26 Αυγούστου 2022

Αρβυλάκια και Γόβες

Αφιερωμένο στην –ακόμα ομορφούλα και τσαχπίνα Μαργαρίτα από τη Σαλονίκη, συντρόφισσα από τα παλιά –ανερχόμενο στελεχάκι στην ΚΝΕ τότε και φίλη, που της πήγα δώρο μια από τις πρώτες εκδόσεις του αγαπημένου μου βιβλίου, τη 10ετία του ΄80, λίγα χρόνια πριν τις ανατροπές και τον ορυμαγδό.
Δε φόρεσε ποτέ το πράσινο αμπέχωνο της εποχής, ούτε αρβύλες, αλλά γοβες –κάποιες φορές και «στιλέτο», αλλά διαβάζοντας το βιβλίο ξετρελάθηκε, αναπολώντας πάντα εκείνα τα παπούτσια - τ’ αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες

Τσαγκάρης, Παπουτσής – Παπουτσάνης στα καθαρευουσιάνικα “υποδηματοποιός» -επίσημη ονομασία των τεχνιτών που κατασκεύαζαν και επιδιόρθωναν παπούτσια, έβαζαν τακούνια, σόλες και μπάλωναν με τον κερωμένο σπάγκο τα τρυπημένα. Σε μας τους πιτσιρικάδες έβαζαν και «πέταλα» για να αντέχουν.

Γεμάτη η περιοχή Ψυρρή  
πριν την «ανάπλαση»
με καφετέριες και ξενυχτάδικα


Για τα καινούργια παπούτσια, ο μάστορας έπαιρνε τα «μέτρα» -με τη βοήθεια του κάλφα το «στάμπο» ή «στάμπα», μάκρος,  δάχτυλα, κουντουπιέ, πασάγιο. Οι κουντουράδες όταν έπεφτε πολύ δουλειά, δούλευαν ως τα μεσάνυχτα (Πάσχα – Χριστούγεννα) -τότε έλεγαν πως «έτρωγαν της λάμπας το φυτίλι», ενώ
Η Τσαγκαροδευτέρα -από προπολεμικά, γιατί οι τσαγκάρηδες την επόμενη της Κυριακής,  επειδή δεν είχαν δουλειά είχαν καθιερώσει από μόνοι τους συνέχιση της αργίας.

Ο τσαγκάρης δούλευε στον πάγκο -ένα  ξύλινο μικρό τετράγωνο τραπεζάκι με γύρω-γύρω ξύλινο κορδόνι και χωρισμένο στις γωνίες με άλλο, ώστε να σχηματίζονται τέσσερα τρίγωνα. Με σφυριά  και σφυράκια, τανάλιες μονταρίσματος και τις παπουτόπροκες, φαλτσέτες (μακριές ατσάλινες λάμες για το κόψιμο των δερμάτων) ράσπες, λίμες, κατσαμπρόκο,  διάφορα σουβλιά –σπαθάτα και πατωτικά- (για να τρύπες στα δέρματα), γάντζο για το καλαπόδι, μασάτι (ακόνι για τις φαλτσέτες -για να «γλυκαθούν»), μεζούρα, σπράγκες και ξυλόπροκες. Γύρω - γύρω από τον πάγκο υπήρχαν  πέτσινες θήκες με τα βοηθητικά εργαλεία  και δίπλα η «πατούνα» (αμόνι) και τρίποδο.  
Αναπόσπαστο αξεσουάρ το καλαπόδι (ξύλινο ομοίωμα σε φυσικό μέγεθος, του ποδιού του πελάτη επάνω στο οποίο συναρμολογούσαν τα παπούτσια –βάζοντας «τσόντες αν χρειαζόταν: συμπλήρωμα για το μάκρος, «λόγκα» στο πίσω μέρος ή «άλτσες», προσθετικό στο πάνω μέρος για να μεγαλώνει τον κου(ν)τουπιέ. Επάνω τα «φόντια». Τις «σόλες», και τα «βάρδουλα» τις έβρεχε στο «μαστέλο» (μεγάλο δοχείο με νερό κάτω απ’ το τραπεζάκι του). Στο μαστέλο έβαζαν τα πετσιά  για να μαλακώσουν, να χτυπηθούν, να «πισταριστούν», να ανοίξουν και να είναι εύκολα στην παραπέρα  επεξεργασία.  Το μαστέλο έπρεπε να καθαρίζεται κάθε μέρα. H κατασκευή των παπουτσιών ήταν όλη χειροποίητη. Τα παπούτσια γίνονταν ραφτά και καρφωτά.  
Τα σκαρπίνια ήταν το επίσημο χαμηλό παπούτσι που άφηνε ακάλυπτους τους αστράγαλους.
Οι  κουντούρες ήταν παπούτσια χαμηλά, κλειστά και δερμάτινα των γεωργών.  
Οι μπότες κλειστές και ψηλές –αρχικά προνόμιο των αντρών, καλύπτοντας το πόδι συνήθως ως το γόνατο (υπήρχαν και οι «παπαδίστικες» -μέχρι την κνήμη και τα τσερβούλια (τσαρούχια με δερμάτινο πάτο).
Τα γαμπριάτικα ήταν τα πιο ακριβά και περιποιημένα -μερικοί μάλιστα ήθελαν τριζάτα σκαρπίνια.

Άλκη Ζέη
Αρβυλάκια και Γόβες

27-Οκτ-1940: Θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω... έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;» Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως θυμάται πως πέθανε το τριζόνι του και τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο - μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών, αλλά και της ΕΑΜικής Αντίστασης και συνέχεια την εποποιία των αλύγιστων της ταξικής πάλης.

Επιθεώρηση Τέχνης- τ100_1963

(10ετία 1960)
-Είμαι ο Νίκος.

-Ποιος Νίκος;

-Ο Γρηγόρης!

Τότε κατάλαβε η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε τώρα δα ο Γρηγόρης!… Της μιλούσε αργά αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως έκανε και τότε…

-Η ιδέα ήτανε της Μαρίας, εξηγεί εκείνος, να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά συντροφιά… Κλείνουν είκοσι χρόνια.

Ύστερα η φωνή του γίνεται πιο βαθιά:
-Όσοι μείναμε…

-Θα προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.

Από την άλλη μεριά έφτασε σίγουρη η φωνή:
-Σε περιμένουμε, λοιπόν.

Η Λία κατέβασε το ακουστικό κι ύστερα άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έσυρε την πολυθρόνα κοντά στο μπαλκόνι και κάθισε με τον ήλιο κατάφατσα. Μία με μιάμιση. Αυτή η ώρα ήταν καταδικιά της. Η υπηρέτρια πάει να φέρει τη μικρή από το σχολείο κι ο Τάκης δε γυρίζει το μεσημέρι. Τότε μπορεί η Λία να κάθεται και να συλλογιέται. Κι είχε ένα σωρό πράγματα να συλλογιστεί. Πριν από λίγες μέρες έκλεισε τα τριάντα εφτά. Δεν είναι που γέρασε· ούτε μια άσπρη τρίχα δεν έχει. Ένιωσε μόνο, ξαφνικά, σαν να βαρέθηκε. Παρέες, εκδρομές, η συναυλία της εβδομάδας, πού και πού καμιά πρεμιέρα στο θέατρο… Δεκατέσσερα χρόνια τώρα, από τη μέρα που παντρεύτηκε… Το δίπλωμα της βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο, στο πατρικό της σπίτι. Για το νοικοκυριό, για το παιδί φροντίζει η μητέρα του Τάκη. Έτσι είχε ένα σωρό καιρό ελεύθερο. Βαρέθηκε… αυτό είναι. Μόνο ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα την έσωζε. Καινούρια μέρη, καινούριοι άνθρωποι. Κάτι ν’ αλλάξει… Συλλογιότανε τη ζωή της με τον Τάκη -αγάπη υπάρχει, δεν μπορείς να πεις. Συλλογιότανε την κόρη της, που μόλις είχε πατήσει τα δεκατρία κι έκανε σκηνές να την αφήσουν να βάλει ψηλά τακούνια. Μόνο εκείνο το κορίτσι των δεκαεννιά χρονώ, τη Λία του ’42, ήταν που δε συλλογιότανε καθόλου. Θαρρείς και διάλεξε την ώρα ο Γρηγόρης -μία και μιάμιση- να τηλεφωνήσει.

