15 Ιουνίου 2022

Ο Μάνος της καρδιάς μας είναι πάντα εδώ

Μας «δώρισε» ένα «γαλαξία» από νότες υπέροχες, σμιλεμένες με τη βαθιά ευαισθησία και την υψηλή αισθητική του. Πνεύμα κριτικό και ασυμβίβαστο, που αφουγκράστηκε την ελληνική κοινωνία, τους πόθους και τα πάθη της, ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε πάνω απ' όλα κορυφαίος αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού, ανοίγοντας νέους μουσικούς δρόμους, φωτίζοντας αθέατες «γωνιές», κινητοποιώντας μυαλό και ευαισθησίες.

28+ χρόνια συμπληρώθηκαν από το «φευγιό» του αλησμόνητου συνθέτη, που σημάδεψε τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό μέσα από ένα βαθιά λαϊκό, πολυσήμαντο και αξεπέραστο έργο. «Λαϊκό» για τον δημιουργό, όπως έλεγε σε συνέντευξή του στον «Ρ» (27/5/90), «είναι ό,τι ασχολείται με τον άνθρωπο και προέρχεται από τον άνθρωπο». «Η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα», σημείωνε... «Η τέχνη υπάρχει, διότι ανατέμνει τη λειτουργία του ανθρώπου. Του κινητοποιεί τις ευαισθησίες του. Τις αληθινές του ευαισθησίες. Οχι τις επικαιρικές. Η τέχνη συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον βοηθά να αισθανθεί, έστω και για λίγο, προς τα πού πρέπει να τείνει. Η μεγάλη τέχνη εννοώ».
Ο ίδιος σ' όλη τη ζωή του αντιπαρατέθηκε στην εμπορευματοποίηση και στον εκχυδαϊσμό της τέχνης και ανεξάρτητα από τις δηλωμένες πολιτικές απόψεις του αντιτάχθηκε στους κρατούντες, στην όποια κολακεία και αναρρίχηση. «Όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουν τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά», έλεγε. Κι αν σήμερα, στις μαύρες μέρες που περνά ο λαός μας, ο Μάνος Χατζιδάκις μας λείπει ολοένα και περισσότερο, το έργο του παραμένει στις καρδιές μας. Θα παραμένει ζωντανό όσο υπάρχουν άνθρωποι που τραγουδούν τα τραγούδια του και διψούν για ομορφιά και αλήθεια, που αντιστέκονται στο «τέρας» που μας απειλεί, στο εφήμερο, στο ευτελές, στην ισοπέδωση.
Μας συντροφεύουν αξεπέραστα έργα του όπως, «Οδός Ονείρων», «Δεκαπέντε εσπερινοί», «Χαμόγελο της Τζοκόντας», «Ο Μεγάλος Ερωτικός», «Αθανασία», «Σκοτεινή μητέρα», «Η εποχή της Μελισσάνθης», «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» και τόσα άλλα...

«...στον άσπρο τοίχο το αίμα γίνεται βροχή»

Πολλά και σπουδαία τα έργα που μας άφησε ο Μάνος -ανάμεσά τους: «Η εποχή της Μελισσάνθης» - καντάτα για μια ώριμη γυναικεία φωνή, δύο νεανικές ανδρικές, μεικτή και παιδική χορωδία, ορχήστρα δωματίου και στρατιωτική μπάντα με βασικό μουσικό όργανο το μπουζούκι. Μια μουσική αυτοβιογραφία βασισμένη σε ποιήματα του συνθέτη, που αναφέρονται στις πρώτες μετακατοχικές μέρες, καταγράφοντας πολλές πικρές μνήμες.
Η πρώτη σύλληψη του έργου εμφανίζεται το 1965 στην ποιητική συλλογή του συνθέτη «Μυθολογία», στο ποίημα με τον τίτλο «Μελισσάνθη». Το μουσικό έργο γράφτηκε στη δεκαετία '70 και πρωτοπαρουσιάστηκε πριν 30 χρόνια με βασική ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη και τη συμμετοχή των Βασίλη Λέκκα, Γιώργου Μιχαλισλή, Στέλλας Γαδέδη, της χορωδίας του Τρίτου Προγράμματος και Παιδικής χορωδίας. Αριστουργηματικά κομμάτια (ορχηστρικά και τραγούδια) απαρτίζουν το έργο: «Η βροχή», «Το πρόσωπο της νύχτας», «Φοβόμουν μ' έπνιγε η σιωπή», «Στο φίλο μας που χάσαμε», «Μητέρα κι αδελφή», «Ενα ρολόι στο καπηλειό», «Επιτάφιος», «Το εμβατήριο της Μελισσάνθης» (συνύπαρξη μπάντας με το μπουζούκι), κ.ά. Κυρίαρχο όργανο μέσα στα χορωδιακά και σολιστικά μέρη είναι το μπουζούκι, σε συνοδεία ή αυτοσχεδιασμό, που «ζωγραφίζει» το ψυχογραφικό τοπίο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Καθαρά συμβολικές, επίσης, οι παρεμβολές εμβατηρίων και αποσπασμάτων του Εθνικού Υμνου και των εγκωμίων του Επιταφίου.

«Το πρόσωπο της νύχτας πνίγεται μέσα στον καπνό και τα παιδιά στο δρόμο πετάν νεκρά στον ουρανό. Μαύρα πουλιά μ' ένα σπαθί γυμνό σκύβουν φιλάν τον άσπρο τους λαιμό. Το πρόσωπο της νύχτας κλαίει μακριά στον ουρανό. Απόψε είναι σκοτάδι τ' άστρα δεν έχουνε ψυχή κι εκεί στον άσπρο τοίχο το αίμα γίνεται βροχή. Ποιος με φωνάζει και ζητά νερό ποιος θα γλιτώσει απ' τον πικρό χορό. Το πρόσωπο της νύχτας χάθηκε μέσα στον καιρό» («Το πρόσωπο της νύχτας»).

Επιθυμία του συνθέτη ήταν να καταγράψει την περιπέτεια και τη συμμετοχή του στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου, έτσι καθώς την έζησε: «Χρονικό ενός καιρού, οι πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, με ανεξίτηλες αυτοβιογραφικές εικόνες. Σαν το ρολόι στο καπηλειό με τους δυο φίλους που ζητάν δραματικά κι επίμονα να σταματήσουν τον Χρόνο, ή εκείνο τον φίλο που τον χάσαμε σχεδόν παιδί - τον έλεγαν Έκτορα Οικονομίδη και ήταν είκοσι χρονών όταν τον τύφλωσαν και τον θανάτωσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, αφού βέβαια τον πρόδωσαν οι "εθνικόφρονες" εκείνου του καιρού. Και εικόνες άπειρες με σιδεριές από κατεστραμμένα σπίτια σαν χέρια αιχμηρά που ζητάν ελεημοσύνη απ' τον ουρανό. Και μάνες να γυρεύουν τα παιδιά τους πάνω από τις καμένες στέγες μ' ένα πλήθος που να κραυγάζει έξαλλα κι αλλοπρόσαλλα συνθήματα...».

Χρονικό ενός πικρού καιρού, η «Μελισσάνθη», «μια γυάλινη ηρωίδα του Μεσοπολέμου», όπως την χαρακτήριζε ο Μάνος Χατζιδάκις, αποτελεί μια συγκλονιστική απεικόνιση και αναπαράσταση των πρώτων ημερών της Ελλάδας μετά τη γερμανική κατοχή. Στους στίχους και στις νότες του ζωντανεύουν μνήμες και εικόνες που τον σημάδεψαν, προσωπικά του βιώματα από τη γερμανική κατοχή, από τις νύχτες που «στον άσπρο τοίχο το αίμα γίνεται βροχή». «Η εποχή της Μελισσάνθης τέλειωσε. Σήμερα ζω για πάντα τον χαμό της», σημείωνε ο συνθέτης. Ο ίδιος δεν ήθελε να δώσει «ιστορικές διαστάσεις στη Μελισσάνθη και την εποχή της». Παρ' όλα αυτά, η θεματική και το ιστορικό πλαίσιό της καθιστούν τη «Μελισσάνθη», πέρα από ένα ειλικρινές, σπαρακτικό, υψηλής αισθητικής προσωπικό έργο, αυτόματα και ένα έργο συλλογικό. Οπως και άλλες σπουδαίες δημιουργίες του - όπλα της μνήμης, της αξιοπρέπειας και της καρδιάς.

