει.

Με το αστραφτερό σπαθί της, εκτοπίζοντας τον φόβο, την ηττοπάθεια, την αδιαφορία, σαλπίζει νέο ξεκίνημα, πυρπολεί τα όνειρα, "πολιορκεί το «κοίταζε τη δουλειά σου»", γεμίζει με ήλιο τις καρδιές.

Μας έδειξες τη δύναμη του ελληνικού λαού, τη δύναμη των λαών του κόσμου.

Χωρίς αμφιβολία ήξερες καλά να εδραιώνεις την πίστη πως το δίκιο, η ειρήνη, η ευτυχία είναι πράγματα κατορθωτά.

Όσο ρωμαλέα και στιβαρά αναμετριέται η Τέχνη σου με την αδικία, τόσο τρυφερά και απαλά ξέρει να θωπεύει τα όμορφα και τα καλά στη ζωή και τον κόσμο.

Έσμιξες "τους τρανούς αητούς με τους χρυσούς αγγέλους", μαθαίνοντάς μας πως για να είσαι δυνατός, πρέπει να είσαι ευαίσθητος.

Με ιερή αφοσίωση καλλιέργησες αυτή την ευαισθησία μας, μας έμαθες πως μέσα στις καταιγίδες μπορούμε να κρατηθούμε από ένα λουλούδι.

Είχες εμπιστοσύνη στο λαό

Πίστευες, κι όχι άδικα, πως μόνο ο λαός μπορεί να κατανοήσει και να κατακτήσει τα ανώτερα δημιουργήματα του ανθρώπου, τέτοια όπως η Τέχνη, η Ποίηση, η Μουσική.

Αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλειδιά.

Γι’ αυτό δεν μελοποίησες μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο, χωρίς να τον προδίδεις. Τον αναδημιούργησες και τον παρέδωσες με εκείνη τη μορφή που μπαίνει κατ’ ευθείαν στη λαϊκή ψυχή.

"Έφερες την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του", όπως έγραφε για σένα ο Γιάννης Ρίτσος.

Δεν είναι μόνο ο "Επιτάφιος", η ανεπανάληπτη αυτή συνομιλία της μουσικής σου με την ποίηση του Ρίτσου, που μέσα και από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του Μπιθικώτση και του Χιώτη, έγινε ένας διαχρονικός λαϊκός θρήνος και ύμνος μαζί στον θάνατο που γονιμοποιεί το μέλλον.

Πέτυχες να μιλήσεις με την υψιπετή ποίηση στη λαϊκή ψυχή, ακόμα και μέσα από απαιτητικές και ασυνήθιστες στο λαϊκό αυτί μουσικές φόρμες, όπως αυτές

  • στο "Άξιον Εστί" του Ελύτη,
  • στο "Επιφάνεια - Αβέρωφ" του Σεφέρη,
  • στο "Πνευματικό Εμβατήριο" του Άγγελου Σικελιανού,
  • στο "Κάντο Χενεράλ" του Πάβλο Νερούδα κ.ά.

Δίχως άλλο, χωρίς εσένα οδηγητή και πρωτεργάτη αυτής της νέας Τέχνης, η μουσική θα ήταν αλλιώς.

Βαθύς ποταμός, ακόμα ανεξερεύνητος είναι το έργο σου.

Σ’ αυτό συνυπάρχουν όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής:

Από τους λαϊκούς δρόμους και το δημοτικό τραγούδι ως την αρχαία τραγωδία, το βυζαντινό μέλος, τη συμφωνική μουσική, το κλασικό τραγούδι, τα ορατόρια.

Σου το χρωστάμε, λοιπόν, να φροντίσουμε να ανοιχτούν διάπλατα στον κόσμο όλοι οι θησαυροί της μουσικής σου.

Σου το χρωστάμε να συνεχίσουμε να διεκδικούμε το μεγάλο όνειρό σου να φτάσουν στο λαό οι θησαυροί σε όλη την ιστορία της μουσικής, μέχρι αυτό ατόφιο να εκπληρωθεί σε μια ανώτερη μορφή κοινωνίας, όπου όλα τα μέλη της θα μπορούν να κατανοούν και να απολαμβάνουν την Τέχνη.
Ακόμα και το πιο δύσκολο και αφηρημένο είδος της, τη μουσική, αυτή την τέχνη που από μικρό παιδί, από τότε που πρωτοάκουσες την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν, σου πήρε το μυαλό και σ’ έκανε να βλέπεις με τα μάτια της τον κόσμο.

