30 Αυγούστου 2023

Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο


Ήδη κάναμε μια πρώτη αναφορά σε προηγούμενη σχετική ανάρτηση (Εκδήλωση παρουσίασης της έκδοσης “Ανιχνεύοντας το ρεμπέτικο”, που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 10 Σεπτέμβρη, στις 19.30 στο Λιμανάκι Κερατσινίου) περνάμε σήμερα στο “στίγμα” της έκδοσης, μέσα από τον Πρόλογο της ΣΕ και την εισαγωγή του συγγραφέα

 


Η Έκδοση αφιερώνεται στον Μάκη Μαΐλη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η κυκλοφορία της έκδοσης για το ρεμπέτικο τραγούδι συ­μπίπτει με τη συμπλήρωση της επετείου των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με αφορμή αυτήν την ιστο­ρική επέτειο, είναι χρήσιμο να θυμίσουμε ότι ο λαϊκός μας πολιτισμός οφείλει πολλά στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ιδιαίτερα στη λαϊκή μουσική και στο λαϊκό τραγούδι, στο ρε­μπέτικο, η συμβολή τους είναι ανεκτίμητη.

Η Σύγχρονη Εποχή δεν προχωρά πρώτη φορά στην έκ­δοση ενός βιβλίου για το ρεμπέτικο τραγούδι. Έχει προηγηθεί η έκδοση των μελετών του Νέαρχου Γεωργιάδη, οι οποί­ες έχουν σημαντική συμβολή στην έρευνα πολλών πτυχών της ιστορίας και της δημιουργίας του λαϊκού τραγουδιού των αστικών κέντρων. Πρόκειται για τις εξής εκδόσεις: Ρεμπέτι­κο και πολιτική (1993), Από το Βυζάντιο στον Μάρκο Βαμβακάρη (1996), Ο ακρίτας που έγινε ρεμπέτης (1999), Το φαινόμενο Τσιτσάνης (2001), Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι (2003), Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα. Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω (2006), Κώστας Παπαδόπουλος _Ο Παγκανίνι του μπουζουκιού (2007), Ρένα Στάμου. Μια εγκυκλοπαίδεια του ρεμπέτικου (2009).

Το ρεμπέτικο τραγούδι αποτελεί γνήσια λαϊκή δημιουρ­γία. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από το πόσο βαθιά εί­ναι ριζωμένο στο λαό, στα τμήματα δηλαδή εκείνα του πλη­θυσμού που από την αντικειμενική τους κοινωνικοταξική θέ­ση είναι φορείς της κοινωνικής εξέλιξης, έχουν την ικανότη­τα να υλοποιήσουν αυτήν την ιστορική αποστολή στη δοσμέ­νη ιστορική περίοδο. Εμπεριέχει τη μακρόχρονη εμπειρία των λαϊκών μαζών, το χαρακτηρίζει το βάθος της καλλιτε­χνικής έκφρασης της πραγματικότητας. Είναι συνυφασμένο με την πορεία και την εξέλιξη που διαγράφει η ζωή των εργα­τριών και των εργατών, όλων των ανθρώπων του μόχθου στα αστικά κέντρα, στις πόλεις, από την εμφάνιση των πρώτων ακόμη μικρών τμημάτων του προλεταριάτου στα γεωγραφι­κά σημεία όπου ζουν Έλληνες ή ελληνόφωνοι πληθυσμοί στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δίνοντας ταυτόχρονα συνέχεια με το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλι­σμό και στην ανάπτυξή του στην Ελλάδα.

Η έρευνα και η μελέτη του συγκεκριμένου είδους τρα­γουδιού, όπως και κάθε μορφής καλλιτεχνικής δημιουργίας ως μορφής κοινωνικής συνείδησης, απαιτεί τον προσδιορι­σμό των ιστορικών, κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών με τις οποίες αντικειμενικά εμφανίζεται κι εξελίσσεται, ανα­πτύσσεται ως κοινωνικό φαινόμενο, και της εξέλιξής τους. Απαιτεί έρευνα και μελέτη των όρων που μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες δημιουργούν η εργατική τάξη, οι λαοί, που γρά­φουν την πραγματική ιστορία των κοινωνιών μέσω του μο­χλού που κινεί την Ιστορία, και ο οποίος είναι η ταξική πάλη.

