09 Δεκεμβρίου 2023

Χορός _η σιωπηλή ποίηση


«Στον χορό, τα όρια ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή έχουν σβηστεί. Το σώμα κινείται πνευματικά και το πνεύμα σωματικά».
      Koos van der Leeuw, Ολλανδός συγγραφέας (1893-1934)

Γράφει η \\ Εύη Κοντόρα Β' Αντιπρόεδρος της ΟΓΕ

O Ζορμπάς έμεινε με μισάνοιχτο στόμα∙ πολεμούσε να καταλάβει, δεν τολμούσε να πιστέψει τόση ευτυχία. Άξαφνα μπήκε στο νόημα∙ χύθηκε απάνω μου, με άρπαξε από τον ώμο.
– Χορεύεις; με ρώτησε με λαχτάρα∙ χορεύεις;
-Όχι.
-Όχι ; !
Κρέμασε τα χέρια κατάπληχτος.
– Καλά, είπε σε λίγο τότε να χορέψω εγώ, αφεντικό. Στάσου πιο πέρα, να μη σε αναποδογυρίσω. Χάι! Χάι!
Έδωκε ένα σάλτο, πετάχτηκε έξω από την παράγκα, πέταξε τα παπούτσια του, το σακάκι, το γιλέκο, ανασήκωσε τα πανταλόνια ως τα γόνατα, άρχισε να χορεύει. Το μούτρο του, μουντζαλωμένο ακόμα από το κάρβουνο, ήταν κατασκότεινο∙ τα μάτια του γυάλιζαν κάτασπρα.

Χύθηκε στο χορό, χτυπούσε τα παλαμάκια, πηδούσε, στρουφογύριζε στον αγέρα, έπεφτε κάτω με λυγισμένα γόνατα κι αντιπηδούσε ανάερα καθιστός, σα λάστιχο. Άξαφνα τινάζουνταν πάλι αψηλά στον αγέρα, σα να το ’χε βάλει πείσμα να νικήσει τους μεγάλους νόμους, να κάνει φτερά και να φύγει. Ένιωθες μέσα στο σαρακοφαγωμένο αυτό ταγαριασμένο κορ­μί την ψυχή να μάχεται να συνεπάρει τη σάρκα και να χυθεί μαζί της, αστροβολίδα, μέσα στο σκοτάδι. Τίναζε η ψυχή το κορμί, μα αυτό έπεφτε, δε βαστούσε πολλή ώρα στον αγέρα, το ξανατίναζε, ανήλεη, λίγο τώρα πιο αψηλά, μα πάλι το έρμο ξανάπεφτε αγκομαχώντας.

Ο Ζορμπάς μάζευε τα φρύδια, το πρόσωπό του είχε πά­ρει ανησυχαστικιά σοβαρότητα∙ δε σκλήριζε πια ∙ με σφιγμένα τα δόντια ο Ζορμπάς μάχουνταν να φτάσει το αδύνατο.

-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα ∙ φτάνει!
Φοβόμουν μην ξαφνικά από την τόση φόρα δε βαστάξει το γέρικο κορμί του και σκορπίσει στον αγέρα θρύμματα.
Φώναζα, μα πού ν’ ακούσει ο Ζορμπάς τις φωνές του χωμάτου∙ το σπλάχνο του είχε γίνει σαν τού πουλιού. […]
-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα∙ φτάνει!

Ο Ζορμπάς κουκούβισε στο χώμα, λαχανιασμένος. Το πρόσωπό του έλαμπε ευτυχισμένο. Τα γκρίζα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο κούτελό του κι ο ιδρώτας κουρνέλιαζε στα μά­γουλά του και στο πηγούνι, ανακατεμένος με κάρβουνο.

Έσκυψα απάνω του ανήσυχος.
-Αλάφρωσα, είπε σε λίγο ∙ σα να μου πήραν αίμα. Τώρα μπορώ να μιλήσω.
Μπήκε μέσα στην παράγκα, ανακάθισε μπροστά από το μαγκάλι, κι έλαμπε το πρόσωπό του.

– Τι σ’ έπιασε κι άρχισες το χορό;
– Τι ήθελες να κάμω, αφεντικό; Πλαντούσα από την πολλή χαρά μου ∙ έπρεπε να ξεσκάσω. Και πώς μπορεί να ξεσκάσει ένας άνθρωπος; Με τα λόγια; Πφφ! […]

Με κοίταξε, μου ’κλεισε το μάτι:

– Γιατί δε γελάς; ρώτησε. Τι με κοιτάς έτσι; Τέτοιο είναι το σκαρί μου. Ένας διάολος είναι μέσα μου και φωνάζει, και κάνω ό,τι μου πει. Κάθε που πάω να πλαντάξω, μου φωνά­ζει: «Χόρεψε!» και χορεύω. Ξεπλαντάζω. Μια φορά που πέθανε το παιδί μου, ο Δημητράκης μου, στη Χαλκιδική, έτσι σηκώθηκα πάλι και χόρεψα. Οι συγγενείς κι οι φίλοι που με θωρούσαν να χορεύω μπροστά από το λείψανο, χύθηκαν να με πιάσουν. «Τρελάθηκε ο Ζορμπάς, φώναξαν, τρελάθηκε ο Ζορ­μπάς» Μα εγώ, τη στιγμή εκείνη, αν δε χόρευα, θα τρελαίνουμουν από τον πόνο. Γιατί ’ταν ο πρώτος μου γιός κι ήταν τριών χρόνων και δεν μπορούσα να βαστάξω το χαμό του. Κα­τάλαβες τι σου λέω, αφεντικό, ή μιλώ του αγέρα;

-Κατάλαβα, Ζορμπά, κατάλαβα ∙ δε μιλάς του αγέρα.

Μιαν άλλη πάλι φορά ήμουνα στη Ρουσία∙ γιατί πήγα κι εκεί πέρα ακόμα, πάλι για μεταλλεία ∙ για χαλκό, κοντά στο Νοβορωσίσκι. Είχα μάθει πέντ’ έξι ρούσικες λέξεις, όσες μου χρειάζουνταν στη δουλειά μου: «Όχι, ναι, ψωμί, νερό, σε αγαπώ, έλα, πόσο;» Μα να που έπιασα φιλίες μ’ ένα Ρούσο, φοβερό μπολσεβίκο. Στρωνόμαστε το λοιπόν κάθε βράδυ σε μιαν ταβέρνα στο λιμάνι και κατεβάζαμε κάμποσα καραφάκια βότκα. Ερχό­μασταν στο κέφι. Κι ως ερχόμασταν στο κέφι, άνοιγε η καρδιά μας ∙ αυτός ήθελε να μου στορήσει, χαρτί και καλαμάρι, τα όσα είδε κι έπαθε στη ρούσικη Επανάσταση, κι εγώ πάλι να του ξεμυστηρευτώ το βίο και την πολιτεία μου ∙ μεθύσα­με, βλέπεις, κι είχαμε γίνει αδέρφια.

Με χερονομίες, τσάτρα πάτρα, συνεννοηθήκαμε ∙ αυτός θ’ άρχιζε πρώτος να μιλάει ∙ όταν πια δε θα καταλάβαινα, θα του φώναζα: «Στοπ!» ∙ θα σηκώνουνταν τότε να χορέψει ∙ να χορέψει ό,τι ήθελε να μου πει. Το ίδιο κι εγώ. Ό,τι δεν μπο­ρούσαμε να πούμε με το στόμα, θα το λέγαμε με τα πόδια, με τα χέρια, με την κοιλιά ή με άγριες κραξιές: «Χάι-χάι! Χόπλα! Βίρα!» […]

Άργησα να κλείσω μάτι. Χαμένη η ζωή μου, συλλογίζουμουν ∙ να μπορούσα να ’πιανα ένα σφουγγάρι, να τα σβήσω όλα όσα διάβασα, όσα είδα κι άκουσα, να μπω στο σκολειό του Ζορμπά και ν’ αρχίσω τη μεγάλη, την αληθινή αλφαβήτα! Πόσο διαφορετικιά στράτα θα ’παιρνα! Θα γύμναζα τέλεια τις πέντε μου αίστησες, το δέρμα μου αλάκερο, να χαίρεται και να καταλαβαίνει, θα μάθαινα να τρέχω, να παλεύω, να κολυμπώ, να χιμώ καβάλα, να κάνω κουπί, να οδηγώ αυτοκίνητο, να ρίχνω τουφέκι, θα γέμιζα σάρκα την ψυχή μου ∙ θα γέμιζα ψυχή τη σάρκα μου ∙ θα φίλιωνα μέσα μου, επιτέλους, τους δυο προαιώνιους ετούτους οχτρούς …

Ανακαθιστός στο στρώμα μου, αναθίβανα τη ζωή μου που πήγαινε χαμένη. Από την ανοιχτή πόρτα διάκρινα θαμπά μέ­σα στην αστροφεγγιά το Ζορμπά να κάθεται κουκουβιστός σ’ ένα βράχο, σαν όρνιο νυχτερινό, και να κοιτάζει τη θάλασσα, και τον ζήλευα. «Αυτός βρήκε την αλήθεια, συλλογίζουμουν, αυτός είναι ο δρόμος!»