"Οι αγώνες και η μουσική είναι τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι, ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα", έλεγες.

Σ’ όλη τη ζωή σου με το ένα χέρι κρατούσες το τουφέκι και με το άλλο τις παρτιτούρες σου.
Και αυτό δεν είναι αλληγορία.
Μέχρι και στη Μακρόνησο, σ’ αυτόν τον εφιαλτικό τόπο των μαρτυρίων, εσύ έγραφες μουσική.
Εκεί έγραψες και το πρώτο συμφωνικό έργο σου, τη Συμφωνία για τη Μακρόνησο.
Εκεί κατάλαβες πόσο ευεργετική είναι η δημιουργία, όταν πρέπει να αντέξεις τον πόνο και την κτηνωδία, πόσο ευγενική γίνεται για τους γενναίους, αυτούς που μένουν όρθιοι και δεν χαμηλώνουν το βλέμμα τους.

Στο ερώτημα για ποιον δημιουργείς, πάντα απαντούσες: Για το λαό.

"Και όταν ακόμα συνθέτω συμφωνικά έργα πάντοτε έχω στο νου μου το λαό. Φιλοδοξώ να γίνω κατανοητός από τους απλούς εργαζόμενους ανθρώπους, γιατί έχω πίστη ότι αυτοί αποτελούν τη βασική δύναμη που σπρώχνει μπροστά την Ιστορία", είχες δηλώσει όταν σου απονεμήθηκε το βραβείο Λένιν.

Κι έπειτα πάλι συνήθιζες συχνά να επαναλαμβάνεις πως "Ό,τι φτιάξαμε το πήραμε από το λαό και στο λαό το επιστρέφουμε".

Και δεν ήταν σεμνοτυφία.

Είχες βαθιά συνείδηση ότι για το προσωπικό καλλιτεχνικό σου επίτευγμα, σπουδαίο ρόλο έπαιξε η εποχή σου, ότι στον ιδιαίτερο τρόπο της τέχνης σου, αντανακλούσαν οι πράξεις του λαού.

Αυτό άλλωστε είναι το μυστικό της μεγάλης, της αληθινής Τέχνης, της Τέχνης που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής και αφουγκράζεται το επερχόμενο.

Να αντλεί τη δύναμή της από την ανθρωπιά, από τα βάσανα, τους καημούς, τις μνήμες και τις ελπίδες του λαού και αυτή την ανθρωπιά να την επιστρέφει πάλι στους δημιουργούς της.

Μια βαθύτερη όμως συνείδηση της ανθρωπιάς: Τη συνείδηση της δύναμης, που μόνο ο άνθρωπος μέσα σε όλα τα πλάσματα διαθέτει, να υποτάσσει τον κόσμο γύρω του στην ανάγκη του για δίκιο και ευτυχία, να τον μετασχηματίζει στα μέτρα του.

Έτσι, γράφοντας για τον δικό σου λαό, είδες τη μουσική σου να σπάει τα σύνορα της χώρας, καθώς η γλώσσα της έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τα οράματα "όλων των τίμιων ανθρώπων της Γης που αγωνίζονται ενάντια στην τυραννία, τη βία και την εκμετάλλευση", αγγίζει τις καρδιές όλων των λαϊκών ανθρώπων ανεξάρτητα από εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία, φυλή.

Γι’ αυτό δεκάδες συλλυπητήρια μηνύματα καταφτάνουν αυτές τις μέρες από όλες της γωνιές της Γης από Κομμουνιστικά, από Εργατικά Κόμματα, από πολλές άλλες προοδευτικές οργανώσεις από όλες τις ηπείρους.

Από κείνους που νιώθουν σαν να έχασαν έναν δικό τους άνθρωπο.

"Ο καλλιτέχνης που ζει και δημιουργεί μέσα στην πάλη, εξασφαλίζει ξεχωριστή θέση για το έργο του", δήλωνες.

Και πράγματι το έργο σου έκανε θρύψαλα τον μύθο ότι η δέσμευση καταστρέφει την Τέχνη.

Το έργο σου είναι τρανή απόδειξη ότι η μεγάλη Τέχνη είναι πάντα πολιτική, είτε το γνωρίζει είτε δεν το γνωρίζει ο δημιουργός της.