Η συγκεκριμένη έκδοση επιχειρεί να συνδέσει την έρευνα για το ρεμπέτικο τραγούδι με την ιστορική, κοινωνική, οικονο­μική εξέλιξη, προκειμένου να φωτίσει όσο γίνεται αντικειμενι­κά βασικές πλευρές του συγκεκριμένου κοινωνικού φαινομέ­νου, οι οποίες επίσης αποτελούν πεδίο διαπάλης, όπως: Ποια κοινωνικά τμήματα του πληθυσμού το δημιούργησαν και το ανέπτυξαν, ποιες κοινωνικές τάξεις και στρώματα εκφράζει ως λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία, γιατί είναι πραγματική λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία, ποια είναι η εξέλιξή της κ.ά.

Άλλωστε το ρεμπέτικο τραγούδι συντροφεύει τους λαϊ­κούς ανθρώπους σε όλες τις πτυχές της ζωής τους, τις οποί­ες αναδεικνύει ως γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Γι’ αυτό και άντεξε στο χρόνο ως τις μέρες μας.

Τέλος, είναι καίριο το ζήτημα της πολιτικής προσέγγισης που αφορά όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, πολύ περισσότερο στον τομέα της τέχνης, που ως μορφή κοινωνικής συνείδη­σης γίνεται αντικείμενο ιδεολογικής διαπάλης. Το ενδιαφέ­ρον για όλες τις πτυχές της ζωής της εργατικής τάξης, του λα­ού, από τη σκοπιά των πραγματικών συμφερόντων τους, εί­ναι άρρηκτα δεμένο με τον αγώνα για την ένταξή τους στην ταξική πάλη ενάντια στο κεφάλαιο και στην εξουσία του, για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η τέχνη, η καλ­λιτεχνική δημιουργία είναι σημαντικός παράγοντας που μπο­ρεί να συμβάλει στην ανάταση και την ανάπτυξη των ταξι­κών αγώνων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της με πρωτοπορία και καθοδηγητή, οργανωτή το ΚΚΕ. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η ενασχόληση του Κόμματος με τον πολιτι­σμό, την καλλιτεχνική δημιουργία γενικότερα, αποτελεί συ­στατικό μέλος της ιδεολογικής, μορφωτικής δουλειάς του για τη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης στην εργατι­κή τάξη και την οργάνωση της κοινωνικής συμμαχίας με τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα. Εκτιμώντας λοιπόν ότι μπο­ρεί να έχει συμβολή στη δράση του ΚΚΕ η ενασχόληση με το ρεμπέτικο τραγούδι, που είναι τραγούδι των εργατικών-λαϊκών μαζών των αστικών κέντρων, προχωρήσαμε στην έκδο­ση αυτής της μελέτης.