Τώρα ο Γρηγόρης είναι πάλι έξω. -Ως πότε;...
Αν τον είχε παντρεφτεί, θα γυρνούσε κι αυτή, σαν τη γυναίκα του Πέτρου, από σπίτι σε σπίτι, να ζητάει να πάει παιδιά περίπατο. Είχε έρθει και σε κείνη, μα ή Λία φοβήθηκε.

Ή πολυθρόνα πού κάθεται είναι ολοκόκκινη και μαλακιά. Του Τάκη του αρέσει, όταν μελετάει κανένα καινούργιο σχέδιό, να τη βλέπει αντίκρυ του, καθισμένη στην πολυθρόνα της. Εκείνη πλέκει, διαβάζει ή δεν κάνει τίποτα. Όταν τελειώσει ο Τάκης, πίνουν ουίσκι κι ακούνε Βιβάλντι. Άλλη είναι ή ζωή τής Λίας τώρα. Καλλίτερα νά μήν πάει αύριο. Τώρα πιά, τά παλιά πέρασαν... Ούτε θά προσέξουν πώς δεν πήγε... αν μαζευτούν πολλοί... Τότε, άμα δεν ερχόταν κανείς, αγωνιούσαν. Πιάστηκε; Έπεσε σε μπλόκο; Τώρα, αν λείψει κάποιος, θα πούνε απλά: «Κάτι θα του τυχε» και δε θα ξαναμιλήσουν πια για την απουσία.

Κοντεύει μιάμιση. Λίγα λεπτά της μείνανε ακόμα της Λίας για να συλλογιέται. Δε θέλει τίποτα να θυμηθεί. ’Ίσως ήταν καλά, πού τόσον καιρό δε συλλογιόταν... Είπε να σκεφτεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη... Άραγε ο Κρίτωνας τραγουδά ακόμα μουρμουριστά, όλη ώρα, τζαζ;... Η Λία απόμεινε ασάλευτη στην πολυθρόνα της. θαρεί πώς κι αυτή ή ανάσα της σταμάτησε. Τη μούδιασε κάτι σαν πανικός. Δε πάει αύριο! Όχι! θα πάει στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Ρώμη!... Μα όταν γυρίσει;... θα πρέπει να βγει ξανά στους δρόμους της Αθήνας... θα περνά έξω από το Πανεπιστήμιο... θα κατεβαίνει στην οδό Ερμού... θα βρεθεί, πόσες φορές!, στην οδό Μαυροματαίων, σε κείνο το πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου! Η Αθήνα, όσο και να ΄λλαξε, έχει γωνιές πού έμειναν οι ίδιες, πού σε καλούν-και σου φωνάζουν: θυμάσαι! Κι αν ξεγελαστείς και θυμηθείς μια φορά...

Ένα λεπτό απόμεινε για να γίνει μιάμιση. Οι σκέψεις έρχονται τώρα μπερδεμένες στο μυαλό της Λίας, απανωτές... Έβγαλε τα παπούτσια της και προσπάθησε να βολευτεί, με τα πόδια διπλωμένα, πάνω στην πολυθρόνα.

Ο ήλιος πέφτει πάνω στις ασημιές αγκράφες των παπουτσιών της και τις κάνει να λαμποκοπάνε.
Η Λία θυμήθηκε το ’42, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο αυτοκινήτου για σόλα και χοντρές καφετιές κάλτσες με ρίγες… Είχε λιακάδα σαν και σήμερα. Καθότανε στο προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε μ’ απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της, δυο άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες πλεγμένες με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα πρόσωπα. Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες της ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σαν να τα ‘χει μπροστά της. Θυμάται ακόμα και τη μελανιά, που είχε στάξει από το στιλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα της Ματίλντε.

-Να τη βράσεις με τσουένι και θα φύγει το μελάνι, συμβούλεψε η Γιάννα, που καθότανε στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια της άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας, κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με κορδόνια και χακί κάλτσες γκολφ.

Απλωμένα στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με καλοκαιρινά πέδιλα και χοντρές κάλτσες. Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούρια του άρβυλα από την οδό Πανδρόσου.

Ύστερα είχαν έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι στα δικά της, δυο πόδια με λαστιχένια παπούτσια του μπάσκετ και μάλλινες κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι κοπέλες τσίριξαν χαρούμενα.

-Γεια σου, Γρηγόρη!

Ο Γρηγόρης άπλωσε τα μακριά του χέρια, σαν νά ‘θελε να τις αγκαλιάσει όλες μαζί.

-Γεια σας, αγάπες μου, είπε και τράβηξε τη Γιάννα παράμερα.

“Κι όμως η φωνή του είναι ολότελα σαν και τότε”, συλλογίστηκε η Λία μετά το τηλεφώνημα.

—Έσβησα το κοτόπουλο με κρασί, μισάνοιξε την πόρτα ή μητέρα του Τάκη.

—Καλά, λέει μηχανικά ή Λία και κοιτάζει τις γόβες της.

Ολοκαίνουργιες, αφόρετες σχεδόν, στέκονται απάνω στο χαλί, Έτσι όπως τις πρωτόχε δει στη βιτρίνα. Τις κοιτάζει και προσπαθεί, με απόγνωση και πείσμα, να διώξει τη σκέψη, πώς δε θα μπορεί πια να. αγοράζει τέτοιες γόβες, με μαλακό πετσί σα γάντι, χωρίς να της έρχονται στο νου τ’ Αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες…

«Εφυγε» από τη ζωή η Αλκη Ζέη

Ο κυρ - Κώστας,
ο τσαγκάρης, έριξε καλό σπόρο
...

Στις 3 Δεκεμβρίου του 1989 βρισκόταν στο Λος Αντζελες, στο διαμέρισμά του. Ο Τίτος Βανδής περίμενε να έρθει από την Ελλάδα η Δέσπω του. «Τι ωραίο όνομα!», έλεγε. Η μάνα της το άλλαξε σε Μπέτυ, κι έτσι την ξέρει ο κόσμος. Μπέτυ Βαλάση.

Περίμενε εκείνη, στην οποία, σ' ένα από τα πολλά ερωτικά σημειωματάκια του, έλεγε: «Είσαι η Μονάκριβη. Η γυναίκα που περίμενα από την ώρα που γεννήθηκα. Η μόνη γυναίκα που γνώρισα. Κι αν οι άσχετοι καγχάσουν, εσύ θα χαμογελάς ευτυχισμένα γιατί θα ξέρεις». Ο Τίτος Βανδής βρισκόταν στην Αμερική, για να τακτοποιήσει τις «λίγες πενταροδεκάρες» από τα εκεί κινηματογραφικά και τηλεοπτικά του «συγγενικά δικαιώματα». Κλεισμένος στο σπίτι, πήρε μολύβι και χαρτί. Άρχισε να γράφει και να κρίνει ό,τι σκέφτηκε, ό,τι ένιωσε, ό,τι βίωσε, ό,τι αγάπησε, ό,τι έπραξε στη ζωή του.

Πάνω από δέκα χρόνια έγραφε το βιβλίο του. «Κουβέντα με τους φίλους μου» το τιτλοφόρησε. Τέτοιο είναι. Μέσα από αυτό θα «περιδιαβούμε» σταθμούς του βίου, των ιδεών, των αγώνων, της καλλιτεχνικής πορείας του μεγάλου ηθοποιού, του αξέχαστου συντρόφου μας.

