20 Ιουλίου 2023

Μας λείπει ο Μιχάλης Μπουρμπούλης με την ξεχωριστή θέση στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού

Διαβάσματα, συμβολισμοί, αλληγορίες, αναφορές, πρόσωπα και προσωπικότητες, εικόνες, η ζωγραφική και η γλυπτική, το θέατρο, η Ιστορία, το κίνημα. Ολα αυτά συμπυκνωμένα σε στίχους τραγουδιών. Από τους πιο καταρτισμένους και μορφωμένους δημιουργούς, λόγιος, ο Μιχάλης Μπουρμπούλης που πέθανε στα 84 χρόνια του ανήκει σαυτή τη σπουδαία στιχουργική γενιά που κατόρθωσε να συνδυάσει τη διανόηση με τη λαϊκότητα, να μιλήσει απλά και κατανοητά, όχι όμως και απλοϊκά, για τα σπουδαία, τα οδυνηρά, τα δύσκολα, τα ωραία.

«Αποχαιρετούμε τον σπουδαίο στιχουργό και ποιητή - συγγραφέα Μιχάλη Μπουρμπούλη, ο οποίος υπήρξε λάτρης της λογοτεχνίας από παιδί και πίστευε ότι κάποιος πρέπει να πάει πολύ βαθιά μέσα στην ποίηση για να αφομοιώσει δημιουργικά τα αποστάγματά της.

Ο Μιχάλης Μπουρμπούλης εξέδωσε ποιητικές συλλογές και παράλληλα στράφηκε στη στιχουργική χαράζοντας δικούς του δρόμους, ενώ και μόνο τα έξοχα "Λαϊκά Προάστια" να είχε γράψει, θα αρκούσε για να έχει τη δική του ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.

Γράφοντας και άλλους εξαιρετικούς στίχους, συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους συνθέτες και ερμηνευτές και κατάφερε μέσω των τραγουδιών του να εκφράσει με ουσιαστικά, αληθινά και γεμάτα μνήμες λόγια, την περηφάνια και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που ζουν και παλεύουν κάτω απ' όλους τους καιρούς στις λαϊκές γειτονιές.

Το ΚΚΕ εκφράζει τα θερμά του συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους του».

_ ανακοίνωσή του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ

Μην κλαίς και μη λυπάσαι που βραδιάζει εμείς που ζήσαμε φτωχοί του κόσμου η βροχή δε μας πειράζει εμείς που ζούμε μοναχοί Τα σπίτια είναι χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες Μην κλαίς και μη φοβάσαι το σκοτάδι εμείς που ζήσαμε φτωχοί του κόσμου η απονιά δε μας τρομάζει θα έρθει και για μας μια Κυριακή Τα σπίτια είναι χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες
_           
Δίσκος Λαϊκά Προάστια - Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης

Φεύγαν οι εργάτες κι έφευγες μαζί τους και έμεινα μόνη να σε καρτερώ Μ’ ένα τραγούδι στο πικρό μου στόμα κι ένα λουλούδι μέσα στο νερό Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης Έλα να μάθεις, τι ζωή περνώ Έλα να κάτσεις δίπλα μου να κλάψεις ένα βραδάκι τέρμα Αχαρνών Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης Έλα να μάθεις, τι ζωή περνώ Νύχτωνε κι έπεφτε το βαρύ σκοτάδι όταν μου είπες "Φεύγω, έχε γεια" Χρόνια και χρόνια περιφρονημένη καρδιά καμένη απ’ την πυρκαγιά
_            Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος

Σε ηλικία 84 ετών «έφυγε» από τη ζωή ο δημιουργός Μιχάλης Μπουρμπούλης, αφήνοντας πίσω του μερικά από τα πιο όμορφα τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας, όπως «Μην κλαις», «Πλατεία Βάθης», «Τα βεγγαλικά σου μάτια», «Καμιά φορά» και τόσα άλλα.

Πέθανε ο σπουδαίος λόγιος
και ταυτόχρονα αυθεντικά λαϊκός στιχουργός

Πρώτα βέβαια είχε διαβάσει πάρα πολύ (από παιδί διάβαζε λογοτεχνία μανιωδώς), είχε «θητεύσει» στη δημοτική παράδοση και στο ρεμπέτικο, στους μεγάλους συγγραφείς και ποιητές, στο σινεμά και στο θέατρο (που τα είχε σπουδάσει άλλωστε), είχε παρατηρήσει, είχε περιπλανηθεί, είχε σκεφτεί. Διαφορετικά δεν μπορεί κάποιος να γράψει στίχους όπως αυτόν: «Μην κλαις \ Και μη λυπάσαι που βραδιάζει \ Εμείς που ζήσαμε φτωχοί \ Του κόσμου η βροχή δεν μας πειράζει \ Εμείς που ζούμε μοναχοί».

«Το τραγούδι της Μπέλλου» όπως αποκαλούν πολλοί τη δημιουργία του Μπουρμπούλη και του Ηλία Ανδριόπουλου μαζί με την «Πλατεία Βάθης» είναι βέβαια διάσημα, τα διασημότερα και πιο αγαπημένα ίσως από τα «Λαϊκά Προάστια» και σίγουρα διασημότερα από τον στιχουργό τους. Αλλά κατεπιλογήν ο Μπουρμπούλης ήταν ένας άνθρωπος που είχε επιλέξει να ζει αρκετά «μοναστικά», μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Και ναι.

Πολλά από τα μεγάλα τραγούδια του, ταυτισμένα με τις φωνές των μεγαλύτερων ερμηνευτών, παραμένουν διασημότερα από τον ίδιο. Π.χ. σε μουσική του Σταύρου Κουγιουμτζή τα «Θαταν 12 του Μάρτη» (ένας στιχουργικός υπαινιγμός ενάντια στη χούντα) και «Σου στέλνω χαιρετίσματαμε δυο μικρά πουλιά \ λιγότερα συνθήματα \ και πιο πολλή δουλειά», γραμμένο μάλιστα όπως ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του στον Κ. Παυλικιάνη με σατιρική διάθεση, όταν είχε γυρίσει ως «εθνάρχης» από το Παρίσι ο Κων. Καραμανλής), που τα είπε η Χάρις Αλεξίου. Σε μουσική του Γιώργου Χατζηνάσιου τα «Να παίζει το τρανζίστορ» και «Παιδί απτην Ανάβυσσο» που τα είπε η Μαρινέλλα.

Το «Μυρίζει ο κόσμος γιασεμί», σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, που μαζί είχαν κάνει όλα τα τραγούδια του δίσκου «Για την Ελένη» που πρωτόπε το ’78 ο Στέλιος Μαρκετάκης κι αργότερα (1985) ερμήνευσαν και οι Αλεξάνδρα και Μαρία Δημητριάδη. Τα «Θα με δικάσει ο κούκος και το αηδόνι» και «Περαστικός και αμίλητος» από τον δίσκο «Αη Λαός», όλος σε μουσική Δημήτρη Λάγιου και στίχους Μπουρμπούλη που ερμήνευσε η Μπέλλου. Η «Τα βεγγαλικά σου μάτια» που με τη μουσική του Στάμου Σέμση ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας. Ή το «Τώρα ξέρω», σύνθεση του Βαγγέλη Παπαθανασίου, που πρωτοερμήνευσε η Μαρία Φαραντούρη. Και πόσα ακόμα...

Γεννημένος στην Ιθάκη στις 8 Νοεμβρίου του 1939, ο Μιχάλης Μπουρμπούλης, γιος χωροφύλακα, λάτρευε από μικρός τη λογοτεχνία, διάβαζε ό,τι έπεφτε στο χέρι του και στα 17 του άρχισε και ο ίδιος να πειραματίζεται στη γραφή. Σπούδασε δημοσιογραφία και ναυτιλιακά, ενώ επί μια 25ετία δούλεψε ως κειμενογράφος στον χώρο της διαφήμισης αλλά και ως δημιουργικός διευθυντής σε μερικές από τις μεγαλύτερες διαφημιστικές εταιρείες. Παράλληλα πάντα έγραφε, κυρίως ποίηση, αλλά όχι μόνο. Αργότερα, άλλωστε, εκτός από τη θαυμαστή στιχουργική του πορεία, εξέδωσε και λογοτεχνία και θεατρικά έργα.

Το 1975 ο φίλος του Γιάννης Λογοθέτης, ο ΛοΓο, τον φέρνει σε επαφή με τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Εκείνος είναι που θα μελοποιήσει και το πρώτο τραγούδι που έγραψε ποτέ ο Μπουρμπούλης: είναι το «Εχεις την πόρτα σου κλειστή» που θα τραγουδήσει ο Γιώργος Νταλάρας. Ετσι άνοιξε η πόρτα της δισκογραφίας και των μεγάλων συνεργασιών με τους μεγάλους συνθέτες (εκτός από όσους αναφέραμε ας προσθέσουμε και τους Μίκη Θεοδωράκη, Λίνο Κόκκοτο, Γιάννη Σπανό κ.ά.) και με τις μεγάλες φωνές επίσης και των Α. Καλογιάννη, Κ. Σμοκοβίτη, Δ. Μητροπάνου, Β. Μοσχολιού, Τ. Τσανακλίδου, Ελ. Βιτάλη, Δ. Γαλάνη, Αλκ. Πρωτοψάλτη κ.ά.

Δικοί του ήταν και οι στίχοι στα τραγούδια που ερμήνευσε ο Μιχάλης Χατζηγιάννης για τη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά του Μανούσου Μανουσάκη «Άγγιγμα Ψυχής». Από τις δισκογραφικές δουλειές του Μπουρμπούλη τουλάχιστον 15 άλμπουμ ήταν καρπός της συνεργασίας του μέναν συνθέτη ως ενιαίο έργοκαι αξίζει να αναφερθεί κι αυτό καθώς δεν ήταν δημιουργός της πολυσυλλεκτικότητας που κυριάρχησε μετά _υπάρχουν 30 δίσκοι στους οποίους τα μισά τραγούδια είναι του Μπουρμπούλη, ενώ συνολικά δισκογραφήθηκαν 264 τραγούδια με στίχους του.


Ο Μιχάλης Μπουρμπούλης γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1939 στην Ιθάκη. Είναι ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς μας. Κατάφερε με πολλά τραγούδια του να δώσει το στίγμα της εποχής και να ξεχωρίσει για τον ουσιαστικό, αληθινό και γεμάτο μνήμες λόγο του. Έχει συνεργαστεί με σπουδαίους συνθέτες και ερμηνευτές: Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης, Δημήτρης Λάγιος, Σταύρος Κουγιουμτζής, Ηλίας Ανδριόπουλος, Γιώργος Χατζηνάσιος, Λίνος Κόκοτος, Γιάννης Σπανός, Στάμος Σέμσης, Σωτηρία Μπέλλου, Βίκυ Μοσχολιού, Μαρία Δημητριάδη, Ελένη Βιτάλη, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Κώστας Σμοκοβίτης, Χάρις Αλεξίου, Γιώργος Νταλάρας, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Αντώνης Καλογιάννης, Μελίνα Κανά, Φίλιππος Περιστέρης κ.ά.

Έχει εκδώσει και τα εξής βιβλία:

·       Η Νύχτα του Όφη, Andy’s Publishers, 2014 – Νεοελληνική Ποίηση
·       Η Μετρική του Θανάτου: Τάφος στο Μόντρεαλ, Andy’s Publishers, 2013  – Νεοελληνική Ποίηση
·       Μονοκατοικία στα Χαλάσματα: Ειρκτή του ενός, Andy’s Publishers, 2013  – Νεοελληνική Ποίηση
·       Λαζαρέτο: ο Γάμος των Τράγων: Λοιμοκαθαρτήριο, δεσμωτήριο, Καστανιώτης, 2010 – Μυθιστόρημα
·       Επισκέπτες στη Χώρα του Άλατος, Διάττων – Καστανιώτης, 2008 – Μυθιστορηματική Καταγραφή
·       Μια Επιστολή προς τη Γαλάτεια και οι Μεταμορφώσεις του Μάρκου Σοντάτου, Modern Times, 2005 – Μυθιστόρημα
·       Ειν Αλί Κείται προς Ζόφον: Εικοσιτέσσερα Σονέτα του Μιχαήλ Μπουρμπούλη του Επτανησίου, Διάττων 2004 – Νεοελληνική Ποίηση
·       Η Πριγκίπισσα των Ατμών, Διάττων, 2003 – Μυθιστόρημα
·       Άνθρωπος Άνεμος, Διάττων 1999 – 

 Μιχάλης Μπουρμπούλης:
Η ιστορία πίσω από τα τραγούδια του
_συνέντευξη

(musicheaven.gr_2015)
Το να αποδώσει κανείς στον Μιχάλη Μπουρμπούλη μόνο την ιδιότητα του στιχουργού, σίγουρα αδικεί την προσωπικότητά του καθώς η προσφορά του έχει καλύψει πολλές πτυχές του πολιτισμού μας. Όμως, ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα στον Μιχάλη Μπουρμπούλη θα απαιτούσε όχι μία, αλλά πάμπολλες συνεντεύξεις.
Ακόμα κι αυτή εδώ η συνέντευξη δεν είναι παρά ένα μικρό κομμάτι μιας πολύωρης συζήτησης που κάλυψε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τη λογοτεχνία μέχρι τη ζωγραφική, από την ιστορία μέχρι την πολιτική, και πολλά άλλα θέματα που είχαν εξίσου ενδιαφέρον. Αλλά μιας και η αφορμή για τη συνέντευξη είναι η ιστορία πίσω από τα τραγούδια, θα περιοριστούμε στα περί της μουσικής.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση ενός εξαιρετικού δημιουργού του λόγου, που ο αριθμός των μελοποιημένων του στίχων δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος αλλά αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο αναλογικά μεγάλος αριθμός των επιτυχιών του αλλά και η διάχυσή τους χρονικά, καθότι ο Μιχάλης Μπουρμπούλης έχει να επιδείξει πολύ μεγάλες επιτυχίες από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα.

Από το «Θα ‘ταν 12 Του Μάρτη» (Χάρις Αλεξίου) και το «Να Παίζει Το Τρανζίστορ» (Μαρινέλλα) της δεκαετίας του ’70, μπαίνουμε στη δεκαετία του 1980 με το περίφημο «Μην Κλαις» (Σωτηρία Μπέλλου) και το «Καμιά Φορά» (Μαρινέλα) και συνεχίζουμε με τα «Βεγγαλικά Σου Μάτια» (Γιώργος Νταλάρας). Ενδιάμεσα, το μουσικό μας «ταξίδι» συναντά και άλλα τραγούδια σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη, σε σημείο που πολλοί θα εκπλαγούν για το πόσα τραγούδια του γνωρίζουν, χωρίς όμως να ξέρουν τον στιχουργό. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο σκοπός αυτής της συνέντευξης: να γνωρίσουμε τον άνθρωπο και τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια.

