Χαρακτηριστική
περίπτωση συνθέτη με ανελικτική πορεία
στις πολιτικές του ιδέες. Τα τραγούδια του είναι μια σειρά σκαλοπάτια που ξεκινούν απ’ τη ζωή της μαγκιάς του μεσοπολέμου
και καταλήγουν στην κορυφή της
συνειδητής, ομαδικής Αντίστασης
Έφυγε από τη ζωή στις 11 Μαΐου 2005 ο ρεμπέτης, συνθέτης,
στιχουργός, τραγουδιστής Μιχάλης Γενίτσαρης.
Ο
ρεμπέτης και μάγκας Μιχάλης Γενίτσαρης (Γεννήτσαρης,
ήταν κανονικά το επίθετό του), γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου του 1917
στην Αγία Σοφία στον Πειραιά, από πατέρα και μητέρα φτωχούς και ανήκει στην
κατηγορία των συνθετών που έπαιξαν αποφασιστικό ρολό στην διαμόρφωση του
ρεμπέτικου, ο τελευταίος της μεγάλης πειραιώτικης παρέας του ρεμπέτικου των
Μπαγιαντέρα Στράτου Παγιουμτζή Γιώργου Αμπάτης ήΜπάτη (Γιώργου Τσωρού), Στέλιου Κερομύτη Νίκου
Μάθεση (Τρελάκια) Ανέστη Δελιά (Δέλιος το πραγματικό του επίθετο) Γιοβάν Τσαούς
(Γιάννης Εϊτζιρίδης) και δεκάδες άλλοι άλλοι πουδίδαξαν το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι.
_μικρή
παρένθεση για τους “μάγκες”
Συνήθης κοινωνικός χαρακτήρας της προπολεμικής περιόδου, στυλιζαρισμένη μορφή
της περιοδολόγησης του ρεμπέτικου και του μεσοπολέμου ήταν κυρίως άτομο λαϊκών
αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση,
καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά (μακρύ μουστάκι, μυτερά
παπούτσια με γυρισμένες μύτες,καβουράκι, παντελόνι με ρίγα _φυσικά κομπολόι, τυλιχτό ζωνάρι στη μέση (για
να κρύβουν τα μαχαίρια και πιστόλια) ενώ περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, κουνάμενοι
λυγάμενοι (εξ ου και το κουτσαβάκης) φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ' το σακάκι.
Ιστορική η μάχη τους με τον επικεφαλής της αστυνομίας Μπαϊρακτάρη, που εκτός
από φυλάκιση και κούρεμα με την ψιλή, έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό
μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους - θανάσιμη προσβολή να ξυρίσουν και το άλλο μισό).
Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ' τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν. Πάντως
ο τύπος του μάγκα γνώρισε την πραγματική αναβίωση, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο
Πόλεμο και την Μικρασιατική καταστροφή
1927 πιτσιρικάς Γενιτσαρης με τραγιάσκα __ σε ένα από τα πρώτα καφενεία του Γ. Μπάτη
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του
Μιχάλη Γενίτσαρη “Μάγκας από μικράκι”
που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Δωδώνη. (Επιμέλεια Στάθη Gauntlett. Αθήνα
1992.)
… Θυμάμαι έκανα βόλτες στις πέντε το πρωί σπίτι μου στην αυλή μας. Η μάνα μου
είχε ψήσει καφέ εκείνη την ώρα και πίναμε, και άξαφνα ακούμε την πόρτα μας να
χτυπάει. Πάει η μάνα μου και αρωτάει από μέσα ποιος είναι και τι θέλει. Της
λέει μια φωνή:
__Άνοιξε. Θέλουμε να δούμε το Μιχάλη.
Η μάνα μου νόμιζε ότι ήτανε κάνας φίλος μου. Μόλις ανοίγει, μπουκάρουνε πέντε__έξι
μέσα της ασφάλειας και μου λένε:
__Ντύσου να πάμε κάτου. Τους λέω:
__Γιατί; Εχθές μ’ αφήσανε από την ασφάλεια· σήμερα τι με θέλετε;
Μου λένε:
Μια κατάθεση θα σου πάρουμε και θα σ’ αφήσουμε. Τι να κάνω; Ντύθηκα, βγαίνω
έξω. Είχανε την κλούβα, με βάζουνε μέσα, και με πάνε στον προϊστάμενο τους, και
αυτός μου παρουσιάζει ένα χαρτί να το υπογράψω. Του λέω:
__Τι είναι αυτό; Και αυτός μου λέει:
Αυτό το χαρτί είναι, μια που είναι καλοκαίρι, στο στείλανε να πας να
παραθερίσεις. Σε στέλνουμε ένα χρόνο εξορία για Δημόσιο Επικίνδυνο.
Του λέω:
__Πού; Μου λέει:
__Στην Νιό.
Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, το υπογράφω. Και με στέλνουνε με άλλους πέντε με
την κλούβα στο Μεταγωγών Πειραιώς. Από ‘κει έδωσα μιανού χωροφύλακα την οδός
του σπιτιού μου, και στείλανε μια καθαρίστρια, ‘δοποίησε το σπίτι μου, και
έρχονται και με βρίσκουνε στο Μεταγωγών. Τους λέω πώς είχανε τα πράματα.
Πάνε κι αρωτάνε και ύστερα μαθαίνω καλά ότι ο Μεταξάς με έστελνε για Δημόσιο
Επικίνδυνο, γιατί είχα κάνει πολλές μανούρες και την γλίστραγα.
Πάνε, μου ετοιμάζουνε τα τσαμασίργια μου. Και το απόγεμα με την κλούβα
χεροδέσμιος στο καράβι, και για τη Νιο.