«Όλοι οι δικοί μου ήταν από την Καβάλα. Γινόταν κάτι φασαρίες τότε με τους Τούρκους και με τους Βούλγαρους κι η μάνα μου με μένα στην κοιλιά πήγε στην Αθήνα, με γέννησε στο Νέο Φάληρο και σ' ένα χρόνο με ξανάφερε στην Καβάλα. Γεννήθηκα το 1917». Ήταν ανήμερα της Οχτωβριανής Επανάστασης (7/11/1917). Η μάνα του δεν του 'λεγε την ημερομηνία. Ισως, γιατί θεωρούσε «βρωμιάρηδες» και «άθεους» τους εργάτες και τους κομμουνιστές. Πού να φανταζόταν η αρχοντομαθημένη μάνα του - σύζυγος μεγαλοκαπνεμπόρου, ότι ο ελβετομεγαλωμένος και γαλλομαθημένος γιος της θα γινόταν κομμουνιστής. Οτι δεκατριάχρονος θα αποφάσιζε να γίνει μεροκαματιάρης σαν τους εργάτες. Ηθοποιός! Πού να 'ξερε ότι τον γιο της «ξεμυάλισε» ο κομμουνιστής τσαγκάρης της γειτονιάς τους στη Θεσσαλονίκη, ο κυρ - Κώστας, που του 'λεγε ότι από τους εργάτες, που είδε - γύρω στο 1930 ήταν - να περνούν μπροστά από το σπίτι, «τους παίρνουν το ψωμί. Δεν τους πληρώνουν και δεν μπορούν ν' αγοράσουν ούτε ψωμί ούτε παπούτσια σαν τα δικά σου. Γι' αυτό φωνάζουν. Παλεύουν για τη ζωή τους. Μπροστά στο σπίτι σου τους χτύπησε η Χωροφυλακή. Δυο απ' αυτούς είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Θέλουν να τους φοβίσουν, να τους διαλύσουν. Και πολλές φορές τα καταφέρνουν. Οσοι φεύγουν, όσοι δε μιλάνε, περιμένουν κάποιο θάμα, που λέει ο δικός μας ο ποιητής».

 

Το πρώτο ξύπνημα

Το αγόρι, συμπτωματικά, ήξερε τους «Μοιραίους» του Βάρναλη, όταν του 'πε τα παραπάνω ο κυρ - Κώστας. Αργότερα του έλεγε κι άλλα. Οτι «οι κομμουνιστές εργάτες, αν διαφέρουν σε κάτι, είναι ότι αυτοί έχουν μάθει τι σημαίνει εκμετάλλευση, Ξέρουν την αξία της οργάνωσης, του σωματείου, της μαζικής αντίστασης. Οι κομμουνιστές δε δέχονται την αδικία σιωπηλά». Ο κυρ - Κώστας τού δάνειζε βιβλία. «Το "Κεφάλαιο" του Μαρξ ήταν το πρώτο. Μου έδινε και προκηρύξεις ύστερα από λίγο καιρό», θυμόταν ο Τίτος Βανδής, ομολογώντας ότι αγάπησε πολύ και ουδέποτε ξέχασε τον κυρ - Κώστα.

Δεκάχρονος ο Βανδής έλεγε στη μάνα του ότι, τάχα, έχει γαλλικό αξάν και για να μιλά καλά τα ελληνικά πρέπει να πάει σε δραματική σχολή. Τα κατάφερε. Το γυμνασιόπαιδο πήγε σε δραματική σχολή της Θεσσαλονίκης. Κι έπειτα έπαιξε σε σχολικές παραστάσεις τον «Πειρασμό», με σκηνοθέτη τον Τάκη Μουζενίδη και τον «Διαβάτη» του Κοπέ. Υπό τον Μουζενίδη, το 1933, έπαιξε στη διασκευασμένη σε θεατρικό «Νερατζούλα» του κομμουνιστή Παναΐτ Ιστράτι. Το «κακό» έγινε. Παράτησε το σχολείο και βρέθηκε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με μεγάλους δασκάλους. Μετά τις πρώτες ερωτικές εμπειρίες, δεκαοχτάχρονος ετοιμαζόταν να παντρευτεί την πρώτη του γυναίκα, τη συμμαθήτριά του στη Σχολή, Μαρία Αλκαίου. Πριν το γάμο του (διαλύθηκε γρήγορα), η Μαρίκα Κοτοπούλη έδινε παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Ο Βανδής πήγε, την είδε και της είπε ότι σπουδάζει ηθοποιός. Η Κοτοπούλη υποσχέθηκε να ξαναμιλήσουν στην Αθήνα. Δεν άργησε πολύ να βρεθεί επί σκηνής μαζί της, σε ασήμαντους κι ύστερα σε σημαντικούς ρόλους.

 

Φιλίες και όνειρα

Φίλοι, συμμαθητές κι ομοϊδεάτες του στη Σχολή, ήταν η Μαρία και ο Γιάννης, τα παιδιά του δασκάλου του, Αιμίλιου Βεάκη. «Δασκάλα» του στα ιδεολογικά και - έως άδικης παρεξήγησης - φίλη του, η Μαρία. Στα 1932-1933, ο Βανδής έγινε «μέλος της Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η πρώτη επαφή με την οργάνωση... πρώτη μυρουδιά από το ΚΚΕ». Το 1933-1934, δευτεροετής στη Σχολή, παίζει στο Εθνικό Θέατρο, στον «Ιούδα» του Σπύρου Μελά και γίνεται μέλος του ΣΕΗ. Η Κατερίνα Ανδρεάδη υπόσχεται - στον μέλλοντα πεθερό του, άντρα της Σαπφώς Αλκαίου και δάσκαλό του στη Σχολή, Νίκο Παπαγεωργίου - ότι θα πάρει στο θίασό της τους μελλονύμφους. Το νεαρό ζεύγος έμεινε άνεργο. Αργότερα, ο Βανδής δουλεύει με την Κατερίνα (έπαιξε πολλές φορές μαζί της) και στο Εθνικό. Η μεταξική δικτατορία δεν τον «σηκώνει» και φεύγει από το Εθνικό. Στα χρόνια 1937-1938 περιοδεύει με το θίασο Αργυρόπουλου - Λάμπρου - Σαντοριναίου. Μεγάλο «σχολειό». Καθημερινά και άλλο έργο. Στο θίασο ήταν και ο μορφωμένος και σπουδαίος κομμουνιστής ηθοποιός Αντώνης Γιαννίδης (πέθανε στην ΕΣΣΔ). Μεγάλος «δάσκαλός» του κι αυτός. Το καλοκαίρι του 1938 συμμετέχει σε περιοδεύοντα εταιρικό θίασο του ΣΕΗ. Στο θίασο ήταν και η παντρεμένη με επιφανή δημοσιογράφο, Τασία, η μάνα του πρώτου του παιδιού, της Ζαΐρας, που πέθανε τριάντα εννιά χρόνων.

Ο Τίτος Βανδής καθολικός καλόγερος -
σκίτσο του Πίτερ Ουστίνοφ με λεζάντα:
Mastro don Tito Vandikios

Το 1938-1939 πάει στο στρατό. Το '40 στο Μέτωπο. Τότε αρχίζει το μίσος του για τον πόλεμο: «Οι ιστορικοί γράφουν για κάθε πόλεμο πολλά χρόνια μετά τη λήξη του, απολύτως "αντικειμενικά". Ούτε λέξη για το παγκόσμιο καθεστώς της δουλείας, που μας επιβάλλει να πηγαίνουμε στον πόλεμο και να δίνουμε τη ζωή μας ή κομμάτια από το κορμί μας για να πλουτίζει το πουγκί των Ισχυρών της Γης. Αλήθεια, ποιοι είναι οι Ισχυροί; Εμείς είμαστε οι Ισχυροί. Οι πολλοί. Είναι σίγουρο. Δεν έχουμε παρά να καθίσουμε και να σκεφτούμε πέντε λεπτά. Να ξεχάσουμε αυτά που μας καρφώνουν στο μυαλό με όλα τα μέσα που διαθέτουν, από σχολεία, ΜΜΕ, "Βασιλεία των Ουρανών" και βία».