Θα ‘ταν 12 Του Μάρτη – Χάρις Αλεξίου
(συνθέτης: Σταύρος Κουγιουμτζής, 1976)

Μ.Μ.: Ήταν 1975. Κατά σύσταση του Γιάννη Λογοθέτη, του ΛοΓό, γνώρισα τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Μου είπε:

__Παρ’ τον Σταύρο Κουγιουμτζή, του ‘χω μιλήσει.
Πήρα τηλέφωνο. Επρόκειτο για έναν άρχοντα και ευαίσθητο άνθρωπο. Με τέτοιες γνώσεις στη μουσική, με τέσσερα διπλώματα, τόσο πολύ έπαιζε μουσική που τα δάχτυλά του είχαν πάθει μία ελαφρά ζημία. Πήγα, το λοιπόν, εκεί. Δεν είχα ασχοληθεί με το τραγούδι. Μόνο με την ποίηση. Αλλά επιστρέφοντας από τη Θεσσαλία, όπου δούλευα σε μία εταιρία στη Λάρισα, του πήγα ένα ποίημα που ‘χα φτιάξει, με την αντίληψη και τον λόγο –τις λέξεις δηλαδή- του θεσσαλικού κάμπου. Ο άνθρωπος τα έχασε. Έμεινε έκπληκτος. Και για να μην με πετάξει από το παράθυρο, μου είπε:

__Κύριε Μπουρμπούλη, αυτό δεν είναι τραγούδι!
Εγώ, καθότι Επτανήσιος, δεν είχα την πείρα. Βεβαίως είχα γράψει ποιητικά βιβλία, αλλά το τραγούδι το ελληνικό δεν το γνωρίζαμε τόσο καλά τότε. Μου λέει:

__Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, μόνο να σας δώσω μία μικρή συνταγή.
Εγώ περίμενα πως θα πάει σε κανένα αρμάρι ή συρτάρι να μου φέρει κανά χαρτί. Και μου είπε:
__Θα σας πω έναν στίχο για να μπείτε μες στο τραγούδι.
Διαβάζοντας το ποίημά μου είχε δει ότι μπορούσε να μιλήσει μ’ έναν άνθρωπο που σκεφτότανε και είχε την ευαισθησία του λόγου. Πράγματι, λοιπόν, μου λέει το εξής:
__Θα σου πω ένα τετράστιχο του Γκάτσου. «Φαρμάκι τα γεράματα \ τα νιάτα πικραμένα \ σου ‘στειλα δέκα γράμματα δε μου ‘στειλες κανένα».
Αυτή είναι η γενική φόρμα του λαϊκού δεκαπεντασύλλαβου. Μπήκε τότε το ψώνιο στο κεφάλι και τον έπαιρνα τηλέφωνο κάθε μέρα και δεν του ‘χα πει τίποτα ότι γράφω. Σε έξι μήνες του πάω το «Θα ‘ταν 12 Του Μάρτη», το οποίο έχει το εξής που δεν γινόταν τότε: κάθε κουπλέ έχει δύο δεκαπεντασύλλαβους και συνοδεύεται από ένα δεκαεξασύλλαβο σπασμένο στα δύο. Παραδείγματος χάρη:

Θα ‘ταν 12 Του Μάρτη
μεσημέρι Κυριακής
τότε που ‘φευγες στρατιώτης
μ’ ένα τρένο της γραμμής.
Τρίτη θέση σε βαγόνι,
Μες στο κρύο και στο χιόνι.

Και αυτό το εφαρμόζω ίσως για πρώτη φορά. Τότε ο Κουγιουμτζής έκανε ένα δίσκο γνωριμίας με την Αλεξίου. Όμως προηγουμένως είχα κάνει μαζί του ένα τραγούδι με το Νταλάρα, το «Έχεις Την Πόρτα Σου Κλειστή» (1975). Μου το ‘κανε σαν δώρο ο Κουγιουμτζής για να μην με πικράνει επειδή είχαμε γίνει ήδη φίλοι. Εγώ, όμως, του πήγα όχι ένα αλλά τρία τραγούδια: το «Θα ‘ταν 12 Του Μάρτη», το «Σου Στέλνω Χαιρετίσματα» και το «Πηνελόπη», το οποίο η Αλεξίου δεν το προώθησε. Το «Θα ‘ταν 12 Του Μάρτη» είχε ένα συμβολισμό προς το τέλος, γιατί ήτανε νωπά ακόμα τα πράγματα το 1976, από την κατάρα των Ελλήνων (σ.σ. εννοεί την χούντα των συνταγματαρχών):

Τον Απρίλη αρρωσταίνεις
και το Μάη δε μιλάς.
Μου ‘γραψες δυο λέξεις μόνο,
πως ακόμα μ’ αγαπάς.
Μ’ αγαπάς και με θυμάσαι
μες στο χιόνι που κοιμάσαι.

Ο Απρίλης ήταν συμβολικός. Αλλά θα ‘ταν κουταμάρα να το βάλεις καθαρά μες στο τραγούδι και να κάνεις τον αντιστασιακό. Το έκαναν πολλοί και ήταν λάθος. Δεν μιλάς μέσα απ’ το τραγούδι θυμίζοντας φωτογραφικά τις εποχές που σε πίκραναν ή που πίκραναν την πατρίδα σου. Μιλάς «παρακαμπτηρίως», θα σου έλεγα.

Πόσοι το κατάλαβαν αυτό;

Μ.Μ.: Κανένας! Μόνο ο Σταύρος! Ο Σταύρος είχε την Αιμιλία, η οποία ήταν μία φωνή εκπληκτική, αλλά δεν προχώρησε στο τραγούδι. Είπε μερικά πράγματα, όπως το «Λεωφορείο», που είχαμε κάνει μαζί σε έναν άλλο δίσκο («Τραγούδια Του Καιρού Μας», 1977). Ακόμα έχουμε επαφή. Είναι μία κυρία που η φιλοξενία της και η αδελφότητα που μου έδειξε –γιατί ήμουνα υπό ανέχεια τότε- δεν λέγεται. Και δεν ξεχνιούνται τέτοια πράγματα. Μην ξεχνάμε ότι αδελφή του Σταύρου Κουγιουμτζή είναι η Μαρία Κουγιουμτζή, βραβευμένη από την Ακαδημία ως συγγραφέας, η οποία επειδή είναι σεμνή δεν κάνει παρουσιάσεις. Η Μαρία έφερε μία νέα ιδέα, ένα νέο στυλ στην ελληνική πεζογραφία. Ήταν σόι, δηλαδή, καλλιτεχνών-δημιουργών. Η Αιμιλία τραγούδησε μοναδικά τραγούδια άλλου στιχουργού και μουσική του Σταύρου. Ερμηνείες που σου κόβουν την ανάσα. Ας μιλήσουμε άλλη φορά για αυτό.

Γιατί ήταν «12 του Μάρτη»; Η ημερομηνία επιλέχθηκε τυχαία;

Μ.Μ.: Ήταν μετρική λύση. Ο Μάρτης είναι κι ένας συμβολικός μήνας για τους Έλληνες, επειδή έχει την 25ηΜαρτίου. Τώρα, το πόσο αλήθεια είναι και το τι επαναστάσεις έγιναν…, ας μην το συζητάμε. Είχα μία γραφομηχανή, δεν υπήρχαν κομπιούτερ τότε, το 1975-1976, και δούλευα καιρό, έξι μήνες, μέχρι να φτιάξω αυτά τα τραγούδια. Ο Σταύρος τα πήρε και τα τρία. Γι’ αυτό, αν προσέξεις, ανεξάρτητα αν αξίζουν ή είναι για πέταμα, είναι διαφορετικά απ’ όλο το δίσκο («Λαϊκές Κυριακές»).

Από μία… διαβολική σύμπτωση, 12 Μαρτίου «έφυγε» ο Σταύρος Κουγιουμτζής.

Μ.Μ.: Οι συμπτώσεις ποτέ δεν είναι διαβολικές. Όταν το έμαθα, σκέφτηκα πως θα μπορούσε ένας από τους δύο να πάει περίπατο. Μετά δεν είχα λόγια να πω… Ξέρεις, φίλε μου, αυτά τα γεγονότα είναι σαν δόλιοι επισκέπτες. Εξαρτάται ποιον θα συναντήσουν πρώτο στο διάβα τους.

Σου Στέλνω Χαιρετίσματα – Χάρις Αλεξίου
(συνθέτης: Σταύρος Κουγιουμτζής, 1976)

Μ.Μ.: Το «Σου Στέλνω Χαιρετίσματα» ήταν μία σατιρική μπαλάντα, γιατί γύρισε ο «εθνάρχης» από τη Γαλλία, ο Καραμανλής, και νομίζανε ότι όλα θα αλλάξουν. Κι εγώ «σας στέλνω χαιρετίσματα», λοιπόν, «με δυο μικρά πουλιά / λιγότερα συνθήματα / και πιο πολλή δουλειά». Και το αντίθετο, που διογκωνόταν η άκρα Αριστερά, και αντί να δουλεύει έριχνε συνθήματα. Ο Καραμανλής δεν ήταν κι ένας, πως να το πούμε, άνθρωπος που μπορούσες να τον κάνεις ό,τι θέλεις. Είχε και τα νευράκια του, είχε και τα χαστούκια του και ήταν πειθαρχημένο το περιβάλλον του. Τότε έφτιαξε τη Νέα Δημοκρατία. Τα γέλια που έβαλα μόλις άκουσα το όνομα του κόμματος… Η Δημοκρατία είναι μία. Τη λέει η λέξη: ο Δήμος κρατεί. Το «Νέα Δημοκρατία» τι σημαίνει; Είναι αποτέλεσμα μιας αγράμματης συμπεριφοράς μέσα σ’ ένα πλήθος πικραμένο, όπως ήταν οι Έλληνες. Δεν μπορείς να το λες «Νέα Δημοκρατία». Έφερε τη Δημοκρατία τη νέα; Γιατί η παλιά ποιά ήτανε; Να θυμηθώ ότι ο ίδιος ισοπέδωσε τα Επτάνησα με τους σεισμούς και με τους εργολάβους του; Ή την Αθήνα; Αυτός κατάντησε την Αθήνα έτσι, ως υπουργός Δημοσίων Έργων και ως αρχιμάστορας των εργολάβων στην Ελλάδα. Στα Επτάνησα το 1953 έγιναν οι σεισμοί. Μεγάλες καταστροφές. Να σου δείξω φωτογραφίες τρεις μέρες μετά απ’ τους σεισμούς. Οι εργολάβοι ισοπέδωσαν τα σπίτια. Η Ιθάκη έπαθε ζημιά 25 με 30% το πολύ. Θυμάμαι, ήμουνα παιδί, που γύριζε μία παρέα στην Ιθάκη κι έγραφε στα σπίτια Ε ή Κ, επισκευάσιμον, κατεδαφίσιμον. Τα περισσότερα έπρεπε να ήταν κατεδαφίσιμα. Τα επισκευάσιμα, ξέρεις ποιά ήταν; Το αρχοντολόι του νησιού! Που ήταν δίπλα στον Καραμανλή σαν ψηφοφόροι του.

Ναι, αλλά το αρχοντολόι, αφού είχε και περισσότερα χρήματα, δεν θα είχε και πιο καλά σπίτια και πιο γερές κατασκευές;

Μ.Μ.: Τα σπίτια στην Ιθάκη τα έζησα. Ήταν του 18ου-19ου αιώνα. Τα περισσότερα ήταν βενετσιάνικου ρυθμού, με ένα ιδιαίτερο στυλ. Σπίτια από πέτρα και ασβέστη. Δεν είχαν μπετά. Μπορούσαν, όμως, να τα αποκαταστήσουν. Στην Ιθάκη είχε φτιάξει τρία σπίτια, τρεις οικοδομές, ο Τσίλερ. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας. Έφτιαξε τη Ναυτεμπορική Σχολή, που ήτανε το ομορφότερο κτίριο της Μεσογείου. Άμα το βρω, θα στο δείξω. Και απλώς είχε καθίσει η σκεπή. Γκρεμίζεις ένα κτήριο, που μόνο τα υπόγεια και τους διαδρόμους και τα αγάλματα που είχε μέσα να κοίταζες… Στην αρχή του περασμένου αιώνα, ο Τσίλερ έφτιαξε τη Σχολή καθώς και το σπίτι του Σταθάτου και το εξοχικό. Και είδαμε όλοι αυτή την περίφημη εποχή, να προσπαθούν να γκρεμίσουν σπίτια και να μην πέφτουνε. Και να τα γκρεμίζουν με γερανούς και δυναμίτες. Ξεκινάγαμε να πάμε στο σχολείο και μας λέγανε «Κάτσε γιατί θα το γκρεμίσουνε με δυναμίτη! Τράβα παιδάκι μου αλλού, από άλλο δρόμο!». Γιατί; Γιατί δεν το επισκευάζεις; Γιατί δεν θα είχανε δουλειά-χρήμα οι εργολάβοι! Δεν θα είχε δουλειά το σύστημα των τσιμέντων, που συνεχιζότανε με πρώτο παράδειγμα την Αθήνα. Είναι πόλη αυτή; Ο Καραμανλής την ξεκίνησε! Ιδεολογικά μπορεί να θίγεσαι, δεν ξέρω, αλλά σ’ αυτά δεν υπάρχει ιδεολογία. Υπάρχει «γκρεμίζω» και «χτίζω».

Οπότε, έχοντας όλα αυτά στο μυαλό σας,
γράψατε το «Σου Στέλνω Χαιρετίσματα».

Μ.Μ.: Ναι, ναι, συν τη βοήθεια του Σταύρου σε όλα. Ήταν σαν να λέγαμε «Σταματήστε» γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά. Νομίζω ότι ο συμβολισμός του ερμηνεύεται εύκολα. Το είπε κι ο πρωθυπουργός, ο Τσίπρας, ο οποίος μου είναι ερωτηματικά συμπαθής. Όταν τελείωσε το υπουργικό συμβούλιο (το Φεβρουάριο του 2015) είπε: «Λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά».

Εσείς ως δημιουργός, ως ο άνθρωπος που συνέλαβε το συγκεκριμένο στίχο, αισθάνεστε περήφανος όταν ακούτε ένα δικό σας δίστιχο από τα χείλη ενός πρωθυπουργού ή από τον κόσμο που το σιγοτραγουδάει;

Μ.Μ.: Πολύ έξυπνη ερώτηση. Όχι. Δεν αισθάνομαι κάτι και δεν με ενδιαφέρει.
Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει η αξιαγάπητη σύζυγος του κου Μιχάλη Μπουρμπούλη, Στέλλα Καλαβίτη:
__Είναι τόσα πολλά αυτά που έχει πει στο χώρο του τραγουδιού, της ποίησης και της διαφήμισης, που τα συναντάμε κάθε μέρα.