Πίστευες ακλόνητα πως η συμμετοχή σου στη λαϊκή δράση ήταν αυτή που "έδινε ρεύμα", που "έβαζε φωτιά" στη δημιουργία σου, πως δεν αρκεί ο καλλιτέχνης μόνο με το έργο του να είναι κοντά στο λαό, αλλά και με την ίδια του τη ζωή.

"Να μην ξεχωρίζει τη ζωή του από τη ζωή του εργαζόμενου, από τη ζωή του πρωτοπόρου λαϊκού αγωνιστή", "να είναι ένας απλός στρατιώτης στην ακατάβλητη στρατιά των λαϊκών ανθρώπων" που μάχονται για τη ζωή.

Δικά σου τα λόγια.

Έτσι, πορεύτηκες κι εσύ μαζί με τους αδικημένους σε δρόμους που έκαιγαν.
Από νωρίς "πήρες του ήλιου το δρόμο, κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο", για το λαό μας, για όλους τους λαούς, ως άλλος Σολωμός, ως άλλος βάρδος της ελευθερίας, με όλα τα προτάγματα της δικής μας εποχής.

  • Από 17 κιόλας χρονών οργανώθηκες στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ, παίρνοντας μέρος στην Εθνική μας Αντίσταση.
  • Τον Δεκέμβρη του ΄44 πολέμησες στη Μάχη της Αθήνας, με τον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ.
  • Και ήταν τόση η περηφάνια σου για τη συμμετοχή σου σ’ αυτή την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στη χώρα μας, που πολλά χρόνια αργότερα θα πεις πως "αν υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα που θα επιθυμούσες να χαραχτεί στον τάφο σου, θα ήταν: Πολέμησε τον Δεκέμβρη".
  • Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, μοιράστηκες με τους συντρόφους σου τις άγριες διώξεις του αστικού κράτους εξόριστος στην Ικαρία και έπειτα στη Μακρόνησο όπου βασανίστηκες φρικτά.
  • Εκεί είναι, με τα δικά σου λόγια, που έσπασε το "εγώ" και έγινε τελεσίδικα "εμείς".
  • Στη συνέχεια αγωνίστηκες μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες για την κοινωνική και πολιτιστική αναγέννηση, ενώ "πλήρωσες" με νέες δοκιμασίες, φυλακές και εξορίες την παράνομη δράση σου ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967.
  • Με τις αμέτρητες συναυλίες σου στο εξωτερικό μέχρι την πτώση της δικτατορίας μετέφερες σε όλο τον κόσμο το μήνυμα της αντίστασης και της λευτεριάς, και έπειτα σε όλη την Ελλάδα.
  • Τα τραγούδια σου, που τα λέγαμε μυστικά όλα τα μαύρα εκείνα χρόνια, κατέκλυσαν τα πάντα, τις ταβέρνες, τα γιαπιά, τα σχολειά, τα Πανεπιστήμια, τις εκδρομές, τις συντροφιές, τις διαδηλώσεις.
  • Στις συγκλονιστικές συναυλίες σου και στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ, μέσα σε μια μέθεξη της μουσικής σου με τον κόσμο, αποθεωνόταν η πίστη πως με τους αγώνες μας θα αλλάξουμε τον κόσμο για να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο.

Τα χρόνια αυτά έδωσες τη μάχη ως υποψήφιος του ΚΚΕ για το Δήμο της Αθήνας, ενώ το 1981 και το 1985 ως βουλευτής του Κόμματος υπερασπίστηκες τα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού. Από κάθε μετερίζι στη σκέψη σου πρυτάνευε ο αγώνας για την "ενότητα των Ελλήνων".

Πολύπλευρος και πολυτάλαντος, διανοούμενος καθώς ήσουν, δεν περιορίστηκες στη μουσική, αλλά με το χαρισματικό λόγο σου έγραψες ένα σωρό βιβλία εκείνα τα χρόνια.

Το ξεχωριστό, όμως, στην περίπτωσή σου είναι ότι η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα σου συναντήθηκε με μια προσωπικότητα ανήσυχη και άγρυπνη, που ένιωθε πάντα την ανάγκη να ξεπερνά τον εαυτό της.

Έτσι συνέχιζες μέχρι το τέλος να δίνεις το "παρών" σε όλες τις κρίσιμες στιγμές που ακολούθησαν, παίρνοντας το μέρος της αλήθειας και της δικαιοσύνης.

Μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, δεν λύγισες.

"Κι όμως σταθήκαμε όρθιοι κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ, πως το οφείλουμε στα δάκρυα και τις θυσίες αυτών των χιλιάδων και χιλιάδων πρωτοπόρων αγωνιστών που έπεσαν ακολουθώντας τις σημαίες και τα λάβαρα με το κόκκινο αίμα, που φλόγιζαν, εξακολουθούν να φλογίζουν, τις καρδιές όσων πάλευαν και παλεύουν για την ελευθερία, την ειρήνη, το δίκαιο, τα δικαιώματα του λαού μας και όλων των λαών της Γης», είχες πει τότε.

Σταθερά στις επάλξεις του διεθνισμού, ασταμάτητα υποστήριζες την αδερφική φιλία του ελληνικού με τον τούρκικο λαό και το δίκαιο αγώνα του Παλαιστινιακού λαού.

Πολεμώντας "τους λύκους που διψούν για αίμα και σεργιανούν στην περιοχή μας", διοργάνωσες το 1999 την ιστορική συναυλία με τη συμμετοχή όλων των μεγάλων Ελλήνων τραγουδιστών ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία και καταδίκασες, με τις ξεκάθαρες δημόσια εκφρασμένες θέσεις σου τις κρίσιμες στιγμές τα "τσακάλια του αντικομμουνισμού", όπως τα ονόμασες, τα αντικομμουνιστικά μνημόνια του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ανιστόρητη εξομοίωση "των θυμάτων με τους θύτες, των εγκληματιών με τους ήρωες, των κατακτητών με τους απελευθερωτές και των ναζιστών με τους κομμουνιστές".

Παρών δήλωσες και στη δίκη της εγκληματικής, ναζιστικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής.

Παρών και στο δίκαιο αγώνα του λαού μας για την κατάργηση των μνημονίων και όλων των αντεργατικών εφαρμοστικών νόμων τους.

Η αλήθεια είναι, όπως και γνωστό σε όλους, πως δεν συμφωνούσαμε πάντα με τις πολιτικές πρωτοβουλίες σου, όμως αυτό που μένει, το υστερόγραφο της δόξας, είναι η τεράστια παρακαταθήκη του έργου σου και η πολιτική διαθήκη που μας άφησες, "σβήνοντας τις λεπτομέρειες" και κρατώντας τα "Μεγάλα Μεγέθη".

Το ότι "τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά, τα ώριμα χρόνια σου τα πέρασες κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ".

Δεν σε αποχαιρετούμε σύντροφε Μίκη, γιατί εσύ δεν έφυγες.

Μέσα στις φλέβες μας είσαι. Θα ’σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά πολέμησες, θα ’σαι για πάντα σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου.

Κι όταν "θα πάρουν τα όνειρα εκδίκηση" και γύρω μας θα λάμπει η λιόλουστη ζωή θα είσαι κι εσύ, τρανός, όπως πάντα, στις μεγάλες στιγμές, παρών.

Γιατί το έργο σου έγινε ελπιδοφόρος αναγεννητικός "ανάκουστος κελαηδισμός" για τον ελληνικό λαό, για όλους τους λαούς, στη σύγχρονη ιστορική εποχή της ανατολής της νέας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Για την Ελευθερία σε όλες της τις μορφές: Πνευματική, ηθική, πολιτική, κοινωνική, για την πλήρη, αληθινή ελευθερία.

Στο φέρετρό σου σηκώνεται, υψώνει τη γροθιά της "κι αντριεύει και θεριεύει" η Ελλάδα!

Σύντροφε Μίκη,

Είσαι "φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη"!

Φως επαναστατικό "στην κορφή του Ολύμπου αριστερά"… Φως που "ολούθε λαμπυρίζει", όπως έγραψαν αυτές τις μέρες γερμανικές εφημερίδες.

Ένα "φως που καίει". "Τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής"!

Όπως ήθελες θα γίνει, όπως το προδιέγραψες με την πολιτική διαθήκη σου "στους μεγάλους δρόμους κάτω από τις αφίσσες", με τα αθάνατα τραγούδια σου.

Θα τον "σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα". Θα τον "σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο".