Νίκος Καζαντζάκης,
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, απόσπασμα

Η τέχνη του χορού

«Η πιο αληθινή έκφραση ενός λαού είναι στον χορό και τη μουσική τον. Τα σώματα δεν λένε ποτέ ψέματα» Agnes de Mille (Αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφος, 1905 -1993).

Χορός... μια έντονη και παθιασμένη μορφή τέχνης, πολύ πιθανόν παρούσα σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς. Έχει τις ρίζες της στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα. Στους χορούς απεικονίζονταν φυσικά φαινόμε­να, σκηνές από το κυνήγι και τον πόλεμο, η εξέλιξη της διαδικασίας διαφόρων εργασιών κ.λπ. Διαδεδομένοι ήταν και οι θρησκευτικοί χοροί.

Ο χορός θεωρείται η πιο πρώιμη μορφή τέχνης. Ως εκ της δυσκολίας τεκμηρίωσής της, υπάρχουν ελάχιστα αρχεία χορευτικών κινήσεων. Ευτυχώς, οι καλλιτέχνες διαχρονικά έχουν απεικονίσει χορευτές σε τοίχους σπη­λαίων, αγγεία, ταπισερί, μάρμαρο, περγαμηνή, καμβά και, πιο πρόσφατα, σε οθόνες υπολογιστών.

Μέσω του χορού προβάλλονται οι σκέψεις και τα αισθήματα του ανθρώπου σε καλλιτεχνικές εικόνες, που αναβλύζουν από τη ρυθμικά οργανωμένη διαδο­χή στις θέσεις που με καθορισμένο σύστημα παίρνει το ανθρώπινο σώμα. Στην πορεία της ανάπτυξής του ο χορός εξελισσόταν σε όλο και πιο σύνθετες φόρμες. Με όλο και μεγαλύτερη πληρότητα αντικαθρέφτιζε κάθε τι που είναι χαρακτηριστικό στον φυσικό περί­γυρο. Σιγά σιγά πλουτιζόταν τόσο στο ιδεολογικό όσο και στο συγκινησιακό περιεχόμενό του.

Η τέχνη του χορού εξευγενίζει και εξυψώνει το αν­θρώπινο σώμα ως την καλλιτεχνικά πλαστική τελειό­τητα. Στο χορό η συγκινησιακή πληρότητα και η εκ­φραστικότητα που έχει η διαδοχή της φόρμας και των ρυθμών, καθώς κινείται το σώμα, συνταιριάζονται με την πλαστική ομορφιά της εικόνας «άνθρωπος» και την αποκαλύπτουν.

Με το πέρασμα του χρόνου πρόβαλαν και διαμορ­φώθηκαν αρκετά είδη χορού. Όλα αυτά έχουν την πηγή της στον πιο παλιό - το λαϊκό χορό.
Ο επαγγελματικός χορός είναι καλλιτεχνικό θέαμα -πηγή που προσφέρει αισθητική συγκίνηση στο θεατή. Ωστόσο, αυτό δεν τον εμποδίζει να δίνει χαρά και στον εκτελεστή της, άλλωστε και ο λαϊκός χορός μπορεί να είναι εξαίρετο καλλιτεχνικό θέαμα.
Ο λαϊκός και ο επαγγελματικός χορός δεν έχουν αποσπαστεί ολότελα ο ένας από τον άλλο, γιατί η λα­ϊκή ερασιτεχνική χορευτική τέχνη συχνά φτάνει στο επίπεδο της επαγγελματικής τεχνικής και ο επαγγελ­ματικός χορός χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία από τον λαϊκό.

Το μπαλέτο

Το μπαλέτο, ως είδος τέχνης, είναι ανώτερη φόρ­μα χορού που συνδυάζει διάφορους χορούς με πα­ντομίμα, ενώ υπάρχει δραματική πλοκή. Ως ανε­ξάρτητο είδος πρωτοεμφανίστηκε το 18° αιώνα και έπειτα πήρε πλατιά διάδοση. Το μπαλέτο, με την πο­λυσύνθετη δραματουργική αφήγησή του και με τις ευλύγιστες εναλλαγές στις χορευτικές φόρμες και τους ρυθμούς, διαθέτει σημαντικές δυνατότητες για να προβάλλει τα ανθρώπινα βιώματα, γι’ αυτό και έφτασε να γίνει ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγ­ματα της χορογραφικής τέχνης.

Διάσημα είναι τα εικαστικά έργα του Edgar Degas (1834 - 1917) που έχουν απεικονίσει τον κόσμο του μπαλέτου, κυρίως τις χορεύτριες, σε πολλές φάσεις της προετοιμασίας αλλά και της σκηνικής τους πα­ρουσίας.

Στον κινηματογράφο, η πιο ενδιαφέρουσα προ­σέγγιση παραμένει για πολλούς η δημιουργία «Τα κόκκινα παπούτσια» των Άρτσερ (Πάουελ και Πρέσμπεργκερ) που, χωρίς αμφιβολία, γύρισαν μια από τις ωραιότερες ταινίες που έγιναν ποτέ. Σημαντικό επίτευγμα του νεορομαντικού βρε­τανικού κινήματος, η συγκεκριμένη ταινία υπήρξε από τις πρώτες που προσέγγισαν τον κλασικό χορό σοβαρά και υπεύθυνα. Για το λόγο αυτό αντιμετω­πίστηκε ιδιαίτερα θετικά μέχρι και από τους αυστη­ρότερους κριτικούς μπαλέτου. Οι ερμηνευτές είναι επαγγελματίες χορευτές με υποκριτικές ικανότητες και όχι ηθοποιοί με στοιχειώδεις ή επαρκείς γνώσεις χορού. Οι τέσσερις πρωταγωνιστικοί ρόλοι καλύ­πτονται από διάσημους χορευτές της εποχής, που προέρχονταν από εξίσου διάσημους θιάσους, όπως και το σύνολο των χορευτών.

Η ταινία βασίζεται σ’ ένα παραμύθι του Άντερσεν, στο οποίο τα κόκκινα παπούτσια υποχρεώνουν το κορίτσι που τα φορά να χορεύει μέχρι τελικής πτώ­σης. Για τον κινηματογράφο του 1948, το γύρισμα μιας δεκαπεντάλεπτης σκηνής μπαλέτου με 53 χο­ρευτές ήταν εγχείρημα επαναστατικό.

Η ταινία πραγματεύεται υπαρκτά και θεμελιώδη ζητήματα που διέπουν τη σχέση τέχνης και ζωής, «υψηλής» και μικρής τέχνης και διαδικασίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Σημαντική θέση στον προβληματισμό της ταινίας κατέχει και η άποψη που διατυπώνεται από τον διευθυντή των Μπαλέτων Λέρμοντοφ, ότι τέχνη και ζωή είναι δύο, παράλλη­λης πορείας, αντιθετικοί πόλοι.

Φημολογείται ότι ο Τζιν Κέλι, θέλοντας να πεί­σει τους παραγωγούς της ταινίας «Ένας Αμερικανός στο Παρίσι» να συμπεριλάβουν σε αυτήν και σκηνές μπαλέτου, τους έδειξε πολλές φορές τα «Κόκκινα Παπούτσια».

Οι χορευτές - οι χορεύτριες

«Οι μεγάλοι χορευτές δεν είναι μεγάλοι εξαιτίας της τεχνικής τους. Είναι μεγάλοι εξαιτίας τον πάθους τους».
       Μάρθα Γκράχαμ, Αμερικανίδα χορογράφος, 1894-1991

Ο χορός απαιτεί αφοσίωση και πολλά χρόνια εκπαίδευσης. Το ταλέντο, η τεχνική και η εκφραστικότητα είναι αλήθεια ότι ξεχωρίζουν σε κάθε ερμηνεία ενός χορευτή ή μιας χορεύτριας πάνω στη σκηνή, όμως εκείνο το ιδιαίτερο συναίσθημα που διακατέχει τον καλλιτέχνη και τον κάνει να μεταμορφώνεται, «να βγαίνει από τον εαυτό του... πιο μεγάλος, πιο όμορφος, πιο δυναμικός»3 και που ο Λόρκα το αποκαλούσε duende (δαιμόνιο) είναι κάτι ασύλληπτα μοναδικό.

