(μικρό αφιέρωμα)
Κώστας Βάρναλης: Ο
κομμουνιστής ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και δημοσιογράφος που
στράτευσε το ταλέντο, την τέχνη και τη ζωή του στον αγώνα για τη μόρφωση
του λαού και την απελευθέρωσή του από τα δεσμά της ταξικής σκλαβιάς,
αφήνοντας πίσω του έργο τεράστιας αισθητικής και νοηματικής αξίας,
άρρηκτα συνδεδεμένο με την αταλάντευτη στάση ζωής του, γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας στις 14 Φλεβάρη 1884 και έφυγε από τη ζωή 16 Δεκέμβρη
1974, σε ηλικία
90 χρόνων...
«Ποιητή, σ' είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη» - είχε
γράψει γι αυτόν ο Γιάννης Ρίτσος, στα 1956, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων
παρουσίας του στα ελληνικά Γράμματα. "Ο
λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ' είδαμε
πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ' αυτί, για ν' αφουγκράζεσαι πίσω απ'
τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο
μάς έδειξες"!
Μόσχα, 1934. Ο Κ. Βάρναλης με τον Δ. Γληνό και τον Θ. Κανονίδη, στο Α’ Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων |
Ο τιμημένος με το Βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη (1959) Κώστας Βάρναλης , σε εκδήλωση στη Μόσχα, αναφερόμενος στην κατηγόρια ότι ανήκει στη «στρατευμένη Τέχνη», απάντησε με αυτά τα σταράτα λόγια:
«...το δόγμα "η Τέχνη δεν κάνει πολιτική" διαψεύδεται από τα πράγματα. Ο Αριστοφάνης, ο Ντάντες, ο Θερβάντες, ο Ζολά, ο Τολστόι κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των "κακώς κειμένων".
Πολιτική έξω απ' τα δόντια. Ποιος μυθολόγος της εξωπολιτικής Τέχνης θα 'χει το κουράγιο να υποστηρίξει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Να λοιπόν, μια απόδειξη πως η Τέχνη μπορεί να κάνει πολιτική, χωρίς να πάψει να 'ναι Τέχνη και μάλιστα τρισμεγάλη. Ζήτημα, λοιπόν, υπάρχει μόνο για το ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην Τέχνη και την απλώνει στο χώρο και στο χρόνο και ποια πολιτική τη χαλάει, τη σκοτώνει και τη μεταβάλλει σε καπνό χωρίς φλόγα...».
«Μη χτυπάς τον αδερφό σου, τον αφέντη τον κουφό σου! Και στον ίδρο το δικό, γίνε συ τ’ αφεντικό. (…) «Άιντε θύμα άιντε ψώνιο | άιντε σύμβολο αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς. Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει, έχει η πλάση κοκκινίσει, άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη»…
Το καράβι που μετέφερε εξόριστους στον Άη Στράτη. Στην κάτω σειρά, με τον μπερέ ο Δ. Γληνός και με την τραγιάσκα ο Κ. Βάρναλης |
Ο Βάρναλης συντάχθηκε με τους πρωτοπόρους διανοούμενους, τους φοιτητές, τους εργάτες και η μαρξιστική ιδεολογία άνοιξε νέους ορίζοντες στην ποίησή του. Ο ποιητής πλαστουργός μιας «νιας ζωής» που με το όραμα και τον αγώνα μεταμορφώνει τις συνειδήσεις και τις διαπαιδαγωγεί. Συνήθως, ο λόγος περιστρέφεται γύρω από τον Βάρναλη ποιητή, ή και τον πεζογράφο. Όμως, πίσω από το λογοτέχνη βρίσκεται ο φιλόσοφος, ο στοχαστής αγωνιστής, ο οποίος από τη στιγμή που εγκαταλείπει τη διονυσιακή, την αισθησιακή τάση, δίνει στην ποίησή του αποκλειστικά κοινωνικό περιεχόμενο.