                                                                                                 Σύγχρονη Εποχή

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Για να ερευνηθεί ολοκληρωμένα και ολόπλευρα το ρε­μπέτικο τραγούδι, σε όλες τις πτυχές και τις παραμέτρους που το συνθέτουν ως καλλιτεχνική μουσικοστιχουργική λα­ϊκή δημιουργία, αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο, θα χρει­αζόταν τόμους. Είναι πολυσύνθετο φαινόμενο. Έρχεται από πολύ μακριά από το ιστορικοκοινωνικό παρελθόν. Έχει τερά­στια εξέλιξη -έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα των ταξικών αντιπαραθέσεων, όπως κάθε λαϊκή δημιουργία- και ταυτό­χρονα αποτελεί αντικείμενο διαμάχης ακόμη και στις έρευ­νες και μελέτες για την ιστορική εμφάνισή του και τις ρίζες του· ποιες κοινωνικές ομάδες, τάξεις, στρώματα αντιπροσω­πεύει και εκφράζει, από ποιες ανάλογες ομάδες δημιουργήθηκε και προέρχεται· όπως και για την ετυμολογία των λέξε­ων «ρεμπέτικο» και «ρεμπέτης». Με αφορμή όλα αυτά υπάρ­χει διαπάλη γύρω από το ποιος είναι «λαϊκός δημιουργός» και τι είναι «λαϊκή δημιουργία», γιατί υπάρχουν και πώς κα­θιερώθηκαν διακρίσεις όπως το «έντεχνο τραγούδι», η «έντε­χνη μουσική», οι «έντεχνοι δημιουργοί» και οι «έντεχνοι λα­ϊκοί δημιουργοί», το «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι, σε διάκριση από τους «λαϊκούς δημιουργούς» και το «λαϊκό τραγούδι». Υπάρχει επίσης μια πολύ μεγάλη αντιπαράθεση, η οποία εκ­φράζεται με προσδιοριστικούς όρους του ορίζοντα, σχετι­κά με τη μουσική, όπως «ανατολίτικη μουσική» και «δυτική μουσική» ή, κατ’ άλλους, με γεωγραφικούς όρους και σταθε­ρό γεωγραφικό σημείο την Ελλάδα, όπως «Ανατολή»-«Δύση», όπου «Δύση» εννοούν την Ευρώπη δυτικά της Ελλάδας και τις ΗΠΑ, ενώ «Ανατολή» τη γεωγραφική περιοχή ανατο­λικά του Αιγαίου Πελάγους.

Αυτό όμως που δεν μπορεί ν’ αποσιωπηθεί είναι ότι το ρε­μπέτικο τραγούδι έγινε μαζικότατο φαινόμενο ως μουσική και στιχουργική καλλιτεχνική δημιουργία των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων των αστικών κέντρων. Αυτή είναι η ορολογία που προσδίδει πιο ολοκληρωμένα το είδος, το χαρακτήρα, τη μορφή, το ύφος, τη δημιουργία, αλλά και την αποδοχή αυτού του είδους της λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για να ερευνηθεί, να μελετηθεί ολοκληρωμέ­να, χρειάζονται γνώσεις σε τομείς όπως η Ιστορία, η Κοινωνιολογία, η Γλωσσολογία, η Εθνικομουσικολογία, γνώσεις μουσικής γενικά και λαϊκής μουσικής πιο ειδικά. Και ταυτό­χρονα, γνώσεις γύρω από την επιστήμη της ιστορικοκοινωνικής και κατά συνέπεια της οικονομικής εξέλιξης, της διάρ­θρωσης των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, άρα γνώ­σεις ιστορικού υλισμού, προκειμένου να ερευνηθεί μεθοδολογικά σωστά το ρεμπέτικο τραγούδι και η εξέλιξή του, κα­θώς και να τεκμηριωθεί γιατί είναι λαϊκό τραγούδι και τι εκ­φράζει κοινωνικοταξικά.

Πολλοί νομίζουν ότι η ενασχόληση με τη λαϊκή μουσική είναι εύκολη υπόθεση, γιατί θεωρούν ότι αυτή είναι απλοϊκή μουσική. Αλλά πέφτουν έξω. Μελετώντας τις μελωδίες και τα τραγούδια της, ανακαλύπτεις το αντίθετο.

