05 Ιουνίου 2022

Ο δικός μας Federico García Lorca

Άνθρωποι, πόθοι, πάθη, έρωτες, αγώνες, παραδόσεις, φύση ήταν ο μαγικός ιστός πάνω στον οποίο ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ύφανε την οικουμενική, αθάνατη ποίησή του.
«Τραγούδησε» την αγάπη αλλά και το θάνατο, μίσησε το δεσποτισμό και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και όρθωσε το ανάστημά του σε κάθε μορφή αδικίας.
Ο Λόρκα καταδίκαζε την καπιταλιστική κοινωνία και όλα όσα είχε σαν συνέπειες – την αδιαφορία για τη δυστυχία, την αποξένωση, τη φτώχεια και το ρατσισμό.

Ο μεγάλος και αδικοχαμένος στα 38 του χρόνια, δραματουργός ποιητής Federico [del Sagrado Corazón de Jesús] García Lorca γεννήθηκε στις 5-Ιουν-1898 στο Fuente Vaqueros (περιφέρεια της Granada, στην Andalucía).
Από το 1909, έζησε στην πόλη της Γρανάδα και για ένα διάστημα στη Μαδρίτη
Το 1929 πήγε για λίγο στη Νέα Υόρκη
1936 |> τα σύννεφα του φασισμού πυκνώνουν πάνω από την Ισπανία και όλοι τον συμβουλεύουν, να μείνει όσο γίνεται μακριά από τη γενέτειρά του.
Στις 19 Αυγούστου, στο χωριό Víznar (Βιθνάρ), ο Λόρκα βρίσκει τραγικό θάνατο από τους φαλαγγίτες του δικτάτορα Φράνκο.

Το έργο του απαγορεύτηκε στην Ισπανία μέχρι το 1953, όταν ξαναεμφανίστηκε λογοκριμένο.
Μόνο μετά το θάνατο του Φράνκο το 1975, έγινε δυνατό να συζητηθεί δημόσια το έργο και ο θάνατός του.

Ο Λόρκα έβλεπε πέρα από τις περιστάσεις, αναζητώντας μια εξήγηση, με το φόβο πως η δυστυχία γύρω του δεν φαινόταν να έχει καμιά κοινωνική ή ηθική εξήγηση.
Στο ποίημα «Τυφλό Πανόραμα της Νέας Υόρκης», έγραφε: «Ο αυθεντικός πόνος που κρατά τα πάντα ξύπνια είναι μια μικροσκοπική, απέραντη φωτιά στα αθώα μάτια άλλων συστημάτων», ενώ στο «Ξημέρωμα», με θέμα πάλι τη Νέα Υόρκη,
«Το ξημέρωμα της Νέας Υόρκης στενάζει στ’ απέραντα κλιμακοστάσια, ψάχνοντας μέσα απ’ τις γωνίες νάρδους από σχεδιασμένη αγωνία. Το ξημέρωμα φτάνει και κανείς δεν το παίρνει στο στόμα του γιατί εκεί δεν έχει αύριο και δυνατότητα ελπίδας».

Ο Λόρκα και το θέατρο

Στο θέατρο, ο Λόρκα ανακάλυψε ένα ισχυρό μέσο να συνδέεται με το κοινό και να το προκαλεί. Το θέατρο, έγραφε, «είναι ποίηση που σηκώνεται από το βιβλίο και γίνεται ανθρώπινη. Κι όσο γίνεται ανθρώπινη, μιλάει και φωνάζει, κλαίει και απελπίζεται».

Αυτή τη σχέση του με το κοινό καταγράφει στο τελευταίο του έργο το «Κοινό» και στο μονόπρακτο «Κωμωδία χωρίς τίτλο».
Το «Κοινό», δράμα υπερρεαλιστικό, δίνει μια άλλη εικόνα για το έργο του Λόρκα. Τολμηρή αναζήτηση ενός ονειρικού θεάτρου με ποιητικές εκλάμψεις, όπου μέσα από τεχνικές και μοτίβα που πολύ αργότερα θα χρησιμοποιηθούν από την πρωτοπορία του θεάτρου (Pirandello, Cocteau, Genet, Beckett κ.ά.), μιλάει για τον ομοφυλόφιλο έρωτα, το θάνατο, την αδυναμία και το τυχαίο στον έρωτα, προβληματίζεται πάνω στη φύση του θεάτρου, στις σχέσεις συγγραφέα – έργου – θεατή.
Η «Κωμωδία χωρίς τίτλο», απόηχος των ταραγμένων χρόνων 1935-36, κινείται σ’ ένα κλίμα ανησυχητικό κι απειλητικό, κι έχει σαν θέμα την τέχνη, το θέατρο και την επανάσταση.