Agnes De Mille

«Δεν ζεις για να χορεύεις, χορεύεις επειδή ζεις...», έλεγε ο Αντόνιο Εστέδε Ροδένας (γνωστός ως Αντόνιο Γκάδες, 1936-2004), χορευτής που ξε­χώριζε για την ανανεωτική ματιά του στη χορογραφία του φλαμένκο. «Πολλές φορές ξεχνάμε ότι ο χορός δεν είναι μια άσκηση, αλλά μια πνευματική κατάσταση, που εκφράζεται μέσα από την κίνηση. Γιαυτό η ομάδα μου είναι εντελώς ανθρώπινη. Υπάρ­χουν σ’ αυτήν άνθρωποι χοντροί, λεπτοί, ψηλοί, χω­ρίς μαλλιά, με μεγάλα στήθη, χωρίς στήθη δεν είναι χορευτές που αντιπροσωπεύουν ανθρώπους, αλλά άνθρωποι που χορεύουν. Ο χορός δεν είναι απλά τα βήματα και η χορογραφία, αλλά αυτό που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά τα δύο.»
«Όταν αρχίζω να χορεύω τα ξεχνάω όλα, είναι κάπως σαν να εξαφανίζομαι. Σα να καίει μια φω­τιά μέσα στο σώμα μου, νιώθω να πετάω σαν τα πουλιά, κάτι σαν ηλεκτρισμό...»
____Από την ταινία του Stephen Daldry -2000,
             Billy Elliot
(ελλ. Γεννημένος χορευτής)

Ο μυθικός κόσμος του χορού αρκετά συχνά απει­κονίστηκε, κινηματογραφήθηκε και έχει γίνει αντι­κείμενο λογοτεχνικών έργων με μια ρομαντική, λυρική, ακόμα και επική χροιά, ενώ τα υποκείμενά του (οι χορευτές και οι χορεύτριες) συνήθως καλύ­πτονται από ένα αδιαφανές πέπλο, που πίσω του κρύβει μια σκληρή πραγματικότητα. Οι επαγγελματίες χορευτές πρέπει να προπονούνται, να τρέφο­νται, να αναρρώνουν και να φροντίζουν το σώμα τους σα να έκαναν πρωταθλητισμό με σκοπό να πά­ρουν μέρος σε ολυμπιακούς αγώνες, αφού η καριέ- ρα τους εξαρτάται από το σώμα τους - τη δύναμη, την ευελιξία, την αντοχή και τις ικανότητές τους. Οφείλουν να παλεύουν διαρκώς με τις αλλαγές της διάθεσής τους, με την εξάντληση, με τις συνέπειες της αποτυχίας αλλά και της επιτυχίας τους...

«Πρέπει να αγαπάς τον χορό για να τον υπομέ­νεις. Δεν σου δίνει τίποτα πίσω, ούτε χειρόγρα­φα να αποθηκεύσεις, ούτε πίνακες για να δείξεις στους τοίχους ή να κρεμάσεις σε μουσεία, ούτε ποιήματα που μπορούν να τυπωθούν και να που­ληθούν, τίποτε άλλο πέρα από εκείνη τη φευγαλέα στιγμή που νιώθεις ζωντανός...»
            Merce Cunningham, 1919-2009,

            χορευτής και χορογράφος σύγχρονου χορού

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ __Τα βήματα τον χορού

«Τα τρία πιο όμορφα θεάματα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ένα πλοίο με όλα τα πανιά του ανοιχτά, ένα άλογο που καλπάζει και μια γυναίκα που χορεύει...»

Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Γάλλος συγγραφέας (1799-1850)

Συζητάμε με τέσσερις νέες γυναίκες, χορεύτριες, την Ελπίδα Ντινοπούλου, 24χρονών, και τις Μίρκα Παλαβού -Χέσπερ, Ραχήλ Ρυμενίδη, Ηλεκτρα Σούλιου, 20 ετών, που, χωρίς φόβο (αλλά με πολύ πάθος!), δέχτηκαν, με βάση την εμπειρία τους, να φωτίσουν ορισμένες πλευρές της τέχνης του χορού με την οποία ασχολούνται

Η Ελπίδα, είναι απόφοιτη της επαγγελματικής σχολής Ραλλού Μάνου και εργαζόμενη, η Ηλέκτρα, είναι σπουδάστρια στην επαγγελματική σχολή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η Μίρκα, σπουδάστρια στην επαγγελματική σχολή Ακτίνα και η Ραχήλ, σπουδάστρια Ιδιωτικής Σχολής Χορού. Τέσσερα διαφορετικά νέα κορίτσια με συγκλίνουσες διαδρομές.


Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης για την καθεμιά σας;
Πώς συνέβη ν' ασχοληθείτε με τον χορό;

ΗΛΕΚΤΡΑ: Ξεκίνησα στην ηλικία των τεσσάρων. Αρχικά, το ζήτησα από τους γονείς μου, επειδή ένα κορίτσι στον παιδικό σταθμό έκανε αντίστοιχα μαθήματα. Ήμουν πολύ ντροπαλό παιδάκι κι εκείνοι σκάφτηκαν ότι ο χορός θα με βοηθούσε να γίνω πιο κοινωνική και εξωστρεφής και να αποκτήσω αυτοπεποίθηση. Με έγραψαν σε μία ιδιωτική σχολή στην περιοχή των Εξαρχείων. Όμως, στην ηλικία των 9, ήδη επιθυμούσα να συνεχίσω. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης. Σπούδα­σα στο φυτώριο μέχρι τα 18 μου και, ταυτόχρονα, φοίτησα στο Καλλιτεχνικό σχολείο Γέρακα (γυμνάσιο-λύκειο) στην κατεύθυνση χορού. Τώρα σπουδάζω στην επαγγελματι­κή σχολή χορού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ύστερα από επίπονες εξετάσεις. Αλλά είμαι και φοιτήτρια του τμήμα­τος θεατρολογίας (ΕΚΠΑ), με στόχο την καλύτερη και πιο εμπλουτισμένη εξυπηρέτηση της τέχνης που έχω διαλέξει, του χορού.

ΜΙΡΚΑ: Ξεκίνησα χορό αρκετά νωρίς, στα τέσσερα. Οι γο­νείς μου ήθελαν να με φέρουν σε επαφή με τον πολιτισμό και τον χορό από μικρή ηλικία. Με πήγαν σε μία ερασιτε­χνική ιδιωτική σχολή κοντά στην περιοχή μας. Οι δημοτικές σχολές χορού είναι ελάχιστες και στον δικό μου δήμο δεν είχαμε. Τώρα σπουδάζω σε Ανώτερη Ιδιωτική Σχολή Χο­ρού και, παράλληλα, στο Πολυτεχνείο, στο τμήμα χημικών μηχανικών.

ΡΑΧΗΛ: Η προσωπική μου εμπειρία ξεκίνησε σε σχετικά μεγάλη ηλικία, κοντά στα δεκατρία. Η επιλογή ήταν ξεκά­θαρα δική μου - από μικρή είχα πάθος για την κίνηση. Δη­μόσιες σχολές χορού στον Βόλο δεν υπάρχουν, ξεκίνησα λοιπόν σε μια ιδιωτική. Από τότε κατάλαβα ότι ήθελα να ασχοληθώ με το επάγγελμά του χορού, αλλά το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μου αμφισβητούσε αυτή την επιλο­γή, λόγω της ανασφάλειας που προκαλεί η επαγγελματική πορεία μιας χορεύτριας - πόσο μάλλον στην Ελλάδα (όπου δεν υπάρχει δημόσιο πανεπιστήμιο που να παρέχει πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης). Γι’ αυτό τον λόγο φοιτώ και στο τμήμα θεάτρου του ΑΠΘ.

ΕΛΠΙΔΑ: Ξεκίνησα τον κλασικό χορό στα τέσσερα και συ­νέχισα μέχρι τα οκτώ. Τότε διέκοψα και ξεκίνησα πάλι στα δεκαοκτώ με σύγχρονο και, στη συνέχεια, με μπαλέτο για χόμπι, επειδή ήθελα να επανασυνδεθώ με την αγαπημέ­νη μου τέχνη. Από τη δασκάλα που είχα στην ερασιτεχνική ιδιωτική σχολή ενημερώθηκα ότι μπορώ να σπουδάσω και έτσι πήρα την απόφαση να ασχοληθώ αποκλειστικά με αυτό. Μετά από ένα χρόνο προετοιμασίας, πέρασα στην ανώτερη επαγγελματική σχολή χορού Μοραγεμου (πρώην Ραλλού Μάνου) από όπου αποφοίτησα τον προηγούμενο Ιούνιο.

Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας
για τις μικρές ηλικίες τα οφέλη του χορού;

ΗΛΕΚΤΡΑ: Η αλήθεια είναι ότι ο χορός, όσον αφορά τα παι­διά, παρέχει πολλά περισσότερα από σωματικά οφέλη. Γι’ αυτό και πολλοί νέοι γονείς, μαμάδες κυρίως, τον επιλέ­γουν για τα παιδιά τους, τον εντάσσουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες. Ως μορφή τέχνης, ο χορός ωφελεί σημαντικό κατά το στάδιο της ανάπτυξης τα παιδιά, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικό.

ΕΛΠΙΔΑ: Ο χορός μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη της σωματικής διάπλασης και της ευκινησίας αφού είναι μια άσκηση που απαιτεί τη συμμετοχή σχεδόν όλων των μυών του σώματος. Μπορεί να Βελτι­ώσει τον συντονισμό, την ισορ­ροπία και τη δύναμη. Ενισχύει τη δημιουργικότητα και τη μνή­μη, προωθεί τη συνεργασία, την ομαδική δουλειά και την κοινω­νικοποίηση. Είναι πολλοί οι λό­γοι που οι γονείς τον επιλέγουν ως εξωσχολική δραστηριότητα αλλά τα παιδιά, μεγαλώνοντας, αρχίζουν να τον απολαμβάνουν ακόμη περισσότερο.