Με πάνε στο νησί, στη χωροφυλακή – όχι στο λιμάνι, στο ύψωμα στο χωριόν, που
είχε περίπου εκατό σπίτια. Εκεί μου δώσαν ένα βιβλίο να πηγαίνω από ένα μπακάλη
να ψωνίζω δέκα δραχμές την ημέρα τρόφιμα. Αυτό δικαιούμουνα ως εξόριστος. Και
να πηγαίνω στη χωροφυλακή δυο φορές την ημέρα να δίνω παρών, οχτώ με τέσσερις
τ’ απόγευμα. Φεύγω. Πού να πάω; Προχώρησα ένα δρομάκο, Η πρώτη κουβέντα που
άκουσα ήτανε:
__Άλλοι αφορεσμένοι μας ήρθανε.
Αυτό άκουσα από τους ντόπιους. Προχωράω, βλέπω τους εξόριστους. Κάνανε βόλτες
σε μια εκκλησία απόξω. Ζυγώνω κοντά. Εγώ τώρα ήθελα να βρω τρόπο πού θα μένω,
να κοιμάμαι. Παίρνει το μάτι μου τον Ανέστο Δελιά. Μόλις τον είδα, αμάν! – σαν
να είδα το Θεό μου!
__Γεια σου, Ανέστο!
__Γεια σου! Πώς, γιατί σ’ έστειλαν εδώ;
__Ας’ τα! Πού να σου τα λέω – είναι ιστορία.
Μου παίρνει τη μια βαλίτσα από το χέρι και με πάει σ’ ένα αχερώνα. Από πάνου
είχε ένα δωματιάκι νοικιάσει μαζί μ’ ένανε Σπύρο Παπαδόπουλο, από καλή
οικογένεια, αλλά ήτανε τοξικομανής – όπως και ο Δελιάς. Το απόγευμα δώσαμε
παρών. Γυρίζοντας πίσω στο λημέρι μας, κοντά εκεί ήτανε ένα μαγέρικο μιανού
Αγγέλου. Από τη Νιο ήτανε, ντόπιος αυτός. Του λέω: __Θα φάμε.
Μου λέει ο Ανέστης:
__Εγώ δεν θέλω. Φάε εσύ.
Πράματι έφαγα. Το θυμάμαι σα να ήτανε τώρα: έφαγα σαρδέλες ψητές και μια
ντομάτα. Πλήρωσα, γιατί το βιβλίο μου δεν το ‘χα πάρει ακόμα.
Βλέπω τον Ανέστη να του δίνει το βιβλίο και κάνανε συφωνία για δεκαπέντε μέρες.
Αντί εκατό πενήντα, που ήτανε για δεκαπέντε μέρες, του ‘δινε εκατό δραχμές ο
Άγγελος ο καταστηματάρχης, κι αυτό όχι λεφτά. Άκουγα που κάνανε μια συζήτηση,
αλλά περί τίνος πρόκειται δεν καταλάβαινα. Τέλος πάντων συφώνησαν. Βλέπω τον
Ανέστη σηκώνεται, πάει από μέσα και σε λίγο έρχεται και μου λέει:
__Πάμε.
Εγώ είχα φάει και σηκώνουμε και φεύγουμε για το σπίτι, γιατί η ώρα ήτανε εφτά
και στις εφτάμισι δεν έπρεπε να κυκλοφορεί κανένας εξόριστος.
Σε καλύβες, σε αχούρια, σε δωματιάκια
που είχανε νοικιάσει – κάτι παλιά, γκρεμισμένα, με καλάμια και χώμα από πάνω.
Μας είχανε για τους πιο παρακατιανούς της κοινωνίας. Καμιά εκατοστή
τοξικομανείς, καμιά δεκαργιά ζωοκλέφτες, και για Δημόσιο Επικίνδυνο, όπως με
είχανε ονομάσει, ήμουνα μόνο εγώ.
Πάω να κοιμηθώ για πρώτη βραδιά στο δωμάτιο, στρώνω σε κάτι καλάμια απάνω. Μου
λέει ο Δελιάς.
__Πάρ’ τη νεφταλίνη και
ρίξε στο κρεβάτι σου, γιατί δεν θα κοιμηθείς.
Πράματι, γιατί όλο το χωριόν ήτανε μελεούνια ψύλλους, και όταν κοιμόσουνα και
δεν έριχνες εφταλίνη, το πρωί θα σηκωνόσουνα κόκκινος από τα αίματα· σε τρώγανε
οι ψύλλοι όλη την νύχτα. Εν πάσ’ περιπτώσει έπεσα στο γιατάκι μου. Αξάφνου
βλέπω ανάβει ένα κερί – γιατί μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε ανάψει φως – και
ο Δελιάς με τον Παπαδόπουλο σηκώνουνται και πάνε στη γωνιά της αχερώνας. Εγώ
τους παρακολουθάω. Αυτοί σαν να μην έτρεχε τίποτα, έχουνε ένα κουτάλι από πάνω
από το αναμμένο κερί, και ο Παπαδόπουλος κρατάει μια σύριγγα. Δένει ο Δελιάς το
χέρι του και ο Παπαδόπουλος του κάνει μια ένεση. Τότε κατάλαβα τι είχε γίνει:
ήντουσαν και οι δύο τοξικομανείς και κάνανε ενέσεις.