Όταν απόψε το πλοίο θα σαλπάρει από τον Πειραιά για να διασχίσει τα γαλάζια νερά της ελληνικής θάλασσας για να σε οδηγήσει στην τελευταία σου κατοικία, στον τόπο καταγωγής σου, στο Γαλατά Χανίων, στην αγαπημένη σου Κρήτη, σύμφωνα με την επιθυμία σου, όλη η Ελλάδα θα σε συνοδεύει με τα τραγούδια σου.

Γιατί για σένα, για να δανειστούμε στίχους από το μεγαλείο του Σολωμού, "ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε"…

Αθάνατος Μίκη!

07 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκης – «Ένας όμηρος»: Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά λοχαγούς και βασιλιάδες

Ο Ιρλανδός Brendan [Francis Aidan] Behan (σσ. 9-Φεβ 1923 | 20-Μαρτ-1964) υπήρξε πολυσχιδής ποιητής, διηγηματογράφος, συγγραφέας (+θεατρικός), μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος που έγραψε στα αγγλικά και ιρλανδικά και θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους Ιρλανδούς συγγραφείς όλων των εποχών.
Μεταξύ των έργων του το μονόπρακτο An Giall, που το 1958 σε μια loose αγγλική έκδοση του με τραγούδια, προσαρμόστηκε ως «The Hostage» (ο όμηρος) για το θέατρο, αναφορικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στην εκτέλεση ενός 18χρονου μέλους του IRA σε φυλακή του Μπέλφαστ, κατηγορούμενουγια τη δολοφονία ενός αστυνομικού της Βασιλικής Χωροφυλακή του Όλστερ (σσ. η περίφημη Royal Ulster Constabulary, πάνω από 8.500 τσιράκια των Άγγλων που διαλύθηκε το 2001)

Η δράση του έργου διαδραματίζεται σε ένα περίεργο «κακόφημο» σπίτι στην οδό Νέλσον του Δουβλίνου, που ανήκει σε έναν πρώην διοικητή του IRA. Όπως στο πρώτο θεατρικό του Behan (Quare Fellow -1954) το κοινό δεν βλέπει ποτέ τον πρωταγωνιστή, απλά διαισθάνεται την ύπαρξή του.
Ο όμηρος του τίτλου είναι ο Leslie Williams, ένας νεαρός και αθώος στρατιώτης του Cockney British Army (σσ. ένα από τα πολλά nicknames του Βρετανικού Στρατού), στα σύνορα με τη Βόρεια Ιρλανδία που κρατείται σε ένα είδος μπουρδέλου, με έναν ζωντανό αλλά απελπιστικά ανορθόδοξο συνδυασμό ιερόδουλων, επαναστατών του IRA κλπ. «τύπων» που κατοικούν εκεί.
Κατά τη διάρκεια της παράστασης, αναπτύσσεται μια ιστορία αγάπης μεταξύ Λέσλι και της Τερέζα, ενός νεαρού κοριτσιού, κατοίκου του σπιτιού. Και οι δύο είναι ορφανά ξένα στην πόλη και η Τερέζα υπόσχεται να μην τον ξεχάσει ποτέ.
Το έργο τελειώνει με την είδηση του απαγχονισμού στο Μπέλφαστ και την έφοδο των Gardaí (swat της εποχής) στον «οίκο ανοχής», η Λέσλι σκοτώνεται σε ένα καταιγισμό από σφαίρες και στο φινάλε το άψυχο κορμί της αιωρείται τραγουδώντας «The Bells of Hell Go Ting-a-ling-a-ling» (σσ. τραγούδι Βρετανών αεροπόρων από τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο -δημιουργήθηκε γύρω στο 1911).

Το φινάλε θυμίζει έντονα το «Θεώρημα» (Teorema – 1968) του Pier Paolo Pasolini όπου στο σπίτι μιας μεγαλοαστικής οικογένειας ζουν ο εργοστασιάρχης πατέρας, η σύζυγος, η κόρη, ο γιος και η υπηρέτρια και μια μέρα έρχεται απρόσκλητος και χωρίς προφανή λόγο ένας νεαρός επισκέπτης.
Μένει μαζί τους για λίγο και φεύγει όπως ήρθε αφού συνευρίσκεται ερωτικά με όλα τα μέλη του σπιτιού και «τρελαίνει» τους πάντες, με εξαίρεση την υπηρέτρια (εργατική τάξη) που επιστρέφει στο χωριό της και «αγιάζει» σε ένα καρέ ανάληψης.