ΡΑΧΗΛ: Είναι επίσης μια μορφή ψυχαγωγίας που απαλύνει το στρες και ανεβάζει τη διάθεση, για αυτό και, στο ερασιτεχνικό κομμάτι του, είναι επιλογή και πολλών ενηλίκων. Προωθεί τον πιο ποιοτικό ύπνο, συμβάλ­λει στην τόνωση της αυτοεκτί­μησης. Είναι πολλά τα είδη του χορού και κάθε ένα αποφέρει οφέλη. Παραδοσιακά, ένα από τα πιο γνωστά στιλ χορού για τα παιδιά είναι το μπαλέτο, συνή­θως για τα κορίτσια, αλλά τα τε­λευταία χρόνια σπάει σιγά σιγά αυτό το στερεότυπο. Ιδανικά, θα έπρεπε γονείς και εκπαιδευτικοί να συμβάλλουν ώστε, από τον παιδικό σταθμό, το κάθε παιδί να επιλέξει το είδος χορού που του αρέσει.

ΜΙΡΚΑ: Είναι σημαντικό για τα παιδιά να έρχονται από πολύ νωρίς σε επαφή με τον χορό. Να τα Βοηθάμε να προχωρούν στο είδος που επιθυμούν. Μέσω αυτής της ενασχόλησης, τους μεταδίδονται οι αξίες της υπομονής και της επιμονής, δοκιμά­ζουν νέες δραστηριότητες, κοινωνικοποιούνται, κάνουν και­νούργιους φίλους, Βιώνουν νέες εμπειρίες.

Πέρα από τα οφέλη του στα παιδιά, ο χορός αποτελεί μία από τις σημαντικότερες τέχνες. Ποιους δρόμους και τρόπους έκφρασης μπορεί να ακολουθήσει μια νέα κοπέλα μέσα από το χορό; Αν αποκαλυφθεί ένα ταλέντο και αποφασίσει να ασχοληθεί επαγγελματικά, τι προοπτικές υπάρχουν και τι δυσκολίες συναντά;

ΕΛΠΙΔΑ: Στα πρώτα χρόνια ερασιτεχνικής ενασχόλησης με τον κλασικό χορό (μπαλέτο) η μέση ελληνική οικογένεια αντι­λαμβάνεται τη διαδικασία αυτή ως χόμπι, μια χρήσιμη ψυχα­γωγικά άσκηση για το κορίτσι τους (και, συνήθως, όχι για τον γιο τους - αντίληψη που περνάει και στα παιδιά). Δυστυχώς, δεν υπάρχει σωστή και πλήρης ενημέρωση για τις σπουδές στο χορό, με αποτέλεσμα να έχει παγιωθεί σε μεγάλο βαθμό η αντίληψη ότι η ενασχόληση με τον κλασικό χορό μένει μόνο στο ερασιτεχνικό επίπεδο. Άλλωστε, ως μορφή τέχνης είναι προσβάσιμη κυρίως απ' την οικονομική ελίτ. Είναι ακριβή και απαιτητική η εκπαίδευση και δύσκολη η επαγγελματική πορεία, άρα είναι δυσπρόσιτη στην λαϊκή οικογέ­νεια. Έτσι, βλέπουμε πολλές κο­πέλες να σταματάνε τα μαθήματα χορού, ιδιαίτερα στα χρόνια του λυκείου. Όμως, όσο πιο ουσια­στικά και Βαθιά γνωρίζεσαι με τον χορό, αυτή η μορφή τέχνης μετατρέπεται σε αγάπη, μοι­ράζει χαρά και γίνεται ανάγκη, με αποτέλεσμα, όσο περνάει ο καιρός, να σκέφτεσαι ότι θέλεις να ασχοληθείς επαγγελματικά. Τότε απαιτείται πολύ μεγαλύτερη αφοσίωση, προσπάθεια, χρόνος. Αλλά το βασικότερο είναι πως τα έξοδα αυξάνονται σημαντικά, τόσο για τα μαθήματα, την ανώ­τερη εκπαίδευση, όσο και για τα "αναλώσιμα” (παπούτσια, ρού­χα χορού κ.λπ ). Εννοείται πως, όταν καταφέρει μία χορεύτρια να μπει σε οποιαδήποτε ιδιωτική επαγγελματική σχολή χορού, οι σπουδές γίνονται ακόμα πιο σκληρές και δαπανηρές. Οι ώρες που περνάμε στη σχολή είναι κατά μέσο όρο 5-6 κάθε μέρα και τα δίδακτρα μπορούν να φτάσουν ακόμα και τα 350€ το μήνα.

ΗΛΕΚΤΡΑ: Εγώ, για παράδειγμα, πιστεύω πως, εάν συνέχιζα σε μία ιδιωτική σχολή, μπορεί να είχα στα­ματήσει τον χορό λόγω αδυναμίας της οικογένειάς μου να πληρώνει τόσα χρόνια δίδακτρα, παρόλο που στηρίζουν την επιλογή μου να ακολουθήσω αυτό το δύσκολο και ταυτόχρονα μαγικό ταξίδι.

ΜΙΡΚΑ: Κι εγώ θα ήθελα να προσθέσω ότι, ναι μεν οι γονείς μου ήταν πάντα υποστηρικτικοί στο να κάνω χορό, αλλά με την προϋπόθεση να έχω και μια πανε­πιστημιακή σχολή παράλληλα. Καταλαβαίνω την ανη­συχία τους και η αλήθεια είναι πως, αν κάτι γίνει, θέλω να έχω μια «εναλλακτική» που να μπορώ να ακολου­θήσω και να έχω επαγγελματική αποκατάσταση. ΕΛΠΙΔΑ: Είναι γεγονός αυτό. Παρόλο που έχω δου­λέψει ως χορεύτρια (σε παιδικές χριστουγεννιάτικες παραστάσεις, στο χώρο του σύγχρονου χορού στην παράσταση «Poeticsofspace» των DieWolkeArtGroup, διδασκαλία μουσικοκινητικής αγωγής στο summer camp του νηπιαγωγείου της Ελληνογερμανικης Αγωγής), όπως πάρα πολλοί χορευτές, χρειάζεται να κάνω και δεύτερο επάγγελμα για να βιοποριστώ. Εργάζομαι ως ανιματέρ σε παιδικά πάρτι και εκδηλώσεις κι έχω μια μικρή επιχείρηση με χειροποίητα κοσμήματα. Εξάλλου, κατά και­ρούς, κυρίως στη διάρκεια του πρώτου και δεύτερου έτους των σπουδών μου, δούλευα και στο χώρο των πωλήσεων, γιατί υπάρχουν πρόσθετα έξοδα (έξτρα σεμινάρια, διαγωνι­σμοί, παραστάσεις κ.λπ.). Αν και, θεωρητικά, δεν είναι υπο­χρεωτικά, βοηθάνε στο να υπάρξει περισσότερη εμπειρία στο αντικείμενο και να χτιστεί ένα πλουσιότερο βιογραφικό που θα στηρίξει την επαγγελματική εξέλιξη.

Επομένως, είναι ξεκάθαρο πως το ταλέντο και η προσπά­θεια δεν είναι οι μοναδικές προϋποθέσεις για την επιτυχία. Το κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να αναδείξει, να εμπλου­τίσει ή, αντίστροφα, να αποδυναμώσει, να διαστρεβλώσει την όποια κλίση μπορεί να έχει ένας δυνάμει καλλιτέχνης, αφού η οικονομική κατάσταση της οικογένειας της φοιτή­τριας χορού παίζει δυστυχώς κρίσιμο ρόλο. Ένας μεγάλος αριθμός φοιτητριών δουλεύει παράλληλα με τη σχολή, ώστε να αντεπεξέλθει στα έξοδα των σπουδών, πράγμα εξαντλη­τικό για το σώμα. Σωματικά και πνευματικά οι σπουδές εί­ναι πολύ απαιτητικές. Το θετικό είναι πως υπάρχουν πλέον πολλοί τομείς που αφορούν την τέχνη αυτή. Εκτός από τα επαγγέλματα της χορεύτριας και της δασκάλας, υπάρχει η επιλογή να ασχοληθεί κανείς με τη χορογραφία, τη χοροθε­ραπεία, την επιμέλεια κίνησης στο θέατρο ή, ακόμα, και τη θεωρητική και ιστορική μελέτη του χορού. Και σε πολλούς ακόμα κλάδους που, όμως, απαιτούν και αυτοί περαιτέρω ιδιωτικές σπουδές.