 

Η μαγεία του Duende
ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών

Μερικοί τη συνδέουν με τέχνες, όπως τη μουσική, το θέατρο ή το χορό. Για μένα, το "duende" είναι κάτι περισσότερο, που έχει να κάνει με την εσωτερική φλόγα που νιώθει κάποιος όταν ξεπερνά τον εαυτό του και τα όρια του. Το πρώτο _D_ μοιάζει με εκείνο το δυνατό βήμα που κάνεις, αποφασιστικά και παθιασμένα. Το _UE_ με στροβίλισμα στον αέρα, σαν να χάνεσαι στη δημιουργικότητα και στη φαντασία. Με το _ND_ πατάς ξανά στη γη, πιο αποφασιστικός από ποτέ, έχοντας περάσει τα όρια των ικανοτήτων σου. Το _E_ είναι η ανάσα της ανακούφισης, η ανάσα της επιτυχίας. Κατόρθωσες, έστω και στιγμιαία, να φτάσεις σε ένα επίπεδο ενέργειας και δημιουργίας που δεν είχες φανταστεί ότι υπάρχει.

Μια λέξη ισπανικής προέλευσης  για την τέχνη που δεν μεταφράζεται μονολεκτικά και έχει να κάνει με μαγείες και ξωτικά, γοητεία μυστηριώδη και απερίγραπτη apuesto a que …πάω στοίχημα _ El Duende es, entonces, una alternativa para el estilo, para el virtuosismo y el encanto que “da Dios” y es, en cambio, una especie de fuerza que se apodera del artista y lo hace dar lo mejor de su desempeño.
               Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca
              
από την διάλεξη που έδωσε ο Λόρκα
                τον Οκτώβρη του 1934 στο Μπουένος Άιρες

Η μαγεία, λοιπόν, σύμφωνα με τον Lorca, είναι το έμφυτο ύφος, για η δεξιοτεχνία και η γοητεία, ένα είδος εσωτερικής δύναμης που οπλίζει τον καλλιτέχνη και τον κάνει να δώσει τον καλύτερο εαυτό του _κι αν είναι “κόκκινος αερολάμνων”, τότε “ζωγραφίζει” _ “Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως δε θα πετύχεις ποτέ γιατί δεν έχεις ντουέντε”.
              
Manuel Soto Loreto _ Manuel Torre(s) _1878 –1933), Romani (Kalo) καλλιτέχνης flamenco

Το ντουέντε είναι μια από κείνες τις λέξεις που φέρνουν αμηχανία σε λεξικογράφους, φιλοσόφους και μεταφραστές (όσο κι αν βάλουν κατεβατά ολόκληρα με “σσ.”) , γιατί είναι δύσκολο όχι μόνον να μεταφραστούν, άλλα και να οριστούν μέσα στα πλαίσια της δικής τους γλώσσας. Είναι από τα δημιουργήματα της ιδιαίτερης εκείνης ματιάς και πρόσληψης του κόσμου που κάθε λαός αποτυπώνει στη γλώσσα του, που αποτελεί άλλωστε και την αποκρυσταλλωμένη συνείδηση και σκέψη του πολιτισμού του. “Όλες οι γλώσσες έχουν παρόμοιες _μη μεταφράσιμες, λέξεις· ας αναλογιστεί κανείς μερικές ελληνικές, όπως μεράκι, φιλότιμο, λεβεντιά... Οι λέξεις έχουν πρωτίστως χρήσεις, όχι έννοιες. Το κείμενο αυτό δεν είναι αυστηρή αισθητική πραγματεία. Είναι μάλλον ένα από στήθους ενθουσιαστικό δοκίμιο για την καλλιτεχνική δημιουργία, για την δημιουργία εν γένει, για τον ενθουσιασμό εν γένει, που παραπέμπει στην αρχική ετυμολογία της λέξης (εν+θεός + ουσία). Μια απόπειρα για ψηλάφιση στα λιγότερο συνειδητά επίπεδα της ανθρώπινης δημιουργικότητας, όπου αποκαλύπτεται η βαθύτερη σχέση πνεύματος και φύσης” γράφει ο Γιώργος Γεωργούσης μεταφραστής της έκδοσης Ντουέντε - Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (Γαβριηλίδης, 2007) _Με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβύρινθους δηλητήριου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας. Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ΄ έναν άλλο τραγουδιστή: “Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως δε θα πετύχεις ποτέ γιατί δεν έχεις ντουέντε”. Σ΄ ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ’ το βράχο της Χαέν (Jaén κτισμένη στον λόφο της Σάντα Καταλίνα, που ιστορικά υπήρξε ο πυρήνας της ήδη από το 2000 π.Χ) μέχρι το όστρακο του Καντίθ (οι λουόμενοι που περπατούν κατά μήκος της ακτής της παραλίας Sancti Petri ή το Zahara de los Atunes, κοιτούν το έδαφος. Μοιάζουν να ψάχνουν κάτι από μια μεγάλη ποικιλία βότσαλα, κοχύλια και σαλιγκάρια της θάλασσας και κάτι που δεν το βρίσκουμε τόσο εύκολα. Μιλάμε για τα περίφημα θαλασσινά αυτιά ή τυχερά _ orejitas de mar o de la suerte όπως είναι ευρέως γνωστά λόγω του σχήματος αυτιού που έχουν), οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το ντουέντε κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελάει ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως.