Μόλις τους είδα να γλαρώνουνε και να βαρομιλάνε, τους είπα πού τη βρίσκουνε,
και τότε μου λέει ο Ανέστης:
__Δεν είδες που έδωσα το βιβλίο για δεκαπέντε μέρες;
Αυτός ο Άγγελος ο μάγειρος ήταν και παλιατζής. Έγδυνε όλους τους πρεζάκηδες που
ήντουσαν εξόριστοι, τους έπαιρνε ρούχα, λεφτά, ρολόγια, δαχτυλίδια, και έκανε
δρομολόγια στην Αθήνα. Τα πουλούσε και τους έφερνε πρέζα. Και έβγαζε πολλά
λεφτά – το μαγερείο το είχε για καμουφλάζ.
Την άλλη μέρα το πρωί βγήκαμε, πήγαμε
δώσαμε παρών και πήγαμε στο τσαρδί μας, εγώ με τον Ανέστο. Του βάζω χέρι και
του λέω ότι σαν ξανά θα έκανε ενέσεις, θα τόνε μαρτύραγα. Αυτός ούτε που πήρε
χαμπάρι τι του είπα – σα να του είπα: «Ξανάκανε πάλι». Τόνε βλέπω παίρνει πάλι
την ένεση από τη ζούλα και το κερί και ετοιμάζεται να ξανακάνει. Τότε, όπως
βαστάει το κερί και το κουτάλι διαλυμένο με το πράμα μέσα, του δίνω μια και το
πετάω. Ωχ, μανούλα μου, τις φωνές του και το κλάμα που έκανε! Ήτανε απαρηγόρητος.
Τότε εγώ έπιασα να τον καλοπιάσω όσο μπορούσα, αλλά αυτός είχε πάθει τρακ__ δεν
το περίμενε να του κάνω ζημιά.
Σε μια στιγμή μπαίνει και ο Παπαδόπουλος. Ακούει τι έχει γίνει, αλλά δεν δίνει
σημασία. Παίρνει την σύριγγα, και την ώρα που βαράει μόνος του στο χέρι του,
του λέει ο Δελιάς:
__Άσε μου, ρε Σπύρο, λίγο και μένα.
Τη βγάζει από το χέρι του και την παίρνει ο Ανέστης και την κάνει στο δικό του,
αλλά λίγη δόση, όχι πολλή. Τότε ο Ανέστος έχει μετανιώσει που με πήρε μαζί του
και ήθελε να φύγω. Εγώ βγήκα, πήγα και βρήκα ένα δωμάτιο μικρό αλλά καλό με
εκατό δραχμές το μήνα, και πάω τα πράματα και αράζω μόνος μου.
Την άλλη μέρα το πρωί βλέπω τον Ανέστη να μου έρχεται στο δωμάτιο μου και μου
λέει:
__Μιχάλη, αποφάσισα να την κόψω. Εάν μπορείς, σώσε με. Του λέω:
__Μπράβο Ανέστο! Πήγαινε φέρε τα πράματα σου εδώ, να μείνουμε μαζί.
Πράματι έφερε τα πράματα του και μείναμε μαζί, ώσπου σιγά__σιγά την έκοψε. Στην
αρχή έπινε λίγο__λίγο, μέχρι μια μέρα δεν ξαναζήτησε.
Εκεί τους στέλνανε εξορία τους πρεζάκηδες για να την κόψουνε, και εκεί έβρισκαν
πιο πολλή και πίνανε. Εκεί είδα ανθρώπους παλικάρια από την πείνα πρησμένους.
Εκεί είδα άντρες με πολλά κουστούμια, με ρούχα, εσώρουχα πολλά, και όταν τους
φέρνανε και καθόντουσαν ένα μήνα, γινόντουσαν ράκη. Ερχόντουσαν από τη φυλακή
που είχαν εκτίσει την καταδίκη τους, και τους φέρνανε συνοδεία η χωροφυλακή να
κάνουνε και την εξορία τους. Ε, εκεί γινόντουσαν σε ένα μήνα πάλι πρεζάκηδες,
ράκη σωστά. Ο Άγγελος ο μάγειρας τους έγδυνε, τους τα ‘παίρνε όλα.
Μια ημέρα είχε αρπάξει ένανε εξόριστο η χωροφυλακή και τον είχε σπάσει στο
ξύλο, γιατί είχε μπει μέσα σ’ ένα κοτέτσι να κλέψει αβγά, αλλά αβγά δεν βρήκε
και από την πείνα έφαγε τα πουλάκια ωμά με τα φτερά.
Μια μέρα πάλι βλέπουμε να φέρνουνε έξι__εφτά εξόριστους από τις φυλακές
Λαζαρέτα. Μαζί ένα γέρο ψηλό και να κρατάει ένα μπουζούκι, που πήγε και
εγκαταστάθηκε σε ένα αχούρι εγκαταλειμμένο. Το γέρο τον ελέγανε Αντώνα. Αυτός
ήτανε τοξικομανής· γύριζε στην Αθήνα με το μπουζούκι στην Λαχαναγορά. Όλη μέρα
εγώ και ο Δελιάς στου Αντώνα να παίζουμε μπουζούκι.