Η Αλεξίου γνώριζε το συμβολισμό των τραγουδιών;

Μ.Μ.: Δεν κατάλαβε την ουσία. Ήταν μία επαρχιώτισσα, η οποία δεν ήξερε πολλά. Είχε μαγική φωνή. Ουδέποτε σχολίασε αυτά τα τραγούδια και ουδέποτε τα βοήθησε. Έγιναν από μόνα τους γνωστά. Παρά την ημιμάθειά της, δεν μπορούσε η κοπέλα να «παίξει» το μεροκάματό της στα βραδινά κέντρα τραγουδώντας το «Θα ‘ταν 12 Του Μάρτη» ή το «Πηνελόπη» που είναι μία από τις πιο επιθετικές μπαλάντες. Δεν την είπε ούτε μία φορά και έμεινε νεκρή. Αν σου τύχει άκουσέ την. Η Αλεξίου είχε τη δουλειά της. Την τράβηξαν από τη δουλειά της για να μπει στη δισκογραφία. Έκανε την παρουσία της, αλλά δεν ήτανε Κουγιουμτζής. Ο Κουγιουμτζής έκανε συναισθηματικές «ανοχές» σ’ αυτό το έργο, γιατί δέχθηκε στίχους μη εναρμονιζόμενους στα πιστεύω του και στο επιδιωκόμενο ύφος του δίσκου.

Έχεις Λίγα Χρόνια Έχεις – Μαρινέλλα
(συνθέτης: Γιώργος Χατζηνάσιος, 1978)

Μ.Μ.: Το δίσκο το γράψαμε στο Polysound. Απέναντι ακριβώς από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι ένας δρομίσκος στην Πατησίων που μπαίνεις μέσα, αριστερά. Είναι αδιέξοδο. Εκεί στο βάθος υπήρχε το Polysound. Στη δεξιά γωνία εισόδου του δρομίσκου ήταν το σπίτι της Μαρίας Κάλλας. Τώρα κάθονται μέσα αράπηδες, τσιγγάνοι, γύφτοι, αλήτες, ό,τι θέλεις. Όχι ότι είναι κακό η στέγαση από ανάγκη, αλλά γιατί να μην το προσέξουν; Μαρία Κάλλας ήταν αυτή. Εκπρόσωπός τους, της αστικής τάξεως. Προστατεύστε τουλάχιστον τον εαυτό σας! Όσο για το στούντιο Polysound, ξεχάστε το. Είχε τη μοίρα της Columbia. Εκεί, λοιπόν, γράψαμε με τη Μαρινέλλα. Εκείνο που θυμάμαι με την εν λόγω Κυρία, και θα το λέω όπου βρεθώ, είναι η αρτιότητά της ως μητέρα. Όταν τελείωνε το κάθε τραγούδι, που ξέρεις ότι δεν λέγεται με την πρώτη, πήγαινε στο τηλέφωνο και έπαιρνε να δει τι κάνει η κόρη της. Το παιδί της τότε πήγαινε στις σχολές Κωστέα Γείτονα, αν δεν κάνω λάθος. Και έπαιρνε να δει πώς είναι, με μια μητρική ζεστασιά που λέω: «αυτή η κοπέλα πέρασε βράδια σε εξέδρες με ρεμπέτες, με Καζαντζίδηδες…» –όχι με την κακή έννοια. Ήταν πειθαρχημένη μουσικά στον Χατζηνάσιο. Γιατί είναι και διάβολος ο Γιώργος. Δεν πιάνεται. Εννοώ στη γνώση της μουσικής και στην πληκτρολόγηση του πιάνου, είναι αξεπέραστος. Του έδινα μία στοίβα στίχων και, επειδή είναι πανέξυπνος διάβολος, καταλάβαινε ποιο πηγαίνει στην τραγουδίστρια ή στον τραγουδιστή που θα επιλέξει. Κι έτσι διάλεγε. Το «Έχεις Λίγα Χρόνια Έχεις» δεν το έγραψα συμβολικά απάνω σε κάτι, σε κάποια σχέση δηλαδή γνωστού προσώπου ή της ίδιας της Μαρινέλλας ή του Χατζηνάσιου. Είναι ένα τραγούδι για κάποιον 20χρονο/25χρονο, που έχει λίγα χρόνια. Όχι ότι του μένουν λίγα χρόνια αλλά ότι έχει λίγα χρόνια στην πλάτη του. Γι’ αυτό και λέω ότι «είναι από μάλαμα».

Να Παίζει Το Τρανζίστορ – Μαρινέλλα
(συνθέτης: Γιώργος Χατζηνάσιος, 1978)

Μ.Μ.: Σύμφωνα με μία έρευνα που έγινε, λέγεται πως είναι το πιο γνωστό τραγούδι των τελευταίων 35 χρόνων στην Ελλάδα. Είναι από τους πρώτους στίχους μου που πήγα στο Γιώργο. Το έγραψα στο Λυκαβηττό. Έμενα μόνος μου στη Στάθη Γεροδήμου 24 και ακριβώς κάτω από το παράθυρό μου οχλοβοούσαν τα παιδιά. Ήθελα κάτι να γράψω και δεν μπορούσα. Και πηγαίνοντας προς το παράθυρο, είδα από κάτω που πέρναγε ένας αθίγγανος και είχε στον ώμο του ένα τρανζίστορ. Ξέρεις, έτσι τα πουλάγανε τότε. Στο τραγούδι υπάρχει ένας άλλος συμβολισμός: «κι εσύ περνάς στους δρόμους / με το μπουφάν στους ώμους / και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα». Ήταν μία φωτογραφία τραβηγμένη μέσα στο 1967-1974. Μας ήρθε από το εξωτερικό ενός μετέπειτα βαπτισμένου ήρωα του ΠΑΣΟΚ. Ήταν ο Αντώνης Τρίτσης. Μας ήρθε από τη Βολιβία, την ώρα που εμείς πεινάγαμε και μας κυνήγαγαν οι Λύκοι, και είχε το μπουφάν στους ώμους. Καλός άνθρωπος και πρωταθλητής στο πένταθλο στην Ελλάδα. Τον πήρα ως ερέθισμα, ως σύμβολο, όχι ότι ήταν τέτοιος άνθρωπος, μιας γενιάς. Της γενιάς του ΠΑΚ, που ήταν έξω, όπως ο συγχωρεμένος ο Ανδρέας Παπανδρέου, και όλοι αυτοί ζούσαν με ξένα λεφτά. Ποιός δούλευε;

Παιδί Απ’ Την Ανάβυσσο – Μαρινέλλα
(συνθέτης: Γιώργος Χατζηνάσιος, 1978)

Μ.Μ.: Εδώ δεν έχουμε τίποτα. Απλώς γύρευα να ‘ναι τραγούδι της εποχής και, με ερεθισμό από τον Γκάτσο, γύρευα ομοιοκαταληξίες που να μην είναι συνηθισμένες. Όλες αυτές οι ομοιοκαταληξίες όπως «να σου πω, πως σ’ αγαπώ» δεν μου αρέσανε. Αυτό το ‘χω βαρεθεί πια. Δεν ήθελα να κάνω και τις απόλυτες ομοιοκαταληξίες του Γκάτσου. Πρώτα-πρώτα, δεν ήταν κι εύκολο. Δεύτερον, ήταν ο άρχων σ’ αυτό και έπρεπε να τον σεβαστώ -όπως με σεβάστηκε αργότερα ο ίδιος. Όλα αυτά της Μαρινέλλας ακουστήκανε. Αυτά δεν είναι τραγούδια. Είναι «γεωγραφική πολιτική». Ανάβυσσος. Ξέραμε ποιοι μένουν στην Ανάβυσσο. «Με κρεμεζί πουκάμισο / παιδί απ’ την Ανάβυσσο». Πρόσεξε τις λέξεις. Να μην είναι συνηθισμένες. Εάν σου πω Κώστα μου, ότι μετά από χρόνια έμαθα τι χρώμα είναι το κρεμεζί, δεν θα το πιστέψεις! Εμένα, μου πήγαινε συλλαβικά. Το άκουγα που το έλεγαν οι γυναίκες, οι οποίες παίζουν με τα χρώματα στην ενδυματολογία τους, και μου πήγαινε. Ήταν τρισύλλαβο οξύτονο και το ‘θελα. Κρεμεζί που-κά-μι-σο. Το άλλο ήταν προπαροξύτονο. Αυτά πρέπει να τα προσέχει κανείς στο τραγούδι, γιατί ακούς πράγματα και βγαίνεις από τα ρούχα σου. Και ο ίδιος ο -προνομιούχος από τη φύση του- Μητροπάνος άλλαζε τον τόνο όταν τελείωνε ο στίχος σε προπαροξύτονη λέξη. Δηλαδή το «πουκάμισο» μπορεί να τ’ ακούσεις «πουκαμισό». Δεν ξέρανε. Είχανε φωνή αλλά δεν ξέρανε. Εγώ με τον Χατζηνάσιο –καλά, με τον Κουγιουμτζή δεν περνούσε αυτό με τίποτε- σ’ αυτούς τους δίσκους, που ήταν πλέον λαϊκοί, όπως ήταν με τη Μαρινέλλα, όπως ήταν με το Μητροπάνο τα «Συναξάρια», φροντίσαμε πάρα πολύ να τ’ αποφύγουμε όπου και όσο μπορούσαμε. Και μάλλον τα καταφέραμε.

Μην Κλαις – Σωτηρία Μπέλλου
(συνθέτης: Ηλίας Ανδριόπουλος, 1980)

Μ.Μ.: Αυτό έγινε διάσημο τραγούδι. Δεν θεωρούσα το στίχο τόσο σπουδαίο ή τη μουσική. Έτυχε κι έγινε επιτυχία. Έφτασε ο δίσκος αυτός («Λαϊκά Προάστια»), που ήταν αποτυχία στην αρχή, να πουλήσει 1.500.000 δίσκους από μία σύμπτωση. Είναι ο δεύτερος σε πωλήσεις δίσκος στην ιστορία της δισκογραφίας στην Ελλάδα, μετά το «Δρόμο» του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Η Μπέλλου δεν το τραγούδαγε. Ο Ηλίας Ανδριόπουλος ως καταγόμενος από τον Πύργο της Ηλείας, είχε περισσευούμενο το μυαλό και την πονηράδα. Ήταν φίλος και με το ΠΑΣΟΚ κι έγινε μία συναυλία παρουσιάσεως του δίσκου, στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Κι εκεί τραγουδάει τα τραγούδια η Μοσχολιού. Και μετά τα είπε η Μπέλλου. Ο Ανδριόπουλος λέει ότι αυτός ζήτησε από τον Πατσιφά τη Μπέλλου. Κάνει πολύ μεγάλο λάθος. Ο Πατσιφάς εμένα εμπιστευόταν. Τη Μπέλλου εγώ την πρότεινα. Με μία προϋπόθεση: του είπα ότι εγώ δεν θέλω λεφτά από την Lyra αλλά τη Μπέλλου. Και βέβαια ο Ανδριόπουλος, κατά το σύνηθές του, βγαίνει και λέει ότι αυτός την πρότεινε. Μα εγώ είχα κάνει το 1979, ένα χρόνο πριν, οκτώ τραγούδια με τη Μοσχολιού που μεταφέρθηκε από άλλη εταιρεία -στη Minos ήτανε- στη Λύρα. Όμως το κλίμα της Λύρας ήταν ακατάλληλο για τη Μοσχολιού. Και ο δίσκος απέτυχε. Τον είχαν κάνει με τον Κουγιουμτζή. Εγώ είχα 7-8 τραγούδια και τα υπόλοιπα τέσσερα άλλοι. Είχα την πείρα λοιπόν ότι, αν τα έλεγε η Μοσχολιού αυτά, πάμε περίπατο. Τι γίνεται; Εκεί κάνεις το τρικ, που λένε. Διακινδυνεύεις. Και λέω: αν τα πει η Μοσχολιού, πάτος. Εάν τα πει η… Σαρδανάπαλα ή ο Σαρδανάπαλος, δεν ξέρουμε. Με τη Μπέλλου, όμως, κάτι γίνεται. Είχε ένα τραχύ παρελθόν. Μήπως και γίνει κάτι; Κι έγινε. Βέβαια, βοήθησε κι ο Ανδριόπουλος εδώ, με τη μαγκιά του, για συναυλίες. Δεν υπάρχει Έλληνας που να μην ξέρει σήμερα «τα σπίτια είναι χαμηλά…». Αν προσέξεις, οι στίχοι έχουν δωρικές εκφράσεις, που λες «τι σχέση έχουν μεταξύ τους;». Μέσα τους, όμως, έχουν σχέση. «Τα σπίτια είναι χαμηλά», από τους σεισμούς που είχα ζήσει στην Ιθάκη και τα ισοπέδωσαν όλα. «Σαν έρημοι στρατώνες», ήταν το τι περνάγανε οι στρατιώτες σε εμφυλίους πολέμους κ.λπ. «Τα καλοκαίρια μας μικρά / κι ατέλειωτοι οι χειμώνες». Εκεί είναι το «κόλπο». Να πετάξεις μία φράση συμπληρωματική, που να μην έχει σαφή σχέση με την προηγούμενη. Αυτό το δίδαξε πάρα πολύ καλά ο Γκάτσος και το δημοτικό τραγούδι παλιά. Αυτοί οι στίχοι δεν έκαναν για τον Χατζηνάσιο. Ο Χατζηνάσιος είναι, πώς να το πούμε, σπουδαίος συνθέτης αλλά του μπελκάντο, της μελωδίας. Ο Κουγιουμτζής ήτανε ενός λυρισμού βαθυστόχαστου και πίκρας. Εγώ βρήκα αυτή τη γλώσσα, στην οποία επενέβη αναιδέστατα σ’ αυτό το δίσκο τρεις φορές ο Ανδριόπουλος. Αυτή ήταν κι η διαγωγή του. Επενέβη τρεις φορές στους στίχους και τα τραγούδια αυτά (σ.σ. το «Στις Λασπωμένες Γειτονιές» και «Λαϊκά Προάστια») τα αρνήθηκα και τα έβαλα στο όνομα της γυναίκας μου (Στέλλα Καλαβίτη). Γιατί τον ξέρω ότι στις συναυλίες ή οπουδήποτε, και στον κύκλο αν μεταφέρει ότι έβαλε αυτός στίχους ή διόρθωσε στίχους, εγώ θα ξεφτιλιστώ. Δεν τα θέλω! Δεν είναι δικά μου! Γι’ αυτό και θα δεις στο δίσκο ότι σ’ αυτά τα τραγούδια δεν υπάρχει τ’ όνομά μου.