Ο θάνατος του συνθέτη, που μετουσίωσε τη μελωδική του έμπνευση σε μεγάλη τέχνη, ήταν μεγάλη απώλεια για τον τόπο μας και ασφαλώς για την Ορχήστρα των Χρωμάτων, που ο ίδιος ίδρυσε το 1989, οραματιζόμενος ένα επίλεκτο συμφωνικό σύνολο με μουσικούς υψηλού επιπέδου και πρωτότυπα προγράμματα και η οποία στην 33+χρονη διαδρομή της έχει βιώσει με δραματικό τρόπο τις επιπτώσεις της κυβερνητικής αδιαφορίας: ήδη το 2008 ο πρόεδρος της ορχήστρας, Γιώργος Στεφανάκης υπέβαλε μέσω της στήλης «Σημειωματάριο» της εφημερίδας "Καθημερινή" την παραίτησή του, διαμαρτυρόμενος για τα χρόνια οικονομικά προβλήματα που απέκτησε η ορχήστρα με ευθύνη της πολιτείας, αν και βάσει του N.2273/94 το ΥπΠο (επί Θάνου Μικρούτσικου) οφείλει να καλύπτει τα λειτουργικά έξοδα, οι μουσικοί έχουν μείνει πάνω από δέκα φορές απλήρωτοι για χρονικό διάστημα άνω των οκτώ μηνών, το 2009 ακυρώθηκε ο, ως τότε καθιερωμένος, κύκλος εκδηλώσεων “Μουσική και Κινηματογράφος” λόγω περικοπών κλπ.
Στις 22-Φεβ-1993 ο Μάνος διευθύνει για τελευταία φορά την «Ορχήστρα», σε μια συναυλία με έργα Κουρτ Βάιλ, Λιστ και Μπάρτοκ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τίτλο «Διαμαρτυρία κατά του Νεοναζισμού».

... με φωτιά και με μαχαίρι
πάντα ο κόσμος προχωρεί!

«...το τραγούδι μάς ενώνει μέσα σ' ένα κοινό μύθο. Κι όπως στον χορό (έτσι και στο τραγούδι) ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας, για ν' ακολουθήσουμε μαζί τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούριο κι απ' την αρχή κάθε φορά...» (Μάνος Χατζιδάκις).

Ήταν στις 15 του Ιούνη του 1994, όταν έδυσε ο Σείριος της ελληνικής μουσικής... και ο Μάνος, ο μελωδός της ψυχής μας, ξεκινούσε το «ταξίδι» του προς τ' άστρα... Πίσω του άφησε τα δικά του άστρα, τις εξαίσιες μουσικές και τραγούδια, που σμίλεψε στη σπαρμένη από νότες, ευαισθησία, οράματα «διαδρομή» του. Η παρακαταθήκη του, ένα μεγάλο έργο, αληθινό και γι' αυτό βαθιά λαϊκό, που μας πρόσφερε και συνεχίζει να μας προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. Ο δημιουργός που μετουσίωσε τη μελωδική του έμπνευση σε μεγάλη τέχνη, πίστευε ότι η τέχνη αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα.

Η φυσική του απουσία δεν έβγαλε τον δημιουργό από την καρδιά, από το μυαλό μας. Δε μας στέρησε την ανάγκη ν' ανατρέχουμε στις μελωδίες, στην ομορφιά του άφθαρτου έργου του: Προσωπικότητα πολύπλευρη και πολυδιάστατη, δημοσίευσε τα βιβλία με ποιήματα και σχόλια: «Μυθολογία», «Μυθολογία Δεύτερη», «Τα σχόλια του Τρίτου» και «Ο Καθρέπτης και το Μαχαίρι». Ίδρυσε και διηύθυνε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-'67), το καφεθέατρο «Πολύτροπο», τις Μουσικές Γιορτές στα Ανώγεια Κρήτης και τους Μουσικούς Αγώνες στην Κέρκυρα, ενώ την περίοδο 1975-'81 διηύθυνε το Τρίτο Πρόγραμμα. «Παιδιά» του, επίσης, είναι η δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» μία ακόμη ενσάρκωση της αντίληψής του για την πορεία των μουσικών μας πραγμάτων -πλάι στην «Ορχήστρα των Χρωμάτων».

Ο αλησμόνητος Μάνος Χατζιδάκις, όμως, με την πολύτροπη, πολύχυμη, πηγαία λαϊκή, αλλά και καλλιεργημένη με τη μεγάλη ποίηση και βαθιά στοχαστική ευαισθησία του, δε σημάδεψε μόνον το τραγούδι. Σημάδεψε και το ελληνικό θέατρο. Ουσιαστικά, ο Μ. Χατζιδάκις, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, «εδραίωσαν» την ελληνική μουσική στο θέατρο πρόζας και έστρωσαν το «δρόμο» του θεάτρου στους νεότερους Έλληνες συνθέτες. Ο Μάνος Χατζιδάκις, με τις μουσικές του για θεατρικές παραστάσεις, έγραψε άλλη μια μεγάλη «ιστορία», η οποία αξίζει προσοχής και ειδικής μελέτης από τους ειδικούς. Η μουσική του, για τους αριστοφανικούς «Όρνιθες» ή το «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ, για το «Θέατρο Τέχνης», αποτελεί μεγάλο κειμήλιο της μουσικής για το θέατρο.

Όμως δεν είναι μόνον αυτά. Είναι και άλλες συνθέσεις του για θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων: Το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο, που ανέβασε (1961-1962) ο θίασος Δημήτρη Μυράτ - Βούλας Ζουμπουλάκη, στο «Θέατρο Αθηνών» με τεράστια επιτυχία, και λόγω της μουσικής και των τραγουδιών που έγραψε ο Μ. Χατζιδάκις. Η μουσική κωμωδία «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», από το ομώνυμο έργο του Μπέρναρ Σω, που παίχτηκε στο θέατρο «Κοτοπούλη» (1962-1963), σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνικά - κοστούμια Νίκου Εγγονόπουλου και με πρωταγωνιστές τον Τζαβαλά Καρούσο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Το μουσικό θέαμα για ηθοποιούς, τραγουδιστές, χορωδία και ορχήστρα, με τίτλο «Πορνογραφία», που ανέβηκε στο θέατρο «Σούπερ Σταρ» (1982), σε στίχους Ν. Γκάτσου, Α. Δαβαράκη, Μ. Χατζιδάκι, σκηνοθεσία του συνθέτη και πολλά άλλα.


Μάνος Χατζιδάκις:
«Το καταστάλαγμα του βίου μου»

«Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία - πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' τη Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ' τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Ομως, η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη "ευρωπαϊκή", φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Προσπάθησα όλον τον καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα, όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.

Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα, όμως, την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του "Βυζαντίου", το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους, που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Ετσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλίτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ό,τι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.

Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πως η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σοβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.

Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο Δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε "Πολύτροπον", ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και το 'κλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων...

Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου, που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των Ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί, σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους, κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν "κατά κράτος". Παρ' όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα. Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι...

Αδιαφορώ... για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Πιστεύω... στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Περιφρονώ... αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα "επώνυμους" πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, τη σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.
Ετσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ "λαχεία στον ουρανό" και προκαλώντας τον σεβασμό των νεοτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός».

Ο Frankenstein έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλα, κι ολομόναχο χορεύει με πάθος ένα tango ελλειπτικό. Δεν υπάρχει μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών. Και το tango να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της Γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ' όσους εννοούνε ν' αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.

Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται»... (Μάνος Χατζιδάκις, Κυριακή 30 Ιούλη 1978, από το βιβλίο «Τα Σχόλια του Τρίτου», Εκδόσεις «Εξάντας», 1980).