 

Στα χρόνια της Αντίστασης

Με τη γερμανική κατοχή, αρχίζει τον αγώνα της επιβίωσης, «το κυνήγι του συσσιτίου». Ο Δήμος Σταρένιος τον μυεί στο ΕΑΜ. Ζητά επανασύνδεση με το ΚΚΕ. Ο Γιώργος Γιολδάσης τού ανακοινώνει: «Το κόμμα σε ξαναενέκρινε». Το 1941 δουλεύει στο θίασο του Αργυρόπουλου. Επειτα στης Κατερίνας, με σκηνοθέτη τον Κάρολο Κουν. Μια από τις κομματικές ευθύνες του ήταν και ο Τύπος. Το 1942, μαζί με άλλους ΕΑΜίτες, εκλέγεται στο ΔΣ του ΣΕΗ. Ομως, μόνον εκείνος ήταν μέλος του ΚΚΕ. Για τα χρόνια της Αντίστασης, γράφει ότι «ίσως, τότε, ήμουν ο τέλειος κομμουνιστής. Κουβαλούσα πιστόλια. Μοίραζα προκηρύξεις. Μάζευα ρούχα παλιά γι' αυτούς που δεν είχαν. Οδήγησα σε σπίτια δυο Ακροναυπλιώτες που το έσκασαν από τη "Σωτηρία" το 1943. Κι ακόμα, όταν έπαιζα στο θέατρο, προσπαθούσα να παίζω καλύτερα, γιατί είχα πιο πολλές ευθύνες. Γιατί ήμουνα κομμουνιστής».

Οι έρωτες και οι γάμοι του Τ. Βανδή καταλαμβάνουν πολλές σελίδες. Το 1943 παντρεύεται τη συμμαθήτριά του στη Σχολή Καίτη Ασπρέα, που γεννά την κόρη τους, Τίτα. Ο γάμος δεν κρατά πολύ. Δουλεύει σε γνωστούς θιάσους, συχνά πρωταγωνιστώντας. Ερχονται η «απελευθέρωση» και τα Δεκεμβριανά. Ολο το Δεκέμβρη, ο Βανδής δρα στην Πολιτοφυλακή της Κυψέλης. Γενάρη του '45, με την υποχώρηση, ο Βανδής με άλλους ΕΑΜίτες ηθοποιούς διαβαίνει τη Θήβα, τη Λαμία, το Αγρίνιο, τη Λάρισα, την Κοζάνη, συμμετέχοντας στο «Θέατρο του Λαού». Παίζει στα έργα του Ρίτσου «Η Αθήνα στ' άρματα», του Γιαλαμά «Ελληνική Εποποιία», του Τσέχοφ «Αίτηση σε γάμο».

Μετά τη Βάρκιζα, οι ΕΑΜίτες καλλιτέχνες γυρίζουν στην Αθήνα. Με «διευθυντή» τον Αντρέα Μαρουλίδη, δημιουργείται ένα θίασος εξαιρετικών ΕΑΜιτών ηθοποιών: Αιμ. Βεάκης, Α. Γιαννίδης, Θ. Κουρή, Θ. Μορίδης, Δ. Σταρένιος, Γ. Δήμος, Ν. Κεδράκας, Αλ. Δαμιανός, Ν. Βασταρδής, Τ. Βανδής, Μ. Μυράτ, Αλ. Παΐζη, Ασπ. Παπαθανασίου. Σκηνοθέτης ο Γιαννούλης Σαραντίδης. Σκηνογράφος ο Γιώργος Βακαλό. Ο θίασος ανεβάζει κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο. Σε μια παράσταση του σαιξπηρικού «Ιουλίου Καίσαρα», στο θέατρο εισβάλλουν 100 Χίτες. Κοινό και ηθοποιοί δίνουν κανονική μάχη. Οι ηθοποιοί, με τα κοντάρια και τα σπαθιά της παράστασης. Τραυματίζονται ο Βεάκης, ο Γιαννίδης και η Μ. Μυράτ.

Αρχές του 1945, δημιουργείται ο ΕΑΜικός θίασος «Ενωμένοι Καλλιτέχνες». Λειτουργεί μέχρι το 1946. Οι Σταρένιος - Βανδής - Παΐζη κάνουν δικό τους θίασο. Ο Βανδής και η Παΐζη είναι ζευγάρι από το 1945. Το 1947 ο Βανδής καλείται στο στρατό σαν έφεδρος και η Παΐζη εξορίζεται. Μετά την επιστροφή της από την εξορία (γύρω στο 1950) παντρεύονται, αλλά το 1956 χωρίζουν.

Στο Μπροντγουαίη και στο Χόλιγουντ

Ο Βανδής, προ πολλού, είναι καταξιωμένος ηθοποιός. Θα χρειαζόταν πολύς χώρος για να αναφερθούν οι απόψεις του για τους θιασάρχες, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, με τους οποίους συνεργάστηκε, οι θίασοι στους οποίους έπαιξε - μεταξύ των θιάσων ήταν και το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη - και οι ρόλοι του στη δεκαετία του '50 και μέχρι την περίοδο 1963-1964, που παίζει τον «Ερρίκο Ογδοο» στο «Κυκλικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά, που έκτοτε έγιναν φίλοι. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60, διδάσκει στη Σχολή Σταυράκου και με τον σκηνοθέτη Γιώργο Θεοδοσιάδη συστήνουν τη Δραματική Σχολή Αθηνών. Το 1964 κάνει δικό του θίασο στον κινηματογράφο «Μετάλλιον», στο Παγκράτι. Θέλει μόνιμο σκηνοθέτη τον Τριβιζά. Αγαπούν κι οι δυο τον Μπρεχτ. Ο Βανδής μεταφράζει τους μπρεχτικούς «Στρογγυλοκέφαλους και μυτεροκέφαλους». Δε βρίσκουν κατάλληλους πρωταγωνιστές για το μπρεχτικό έργο και ανεβάζουν τον «Όμηρο» του προοδευτικού Ιρλανδού συγγραφέα Μπρένταν Μπίαν, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.

Το 1960, όταν πήγε στις Κάννες για την προβολή της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» (ήταν συμπρωταγωνιστής της Μελίνας στην ταινία αυτή, όπως και στο «Τοπ Καπί», επίσης του Ντασσέν), γνώρισε έναν Αμερικάνο ατζέντη. Αυτός ο ατζέντης, Μάη του 1965, του ζήτησε τηλεφωνικά να «πεταχτεί» στο Παρίσι για μια πρόταση του Αμερικανού παραγωγού Λέρνερ να παίξει στο «On a clear day yoy can see for ever», στο θέατρο «Mark Hellinger», το δεύτερο μεγαλύτερο του Μπροντγουαίη, με «χίλια δολάρια τη βδομάδα». Ελπίζοντας να ξελασπώσει από τα θιασαρχικά του χρέη, ο Βανδής πάει στο Παρίσι και την άλλη μέρα στη Ν. Υόρκη, για ακρόαση από το επιτελείο του παραγωγού. Αγγλικά δεν ήξερε. Εκανε αγώνα για να τα μάθει το ταχύτερο. Αύγουστο του '65 άρχισε πρόβες. Η επιτυχία του σ' αυτήν την παράσταση και σε άλλες, σε πολλές ταινίες και σίριαλ, τον έκανε να παραμείνει και να δουλέψει στις ΗΠΑ, περίπου, 26 χρόνια. Να συνεργαστεί ακόμα και με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες (λ.χ., με τον Λόρενς Ολίβιε), να ερωτευτεί, να παντρευτεί και ξαναπαντρευτεί.