Εκεί, θυμάμαι, το νησί η Νιο ήταν
ξερότοπος και αγριάνθρωποι οι κάτοικοι. Όλοι οι άντρες βάσταγαν ένα ραβδί
δυόμισι μέτρα και ήντουσαν με τη χωροφυλακή ένα. Με το παραμικρό τρέχανε μαζί
τους και κοπανάγανε τους εξόριστους. Δε δίνανε νερό να πιεις· μόνο πώς θα σου
πάρουν τα λεφτά. Το χωριό τους είχε τρακόσα σπίτια, και 366 εκκλησιές, και
αμέτρητοι αερόμυλοι, και ψύλλους κοπάδια. Εκεί είχα γράψει ένα τραγούδι που το
έλεγα όταν ήρθα στην Αθήνα:
Μια μέρα σημαιοστολίσανε__ στη χωροφυλακή είχανε βάλει σημαίες. Τι είναι; Τέλος
πάντω μάθαμε είχε γεννήσει η Φρειδερίκη και είχε κάνει τον Κωνσταντίνο. Μόλις
το μάθαμε, χαρήκαμε. Λέγαμε όλοι ότι θα μας δοθεί χάρη. Ο Βασιλιάς έκανε αγόρι
και θα μας αφήσουνε. Η μια μέρα με την άλλη πέρναγε και για χάρη δεν γινότανε
λόγος. Τότε πετάχτηκε ένας Χρήστος Μπόης, εξόριστος, που ήτανε από τη Σύρα, και
λέει:
– Ξέρετε γιατί δε μας δώσανε χάρη; Γιατί το παιδί που έκανε ήτανε κωλοπαίδι. Οι
Γερμανίδες γεννάνε από τον κώλο.
Θεός σχωρέστονε πέθανε εκεί και τον εθάψαμε εμείς. Πέθανε από την πείνα__ του
είχε πάρει το βιβλίο ο Άγγελος, γιατί ήτανε τοξικομανής. Το ‘χε χρεώσει για ένα
μήνα – όχι αυτός, και άλλοι πολλοί, Ο Γιάννης ο Μαρτσέλος, ένας που ήταν
φόβητρο στον Πειραιά, νταής μεγάλος· πέθανε κι αυτός από την πείνα.
Θυμάμαι έναν άλλονε, τον Γιάννη το
χτίστη από την Αθήνα· ήταν μούτρο, αλλά είχε ησυχάσει. Στην Αθήνα είχε
παντρευτεί, είχε δημιουργήσει οικογένεια και εργαζότανε κανονικά __δεν είχε
δοσοληψίες με την αστυνομία. Και μας λέει ότι μια μέρα πήγανε και τον πήρανε
από το σπίτι του και τον στείλαν ένα χρόνο εξορία για κακοποιό στοιχείο, γιατί
είχε τσαμπουκάδες. Ήτανε τότε Μανιαδάκης και Μεταξάς. Εγώ τότε είχα πάει, και ο
Γιάννης ήτανε εκεί και είχε κάνει τον τρίτο χρόνο. Μόλις έληγε ο χρόνος και
ήτανε για να φύγει, του στέλνανε άλλο χαρτί και υπόγραφε, και τον είχανε
κρατήσει τρία χρόνια χωρίς να κάνει τίποτα. Επειδή είχε το ποινικό του μητρώο
επιβαρυμένο, είχαν δικαίωμα ο Μεταξάς και ο Μανιαδάκης να τους κρατούνε τρία χρόνια
άνευ δίκη.
Άλλη μια φορά, θυμάμαι, ήτανε παραμονή Λαμπρή. Εγώ, ο Δελιάς και καμιά δεκαργιά
άλλοι αποφασίσαμε να κάνουμε Λαμπρή μαζί όλοι. Αλλά πώς όμως, που
απαγορευότανε; Μετά από τις εφτά το βράδυ έπρεπε να πάει ο καθένας να κοιμηθεί
εκεί που είχε δηλώσει. Γιατί γινότανε και καμιά φορά έφοδο τη νύχτα από
τέσσεροι__πέντε χωροφύλακες, και εάν δε σε έβρισκαν εκεί που είχες δηλώσει τη
νύχτα, αλίμονο σου! Σε αρπάζανε την άλλη μέρα και σε κλείνανε σ’ ένα
πειθαρχείο, που αγκομαχούσες μέχρι να τη βγάλεις, αναλόγως την ποινή που θα σου
‘δίνε ο αστυνόμος, 10__15 μέρες. Εμείς όμως δεν λογαριάσαμε τίποτα και είπαμε:
__Λαμπρή θα είναι, δεν θα μας κάνουνε τίποτα. Και αποφασίζουμε εγώ, ο Δελιάς
και καμιά δεκαργιά, ό,τι μας είχανε στείλει από τα σπίτια μας τα μαζέψαμε:
αβγά, κουλούρια. Άλλοι χρεώσανε τα βιβλιάρια, άλλοι είχανε λεφτά. Και πάμε και
σ’ ένα παράλυτο μπακάλη που τον λέγανε Χρήστο, και τον ψήνουμε, γιατί ήτανε κι
αυτός παραδόπιστος__ για τη δραχμή έκανε τούμπα – και μας γεμίζει μια
νταμιτζάνα τσικουδιά, σκέτο οινόπνευμα. Και την παραμονή το βράδυ, μετά το
παρών, ένας__ένας φεύγουμε.
Μισό χιλιόμετρο πιο πάνω, σ’ ένα νεκροταφείο μέσα ανταμωθήκαμε όλοι, για να
κάνουμε εκεί Λαμπρή. Εγώ είχα πάρει του Αντώνα το μπουζούκι. Και αρχινάμε το
φαγοπότι και πίνουμε, τραγουδάμε και χορεύουμε, και αρχινάμε τις πλάκες με τις
νεκροκεφαλές που ήντουσαν σ’ ένα χωνευτήρι. Έχει κόψει ένας Γιάννης Μαρτσέλος
καμιά δεκαριά καλάμια, κάνα μέτρο, τα ‘χει μπήξει στη γης και τους έχει βάλει
από μια νεκροκεφαλή απάνω και τους κάνει πειράματα. Έλεγε:
– Αυτός εδώ είχε καράφλα. Αυτός εδώ το κρανίο του είναι στενό__ θα ‘τανε
μπινές. Εμείς πίναμε και γελάγαμε στο «σαλόνι» μας – το νεκροτομείο. Άξαφνα
βλέπουμε απόξω φακούς αναμμένους και ακούμε φωνές να μας λένε:
__Εβγάτε όξω!
Ω μανούλα μου! Είχαν μαζευτεί όλου του χωριού οι άντρες και βαστάγανε από ένα
ραβδί στο χέρι, και μαζί και η χωροφυλακή. Και μας βγάζουνε έξω σαν τα πρόβατα,
μας κύκλωσαν και μας βαράγανε. Και μας πάνε στο χωριό. Όποιος άρπαζε ραβδιά,
του ‘μένε σημάδι.