...με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά

Τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι παραμένουν σημείο αναφοράς, κυρίως σ' αυτούς τους καιρούς του σκοταδιού. Το πολυαγαπημένο τραγούδι «Κεμάλ» σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, κάποτε έγινε και αφορμή να κατηγορηθεί δασκάλα της Ε' δημοτικού για... φιλοϊσλαμική προπαγάνδα, επειδή δίδαξε το συγκεκριμένο τραγούδι στην τάξη.

Ακούστε τώρα την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα της Ανατολής,
απόγονου του Σεβάχ του Θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.

Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.

Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και έναν καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό.
Στη Μοσούλη, τη Βασόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.

Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
Τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει πως θ' αλλάξουν οι καιροί.

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά.
Απ' τον Τίγρη στον Ευφράτη κι απ' τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.

Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει τη θηλιά.
Μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.

Με δυο γέρικες καμήλες μ' ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
Πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ' αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.

Σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που απ' τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.
Καληνύχτα...

Ακούραστος του ονείρου κυνηγός

«Γεια σας. Ήρθα για να σας δείξω ο ίδιος την Οδό Ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας. Είναι ας πούμε - ο δρόμος που κατοικούμε. Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός. Εχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες και πολλή σιωπή. Κι όλα σκεπασμένα από έναν τρυφερό μα κι αβάστακτο ουρανό. Εδώ σ' αυτόν τον δρόμο γεννιόνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τ' ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί. Όμως τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος. Κι όταν δεν ονειρεύονται, τραγουδούν...»

Ο Μάνος Χατζιδάκις, δύο χρόνια μετά τα «Παιδιά του Πειραιά» και το πολυσυζητημένο Οσκαρ για το τραγούδι του στην ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή», γράφει τη μουσική για τη θεατρική παράσταση - μιούζικαλ «Οδός Ονείρων» που ανεβαίνει στο θέατρο Μετροπόλιταν της οδού Πατησίων στις αρχές του καλοκαιριού του 1962 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Μία μουσική - σταθμός στη διαδρομή του Χατζιδάκι, και μία παράσταση - σταθμός για τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα μιας ταραγμένης εποχής.

Από την κριτική του πένα δεν ξέφυγαν ούτε τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι. «Σαν άρχισα τα "Σχόλια" στο Τρίτο το '78, δεν είχα αποσαφηνίσει μέσα μου ούτε το ύφος της γραφής τους, ούτε καλά-καλά τους στόχους μου. Γνώριζα βέβαια πως θα 'πρεπε να ξεκινήσω απ' την πραγματικότητα του τόπου μας, αλλά όχι με τον τρόπο της "βραδυνής" και "μεσημβρινής" παραδημοσιογραφίας -τρόπος και είδος γραφής που απεχθάνομαι από νέος και περιφρονώ. Σχόλιο με σχόλιο λοιπόν σχημάτιζα τον τρόπο, τη γραφή και το επίπεδο μέσα απ' το οποίο έβλεπα τον νεοελλαδικό κόσμο μας και επικοινωνούσα ολοένα με ένα πλατύτερο κοινό ή καλλίτερα με ένα μεγαλύτερο κοινό, γιατί ποτέ, είναι αλήθεια, δεν υπήρξα κατάλληλος για το πλατύ κοινό. Φυσικά επικοινωνούσα με όλους, εκτός από τους παραδημοσιογράφους και τον αρμόδιο υφυπουργό - ανίκανους, για μια οποιαδήποτε επικοινωνία. Αυτοί όμως ενοχλήθηκαν πολύ σαν συνειδητοποίησαν το γεγονός ότι επιτυγχάνετο επικοινωνία χωρίς τη συμμετοχή τους, χωρίς τα δημοσιογραφικά ή τα πολιτικά οφέλη, έτσι κι η αντίδρασή τους ήταν άμεση - ενορχηστρωμένη λασπολογία, "αγανακτισμένοι ακροατές", μηνύσεις και ένας υφυπουργός πιεζόμενος από την Κοινή, κοινότατη Γνώμη. Το Τρίτο σταμάτησε τη λειτουργία του, σταμάτησαν και τα "Σχόλια". Για μιαν ακόμη φορά η ποιητική συνείδηση και η έκφρασή της καταδιώχθηκε και εξαναγκάστηκε στη σιωπή. Η έκδοση λοιπόν αυτών των "Σχολίων" ήταν επιβεβλημένη για να μην ξεχνάμε την αθλιότητα και τις οδυνηρές αλήθειες του καιρού μας και του τόπου μας».

Ήταν το 1975 όταν διορίζεται διευθυντής των ραδιοφωνικών προγραμμάτων της ΕΡΤ. Κάποια στιγμή παραιτείται. Ο Καραμανλής, πρωθυπουργός τότε, τον ξανακαλεί. Αναλαμβάνει, όμως, μόνο το Τρίτο Πρόγραμμα, για να τολμήσει το 1977 μια από τις πιο δημιουργικές και ανατρεπτικές κινήσεις. Τα προσωπικά του σχόλια ξεσηκώνουν τους συντηρητικούς κάθε παράταξης, μα ιδίως τους κυβερνητικούς. Το ίδιο και οι μουσικές επιλογές του: «Τώρα βάζουμε τους άλλους», ειρωνεύεται όταν του επισημαίνουν ότι ο Θάνος Μικρούτσικος είναι αριστερός. «Τους δικούς μας θα τους βάλουμε την επόμενη εβδομάδα».

Οι διενέξεις του με τη γενική διεύθυνση αρχίζουν να τον κουράζουν όταν συνεχίζονται και επί ΠΑΣΟΚ: «Ο Αργυράκης σε μια "ημιαποχώρησή μου" οργανώνει έκθεση εναντίον του ραδιοφώνου. "Κάνετε έρωτα. Οχι ραδιόφωνο". Αλλά ήταν πεπρωμένο, ώσπου ν' ανέβει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, να κάνω έρωτα και ραδιόφωνο με την ίδια επιτυχία (...) Μόνο το ΠΑΣΟΚ κατάφερε ό,τι δεν κατάφερε ο έρωτας. Να φύγω διά παντός από το ραδιόφωνο». Το ίδιο επεισοδιακή υπήρξε και η θητεία του στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και τη Λυρική Σκηνή, καθώς εκείνος δεν ανέχεται τη γραφειοκρατία και οι άλλοι τις εκρήξεις του... «Προσπάθησα να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί, σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους, κατάφεραν να με νικήσουν κατά κράτος» - έλεγε.

Μπορεί να ειρωνευόταν στρατευμένη τέχνη, αλλά την ίδια στιγμή μελοποιεί Γκάτσο, Μπρεχτ, Ρώτα, Καμπανέλλη. Επίσης, το 1946 γράφει στην «Εργατική cantata» του, που είχε χαρίσει στον Μανώλη Αναγνωστάκη: ...«Του αντρειωμένου το σπαθί | Φόβος δεν το κατέχει | Εχει δρεπάνι για κραυγή| κι ένα Σφυρί για τάμα (...) | Η γης τραγούδι αρχίνησεν και δε Το σταματάει | Κι ο Μάης στήνει το χορό, κάτου Με τους εργάτες | Κι ας πέφτουν νιοι λεβεντονιοί | Στον πονεμένο κάμπο | Καθώς αγριοπερίστερα, με τη Γητειά στο στόμα | Το αίμα τους είν' γαρούφαλλο, | Είν' η κραυγή τους κρίνος».

Όμως, πολύ μικρή σημασία έχει αυτό, καθώς το έργο του ως μεγάλη τέχνη ανατέμνει τη λειτουργία του ανθρώπου. Του κινητοποιεί τις ευαισθησίες. Τις αληθινές του ευαισθησίες. Συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον βοηθά να αισθανθεί, έστω και για λίγο, προς τα πού πρέπει να τείνει. Αλλωστε, δάσκαλοί του -όπως ο ίδιος έλεγε «στάθηκαν ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης, ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Θεόφιλος, ο Μεγαλέξαντρος, η Αρετούσα κι ο Τσιτσάνης, όπως και κάθε γνήσια ελληνική μορφή. Αυτοί με βοήθησαν να κινηθώ στις ρίζες των ζωντανών δυνάμεων που συνθέτουν τον ελληνικό χώρο, από την εποχή του Αισχύλου ως την εποχή μας».