«Σ' όλη τη ζωή του
δασκάλου, του λογοτέχνη και
του δημοσιογράφου, ποτέ ούτε έκανα ούτε έγραψα
τίποτα παρά τη συνείδησή μου ή εναντίον του λαού,
εναντίον της ελευθερίας του και των δικαιωμάτων του»
(από το γράμμα του, το 1966, στη βράβευσή του από τους δημοσιογράφους).
Δε θα μπορούσε
να είναι διαφορετική η πορεία του. Γνωρίζουμε πόσο συνεπής στάθηκε, στα ιδανικά του. Διώξεις, εξορία, άρνηση κάθε αναγνώρισης, λοιδορίες, ήταν το τίμημα της πίστης στα υψηλά ιδανικά της κομμουνιστικής
ιδεολογίας.
Αυτός ήταν ο Βάρναλης, ο πιο
ριζοσπαστικός ποιητής της νεότερης Ελλάδας. Ο σοφός πνευματικός δημιουργός,
ένας γνήσιος κι αληθινός άνθρωπος, ο
μπάρμπα - Κώστας, ο φίλος του λαού και των προλετάριων. Με την τέχνη του
πολέμησε το κοινωνικό κατεστημένο, κατήγγειλε τις αδικίες, την ανισότητα και
τις αθλιότητές του.
Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί/με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, | οι χτύποι της καρδιάς το λένε
πρώτοι
Όχι με λόγια, μ' έργα τ' Άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ' άδικο μ' αίμα θρέφεται!
Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ' αδερφού
η λευτεριά η δικιά του θάναι λευτεριά σου,
κι ανάγκη πια δεν θα 'χεις κανενός Θεού!..
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή απ' την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, χίλιες θα σε
σταυρώσουν.
«Δεν είμ' εγώ
σπορά της τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ 'μαι τέκνο της Ανάγκης,
κι ώριμο τέκνο της Οργής»...
1959. Ο Κώστας Βάρναλης, στη Μόσχα, κατά την απονομή του «Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη» |
Ξεφυλ(λ)ίζοντας \ Κώστας Βάρναλης: Η Γυναίκα
_ 1 Πόσες φορές σε κάλεσα κι όχι για μένα, Θε μου! Λείπεις από τον τρίσβαθο ουρανό και μέσαθέ μου. Του Τέκνου σου που δέχτηκες το γαίμα να σε βάψει, ποιά σου βουλή στο λάκκο αυτό σωρό μάς έχει θάψει;
5 Κρίμα δικό μας ή βουλή δικιά σου, τί μας
μέλει! Ελέησε και γρηγόρεψε του καθενού τα τέλη. Ω γυναικούλες, που ποτές δεν
είδε μάτι ξένο, στήθη βγαλτά κι ώς την κοιλιά φουστάνι ανασυρμένο!
Ο πεσημός σου είναι πολύς, όσο πολλοί ’ναι οι πόνοι, 10
πικρή ψυχή, που όσο βυθάς, τόσο η ντροπή στομώνει! Ω δίχως δάκρυ κλάηματα και
δίχως βόγκο αγκούσα! Για της ζωής την ξαγορά τί να δεχτώ μπορούσα!
Δεν το ’ξερα τόσο πολλοί κι αργοί οι θανάτοι να ’ναι!
Οι πεθαμένοι αποβραδίς για νέα θανή ξυπνάνε! 15 Δεν είναι οι πόνοι, που πονώ, κι η πείνα, που με κόβει, εσάς φοβάμαι, της νυχτός μεγαλωμένοι φόβοι! Ώς με το νώμο ξύλιασε το χέρι, που σε σφίγγει, παιδάκι μου, με τ’ ανοιχτό, καθώς πουλιού, λαρύγγι. Και συ σιωπάς μες στην κοιλιά, σπόρε, που όλο σκιρτούσες. 20 Ω δίχως δάκρυ κλάηματα και δίχως βόγκο αγκούσες!