🔹 Το βιβλίο του Behan, στις πρώτες εκδόσεις είναι «συλλεκτικό» (η πανόδετη έκδοση κοστίζει 750-950$!)

️  🆘 Οι πολιτικές απόψεις του δεν είχαν σε καμιά περίπτωση να κάνουν με το μαρξισμό και την διαλεκτική –βλ παρακάτω και σύντομο βιογραφικό.

Στο βίντεο που ακολουθεί (αρχές 10ετίας 1950 στο απόγειο της αντικομμουνιστικής υστερίας στις ΗΠΑ) συζητά για τον James Connolly (Τζέιμς Κόνολι) και την εξέγερση του 1916 στο Δουβλίνο (σσ. "Ανάδυση του Πάσχα", γνωστή και ως "εξέγερση του Πάσχα, ένοπλη εξέγερση στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της μεγαλοβδομάδας τον Απρίλη του 1916).
Με μικρή παύση για να περιπλανηθεί στον κινεζικό σοσιαλισμό – χαϊδεύει τ΄αφτιά των αμερικανών με χλευασμό στον Λένιν (
t=1λ+50δ) σε σχέση με το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός (Rising-εξέγερση) λέγοντας ειρωνικά «Ελπίζω να μην σπάσει ο δίσκος –να μην τιναχτεί στον αέρα η ηχογράφηση, στο σημείο να αναφέρω το όνομά του»
Παρακολουθήστε τον πάντως –με την ευκαιρία (
t=4λ+34δ)  ενώ ερμηνεύει μερικές προσωπικές συνθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της στοιχειωμένης μπαλάντας της φυλακής (The Auld Triangle ακούστε το και στην εξαιρετική σύγχρονη εκτέλεση των Luke Kelly & The Dubliners - t=0λ+51δ) και ενός άλλου τραγουδιού που αφηγείται τη συμμετοχή του σε επιχείρηση του IRA όταν ήταν 14 ετών (Bonfire on the Border –δείτε και εδώ).

Δυο λόγια περί Τζέιμς Κόνολι (5-Ιουν-1868 | 12 Μάη 1916): Γεννημένος στο Εδιμβούργο, από Ιρλανδούς γονείς δραστηριοποιήθηκε στο Σοσιαλιστικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του 1890, πήγε στην Ιρλανδία το 1896 όπου ίδρυσε το Irish Socialist Republican Party - Ιρλανδικό Σοσιαλιστικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1903.
Έγινε μέλος του
Socialist Labour Party (U.S.) -Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΗΠΑ) και των Industrial Workers of the World (Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου) και ίδρυσε την Irish Socialist Federation (Ιρλανδική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία στη Νέα Υόρκη, 1907)
Επέστρεψε στην Ιρλανδία το 1910 ως ψυχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ιρλανδίας – Μπέλφαστ διοργανωτής του
Irish Transport and General Workers Union (Ιρλανδικού Συνδικάτου Μεταφορών) και –το 1914 Διοικητής του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού στο Δουβλίνο
Εκτελέστηκε από τους Άγγλους το 1916 μετά την Εξέγερση
(περισσότερα στο marxists.org)

️  Δείτε επίσης amazon-music Brendan Behan και Brendan Behan Sings Irish Folk Songs & Ballads όπου μπορείτε να ακούστε τα πάντα

Ήταν 18 Νοέμβρη 

Ξαναγυρνώντας στο «The Hostage»: η παράσταση περιλαμβάνει ένα μεγάλο καστ πάνω με πάνω από από 13 Ιρλανδούς χαρακτήρες να αντιπροσωπεύουν διαφορετικές όψεις του ιρλανδικού πατριωτισμού και εθνικισμού, με κωμικά στοιχεία που εκφράζουν την αντιπάθεια –ίσως και τον αυτοχλευασμό του Behan για διαφορετικές πτυχές του εθνικιστικού, του καθολικισμού, του ρεπουμπλικανικού Ιρλανδικού οράματος στα τέλη της 10ετίας του 1950.