“Η γριά τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κομμάτι του Μπαχ: ”Όλε! Αυτό έχει ντουέντε”. Όμως ο Γκλουκ, ο Μπραμς κ ο Νταριύς Μιλώ την έκαναν να βαρεθεί. Κι ο Μανουέλ Τόρρες, που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ΄ ό,τι σ΄ οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το ”Νοκτούρνο ντελ Χενεραλίφ»”, είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: “Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει Ντουέντε”. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια”. “Αυτοί οι μαύροι ήχοι είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σε όλους μας, απ΄ όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για ”μαύρους ήχους” και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του ντουέντε όταν μιλώντας για τον Παγκανίνι του απέδωσε “μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ”. Το ντουέντε δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών «Έτσι το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Άκουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα, να λέει: “Το ντουέντε δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών”. Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας. Αυτή η “μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ”, είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο ντουέντε που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν΄ αντιληφθεί πως το ντουέντε που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ. Όχι. Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριό του τη μέρα που πήρε το κώνειο. “Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα΄ λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσής του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ΄ ένα ντουέντε. Όχι μ΄ έναν άγγελο όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα.. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου. Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει με δώρα, όπως ο Άγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί και υπερασπίζει, όπως ο Άγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί όπως ο Άγιος Γαβριήλ. Το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Ο άγγελος μπορεί να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ΄ το να πετάξει ανάλαφρα πάνω απ΄ το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει. Η μούσα υπαγορεύει και που και που εμπνέει. Τα όσα μπορεί, είναι σχετικά λίγα γιατί μακραίνει κι εξαντλείται τόσο γρήγορα – την είδα δυο φορές – αναγκάστηκα να την περιγράψω με τη μισή καρδιά της από μάρμαρο”. Ο άγγελος και η μούσα έρχονται απ΄ έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ΄ αυτές).

Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το ντουέντε, όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια τα κύτταρα του αίματος. Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δέκατου όγδοου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της. Η αληθινή μάχη είναι με το ντουέντε. Για να το βρούμε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε σωστοί τρόποι. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει το Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια». Αυτή η μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ, είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του ντουέντε δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από ντουέντε, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος πα΄αυτό. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του ντουέντε θα το βάλει στα πόδια. Ο ερχομός του προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούριο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό. Σ΄ όλους τους αραβικούς χορούς και τα αραβικά τραγούδια η παρουσία του γίνεται δεκτή με κραυγές: ”Αλά! Αλά!”, “Θεέ! Θεέ!”, που δε διαφέρει πολύ από το ΄Ολε της ταυρομαχίας.

Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εμφάνιση του χαιρετίζεται πάντα με την κραυγή “Βίβα Ντιός!”, “Ζήτω οι Θεοί!”, μια βαθιά, ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή λαϊκής επικοινωνίας μέσα απ΄ τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ΄ αυτόν τον κόσμο, το ίδιο αγνή με κείνη που ορθώνει μέσα απ΄ τους επτά κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του IVII αιώνα Pedro Soto de Rojas (Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ _Γρανάδα, 1584-1658 του Culteranismo λογοτεχνικό κίνημα του ισπανικού μπαρόκ μέσα στον πιο γενικό του conceptismo), κι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στην ταραγμένη σκάλα του θρήνου του. Είναι λοιπόν φυσικό, σα φτάσει αυτή η φυγή, να νοιώσουν όλοι την επίδρασή της – οι μυημένοι που ξέρουν πως το στυλ μπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, μα κι οι άλλοι, οι αμύητοι, που νοιώθουν μια απροσδιόριστη αλλά πέρα για πέρα αυθεντική συγκίνηση. Πριν από μερικά χρόνια, σ΄ ένα διαγωνισμό χορού στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια». Ο ερχομός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή «Ανάμεσα σε μούσες και αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει – και νίκησε. Όλες οι Τέχνες μπορούν να΄ χουν ντουέντε. Το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό – είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν. Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών. Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα».

Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο: Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι “μαύροι ήχοι” του Μανουέλ Τόρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του μουσαμά – “μαύροι ήχοι” που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδελφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία. Κυρίες και Κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε. Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο. Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντε Μεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ. Μα το ντουέντε; Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων.

🎶  Παντέρμη


Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.

Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.

―Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
―Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πες μου, σε γνοιάζει εσένανε;

Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
―Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;

―Ποιός ο καημός μου; Μαύρη πίσσα
εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί. 

―Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ’ το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
άσ τη και να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι όλο κρυφές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.

Federico Garcia Lorca
(απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης)

🎶  Παντέρμη

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.

Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.

«Τολμηρότατο και με μια εντελώς νέα τεχνική. Είναι το καλύτερο που έχω γράψει για το θέατρο. (…) Δεν αντιλήφτηκαν τίποτα ή τρόμαξαν – το καταλαβαίνω. Το έργο είναι πολύ δύσκολο και για την ώρα δεν μπορεί να παιχτεί. Έχουν δίκιο. Αλλά σε δέκα ή είκοσι χρόνια θα γίνει τρομερή επιτυχία. Θα δεις».

Αυτά είναι τα λόγια του Λόρκα, μετά την πρώτη ανάγνωση του έργου, σε φίλους του, το φθινόπωρο του 1931. Από τότε το έργο ξαναδουλεύτηκε αλλά δεν εκδόθηκε ποτέ ολόκληρο.
Μια μορφή του χειρογράφου παραδόθηκε στον R. M. Nadal που για χρόνια πολλά έψαχνε για άλλες εκδοχές του έργου και τη χαμένη 5η σκηνή του χειρογράφου. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1978 στην Ισπανία με το μονόπρακτο «Κωμωδία χωρίς τίτλο», που αρχικά νόμισαν ότι πρόκειται για την περίφημη χαμένη 5η σκηνή και δεν αποκλείεται να είναι.

Η δολοφονία

Ο Λόρκα είχε προειδοποιηθεί από τους φίλους του τον Ιούλιο του 1936, όταν ήταν ήδη γνωστό ότι ο Φράνκο ετοίμαζε τα στρατεύματά του στο ισπανικό Μαρόκο και θα ξεσπούσε ο εμφύλιος πόλεμος, να μην πάει στην Ανδαλουσία.
Δύο ημέρες μετά την άφιξή του στη Γρανάδα ξέσπασε ο πόλεμος.
Η περιοχή ήταν η πρώτη που κατελήφθη από τους φρανκιστές, ο γαμπρός του Λόρκα και δήμαρχος της Γρανάδας συνελήφθη στις 16 Αυγούστου και την επομένη εκτελέστηκε.
Την ίδια ημέρα συνελήφθη και ο Λόρκα.

Το φασιστικό καθεστώς δε δίστασε να εκτελέσει έναν διάσημο ποιητή, που προερχόταν από μια πολύ γνωστή οικογένεια της περιοχής. Αλλά δεν είναι περίεργο, αν σκεφτεί κανείς ότι εκείνη τη χρονιά μόνο στην περιοχή γύρω από την Αλάμπρα η φάλαγγα εξετέλεσε 30.000 άτομα, αφού ο Φράνκο είχε διακηρύξει ότι θα «προστάτευε» την Ισπανία από «τη διεθνή κομμουνιστική, εβραϊκή και μασονική συνωμοσία».
Παρόλο που ο ποιητής ποτέ δεν εντάχθηκε στο εργατικό επαναστατικό κίνημα, οι κοινωνικές και πολιτικές του θέσεις ήταν τόσο εμφανείς, που για τον Φράνκο και τους υποστηρικτές του δεν είχε καμιά διαφορά από έναν κομμουνιστή.

Στ’ όνομά σου,
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα…

«Στ’ όνομά σου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου, εμείς, οι ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου, που μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες, ορκιζόμαστε εδώ πέρα, όλοι μαζί, πως τ’ όνομά σου δε θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη, και στ’ όνομά σου, όσο που θα υπάρχει τυραννία και καταπίεση να τις καταπολεμήσουμε, όχι μονάχα με το λόγο μα και με τη ζωή μας».

Ο παραπάνω όρκος δόθηκε από λογοτέχνες απ’ όλες τις χώρες του κόσμου, όπου συγκεντρώθηκαν αρχικά στη Βαλένθια και στη συνέχεια στο Παρίσι, το 1937, στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των συγγραφέων, για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στο φασισμό.
Τον όρκο συνέταξε ο Στρατής Τσίρκας μαζί με τον Αμερικανό ποιητή Λάνγκστον Χιους και προωθήθηκε από τον Λουί Αραγκόν.
Ανάμεσα στους λογοτέχνες που υπόγραψαν τον όρκο είναι οι Μπέρτολτ Μπρεχτ, Πάμπλο Νερούντα, Ιλία Ερενμπουργκ, Αλεξέι Τολστόι κ.ά.