Κάπου εδώ, θα κλείσουμε έτσι όπως αρχίσαμε: «Εδώ τελειώνει η μουσική για την οδό ονείρων. Εδώ τελειώνουν τα όνειρα. Που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδιά δίχως να το γνωρίζετε. Τώρα είναι αργά. Κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί. Εγώ αθεράπευτα πιστός σ' αυτόν τον δρόμο θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε. Να τα φυλάξω και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά, πάλι σε μουσική. Καληνύχτα ...».


Δείτε
Το ΚΚΕ τιμά τον Μάνο Χατζιδάκι
«Επαφή» με τον Μάνο
Φωτεινή παρουσία, πικρή απουσία
«Είμαι η κραυγή της μάνας μου, είμαι η πληγή του κόσμου»


Εργογραφία

  • Για μια μικρή λευκή αχιβάδα, ερ. 1 (σουίτα για πιάνο) 1947
  • Γυάλινος κόσμος (Θέατρο Τέχνης) 1947
  • Ματωμένος Γάμος, ερ. 3 (θέατρο) 1948
  • Λεωφορείον ο πόθος (θέατρο, τργδ: «χάρτινο το φεγγαράκι») 1949
  • Έξι λαϊκές ζωγραφιές, ερ. 5 (μπαλέτο) 1950
  • Καταραμένο Φίδι, ερ. 6 (σουίτα μπαλέτου) 1950
  • Ιονική σουίτα, ερ. 7 (έργο για πιάνο) 1952
  • Ο κύκλος του C.N.S. ερ. 8 (κύκλος τραγουδιών για βαρύτονο) 1953
  • Μαγική πόλις (κινηματογράφος, τργδ «Μια πόλη μαγική») 1954
  • Σουίτα για βιολί και πιάνο, ερ. 7α 1954
  • Στέλλα (κινηματογράφος), 1955
  • Ο κύκλος με την κιμωλία, ερ. 13 (θέατρο) 1957
  • Παραμύθι χωρίς όνομα, ερ. 11 (θέατρο) 1959
  • Όρνιθες, ερ. 14 (Αρχαία κωμωδία) 1959
  • Το νησί των γενναίων (κινηματογράφος) 1959
  • Ευρυδίκη (θέατρο, εκδόθηκε το ομώνυμο τργδ) 1960
  • Το ποτάμι (κινηματογράφος) 1960
  • Ελλάς, η χώρα των ονείρων (ντοκιμαντέρ) 1960
  • Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (διασκευή 12 παλιών λαϊκών για ορχήστρα) 1961
  • Η κλέφτρα του Λονδίνου (θέατρο) 1961
  • The 300 Spartans (κινηματογράφος), 1961
  • Καίσαρ και Κλεοπάτρα, ερ 21 (θέατρο) 1962
  • Οδός ονείρων, ερ. 20 (θέατρο) 1962
  • Μαγική πόλις (θέατρο, σε συνεργασία με τον Μ. Θεοδωράκη) 1963
  • America – America (κινηματογράφος) 1963
  • Το χαμόγελο της Τζοκόντας, ερ. 22 (για ορχήστρα) 1964
  • Δεκαπέντε Εσπερινοί (διασκευή τραγουδιών για ορχήστρα) 1964
  • Μυθολογία, ερ. 23 (κύκλος τραγουδιών) 1965
  • Καπετάν Μιχάλης, ερ. 24 (θέατρο) 1966
  • Blue (κινηματογράφος) 1967
  • Reflections, ερ. 27 (10 τραγούδια με το New York Rock ‘n’ Roll Ensemble) 1968
  • Ρυθμολογία, ερ. 26 (έργο για πιάνο) 1971
  • Ο Μεγάλος Ερωτικός, ερ. 30 (κύκλος τραγουδιών) 1972
  • Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι κι ο Αλκιβιάδης, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών σε θεατρική μορφή) 1973
  • Sweet movie (κινηματογράφος) 1974
  • Αθανασία ερ. 31α (κύκλος τραγουδιών) 1975
  • Τα παράλογα, ερ. 32 (κύκλος τραγουδιών) 1976
  • A la recherché de l’ Atlantide I & II (ντοκυμαντέρ) 1977
  • Η Εποχή της Μελισσάνθης, ερ. 37 (καντάτα) 1980
  • Για την Ελένη, ερ. 38 (κύκλος τραγουδιών) 1980
  • Πορνογραφία, ερ. 43 (μουσικό θέαμα), 1982
  • Χειμωνιάτικος Ήλιος, ερ. 44 (κύκλος τραγουδιών) 1983
  • Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς, ερ. 42 (κύκλος τραγουδιών) 1984
  • Σκοτεινή Μητέρα, ερ. 45 (κύκλος τραγουδιών) 1986
  • Ήσυχες μέρες του Αυγούστου (κινηματογράφος) 1992
  • Αντικατοπτρισμοί 1993
  • Αμοργός, ερ. 46 (καντάτα, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1997
  • Τα τραγούδια της αμαρτίας, ερ. 50 (κύκλος τραγουδιών, ανολοκλήρωτο, εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη) 1994


Οι κερασιές άνθισαν και φέτος –και του χρόνου και πάντα!

«Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα. Από κει και πέρα οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε».

Δύο στενοί φίλοι, ο Ευγενής Βενετός και ο Άρης Βεργωλής, μοιράζονται τη φτώχεια και την απελπισία και φουντώνουν από αγανάκτηση για την αδικία που κυβερνάει αυτό τον κόσμο, προσπαθώντας να την εξηγήσουν ο καθένας απ' τη μεριά του. Κάποτε θα συναντήσουν τυχαία -ή μήπως όχι;- τον γερο-Ραματά. Αυτός, στον παλιό καφενέ του, θα γίνει ο πατέρας τους, συντροφεύοντάς τους καθώς θα έρχονται αντιμέτωποι με τις επιλογές τους. Ώσπου μια μέρα θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φούγιας, "Για λίγο ουρανό", που χωρίς να το περιμένουν θ' αλλάξει τελικά τη ζωή τους. Πρόσωπα που θα τα φέρει κοντά η τύχη, ίσως και το πεπρωμένο, τα οποία ανακαλύπτουν πως τελικά «οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος»...


«Νύσταξα να σε καρτερώ, έρωτα, και να λειώνω
μπρος στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα, έστω, πρωί,
χίλια θε να 'δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!»

Τον Απρίλη του '40 ένα γράμμα ήρθε να με βρει. . . αποστολέα δεν είχε. . . Ήταν γραμμένο με απόγνωση - ένα χέρι που υψώνεται απ' το νερό ζητώντας βοήθεια. . . Με παρακαλούσε να σώσω όλα τα σαν και κείνην πλάσματα που χάσανε την ελπίδα τους, να ρίξω λίγο φως στο δρόμο που πήραν ολομόναχα. . . Την αντάμωσα το άλλο πρωί. Ήταν ένα πουλί με λερωμένα φτερά, που με περίμενε να σπάσω τα κάγκελα του κλουβιού του. Την έλεγαν Φούγια...

«Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος… και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα, και μοσκοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα. Όπως το περασμένο, όπως το περσινό κι όπως το τωρινό καλοκαίρι… κι όπως κάθε καλοκαίρι όσο θα υπάρχουν στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές.
Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα στόματα.
Μα τα κεράσια και τα στόματα, μα τα καλοκαίρια και τ’ άνθη – όλη αυτή η πλουμιστή λιτανεία του καιρού- για κείνον έγιναν ό,τι έγιναν κι ό,τι είναι για να γίνουν, γιατί χωρίς αυτόν δε θα χρειαζότανε αυτή η μοσκοβολημένη γιορτή της ζωής, ούτε ο ήλιος για να τη χρυσώσει, κι ούτε κι ένα νεανικό χέρι να τη γράψει.

Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος, για να τις χαρούν τα στραφτερά μάτια, να τις μυρίσουν οι νέες αισθήσεις και για να στεφανώνουν στιλπνά μέτωπα κι ολόμαυρα κεφάλια.
Οι κερασιές θα καρπίσουν και φέτος, για να δροσίσουν διψασμένα χείλη και να στολίσουν ρόδινα αφτιά και καπελίνα.
(…)
Τώρα η παλιά άνοιξη έμεινε πολύ πίσω και μια καινούργια φουσκώνει μέσα στους χυμούς.»

Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουνε με άνθη το παρτέρι.
Πικρή που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!

Άνοιξε το παράθυρο στην πρωινή γιορτή,
για νάμπουν οι μοσκοβολιές από το περιβόλι.
Αχ, κάθε του τριαντάφυλλο και μια πληγή από βόλι,
είναι για σε, ποιητή!

Πικρή  που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!

Κουράστηκα  να σε καρτερώ, Έρωτα, και να λιώνω,
πα’ στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μ’ αν ήτανε να ‘ρχόσουνα για ένα έστω πρωί
χίλια θε να ‘δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!

Πικρή  που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!


Πρόλογος της πρώτης έκδοσης

Πολλές στάθηκαν, αγαπητέ αναγνώστη, οι περιπέτειες αυτού του βιβλίου που κρατάς στα χέρια σου. Άρχισε να γράφεται το ’40 για να διακοπεί το ’41 με την εισβολή των Γερμανών. Συνεχίστηκε μετά το ’42 και τελείωσε το ’43. Ένα χρόνο όμως αργότερα κάηκε σ’ ένα μπλόκο. Nέο γράψιμο ξανάρχισε το 1947, μα οι νέες περιπέτειες του συγγραφέα του το πήραν μαζί τους.
Ξανάρχισε να γράφεται το ’53 όταν κάποιες καλές μέρες άρχιζαν ν’ ανατέλλουν.

Οι ελπίδες όμως αυτές στάθηκαν απατηλές, γιατί –και βιβλίο και συγγραφέας– χάσανε το φως της λευτεριάς. Tο 1955 άρχισε το τέταρτο και τελευταίο γράψιμο.
Το χιλιογκρεμισμένο γεφύρι δοκίμαζε να ξαναστηθεί. Και σήμερα μπαίνει στο λιμάνι του τυπογραφείου.
Θα κάνει πια άραγε τώρα αποκεί πανιά;
Οι χιλιοφυλλορροημένες κερασιές θ’ ανθίσουν, επιτέλους, φέτος; Θα το δούμε...
O συγγραφέας τους δεν είναι προληπτικός. Αποφασίζει όμως να πιστέψει ότι αν, ύστερα από τόσην Οδύσσεια, το πολύπαθο τούτο βιβλίο βρει λίγη γαλήνη σ’ αυτό τον κόσμο, τότε ίσως τη συμμεριστεί κι ο δημιουργός του.

Το αρχικό σχέδιο έμεινε άθικτο. Πολλά κεφάλαια ξαναμπήκαν ατόφια, αν και χρειάστηκε πολύς βασανισμός της μνήμης. Εύχομαι κανείς ποτέ –συγγραφέας ή βιβλίο– να μη δοκιμάσει αυτούς τους επάλληλους θανάτους και νεκραναστάσεις. Είναι πικρό.
Μ.Λ. -1956

Τον Απρίλη του 1940 ένα γράμμα με μολύβι ήρθε να με βρει σ’ ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Το γύρισα να βρω τον αποστολέα· δεν είχε…

Οι κερασιές θ΄ανθίσουν και φέτος

Ο Ευγένης Βενετός και ο Άρης Βεργωλής, φίλοι αδερφικοί, συμπορεύονται στη φτώχεια, στην απελπισία, μα και στην αγανάκτησή τους για το άδικο του κόσμου, που προσπαθούν να το εξηγήσουν, ο καθένας με τον τρόπο του. Ώσπου θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φούγιας, που απρόσμενα θα αλλάξει την πορεία της ζωής τους. Πρόσωπα που θα τα συνδέσει η τύχη, ίσως και το πεπρωμένο, που θα ανακαλύψουν πως, τελικά, «οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος» Νύσταξα να σε καρτερώ, έρωτα, και να λιώνω, μπρος στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή! Μα αν ήτανε να ερχόσουνα για ένα, έστω, πρωί, χίλια θε να δινα πρωινά, να ζούσα εκείνο μόνο!

Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαθίστανται οικογενειακώς στην Πέλλα. Στην εφηβεία του αναγκάζεται να εργαστεί ως λαντζιέρης, λούστρος, ακόμη και στα έργα του Γαλλικού ποταμού. Στη Δ τάξη του Γυμνασίου αποβάλλεται από όλα τα γυμνάσια της χώρας «για πολιτικούς λόγους». Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, φτάνει στην Αθήνα όπου διορίζεται βιβλιοθηκάριος το 1938, τη χρονιά που θα τιμηθεί και με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Την ίδια εποχή θα γίνει μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Στην Κατοχή θα πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Στον Εμφύλιο συλλαμβάνεται για εσχάτη προδοσία εξορίζεται στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη. Το 1958 δικάζεται, καταδικάζεται και εκπατρίζεται έπειτα στο Βουκουρέστι το 1967 τού αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια, έως το 1976 που επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα πεθαίνει από καρδιακή προσβολή. Τα βιβλία του «πιο πολυδιαβασμένου Έλληνα λογοτέχνη μετά τον Καζαντζάκη» μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ακόμη και στα κινεζικά και τα βιετναμέζικα.


(…)
Είχε όμως μια διεύθυνση. Ήταν γραμμένο με απόγνωση ένα χέρι που υψώνεται απ το νερό ζητώντας βοήθεια. Το διάβαζα ολόκληρη τη νύχτα. Με φώναζε με το μικρό μου όνομα, πιο πολύ όμως καλούσε σε βοήθεια έναν άνθρωπο. Με παρακαλούσε να σώσω όχι πια κείνην για κείνην ήταν αργά, μα να σώσω όλα τα σαν και κείνην πλάσματα, που χάσανε την ελπίδα τους, να ρίξω λίγο φως στο δρόμο που πήραν ολομόναχα. Bαριά αποστολή για ένα νέο συγγραφέα που ως χτες ήταν έφηβος. Ήξερα όμως και τότε τι ανελέητοι ανθρωποκυνηγοί είναι μερικές φορές οι άντρες, και το ξέρω ακόμα και τώρα ποια άγρια ενδοχώρα φωλιάζει μες στα σπλάχνα τους.
H γυναίκα είναι γι αυτούς σκέτη λεία, και πιο πολύ, η γυναίκα η ολομόναχη. Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που κορίτσια πέρασαν αυτόν τον ωκεανό της αγριότητας χωρίς να βραχούν. Θα έπρεπε να έχουν πολεμική ψυχή. Και πού να την έβρουν. H μικρή ναυαγός μου ήταν μια απ αυτές που παρακαλούσε να τη σώσω. Παιδιάστικη προσδοκία
«Σας λέω πατέρα, αδερφό, άντρα μου. Είστε η μικρή ελπίδα που έφτασε στο υπόγειό μου. Γράφω σε σας γιατί ξέρω πως πονέσατε, αν και, πολλές φορές, οι πιο άπονοι είναι αυτοί που πόνεσαν.
Μενέλαε, έχασα τα βήματά μου. Φοβάμαι να το φωνάξω δυνατά μη μ ακούσουν οι λύκοι και ξανάρθουν. Γι αυτό σας καλώ κρυφά. Ελάτε, αν και θα είναι ανώφελο. Είναι αργά. Δεν έχω πια δύναμη να κάνω ούτε και τη μικρή κίνηση της αναπνοής. Έπηξαν τα πόδια μου μες σε μια λάσπη που ξεράθηκε. Να βγω είναι αδύνατο. Μα κι αν ακόμα το πετύχαινα, θα πεφτα στην υγρή λάσπη, που είναι πιο γλιστερή»
Την αντάμωσα το άλλο πρωί. Ήταν ένα πουλί με λερωμένα φτερά, που με περίμενε να σπάσω τα κάγκελα του κλουβιού του.
Tην έλεγαν Φούγια Δεν ήταν πολύ αργά…