Στο χορό η εκπαίδευση γίνεται σε ατομικό, αλλά και σε ομαδικό επίπεδο.
Πώς η διαδικασία αυτή (συγκεκριμένο πρόγραμμα και σκληρή δουλειά με τη συνεργασία και εποπτεία της/του χοροδιδασκάλου] διαμορφώνει τους χορευτές, ως επαγγελματίες και ως καλλιτέχνες γενικότερα;

ΗΛΕΚΤΡΑ: Τις περισσότερες φορές οι επαγγελματίες χο­ρευτές ξεκινούν να παρακολουθούν μαθήματα χορού από πολύ μικρή ηλικία (4-5 ετών). Σε αυτή την περίπτωση ο/η δάσκαλος/α έχει μεγάλη ευθύνη, όχι μόνο να διδάξει την τέχνη του χορού στα παιδιά, αλλά να τους περάσει επίσης αξίες (π.χ. πειθαρχία, αλληλοσεβασμό, επιμονή, υπομονή), συμβάλλοντας έτσι στην κοινωνικοποίηση και την καλλιέρ­γεια της προσωπικότητας τους. Είναι αναγκαίο να υπάρχει μεταξύ τους εμπιστοσύνη, μια ξεχωριστή σχέση, σπάνια πια στην εποχή της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης και της τέχνης, που υπονομεύεται συνεχώς. Οι μαθητές, πλέον, αντιμετωπίζονται ως πελάτες με αποτέλεσμα πολλές σχο­λές χορού να αναδεικνύουν μαθητές περισσότερο Βάσει οικονομικών κριτηρίων παρά ταλέντου. Έτσι, καλλιεργείται πολύ έντονα το κλίμα του ανταγωνισμού.

ΜΙΡΚΑ: Όπως σε όλες τις άλλες τέχνες, πρέπει μέσα από το χορό, ως επαγγελματίες και εργαζόμενες, να φωτίζουμε κοινωνικά προβλήματα και κοινωνικές αδικίες. 0 καλλιτέ­χνης και με το έργο του οφείλει να παίρνει θέση. Στοιχισμέ­νη με τις αξίες του εκμεταλλευτικού συστήματος, η σύγχρο­νη τέχνη καλλιεργεί τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό. Η αποτυχία σου, επιτυχία μου.

Μήνες πριν, το σύνολο των καλλιτεχνικών σωματείων (και οι σπουδαστές χορού) αγωνίζονταν ενάντια στην υποβάθμιση των σπουδών τους. Διεκδικούσαν επαγγελματική αναγνώριση των πτυχίων τους, αξιοπρεπή εκπαίδευση, εργασία με δικαιώματα. Τι απαιτείται σήμερα ώστε ν' ανοίξει ο δρόμος για την εκπαιδευτική. καλλιτεχνική και επαγγελματική ολοκλήρωση των νέων ανθρώπων που θέλουν ν' ασχοληθούν με το χορό;

ΜΙΡΚΑ: Πράγματι, στην αρχή της χρονιάς σύσσωμη η χο­ρευτική κοινότητα, σπουδαστές, δάσκαλοι, εργαζόμενοι, κινητοποιηθήκαμε, βγήκαμε στους δρόμους, διεκδικώντας αιτήματα για τις σπουδές και τη δουλειά που δικαιούμαστε. Για μια Εκπαίδευση που μας αξίζει, αλλά και για όρους αμοιβής και εργασίας που να μας επιτρέπουν να ζούμε από την άσκηση της Τέχνης μας κι όχι να την έχουμε σαν πά­ρεργο. Παλεύουμε για ένα δημόσιο πανεπιστήμιο παραστα­τικών τεχνών, με τμήματα χορού, θεάτρου κλπ. Με ενιαίο πρόγραμμα σπουδών, με καλά καταρτισμένο επιστημονικό δυναμικό και τον απαραίτητο εξοπλισμό, για να μπορούμε να σπουδάζουμε την τέχνη μας δωρεάν, ολοκληρωμένα και σε Βάθος. Η Ανώτατη Καλλιτεχνική Εκπαίδευση είναι αναγκαίο να απλώνεται από την προσχολική αγωγή μέχρι και την ολοκλήρωση 12χρονης υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι νέοι άνθρωποι δεν θα χρειάζεται να χώνουν Βαθιά το χέρι στην τσέπη για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και η φοίτηση δεν θα εί­ναι υπόθεση μόνο αυτών που μπορούν να εξασφαλίσουν τα αντίστοιχα δίδακτρα. Ακόμα, θέλουμε μια τέχνη που να φέρνει τον κόσμο κοντά, τέχνη με περιεχόμενο, που έχει κάτι να πει. Και καλλιτέχνες που να παίρνουν θέση στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, να γίνουμε αγωνιστές και αγωνίστριες της ζωής, της κοινωνίας, της τέχνης

ΕΛΠΙΔΑ: Ήρθε ξανά στο προσκήνιο το αίτημα όλων των σωματείων, και των καλλιτεχνικών, για Συλλογικές Συμ­βάσεις Εργασίας παντού! Ξέρουμε καλά ότι οι διεκδικήσεις μας, τα σύγχρονα δικαιώματα μας, και ως επαγγελματίες χορεύτριες, απαιτούν σύγκρουση με την εμπορευματοποί- ηση του Πολιτισμού και της Εκπαίδευσης, με την ΕΕ του πλαισίου Προσόντων και των διαβαθμισμένων πτυχίων, σύγκρουση με τους επιχειρηματικούς κολοσσούς, τον κα­θένα ξεχωριστά και όλους μαζί, στον χώρο των Τεχνών, στον τομέα του χορού. Απαιτείται να ανοίξει ο δρόμος για μια άλλη κοινωνία όπου οι Τέχνες, η εκπαίδευση, ο καλλι­τέχνης, δεν θα συνθλίβονται στις Συμπληγάδες της κερδο­φορίας των μεγαλοεπιχειρηματιών.

 

06 Δεκεμβρίου 2023

Μ’ ένα πλεούμενο σύννεφο θα σου στέλνω την έγνοια μου, κι εσύ το δειλινό να με θυμάσαι _Κουνάμε τα χέρια μας γι’ αποχαιρετισμό, και τ’ άλογό μου βιάζεται να ξεκινήσει.


Νικολί, Νικολί,
καπετάνιε ντερτιλί
…”
Νικολάκη _όπως την έλεγε ο Βαγγέλης

Αχ… τα μαλλιά σου ποιος χτενίζει;
Ποιος σε ξυπνάει τις Κυριακές; Ποιο χάδι σε κοιμίζει;
Ποιας γης τα κάλλη ζήλεψες;
Ποια μέθη σε παγίδεψε κι έμεινες μοναχή σου;

Φύσα αέρα δυνατά και μη φοβάσαι.
Κόντρα να `σαι να μου πνίγεις τη λαλιά.
Φύσα και γκρέμισε φωλιές, μη μας λυπάσαι.
Ήρθε ο καιρός μαζί να φύγουμε μακριά.

Μεγάλος μαχητής της ζωής και σαν Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο

Το ερώτημα ποιος γράφει την ιστορία είναι διαχρονικό και αποτελεί βαθύ φιλοσοφικό ζήτημα ... Η κυρίαρχη σήμερα αστική αντίληψη, είναι πως την ιστορία την φτιάχνουν οι μεγάλοι(άντρες -καμιά φορά και γυναίκες), ότι “η βούληση, οι ιδέες, η μεγαλοφυΐα των μεγάλων προσωπικοτήτων είναι που καθορίζουν τον ρου της ιστορίας”... Εμείς λέμε πως αυτή η αντίληψη της ιστορίας είναι εντελώς ψεύτικη, παρελκυστική, πολύ περισσότερο που, μας πλασάρονται σαν πρωταγωνιστές - διάφοροι «επώνυμοι», εντός και εκτός εισαγωγικών -εκείνο που ο λαός μας ονομάζει το «έλα να δεις»...

Ο Μπρεχτ γράφει στο «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει»…

Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια;
Kαι τη χιλιοκαταστρεμμένη Βαβυλώνα,
ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; ...

Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελειώσαν,
πού πήγανε οι χτίστες; H μεγάλη Ρώμη
είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε;

και παρακάτω...

O νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες. Μοναχός του;
O Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες. Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας. Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;

Επέλεξε αυτό το ρόλο _
δεν της το επέβαλαν και τον υπηρέτησε μέχρι τέλους

Ήταν πριν χρόνια, «προ Χριστού» όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας το πριν τη δικτατορία διάστημα, γύρω στο 1960 ή λίγο μετά, που καθιερώθηκε με «κοπτάτσια» στο σπίτι εβδομαδιαία «κολλεχτίβα» ... οι αποφάσεις θα ελαμβάνοντο δημοκρατικά και κατά πλειοψηφία και όλοι (ο πατέρας, η μάνα αλλά και εγώ 12-13 χρόνων τότε, ακόμη και η 7/χρονη Νίκη) είχαμε από μια ισοδύναμη ψήφο !!

Τζούλια η μάνα

Ξαναγυρνώντας στον Μπρεχτ, συχνά περνάει από το μυαλό μου εκείνο το
Υπάρχουν άνθρωποι που
αγωνίζονται για μια μέρα και είναι καλοί.
αγωνίζονται για ένα χρόνο και είναι καλύτεροι.
Υπάρχουν κι άλλοι που αγωνίζονται για πολλά χρόνια και είναι ακόμη πιο καλοί.
Μα, υπάρχουν κι αυτοί που αγωνίζονται όλη τους τη ζωή
Αυτοί είναι οι απαραίτητοι.

Και αναρωτιέμαι -μάλλον καταλήγω πως, οι χιλιάδες ανώνυμοι-ανώνυμες, «αφανείς» περήφανες Νίκες, της καθημερινότητας, αυτή η μήτρα της λαϊκής μας οικογένειας, είναι οι πιο απαραίτητες από τους απαραίτητους, μας είναι τελικά οι αναντικατάστατες γιατί οι τελευταίοι - επώνυμοι, όσο κι αν μας είναι πολύτιμοι μάλλον δύσκολα θα τα έβγαζαν πέρα χωρίς αυτές, χωρίς Νικολάκηδες...