Ο Λόρκα ήταν παιδί μιας προνομιούχας και μορφωμένης οικογένειας, γρήγορα, όμως, συνειδητοποίησε ότι υπάρχει και μια άλλη ζωή, αυτή των πολλών μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία.
Το 1915 παρά την επιθυμία του να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική, γράφτηκε στη Φιλοσοφική και στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου της Γρανάδα.
Το 1919 εγκαθίσταται στη Μαδρίτη για να συνεχίζει τις σπουδές του. Εκεί συνδέθηκε με μια ομάδα νέων διανοουμένων που χαρακτηριζόταν αργότερα, ως η γενιά του ’27 και θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή της Ισπανίας.

Το 1931 (μετά το ταξίδι στη Νέα Υόρκη -1929) ξαναγυρίζει στη «δημοκρατική» πια Ισπανία («2η ισπανική δημοκρατία -Segunda República Española Απρίλιος 1931) και ο υπουργός Παιδείας του ανέθεσε να δημιουργήσει μαζί με τον Εδουάρδο Ουγάρτε έναν περιοδεύοντα φοιτητικό θίασο, την «Μπαράκα» (Barraca ambulante), που γύριζε σε όλη την Ισπανία δίνοντας παραστάσεις σε μικρές πόλεις και σε πανεπιστήμια.
Οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες και έπαιζαν δωρεάν, ενώ τα σκηνικά, όπως και τα κοστούμια, τα έφτιαχναν φοιτητές της Αρχιτεκτονικής απ’ όλη την Ισπανία.
Ως το 1936 που διαλύθηκε, το θέατρο ανέβασε 13 έργα και έδωσε παραστάσεις σε 72 χωριά και πόλεις.

Από τα πιο γνωστά έργα του Λόρκα είναι, «Ποιητής στη Νέα Υόρκη», «Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας», «Romancero gitano», «Ντουέντε» και από τα θεατρικά του, «Τα Μάγια της Πεταλούδας», «Οι Φασουλήδες του Κατσιπόρα», «Ματωμένος Γάμος», «Γέρμα» και «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα». Μέσα από το έργο του «τραγούδησε» την αγάπη αλλά και το θάνατο, κατήγγειλε την τυραννία και όρθωσε το ανάστημά του σε κάθε μορφή αδικίας. Πάθη, παραδόσεις, στοιχεία της φύσης, ανδαλουσιάνικες φιγούρες συναντώνται στην ποίησή του.

Το έργο του απαγορεύτηκε στην Ισπανία μέχρι το 1953, όπου έκανε την επανεμφάνισή του, λογοκριμένο. Μόνο μετά το θάνατο του Φράνκο το 1975, έγινε δυνατό να συζητηθούν δημόσια το έργο και ο θάνατός του…

12 Τραγούδια του F.G Lorca \ Απόδοση στα ελληνικά: Λευτέρης Παπαδόπουλος ‑Μουσική: Γιάννης Γλέζος — Ενορχήστρωση-Διεύθυνση: Νίκος Μαμαγκάκης \ Ερμηνεύουν Γιάννης Πουλόπουλος + Έλενα Κυρανά

Μια αθάνατη μορφή του 20ού αιώνα
«Αθίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω»…

 «Αθίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτονικά σκουτί το πορφυρό
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
Κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό»
ℹ️  Απόσπασμα από το ποίημα
«Federico Garcia Lorca- 1979» του Ν. Καββαδία

Το 1936, είναι η χρονιά που μόνο στην περιοχή γύρω από τη Γρανάδα η φασιστική φάλαγγα εκτέλεσε χιλιάδες απλούς πολίτες, αφού ο Φράνκο είχε διακηρύξει ότι θα «προστάτευε» την Ισπανία από «τη διεθνή κομμουνιστική, εβραϊκή και μασονική συνωμοσία»
Μεταξύ αυτών, κοντά στην «Πηγή των Δακρύων» και τον ποιητή του «ντουέντε» που ήταν πάντα «στο πλευρό αυτών που δεν έχουν τίποτα και στους οποίους δεν επιτρέπεται καν να απολαύσουν ειρηνικά το τίποτα που έχουν», που όρθωσε το ανάστημά του σε κάθε μορφή αδικίας.