Η έρευνα και η μελέτη της λαϊκής μουσικής, και κατ’ επέ­κταση του ρεμπέτικου, απαιτεί, θα λέγαμε, με μια υπερβολή, ολόκληρη ζωή και ακόμη πιο πολλή, ανεξάντλητη, συλλογι­κή δουλειά κι ενασχόληση. Μόνο με την ιστορία της στο βά­θος του παρελθόντος χρόνου ν’ ασχοληθεί κάποιος -άλλω­στε προηγήθηκε από τη θεωρητική καταγραφή και ανάπτυ­ξη της μουσικής γενικά- για να βρούμε τις ρίζες, τη συνέ­χεια και την εξέλιξή της, το πέρασμα από τη λαϊκή συλλογι­κή ή ατομική δημιουργία στη μορφή της θεωρητικά επεξερ­γασμένης επιστήμης, αλλά και με τη συμβολή στη μουσική καλλιτεχνική δημιουργία και στην ανάπτυξή της, με δεδομέ­νο ότι είναι πολυεθνοτική μουσική, άρα χρειάζεται η μελέ­τη της ιστορίας του πολιτισμού πολλών λαών -φτάνει για να κατανοηθεί αυτή μας η γνώμη. Δε χρειάζονται μόνο σπου­δές, αλλά και γνώσεις αποκτημένες από την ενασχόληση με τα μουσικά όργανα. Επίσης χρειάζεται πιο ειδική μελέτη εθί­μων και ηθών, τρόπου ζωής γενικότερα. Σε αυτή μας τη μελέ­τη προσπαθούμε ν’ ανιχνεύσουμε ορισμένες μόνο πτυχές του ρεμπέτικου, ελπίζοντας αφενός ότι συμβάλλουμε στη συλ­λογική προσπάθεια, αφετέρου ότι τεκμηριώνουμε σωστά τις πτυχές που καταπιαστήκαμε.

Η πρώτη πτυχή την οποία αναπτύσσουμε σχετίζεται με το γεγονός ότι το ρεμπέτικο τραγούδι είναι τραγούδι των εργα­ζόμενων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων των αστικών κέ­ντρων, και μάλιστα σε διάκριση από το δημοτικό τραγούδι που είναι λαϊκή δημιουργία των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της υπαίθρου, των αγροτικών πληθυσμών. Στη διαπάλη για το ποιες κοινωνικές ομάδες τάξεις και στρώματα εκφράζει, λέμε καθαρά ότι εκφράζει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα των πόλεων, είναι μέρος του δικού τους πολιτισμού.

Στη συνέχεια ανιχνεύουμε τις ιστορικοκοινωνικές και οι­κονομικές συνθήκες στις οποίες εμφανίζεται και αναπτύσ­σεται το ρεμπέτικο τραγούδι, εκεί όπου ζουν και δουλεύουν ο ελληνικός πληθυσμός και οι ελληνόφωνοι στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ρεμπέτικο τραγούδι εξελίσ­σεται ως λαϊκή δημιουργία κατά το πέρασμα από τη φεου­δαρχία στον καπιταλισμό, που χρονικά αποτελεί μια μεγά­λη ιστορική περίοδο, ενώ εξελίσσεται στη συνέχεια και στις συνθήκες του καπιταλισμού.

Η λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία συνδέεται άμεσα με κοινωνικές αλλαγές κι εξελίξεις που επιδρούν στα λαϊκά ήθη κι έθιμα και στην εξέλιξή τους σε εναλλαγές κοινωνικοταξικές και οικονομικές, αλλά και στη διαμόρφωση κι εξέλιξη της κοινωνικής συνείδησης σε λαϊκά στρώματα που επέρ­χονται με αυτές τις εναλλαγές και που εκφράζονται και στο ρεμπέτικο τραγούδι, τις εκφράζει αυτή η λαϊκή δημιουργία. Με αυτό ασχολείται αυτή εδώ η προσπάθεια ανίχνευσης του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ανιχνεύουμε και τις ρίζες του μουσικά και στιχουργικά στο βά­θος της εμφάνισης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και το γεγονός ότι αποτελεί τραγούδι το οποίο διαμορφώνε­ται μέσα από τις ανταλλαγές διαφορετικών λαών και οφεί­λεται στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, τομείς της οικονομίας που αναπτύσσονται από ελληνικούς πληθυ­σμούς στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και βε­βαίως στη συνέχεια από το νεαρό ελληνικό κράτος μετά από την αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821.