“laughing boy” -Το γελαστό παιδί»

Το έργο –διάρκειας πάνω από 2 ώρες, εναλλάσσεται αναπάντεχα μεταξύ κωμωδίας, σοβαρού πολιτικού σχολιασμού και τραγωδίας και αυτή η συνεχής μετάπτωση εντείνεται ακόμη περισσότερο από τις τακτικές αλλαγές του λόγου σε τραγούδι, με μια σειρά από δημοφιλείς μπαλάντες που σημαδεύουν την αφήγηση, όταν τραγουδιούνται από διαφορετικά μέλη του καστ.
Ο Behan χρησιμοποιεί μπρεχτικές τεχνικές -απευθείας κουβέντα με το κοινό, χρησιμοποιώντας τραγούδι και χορό για να αντισταθμίσει την τραγωδία της κατάστασης.

Με αυτή τη μακρά –αλλά απαραίτητη, εισαγωγή, περνάμε στην ελληνική έκδοση του θεατρικού «Ένας όμηρος» που ανέβηκε για πρώτη φορά την άνοιξη του 1962 στο Κυκλικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά και σκηνικά Γιάννη Τσαρούχη.
Πρωταγωνιστούσαν οι Κώστας Μπάκας, Χρήστος Πάρλας, Νέλλη Αγγελίδου, Ντόρα Γιαννακοπούλου, Τασσώ Καββαδία.
Τη μουσική και τα τραγούδια για την παράσταση έγραψε ο Μίκης πάνω σε στίχους του Brendan Behan, που απέδωσε στα ελληνικά ο μεταφραστής του έργου Βασίλης Ρώτας.   

Το Σεπτέμβριο θυμάμαι όταν άδειαζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ ή βουή του κόσμου, πήγαν τα παιδιά για τσάι.
Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγαπάνε, λοχαγοί και βασιλιάδες.

Πέρα στην παλιά μας Κύπρο και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασανισμένοι μαύροι κι άσπροι από τους άσπρους.
Και στα ξωτικά τα μέρη κι όπου ρίξουμε το μάτι
το κουδούνι του σχολείου στο μισό Μπέλφαστ σημαίνει
κι αχ, ή Αγγλία μας ή καημένη, λοχαγοί και βασιλιάδες.

Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου και στο πάρκο ‘κει του Ουΐνδσορ,
τι θαρρείτε κει πώς ηύρα, περπατώντας στο σκοτάδι;
Μισοδαγκωμένο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγμένα πέντε δόντια
πέντε δόντια από παιδάκι, λοχαγοί και βασιλιάδες.

Αγία Γραφή
Ακούσλα ταίρι μου      
Άνοιξε λίγο το παράθυρο        
Δεν παίρνει εδώ κανείς
Είμαι Άγγλος νιος και τυχερός
Ήταν 18 Νοέμβρη
Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
Θα σου στείλω μάνα
Θες να ζεις από τις γυναίκες
Λατρεύω το Σωτήρα μου
Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
Της κόλασης καμπάνες
Το γελαστό παιδί        
Το Σεπτέμβριο θυμάμαι


Η πρώτη επίσημη κυκλοφορία αυτού του κύκλου τραγουδιών, που αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τη λογοκρισία, έγινε το 1964 με ερμηνευτή τον συνθέτη.
Τον Φεβρουάριο του 1967 ηχογραφήθηκαν με τη Μαρία Φαραντούρη, η οποία τα απογείωσε με την ερμηνεία της, ωστόσο δύο μήνες μετά επιβλήθηκε η στρατιωτική δικτατορία και φυσικά η κυκλοφορία του δίσκου αναβλήθηκε μέχρι το 1974. 

The Laughing Boy – Το γελαστό παιδί

Στην Ελλάδα το «Γελαστό παιδί» συνδέθηκε με τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη από τους παρακρατικούς το 1963 -πολύ περισσότερο όταν ο Κώστας Γαβράς το χρησιμοποίησε ως βασικό μουσικό μοτίβο στην ταινία του «Ζ», ενώ στο ίδιο τραγούδι, με τη φωνή της Φαραντούρη, ο στίχος σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί» έγινε «σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί».