Μια «γεύση» από τη ζωή του στις ΗΠΑ είναι και η εξής: «Παρ' όλο το ξεσήκωμα του κόσμου στη δεκαετία του 1960 εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ακόμα και στη δεκαετία του 1970 πλανιόταν πάνω από τις ΗΠΑ η σκιά του Μακάρθι. Η μεγάλη ευαισθησία των Αμερικανών γενικά είναι το οικονομικό. Πάνω απ' όλα τιμούν το δολάριο. Ο στρατηγός Morehead, στην ερώτηση "Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι με τόσες απώλειες οι Βιετναμέζοι κρατήσαν τόσα χρόνια;", απάντησε: "Δεν είναι παράξενο. Αλλιώς λογαριάζεται η ζωή ενός Βιετναμέζου. Αλλο Αμερικάνοι, άλλο Βιετναμέζοι". Εννοούσε "Αλλο να σκοτώνεις ανθρώπους κι άλλο μύγες και κουνούπια. Αυτά τα σκοτώνεις και έρχονται άλλα. Ο θάνατός τους δεν έχει σημασία, ούτε για σένα, ούτε γι' αυτά". Στην κατηγορία της μύγας και του κουνουπιού έχουν κατατάξει οι Αμερικάνοι τους Σέρβους, τους Ιρακινούς, οποιονδήποτε αντιστέκεται», έγραφε ο Βανδής στην «Κουβέντα με τους φίλους μου».

 

Επιστροφή στην Ελλάδα

Το 1982 ήρθε στην Ελλάδα. Τότε γνώρισε την Μπέτυ Βαλάση, με την οποία συνδέθηκε το 1983 και παντρεύτηκε το 1984. Εκτοτε έζησε μόνιμα στην Ελλάδα. Δούλεψε στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και ξαναδίδαξε σε δραματικές σχολές. Επανασυνδέθηκε με το ΚΚΕ, στο οποίο δεν έπαψε ουδέποτε να πιστεύει. Αρθρογραφούσε κάθε βδομάδα στο «Ριζοσπάστη». Ελπίδα του ήταν όσοι διαλέγουν το δρόμο του αγώνα και προπάντων η ΚΝΕ - «το νέο αίμα του ΚΚΕ». Και περηφάνια του μεγάλη ήταν ότι από τη ζωή θα φύγει κομμουνιστής, όπως ο κυρ - Κώστας, που «ο λόγος του έπεφτε σαν τη βροχή σε δέντρο που κάρπιζε αμέσως. Ο κυρ - Κώστας που ήταν πάντα μαζί μου, όπως και η γυναίκα μου η Δέσπω, και το Μπέτυ δε μ' ενοχλεί. Ημουνα τυχερός που τη βρήκα». Την τύχη του αυτή, της την έγραφε και σε καθημερινά γραμματάκια ή στιχάκια του: «Μην κλαιν πια τα ματάκια σου/ ευρήκα τα γυαλάκια/ κι ησύχασε η καρδούλα μου/ γιατ' είσαι η ψυχούλα μου».

Εκτός του κυρ - Κώστα και της Μπέτυς, όπως εξομολογείται στο βιβλίο του, «ο τρίτος της παρέας είναι ο εαυτός μου, που μου φέρνει εμπόδια, με εκθέτει, με προκαλεί, με ρωτάει: "Αφού έγραψες ένα βιβλίο για να τα πεις όλα, γιατί δεν τα είπες;". Τι να κάνω, να τον συγχωρέσω, να τον σκοτώσω, ή να τον αγαπήσω; Θα κάνω μια ευχή. Να καταργηθεί το ρητό "Η σιωπή είναι χρυσός". Γιατί η σιωπή είναι ντροπή. Και να φωνάζουμε όλοι μαζί για το Δίκιο. Για τη Λευτεριά. Για τον Άνθρωπο». Αυτή ήταν η τελευταία «κουβέντα» του Τίτου Βανδή. Δεν την ξεχνούμε...

 

Δείτε  Flashback “Ώρα ανάγκης”

Λαλητής των ανταρτών και των συγκεντρώσεων
Ημουνα και καλός τσαγκάρης”, έλεγε ο μπαρμπα - Τάσος


 

 

 

 


 

Julio Cortázar –πάντα απρόβλεπτος

Ο βραβευμένος Julio [Florencio] Cortázar (Χούλιο [Φλορένθιο] Κορτάσαρ Αυγ-1914 \ Ixelles, Βέλγιο _Φεβ-1984, Παρίσι) ήταν πολυτάλαντος Αργεντινός πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας μεταφραστής κά. περισσότερος γνωστός για το μυθιστόρημα Rayuela το "Κουτσό", που συγκαταλέγεται στα κορυφαία έργα της λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής, αλλά και για τα διηγήματά του.

Γιος Αργεντινών, περιέγραψε τη γέννησή του ως «προϊόν του τουρισμού και της διπλωματίας· εγκλώβισαν τον πατέρα μου σε εμπορική αποστολή κοντά στην Αργεντίνικη πρεσβεία στο Βέλγιο και πήρε τη μάνα μου στις Βρυξέλλες».


Μια λίστα με επτά λογοτεχνικά έργα του που αξίζει τον κόπο να διαβάσετε μας προτείνει tο telesurtv.net …ας την παρακολουθήσουμε

1. –φυσικά το Rayuela (Κουτσό)

Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτού του έργου είναι ότι μπορεί να διαβαστεί με διαφορετικούς τρόπους, δηλαδή με τον παραδοσιακό από το πρώτο κεφάλαιο μέχρι περίπου το 56 ή ακολουθώντας τον «πίνακα σκηνοθεσίας» που προτείνει ο Cortázar.

Η σύνοψη του αναφέρει ότι το βιβλίο είναι για «την ταραχώδη αγάπη της Oliveira και του La Maga, των φίλων του Club la Serpiente, με βόλτες στο Παρίσι αναζητώντας τον παράδεισο και την κόλαση έχοντας το αντίστροφό τους στη συμμετρική περιπέτεια της Oliveira, της Talira και του Traveler σε ένα Μπουένος Άιρες χρωματισμένο από μνήμη».

Το Rayuela - "Κουτσό",  κλασικό της παγκόσμιας λογοτεχνίας έχει μια σειρά από "ιδιαιτερότητες" που το καθιστούν μοναδικό θέμα για τους αναγνώστες.

  • Παιχνίδι: Το μυθιστόρημα επινοήθηκε ως παιδικό παιχνίδι, αφού ο συγγραφέας θεώρησε ότι η λογοτεχνική φαντασία μοιάζει πολύ με αυτή του παιδιού όταν παίζει. Γι' αυτό δόμησε το βιβλίο με ειδικούς τρόπους ώστε να μπορεί να διαβαστεί ποικιλοτρόπως.
    • Στο βιβλίο του «Vuelta a Día en 80 Mundos» Ο γύρος της μέρας σε 80 κόσμους επινοείται μια μηχανή, η «Rayuelomatic», η οποία υπολογίζει όλες τις αναγνώσεις που μπορούν να γίνουν με το Κουτσό.
  • Γλώσσα: Στο Rayuela, ο Cortázar επινόησε μια γλώσσα που ονομάζεται glíglico, που εφευρέθηκε από τον La Maga (ένας χαρακτήρας στο έργο) ένα είδος ισπανικής ρυθμικής ανακατασκευής, που φαίνεται να είναι προϊόν παιχνιδιού. Είναι σαν αυτό που ο Μεξικανός ποιητής Alfonso Reyes αποκαλεί jitanjáfora, όπως η φράση «de tín marín de do pingüé».

 

2. Bestiario (ελεύθερη μετάφραση κτηνώδες)

Ήταν το πρώτο βιβλίο με διηγήματα που κυκλοφόρησε με το όνομά του και παρουσιάζει καθημερινά αντικείμενα και γεγονότα, με κείμενα που αφήνουν ευχάριστες εκπλήξεις στον αναγνώστη λόγω ανατροπών της πλοκής.
Οι οκτώ ιστορίες που περιλαμβάνει είναι το απομονωμένο σπίτι, το Γράμμα σε μια νεαρή κυρία στο Παρίσι, το Lejana (απομακρισμένο), το Omnibus, το Headache, η Cefalea η Circe (Κίρκη) και οι πύλες του ουρανού.

3. Pameos y meopas

Ήταν το πρώτο βιβλίο ποίησης που εκδόθηκε από τον Κορταζάρ και περιέχει μια συλλογή από ποιήματά του που γράφτηκαν μεταξύ 1944 και 1958, για τα οποία τότε ο ίδιος ο συγγραφέας δεν ήταν σίγουρος ότι επρόκειτο να εκδοθεί.