Ένας ακόμη βασικός παράγοντας για να προσεγγίσουμε τις ρίζες αλλά και την εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού εί­ναι η λαϊκή παράδοση. Άλλωστε το ρεμπέτικο όπως και το δημοτικό εμφανίζονται με ανώνυμες δημιουργίες αρχικά και, όσο εξειδικεύεται ο καταμερισμός εργασίας με την ιστορικοκοινωνική οικονομική εξέλιξη, εμφανίζονται και οι επώ­νυμοι δημιουργοί.

Στη μελέτη αυτήν αναφερόμαστε στις τοποθετήσεις του ΚΚΕ για το ρεμπέτικο τραγούδι, αν και αντικειμενικά δεν μπό­ρεσε ν’ ασχοληθεί ολοκληρωμένα με το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού ώστε να έχει συλλογικά επεξεργασμένες θέσεις. Ασχολήθηκε όμως με το χασικλίδικο ρεμπέτικο από θέση ενα­ντίωσης σε αυτό, σε συνδυασμό με τη σταθερή πολιτική ενα­ντίωσης σε όλα τα ναρκωτικά. Από το Μεσοπόλεμο, και με δεδομένο το εμπόριο των ναρκωτικών και τη χρησιμοποίη­σή τους από την αστική εξουσία για τη χειραγώγηση της ερ­γατικής τάξης, κυρίως της νεολαίας των λαϊκών στρωμάτων, το Κόμμα μας καταπολέμησε το χασικλίδικο τραγούδι, κατα­πολεμώντας και τη διάδοση των ναρκωτικών. Ένα μέρος των χασικλίδικων τραγουδιών συνέβαλαν στην εξάπλωση του χασίς και άλλων ναρκωτικών ουσιών. Επομένως το κόμμα της εργατικής τάξης άνοιξε μέτωπο αταλάντευτο στο φαινόμενο της τοξικοεξάρτησης και στα τραγούδια του στο πλαίσιο ανά­πτυξης της ταξικής πάλης.

Βεβαίως το Κόμμα μας εναντιώθηκε στο χασικλίδικο τρα­γούδι και όχι συνολικά στο ρεμπέτικο τραγούδι. Απόδειξη αποτελεί η προσπάθεια ανοίγματος δημόσιου διαλόγου από το Ριζοσπάστη το 1947. Οι μετέπειτα αντικειμενικές συνθή­κες δράσης του (27χρονη παρανομία) δεν του έδωσαν τη δυ­νατότητα της συνέχειας αυτού του διαλόγου. Είναι όμως χα­ρακτηριστικό ότι από το 1974 και μετά το ρεμπέτικο τραγούδι δε λείπει από κανένα Φεστιβάλ της ΚΝΕ-Οδηγητή, αρχί­ζοντας από το 1ο το 1975, στο οποίο συμμετείχαν η Σωτηρία Μπέλλου με τον Μαρίνο Γαβριήλ ή Μαρινάκη.

Όμως διάφοροι ερευνητές κατηγορούν το ΚΚΕ ως εχθρό του ρεμπέτικου, είτε κάνοντας αντικομμουνισμό είτε με αντιΚΚΕ συνειδητή αντιπαράθεση. Αυτή η επίθεση υπηρε­τεί την αστική τάξη πολύ συγκεκριμένα, όχι μόνο με τη δια­στρέβλωση της στάσης του ΚΚΕ και το χυδαίο ενίοτε αντικομμουνισμό που θέλει να δημιουργήσει συνειρμούς απο­στροφής των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και της νεολαί­ας απέναντι στο Κόμμα μας, αλλά και με την προαγωγή του τρόπου ζωής των λούμπεν και της χασισοποτίας, της τοξικοεξάρτησης. Η απάντηση σε αυτήν την επίθεση και τη στόχευσή της αποτελεί συστατικό στοιχείο στη διαπάλη που συνε­χίζει να υφίσταται για το ρεμπέτικο τραγούδι και δε θα μπο­ρούσε να λείπει από αυτήν εδώ τη μελέτη.