Η Αγάπη Χάθηκε – Δημήτρης Μητροπάνος
(συνθέτης: Γιώργος Χατζηνάσιος, 1981)

Μ.Μ.: Αυτό ακούγεται. Πρόσεξε τώρα τι συνέβη. Κι αν θες το βάζεις. Πρότειναν στον Χατζηνάσιο, στη δόξα του επάνω, να κάνει ένα δίσκο με τον Μητροπάνο. Κι ο Χατζηνάσιος, επειδή είναι και ατακαδόρος-χιουμορίστας, δηλαδή λέει και αστεία, λένε ότι είπε:

__Τώρα με τα σκυλάδικα και το ρεμπετολόι, μου φέρνουν τον Μητροπάνο;

Και το μεταφέρουν στον Μητροπάνο. Πανέξυπνος ο Μητροπάνος, γιατί είχε πίσω του τη σύζυγό του, η οποία ήταν πολύ ρεαλίστρια και καταλάβαινε ότι ο Χατζηνάσιος δεν είναι παίξε-γέλασε, κι αφού γυρίστηκε ο δίσκος, ο Μητροπάνος δεν λέει κανένα τραγούδι πουθενά. Εις αντιδικίαν. Γιατί του είχαν μεταφέρει ότι ο Χατζηνάσιος δεν τον πήρε με ενθουσιασμό για να τραγουδήσει. Ένα-δύο τραγούδια που ακουστήκανε, έγινε τυχαία. Στα κέντρα και τις συναυλίες δεν τα προωθούσε. Στο ραδιόφωνο, όμως, όσα πέρασαν έγινε «κατ’ επέμβαση» της εταιρίας. Με τον Μητροπάνο είχαμε πάρα πολύ καλές σχέσεις, γιατί το αγάπαγα αυτό το παιδί. Πίστεψέ με, ήταν καλός άνθρωπος. Ο Χατζηνάσιος είχε μία σειρά από τραγούδια. Αν θες να κάνεις δίσκο και να μην κάνεις τον μαγκιώρο, με κάποιον συνθέτη επώνυμο, όπως ήταν ο Χατζηνάσιος μέσα στα τρία πρώτα ονόματα τότε και το πρώτο όνομα σ’ αυτού του είδους –Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, άλλο είδος- του είχα δώσει μία σειρά από στίχους. Κατ’ εκτίμηση δική του, λόγω της ικανότητάς του ως μουσικού, ήξερε διαβολικά τι πήγαινε σε κάθε τραγουδιστή. Βέβαια, έκανε στο παρελθόν τραγούδια τα οποία δεν ακούστηκαν. Παρότι ήταν ταονόματα. Δηλαδή, Πάριος, Κόκοτας… Δεν ακούστηκαν πολύ. Εδώ, όμως, επειδή υπήρχε η μονοκρατορία ολόκληρου του δίσκου, η εταιρία ήταν υποχρεωμένη να προωθήσει όχι έναν από τους τραγουδιστές, αλλά να προωθήσει το δίσκο («Τα Συναξάρια»). Εγώ, έχοντας μανία με τους συμβολισμούς που ολίγον τι φιλοσοφούν, αλλά όχι τη φιλοσοφία του «εν αργούς νοώ», αλλά την σκληρή αίσθηση της πίκρας, του λέω του Χατζηνάσιου:

__Θα μου κάνετε ένα χατίρι, το ζητώ από σένα και τον Μητροπάνο.

Ήταν το «Μαυραγορίτης Μάγκας», που το θεωρώ και το καλύτερο. Όσο για το χατίρι, αυτό ολοκληρώθηκε με το «Η Αγάπη Χάθηκε». Το πρώτο έθελγε εμένα, το δεύτερο άρεσε και σε μένα και στον Γιώργο στην αρχή ως στίχος. Ιδιαίτερα το ρεφρέν: «Η αγάπη χάθηκε σαν ένα καράβι / ψάχνοντας για να ‘βρει κάπου μια στεριά. / Η ζωή μας κύλησε κι έφτασε στο τέρμα / όπως ένα κέρμα στην κατηφοριά». Το «κέρμα» έσωσε την οικονομία του τραγουδιού κατηφορίζοντας. Είναι μια μεταφορική σάτιρα στη σχέση αγάπης και ευτελούς χρήματος.

Μια Παρέα Είμαστε – Δημήτρης Μητροπάνος
(συνθέτης: Γιώργος Χατζηνάσιος, 1981)

M.M.: Ήτανε τότε το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδος. «Μια παρέα είμαστε / που χωρίζει σε μια γωνία». Για το στίχο «Γεια σου Στέλλα, γεια σου Αγγελική και μην κλαις Μαρία» υπάρχει ένα ανέκδοτο που δεν μπορώ να στο πω. Είναι πολύ σόκιν. Στην Ιθάκη έβγαλα ναυτική σχολή. Επομένως είχα ζήσει τη ζωή των ναυτικών και προοριζόμουνα για ναυτικός. Και έβλεπα την αφάνταστη πίκρα. Να τελειώνεις το σχολείο, το Γυμνάσιο, το Ναυτικό Λύκειο και να είσαι μετά αναγκασμένος να φύγεις, αφού αρραβωνιαστείς κάποια που είτε αγαπούσες είτε ήταν από συνοικέσιο. Κι όταν έφευγες, καταλαβαίνεις… Η πίκρα ήταν μεγάλη. Και σήμερα, αυτή δεν είναι η Ελλάδα; Δεν φεύγουν; Μια παρέα είναι, που το βράδυ σ’ ένα κέντρο, διασκεδάζουνε, τρώνε, πίνουνε και μετά, την άλλη μέρα, ο ένας είναι στην Αμερική και ο άλλος στην Ευρώπη. Το τραγούδι δεν πιάνει μόνο τους μετανάστες. Η πίκρα είναι βαθύτερη.

Τα Συναξάρια (Στη Μνήμη Ενός Παλιού Ρεμπέτη) – Δημήτρης Μητροπάνος
(συνθέτης: Γιώργος Χατζηνάσιος, 1981)

M.M.: Αυτό είναι γραμμένο στη μνήμη του Μάρκου Βαμβακάρη, έχοντας σεβασμό προς αυτόν τον άνθρωπο. Γνώρισα το γιο του και έκανα ένα δίσκο μαζί του. Καθόταν στη θέση που κάθεσαι εσύ τώρα, μου έδωσε τη μουσική, τελειώσαμε το δίσκο κι ούτε που τον ξανάδα. Κι ο δίσκος σώζεται σήμερα στα χέρια ενός παραγωγού. Ούτε που το δικαιολόγησε. Ούτε μου τηλεφώνησε. Μου έδωσε τις μουσικές, έκανα τους στίχους και συμφωνήσαμε. Εγώ δεν είμαι άνθρωπος της πιάτσας, να γυρίζω. Εδώ κάθομαι, όπως ήρθες κι εσύ και μου έκανες την τιμή, έτσι καθόταν με το μπουζούκι. Δεν ξέρω αν έχει μετανιώσει. Δεν μου αναφέρθηκε ποτέ, δεν με ειδοποίησε ποτέ, δεν ξέρω τίποτε! Δεν με πειράζει εμένα να κάνεις ένα δίσκο και να μη συμφωνεί ο άλλος. Δεν με πειράζει αυτό. Όταν φιλοξενείσαι σ’ ένα σπίτι, πρέπει να απαντήσεις στο συνεργάτη σου. «Έχουμε προβλήματα Μιχάλη. Δεν μπορώ». Τίποτε. Νεκρική σιγή. Τώρα, σε ό,τι αφορά στο τραγούδι. Όταν λέμε «τα συναξάρια των αγίων», ξέρεις τι εννοούμε. Τα βιογραφικά τους σύμφωνα με την Εκκλησία. Είναι η ιστορία του αγίου, να το πω έτσι με λαϊκά λόγια. Εις μνήμην. Εγώ περνούσα από κει που δούλευε ο Βαμβακάρης, όταν είχε πεθάνει, κάτω στον Ταύρο που ήταν τα σφαγεία, γιατί δούλευε εκεί. Και έλεγα στην Στέλλα: «Να, απ’ αυτή την πόρτα την εγκαταλειμμένη. Από δω περνούσε ο Βαμβακάρης κι έμπαινε μέσα». Αυτά είναι σύμβολα, ξέρεις. Κάθε πολιτισμός, όταν δεινοπαθεί, τότε η κρατούσα αστική τάξη παραδίδει τα όπλα. Υπάρχει, όμως, άλλη μια τάξη που βασανίζεται. Αυτή τραγουδάει. Κι ήταν οι ρεμπέτες. Οι αγράμματοι, που λέμε.

Είσαι Ποτάμι –Μαρινέλλα
(συνθέτης: Γιώργος Χατζηνάσιος, 1983)

Μ.Μ.: Στην αρχή δεν έκανα ολόκληρους δίσκους. Τους έκανα κάποια τραγούδια και ο Χατζηνάσιος είδε με τη Μαρινέλλα ότι τους πάω. Όχι ότι μου κάνουν αυτοί, αλλά ότι τους πάω εγώ. Είμαι η κλειδαριά που πιάνουν τα κλειδιά τους. Και ξέρανε ότι εγώ εργάζομαι. Γιατί μ’ άρεσε. Γιατί κανένας οίκος δεν έβγαλε ποιητικές συλλογές που είχα. Σιγά μην πληρώσουνε. Δεν ήτανε μία τάση προς δόξα. Ήτανε μία τάση να μην είμαι άμουσος σε μια κοινωνία που μετά τη δικτατορία βουρλιζόταν στο ποιος θα πρωτοανέβει. Βεβαίως σ’ αυτό το τραγούδι υπάρχει ένας συμβολισμός, όπως σε όλα μου τα τραγούδια. Υπάρχει το αρχαιοελληνικό πνεύμα μέσα. Το ποτάμι είναι ο «αυλός», δηλαδή ο φαλλός, το πέος. Και η θάλασσα που το υποδέχεται είναι ο κόλπος της γυναικός. Έτσι το σκέφτηκα εγώ. Τώρα, απ’ το πώς βγήκε, κανείς δεν το συμπέρανε αυτό. Πλάθω εικόνες από την αρχαιότητα και μετά τις μεταπλάθω στα ελληνικά. Στον Χατζηνάσιο δεν εξήγησα βέβαια το συμβολισμό. Θα μ’ έπαιρνε για τρελό. Αλλά ακούγεται όμως. Πιάνεται στ’ αυτί: «Είσαι ποτάμι, μια θάλασσα είμαι…». Αν προσέξεις, γιατί είμαι και πονηρός Επτανήσιος, το λεκτικό ιδίωμα της Μαρινέλλας, πρέπει να ξέρεις και τι τραγούδι θα της δώσεις. Λέξεις. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Πάρε το «Να παίζει το τρανζίστορ…». Το ‘χουν τραγουδήσει κοριτσάκια μετά από 40 χρόνια. Αν κοιτάξεις τη Μαρινέλλα, πεταρίζει σαν χελιδόνι την άνοιξη μέσα σ’ αυτό το τραγούδι. Εκείνη την εποχή, Κώστα μου, ήταν το αλλόκοτο. Δεν ήταν Μαρινέλλα. Ο Χατζηνάσιος είδε ότι κάτι γίνεται μ’ εμένα, γιατί εγώ έπιανα ως Επτανήσιος τον ήχο. Δεν ήξερα μουσική. Πήγα να μάθω κιθάρα, έκατσα 6 μήνες, δεν έμαθα και η κιθάρα μου είναι ακόμα στην Ιθάκη. Λοιπόν, δεν είχα το ταλέντο του μουσικού. Αλλά είχα, όμως, την τεράστια παράδοσή μας, Σολωμό, Κάλβο και όλους αυτούς τους μεγάλους ποιητές, τους οποίους τους διάβαζα από μικρός και τους ήξερα σχεδόν απ’ έξω. Αυτό το πράγμα μένει μέσα σου. Στον Επτανήσιο, δηλαδή, η μετρική και η ομοιοκαταληξία είναι μέσα στη σάτιρά του. Οι μεγαλύτεροι σατιρικοί ποιητές είναι Επτανήσιοι. Είναι ο Μολφέτας, ο Λασκαράτος, ο Άννινος, ισάξιοι και πάνω από τον Σουρή. Και ο ίδιος ο Σουρής τα ‘χει πει. Δεν τα ‘πα εγώ. Σκεφτόμουν, λοιπόν, τι μπορεί να πει η Μαρινέλλα, το οποίο να δικαιώνει τη φωνή της. Όχι να προσπαθεί εκείνη να δικαιώσει το τραγούδι. Κι αυτό το ήξερα πάρα πολύ καλά.

Καμιά Φορά –Μαρινέλλα
(συνθέτης: Γιώργος Χατζηνάσιος, 1983)

Μ.Μ.: Ακούγεται μέχρι σήμερα. «Λέω ν’ αλλάξω ουρανό / μα δεν υπάρχουν δρόμοι». Αυτό ολόκληρο είναι ένα παράλογο σχήμα, αλλά είναι συμβολικό. Ήμουνα συνεχώς βυθισμένος μέσα στην παγκόσμια ποίηση κι έβλεπα ότι τα νοήματα είναι πίσω από τις λέξεις. Αλλά ποιός θα πει τι λέξεις; Ποιος θα τις γράψει είναι άλλη δουλειά. Αν δεν κάνει; Και μετά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν συνεργάζεσαι μ’ έναν άνθρωπο με το έξυπνο και διαβολικό μυαλό του Χατζηνάσιου, πρέπει να ξέρεις που πας. Πρέπει να ξέρεις ποιον θα συναντήσεις και ποιον ιδίως θα συναντήσετε μετά, δηλαδή τον τραγουδιστή. Αυτό το ‘χα πετύχει. Λέω, λοιπόν, «καμιά φορά / λέω ν’ αλλάξω ουρανό / μα δεν υπάρχουν δρόμοι». Δεν έχω τη δύναμη. Αγαπάω ακόμα. Το επιστέγασμα του ελληνικού έρωτα είναι ο ουρανός. Είναι η πιο πολυσύχναστη λέξη στο ελληνικό τραγούδι. Και το «σ’ αγαπώ». Οι λαοί πάντοτε είναι αδύναμοι και η μόνη διαφυγή είναι δίδρομος. Ο θάνατος κάτω είναι ο ένας δρόμος και ο άλλος της φαντασίας ο ουρανός. Γι’ αυτό και οι έξυπνοι ηγέτες, αρχοκατσικοκλέφτες που έκαναν τους χριστιανούς, δημιούργησαν στον άνθρωπο τον φόβο και την ενοχή. Κι έτσι είχαν οπαδούς. Έσφαζαν κυριολεκτικά ανθρώπους και γκρέμιζαν αρχαίους ναούς. Το μάρμαρο δεν λιώνει. Καταλαβαίνεις; Πού είναι τα αγάλματα; Ευνουχισμένα και χωρίς κεφάλι. Το «Καμιά Φορά» είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να διαφύγει μέσα από μία κατεστημένη κατάσταση που δεν ελέγχει, ερωτική έστω. Εγώ δεν πιστεύω στον έρωτα. Δεν έχω ερωτευτεί ποτέ στη ζωή μου. Ποτέ! Σχέσεις με κορίτσια πρέπει να έχεις για να μη γίνεις ευνούχος ή για να μη γίνεις τίποτε άλλο σε ένα μικρό νησί. Όμως είπα ότι θα χτίσω την αγάπη. Και είμαι 37 χρόνια με τη γυναίκα μου, με την ίδια γλύκα. Χτίζεις αγάπη. Είναι από την Αλεξάνδρεια κι έχει άλλη ευαισθησία. Ο πατέρας της, όμως, ήταν Κεφαλλονίτης. Και στην Κεφαλονιά, στον Αγκώνα, υπάρχει περιοχή που τη λένε Καλαβιτέικα.