4. Το κουτί του Morelli

Ο χαρακτήρας αυτού του έργου, ο Morelli, παρουσιάζει λογοτεχνική κριτική, υπέρβαση, περιθωριοποίηση και ανακαλεί τα ρεύματα που εδραιώθηκαν από τη διεκδίκηση του αποσυντιθέμενου έργου του

5. Un tal Lucas Κάποιος Λούκας

Θεωρείται ένα βιβλίο «χωρίς προσόντα» ανάμεσα σε μυθιστόρημα ή συλλογή διηγημάτων, όπου παρουσιάζεται μια εναλλακτική στην παραδοσιακή λογοτεχνία.
Χωρισμένο σε τρία μέρη, προσφέρει πολλά κείμενα στα οποία μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι είναι βιβλίο μέσα σε άλλο, άλλα επικεντρωμένα στους πρωταγωνιστές και άλλα όχι.

 

6. París. Ritmos de una ciudad \ Παρίσι ρυθμοί μιας πόλης

Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Κορτάσαρ στον πρόλογο αυτού του έργου, «κάθε πόλη επινοεί το δικό της λεξιλόγιο, αφήνει εκείνες τις εκφράσεις που μπορεί να σημαίνουν μόνο για αυτόν, μέσα του, στην καθημερινή ομιλία».

7. Salvo el crepúsculo \ σώστε το λυκόφως

Αυτό το έργο είναι ένα κολάζ στο οποίο ο Κορτάσαρ αποτίει σημαντικό φόρο τιμής σε διάφορους ποιητές και αναβιώνει χαρακτηριστικές πτυχές τόσο του Παρισιού όσο και του Μπουένος Άιρες, μνήμες και απόψεις.

 

️  Εκτός από τη βάση δεδομένων "βιβλιονέτ" που περιέχει ό,τι κυκλοφορεί στην Ελλάδα μπορείτε να περιηγηθείτε εδώ -υπάρχουν σχεδόν "τα πάντα"
Δείτε και την ψηφιακή βιβλιοθήκη
Biblioteca digital de Julio Cortázar

History as story. Αυτό είναι το Κουτσό. 
Κι ακόμα: ένα σύμπαν τσέπης,
μια χρονοκάψουλα που διαρκώς εκρήγνυται,
όλη η διαδρομή της Τέχνης και της Αντιτέχνης
από το Dada και μετά.

Αυτό το μικρό κείμενο είναι, με τον τρόπο του, πολλά μικρά κείμενα, αλλά κυρίως είναι δύο μικρά κείμενα. Ο αναγνώστης καλείται να διαλέξει μία από τις ακόλουθες δυνατότητες: είτε το διαβάζει μια κι έξω, είτε να αρχίσει να διαβάζει κατά σειράν, και να τελειώσει στην §6 (αφήνοντας στην κριτική των τρωκτικών τις υπόλοιπες §), είτε να αρχίσει να διαβάζει από την §13, και μετά να ακολουθήσει τη σειρά που υποδεικνύεται κάτω από κάθε §. Για να μην μπερδευτεί, ας συμβουλευτεί την ακόλουθη λίστα: 13-4-5-9-1-6-7-2-11-10-3-8-12. 

1. Ορισμένα μυθιστορήματα (ευτυχώς πληθαίνουν) είναι κάτι πέρα από τη λογοτεχνία, είναι περίπολοι στην υπερλογοτεχνία, είναι διεισδύσεις σε λεκτικά σύμπαντα που μοιάζουν με άγνωστες περιοχές. Ορισμένα μυθιστορήματα εκκινούν από την επικράτεια των λέξεων της λογοτεχνίας των καιρών τους και πάνε μακριά, τόσο στο χώρο όσο και στον χρόνο, και μάλιστα η υπερταχύτητά τους είναι ενίοτε τέτοια, ναι, φτάνει σε τέτοιες αδιανόητες θερμοκρασίες, ώστε τα δεδομένα, τα όποια δεδομένα, τήκονται, ρευστοποιούνται, λιώνουν, και η τράπουλα των Όσων-Ξέραμε-Ως-Τώρα ανακατεύεται ξανά. Ο Σάκος του Επίμονου Αναγνώστη κουβαλάει συχνά-πυκνά τέτοια μυθιστορήματα. (§6)

2. Φορτώνουμε στον Σάκο Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη, το ένα από τα τρία μυθιστορήματα που ανανέωσαν δυναμικά τον επίμονο προμεταμοντερνισμό όσων ποντάρουν τα πάντα στη διαρκή διαλεκτική του χρόνου, στη διαλεκτική παλαιού/νέου, στη διαλεκτική άλλοτε/νυν. Τα άλλα δύο είναι, ασφαλώς, το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας του Τόμας Πίντσον και ο Υπόγειος Κόσμος του Ντον ΝτεΛίλο. Αυτό, για το οποίο παραληρούμε, και έχουμε κάθε δικαίωμα να παραληρούμε, κάθε φορά που περιπλανιόμαστε στον λαβύρινθο των σελίδων του, είναι το Κουτσό του Χούλιο Κορτάσαρ (Julio Cortázar, 1914-1984), αυτό το διαλογοτεχνικό δαιμονικό δημιούργημα, αυτό το interstellar overdrive της υπερλογοτεχνίας, το οποίο γύρισε στα ελληνικά (και τι ελληνικά!) με περισσό μεράκι και απαράμιλλη μαεστρία ο μαΐστορας μεταφραστικών μελωδιών Αχιλλέας Κυριακίδης. Τελεία και τρία θαυμαστικά!!! (§11)

3. Διαβάζουμε στο Κουτσό αριστοτεχνικές σελίδες για την εποποιία της καθημερινής ζωής στο Παρίσι, σελίδες που είναι τίγκα στο χιούμορ και τη βαθιά γνώση της κατάστασης των πραγμάτων, σελίδες που εκκινούν από το εδώ και το τώρα μιας παλιοπαρέας και εξακτινώνονται στην ιστορία της λογοτεχνίας, κομμάτια και θρύψαλα μιας νέας θεωρίας σχετικά με το τι είναι και τι μπορεί να είναι το «ένδον σκάπτε» που οδηγεί στη συγγραφή. (§8)

4. Η Λογοτεχνία είναι μια Νέα Ιδέα στην Ευρώπη (καθόσον ο Saint-Just επέμενε, ενίοτε αιματηρά, ότι η Ευτυχία είναι μια Νέα Ιδέα στην Ευρώπη). (§5)

5. Σύμφωνα με τη θέση ότι η λογοτεχνία είναι μια Νέα Ιδέα στην Ευρώπη (και στον κόσμο όλο), ορισμένα μυθιστορήματα έρχονται από το μέλλον ή από τον Σείριο, και μας τα δωρίζουν οι δημιουργοί τους σαν να είναι δώρα επικίνδυνα, δώρα που αν τα δεχτείς δεν μπορείς πια να μείνεις αυτός που ήσουν, δεν μπορείς πια να συνεχίσεις να κάνεις ό,τι έκανες, δεν μπορείς άλλο να βλέπεις, ν ακούς, να γεύεσαι, να οσμίζεσαι, να ψαύεις τον κόσμο όπως τον έβλεπες/άκουγες/γευόσουν/οσμιζόσουν/έψαυες έως τη μοιραία στιγμή που αποσυναρμολόγησαν, και σωστά, αυτά τα μυθιστορήματα, το εικοσιτετράωρό σου. Ο σάκος του επίμονου αναγνώστη κουβαλάει συχνά-πυκνά τέτοια μυθιστορήματα. (§9)

6. Κάποια μυθιστορήματα: Τρίστραμ Σάντι του Λόρενς Στερν, Ulysses του Τζέιμς Τζόις, Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ, Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπροχ, Η Συνείδηση του Ζήνωνα του Ίταλο Σβέβο, Νάντια του Αντρέ Μπρετόν. Και πιο μετά, Κάτω από το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρι, Στο Δρόμο του Τζακ Κέρουακ, Ο Μεγάλος Αποχαιρετισμός του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Μυθιστορήματα που είναι εκρήξεις στο κρύο κρέας του κρανίου, λέγαμε παλαιότερα. Το λέμε και τώρα. (§7)