1932 / Vintage print –
τεχνική απεικόνισης Gelatin silver τυπωμένο σε χαρτί –
Διαστάσεις:13,7 Χ 8,5 cm

«Δε μας ανήκει τίποτα. Δε μας ανήκει τίποτα
Είναι όλα δανεικά απ’ τα παιδιά μας.
Το ξέρω, κάποτε θα γίνει ένα θαύμα
Μόνο έχοντας διδαχθεί από την πραγματικότητα,
μπορούμε την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.
Δε μας ανήκει τίποτα. Τίποτα δεν είναι δικό μας.
Αυτό τον πλανήτη μας τον εμπιστεύτηκαν τα παιδιά μας
και πρέπει να τους τον επιστρέψουμε ακέραιο»..
.

Από τους πρώτους μήνες της ζωής του υπέστη την ταλαιπωρία σοβαρής ασθένειας, η οποία μάλιστα θα του αφήσει και μια μικρή χωλότητα.
Σπουδάζοντας στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας παράλληλα παίρνει μαθήματα κιθάρας και πιάνου με δάσκαλο τον Μανουέλ ντε Φάλια.
Στη Μαδρίτη, στη Φοιτητική Εστία και εκεί έχει την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Λουίς Μπουνιουέλ, Σαλβαδόρ Νταλί, Μιγέλ Ουναμούνο και άλλους.
Το 1920 ανεβαίνει στη Μαδρίτη το έργο του «Τα μάγια της πεταλούδας».
Την επομένη χρονιά κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Βιβλίο ποιημάτων», ενώ παράλληλα γράφει το «Ποίημα του Κάντε Χόντο».
Το 1925 ο θίασος της Μαργαρίτας Σίργκου ανεβάζει στη Βαρκελώνη το έργο «Μαριάνα Πινέδα» με σκηνικά του Σαλβαδόρ Νταλί.
Το 1928 εκδίδει μαζί με φίλους του από τη Γρανάδα το περιοδικό «El Gallo» («O πετεινός»), όπου και δημοσιεύονται τα μονόπρακτά του «Η παρθένος, ο ναύτης και ο σπουδαστής» και «Ο περίπατος του Μπάστερ Κήτον».
Την ίδια χρονιά εκδίδει το πρώτο μέρος του «Ρομανθέρο Χιτάνο», με ποιήματα της περιόδου 1924 – 1927.

Η καλόγρια η τσιγγάνα / Γιώργος Παπαστεφάνου

Το «Romancero Gitano» του Μίκη Θεοδωράκη, ποίηση Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και με απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη στα ελληνικά, επρόκειτο να ηχογραφηθεί σε δίσκο με την Αρλέτα, αλλά το σχέδιο ναυάγησε την 21η Απρίλη 1967.
Ωστόσο, η Αρλέτα είχε μάθει τα τραγούδια και τα ‘λεγε στην παρέα με την κιθάρα της – καμιά φορά και στις μπουάτ που εμφανιζόταν, αφού τα τραγούδια ήταν άγνωστα. Κάπως έτσι τα πρωτάκουσα κι εγώ και βεβαίως τα ερωτεύθηκα!
Σκέφτηκα λοιπόν τότε, να τα ηχογραφήσουμε σε στούντιο, μόνο και μόνο για να υπάρχουν, με κλειδαμπαρωμένες τις πόρτες, η Αρλέτα με την κιθάρα της, είπε και τα επτά τραγούδια του «Ρομανθέρο», με το δικό της απαράμιλλο τρόπο.
Επτά χρόνια αργότερα, το 1978, όταν τα τραγούδια του Θεοδωράκη κυκλοφορούσαν πια ελεύθερα, η Αρλέτα ξαναηχογράφησε το «Ρομανθέρο Χιτάνο» στην εταιρία «Λύρα», έχοντας δίπλα της στην δεύτερη κιθάρα τον Βασίλη Ρακόπουλο.
Στη δική μας, πρώτη εγγραφή, τη φωνή της Αρλέτας πλαισιώνουν σκίτσα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και κάποιες εικόνες παρμένες μέσα από το περιοδικό «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου, από το τεύχος που ήταν αφιερωμένο στον αδικοχαμένο ποιητή.