Brendan Behan – The Captains and the Kings – Οι λοχαγοί κι οι βασιλιάδες

Το Σεπτέμβριο θυμάμαι, όταν φτάσαμε στο τέλος του παιχνιδιού
Κι οι κραυγές του πλήθους τώρα σιωπηλές, και τα παιδιά έχουν φύγει για τα δικά τους
Τα΄ απλά πράγματα Κρατάμε –ο θεός μας βλέπει,
Όταν όλοι είναι νεκροί και μας αγαπούν, ω Λοχαγοί και Βασιλιάδες
Όταν όλοι είναι νεκροί …, ω οι Λοχαγοί κι οι Βασιλιάδες

Έχουμε πολλά πλούτη για τις ξένες πολιτείες, χριστιανική ηθική και παλιό λιμάνι
Αλλά το μεγαλύτερο καμάρι μας είναι ότι το αγγλοσαξονικό μας είναι άθλημα
Όταν τελειώσουμε εμείς το παιχνίδι με τα βελάκια
και τα αγόρια το παιχνίδι τους με τα δαχτυλίδια
Και η ντάμα και το σκάκι τελειώσουν, ω Λοχαγοί και  βασιλιάδες

Μακριά στην αγαπημένη παλιά Κύπρο, ή στη σκονισμένη γη της Κένυας
Εκεί που κουβαλάμε το βάρος του λευκού σε πολλές παράξενες χώρες
Καθώς κοιτάζουμε τον ώμο μας, στο Δυτικό Μπέλφαστ χτυπάει το κουδούνι του σχολείου
Και αναστενάζουμε για την αγαπητή παλιά Αγγλία, τους Λοχαγούς και  και τους Βασιλιάδες
Και αναστενάζουμε για την αγαπητή παλιά Αγγλία…

Στα όνειρά μας βλέπουμε τον παλιό Harrow και ακούμε το δυνατό κρώξιμο του κόρακα
Στην έκθεση λουλουδιών το μεδούλι μας παίρνει έπαθλο από τον Evelyn Waugh
Φλιτζάνια τσάι και μερικά ξηρά φρούτα, vintage αυτοκίνητα… αυτά τα απλά πράγματα
Ας πιούμε λοιπόν κι ας χαρούμε, ω Λοχαγοί και Βασιλιάδες
Ας πιούμε λοιπόν κι ας χαρούμε…

Έπεσα σε έναν εφιάλτη γύρω από το πάρκο Great Windsor
Και τι νομίζετε ότι βρήκα εκεί καθώς περιπλανιόμουν στο σκοτάδι;
Ένα μήλο μισοδαγκωμένο και το πιο γλυκό από όλα
Πέντε δόντια βρέφους είχαν γράψει για τους Λοχαγούς και τους Βασιλιάδες
Πέντε βρεφικά δόντια είχαν γράψει …

Κι ενώ το φεγγάρι που λάμπει από πάνω μας το ομιχλώδες πρωί και τη νύχτα
Ας σταματήσουμε να τρέχουμε και να δοξάζουμε τον Θεό που είμαστε λευκοί
Και ακόμα περισσότερο Άγγλοι με τσάι και βουτήματα και δαχτυλίδια μάφιν
Γριές με αυστηρά βλέμματα … Λοχαγοί και βασιλιάδες

I remember in September
when the final stumps were drawn
And the shouts of crowds now silent
when the boys to tea had gone
Let us O Lord above us
remember simple things
When all are dead who love us,
Oh, the Captains and the Kings
When all are dead who love us,
Oh, the Captains and the Kings

We have many goods for export,
Christian ethics and old port
But our greatest boast
is that the Anglo-Saxon is a sport
When the darts game is finished
and the boys their game of rings

And the draughts and chess relinquished,
Oh, the Captains and the Kings
And the draughts and chess relinquished,
Oh, the Captains and the Kings

Far away in dear old Cyprus
or in Kenya’s dusty land
Where all bear the white man’s burden
in many a strange land
As we look across our shoulder
in West-Belfast the school-bell rings

And we sigh for dear old England,
and the Captains and the Kings
And we sigh for dear old England,
and the Captains and the Kings

In our dreams we see old Harrow
and we hear the crow’s loud caw
At the flower show our big marrow
takes the prize from Evelyn Waugh
Cups of tea and some dry sherry,
vintage cars, these simple things
So let’s drink up and be merry,
Oh, the Captains and the Kings
So let’s drink up and be merry,
Oh, the Captains and the Kings

As I wandered in a nightmare
all around Great Windsor Park
Now what do you think I found there
as I wandered in the dark?
‘Twas an apple half-bitten
and sweetest of all things
Five baby teeth had written
of the Captains and the Kings
Five baby teeth had written
of the Captains and the Kings

By the moon that shines above us
in the misty morn’ and night
Let us cease to run our self down
and praise God that we are white
And better still are English,
tea and toast and muffing rings

And old ladies with stern faces,
and the Captains and the Kings
All the ladies with stern faces,
and the Captains and the Kings