Τα Βεγγαλικά Σου Μάτια – Γιώργος Νταλάρας
(συνθέτης: Στάμος Σέμσης, 1995)

Μ.Μ.: Ταλαντούχος συνθέτης. Ο παππούς του ήταν ο περίφημος ρεμπέτης ο Σαλονικιός (Δημήτρης Σέμσης). Ο δίσκος, αν δεν κάνω λάθος, λέγεται «Στην Ελλάδα Κάνει Κρύο». Ο Στάμος είχε μία μεγάλη γοητεία ως άνθρωπος και ως εμφάνιση. Και άριστος μουσικός. Φαίνεται ότι γι’ αυτό το δίσκο είχε κάνει επαφή με τον Νταλάρα χωρίς να το ξέρω. Και είπε στον Νταλάρα ότι θα πει 3-4 τραγούδια. Ο Σέμσης τραγούδησε μερικά τραγούδια στο δίσκο και τραγουδάει και τα «Βεγγαλικά Σου Μάτια». Έβλεπα τον Νταλάρα στεναχωρημένο. Και τελειώναμε, σε ένα στούντιο κάπου στην Πατησίων. Ο Νταλάρας, που είναι πανέξυπνο παιδί και μεγάλο ταλέντο, όλοι το ξέρουν αυτό, με κοίταζε. Του λέω, λοιπόν:

- Ρε Γιώργο, κάνε μας μια χάρη.
- Ναι.
- Όπως το ‘πε ο Στάμος σ’ αρέσει;
- Καλά το ‘πε, καλά.
με τον τρόπο που μιλάει. Οικονομία στη φωνή.
- Δεν το λες κι εσύ μια φορά πρόχειρα;

Το θυμάμαι. Μπαίνει μέσα και κάνει αυτή την πρώτη εκτέλεση. Μία κι έξω. Μα ο άνθρωπος είναι μεγάλο ταλέντο. Δεν πήγε, εκεί που πήγε, από Πανεπιστήμια. Από μονοπάτια σκληρά πήγε. Λοιπόν, βγαίνει έξω και λέω στον Στάμο:

- Τα «Βεγγαλικά Σου Μάτια» θα τα πεις εσύ;
- Ναι, ναι.

Ο Νταλάρας είχε φύγει. Και του λέω του Στάμου:

- Στάμο –κι η γυναίκα του μπροστά- δεν θα γίνει ο δίσκος.
- Τι ειν’ αυτά που λες;
- Αυτό που ακούς.
- Γιατί;
- Έτσι γουστάρω. Έχεις κανένα παράπονο από μένα;
- Όχι, για όνομα του Θεού! 
- Εγώ έχω από σένα. Φιλοξενείς τον μεγαλύτερο Έλληνα τραγουδιστή στο δίσκο σου και θέλεις να είσαι εσύ ο πρωταγωνιστής! Είσαι ο συνθέτης, το κατάλαβες; Και πολλά που σε αφήσαμε και είπες! Τα «Βεγγάλικά Σου Μάτια» τα λέει ο Νταλάρας ή δεν γίνεται ο δίσκος!

Κι έτσι έγινε. Κώστα, δεν αστειεύομαι. Δεν φοβάμαι. Τα «Βεγγαλικά Σου Μάτια» δεν είναι σπουδαίο ούτε σαν στίχος, ούτε σαν μουσική. Το κάνει, όμως, ο Νταλάρας. Αν ακούσεις τον Σέμση είναι ελαφρώς καλύτερος από τον Νταλάρα. Αλλά δεν είναι Νταλάρας. Ο Νταλάρας πάντα ήτανε ευγενής μαζί μου. Πήγανε στα δικαστήρια με τον Πανούση, γιατί ο Πανούσης είχε ένα μαγαζί κοντά στα Εξάρχεια, στη Σολωμού νομίζω, κι ήταν ένα τραγούδι σ’ αυτό το δίσκο που συζητούμε, που πήγαινε να γίνει σουξέ: «Τα Τραγούδια Είναι…». Και είχε βάλει μία τηλεόραση ο Πανούσης και το τραγούδαγε και, αντί να λέει «τα τραγούδια είναι φεγγάρια», έλεγε «τα τραγούδια είναι δολάρια» και έβγαιναν από το στόμα του Νταλάρα δολάρια. Τον πρόσβαλε τον άνθρωπο και του κάνει μία αγωγή ο Νταλάρας και σταμάτησε, αλλά μετά δεν το ‘πε το τραγούδι ο Νταλάρας. Κάηκε το τραγούδι. Ευτυχώς και κάηκε γιατί βγήκαν τα «Βεγγαλικά Σου Μάτια».

Πάντα η πίκρα μου ήταν το τι σφαγές μάς έχουνε κάνει οι Τούρκοι. Και την πρώτη βλακεία και ηλιθιότητα περί του Ελλησπόντου, εκεί πέρα στο Βόσπορο, την έχουνε κάνει οι Έλληνες με τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο στην Ιστορία: τον Τρωικό πόλεμο. Έλληνες ήτανε εκείνοι εκεί πάνω. Αλλά θέλανε κάτι Αγαμέμνονες, ο αδελφός του ο Μενέλαος και η υπόλοιπη παρέα, και ο Οδυσσέας, το παμπόνηρο μυαλό –δεν ξέρουμε αν είναι υπαρκτό πρόσωπο κι ας είμαι από την Ιθάκη- να έχουνε το πέρασμα του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου. Έχουμε και την Αργοναυτική εκστρατεία γιατί εκεί πάνω έβγαινε το στάρι, το «χρυσόμαλλο δέρας». Αλλά στην Ελλάδα είναι το… «χρυσόμαλλο τέρας». Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι που μας σφάξανε, μας κατέσφαξαν κυριολεκτικά, ειδικά τους Ποντίους και της Μικράς Ασίας, αλλά περισσότερο τους Ποντίους, οι Τούρκοι. Ξέρεις κάτι; Για να δεις τι μπάσταρδοι είναι αυτοί που κυβερνούν την εθνική μας πολιτική, έχουν για σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ –που δεν είναι το όνομά του αυτό, είναι ένα παρωνύμιο που σημαίνει «ο πατέρας των Τούρκων»- στη Θεσσαλονίκη, ενώ δεν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γεννήθηκεέξωαπό τη Θεσσαλονίκη. Και γι’ αυτή τη μανία που μας κατέσφαξαν κυριολεκτικά, και δεν ήταν πόλεμος, γι’ αυτό είπα «Τα βεγγαλικά σου μάτια», μάτια που αστράφτουν, που λάμπουν. Είναι εκλάμψεις της φυλής. Γιατί όταν περνάει από τα στενά εκεί ένα καράβι και σου ρίχνει βεγγαλικά, όπως γίνεται εδώ όταν έχουμε γάμους και πανηγύρια, είναι ένα θέαμα. Αλλά ενός λαού ξεφτιλισμένου κυριολεκτικά, όταν ο ηγέτης του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, προτείνει τον Κεμάλ Ατατούρκ, μετά τις σφαγές, για το βραβείο Νόμπελ! Αυτό θα το γράψεις! Είναι αποδεδειγμένο! Δεν υπάρχει Πόντιος ερευνητής που να μην το ξέρει. Οι Τούρκοι βρίσκονται χρόνια στο υπογάστριο της Ρωσίας και είναι ένα συνονθύλευμα από 30-40 φυλές. Η Τουρκία αυτή θα διαλυθεί μετά από χρόνια. Ακόμα και στα φιλμ που παίζει η τηλεόραση, όπου παρακολουθούμε την τούρκικη προπαγάνδα, βλέπεις καμία φάτσα μογγολική; Πώς έγινε αυτό; Όταν κατέβηκαν οι Τούρκοι για να κάνουνε ό,τι κάνανε, ήταν 50.000. Άρχισαν να κατακτούν χωριό-χωριό κι έτσι πόντο-πόντο φτιάξανε το «πουλόβερ» που λέγεται Τουρκία. Δεν έχω καμιά εχθρότητα απέναντι στην Ιστορία, γιατί δεν συμμετείχα. Έχω πίκρα όμως. Οργή.

Αχ, Να Περάσει Ο Πυρετός – Μελίνα Κανά
(συνθέτης: Στάμος Σέμσης, 1997)

Μ.Μ.: Η Μελίνα Κανά είναι μία κοπέλα, την οποία τη δέχτηκα και τη συμπάθησα για τη διαγωγή που έδειξε απέναντί μου. Την εκτιμώ βαθύτατα. Έχει πανεπιστημιακή μόρφωση. Δεν είναι τυχαία. Και μπορεί να μην κατετάγη και να μη συνεργάστηκε για ειδικούς λόγους με τη μεγάλη παρέα, Γαλάνη, Αλεξίου και τέτοια, αλλά εξακολουθεί να είναι μια τραγουδίστρια. Και θα τραγουδάει για πολύ ακόμα. Έχω να τη δω και χρόνια. Δεν ξέρω μήπως άλλαξε ιδέες, με την έννοια ότι το παίρνει αλλιώς. Γιατί το εκτιμούσε. Στο καμαρίνι της σε ευγνωμονούσε. Το «Αχ, Να Περάσει Ο Πυρετός» είναι μία εκρηκτική κατάσταση που ζει μια γυναίκα. Θέλει, λοιπόν, να ισορροπήσει, να της περάσει αυτός ο πυρετός μεταφορικά. Ο στίχος «Πάλι ψάχνεις για τοξότες / πάλι ψάχνω για σκορπιούς» είναι πρόσθετος γιατί το τραγούδι είχε τελειώσει. Εγώ είχα παρασύρει τον Σέμση να μην ξεκινάει απευθείας το τραγούδι. Μετά είχε ένα διάλειμμα μουσικής και χρειαστήκαμε να μπει ένα «σήμα». Αυτό το «σήμα» έβλαψε το τραγούδι, διότι το πολέμησαν πάρα πολύ αυτό το στίχο. Το έκανα επίτηδες για να φανεί αλλόκοτο κι αυτό έτυχε να ενοχλήσει και δικαίως ενόχλησε αυτούς που ακούνε με το ένα αυτί και που βλέπουν με οκτώ μάτια. Αλλά το τραγούδι είναι αυτί, δεν είναι όραση.

Τώρα που είπατε ότι «το τραγούδι είναι αυτί», θυμάμαι ότι στην αρχή του τραγουδιού άλλοι στίχοι ακούγονται από το αριστερό ηχείο και άλλοι στίχοι από το δεξιό.

Μ.Μ.: Έτσι είπα του Σέμση. Επειδή ήξερε ότι δεν χωράει κουβέντα, σου λέει «θα μου φύγει τώρα», το άφησε. Τους έβαλα εγώ κι έκανα ζημιά, προσπαθώντας να διεγείρω με αχαρακτήριστους ρυθμούς και αίτια την ακοή. Να φανεί λίγο πρωτότυπο. Λάθος μου.

Δεν το θεωρείτε έξυπνο σαν εύρημα;

Μ.Μ.: Σαν εύρημα ναι. Αλλά δεν το ενέκριναν οι σταθμοί. Δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν μ’ αυτό το τραγούδι. Το έκοψαν αυτό στην αρχή και ξεκινούσαν απευθείας από τη μουσική. Επειδή η μουσική του Σέμση είναι μεσογειακή μουσική, εγώ ήθελα να πετύχω το «άτσαλο» γενικώς της ασυναρτησίας, που καταλήγει σε ένα τραγούδι. Αυτό, όμως, είναι μία σκέψη δικιά μου. Δεν σημαίνει ότι ήταν και σωστή με την έννοια της αγοράς. Το έκανα σαν πείραμα. Με τον Σέμση έχω κάνει τρεις δίσκους. Είχαμε αποκτήσει μία σχέση πάρα πολύ καλή και ήξερε ότι το να μου αρνιέται κάτι μπορεί να σημαίνει και αναβολή του δίσκου. Όχι ότι ήμουνα δεσπότης, αλλά σε όλα τα προηγούμενα είχα δίκιο, όπως είπαμε προηγουμένως με τον Νταλάρα και τα «Βεγγαλικά Σου Μάτια». Επομένως δεν είχε άλλοθι να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αλλά θα δώσω μία συμβουλή σε άνθρωπο, να μην συνεργαστεί ποτέ με τον Στάμο Σέμση. Αυτό το μεγάλο ταλέντο, του οποίου του βάφτισα και το γιο, είναι αχάριστος. Γράψ’το και πες το. Αυτός άφησε τη γυναίκα του και το παιδί του και έφυγε. Ο Σέμσης δεν είναι άνθρωπος. Δεν αγαπάει. Είναι ο εαυτός του. Είναι γόης, είναι μεγάλο ταλέντο κι όπου μπαίνει κατακτά. Εννοώ τον θηλυκό κόσμο. Αλλά δεν τον ενδιαφέρει. Εάν μπορούσες να του προσφέρεις κάτι εκείνη την εποχή, επειδή είχε και μία μητέρα πανέξυπνη κυρία, δημιουργούσε τις γέφυρες εκείνη. Αυτός ασ’τον να πάει στο διάολο. Κάθε φορά που πήγαινα σπίτι του, τον έβρισκα με άλλη γκόμενα. Έμενε κάπου στο Μαρούσι. Τώρα είναι κάπου στο Παρίσι. Μεγάλο ταλέντο σου λέω και πολύ όμορφο παιδί. Μετά χτυπήθηκε από την επάρατον, αλλά ευτυχώς το ξεπέρασε. Είχε κότσια που δεν λέγονται. Είχε πάρει τη δύναμη από τη μητέρα του.

Για ποιους στίχους σας είστε περήφανος;

Μ.Μ.: Περήφανος… δεν είμαι για τίποτα. Είμαι ευχαριστημένος σαν αποτέλεσμα. Με τον Χατζιδάκι π.χ. για το «Παιδί Απ’ Την Κρήτη»  (ερμηνεύτρια: Μαρία Δημητριάδη, 1980). Έχω κάνει και ολόκληρο δίσκο με τον Χατζιδάκι: «Για Την Ελένη» (1978). Επίσης έκανα τρία τραγούδια στους «Παίδες Επί Κολωνώ» (1978). Εκτός απ’ αυτά, είναι κάτι ανεξάρτητα τραγούδια, που πολλοί δεν τα ξέρουνε, και είναι μπαλάντες π.χ. το «Δυο Λοστρόμοι Βραζιλιάνοι», που το τραγουδάει ο Νταλάρας μαζί με τον Σέμση (1995). Για μένα είναι το τραγούδι του δίσκου. Εκεί παίζω πάλι με τα χρώματα: «Δυο λοστρόμοι Βραζιλιάνοι με μαντήλια τυρκουάζ / όταν πιάναμε λιμάνι, τράβαγαν για τατουάζ / και κεντούσαν στο κορμί τους την αχάριστη ζωή τους». Το 1987 έγινε ένας παγκόσμιος δίσκος προς τιμήν του Federico Garcia Lorca. Πήρε μέρος και ο Paco De Lucia, ο Leonard Cohen και άλλοι. Λέγεται «Ο Ποιητής Στη Νέα Υόρκη» και είναι μία συλλογή ποιημάτων του Lorca. Αποφάσισαν να κάνουν έναν παγκόσμιο δίσκο με τις διασημότητες κάθε κράτους. Στην Ελλάδα διάλεξαν τον Μίκη Θεοδωράκη και ο Θεοδωράκης διάλεξε εμένα. Και φτιάξαμε ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχω κάνει: το «Σαντιάγο». Βάλε την Αλίκη Καγιαλόγλου να τ’ ακούσεις ή τον Ζωρζ Μουστακί. Είναι ένας από τους σπουδαίους δίσκους αλλά εδώ δεν «κινήθηκε». Το «Σαντιάγο» άρεσε στην Καγιαλόγου και σε κανά δυο-τρεις άλλους και το είπανε. Υπάρχουνε δέκα τραγούδια αυτής της αξίας, τα οποία δεν έγιναν γνωστά και είναι τα τραγούδια που αγαπάω, όχι γιατί δεν έγιναν γνωστά αλλά γιατί ήταν «όμορφες νύφες, όμως φτωχές».