Ένα τελευταίο -αν θέλετε και διευκρινιστικά …
Είναι οικογενειακό μας -που έχει να κάνει με ιδεολογικές αφετηρίες... να μην πιστεύουμε σε ταξίδια σε μια άλλη ζωή ...αυτός δυστυχώς είναι ένας δρόμος μοναχικός και αυτό _νομίζουμε δεν αλλάζει, όσο κι αν διακαώς θα το «επιθυμούσαμε» και θα έκανε κάποια πράγματα πιο απλά ...πιο βολικά -και σε ένα βαθμό επιλυμένα. Γιατί τότε η η Νίκη μας θα ήταν ήδη παρέα με τη μάνα και τον πατέρα με τόσους άλλους που «έφυγαν» πριν απ’ αυτή, με τους συναγωνιστές της και φίλους, με γείτονες, με όλους... αλλά «δεν»... Το μοναχικό ταξίδι μπορεί να μην είναι σαν το καταθλιπτικό του ιταλού ποιητή που ο πατέρας έχει βάλει κατά καιρούς σε χαρακτικά του
«Ognuno sta solo sul cuor della terra, trafitto da un raggio di sole: ed è subito sera» ... «όλοι μόνοι τους στην καρδιά της γης ...πέρασμα μιας ηλιαχτίδας και μετά πάλι βράδυ», ίσως ταιριάζει  περισσότερο η ρήση του φιλόσοφου της αέναης κίνησης και μεταβολής Ηράκλειτου «τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν»...

Από κει και πέρατο είπε  η  ίδια,  με  τον  τρόπο  που έζησε - παίζοντας το ρόλο -επαναλαμβάνω, που η ίδια αποφάσισε εκείνον του αφανή ήρωα,

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας, τὸν ἄγριο Ποσειδώνα
δὲν θὰ συναντήσεις, ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,

Αυστηρά λιτή -ποτέ δεν απόκτησε ούτε επώνυμα ρούχα, ούτε χρυσαφικά, περήφανη, αμετανόητα «ξεροκέφαλη» αλλά και πεισματάρα με ψηλά τον πήχη:  και αυτός ο τρόπος ζωής, θα αποτελεί για πάντα μια ακόμη παρακαταθήκη, με χρέος να διαφυλαχτεί ως είδος σε ανεπάρκεια.

Η Νίκη, που αν και αντικειμενικά -η στάση ζωής και η κοινωνική προσφορά της ακράδαντα το αποδείχνουν, υπήρξε πάντα _στον κοινωνικό μικρόκοσμο, εκ των πλέον εκλεκτών και επιφανών, αλλά επέλεξε το ρόλο του αεί στρατευμένου «άγνωστου στρατιώτη».

Έχασε τη μάχη με τον θάνατο, αφού προηγουμένως αναμετρήθηκε με τη ζωή _έγραψαν –εγώ προσθέτω σκληρά, πολύ σκληρά. Αν αυτουργός του ανθρώπινου δράματος είναι η ανάγκη και η ελευθερία, υπηρέτησε και τα δύο ως τέκνο της σιωπηλής μήνης με δωρική συνέπεια, επιλέγοντας τη λάμψη της ορμής που στάθηκε «από πάντα» για εκείνη πιο συναρπαστική από την ευφορία της απόλαυσης.

Γνήσιο τέκνο της ανάγκης -από πολύ νέα, από τότε που επί χούντας ήταν μαθήτρια στο γυμνάσιο κι «ώριμο τέκνο της οργής», παιδί της Νομικής και του Πολυτεχνείου πια, πάλεψε και κατάφερε να μείνει έτσι, ...αυθεντική και ατίθαση σε πείσμα της επώνυμης / κυριλάτης, συμβιβασμένης ρεφορμιστικής και κυβερνώσας (χτες και σήμερα) «γενιάς του Πολυτεχνείου».

Η Νίκη ΜΑΣ, που μου 'λεγε: «αδερφέ, ...εμείς λύνουμε ζητήματα γιατί έχουμε το πανίσχυρο εργαλείο που λέγεται διαλεκτικός υλισμός ...τη μαρξιστική αντίληψη και οπτική ερμηνείας της ζωής» αυτή η Νίκη -στο διάβα του χρόνου, μας λείπει όλο και πιο πολύ. Στιγμές - στιγμές ξεπροβάλει απ’ το πουθενά και πορεύεται  πλάι μας αυστηρά λιτή, περήφανη, αδέκαστη, «ξεροκέφαλη, πεισματάρα» και πάντα ασυμβίβαστη και ανυπότακτη:

, φεύγεις; Καληνύχτα. χι, δέ θρθω. Καληνύχτα.
γώ θά βγ σέ λίγο. Εχαριστ. πρέπει νά βγ π' ατό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δ
λιγάκι πολιτεία, — χι, χι τό φεγγάρι —  τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία το μεροκάματου, τήν πολιτεία πού ρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της τήν πολιτεία πού λους μς ντέχει στή ράχη της, μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς χτρες μας, μέ τίς φιλοδοξίες, τήν γνοιά μας καί τά γερατειά μας, — ν' κούσω τά μεγάλα βήματα τς πολιτείας, νά μήν κούω πιά τά βήματά σου μήτε τά βήματα το Θεο, μήτε καί τά δικά μου βήματα. ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

Για τη Νίκη - Οι παλιοί της φίλοι

Μη, μην το πεις οι παλιά μας φίλη μην το πεις για πάντα εφύγε... Βλέπει πυρκαγιές πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς κι είναι μαζί μας. Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται αυτή θα είναι εκεί να μας θυμίζει τις μέρες τις παλιές. Έφυγε από κοντά μας, η Νίκη του αγώνα, που δεν πρόκανε να δει τον κόσμο ανάποδα __
Εμείς (και επιτρέψτε μας τον προσωπικό τόνο) δεν είμαστε κάτοχοι του «αριστερόμετρου».
Όχι γιατί δεν υπάρχει, αλλά αντιθέτως επειδή υπάρχει! Και επειδή ξέρουμε ότι είναι τέτοιο το μπόι αυτών (των χιλιάδων και χιλιάδων) που το κατασκεύασαν, που ούτε στο νυχάκι τους δεν θα μπορούσαμε να συγκριθούμε... επειδή λοιπόν –ακριβώς και ευτυχώς, υπάρχει το «αριστερόμετρο»...

Ξέρουμε πολλούς ανθρώπους που είναι γενναιόδωροι. Αλλά δεν είναι αριστεροί _πολύ περισσότερο κομμουνιστές. Ξέρουμε πολλούς που είναι τίμιοι. Αλλά δεν είναι αριστεροί, πολλούς ανθρώπους που είναι δίκαιοι. Αλλά δεν … Ξέρουμε πολλούς ανθρώπους ανιδιοτελείς, αλληλέγγυους προς το διπλανό τους, με την ντομπροσύνη που κουβαλούν οι λαϊκοί άνθρωποι, πολλοί από αυτούς σου «δίνουν το βρακί τους» αν βρεθείς στην ανάγκη. Αλλά δεν ... Ότι δεν είναι αριστεροί, δεν μειώνει σε τίποτα τα χαρακτηριστικά του αλτρουισμού που τους διακρίνει. Παρά μόνο σε ένα: Δεν προσδίδει σε αυτά τα χαρακτηριστικά την αναγκαία και ικανή συνθήκη, που θα τα μετέτρεπε σε πολιτικό μέγεθος και σε πολιτική δύναμη καταπολέμησης της ατιμίας, της εκμετάλλευσης, της αδικίας. Αριστερός δεν είναι ο δίκαιος, ο ανιδιοτελής, ο τίμιος, ο αλληλέγγυος απέναντι στα θύματα που αφήνει η πολιτική της καταστροφής και της λεηλασίας.


Είναι όλα αυτά αλλά – δυστυχώς - είναι και κάτι πιο σύνθετο. Αριστερός _και κομμουνιστής εν δυνάμει είναι κείνος, που η συνείδησή του, η ανθρωπιά του, έχει μετουσιωθεί σε πολιτική συνείδηση και που παλεύει πολιτικά, κοινωνικά, ταξικά για την «εγκαθίδρυση» της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης, της τιμιότητας στον κόσμο,  με τη σωστή πλευρά της ιστορίας. Που η συνεισφορά της πολιτικής του δράσης σ' αυτήν την υπόθεση δεν έρχεται από το «περίσσευμα» του ελεύθερου χρόνου του, ούτε συνιστά ένα γενικό ουμανιστικό πρόταγμα που του θολώνει τα μάτια για να μη βλέπει τα αίτια και τους υπαίτιους της τραγωδίας.