Βρε, τι τους παρακαλάγαμε και τους λέγαμε: μέρα που ήτανε, ότι ο Χριστός
αναστήθηκε, αφήστε μας! Τίποτα.
Μας πήγανε και μας κλείσανε στο πειθαρχείο, ένα δωμάτιο που είχανε – ενάμισι με
ενάμισι – όλους. Και τη βγάλαμε μέχρι το πρωί. Όλοι.
Την άλλη μέρα, ανήμερα Λαμπρή, κατά τις δέκα μας βγάζουνε, μας πάνε στο
διοικητή. Λόγω της ημέρας μας τη χάρισε, αλλά από ‘κείνη την ώρα έγιναν τα
πράματα πιο δύσκολα. Δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε όπως πρώτα. Μόλις μας
εβλέπανε οι ντόπιοι, μας φώναζαν αφορεσμένους.
Χίλιες φορές φυλακή, παρά εξόριστος τότε στη Νιό.
Ώσπου τελείωσε η καταδίκη μου, και έφυγα και γλίτωσα από το νησί το βάρβαρο.
Έρχομαι στον Περαία και αρχινάω πάλι το παλιό μου βιολί με το μπουζούκι.
Παιδικά χρόνια στη βιοπάλη
Ο
πατέρας του Μιχάλη Γενίτσαρη (Γιώργος) του διατηρούσε μπιραρία στη γειτονιά,
δουλειά που δεν ήταν αρκετή για την επιβίωση της οικογένειας, έτσι ο πιτσιρικάς
είχε παρατήσει νωρίς το σχολείο, ίσα-ίσα είχε βγάλει την δεύτερη τάξη.
Απέναντι από το καφενείο του πατέρα του, στην Παλαμηδίου (Αγία Σοφία του
Πειραιά), ήταν το καφενείο-χοροδιδασκαλείο του Γιώργου Μπάτη γενάρχη του
ρεμπέτικου _ ένας άνθρωπος που έκανε τον κόσμο να γελάει, όπως έλεγε ο Μιχάλης όπου
ανδρώθηκε και ζυμώθηκε με τους πρώτους γνήσιους ρεμπέτες με πρώτη του δουλειά
ήταν να γυρίζει τη λατέρνα. Η ανακάλυψη ενός παλιού μπαγλαμά του πατερά του
στην κασέλα του σπιτιού του όταν η μάνα του καθάριζε μια μέρα, τον έφερε ακόμα
πιο κοντά στο όργανο που από τότε είχε γίνει το μεράκι του!. Με αυτό το όργανο,
μέχρι τα δέκα του χρόνια είχε μάθει την «Ντουντού» και τον «Μεμέτη». Ο πρώτος
του δάσκαλος στο μπουζούκι ήτανε ο μάστρο-Κώστας ο Καταγάς, το αφεντικό του σε
ένα χυτήριο όπου δούλευε ενώ όσο μεγάλωνε το μπουζούκι τον συνέπαιρνε και στα δεκαπέντε
του αγόρασε το πρώτο του όργανο: «Τα
βράδια συναντιόμουνα με τους φίλους μου. Είχαμε γίνει δεκαπεντάρηδες. Παίζαμε
στις γειτονιές, εγώ μπουζούκι και ένας φίλος μου, Τάκης Δημητρίου, κιθάρα. Εν
τω μεταξύ, μετά γνώρισα και στου Μπάτη το καφενείο το Δελιά, το Μάρκο, που δεν
είχανε ακόμα γραμμοφωνήσει, δεν είχανε ακουστεί. Ερχόντουσαν στου Μπάτη. Ο
Μάρκος δούλευε τότε στα σφαγεία. Εγώ τότε έπαιζα μπουζούκι καλούτσικο».
1932 με την παρέα του και το πρώτο του μπουζούκι
Άρχισε
να παίζει επαγγελματικά μπουζούκι και να τραγουδάει το 1935. Εκεί γύρω έγραψε και το πρώτο
τραγούδι του, το περίφημο «Εγώ μάγκας φαινόμουνα»
(ζεϊμπέκικο) το οποίο γραμμοφώνησε το 1937
_ “ιστορικό” άσμα, Ο ίδιος παίζει μπουζούκι και τραγουδάει και κιθάρα παίζει ο
Στέλιος Χρυσίνης, που ήταν τυφλός. Μπαγλαμά παίζει ο αδερφός του Παναγιώτης
Χρυσίνης, που ήταν και αυτός τυφλός. Από την άλλη πλευρά του δίσκου είναι η
«Φαληριώτισσα» του φίλου του Γιάννη Παπαϊωάννου. Σε μια συνέντευξη του λέει ο Γενίτσαρης
ότι όταν το άκουσε η μάνα του να παίζει στα γραμμόφωνα κλείστηκε μες στο σπίτι
της από ντροπή(!).Ακολούθησαν συνεργασίες και γνωριμίες με κορυφαία
ονόματα του ρεμπέτικου, μεταξύ των οποίων ο μεγάλος δάσκαλος Mάρκος
Bαμβακάρης και οι Στράτος Παγιουμτζής, Aνέστος Δειλιάς, K. Kαρίπης, Π. Τούντας,
Σ. Kυρομύτης, Στελάκης Περπινιάδης, Α. Χατζηχρήστος, Μπαγιαντέρας, Γ.