Μερος 1ο | Kεφ. 1ο
Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα, και μοσκοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα. Όπως το περασμένο, όπως το περσινό κι όπως το τωρινό καλοκαίρι κι όπως κάθε καλοκαίρι όσο θα υπάρχουν στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές.
Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα στόματα. Μα τα κεράσια και τα στόματα, μα τα καλοκαίρια και τ΄άνθη όλη αυτή η πλουμιστή λιτανεία του καιρού για κείνον έγιναν ό,τι έγιναν κι ό,τι είναι για να γίνουν, γιατί χωρίς αυτόν δε θα χρειαζότανε αυτή η μοσκοβολημένη γιορτή της ζωής, ούτε ο ήλιος για να τη χρυσώσει, κι ούτε κι ένα νεανικό χέρι για να τη γράψει.
Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος, για να τις χαρούν τα στραφτερά μάτια, να τις μυρίσουν οι νέες αισθήσεις και για να στεφανώσουν στιλπνά μέτωπα κι ολόμαυρα κεφάλια. Οι κερασιές θα καρπίσουν και φέτος, για να δροσίσουν διψασμένα χείλη και να στολίσουν ρόδινα αυτιά και καπελίνα.

Ύστερα το βουερό καλοκαίρι θα μισέψει κι ο χειμώνας θα μας κυρτώσει τις ράχες, και θα χιονίσει θα χιονίσει αλύπητα πάνω απ τα κεφάλια μας. Κι όταν θα φύγει κι αυτός, οι κερασιές, ναι, θ΄ανθίσουν και πάλι, μα κάποιες απ τις νιφάδες του χιονιού του θα χουν ξεχαστεί στα μαλλιά μας

Τώρα η παλιά άνοιξη έμεινε πολύ πίσω και μια καινούργια φουσκώνει μέσα στους χυμούς. Μα τώρα είναι ακόμα μακριά. H πόλη είναι σκεπασμένη από χειμώνα. Οκνές τουλίπες από καπνούς και σύννεφα φυλλορροούνε πάνω στις στέγες. Όξω, μακριά, στα λευκά κρόσσια της μεγάλης κι άνοιαστης πολιτείας, ληθαργούνε τα φτωχόσπιτα με κλειστά τζάμια. Περιμένουν να ζεστάνει ο καιρός για ν ανοίξουν. Μα ο καιρός αργεί Γιατί όπου βασιλεύει η φτώχεια, ο καιρός αργεί, αργεί πάντα, πολύ.

 

Βέβαια οι σόμπες είναι γεμάτες καλοκαίρι, μα οι σόμπες χωρίς ξύλα είναι κρύα σίδερα, που παγώνουν τα λόγια και τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής. Όξω στους κήπους, οι κερασιές (που θ΄ ανθίσουν) τουρτουρίζουν τώρα γυμνές σαν τα ξυλιασμένα φτωχοκόριτσα. Ζητιανεύουν ένα ψίχουλο ήλιο, μια σταλίτσα ζεστή νοτιά. Κι ο ήλιος πίσω απ τα σύννεφα, χωμένος μέσα στις βαριές του γούνες, χαίρεται τη ζέστα του και τη γυαλάδα του, που ευφραίνεται σαν τον καλοταϊσμένο αφέντη. Κι όλα συμβαίνουν εκεί ψηλά, όπως συμβαίνουν εδώ χαμηλά. Μόνο που εδώ πεθαίνουν χωρίς να το θέλουν και να φταίνε, ενώ δεν πεθαίνουν διόλου, γιατί είναι αθάνατοι (πεθαμένοι). Εκεί πάνω δεν υπάρχει ζωή. Και δεν υπάρχει ούτε κι ευτυχία, γιατί δεν υπάρχει, επίσης, ζωή. Σ΄ αυτόν τον παραζαλισμένο κόσμο, που οι άνθρωποι ξεφυτρώνουν απ τη γη σαν τους ασπάλακες για να βλάψουν και να ξαναμπούνε στη γη, η συμφορά είναι παλιά όσο και το χώμα. O κόσμος όλος είναι ξεχειλισμένος από ασκήμιες που τις έκαναν οι άνθρωποι σε στιγμές που ξεχάσανε το θάνατο. Mα πίσω απ αυτή τη στοιβαγμένη αθλιότητα λάμπουν και μερικές ομορφιές οι λιγοστές ομορφιές που έκαναν κάποιοι άνθρωποι, οι μόνοι άνθρωποι που το ξεραν πως θα πεθάνουν. Αλλά εμείς τώρα δεν πρόκειται να μιλήσουμε για όσους ξέχασαν ή θυμήθηκαν το θάνατο. Θα μιλήσουμε για μερικά ανθρώπινα σπουργίτια που τα ξέχασε η ζωή, και που ξέχασαν κι αυτά κείνην. Αυτή τη στιγμή μπαίνουμε στη φωλιά τους. Από μέσα δεν ακούγεται τίποτα. Οι κάτοικοί της είναι άσημοι, καταθλιπτικά άσημοι, γιατί ποτέ δεν τα κατάφεραν να βλάψουν. Οι κάμαρές τους είναι μικρά άδυτα. Όλα είναι αμίλητα μέσα τους, και τα στόματα επίσης. Αν κολλούσες τ αυτί σου στην πόρτα τους, δε θ άκουγες τίποτα. Μερικές μόνο φορές ακούονται κάτι θροΐσματα παράξενα, σαν ξεφυλλίσματα ξερών φύλλων, ή κάτι πνιχτά συρσίματα ρούχων Και αραιά αραιά, κάποιο βαθύ, κρυφό στέναγμα ή κανένας ασθενικός βήχας. Και πάλι το θρόισμα και πάλι ο βήχας και πάλι η σιωπή, η μέχρι τρέλας σιωπή. Πώς ζούσαν; (Πού να το ξέρει κι αυτό κανείς; Δεν έβγαζαν ποτέ μιλιά.) Έμαθε κανείς ποτέ τι κάνουν μες στις μονιές τους τ΄αμίλητα αγρίμια; H αφέντισσα αυτού του αλλόκοτου σπιτιού, η κοσμοκαλόγρια κυρία Αυγή, δεν ήξερε περισσότερα απ τους άλλους.


Μουσική Σπύρος Σαμοΐλης
Ποίηση: Μενέλαος Λουντέμης
Ερμηνεία: Ισιδώρα Σιδέρη
Από το δίσκο "Κραυγή στα πέρατα" με 5 τραγούδια σε ποίηση Μ.Λουντέμη -
Στον ίδιο δίσκο ο ποιητής διαβάζει στίχους του από το ''Είμαι καλά"
Κυκλοφόρησε το 1976 από την Lyra
με ερμηνευτές τον Χρήστο Στυλιανέα και την Ισιδώρα Σιδέρη.


Το πρωί ένα ένα ξετρύπωναν απ τις κούρνιες τους τα παράξενα αυτά ζωντανά, χαιρετούσαν βουβά, κυλούσαν καμπουριασμένα στους διαδρόμους, κατηφόριζαν μουλωχτά τις σκάλες και ξεπροβάλλανε στο δρόμο. Φορούσαν ρούχα παλιά και παμπάλαιου συρμού. Τα παλτά τους ήταν κάποτε μαύρα, μα απ΄την πολυκαιρία έπαιρναν μια απόχρωση λαδιά προς το κροκάτο. Δεν ήταν ποτέ φρεσκοξουρισμένοι και ποτέ πολύ αξούριστοι. Το λεξιλόγιό τους ήταν μικρό και περιορισμένο σε τρεις μονάχα λέξεις: «Kαλημέρα καλησπέρα καληνύχτα». Καλή (μέρα σπέρα νύχτα), κι ας ήταν κι η μέρα κι η εσπέρα και η νύχτα κακή κι ανώφελη. Το φοβερότερο πάθος των ανθρώπων αυτών ήταν το κρύψιμο. Κρύψιμο απ΄τον κόσμο κι απ τον εαυτό τους. Zούσαν πίσω απ τη ζωή, σαν να κουβαλούσαν στις ράχες τους την ταφόπετρά τους. Ως κι η σπιτάρισσά τους, ακόμα ως κι αυτή, είχε κολλήσει την αρρώστια τους. Σαν να ήπιε μαζί τους κάποιο περίεργο φίλτρο που σκοτώνει τη διάθεση και αφαιρεί τη μιλιά. Ζούσε μαζί τους «υπό εχεμύθειαν», κουρντισμένη πάνω στο ίδιο τέμπο, συγκαταβατική, απαραξένευτη σαν να τα παν όλοι τους όλα, και να χόρτασαν και να τελείωσαν απ την πρώτη στιγμή που βρεθήκανε.