Στη μελέτη αυτή καταπιαστήκαμε και με τη σχέση του ρεμπέτικου με τα ναρκωτικά. Είναι αντικείμενο διαπάλης, γιατί το γεγονός ότι το ρεμπέτικο ασχολήθηκε με τα ναρ­κωτικά γίνεται παράγοντας ο οποίος για κάποιους ερευνη­τές καθορίζει το ρεμπέτικο από κοινωνική σκοπιά. Δηλαδή ποιες κοινωνικές ομάδες και στρώματα του πληθυσμού εκ­φράζει, μέσα από τα οποία ξεπηδά αυτό το τραγούδι και ορι­σμένοι δημιουργοί του. Σε αυτό το ζήτημα υπάρχουν τοπο­θετήσεις -και μάλιστα αξιόλογων ερευνών- που συμπεραί­νουν ότι το ρεμπέτικο είναι τραγούδι των «υποπρολετάριων». Βεβαίως τέτοια ορολογία δεν υπάρχει. Την δημιούργη­σαν μάλλον επειδή ήθελαν ν’ αποφύγουν το χαρακτηρισμό «λούμπεν», τον οποίο χρησιμοποιούν άλλοι ερευνητές, χα­ρακτηρίζοντας το ρεμπέτικο τραγούδι ως τραγούδι των λού­μπεν, των περιθωριοποιημένων τμημάτων της εργατικής τά­ξης, των κατεστραμμένων μεσαίων στρωμάτων, καθώς και του υποκόσμου. Μάλιστα ορισμένοι προβάλλουν την άποψη ότι ο ρεμπέτης εντάσσει τον εαυτό του συνειδητά σε αυτήν την ομάδα περιθωρίου. Αυτοί οι ερευνητές καταλήγουν, με διαφοροποιήσεις, στην εκτίμηση ότι το ρεμπέτικο είναι τρα­γούδι των λούμπεν, μια εκτίμηση με την οποία διαφωνούμε, γιατί το ρεμπέτικο έγινε μαζικό φαινόμενο και τραγουδήθη­κε -τραγουδιέται ακόμη- από τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις. Άρα δεν είναι τραγούδι των λούμπεν.

Η μελέτη μας καταπιάνεται επίσης με την εμφάνιση ρεμπέ­τικων τραγουδιών με αναφορές στην εργατική τάξη, αλλά και την επίδραση της ταξικής πάλης στο ρεμπέτικο τραγούδι. Αφε­νός γιατί η ταξική πάλη επιδρά στις εργατικές-λαϊκές συνειδή­σεις, άρα και στο λαϊκό πολιτισμό, τη λαϊκή καλλιτεχνική δη­μιουργία. Αφετέρου γιατί το ρεμπέτικο ως λαϊκή δημιουργία καταπιάστηκε και ανέδειξε όλα τα κοινωνικά φαινόμενα που υπάρχουν σε μια ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία και μάλι­στα σε συνθήκες μιας νέας απότομης προλεταριοποίησης με­σαίων στρωμάτων, λόγω της μικρασιατικής προσφυγιάς. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε από τους δημιουργούς του στην πε­ρίοδο της Κατοχής, του εμφύλιου πολέμου, αλλά και μεταπο­λεμικά, με το κράτος της πιο βάρβαρης καταστολής ενάντια στο εργατικό, στο λαϊκό κίνημα και στην οργανωμένη πολιτι­κή πρωτοπορία του, το ΚΚΕ, με εκτελέσεις, δολοφονίες, εξο­ρίες και φυλακές. Όλη αυτήν την περίοδο το ρεμπέτικο έδωσε αριστουργήματα σε τέτοιο βαθμό και μαζικότητα, που η Λο­γοκρισία τα έβγαζε παράνομα. Οι λαϊκοί δημιουργοί έγραψαν τραγούδια και για την Αντίσταση και για την πάλη του ΔΣΕ. Αλλά και στη συνέχεια, όταν η αστική τάξη έβγαλε το ΚΚΕ στην παρανομία, οι λαϊκοί δημιουργοί του ρεμπέτικου συνέχι­σαν να γράφουν τραγούδια για τις συνθήκες που δημιουργού­σε το μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς.