Εκτός από τις συνεργασίες για τις οποίες αναφερθήκαμε, θα ήθελα να μου αναφέρετε ποιες άλλες συνεργασίες σας ξεχωρίζετε και τι αποκομίσατε από αυτές.

Μ.Μ. Υπάρχουν άλυτα θέματα στον κόσμο του τραγουδιού που δεν μπορείς να απαντήσεις και τούτο γιατί άλλη είναι η εκτίμηση η δική σου και άλλη απάντηση κρύβουν στα σωθικά τους οι απέναντι συνεργάτες. Δεν αφήνω τον εαυτό μου να μιλήσει ολοκληρωτικά για ό,τι είδε και άκουσε… και υπέφερε σε αυτούς τους μυστικούς τάφους. Ας βγάλω την οργή μου έστω για να αναπνεύσω. Π.χ: πριν τρία χρόνια έδωσα σαράντα στίχους σε έναν πολύ γνωστό συνθέτη, τους έδωσα γιατί αυτός με κάλεσε για συνεργασία. Και αυτός θα έπρεπε να με ενημερώνει για την πορεία του εγχειρήματος. Δυστυχώς ακόμα περιμένω… Ζήτησα μια ερμηνεία. Δεν με πείραζε  αν δεν του άρεσαν και σταματούσαμε στο μηδέν. Αλλά πού ήταν οι 40 άτυχοι στρατιώτες μου; Τρία χρόνια!!! Το όνομα του συνθέτη είναι Γιάννης Μαρκόπουλος. Ταλαντούχος μεν… Ας μείνουμε εδώ. Δυστυχώς δεν άκουσα τις συμβουλές ανθρώπων με γνώση να αποφύγω αυτήν την συνεργασία. Αυτοί ήξεραν.

Όλο αυτό το ανεκδιήγητο πύρωμα θα μπορούσα να μην το αναφέρω. Μα εγώ δεν είμαι επαγγελματίας ώστε να φοβάμαι το κύκλωμα. Ένας ερασιτέχνης είμαι που πολλές φορές δεν δίστασα να ανοίξω την πόρτα της κόλασης και όποιον πάρει ο διάβολος. Αλήθεια, τί γυρεύουν σε ιερούς αρχαίους χώρους άτομα όπως ο προαναφερθείς; Και άλλοι τινές πάνω στο Ηρώδειο, στην Επίδαυρο, στο Καλλιμάρμαρο, στους Δελφούς κ.ο.κ. Θα τους έδινε ποτέ η Εκκλησία δικούς της ιερούς τόπους για να τονώσουν την ματαιοδοξία τους; Όχι, γιατί η Εκκλησία τους ξέρει και οι «δημιουργίες» τους την αφήνουν αδιάφορη… έως και εχθρική.

Ο μύθος της αίγλης που ξεσαλώνει κάθε ματαιόδοξο από εμάς, είναι ένα φοβιστικό σύνδρομο που αρχή έχει… μα στερείται τέλους αλήθειας και ελληνικής ψυχής. Ρίξτε μια ματιά στην τηλεόραση, ακούστε το ραδιόφωνο και τότε μιλάμε για το πού οδηγείται σήμερα το σακατεμένο πλοίο του άσματος, για να μην πω χάσματος.

Γνώρισα σχεδόν όλη την Αυλή της φωνητικής πολιτείας. Όχι, δεν είναι όλοι ίδιοι. Υπάρχουν και άνθρωποι που σέβονται τον απέναντι. Αυτοί τιμούν τον χώρο τους και το λειτούργημα που υπηρετούν. Μέσα στο ηχοβολείο δεν είναι όλοι μιας φυλής. Όχι. Γνώρισα λεβέντες και συνεργάστηκα ιδαλγούς άρρενες και θήλεα. Σήμερα (που αυτό το σήμερα ξεκινά χωρίς να κινείται) έχω τραβηχτεί πέραν της δημοσιότητος. Καλύτερα να επισκέπτομαι τάφους αληθινών ανδρών και όχι τραπεζαρίες με κάμερες και στομφώδεις ήχους που αποκαλούνται «δημιουργίες».

Ζητώ συγγνώμη γιατί αφέθηκα σε ένα ανάρμοστο παραλήρημα. Ας με δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει ακόμα με αίμα το Χάρο να φοράει θαλασσιά. Αυτές οι μεταφορικές φράσεις μού αρκούν. Κουράστηκα, Κώστα...

Υ.Γ.: Ευχαριστώ πολύ τον Μιχάλη Μπουρμπούλη για το γεγονός ότι μου άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και μου αφιέρωσε αρκετό από τον πολύτιμο χρόνο του γι' αυτή τη συνέντευξη, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν επιζητεί τη δημοσιότητα. Όπως μου είπε ο ίδιος: «η μανία για προώθηση του εαυτού του, σε κάθε άνθρωπο είναι ένα ηφαίστειο μέσα του, που εκρήγνυται και στο τέλος καταντά να γίνεται Πομπηία. Να τον σκεπάσει το ηφαίστειο. Ευτυχώς, γιατί χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε. Δεν θα τον γνώριζε κανείς».

Να θυμίσουμε πως όλοι οι αστοί πολιτικοί και κονδυλοφόροι _που ποτέ δεν είχαν γράψει μια αράδα όλα αυτά τα χρόνια _εκτός από μερικά πικρόχολα, υπερθεμάτιζαν (ως συνήθως) σκυλεύοντας.
«Τελευταίο μιας σπουδαίας γενιάς δημιουργών», τον χαρακτήρισε η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, στο μήνυμά της – Τη σηματοδότησε ως ανανεωτής του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, συνεργαζόμενος με τους μεγάλους συνθέτες και με τις σημαντικότερες φωνές [σω…ω..πα!!]

 




16 Ιουλίου 2023

Τα εντυπωσιακά “Ματωμένα Φεγγάρια” του Nesbo

Δύσκολο να μιλάμε εμείς οι μεσογειακοί για Τζο Νέσμπο (Jo Nesbο —Jo Nesbø, προφέρεται [ju nesbø],  Γιου Νέσμπε —γεν. το 1960 στο Όσλο) τον μεγαλύτερο εν ζωή συγγραφέα αστυνομικού στον κόσμο και Χάρι Χόλε.

«Όταν “φύγει” ο Χάρι Χόλε δεν πρόκειται να αναστηθεί. Ο αμέσως επόμενος, μετά από εμένα, με καταδιώκει ανελέητα σαν λυσσασμένο πιτ μπουλ, αποφασισμένος να μου πάρει τα σκήπτρα».

Στα 37 του, κυκλοφόρησε το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο «Flaggermusmannen» η νυχτερίδα -το πρώτο από μία σειρά βιβλίων με έναν από τους πιο «καλτ» ήρωες: τον αλκοολικό, αυτοκαταστροφικό και –παρ΄όλα αυτά- λατρεμένο ντετέκτιβ Χάρι Χόλε (όλα τα βιβλία του εδώ).

Για την ιστορία, στα 17 του ένας σοβαρός τραυματισμός του κατέστρεψε τα όνειρα για μία επαγγελματική καριέρα στο ποδόσφαιρο.
Αποφάσισε λοιπόν να σπουδάσει οικονομικά («η μοναδική επιλογή που έχεις όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις», όπως λέει ο ίδιος) και να εργαστεί πρώτα ως δημοσιογράφος και μετά ως χρηματιστής.
Ώσπου μια μέρα παράτησε τη δουλειά του στη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή εταιρεία της Νορβηγίας για «να γράψει ιστορίες» πριν ο χρόνος τον προλάβει.
Με 10άδες εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως (42-60.000.000 κατά τους μετριότερους υπολογισμούς χωρίς να μετράμε τα αναρίθμητα e-book), διάσημος σήμερα, βλέπει τα βιβλία του να εκδίδονται σε περισσότερες από 40 χώρες.
Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, όπως τα Riverton Prize (1997), Glass Key (1998), Booksellers’ Prize (2000 και 2007), καθώς και με τις υψηλότερες διακρίσεις στη χώρα του. Το μυθιστόρημά του Νέμεσις ήταν υποψήφιο για το βραβείο Edgar Allan Poe (2010).

Όπως έχει συχνά δηλώσει «ανησυχεί για το ότι είναι ο συγγραφέας με τις μεγαλύτερες πωλήσεις», ενώ το jet lag ήταν ιστορικά ένα φαινόμενο που διεγείρει τη δημιουργικότητα για τον Jo Nesbo.
Άλλωστε, έγραψε το πρώτο προσχέδιο του πρωτοεμφανιζόμενου μυθιστορήματός του, η νυχτερίδα, ενώ βρισκόταν υπό την επιρροή του σε στρεβλωμένη πραγματικότητα. Εκείνη την εποχή -μέσα της δεκαετίας του '90 - ο Nesbo ήταν ένας μουσικός στην κορυφή των charts, ο οποίος, έχοντας δυσπιστία για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία, εξακολουθούσε να διατηρεί τη δουλειά του ως χρηματιστής σε μια χρηματιστηριακή. Σε ένα επαγγελματικό σταυροδρόμι, πέταξε 30 ώρες πάνω από τον κόσμο για Αυστραλία. Κάπου πάνω από τον ωκεανό, άρχισε να χαρτογραφεί ένα βιβλίο – όχι τα απομνημονεύματα της «ζωής στο δρόμο» της μπάντας του που είχε υποσχεθεί σε έναν ενδιαφερόμενο εκδότη, αλλά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για έναν ντετέκτιβ, του οποίου η ιστορία ξεχύθηκε από μέσα του, κάνοντας jetlagged σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Σίδνεϊ.

Πρόσφατα πετάχτηκε Καναδά για να γιορτάσει τη δημοσίευση του Killing Moon _«Ματωμένη Σελήνη», της τελευταίας δόσης της σειράς που έσπασε ρεκόρ, Scandi Noir που καθορίζει το είδος Harry Hole ( Ο Nesbo είναι εντάξει αν λες "Hole" με τον αγγλικό τρόπο, αλλά τεχνικά μοιάζει περισσότερο με "hoo-lah" αν στοχεύεις στην αληθινή νορβηγική προφορά).

σσ. Scandi Noir (σκανδιναβικό νουάρ), είναι ένα είδος αστυνομικής μυθοπλασίας που συνήθως διαδραματίζεται στη Σκανδιναβία. Απλή γλώσσα, αποφεύγοντας τη μεταφορά και τοποθετείται σε ζοφερά τοπία, οδηγεί σε μια σκοτεινή και ηθικά περίπλοκη διάθεση, που απεικονίζει μια ένταση μεταξύ της φαινομενικά ακίνητης και ήπιας κοινωνικής επιφάνειας και του φόνου, του μισογυνισμού, του μισανδρισμού, του βιασμού και του ρατσισμού που κρύβονται από κάτω. Έρχεται σε αντίθεση με το στυλ whodunit (Αγγλία).
Μερικοί από τους πιο γνωστούς συγγραφείς περιλαμβάνουν εκτός του Jo Nesbø από τη Νορβηγία, τους Henning Mankell, Stieg Larsson και Camilla Läckberg από τη Σουηδία, Jussi Adler-Olsen από τη Δανία και Arnaldur Indriðason από την Ισλανδία. Η δημοτικότητα του σκανδιναβικού νουάρ έχει επεκταθεί στην οθόνη, με τηλεοπτικές σειρές όπως The Killing (καμιά σχέση με το ομώνυμο του Stanley Kubrick ελλην. Το χρήμα της οργής, 1956) The Bridge (υπάρχει και μια καλή αμερικάνικη έκδοση με Diane Kruger, Demián Bichir, Thomas M. Wright κά), Trapped _ Ófærð, Bordertown_ Sorjonen κά.

Ο Σουηδός συγγραφέας Henning Mankell, ο οποίος μερικές φορές αναφέρεται ως «ο πατέρας του σκανδιναβικού νουάρ», σημειώνει ότι η σειρά μυθιστορημάτων Martin Beck των Maj Sjöwall και Per Wahlöö «έσπασε με τις προηγούμενες τάσεις στην αστυνομική φαντασία» και πρωτοστάτησε σε μια νέο στυλ: "Επηρεάστηκαν και εμπνεύστηκαν από τον Αμερικανό συγγραφέα Ed McBain. Συνειδητοποίησαν ότι υπήρχε μια τεράστια ανεξερεύνητη περιοχή στην οποία τα αστυνομικά μυθιστορήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν το πλαίσιο για ιστορίες που περιέχουν κοινωνική κριτική."  Η Kerstin Bergman σημειώνει ότι "αυτό που έκανε Τα μυθιστορήματα του Sjöwall και του Wahlöö ξεχωρίζουν από τα προηγούμενα αστυνομικά μυθιστορήματα – και αυτό που το έκανε τόσο επιδραστικό στις επόμενες δεκαετίες – ήταν, πάνω από όλα, η συνειδητή συμπερίληψη μιας κριτικής οπτικής για τη σουηδική κοινωνία».
Τα βιβλία του Henning Mankell για τον "Kurt Wallander" έκαναν το είδος μαζικό φαινόμενο τη δεκαετία του 1990. Τα βιβλία της Νορβηγίδας συγγραφέα Karin Fossum για τον «Επιθεωρητή Sejer» είχαν επίσης μεγάλη επιρροή και μεταφράστηκαν ευρέως. Ο Βρετανός συγγραφέας Barry Forshaw πρότεινε ότι το ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα του Peter Høeg Miss Smilla's Feeling for Snow είχε «μεγάλη επιρροή» ως ο αληθινός γενάρχης του «Σκανδιναβικού Νέου Κύματος» και, τοποθετώντας την αντιδιαισθητική ηρωίδα του στην Κοπεγχάγη και τη Γροιλανδία, ότι εγκαινίασε το ρεύμα. Σταματάμε εδώ _περισσότερα για τους λάτρις του είδους στο διαδίκτυο (λήμματα Nordic noir, _ Scandinavian noir _ Scandi noir)

Ξαναγυρνώντας στον Nesbo, τον βρίσκουμε να μάχεται ξανά με τις ζώνες ώρας –«Είμαι λίγο jet lagg, αλλά όχι τόσο άσχημα», λέει «Ξύπνησα νωρίς.»