7. Μην ξεχνάμε και το μεγαπολυμυθιστόρημα Ζωή: Οδηγίες Χρήσεως, του Ζορζ Περέκ! «Δεν έχει οικογένεια· είναι συγγραφέας» (καίτοι από το Κουτσό, και δη σ. 132) ταιριάζει να το ενθέσουμε εδώ τούτο το απόσπασμα — καθότι ο Περέκ δεν είχε οικογένεια ως συγγραφέας, και άλλωστε ουδείς συγγραφέας συνομιλεί με συγγενείς, συνομιλεί μόνο με τεθνεώτες συγγραφείς άλλων ετών, άλλων δεκαετιών, άλλων αιώνων). (§2)

8. History as story. Αυτό είναι το Κουτσό. Κι ακόμα: ένα σύμπαν τσέπης, μια χρονοκάψουλα που διαρκώς εκρήγνυται, όλη η διαδρομή της Τέχνης και της Αντιτέχνης από το Dada και μετά, ένας υπόγειος/κρυφός/ιδιοφυής διάλογος με τις αναζητήσεις των καταστασιακών (situationnistes), ένα πολυτροχιοδεικτικό, μια πολυπρισματική τζαζολογία, ο προσηνής μεγαλοθείος του θηρίου 2666 του Ρομπέρτο Μπολάνιο, ένα ηλεκτρολεττριστικό γουέστερν, ένα μεταϋπαρξιστικό κωμειδύλλιο, ένα χαϊκού που «έπαθε πλοκή», μία «νοήμων πίπιζα» (βλ. Κυριάκος Σταμέλος, She, of Zante, εκδ. Ίκαρος). (§12)

9. «Προχωρεί σαν αντάρτης, τινάζει στον αέρα ό,τι μπορεί, τα άλλα παίρνουν το δρόμο τους. Μη νομίζεις ότι είναι άνθρωπος των γραμμάτων» (Κουτσό, σ. 554). Σα ν ακούω να μιλάνε για τον Γκι Ντεμπόρ! Αλλά και αλλού: «Ας προσπαθήσουμε να επινοήσουμε νέα πάθη, ή να αναπαραγάγουμε τα παλιά με την ίδια ένταση». Παραθέτει Χοσέ Λεσάμα Λίμα ο Κορτάσαρ, στη σ. 495, ο οποίος Λίμα μοιάζει σαν να παραθέτει, τροποποιημένη, την περιλάλητη «11η Θέση για τον Φόιερμπαχ», του Μαρξ, την οποία τροποποιεί, επίσης, ο Ντεμπόρ, το 1957, όταν γράφει/προτάσσει: «Αρκετά ασχοληθήκαμε με την ερμηνεία των παθών. Το θέμα τώρα είναι να επινοήσουμε καινούργια». Ο οποίος Ντεμπόρ λάτρευε την τζαζ, στο magnum opus του, μάλιστα, στο φιλμ In girum imus nocte et consumimur igni (1978), ως σάουντρακ χρησιμοποιεί το αριστουργηματικό «Whisper Not» με τον Αρτ Μπλέικι. Στο Κουτσό, ακούμε την συναρπαστικότερη τζαζ και τα ωραιότερα αγέρωχα μπλουζ του κόσμου (Όσκαρ Πίτερσον, Λάιονελ Χάμπτον, Κόουλμαν Χόκινς, Θαντ Τζόουνς, Λούι Άρμστρονγκ, Μπέσι Σμιθ, Κρίστιαν "Πέρεκ" Γκρέινβιλ, Τζέλι Ρολ Μόρτον, κ.ά.) — μάλιστα, γίνεται και λόγος περί της τζαζολογίας ως επαγωγικής επιστήμης (σ. 102), ενώ στη σ. 95 συναντάμε μιαν επιτομή της μουσικής αγωγής που μας κάνει να παίρνουμε τους δρόμους, να ερωτευόμαστε, να πίνουμε, και να γινόμαστε θραύσματα ποιημάτων: «Τι άλλο είν η ζωή, τρένα που πηγαινοφέρνουν κόσμο, κι εσύ είσαι στη γωνία, με τα πόδια μουλιασμένα, κι ακούς μια πιανόλα και γέλια να τραντάζουν τις κιτρινωπές τζαμαρίες τού σαλούν όπου δεν μπήκες ποτέ γιατί ποτέ δεν είχες λεφτά». (§1)

Το «Κουτσό» 
δεν το διαβάζεις, ούτε το ξαναδιαβάζεις,
όπως θα έλεγε ο Μπόρχες,
αλλά το δεξιώνεσαι διαρκώς και αδιαλείπτως.

10. Λετριστές, καταστασιακοί, Beat Generation, και Κουτσό: συγκοινωνούντα δοχεία/ηχεία. Η βαθιά διάβρωση ενός κόσμου που καταγγέλλεται ως ψεύτικος, ένας μεγαλειωδώς ενορχηστρωμένος κόσμος που διαλύεται, για τους έχοντες λεπτή ακοή, στο κενό: τέτοια στοχάζεται ο Μορελί, ο ιθύνων διασαλευμένος σαλός νους στο Κουτσό, κρυφός ήρωας του οποίου (θα μπορούσε να) είναι ο Γκι Μονό, ενώ ο Γκι Ντεμπόρ υπήρξε τωόντι κάποιος που διέθετε λεπτή ακοή, κάποιος που πόνταρε τα παντα σ αυτούς που, σαν τους Ινδιάνους, ήξεραν ν ακούν το χορτάρι να βλασταίνει, κάποιος που μας προμήθεψε έως νεωτέρας με την πιο εμπρηστική «διαλεκτική τσέπης» (συνεχώς στο Κουτσό συναντάμε τη διαλεκτική, τις περιπέτειες της διαλεκτικής, για να θυμηθούμε το καλύτερο βιβλίο του Μορίς Μερλό-Ποντύ). Και η Beat Generation παρούσα στη σ. 531, δεχόμενη μάλιστα την ίδια κριτική που της ασκήθηκε (τότε που ήταν στα ντουζένια της!) από τον Ντεμπόρ στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Παρών και ο beat μουσηγέτης Φερλινγκέτι με το ποίημα, στη σ. 600, που λέει καταστατικά/καταστασιακά: «Κι όμως έχω πλαγιάσει με την ομορφιά/ με τον δικό μου τρόπο τον αλλόκοτο/ κι είχα και μια-δυο ανεχόρταγες σκηνές μαζί της στο κρεβάτι μου/ κι έτσι χυθήκαν από μέσα μου ένα-δυο ποιήματα ακόμα/ πάνω στον κόσμο αυτόν που είναι σαν πίνακας του Μπος». (§3)

11. Ψάχνοντας βρίσκεις. Πολλές σελίδες στο Κουτσό, όπως και πολλές σελίδες του Τόμας Πίντσον, συνομιλούν με τον Ντεμπόρ και τους καταστασιακούς. Αρχικά, το διαισθάνεσαι, εν συνεχεία σιγουρεύεσαι, κατόπιν πετυχαίνεις κι άλλους που συμμερίζονται τούτη τη θέση. Π.χ., δες εδώ και εδώ, μεταξύ (ολίγων προσώρας) άλλων. (§10)

12. «Κάθε αγάπη είναι κι ένα οντολογικό νύγμα, μια απόπειρα να ιδιοποιηθούμε το μη ιδιοποιήσιμο» (Κουτσό, 1960). «Ο έρωτας δεν αξίζει παρά μόνο σε μία προεπανασταστική περίοδο» (Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ, 1952). 