Υπάρχει πάντα η καθεστωτική “αριστερά”,  παράταξη της θωπείας, της κολακείας ή της διθυραμβολογίας για την «καλότητα» των ανθρώπων. Η ειδοποιός διαφορά της με μας _ και με τη Νίκη έγκειται στο ότι τα χαρακτηριστικά της καλοσύνης μετασχηματίζονται σ΄ εκείνη την αναγκαία και ικανή συνθήκη _καταλύτη που τα μετατρέπει σε πολιτικό μέγεθος και πολιτική δύναμη καταπολέμησης της ταξικής εκμετάλλευσης και βαρβαρότητας. Και εδώ βρίσκεται το «αριστερόμετρο» που συχνά το ξορκίζουν οι ομιλούντες αριστερά και πράττοντες δεξιά (βλ. Συριζα και σημερινά απολειφάδα του ) εφόσον θέλει να είναι δύναμη της κοινωνικής απελευθέρωσης και όχι μια ακόμα λωρίδα – η αριστερή λωρίδα – του ίδιου καθεστωτικού δρόμου, δεν μπορεί παρά να έχει πάντα ως πυξίδα ότι: «Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων», όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου»... «Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο, πότε ανοιχτό (...)». Εφόσον θέλεις να είσαι δύναμη της κοινωνικής απελευθέρωσης και όχι μια ακόμα λωρίδα – η αριστερή λωρίδα (αλλά τι σημασία έχει; ___) – του ίδιου καθεστωτικού δρόμου, δεν μπορεί παρά να τοποθετείσαι ξεκάθαρα απέναντι σε κάθε λογική που κουκουλώνει τις ταξικές αντιθέσεις και προωθεί τη λογική «και στον ληστή ψωμί και στον χωροφύλακα χαμπέρι». Νίκη του αγώνα, για αυτά πάλεψες με θέρμη και αταλάντευτα αυτά μας αφήνεις παρακαταθήκη, θα σε θυμόμαστε έτσι, με την κόκκινη σημαία μέσα σου... _έγραψανπαλιοί της φίλοι”.

Τέλος _υποσημείωση …
Ανάρτηση μόνο για σ.φους-σσες και πολύ φίλους-ες \ συναγωνιστές, συναγωνίστριες στη ζωή και στον αγώνα:  παρακαλώ δείτε την χωρίς τα συνήθη σχόλια με «λάβαρα» κλπ. γιατί δεν ταιριάζουν στην περίσταση

          ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ...

Με τη γαλάζια γραμμή των βουνών στα βορινά / και στην ανατολή μια νερένια λευκή καμπύλη,
Εδώ θα χωριστούμε.
Στο μακρύ ταξίδι μου μ' ένα πλεούμενο σύννεφο / εγώ θα σας στέλνω την έγνοια μου, κι εσείς Το δειλινό να με θυμάστε...
Κουνάμε τα χέρια μας γι' αποχαιρετισμό
__Ανεμολάμνοντας




 

 

 

05 Δεκεμβρίου 2023

Εσύ με τη γλυκιά φωνή, με τις φαρδιές τις πλάτες _πες μου την ύστερη στιγμή τι βρήκες και τραγούδησες και τάραξες τη γειτονιά ως πέρα στο Παγκράτι.

Πολύ πριν ο Τσιτσάνης, μιλήσει για το ρέμα, τα βαριά του σεκλέτια κι εκείνη που 'χε ερωτευθεί
Λίγο πριν έρθει ο σ.φος Παναγιώτης Μακρής από την εξορία και αποφασίσει να κλείσει τον “ντερέ” _τότε πολιτογραφήθηκα Καισαριανιώτης _και να το μετατρέψει στο πάρκο, που ο λαός της Καισαριανής απολαμβάνει και σήμερα 50+ χρόνια μετά

Παναγιώτης Μακρής:
μια ηρωική μορφή του λαϊκού κινήματος και του Κόμματος

Όλη του η ζωή δοσμένη στο λαό,
Με συνέπεια, σεμνότητα και απαράμιλλο αγωνιστικό ήθος.

«Αφήνω μοναδικό κληρονόμο μου (...)
το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ),
που από τις γραμμές του αγωνίστηκα σε όλη μου τη ζωή,
για να συνεχίσει τους αγώνες του».

Παιχνίδια μιας άλλης εποχής
Το πιο επικίνδυνο και τολμηρό παιχνίδι που παίζανε ήταν η είσοδος μέσα στον υπόνομο. Μπαίνανε από το στόμιο του, στον Αι Γιάννη, κοντά στα συνεργεία του δήμου –τέτοιες μπούκες υπήρχαν και παρακάτω, μέχρι την οδό Θεαγένους.
Σε ομάδες 5-10, με αυτοσχέδιους φακούς -δαδιά με φωτιά συνήθως για να βλέπουν και να διώχνουν τους αρουραίους και βγαίνανε κάπου στο Παναθηναϊκό Στάδιο.

Τον ίδιο καιρό ο υποφαινόμενος _αλάνι ολκής, περιφερόμουν μεταξύ παρυφών Υμηττού και Μεσογείων –τότε που ήταν …με μόνο δυο λωρίδες κυκλοφορίας, Χαλάντρι –κάτω από την 7η, “Φάρο Ψυχικού” κλπ. πάντα με πληγιασμένα γόνατα.

Το κουτί με την ασετιλίνη
Ανοίγαμε μια λακκούβα, σχετικό μικρή, στην οποία ρίχναμε νερό. Μέσα εκεί ρίχναμε ένα κομμάτι ασετιλίνη, η οποία “έβραζε”. Είχαμε ένα κουτί από γάλα του εβαπορέ, από την κάτω πλευρά τελείως ανοικτό ενώ, στο πάνω μέρος του κάναμε μία μικρή τρύπα … το τοποθετούσαμε στο κέντρο της λακκούβας και το στερεώναμε με περιφερειακά χώμα. Μόλις ολοκληρωνόταν αυτή η διαδικασία ξαπλώναμε όλοι κάτω, μπρούμυτα και ένας από μας κρατώντας ένα μακρύ ξύλο, που στην άκρη του υπήρχε ένα αναμμένο πανί, το έβαζε στην τρύπα του κουτιού και γινόταν μια μικρή. Το κουτί πεταγόταν στον αέρα και οι λάσπες στα πλάγια. Όσο πιο ψηλά πήγαινε το κουτί, τόσο πιο πετυχημένη ήταν η προσπάθεια.

Ξαναγυρνώντας στο ρέμα της Καισαριανής
Το νερό που έτρεχε στην κοίτη του ήταν συνήθως βρώμικο και την κάλυπτε ολόκληρη, αλλά δεν πλατσουρίζαμε, βαδίζαμε πατώντας στις πλευρές του _ ήταν στρογγυλή και αυτό έκανε την διάβαση πολύ δύσκολη και αργή. Αγνοώντας τον κίνδυνο της ξαφνικής καταιγίδας, που συχνά κατέβαζε ποτάμι νερό από τον Υμηττό και γέμιζε το “τούνελ” μέχρι πάνω
Για να Βγούμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο θέλαμε περίπου μία ώρα και παραπάνω –σε κάποια σημεία έλειπε και το οξυγόνο και βαριανασαίναμε
Αυτά όμως, ήταν, τότε, για μας ψιλά γράμματα. Είχαμε πλήρη άγνοια κινδύνου. Αποτελούσε τίτλο τιμής για όποιον διέσχιζε τον αγωγό και καμάρωνε για το επίτευγμά του.

Οι παγίδες:
Το παιχνίδι με την ασετιλίνη και αυτό με τις παγίδες το παίζαμε στο πρώτο βουνό, δηλαδή στο χώρο μεταξύ της πάλαι ποτέ ποτοποιίας Χατζημιχάλη στην Δράκοντος _μετά Θήρωνος.
Στο πρώτο Βουνό, την εποχή εκείνη, επικρατούσε ερημιά. Δεν υπήρχαν σπίτια παρά οι δύο κτιστές μάντρες, το έδαφος ήταν πολύ επικλινές και κακοτράχαλο, με μονοπάτια από τα οποία περ¬νούσε ο κόσμος.
Στα μονοπάτια αυτά ανοίγαμε μία μεγάλη τρύπα _λούμπα 40-50-60 πόντους, που γεμίζαμε με νερό. Στο πάνω μέρος της, λίγο πριν το χείλος, τοποθετούσαμε ξύλα, πάνω από αυτά χαρτί και πάνω στο χαρτί χώμα. Φροντίζαμε το σημείο να μην διαφέρει καθόλου από το υπόλοιπο μονοπάτι Οι πεζοί περπατώντας αμέριμνα, πατούσαν το σημείο που είχαμε στήσει παγίδα και έπεφταν μέσα.

Σήμερα αποτελούν γλυκιά ανάμνηση
στη σκιά της ανταρτομάνας Καισαριανής.

(δείγμα)
Ο Θέμος Κορνάρος θα γράψει για τον Ανδρέα Λυκουρίνο στην “Ελεύθερη Ελλάδα” της 6 του Μάη 1945, το παρακάτω κείμενο. Το μεταφέρουμε από το βιβλίο του γιατρού Αντώνη Φλούντζη “Χαϊδάρι, κάστρο και βωμός της Εθνικής Αντίστασης”, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1986.