Το πρόσωπό της ήταν σπαρμένο από ολόκληρα διχτυωτά με ρυτίδες. Ήταν σχεδόν αφανισμένο απ αυτές, σε σχήμα που ζωγραφίζουν στους χάρτες τους ποταμούς με τα παρακλάδια τους, ή σαν τις σκασιματιές της απότιστης γης. Τα μάτια, επίμονα πρησμένα σαν να κοιμόταν ή να κλαιε διαρκώς πράματα απίθανα και τα δυο. Μα, πάλι, ποιος μπορούσε να ήταν σίγουρος; Και ποιος εκεί μέσα ήταν σίγουρος για τον άλλον, αφού ούτε για τον εαυτό του δεν ήταν; Στο περίεργο αυτό σπίτι παιζότανε μια πρωτάκουστη παντομίμα με νικημένους ιππότες. O καθένας τους κομπολόγιαζε τη δική του ζωή, σιγουρεμένος μες στους τέσσερις τοίχους του, ρουφώντας αχόρταγα και ένοχα την παρθενική μοναξιά του, απροσπέλαστος στην ξένη περιέργεια, άπληστος στην αποκλειστική της απόλαυση. Γύρω απ το σπίτι θρασομανούσε η λάσπη, μια θάλασσα από λάσπη. Kι αυτό, σαν το αφορεσμένο νησί, ησύχαζε με τα κατάκλειστα παράθυρά του, όπως ένα νυσταλέο ζώο του βάλτου που αγρυπνά ύπουλα με κλειστά τα βλέφαρα. Tη νύχτα φωσφόριζαν λίγο τα μάτια του, μα κατόπιν ξανάσβηναν και κείνο παραδινότανε, χωνευότανε μες στους νυχτερινούς ίσκιους και στην ίδια τη νύχτα. Το πρωί, για δυο στιγμούλες, άνοιγαν τα παράθυρά του και χασμουριότανε με όλα κείνα τα στόματα για δυο μόνο στιγμούλες. Σε λίγο τα παράθυρα πάλι ξανάκλειναν σαν να κλειναν έξω τον κόσμο. Τα πατώματά του ήταν τρία και τα γερασμένα του θεμέλια τα σήκωναν με φιλοσοφία και υπομονή, σίγουρα πως αυτά κάποτε θα κουραστούν και κείνα θα πέσουν. Κάθε πάτωμα είχε κι από τέσσερις κάμαρες με αριθμούς που ζωγράφισαν στην πόρτα τους με πράσινη λαδομπογιά. Στο ένα καθόταν ένας, στο δύο πάλι ένας, και στο τρία επίσης, και στο καθένα από ένας. Μόνο στο έντεκα του τρίτου η μονοτονία έσπαζε. Τα πράματα εδώ άλλαζαν. Τούτο το έντεκα ήταν η μόνη όαση του σιγαλού αυτού περιστεριώνα, ένας πνεύμονας, μια ευεργετική παραλλαγή μέσα στην άρρωστη μονοτονία. Το κατοικούσαν δυο σαραντάρηδες με μερικές γκρίζες πινελιές στους κροτάφους, εργένηδες, με βουνά από όνειρα κι από χαρτιά. Τα ρούχα τους κι αυτονών, παλιά, που σε μερικά τους σημεία εργάστηκε αλύπητα το βελόνι.

Το περίεργο είναι που οι δυο αυτοί άνθρωποι, που τόσο στενά έδεσαν τις τύχες τους, δεν είχαν τίποτε το κοινό μεταξύ τους. O ένας, λυγισμένος κάτω απ το βάρος των απατημένων ονείρων του, σκληρά μαστιγωμένος απ τη ζωή, παράδερνε μέσα στις τελευταίες του προσπάθειες κι ο άλλος, αλέγρος, ετερόφωτος, προικισμένος μ ένα εύθυμο πνεύμα, θαρραλέος, κεφάτος και χωρίς ανώφελες επιδιώξεις. O πρώτος έγραφε ανόρεξα, ο δεύτερος τον παρακινούσε με όρεξη. Zούσαν με το μισθό του ενός κι επειδή δεν τα φερναν βόλτα, ζούσαν κι αλλιώτικα πότε πουλώντας κάτι και πότε ξαναγοράζοντας «αυτό το κάτι» και ξαναπουλώντας το ακριβότερα. Πότε γράφοντας στα χρωματιστά περιοδικά «γνήσια» ισπανικά μυθιστορήματα, ή «αυθεντικές» ινδιάνικες παροιμίες, κι άλλοτε μονομερίτικα θεατρικά έργα που έπεφταν απ τη δεύτερη μέρα, κι άλλοτε μην κάνοντας τίποτα και κλαίοντας ή βρίζοντας απλώς τη μοίρα τους. Και σ όλο αυτό το διάστημα, και κάθε διάστημα, το «ένα», το «δύο» και το «τρία» και ολόκληρη η δωδεκάδα των αριθμών, βουλιαγμένοι μέσα στο λαβύρινθο της σιωπής τους, υπηρετούσαν την ασκητική θητεία της μοναξιάς τους και βάραιναν τον αέρα.

Οι άνθρωποι λοιπόν του έντεκα ήσαν δυο. Δυο μονάδες που έκαναν έναν αριθμό. Ένας Δον Κιχώτης κι ένας Σάντσος σε σύγχρονο μέγεθος με μοντέρνα περιβολή και παμπάλαια όνειρα. O Κιχώτης λεγότανε Βεργωλής, Άρης Bεργωλής, κι ο Σάντσος Eυγένιος Bενετός. O Σάντσος μιλούσε, μιλούσε. O Κιχώτης έγραφε, έγραφε, έγραφε… O πρώτος μιλούσε για να τρώει, ο δεύτερος έγραφε για να τρώει και δεν κατάφερναν κι οι δυο παρά ο ένας να φάει τον καιρό του κι ο άλλος τα νιάτα του. H νύχτα ήταν η προτιμημένη ώρα του Bεργωλή. Έγραφε, έσκιζε, ώσπου δεν είχε τι να σκίσει, κι αποκοιμότανε με θλίψη και στενάγματα αντίκρυ στο ντιβάνι, όπου ο γερός και ξένοιαστος φίλος του ροχάλιζε μελωδικά. Και δε θα ήθελε παρά να μπορεί να είναι τέτοιος. Πολλές απ αυτές τις νύχτες τύχαινε ο Βενετός να ξυπνήσει και τότε σαν τον έβλεπε να παραδέρνει άγρυπνος πάνω στα χαρτιά θύμωνε και τον κατσάδιαζε. Υποστήριζε πως όταν δεν έχει ή δεν μπορεί να κάνει τίποτα τη νύχτα, πρέπει να κοιμάται. Και τη μέρα και τη μέρα επίσης, όταν δεν μπορεί να κάνει ό,τι και τη νύχτα, να κοιμάται και τη μέρα. Και στην επιμονή του άλλου πως η έμπνευση έρχεται τη νύχτα, απαντούσε, με ανυπόφορη κυνικότητα, πως η έμπνευση δε βρίσκει το δρόμο την ημέρα και θα τον βρει τη νύχτα; H έμπνευση δεν είναι τυφλή! τον αντίκοβε ο άλλος.