Παπαϊωάννου κ.ά. Στα δεκαεπτά (1935) του ένας αστυφύλακας του σπάει το
μπουζούκι και ο Γενίτσαρης του ορμάει και του σκίζει τον χιτώνα. Τον πιάνουνε
και τον δικάζουνε να κάνει έξι μήνες στις Φυλακές Αβέρωφ. Αυτή ήταν η πρώτη
καταδίκη του, καθώς ακολούθησαν πολλές ακόμα...
Θεέ μου, ας
προλάβαινες, να ‘κανες άλλη κρίση, που ‘χε μανούλα κι αδελφές και έπρεπε να
ζήσει. Άδικα τον σκοτώσανε, λες κι ήτανε
κατάρα, γιατ’ ήταν στην
Αντίσταση, τον Στέλιο τον Καρδάρα.
(σσ. ο Στέλιος Σπανός ή Καρδάρας, γεννημένος το 1926 ήταν μέλος του ΚΚΕ, του
ΕΑΜ Κοκκινιάς, μαχητής του ΕΛΑΣ Αθήνας και ομαδάρχης της ΟΠΛΑ, που οπλισμένος
μόνο με ένα "Parabellum" έκανε απίθανες πράξεις ηρωισμού, πήρε μέρος
στη Μάχη της Κοκκινιάς στις 7 Μαρτίου 1944 όπου συνελήφθη μια μέρα μετά το
Μπλόκο βασανίστηκε φρικτά και εκτελέστηκε στον Άγιο Διονύσιο της Δραπετσώνας στα
18 του χρόνια -18 Αυγ1944 από ταγματασφαλίτες)
Ο Γενίτσαρης λέει
και επαναλαμβάνει το όνομα και το επίθετο του σκοτωμένου του φίλου σε μια προσπάθεια να το αποτυπώσει για πάντα στην ανθρώπινη μνήμη
και φαίνεται πως το
κατορθώνει.
Ο ήρωας βγήκε μέσα απ’ τα σπλάχνα του πειραιώτικου λαού, και μάλιστα του πιο χτυπημένου από
την αδικία, του προσφυγικού. Όπως
λέει και ο ίδιος …
«Μόλις έβαλα μουσική και το
‘παιξα λίγες φορές, το μάθανε
παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές οι άλλοι, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με
πήρανε ΕΑΜίτες και αντάρτες και με πήγανε
στην πλατεία, στην Κοκκινιά.
Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε, εκεί που ήταν η μεγάλη κεντρική πλατεία.
Και τότες με κάτι παλιά μεγάφωνα
που φέρανε, με βάλανε και το ‘παιξα και το τραγούδησα.
Πριν αρχίσω κρατήσανε ένα
λεπτό σιγή για τη μνήμη του παλικαριού. Όταν το τραγουδούσα, όλος ο κόσμος έκλαιγε.»
Η νοοτροπία και η
στάση του Γενίτσαρη στη διάρκεια του Μεσοπολέμου
είναι αναρχική …έκανε σχέδια
με τους φίλους του να βγούνε στο βουνό αντάρτες
για να γλυτώσουν από τη σύλληψη και τους χωροφύλακες.
1932 Ιδιωτικό ρεμπέτικο γλέντι, κάπου στην ύπαιθρο
Ωστόσο, δηλώνει ότι είχε
συμπάθειες για το ΚΚΕ, από το οποίο επηρεαζόταν, πράγμα που τον έκανε «επαναστατικό»
συνθέτη. Η Κατοχή τον κάνει να
πολιτικοποιηθεί, να νιώσει το δράμα του λαού και να
πάρει θέση στο πλευρό του. Υποκειμενικοί παράγοντες γι’ αυτήν του την εξέλιξη είναι η ανθρωπιά του χαρακτήρα του, η λεβεντιά του, η συμπάθεια του για τους αδύνατους, και η αγάπη του για το άγραφο,
το φυσικό δίκαιο και αντικειμενικοί η
γερμανική κατοχή που προκαλούσε την οργή και την αγανάκτηση
σε κάθε αληθινό πατριώτη και η Εθνική Αντίσταση, με το τεράστιο γόητρό
της, που του έδειχνε το δρόμο. Μια θετική ανθρώπινη μορφή αγωνιστή
που τον επηρέασε πολύ ήταν ο Στέλιος
Καρδάρας «από τους
μεγαλύτερους σαμποτέρ εναντίον των Γερμανών»
Ο θάνατος αυτού του
παλικαριού, έδωσε στον Γενίτσαρη την
ευκαιρία να γράψει το πιο ανθρώπινο ίσως τραγούδι του. Όπως λέει και ο ίδιος «Πολλά κατορθώματα έκανε αυτό το παιδί, που έχουνε μείνει στο
μυαλό όλων. Ακόμα το
κουβεντιάζει ο κόσμος. Το όνομα αυτουνού του παιδιού είχε γίνει ύμνος, είπαμε, στον Πειραιά και όλοι κλάψανε που
χάθηκε. Μεγάλος πατριώτης, ψυχή που δε
λέγεται, από προδοτικές σφαίρες πήγε.» Μόλις
έμαθε το φόνο του αντιστασιακού, ο
Γενίτσαρης, με χέρια που τρέμανε, έπιασε χαρτί και μολύβι και ύμνησε το θάνατο του κι ύστερα έπιασε το μπουζούκι του και
τραγούδησε: «Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά, Παλιά και
Νέα Κοκκινιά, κλάψε κι εσύ
τώρα, ντουνιά, πιάσαν τον
Στέλιο τα σκυλιά. Τον πιάσαν γερμανόφιλοι και
ταγματασφαλίτες τον Στέλιο τον
Καρδάρα μας, στο Ρέντη, οι αλήτες. Δεμένο τον επήγανε προς τον Άγιο
Διονύση, δέκα ντουφέκια του
‘ριχναν, ώσπου να ξεψυχήσει.