Ο Ανδρέας Λυκουρίνος γεννήθηκε στα 1931 κι ο κατακλυσμός της σκλαβιάς τον βρίσκει ένδεκα χρονών. Πήρε ενεργό μέρος στην πρώτη φάση του αγώνα. Στην επίθεση πείνας. Το Ελληνικό φρούριο κράτησε άμυνα γερή ένα χρόνο…

Ο Ανδρέας Λυκουρίνος έπρεπε να διαλέξει μεταξύ του σχολικού βαθμολογίου και του ανοιχτού αγώνα της πατρίδας του. Ητανε ο πρώτος μαθητής. Αυτό δεν τον εμπόδισε καθόλου να βρει τα πόστα του παράνομου τύπου και να ακούει απ’ ευθείας τη φωνή και τις εντολές του μαχόμενου Έθνους: «Κρατηθείτε ζωντανοί. Η ζωή μας θα είναι το χρησιμότερο υλικό για τη μάχη, για τη ΝΙΚΗ».


Ο Λυκουρίνος θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τη ζωή των δικών του. Για τα τρία αδέρφια και τους γονείς του. Αγοράζει και πουλά παλιά ρούχα και παλιά παπούτσια κι έσωσε το σπίτι του. Η δουλειά του πατέρα του περνούσε κρίση. Ήτανε μαραγκός. Στην ξεγνοιασιά του παιδικού προσώπου έρχεται η ευθύνη και η αγωνία και βάζουνε σφραγίδα τίμιου άνδρα… Είχε νικήσει την πρώτη νίκη για λογαριασμό της αδούλωτης πατρίδας του. Είχε αποκτήσει αυτοπεποίθηση. Έχει επιβληθεί και στους μικρούς και στους μεγάλους. Και στην επιθετική φάση του αγώνα, όταν το Έθνος γύρευε αρχηγούς της κάθε ηλικίας και της κάθε γειτονιάς, ο Α. Λυκουρίνος βρισκότανε κιόλας τοποθετημένος μόνος του, στο ηγετικό πόστο της νολαίας Μακρυγιάννη.

Έχει μπει στα 12 χρόνια! Και καμαρώνει γιατί – προσθέτοντας μόνος του δύο-τρία χρόνια παρά πάνω – έφτιαχνε ένα νούμερο που ξέφευγε κάπως από τα σύνορα της νηπιακής ηλικίας.
Είχε γίνει θρύλος μεταξύ των τσολιάδων, συζητιόνταν μ’ ανησυχία τα κατορθώματα κάποιου «μωρού», στο Κουκάκι.

Το αντάρτικο γύρευε όπλα. Οι οργανώσεις είχανε πάντα ανοιχτό έρανο γι’ αυτό το σκοπό. Ο Α. Λυκουρίνος πήρε πρωτοβουλία: Με δεκαρολογήματα δουλειά δεν γίνεται. Πιο δύσκολα βρίσκονται τα όπλα, παρά τα λεπτά. Μ’ ένα ψευτοπίστολο, πήλινο, παραφυλάει ένα βράδυ σε μια γωνιά. Κι αφοπλίζει τον πρώτο τσολιά. Πετάει τον πηλό. Και μ’ αληθινό όπλο πια μαζεύει και πιστόλια και χειροβομβίδες και στολές ακόμη. Δεν είναι λίγοι οι τσολιάδες που αναγκάστηκαν να φτάσουν στη στρατώνα τους, με τα εσώρουχα μόνο… Η Ειδική Ασφάλεια ενδιαφέρθηκε. Τα Ες-Ες τα γερμανικά απαιτούνε από τους αρχηγούς των ελληνικών Ες-Ες την εμπέδωση της «τάξεως» στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, γιατί οι τσολιάδες ζήτησαν… ενίσχυση.

Τίποτα δεν μπόρεσαν. Όλα ήταν ήρεμα. Οι μυστικοί που τοποθετήθηκαν στη συνοικία δεν έβλεπαν καμιά ύποπτη κίνηση. Οι άνθρωποι πήγαιναν στις δουλειές τους, γύριζαν κουρασμένοι, τα παιδιά παίζανε στην αυλή του σκολειού. Κι αν ρωτούσαν και για βαθμούς, ο Λυκουρίνος είχε τα πρωτεία. Μπροστά τους περνούσε με τα βιβλία στο χέρι. Τους ήξερε. Δεν του ξέφευγε κανένας από τους ανθρώπους της Ασφάλειας. Η αυτοάμυνα του έγινε ένστικτο. Μαέστρος και σ’ αυτή τη δουλειά. Θα τον ζήλευαν και μεγάλοι και παλιοί και νέοι αγωνιστές για την τάξη και τη συνωμοτικότητά του. Μόνο που δεν περιοριζότανε στις νυχτερινές εξορμήσεις. Στη μάχη του Μακρυγιάννη με τους τσολιάδες του 1943, που κράτησε τέσσερις ώρες, πήρε μέρος και ο Λυκουρίνος.

Ένα βράδυ το Μάη του 1943, οι Γερμανοί σήκωσαν τον κόσμο στο πόδι στη συνοικία αυτή, με τους πυροβολισμούς και τις φωνές τους. Κυνηγούσαν στους δρόμους κάτι σκιές. Ήτανε η παρέα του Λυκουρίνου. Η δράση του παιδιού γεμίζει δυο χρόνια της σκλαβιάς. Γίνεται παράδειγμα και θρύλος ανάμεσα στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πρακτόρων του εχθρού.

Στις 4 του Ιούνη 1944 βρέθηκε ο φρικτός προδότης, και στις 5 του Ιούνη έξι χαφιέδες των ελληνικών Ες-Ες, μπλοκάρουνε το σπίτι του Εθνικού αγωνιστή, στη συνοικία Κουκάκι (σ.σ. Γαληνού 41). Ζητούν τον Ανδρέα Λυκουρίνο. Ο πατέρας του ζητάει εξηγήσεις για το παιδί. Κι αυτοί γυρεύουν, εκτός από το παιδί και το πιστόλι που πήρε ψες το βράδυ από έναν δικό τους. Μα δε βρήκανε τίποτα. Μόνο ένα παιδάκι αδύνατο, μια σταλιά, που κοιμότανε ξέγνοιαστα στο γιατάκι του και πλάι στην καρέκλα είχε το κοντό του παντελονάκι και τα βιβλία του σχολείου του. Κάτω βρίσκονταν και τα πεδιλάκια του Νο 32.

– Αυτός είναι; ρωτούνε τον πατέρα.
– Αυτός.
– Εσύ είσαι; ρωτούνε το ίδιο το παιδί.
– Ποιος;
– Ο τρομοκράτης!
– Οχι! Είμαι μαθητής. Πάω στη δεύτερη Γυμνασίου στο 6ο Γυμνάσιο, απαντά απαθέστατα.

Μα οι πληροφορίες τους είναι θετικές. Αρχίζει το ξύλο. Γυρεύουν το πιστόλι. Μα το πιστόλι, ποιος ξέρει σε ποια βουνοκορφή θα ταξίδευε πια κείνη την ώρα. Και πήρανε μόνο τον Ανδρέα, με το μαθητικό του πηλήκιο στα άντρα τους. Πήρανε μέτρα εξαιρετικά ώσπου να φτάσουνε στην οδό Παπαρηγοπούλου Νο 7. Εκεί ήταν η έδρα των ελληνικών Ες-Ες. Επικεφαλής της συνοδείας ήτανε ο Μάκης Μακρογιάννης, που υπηρετεί σήμερα στην Εθνοφυλακή με το βαθμό ανθυπασπιστή. Η αλήθεια είναι πως ζήτησε να σώσει το παιδί. Ζήτησε τη βοήθεια του πατέρα του και δέκα λίρες, μέσω ενός άλλου της συνοδείας.

Το ανέκριναν και το ρωτούσαν, πού έχει κρυμμένες τις λίρες; (Είχανε πληροφορίες πως έχει πολλές). Αφού δεν βγήκε τίποτε, τον παρέδωσαν την ίδια μέρα στην Ειδική Ασφάλεια και μετά τέσσερις μέρες στα γερμανικά Ες-Ες της οδού Μέρλιν. Το κρεμάσανε, το κάψανε, του βάλανε στα νύχια καρφίτσες. Μα αυτός εξακολουθούσε να είναι μαθητής της 2ης τάξης του 6ου Γυμνασίου και ο αλύγιστος και παινεμένος αγωνιστής του Εθνικού Ελληνικού Αγώνα της Αντίστασης. Τέτοιος έμεινε ως το τέλος. Τέτοιον τον γνώρισε τον ήρωα Λυκουρίνο και το Χαϊδάρι. Τώρα ήταν 14 χρονών. Στις 5 Σεπτέμβρη 1944 τον οδήγησαν στο εκτελεστικό. Στο δρόμο βρήκε τρόπο να πετάξει ένα σημείωμα που έγραφε:

«Μπαμπά με πάνε για εκτέλεση μαζί με τους (αναφέρει ονόματα). Ειδοποίησε παρακαλώ τα σπίτια τους. Μη στενοχωριέστε. Ανδρέας».

 

Με τα παιδιά της ΚΝΕ
Με τον Ηλία Σταμέλο
Δήμαρχο με τη Λαϊκή Συσπείρωση 2015-2019


Με το γερόλυκο Γιώργη Κατημερτζή