2_II Φτερούγας άξαφνης συρμένε αθέρα στο κορμί μου, ερωτικό ανατρίχιασμα, ποιός σ’ έχει στείλει; Κοίμου, πικρή ψυχή, σαν άλλοτες, και στ’ όνειρό σου ιδές τα τα περασμένα στην παλιά, καλοσυνάτη ζέστα! 25 Κρεβάτι εσύ, όπου γνώρισα το μέγα σκίρτημα, άξο της Άγιας Τράπεζας μικρή αδερφή να σε φωνάξω· πάτωμα με νωπό φουσκί και μ’ άχερα στρωμένο, προσηλιακό παράθυρο με τζάμι ραγισμένο· στο παραγώνι κρεμαστή φασκομηλιά απ’ το δάσο κι έτοιμη ευωδερή φακή, για να την κατεβάσω.
Και να σε βλέπω να γυρνάς, καλέ μου, απ’ το χωράφι, μπροστά σου βόδια κόκκινα, πίσω ουρανός χρυσάφι. Στη σιδερήν αγκάλη σου, γεμάτη νότια κρύα, να γεύομαι σκλάβα πιστή την άγια ελευτερία.
3 Κι όπως χορεύεις αψηλά στα μπράτσα σου τ’ αγόρι να βλέπεσαι περήφανος στο γελαστό του θώρι. Ούτε περσότερη χαρά κι ούτε πιο λίγον πόνο, άλλο δεν ελαχτάρησα, φωλιά μου, εσένα μόνο. Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σειούνε. 40 Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε. Ανάστασ’ είναι σήμερα. Παιδιά, γυναίκες, γέροι κόκκινο αβγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι. Όσ’ άστρα ’ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα. Όλ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα. 45 Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι. Ειρήνη! ειρήνη! φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι.
.….….….….….….….……
Στον ουρανό σου
κρούσταλλο, με ποιόνε να ’σαι, Θε μου; Ο σκοτωμένος σε πονά, ο φονιάς σ’
ευφραίνει; Πε μου!
O Bάρναλης τάσσεται στη διάθεση της εργατικής τάξης αντιμέτωπος με τον παλιό αστικό κόσμο που πριν ανήκε. Γι' αυτό και θα αρνηθεί το έργο της πρώτης του περιόδου. Θα κριτικάρει σκληρά τον εαυτό του και θα ανοίξει ανανεωμένος, φρέσκος την καινούργια περίοδο. Από την καινούργια θέση του κοίταξε πια πίσω του, για να δει και να καταδικάσει τον παλιό εαυτό του και μαζί να καταδικάσει την προηγούμενη ιδεαλιστική του ποίηση. Για να φτάσει να καταδικάσει έτσι την παλιά του τέχνη «των μωρών, των τσαρλατάνων» χρειάστηκε να καταδικάσει αδίσταχτα τον παλιό εαυτό του:
Είπα: «Ξεφορτώσου
τον παλιό εαυτό σου
και ξαναγεννήσου
να 'σαι, όπως δεν είσουν...
Και συ, Νόμε, των άνομων ασπίδα
σαν τη μαϊμού από κλώνο σ’ άλλον πήδα
κι απ’ την κορφή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέπει ο Λαός τα πισινά σου.
Κ. Βάρναλης (Ελεύθερος Κόσμος, Πρόλογος)
- Κώστας Βάρναλης biblionet.gr
- Οδηγητής - ποιητής που χτυπάει την αδικία | «Αλαμπάμα» + «Ντενσουάι 27 Ιουνίου 1906» δύο από τα λιγότερο γνωστά ποιήματα για το ρατσισμό και την κοινωνική αδικία (Ηρακλή Κακαβάνη στο Ριζοσπάστη)
- Χαλάλι της η εξορία! Αυτή μάς έκανε πραγματικά «επικίνδυνους»
- Τέχνη για το λαό, τον αγώνα, το σοσιαλισμό – κομμουνισμό (χαιρετισμός της Αλέκας Παπαρήγα, στο Συνέδριο του ΚΚΕ – Απρ 2011 για τον Κώστα Βάρναλη)
- Κώστας Βάρναλης έκδοση της Σύγχρονης Εποχής