Ο Μιχάλης
Γενίτσαρης, ο χρονικογράφος της κατοχικής
Αθήνας και του Πειραιά, και κυρίως
της μαύρης αγοράς και των τολμηρών σαλταδόρων γεννήθηκε το 1917 στον Πειραιά. Βρισκόταν και αυτός προπολεμικά
ανάμεσα σε προλετάριο και λούμπεν, όπως
ο Βαμβακάρης. Από δεκαπέντε χρονών παιδί δούλευε σε βαρελάδικο, τα βράδια ωστόσο ζούσε τη ζωή της μαγκιάς. Με
τα πρώτα του λεφτά αγόρασε μπυζούκι
κι αυτό έγινε η αιτία να ανοίξει λογαριασμούς με την αστυνομία και να λερώσει το ποινικό του μητρώο: ένας
αστυφύλακας του έσπασε το μπουζούκι και αυτός
του όρμησε και τον έσπασε στο
ξύλο, τον έστειλε στο νοσοκομείο ενώ ο ίδιος δικάστηκε
και πλήρωσε άσχημα. Τα προπολεμικά τραγούδια του
εκφράζουν κι αυτά τη ζωή του κοινωνικού περιθωρίου,
όπως φαίνεται και στο πρώτο τραγούδι που έγραψε:
«Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι
| κατάλαβα τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι | αντί σχολειό μου πάγαινα μεσ’ στου
Καραϊσκάκη | έπινα διάφορα πιοτά, να μάθω μπουζουκάκι.»
1937. Αριστερά ο Μιχάλης Γενίτσαρης, κάπου στο Βόλο
Σε λίγα χρόνια παράτησε το λεβητοποιείο κι άρχισε να ανοίγει μαγαζιά (καφέ-ουζερί) με
μπουζούκια, που όμως κλείσανε το
ένα μετά το άλλο, γιατί το χρήμα δεν στέριωνε στα
χέρια του.
Στη συνέχεια δούλεψε σε άλλα κέντρα, όπου σύχναζαν μάγκες και περιθωριακοί. Μετά τον αστυφύλακα, τα βάζει με έναν
ενωμοτάρχη και τραυματίζει έναν ανθυπολοχαγό
(και οι δύο ήταν ερωτικοί του
αντίζηλοι). Με αυτόν τον τρόπο, γνωρίζει
τη ζωή του φυγόδικου, του υπόδικου, του φυλακισμένου, και τελικά του ποινικού εξόριστου, στα χρόνια του Μεταξά,
με το χαρακτηρισμό «δημόσιος κίνδυνος».
Με πιάσαν επί Μεταξά χωρίς καμιά αιτία,
με βάλαν και υπόγραψα, με στείλαν εξορία.
Σ’ ένα ξερόνησο, στη Νιο, που ‘χε εκκλησιές και μύλοι
και υποδοχή μου κάνανε ένα κοπάδι ψύλλοι.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης εκφράζει
σε πολλά από τα τραγούδια του το μίσος που επικρατούσε για τους μαυραγορίτες.
Όσοι πουλάνε ακριβά, οι παλιομασκαράδες | Θα τους κρεμάσουνε και αυτούς όπως
τους δυο λαδάδες | Που τους κρεμάσαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα | κι όσοι περνάγαν από εκεί τους έφτυναν
το πτώμα | Προσέχτε οι υπόλοιποι μην το παίρνετε στα αστεία
| γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία.
1937: Μία παρέα γλεντζέδων, στο ουζερί των τότε συνεταίρων Γενίτσαρη και Παπαϊωάννου, στα Καμίνια (οδός Χίου) Διακρίνονται: Ο Παπαϊωάννου όρθιος μπροστά απ’ το παράθυρο με το δίσκο στα χέρια και την πετσέτα στον ώμο: Με Δελιά, Χατζηχρήστο, Καρυδάκια κ.α! _ο Γενίτσαρης αριστερά
Μετά το «εγώ μάγκας φαινόμουνα», που έγραψε στα 17 του,
βρέθηκε στο πάλκο του θρυλικού «Δάσους» του Α. Βλάχου στο Βοτανικό να
συνεργάζεται με τον Βαμβακάρη, τον Παγιουμτζή, τον Τσιτσάνη, τον Κηρομύτη, τον
Δελιά κά.
«Πολέμησα -θυμόταν ο ίδιος- τους Γερμανούς με τους
σαλταδόρους». Η εμπειρία του αυτή έγινε τραγούδι και μάλιστα εμβληματικό: είναι
ο θρυλικός «Σαλταδόρος»… «Εγώ πάντα βολεύομαι γιατί τηνε σαλτάρω | σε κάνα
αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω | Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους
πάρω».
Μετά την απελευθέρωση, ο Γενίτσαρης συνέχισε την πορεία του στα λαϊκά πάλκα. Έπαιζε σε μαγαζιά μέχρι το ’52 οπότε αποσύρεται και αρχίζει να ασχολείται με το εμπόριο λαχανικών. Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο
ο Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα. Μαζί του ο Παπαϊωάννου, ο
Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης, ώσπου μετά από φασαρία με έναν Εγγλέζο
στάθηκε η αφορμή να του το κλείσει η αστυνομία. Συνέχισε να παίζει μπουζούκι στου
Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές παρέα με τον Παπαϊωάννου, στου "Βλάχου" κ.α.