Είναι, αγαπητέ μου, είναι. Αν δεν ήταν τυφλή, θα βλεπε πόσο έχουμε την ανάγκη της και θα ρχότανε O άλλος κουνούσε θλιβερά το κεφάλι. Έχουμε την ανάγκη της, γι αυτό δεν έρχεται.
Σ αυτόν τον παραστρατημένο κόσμο μας λείπει ακριβώς εκείνο που θέλουμε. Μας λείπει, γι αυτό το θέλουμε! Αν είχαμε όσα θέλαμε, τι θα μας έλειπε; Κι αν δε μας έλειπε τίποτα, τι θα επιθυμούσαμε; Και τι αξία θα χε η ζωή χωρίς πεθυμιές; Όχι, να μου απαντήσεις! O άλλος τον κοιτούσε και σώπαινε. Είχε ένα ύφος μεμψίμοιρο, σαν του άρρωστου παιδιού που διώχνει τα φάρμακα που του δίνουν. Φυσικά, η έμπνευση, ούτε με τα παράπονα του ενός, ούτε με τους αφορισμούς του άλλου, ερχότανε. Και η λάμπα τη νύχτα έκαιε μάταια και μάταια το τραπέζι είχε χαρτιά και μελάνι.

H έμπνευση, αυτή η άπιαστη αλκυόνα, το ανήμερο αυτό πουλί, έχει την παραξενιά να διαλέγει τον κυνηγό του. Κι ο κυνηγός του πρέπει να χει χέρι γρήγορο και σταθερό, αλλιώς με την πρώτη άστοχη τουφεκιά σ αφήνει και πάει να βρει αλλού φονιά. Ήταν όμως και νύχτες που ο Βενετός, μόλο που ποτέ δε θα το περίμενε κανείς, φερνότανε αλλιώτικα, αλλόκοτα. Δεν έβγαζε μιλιά. Ούτε κουράγιο, ούτε επίπληξη. Άναβε τσιγάρο και καθόταν να παρακολουθεί αμίλητος το φίλο του με κάτι το απόκοσμο στο βλέμμα του. H μυστική και ανεξήγητη αυτή έκσταση κρατούσε ως το πρωί. Και το πρωί καμιά λέξη, κανένας υπαινιγμός πάνω σ αυτό. Τρώγανε κάτι στεγνό, αναθεματίζοντας τη φτώχεια, και κάνανε την πρωινή τους κυκλοφορία, ο ένας στις εφημερίδες, στα θέατρα, στους εκδότες κι ο άλλος στα χρηματιστηριακά γραφεία όπου δούλευε σαν «αντικριστής», για να μην αποκομίσουν τίποτα παρά μονάχα πικρίες, υποσχέσεις και σκώμματα. Και το βράδυ έφτανε, κι άλλο βράδυ περνούσε. Και τα λαμπρά σχέδια μες στα κεφάλια τους φύτρωναν το ένα κατόπι στ άλλο για να καταρρεύσουν με την ίδια σειρά και τάξη την επομένη.

Πλάι σ αυτό το έντεκα δωμάτιο υπήρχε, φυσικά, το δώδεκα. Αυτό το δωμάτιο δεν είδε ποτέ του αέρα και ήλιο. Έμοιαζε με μερικές κάμαρες πατριαρχικών σπιτιών, που οι άνθρωποι σωρεύουν μέσα τις αναμνήσεις τους, τις θάβουν, τις κλειδώνουν κι αφήνουν κάπου το κλειδί για να το φάει η σκουριά. Εδώ έγινε κάτι περισσότερο: O άνθρωπος θάφτηκε κι ο ίδιος μαζί με τις αναμνήσεις του. Εκεί μέσα υπήρχε μια ατμόσφαιρα πολλών, πάρα πολλών χρόνων, και μέσα σ αυτήν ένα παμπάλαιο ανθρωπάκι αρθριτικό και μισερό. Ήταν λευκό, μικροκαμωμένο και ήμερο. Δεν είχε ξεστομίσει ποτέ πικρό λόγο. Το επάγγελμά του ήταν πολυλογάδικο, φανφαρονικό ήταν ηθοποιός, μα εκείνος έμεινε άσπιλος μέσα σ αυτόν τον παραφουσκωμένο και ψεύτικο συρφετό, και μόνο τους καλύτερούς του ρόλους αγάπησε κι απ΄αυτούς μόνο τις καλύτερες φράσεις ξεδιάλεγε. H μνήμη του ήταν γεμάτη από μεγάλα λόγια. Όλα γι αυτόν, κι αυτός μαζί, ήταν παρελθόν. Ζούσε μες στις αναθυμιάσεις αυτού του παρελθόντος, με τους παλιούς του τρόπους και τα φερσίματα, αναπνέοντας έναν αέρα φορτωμένο απ την αποφορά των παλιών ρούχων, και πνιγμένον απ την παλιά του αναπνοή.

Ο ένοικος της κάμαρας αυτής ήταν μια αμυδρή έννοια ανθρώπου που έχασε οριστικά την προσγείωσή του με τη ζωή, ξεχασμένος μέσα στις σελίδες του παλιού καιρού, αρκούμενος στο να μη λέει τίποτε και να ζει με το τίποτε.
Αν τύχαινε να ξεστομίσει κάποτε κάτι, το λεγε περισσότερο προς τα μέσα του, παρά για τους έξω ακροατές γιατί ακροατής του εαυτού του ήταν μόνο αυτός. Κάποτε, στο θέατρο, τον παρακίνησαν να πει κάποιο κομμάτι από ένα ρόλο του. Τους κοίταξε λυπημένος: «Δεν τους συγκινώσι τα παλαιά δράματα. Οι σημερινοί άνθρωποι υποφέρουσι πλέον αλλέως. Άλλοτε έκαμνα εκείνους και έκλαιον Τώρα φοβούμαι πως θα κλαύσω εγώ!». Κάπου και κάποτε μονάχα ιστορούσε κάποια αντιφεγγίσματα απ τις παλιές του δόξες, μερικά μισοσβησμένα κομμάτια (που δεν τα πρόσεχε κανένας) απ το παραμύθι της ζωής του, που ήταν εξαίσιο όπως όλα τα παραμύθια που είναι έξω απ τη ζωή. H μέρα του περνούσε μέσα στη βαριά, ατέλειωτη σκοτεινιά της κάμαράς του, και τη νύχτα, όταν κατακάθιζε η βουή των δρόμων, ξεπόρτιζε βιαστικά κι έτρεχε στο θέατρο να προφτάσει την παράσταση. Μα ποιο θέατρο; Ποια παράσταση; Το σανίδι είχε χρόνια και χρόνια ν ακούσει τη λαλιά του, γιατί 23 χρόνια και χρόνια ήταν απόμαχος. Τι σημασία όμως είχαν όλα αυτά; Εκεί τον περίμενε η χλαλοή, τα καρφώματα, τα σούρτα φέρτα των παρασκηνίων. Τον ηδόνιζε η μυρωδιά της πομάδας, τον έθρεφε των καμαρινιών η μπόχα, η ρουχίλα, τον μεθούσε της κουίντας το πασπάτεμα. Τα έργα αν τύχαινε να δει κανένα τα παρακολουθούσε ανάποδα, από μέσα. Και αργά, στις μικρές ώρες, όταν έσβηναν τα φώτα, κινούσε σαν μύστης κι έφτανε στον απομαχώνα του και κλειδωνότανε εκεί ως την άλλη νύχτα. Και το σπίτι κοιμότανε, έξω απ το ρυθμό κι έξω απ την περιοχή της εποχής, σαν ένα θρυμματάκι απ το πολυάνθρωπο τέρας της πολιτείας, που αποσπάσθηκε απ το άρρυθμο και οργιαστικό ρεύμα της κι απολιθώθηκε στην όχθη του Σαν ένα καράβι, που ταξιδεύει τρίζοντας και βογκώντας μέσα στον τυφώνα της ζωής, έχοντας πλώρη το τέλος του κόσμου τραβώντας για μια πολιτεία άναρθρη και διαλυμένη στο χάος που λέγεται: Συντέλεια…

Δείτε και ευτυχώς... Το ρολόι του κόσμου δεν χτυπά ακόμη μεσάνυχτα !