Στην ερώτηση Ποια είναι η σχέση σας με τη λέξη «μπεστ σέλερ»; απαντά

Για τους περισσότερους συγγραφείς, ή τουλάχιστον για τους περισσότερους φιλόδοξους συγγραφείς, είναι κάπως διπλής όψης. Από τη μια πλευρά, είναι ένα σημάδι ότι έχεις πετύχει, γιατί αυτό που προσπαθείς να κάνεις είναι να προσεγγίσεις όσο το δυνατόν περισσότερους αναγνώστες –σε βάθος. Από την άλλη, είναι ανησυχητικό να γίνεσαι αυτός ο μειλίχιος συγγραφέας mainstream που είναι «εύκολος στην ανάγνωση», που δεν το θες με τίποτε. Είναι περηφάνια και ανησυχία ταυτόχρονα.
Η σκέψη μου κάποτε ήταν, «Αλήθεια; Μπορεί να είναι τόσο εύκολο;»

Και μετά με το δεύτερο βιβλίο μου, συνειδητοποίησα ότι όχι, δεν είναι τόσο εύκολο. Το δεύτερο ήταν ίσως το χειρότερο βιβλίο που έχω γράψει στη σειρά, έτσι στο τρίτο, δούλεψα πολύ και έγινε μπεστ σέλερ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν [το 7ο του Χάρι] ο Χιονάνθρωπος που έγινε μπεστ σέλερ, και θυμάμαι τους δημοσιογράφους να έλεγαν: «Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας σου από τη μια μέρα στην άλλη;» Και έπρεπε να τους πω: «Ποια επιτυχία μέσα σε μια νύχτα;» Δημοσιεύω εδώ για 10 χρόνια».

___Με τη σειρά Harry Hole, υπάρχει μια μεγάλη μετα-αφήγηση για αυτόν και τη ζωή του που εκτείνεται στα βιβλία. Σε αυτό το στάδιο, έρχεται πρώτα η συνέχιση της ιστορίας και μετά εισάγετε το έγκλημα που οδηγεί το συγκεκριμένο μυθιστόρημα;

Όταν ξεκίνησα τη σειρά, και για τα πρώτα πέντε μυθιστορήματα, ξεκίνησε σίγουρα με το έγκλημα, και ο Χάρι προοριζόταν να είναι ο φωτογραφικός φακός μέσα από τον οποίο βλέπαμε τι συνέβαινε. Βήμα βήμα, έχει κινηθεί μπροστά στην κάμερα, και από πολλές απόψεις έχει γίνει το επίκεντρο της προσοχής. Έχει γίνει περισσότερο μια ιστορία για τον Χάρι που διαδραματίζεται σε αστυνομική φαντασία παρά για αστυνομική φαντασία όπου αυτός _ο Χάρι είναι αστυνομικός ντετέκτιβ.

___Μήπως επειδή έχετε έρθει πιο κοντά σε αυτόν τον χαρακτήρα στο μυαλό σας;

Όταν γνωρίζεις έναν χαρακτήρα τόσο καλά, υπάρχουν τόσα πολλά επίπεδα για αυτόν μέχρι τώρα, που έχουν δημιουργηθεί από τις ιστορίες και τα όσα έχουν βιώσει και έχουν περάσει οι αναγνώστες με τον Χάρι. Δεν είμαι μόνο εγώ που επένδυσα στον Χάρι, αλλά και οι αναγνώστες μου. Είναι σαν παλιοί φίλοι.

___Ξέρεις πώς τελειώνει η ιστορία του Χάρι;

Έγραψα μια ιστορία για τον Χάρι στο τρίτο μου μυθιστόρημα και εξακολουθώ να το κάνω. Δεν ξέρω πόσα βιβλία θα υπάρχουν, αλλά η ζωή του και το τι πρόκειται να συμβεί είναι όλα σε αυτήν, πριν από 20 χρόνια.

___Είστε επίσης συγγραφέας για παιδιά, κάτι που μπορεί να εκπλήξει τους αναγνώστες της αστυνομικής σας φαντασίας. Αυτό τροφοδοτεί ένα διαφορετικό μέρος της ψυχής σας;

Όλη μου η οικογένεια είναι αφηγητές. Από πολλές απόψεις, είναι σύμπτωση ότι ξεκίνησα να γράφω αστυνομικό μυθιστόρημα. Βασικά, είμαι αφηγητής, είτε πρόκειται για παιδικά βιβλία, είτε για διηγήματα είτε για αστυνομικά μυθιστορήματα.

Δείτε
Στο “πνεύμα των Χριστουγέννων” 🍁 Δόκτωρ Πορδαλός, η συνωμοσία των Χριστουγέννων

 ___Ποιο είναι πιο δύσκολο κοινό: Παιδιά ή ενήλικες;

Τα παιδιά δεν δείχνουν έλεος. Θυμάμαι η κόρη μου είχε ένα πάρτι γενεθλίων όπου η μητέρα της πρότεινε να φέρω μια κιθάρα και να παίξω μερικά τραγούδια. Είπα, «Τα εξάχρονα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για έναν άντρα να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει.» Μου είπε ότι θα ήταν. Νομίζω ότι άδειασα το δωμάτιο σε 10 δευτερόλεπτα. Η μόνη που έμεινε ήταν η κόρη μου, που με κοιτούσε επίμονα και μπορούσα να πω ότι με λυπόταν.

___Ωστόσο, όταν πρόκειται για τη συγγραφή αστυνομικής φαντασίας για ενήλικες (αυτή τη στιγμή) το είδος έχει μόλις εκραγεί σε δημοτικότητα και μερικές φορές μπορεί να φαίνεται ότι ο τρόπος για να τραβήξετε την προσοχή μπορεί να είναι να αναζωογονήσετε τη διαφθορά, τη βία, τα βάθη του ψυχολογικού σκοταδιού στις ιστορίες. Έχετε νιώσει πίεση να το κάνετε αυτό;

Όχι δεν είναι πραγματικά. Σε κάποιο βαθμό, νομίζω ότι το έχω μειώσει από το The Leopard [το 8ο μυθιστόρημα του, που δημοσιεύτηκε το 2009]. Αυτό ήταν μάλλον το βιβλίο όπου ήμουν πιο λεπτομερής στις φρικιαστικές λεπτομέρειες. Να κινηθούμε όμως στο σκοτάδι της ψυχής μας; Νομίζω ότι είναι ένα ενδιαφέρον ταξίδι. Εάν υπάρχει μια μεταφορά για τη βία, εάν υπάρχει σύνδεση μεταξύ αυτού που ονομάζουμε «το κακό –το διεστραμμένο μυαλό» και της επιβίωσης, συναισθηματικά ή σωματικά; Νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον να πάμε εκεί και να ρίξουμε μια ματιά, γιατί νομίζω ότι το μυαλό μας είναι ικανό για τα πάντα για να επιβιώσει.

Τα πράγματα είναι λίγο πολύ πιθανά. Ίσως έχουμε επιβιώσει ως είδος λόγω της νοημοσύνης και της ικανότητάς μας να αναγνωρίζουμε πρότυπα. Γι' αυτό ίσως γίναμε αφηγητές, γιατί στις ιστορίες μας υπάρχουν όμορφα μοτίβα που μας αρέσουν πραγματικά, τόσο ως συγγραφείς όσο και ως αναγνώστες. Μας προστατεύει από το καταθλιπτικό γεγονός ότι όλα είναι χάος.

Καταθλιπτικό κοινωνικό γίγνεσθαι και εκφυλισμός αξιών

Όλα αυτά δεν είναι πάνω και έξω από την κοινωνία της χώρας τους ‑αν και εμφανίζονται σαν παγκόσμιας εμβέλειας. Μιλάμε για Σκανδιναβία και ειδικά Νορβηγία του 21ου αιώνα __ Nord (2009) του Rune Denstad Langlo, με την καπιταλιστική κρίση να σαρώνει τον «σοσιαλιστικό» παράδεισο.
Έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι για τις λαϊκές μάζες, μέσα στις ιστορικές εξελίξεις, πρωταρχικό ρόλο παίζει το κοινωνικό είναι. Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις και η σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση γενικότερα, με τη στήριξη της καλούμενης ευρείας (οπορτουνιστικής) αριστεράς, έχοντας σημαία τον αντικομμουνισμό και δρώντας συνειδητά με σκοπό τη διάβρωση της συνείδησης της εργατικής τάξης και την πλήρη υποταγή της στο κλίμα της συναίνεσης και της υπακοής στα όρια του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, κατόρθωσε, στο όνομα του κράτους πρόνοιας, να πετύχει το σταδιακό εκφυλισμό κάθε αξίας και κατάκτησης του εργατικού κινήματος.
Για αντάλλαγμα, πρόσφερε ένα σχετικά καλύτερο βιοτικό επίπεδο για κάποια χρόνια, όσο δηλαδή υπήρχε η αντιπαράθεση με τις σοσιαλιστικές χώρες, και πείθοντας ότι, από τη μια, ο εργοδοτικός σοσιαλδημοκρατικός συνδικαλισμός και, από την άλλη, οι πολλές αρμόδιες διορισμένες και καλοπληρωμένες επιτροπές θα λύνουν τα ζητήματα.
Και οι εργαζόμενοι, αντί να μετέχουν στα κοινά και να απαιτούν οργανωμένα αυτά που δικαιούνται, απολαμβάνουν ελεύθερα την μπίρα τους, το πορνό, τις τηλεοπτικές αθλιότητες και ό,τι άλλη ασχολία ελεύθερου χρόνου -αποχαύνωσης τους πασάρουν, στο όνομα της ελευθερίας που δε θίγει σε καμιά περίπτωση τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου.

Killing Moon _
Η εντυπωσιακή «Ματωμένη Σελήνη»

Ο Νορβηγός μας έδωσε τη 13η περιπέτεια του Χάρι Χόλε (εκδ. Μεταίχμιο) και ρίξαμε μια ματιά

    Η αίσθηση του ανθρώπινου παντού!
  
Οι αποστάσεις θα εκμηδενιστούν

Ο Χόλε στο κατόπι ενός μανιακού δολοφόνου …έτσι για αλλαγή!! και μπροστά στα πολλά ζητήματα που θέτει ο Νέσμπο: τον παρασιτισμό ανθρώπων και συστημάτων (γενικώς και όχι του καπιταλισμού), τη δυσκολία της ορθής κρίσης, τον τυχοδιωκτισμό των ΜΜΕ, τα όρια της επιστήμης, την άδολη αγάπη που σπανίζει… περίπου σ΄ αυτό το γλυκό, ακανθώδες κάποιες στιγμές, βαθιά συναισθηματικό και ανθρώπινο πλαίσιο φυσικά με σασπένς, δράση, έκπληξη, μυστήριο, ατμόσφαιρα.

Ήλιοι και φεγγάρια στο μυαλό του αναγνώστη, βιβλίο μυστηρίου, θρίλερ, όμορφο, σαγηνευτικό, επιβλητικό η «Ματωμένη Σελήνη» απλώνεται ταυτόχρονα σαν τον ιστό της αράχνης. Αθόρυβα, μα αποφασιστικά, τρυπώνει στο μυαλό του αναγνώστη και τον καθηλώνει. Με τον τρόπο του ο Νορβηγός κρατά καθετί ανθρώπινο από τους ήρωές του και αυτό είναι που τον κάνει αξιοδιάβαστο και φυσικά δημοφιλή. Αυτό είναι το στοιχείο που ορίζει το πλαίσιο και την εκφραστική δύναμη στα βιβλία του η βάση για να αναπτυχθούν τα αφηγηματικά, υφολογικά, μονοπάτια καταλύτης για να γίνει η περιπέτεια αμετακίνητη κατάσταση.

Η συνάντηση με τον Χάρι Χόλε γίνεται στο Λος Άντζελες. Αυτός θέλει να ξεφύγει απ’ όλους και όλα. Το παρελθόν, όμως, και το κυνικό παρόν δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Στον δρόμο του θα βρεθεί μια ηλικιωμένη ηθοποιός που προσπαθεί να γλιτώσει από καρτέλ ναρκωτικών. Ο Χάρι θέλει να τη βοηθήσει. Την ίδια στιγμή, στην πατρίδα του, δυο γυναίκες αγνοούνται και ο βασικός ύποπτος ζητά τη βοήθεια του. Θα του τη δώσει και τότε οι αποστάσεις θα εκμηδενιστούν, τα συναισθήματα θα συμπιεστούν, θα δοκιμαστούν, οι πνευματικές κρίσεις θα σώσουν και θα καταδικάσουν, οι απώλειες θα συντροφεύσουν τα νέα αποκτήματα.
Από την πρώτη σελίδα ως φινάλε αισθάνεσαι το τρέξιμο, την ανάσα, την αγωνία του και όταν φτάνεις στο τέλος ξέρεις ότι θα υπάρξει κι άλλο μέχρι τελικής πτώσης επιβεβαιώνοντας αυτό που είπαμε εισαγωγικά «Όταν “φύγει” ο Χάρι Χόλε δεν πρόκειται να αναστηθεί. Ο αμέσως επόμενος, μετά από εμένα, με καταδιώκει ανελέητα σαν λυσσασμένο πιτ μπουλ, αποφασισμένος να μου πάρει τα σκήπτρα». Εκτός και …

Δυο λόγια από την υπόθεση

Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε στην περιοχή με χαλίκι έξω, τυλίγοντας για μια στιγμή τη Lucille, που κρατούσε τα γυαλιά ηλίου της στη θέση τους. Ο Χάρι είδε την πόρτα του συνοδηγού του λευκού Camaro να ανοίγει και ένας άντρας με γυαλιά ηλίου και κόκκινο μπλουζάκι polo να ξεπροβάλλει. Περπάτησε μπροστά από το αυτοκίνητο, εμποδίζοντας την κίνηση της Lucille προς το μέρος του.

Περίμενε να ακολουθήσει μια συνομιλία μεταξύ των δύο. Αντίθετα, ο άντρας έκανε ένα βήμα μπροστά και άρπαξε τη Lucille από το χέρι. Άρχισε να την τραβάει προς το Camaro. Ο Harry είδε τις φτέρνες των παπουτσιών της να σκάβουν στο χαλίκι. Και τώρα είδε επίσης ότι το Camaro δεν είχε αμερικανικές πινακίδες. Εκείνη τη στιγμή έφυγε από το σκαμπό του μπαρ. Τρέχοντας προς την πόρτα, την άνοιξε με τον αγκώνα του, τυφλώθηκε από το φως του ήλιου και παραλίγο να σκοντάψει στα δύο σκαλοπάτια κάτω από τη βεράντα. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν καθόλου νηφάλιος. Στη συνέχεια, εκμηδενίστηκε στα δύο αυτοκίνητα. Τα μάτια του προσαρμόζονται σταδιακά στο φως. Πέρα από το parking, στην άλλη πλευρά του δρόμου που έφτανε στην καταπράσινη πλαγιά του λόφου, βρισκόταν ένα νυσταγμένο γενικό κατάστημα, αλλά δεν μπορούσε να δει άλλους ανθρώπους εκτός από τον άντρα και τη Lucille, που έσερναν προς το Camaro.