13. Το Κουτσό, πέρα από μυθιστόρημα που πάει πέρα από τα μυθιστορήματα, είναι ένας ψυχογεωγραφικός χάρτης του Παρισιού, ένα απαστράπτον ντοκουμέντο της ψυχογεωγραφίας, μιας πειραματικής επιστήμης που επινοήθηκε από τον Γκι Ντεμπόρ στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Επίσης, είναι ένα χάρτινο μουσείο των επιτευγμάτων της αβανγκάρντ με επιμελητές τον Ντάσιελ Χάμμετ, τον Φρεντ Μπάτον, και τον Ιβάν Στσεγκλόφ. Το Κουτσό είχε μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Κώστα Κουντούρη (εκδ. Εξάντας, 1988) και τριάντα χρόνια μετά το απογείωσε εκ νέου ο πυραυλοκίνητος μαιτρ Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. Opera). Το Κουτσό δεν το διαβάζεις, ούτε το ξαναδιαβάζεις, όπως θα έλεγε ο Μπόρχες, αλλά το δεξιώνεσαι διαρκώς και αδιαλείπτως, το βάζεις σε ειδική θήκη στον σάκο εκστρατείας του επίμονου αναγνώστη για να μην το ξαναβγάλεις ποτέ, γεμίζεις τετράδια ολόκληρα με αποσπάσματα από τις σελίδες του και με ιδέες προς μελέτη και επεξεργασία. Το Κουτσό είναι ένα κιβώτιο μνήμης, ένα «οντολογικό μπούμεραγκ», μια ιστορία αγάπης, ένα παλινδρομικό παλίμψηστο, είναι το πιο δελεαστικό night-club των συνειρμών. (§4)

«Κι αν δαγκωνόμαστε, ο πόνος είναι γλυκός, κι αν πνιγόμαστε με μια κοφτή και τρομερή και ταυτόχρονη εισρόφηση της εκπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι ωραίος.
Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μία και μόνη γεύση ώριμου φρούτου, κι εγώ σε νιώθω να ριγείς επάνω μου σαν μια σελήνη στο νερό.»

"Αντιμυθιστόρημα", "Xρονικό μιας τρέλας", "Ένα βίαιο τράνταγμα από το γιακά", "Κάτι σαν ατομική βόμβα", "Ένα κάλεσμα προς την αναγκαία αταξία", "Ένα γιγάντιο ευφυολόγημα", "Ένα ψέλλισμα".
Αυτά είναι λίγα από τα πάμπολλα που γράφτηκαν για το Κουτσό, το μυθιστόρημα που ο Χούλιο Κορτάσαρ άρχισε να ονειρεύεται το 1958, που εκδόθηκε το 1963 κι από τότε άλλαξε την ιστορία της λογοτεχνίας και συγκλόνισε τη ζωή χιλιάδων νέων ανά τον κόσμο. Γεμάτο λογοτεχνική φιλοδοξία, σπαρταριστό, με καινοτόμα συγγραφικά εργαλεία, κατεδαφιστικό του κατεστημένου και αναζητητικό της ρίζας της ποίησης, το Κουτσό, πάνω από μισό αιώνα τώρα, συνεχίζει να διαβάζεται με περιέργεια, με δέος, κατάπληξη, με ενδιαφέρον ή αφοσίωση. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

«Κανείς δεν μπορεί ν' αφηγηθεί την πλοκή ενός αφηγήματος του Κορτάσαρ κάθε αφήγημα συγκροτείται από πολύ συγκεκριμένες λέξεις σε πολύ συγκεκριμένη σειρά. Αν επιχειρήσουμε να το συνοψίσουμε, θα διαπιστώσουμε πως κάτι πολύτιμο έχει χαθεί.» (Χόρχε Λουίς Μπόρχες)

«Όποιος δεν έχει διαβάσει Κορτάσαρ είναι καταδικασμένος. Αυτό, το να μην τον έχεις διαβάσει, είναι μια σοβαρή, ύπουλη αρρώστια που με τον καιρό μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες. Κάτι ανάλογο με κάποιον που δεν έχει φάει ποτέ ροδάκινο. Θ' αρχίσει να γίνεται όλο και πιο μελαγχολικός, θα χάνει το χρώμα του και, πολύ πιθανόν, σιγά σιγά, θα χάσει και τα μαλλιά του.» (Πάμπλο Νερούδα)

«Τελειώνει η ερωτική πράξη και την καταστρέφει ο λόγος. Τελειώνει η ονειρική πράξη και την καταστρέφει η λογική. Ο λόγος και η λογική σκοτώνουν την ενότητα, παλινορθώνουν την αντίφαση. Οπότε, γράφονται μυθιστορήματα με τα όπλα του εχθρού: το λόγο και τη λογική. Γράφεται το Κουτσό.» (Κάρλος Φουέντες)

Το "κουτσό" ήταν στη χώρα μας παραδοσιακό (κοριτσίστικο συνήθως) παιδικό παιχνίδι, με αρκετές παραλλαγές. Απαραίτητα μία κιμωλία …χαράζεις ένα τετράγωνο | παραλληλόγραμμο και γράφεις μέσα τον αριθμό ένα (1), έπειτα, πάνω από το τετράγωνο, στη μέση μια γραμμή, …δύο καινούρια τετράγωνα με τους επόμενους αριθμούς (2, 3) _από πάνω από αυτά τα δύο τετράγωνα, πάλι στη μέση, ένα ακόμη τετράγωνο κλπ. (μέχρι το 10). Συνήθως το πρώτο ήτανε η Ελγύρα (Elgyra) και το τελευταίο η Χύτρα (Chytra) -αν τα τετράγωνα δεν ήταν ίσα, τα ξανακάνανε!

Για να παίξεις (πάλαι ποτέ) χρειαζόσουνα μια πέτρα –«αμάδα» (ή «ομάδα»). Την έριχνες μέσα σε ένα από τα παραλληλόγραμμα και αν έπεφτε σε χώρισμα χωρίς άλλο δίπλα του, τότε πάταγες πάνω του με το ένα σου πόδι, αν όχι με το ένα σου στο πρώτο τετραγωνάκι και με το άλλο σου στο δεύτερο. Αν η αμάδα ακουμπήσει σε γραμμή ή βγει από το τετράγωνο που βρίσκεται χωρίς να πάει στο επόμενο ο παίκτης χάνει τη σειρά του. Το παιχνίδι τελειώνει όταν κάποιος φτάσει στο τελευταίο τετράγωνο και βγάλει την αμάδα έξω και αφού παίξουν όλοι οι παίκτες που έχουν σειρά.
Παίζονταν με πολλούς παίκτες και έχανες εάν κατά την επιστροφή σου από το τετραγωνάκι με την πέτρα, πάταγες και νικητής ήτανε όποιος κατάφερνε πρώτος να φτάσει στο "τέρμα". Έπαθλο, συνήθως η “αμάδα” του\των χαμένων. Η παράδοση λέει πως με τις “αμάδες” που μάζευε κάθε παιδί, έφτιαχνε και ένα αντικείμενο –τ΄ αγόρια τον αιμοδυψή, όπου ακόνιζαν την πέτρα σε σχήμα βέλους, όπου στην συνέχεια το δέναν με ξύλα για να μπορέσουν μετά να ρίχνουν με το τόξο τους σε πτηνά, τα κορίτσια χειροποίητα κολιέ με σπάγκο και τους φόραγαν για πρώτη φορά την μέρα του γάμου τους. Μάλιστα αν οι γυναίκες "έμεναν στο ράφι", τότε το κολιέ το έπαιρνε συγγενικό πρόσωπο μετά τον θάνατό τους. Συνήθιζαν να τα λένε "Λιθάντρεις", "Ντοράν" και "Τελευταίος Ψίθυρος" (βγήκε έτσι, διότι το είχαν μαζί τους μέχρι να αφήσουν την τελευταία τους πνοή).

Σε άλλες παραλλαγές ο παίκτης πρέπει να κουβαλήσει την αμάδα πάνω στο κούτελο, το χέρι, την πλάτη ή όποιο άλλο σημείο θέλει η φαντασία των παιδιών, και, κάνοντας κουτσό, να περάσει με τη σειρά από όλα τα τετράγωνα χωρίς να πατήσει τη γραμμές.

Στο νησί της επανάστασης
Ινδία
Γκάνα