Ανέκδοτη ηχογράφηση
Μετά τα ταξίδια του στην Νέα Υόρκη και την Κούβα ο Λόρκα επιστρέφει το 1930 στη Μαδρίτη, όπου ανεβαίνει στο θέατρο Εσπανιόλ το έργο του «Η θαυμαστή μπαλωματού».
Το 1933 ανεβαίνουν στη Μαδρίτη τα έργα «Ματωμένος γάμος» και «Δον Περλιμπλίν», ενώ την επόμενη χρονιά ανεβαίνει στο Τεάτρο Εσπανιόλ η «Γέρμα» με την Μαργκαρίτα Σίργου.
Το θέατρο «Λα Μπαράκα» δίνει παραστάσεις στη Νότια Αμερική, και ο Λόρκα γράφει το «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας».
Τον επόμενο χρόνο, θα παιχτούν τα έργα του «Η παραστασούλα του Δον Κριστόμπαλ» και «Δόνια Ροζίτα η ανύπαντρη»…

Θέατρο και επανάσταση

Η «Κωμωδία χωρίς τίτλο», απόηχος των ταραγμένων χρόνων 1935 – 36, κινείται σ’ ένα κλίμα ανησυχητικό κι απειλητικό, κι έχει σαν θέμα την τέχνη, το θέατρο και την επανάσταση.
«Τολμηρότατο και με μια εντελώς νέα τεχνική. Είναι το καλύτερο που έχω γράψει για το θέατρο. (…) Δεν αντιλήφτηκαν τίποτα ή τρόμαξαν – το καταλαβαίνω. Το έργο είναι πολύ δύσκολο και για την ώρα δεν μπορεί να παιχτεί. Έχουν δίκιο. Αλλά σε δέκα ή είκοσι χρόνια θα γίνει τρομερή επιτυχία. Θα δεις».

Αυτά είναι τα λόγια του Λόρκα, μετά την πρώτη ανάγνωση του έργου, σε φίλους του, το φθινόπωρο του 1931.
Από τότε το έργο ξαναδουλεύτηκε αλλά δεν εκδόθηκε ποτέ ολόκληρο. Σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας – ήρωας του έργου λέει
«…Tο να δεις την πραγματικότητα είναι δύσκολο. Και να την διδάξεις, ακόμη περισσότερο. Είναι σα να προφητεύεις στην έρημο. Αλλά δεν πειράζει. Ιδίως σε σας, άνθρωποι της πόλης, που ζείτε με την πιο φτωχή και λυπητερή φαντασία. Όλο, κι όλο που κάνετε είναι να επιζητάτε τέτοιους δρόμους που να μη μαθαίνετε τίποτε. Οταν σφυρίζει ο αέρας, για να μη καταλάβετε τι λέει, παίζετε πιανόλα, για να μη δείτε τον τεράστιο χείμαρρο από δάκρυα που μας κυκλώνει, κλείνετε με σκούρα τα παράθυρα,για να μπορείτε να κοιμηθείτε ήσυχα και να σωπάσετε τον επίμονο γρύλλο της συνείδησής σας, εφευρίσκετε τα ιδρύματα φιλανθρωπίας. Κήρυγμα! Ναι, κήρυγμα! Γιατί να πηγαίνουμε στο θέατρο πάντα για να δούμε τι γίνεται κι όχι τι μας γίνεται»;

Αυτοπροσωπογραφία
Federico García Lorca σε ηλικία 6 χρόνων
dibujo / σκίτσο του Lorca

«Ποτέ δε με βρήκαν»…

Ογδόντα τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του και ο τάφος του μεγαλύτερου Ισπανού ποιητή του 20ού αιώνα παραμένει άγνωστος, όχι όμως και οι συνθήκες του θανάτου του.
Βιογράφοι, μελετητές και ερευνητές μπορεί να διαφωνούν στις λεπτομέρειες, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία για το πώς περίπου συνέβη το έγκλημα. Οι προσπάθειες να αποκαλυφθεί ο τάφος του Λόρκα παραμένουν άκαρπες.

Η ελιά που μπροστά της εκτελέστηκε ο Λόρκα
 
«Έπειτα κατάλαβα ότι είχα δολοφονηθεί. Με έψαξαν σε καφετέριες, νεκροταφεία και εκκλησίεςαλλά δε με βρήκαν. Δε με βρήκαν ποτέ; Όχι. Ποτέ δε με βρήκαν» (από τον «Ποιητή στη Νέα Υόρκη»).

Προφητικό; Ποιος ξέρει. Πάντως, σ’ ολόκληρο το έργο του Λόρκα, ο θάνατος πλανάται επίμονα. Ένας ισπανικός θάνατος «διαφορετικός» από τους άλλους. Γιατί, σύμφωνα με τον ίδιο τον ποιητή, στη διάλεξή του το 1933 για την «Πρακτική και Θεωρία του duende»:
«Σε όλες τις χώρες ο θάνατος είναι το τέλος. Όταν έρχεται, οι κουρτίνες κλείνουν. Όχι όμως στην ΙσπανίαΕκεί ο νεκρός είναι περισσότερο ζωντανός απ’ ό,τι ένας νεκρός οπουδήποτε αλλού στον κόσμο».