Στην περίοδο αυτή έγραψε αρκετά τραγούδια που τα τραγούδησαν μεγάλοι
καλλιτέχνες και πέρασε από πολλά μαγαζιά. Το 1952 _σε φάση δύσκολη για το λαϊκό
κίνημα και αηδιασμένος από το κυνηγητό που είχε εξαπολυθεί ενάντια στο
ρεμπέτικο από την άρχουσα τάξη σταμάτησε να παίζει στα πάλκα και έγινε
χονδρέμπορος φρούτων στη λαχαναγορά του Πειραιά.Αρχίζει όμως να δίνει τραγούδια του σε νέους λαϊκούς
τραγουδιστές _μεταξύ αυτών οι Στέλιος Kαζαντζίδης, Γρηγόρης Mπιθικώτσης, Μαρίκα
Νίνου, Πάνος Γαβαλάς, Kαίτη Γκρέυ, Στελλάκης και Bαγγέλης Περπινιάδης, Στράτος
Διονυσίου Βούλα Γκίκα, Χρηστάκης, Ρία Κούρτη, Σπύρος και Ζωή Ζαγοραίου, Α.
Ζακυνθηνάκης, Δημ. Ευσταθίου, Α. Νικολαΐδης, Λεωνάρδος Μπουρνέλης, Παν. Μιχαλόπουλος,
όπως και 30 χρόνια μετά (Xάρις Aλεξίου, Γιώργος Nταλάρας, Ελένη Γεράνη, Mανώλης
Mητσιάς, Γλυκερία, Ρεμπέτικη και Αθηναϊκή Κομπανία κά.)
Από το 1952 έως το 1971 ο Γενίτσαρης,
ουσιαστικά, χάθηκε από το πάλκο.. Ένα διάστημα φυλακίσθηκε, μετά άνοιξε ένα
μπουζουξίδικο στην Αίγινα αλλά έπεσε έξω οικονομικά και μετά έπιασε δουλειά στη
λαχαναγορά. Από την "αφάνεια" τον ανέσυρε ο Ηλίας Πετρόπουλος, που
από το 1971 οργάνωσε στο “Κύτταρο” σειρά εμφανίσεων των βετεράνων του
ρεμπέτικου. Τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα, το Γιάννη Σταμούλη, το
Σκαρπέλη και το Μουφλουζέλη έπαιξαν για αρκετό καιρό στην μπουάτ. Συνέχισε να
βρίσκεται στο πάλκο για λίγο καιρό γιατί το ρεμπέτικο είχε έρθει και πάλι στην
επιφάνεια και όλοι ζητούσαν να ακούσουν τους παλιούς. Η εκμετάλλευση όμως των
αγνών μουσικών από το αστικό κατεστημένο, οι μάχες στα “μαγαζιά” τα promotion κλπ έκαναν
το Γενίτσαρη να ξανακρεμάσει το μπουζούκι του.. ’Ανοιξε κάβα ποτών στην Αγιά
Σοφιά και από κει και πέρα συμμετείχε μόνο σε συναυλίες, ενώ είχε και
δισκογραφική παρουσία.
"Εκτέλεση" του Μ. Γενίτσαρη από φίλους του, όταν υπηρέτησε για λίγο στον στρατό (1940)
Έγραψε περί τα 700 τραγούδια, αλλά από αυτά πολύ λίγα
γραμμοφωνήθηκαν. Τραγούδια του, βέβαια, ερμήνευσαν κατά καιρούς μερικοί από
τους μεγαλύτερους του λαϊκού τραγουδιού: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς,
Γκρέυ, Παγιουμτζής, Διονυσίου, Βιτάλη, Αλεξίου, Νταλάρας, Μητσιάς, Γλυκερία κά.
1941: Ο Γενίτσαρης (μπουζούκι), ο Γιώργος ο κιθαρίστας, πίσω ο ξακουστός νταής Γιώργος Μασαλάς ο Γιώργος Βρετός (εκτελέστηκε από τους Γερμανούς) κι ο Τάσος Βλάχος (αδερφός του γνωστού μαγαζάτορα)
1942: Στη "Σεβιλιάνα", το πάλκο του Κατελάνου πλατεία Μεταξουργείου _στο υπόγειο του "Περοκέ" Γ. Λαυκας και Μ. Γενίτσαρης μπουζούκια, ο Αντρέας ο καλόκαρδος ακορντεόν, ο Χρήστος Λαβιδας κιθάρα Όρθιος με κιθάρα ο Μανώλης Χιώτης
Στη Μεταπολίτευση επανέρχεται με τρία τραγούδια στο δίσκο
«Ρεμπέτικα της κατοχής». Συνεργάστηκε με τους Βαμβακάρη, Μπάτη, Μπαγιαντέρα,
Μίνου, Εσκενάζυ κά. Το τελευταίο του cd κυκλοφόρησε το 2001 με τίτλο «Μιχάλης
Γεννίτσαρης – Ρεμπέτικοι δρόμοι». Το ’92 εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο
«Μάγκας από μεράκι».
1949 - ΄50 Μιχάλης Γενίτσαρης και Στράτος "ο Τεμπέλης" στο "Δάσος" του Βλάχου _ο Μπουρλιάσκος στο πιάνο
Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου με Τσιτσάνη και Γενίτσαρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση. Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση Γ) εκτός θέματος ανάρτησης Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"