Επίσης καταπιαστήκαμε με την εξέλιξη του ρεμπέτικου, του λαϊκού τραγουδιού, μετά από τη δεκαετία του ’50, ως τις μέρες μας.

Στην εργασία αυτή γίνεται προσπάθεια να δοθεί -όσο εί­ναι δυνατό- μια πιο ολοκληρωμένη καταγραφή της έρευνας που έχει γίνει γύρω από τον όρο «ρεμπέτικο». Δίνεται μια καταγραφή της συζήτησης σχεδόν όλων των απόψεων γύρω από την ετυμολογία της λέξης «ρεμπέτικο», γιατί ως συζήτη­ση έχει πλέον ιστορική σημασία και η καταγραφή της φωτί­ζει πλευρές ιστορικοκοινωνικές, που έχουν σχέση με το συ­γκεκριμένο είδος λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Άρα δί­νουν συγκεκριμένες γνώσεις στον αναγνώστη, ανεξάρτητα από το αν και ποια από αυτές τις προσεγγίσεις θα υιοθετή­σει ή θα αποδεχτεί κάποιος ή όχι. Επίσης η προσέγγιση κά­θε ερευνητή στον όρο «ρεμπέτικο» συνδέεται με την άποψή του για το ποιες κοινωνικές δυνάμεις το δημιούργησαν και ποιες εκφράζει.

Από τη συγκεκριμένη μελέτη δε θα μπορούσε να λείπει η διερεύνηση του θέματος «το ρεμπέτικο για τη γυναίκα». Εί­ναι ένα μεγάλο και δύσκολο κοινωνικό ζήτημα, με το οποίο επίσης ασχολήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι και αυτό έχει σχέ­ση με τη γυναίκα και πώς αναδεικνύουν οι λαϊκοί μουσικο-στιχουργικοί δημιουργοί το ζήτημα των διαπροσωπικών, των φυλετικών σχέσεων ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες, του έρωτα, της αγάπης, της οικογένειας, αλλά και πώς βλέπουν τη θέση της γυναίκας από τις εργατικές, τις λαϊκές οικογέ­νειες στην κοινωνία. Θεωρούμε, αξιοποιώντας και μελέτες άλλων ερευνητών, μελετητών, ότι το συγκεκριμένο ζήτημα απαιτεί ενδελεχή έρευνα και αποτελεί ξεχωριστό και μεγάλο πεδίο. Υπάρχει επίσης μια πλευρά που θα θίξουμε και που έχει σχέση με τις επικρατούσες αντιλήψεις σχετικά με τη γυ­ναίκα στην Ελλάδα, όπως επίσης και αντιλήψεις για τη γυναί­κα στη Μικρά Ασία την περίοδο πριν τη Μικρασιατική Κα­ταστροφή, αλλά και διεθνώς, κυρίως στην Ευρώπη από την εποχή του Μεσαίωνα και το πώς αντιμετωπίστηκαν οι γυναί­κες πρόσφυγες όταν ήρθαν στην Ελλάδα το 1922. Σημαντική είναι η συμβολή της συντρόφισσας Μαρίας Λαμπρινού στη συγγραφή αυτού του θέματος.