Μνημείο του Lorca στη Μαδρίτη (Plaza de Santa Ana)

Προτομή στη Μαδρίτη
 

Ο Lorca σε σκίτσο του Salvador Dali -1927

Ποιήματα

  • De Profundis en Leiden
  • Libro de poemas (1921)
  • Poema del cante jondo (1921)
  • Oda a Salvador Dalí (1926)
  • Romancero gitano (1928)
  • Poeta en Nueva York (1930)
  • Llanto por Ignacio Sánchez Mejías (1935)
  • Seis poemas galegos (1935)
  • Diván del Tamarit (1936)
  • Sonetos del amor oscuro (1936)
  • La Barraca (αφιέρωμα -θεατρικές παραστάσεις 2014)


Poema doble del lago Edem

Θεατρικά

  • El maleficio de la mariposa (1921)
  • Mariana Pineda (1927)
  • La zapatera prodigiosa (1930)
  • Retablillo de Don Cristóbal (1930)
  • El público (1930)
  • Así que pasen cinco años (1931)
  • Amor de don Perlimplín con Belisa en su jardín (1933)
  • Bodas de sangre (1933)
  • Yerma (1934)
  • Doña Rosita la soltera o el lenguaje de las flores (1935)
  • La casa de Bernarda Alba (1936)
  • Comedia sin título (inacabada) (1936)

Ταχυδρομικό δελτάριο του Lorca στον Antonio de Luna

Πρόζα

  • Impresiones y paisajes (1918)

Φιλμογραφία

  • Deep song, black sound (1968), de P. Luke (BBC).
  • L’assassinio di Federico Garcia Lorca (1976), του Alessandro Cane (RAI).
  • Federico García Lorca: Murder in Granada (1976), τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ του Humberto López y Guerra για τη σουηδική τηλεόραση SVT-TV1.
  • Lorca, muerte de un poeta (1987), σειρά της ισπανικής τηλεόρασης (σκηνοθεσία Juan Antonio Bardem).
  • Muerte en Granada (1997), σκηνοθεσία Marcos Zurinaga.
  • Lorca (1998), σκηνοθεσία Iñaki Elizalde.
  • La luz prodigiosa (2003), σκηνοθεσία Miguel Hermoso.
  • Lorca. El mar deja de moverse (2006), σκηνοθεσία Emilio Ruiz Barrachina.
  • Sin límites (Little ashes) (2008), σκηνοθεσία Paul Morrison ημιβιογραφικό αναφορικά με τη σχέση Lorca – Dalí και Buñuel.
  • El deseo y la realidad (2009), ντοκιμαντέρ των Rafael Zarza και Fernando García de Canales.
  • Mudanza (2009), σε σκηνοθεσία Pere Portabella.

Διάφορα

  • In another five years or so (1944), σε άλλα πέντε χρόνια περίπου zarzuela του Paul Bowles βασισμένη στο «Así que pasen cinco años»
    (ΣΣ |> Η zarzuela – θαρθουέλα είναι είδος μουσικού θεάτρου / όπερας, που συνδυάζει σκωπτικά τραγούδι, χορό και θεατρικό διάλογο. Προέρχεται από το Παλάτι της Zarzuela, της βασιλικής κατοικίας κοντά στη Μαδρίτη, όπου πρωτοπαρουσιάστηκαν τέτοιες παραστάσεις)
  • La zapatera prodigiosa -ο θαυμάσιος τσαγκάρης (1949), από τον Αργεντίνο συνθέτη Juan José Castro (1895–1968), κυκλοφόρησε στο Μοντεβιδέο.
  • Bodas de sangre (ο ματωμένος γάμος) Juan José Castro (1952), Wolfgang Fortner (1957), Sándor Szokolay (1964), Nicola LeFanu (1992)
  • Yerma, ópera του  Paul Bowles (1955), de Heitor Villa-Lobos (1955-1956, κυκλοφόρησε το  1971).
  • La casa de Bernarda Alba, Το σπίτι της Bernarda Alba του καταλανού Miquel Ortega, από τον Aribert Reimann (1998/2000)
  • Ainadamar (2003), του Osvaldo Golijov, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Tanglewood.
  • Don Perlimplín ama a Belisa en su jardín (Ο Don Perlimplín αγαπά τη Belisa στον κήπο του), του Wolfgang Fortner 1962, Bruno Maderna (1962), Simon Holt (1998).
  • Quimera, του Hans-Jürgen von Bose (1986).
  • Comedia sin título, (κωμωδία χωρίς τίτλο) από τον Jan Müller-Wieland (1998).
  • El Público, de Mauricio Sotelo (2014), έκανε πρεμιέρα στο Teatro Real 24-Φεβ-2015.


Με πληροφορίες από