___«Αστυνομία!» φώναξε. 'Αστην να φυγει!'

___«Παρακαλώ μείνετε μακριά από αυτό, κύριε», φώναξε ο άντρας.

Ο Χάρι υπέθεσε ότι ο άντρας πρέπει να έχει παρόμοιο υπόβαθρο με το δικό του. Μόνο οι αστυνομικοί χρησιμοποιούσαν ευγενική γλώσσα σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Ο Χάρι γνώριζε επίσης ότι η φυσική παρέμβαση ήταν αναπόφευκτη και ότι ο πρώτος κανόνας στη μάχη από κοντά ήταν απλός: μην περιμένετε, αυτός που επιτίθεται πρώτος και με τη μέγιστη μαγκιά κερδίζει. Έτσι, δεν επιβράδυνε, και ο άλλος άντρας πρέπει να είχε συνειδητοποιήσει την πρόθεση του Χάρι, γιατί άφησε τη Lucille και άπλωσε κάτι πίσω του. Το χέρι του γύρισε πίσω. Σε αυτό κρατούσε ένα γυαλιστερό πιστόλι που ο Χάρι αναγνώρισε αμέσως. Ένα Glock 17, που στόχευε κατευθείαν πάνω του.

Ο Χάρι επιβράδυνε αλλά συνέχισε να προχωρά. Είδε το μάτι του άλλου πίσω από το όπλο. Η φωνή του μισοπνίγηκε από ένα περαστικό pickup στο δρόμο.

___“Τρέξε πίσω από όπου ήρθες, κύριε. Τώρα!

Αλλά ο Χάρι συνέχισε να περπατά προς το μέρος του. Κατάλαβε ότι κρατούσε ακόμα την πιστωτική κάρτα στο δεξί του χέρι. Έτσι θα τελείωνε; Σε ένα σκονισμένο πάρκινγκ σε μια ξένη χώρα, λουσμένος στο φως του ήλιου, έσπασε και μισομεθυσμένος, ενώ προσπαθούσε να κάνει ό,τι δεν είχε καταφέρει να κάνει για τη μητέρα του, δεν είχε καταφέρει να κάνει για κανέναν από αυτούς που νοιάστηκε ποτέ;

Σχεδόν έκλεισε τα μάτια του και έσφιξε τα δάχτυλά του γύρω από την πιστωτική κάρτα, έτσι το χέρι του σχημάτισε μια σμίλη.

Ο τίτλος ενός τραγουδιού του Leonard Cohen στριφογύριζε στο μυαλό του: «Ε, δεν υπάρχει τρόπος να πεις αντίο».

___Fuck that, the hell it wasn’t _Γαμώ την κόλαση

—— Το 13ο μυθιστόρημα της σειράς Harry Hole του Jo Nesbo θα πρέπει να έχει κάποιο είδος προειδοποίησης στο εξώφυλλο. Συμβουλή: Μην το διαβάσετε μετά το φαγητό. Ο δολοφόνος σε αυτό το βιβλίο χρησιμοποιεί μεθόδους τόσο φρικτές και αποτρόπαιες που είναι ένα από τα λίγα αστυνομικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει (ξεφυλλίσει _όπως είπαμε) που λειτουργεί εκόντως άκοντος, προκαλώντας αηδία. Υπάρχουν παρασιτικές προσβολές (σκεφτείτε το The Last of Us), αποκεφαλισμοί και, σε ένα σημείο, ο ανώνυμος δράστης τρώει έναν ανθρώπινο εγκέφαλο. Με πολλούς ιατροδικαστές και εγκληματολόγους να ανακατεύονται, πρόκειται για ένα θρίλερ που κατά καιρούς φτάνει τα όρια του τρόμου.

Αισθάνεσαι φανταστικά να βρίσκεσαι πίσω απ΄την παρέα του Χάρι Χόλε, ο οποίος πνίγει ξανά τις λύπες του αφού δύο άνθρωποι πολύ κοντά του χάθηκαν στο μυθιστόρημα του 2019 (Knife_το μαχαίρι). Φεύγει στο Λος Άντζελες, η πιστωτική του κάρτα έχει εξαντληθεί και πίνει σε ένα καταδυτικό μπαρ με μια ηθοποιό στα 60 της που χρωστάει χρήματα σε μια συμμορία του Μεξικού.

Εν τω μεταξύ, πίσω στο Όσλο, δύο γυναίκες εξαφανίστηκαν αφού παρευρέθηκαν σε ένα πάρτι που διοργάνωσε ο δισεκατομμυριούχος κατασκευαστής ακινήτων Markus Røed. Ανακαλύπτοντας τον εαυτό του ως κύριο ύποπτο, ο Røed ζητά από τον δικηγόρο του να επικοινωνήσει με τον Χάρι με την ελπίδα ότι ο ντετέκτιβ θα επιστρέψει στη Νορβηγία και θα καθαρίσει το όνομά του, δουλεύοντας ως ιδιωτικός ερευνητής. Η συνάδελφος του Χάρι, Katrine Bratt, από το τμήμα σοβαρών εγκλημάτων θα ήθελε επίσης να επιστρέψει και να βοηθήσει την αστυνομική έρευνα, αλλά ο Χάρι έχει μόνο έναν βοηθό αυτή τη στιγμή και το όνομά του είναι Jim Beam.

Όταν οι Μεξικανοί έρχονται να εισπράξουν, ο Χάρι βλέπει μια ευκαιρία για κάποια λύτρωση και μπαίνει για να προστατεύσει την ηθοποιό, αλλά σύντομα την απαγάγουν. Έχει μια εβδομάδα για να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος ενός εκατομμυρίου δολαρίων αλλιώς θα πεθάνει. Καλεί λοιπόν τον δικηγόρο του Røed πίσω - θα επιστρέψει στο Όσλο, θα βγάλει τον Røed από το αγκίστρι _αν είναι αθώος και η αμοιβή του θα πληρώσει τα λύτρα.

Η υπόθεση είναι μπερδεμένη με κάθε λογής περίεργες διαστάσεις. Το σώμα μιας από τις νεαρές γυναίκες βρίσκεται και ο ακρωτηριασμός υποδηλώνει ότι ήταν θύμα κατά συρροή δολοφόνου. Είναι ημίγυμνη, ο εγκέφαλός της έχει αφαιρεθεί, δεν υπάρχουν ιατροδικαστικά … Η Katrine Bratt και η ομάδα της αρχίζουν να συνεργάζονται με τον Sung-min Larsen της εθνικής υπηρεσίας εγκλήματος, Kripos. Εύχεται ο Χάρι να ήταν στο πλοίο, αλλά καθώς εντάχθηκε στη σκοτεινή πλευρά δουλεύοντας για τον Røed, η ιεραρχία της αστυνομίας δεν εντυπωσιάζεται. Ωστόσο, ο Χάρι είναι σίγουρος ότι ο Røed έχει πολλά να κρύψει.

Ως συνήθως, ο Jo Nesbo ανιχνεύει πολλές γραμμές πλοκής από την οπτική γωνία διαφόρων χαρακτήρων. Η πραγματική ταυτότητα του _των δολοφόνων είναι κρυμμένη, αλλά τους γνωρίζουμε με το ψευδώνυμο nickname Prim. Ένα άτομο βαθιά ταραγμένο, κατεστραμμένο, ναρκισσιστικό και εντελώς ανεπανόρθωτο _παρόλο που καταλαβαίνουμε τον (ή την;) Prim, δεν υπάρχει περίπτωση να νιώσουμε συμπάθεια για αυτόν. Γίνεται σταδιακά σαφές ότι ο\η Prim δεν κυνηγάει μόνο νεαρές ξανθιές γυναίκες. Η θυμωμένη αποστολή τους περιλαμβάνει και κάποιον από το στενό περιβάλλον του Χάρι. Θα μπορούσε ο ντετέκτιβ να οδεύει προς μια άλλη τραγωδία; Αν ναι, δεν το ξέρει.

Στο πλευρό της έρευνας, ο Χάρι συγκεντρώνει μια ομάδα που περιλαμβάνει τον παλιό του συνεργάτη, τον profiler Ståle Aune, ο οποίος πεθαίνει από καρκίνο. Το δωμάτιο του νοσοκομείου της Aune γίνεται η βάση των επιχειρήσεων του Χάρι. Στην πιο απίθανη ομάδα όλων των εποχών, ο διεφθαρμένος αστυνομικός Truls Berntsen, αγαπημένος στην αστυνομία, γίνεται σύμμαχος του Harry. Επιπλέον, υπάρχει ο παλιός συμμαθητής του Χάρι, ο Øystein, οδηγός ταξί και αναμορφωμένος έμπορος ναρκωτικών. Η συντροφικότητα αυτής της ομάδας είναι μια από τις πιο ευχάριστες πτυχές του βιβλίου - μια αντίθεση στο άγχος, τη θλίψη και τη μάχη του Harry με τον αλκοολισμό.

Πολλά άλλα παλιά πρόσωπα επανεμφανίζονται επίσης. Η Mona Daa, η ορκισμένη δημοσιογράφος, τα βάζει με όλους: Ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας Mikael Bellman είναι τώρα υπουργός Δικαιοσύνης. και η τεχνική του εργαστηρίου DNA, Alexandra, που αγαπά συνεχώς, έχει έναν βασικό ρόλο να παίξει. Μέσω ενός ποικίλου καστ, ο Nesbo σχολιάζει τις μεγάλες και μικρές αλλαγές στη νορβηγική κοινωνία, τη vintage ροκ μουσική, τις γειτονιές του Όσλο και τη μοντέρνα αρχιτεκτονική της πόλης.

Ως αναγνώστης του, ένιωσα πίσω στο στοιχείο μου (τσαλα)βουτώντας στο Killing Moon. Έχει ένα ρολόι επείγουσας ανάγκης και ο συγγραφέας κινείται πέρα δώθε μεταξύ βασικών και δευτερευόντων χαρακτήρων – και βασικών κομματιών δράσης – που κάνει μια ζωντανή και συναρπαστική ανάγνωση. Σε λιγότερο από 500 σελίδες (λίγο πιο σύντομο από το Knife 660σελ), ο Truls Berntsen δεν είναι τόσο δόλιος ή γλοιώδης όσο θα μπορούσε να είναι, κάτι που είναι λίγο απογοητευτικό. Υπάρχουν επίσης μερικά «Περιμένετε… αλήθεια;» σημεία πλοκής και καταστάσεις που τεντώνουν νεύρα και καταρρακώνουν την ευπιστία και το προφανές, αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο για τον Jo Nesbo.

Ο Jo είναι συγγραφέας που αγωνίζεται για πρωτοτυπία όταν πρόκειται να δημιουργήσει μια κορύφωση και στο Killing Moon παραδίδει ένα belter κατά τη διάρκεια μιας σεληνιακής έκλειψης του καλοκαιριού πάνω από το Όσλο. Υπάρχουν πολλά μονοπάτια κινδύνου για τους χαρακτήρες, και __ακριβώς όταν νομίζεις ότι όλα έχουν γίνει ξεκάθαρα, το έδαφος αλλάζει. Δεν κατάλαβα έγκαιρα ποιος ήταν ο δολοφόνος, αν και πιθανότατα εσύ αναγνώστη είσαι πιο έξυπνος από εμένα και μπορείς να το κάνεις νωρίτερα. Τέλος, υπάρχει ένα νήμα σε αυτό το μυθιστόρημα που υποδηλώνει έντονα ότι ένα 14ο βιβλίο είναι καθ' οδόν – οψόμεθα…

Μην κάνετε λάθος: δεν διαβάζετε Harry Hole περιμένοντας υψηλή λογοτεχνία, ακόμα κι αν ο συγγραφέας του είναι ακόμη ερωτευμένος με τον Σαίξπηρ και τα underground εναλλακτικά συγκροτήματα των 10ετιών του 1980 και του '90 __ο τίτλος αυτού του βιβλίου, μοιάζει κάπως να θυμίζει κάποιο τραγούδι Echo and the Bunnymen  https://youtu.be/LWz0JC7afNQ

Το Killing Moon ανοίγει στο Λος Άντζελες, όπου ο ήρωάς μας προσπαθεί να καταπιεί τον εαυτό του μέχρι θανάτου λόγω κάποιων σκελετών στην ντουλάπα. Μέρος της ευχαρίστησης βρίσκεται στο ταξίδι, όχι απαραίτητα στον προορισμό. Δεν θέλω να φανώ καθόλου επικριτικός, γιατί μέρος της «γοητείας» αυτού του βιβλίου είναι το γεγονός ότι ο Χάρι αποδεικνύεται ότι κάνει λάθος μερικές φορές, και όταν το κάνει σωστά, συνήθως οφείλεται σε συνδυασμό τύχης και σύμπτωσης, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν από τους θορυβώδεις αναγνώστες ως αστυνομικοί. Ωστόσο, το μυθιστόρημα είναι διασκεδαστικό καθώς παρακολουθούμε τον Χάρι και μια ομάδα απατεώνων που έχει συγκεντρώσει

Ίσως αναρωτιέστε: πρέπει να διαβάσω πρώτα τα προηγούμενα βιβλία του (ή κάποια έστω;) πριν βουτήξω σε αυτό; Όχι ιδιαίτερα, είναι η απάντηση που θα σας έδινα (αν και υπάρχουν spoilers για τα άλλα μυθιστορήματα που προηγήθηκαν αυτού). Έτσι (και για να μην χαλάσουμε πράγματα που ήδη χαλάει αυτό το βιβλίο), αν δεν θέλετε να μάθετε τι έχει συμβεί στη γυναίκα του Χόλε, για παράδειγμα, χωρίς να έχετε διαβάσει πρώτα το βιβλίο που ασχολείται με το τι της συμβαίνει, τότε, λοιπόν, καλά , μπορεί να θέλετε να κάνετε πίσω και να αρχίσετε να διαβάζετε με τη σειρά. Γενικά, όμως, είναι ένα εξαιρετικά ευχάριστο _ακόμα και με τα “αηδιαστικά” του, που στέκεται καλά από μόνο του με λίγο παρατραβηγμένο το ασυνήθιστο “όπλο δολοφονίας” του είδους (δεν θα πω τίποτα γι 'αυτό, όσο κι αν μπαίνω στον πειρασμό). Mυθιστόρημα με καθαρή αδρεναλίνη! μια βόλτα με τρενάκι του λούνα παρκ -roller coasters. Θρίλερ υψηλών οκτανίων που δεν ξέρει πότε να υποχωρήσει.