Επιπλέον, αξιοποιήθηκαν μελέτες άλλων ερευνητών με αναφορές, προβληματισμούς, ιδέες των ερευνών τους, που «δένουν» με την προσπάθεια ανίχνευσης συγκεκριμένων πτυχών σε αυτήν εδώ την εργασία -πιστεύω δημιουργικά- ακόμη και στα σημεία στα οποία γίνεται καλόπιστη κριτική από τη σκοπιά μας. Η συμβολή αυτών των ερευνών ενισχύ­ει την όσο γίνεται συλλογική πληρότητα στο θέμα. Άλλωστε υπάρχουν πολλές εκδόσεις από μελετητές του ρεμπέτικου, οι οποίες στηρίζονται σε άλλες έρευνες και μελέτες με εκτε­νείς αναφορές σε αυτές. Με μια έννοια θεωρώ ότι έχουν και άλλοι συμβολή σε αυτήν εδώ την εργασία για το ρεμπέτικο. Οι έρευνες και οι μελέτες, ακόμη και αν είναι ατομικές εργα­σίες, έχουν ιστορικό-κοινωνικό υπόβαθρο, εδράζονται πάνω σε εργασίες και άλλων ερευνητών, τουλάχιστον δύο αιώνων πριν. Δε γίνονται εκ του μηδενός.

Πολύτιμη και δημιουργική είναι η συμβολή της συντρό­φισσας Αλέκας Παπαρήγα, οι σκέψεις και οι προτάσεις της οποίας συνέβαλαν τα μέγιστα στην τελική μορφή και διάρ­θρωση αυτής της μελέτης, όπως επίσης και η συμβολή της συντρόφισσας Ελένης Μπέλλου.

Πρακτική συμβολή στη διαμόρφωση ορισμένων χειρό­γραφων σε ηλεκτρονική μορφή είχαν οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι: Αμαλία Γακοπούλου, Βανέσσα Καραγεώργη, Νάντια Κυριαζίδου, Παναγιώτης Ντεγιάννης και Ορέστης Μπορμπότης.

Μια προτροπή που εκπληρώθηκε

Η προτροπή για να γραφτεί αυτό το βιβλίο ήταν του αξέ­χαστου συντρόφου μας Μάκη Μαΐλη. Η πρόταση έγινε το 1995, την περίοδο που δίναμε τη μάχη για την πρώτη φάση της διάσωσης του Ιστορικού Αρχείου του ΚΚΕ από την πλημμύρα, προτείνοντάς μας, μαζί με την Καίτη Φειδάκη, να καταπιαστούμε με την έρευνα του συγκεκριμένου θέμα­τος, η οποία να καταλήξει να γίνει βιβλίο. Η Καίτη Φειδάκη, βαθιά ευαίσθητος άνθρωπος, με απέραντη φροντίδα για τους συντρόφους της, με την ανεπανάληπτη φωνή, το ιδι­αίτερο, ξεχωριστό, μοναδικό της ηχόχρωμα, τραγουδούσε μ’ ένα μοναδικό, ξεχωριστό, δικό της τρόπο ρεμπέτικα τρα­γούδια, «πατώντας» πάνω στις πρώτες εκτελέσεις. Και τρα­γουδούσε το ίδιο αλάθητα πατώντας πάνω στη μελωδία και με ορχήστρα και χωρίς ορχήστρα. Είχε ασχοληθεί επίσης με την ιστορία του ρεμπέτικου, τους δημιουργούς του και το σινάφι τους, με αναζητήσεις σε διάφορες πηγές. Είχε άλλωστε μικρασιατική ρίζα.

Δε μας ξάφνιασε το γεγονός ότι ο Μάκης Μαΐλης είχε την ιδέα να γραφτεί βιβλίο για το ρεμπέτικο, και μάλιστα να το αναλάβουν δύο στελέχη του ΚΚΕ. Ο Μάκης Μαΐλης ήταν ένας σπουδαίος σύντροφος, παράδειγμα για εμάς, για εμέ­να προσωπικά. Ήταν πολύπλευρο και πολυτάλαντο στέλεχος του ΚΚΕ, με ευρυμάθεια, ολόπλευρη γνώση, πάντα δημιουρ­γική και κοφτερή σκέψη, με ικανότητα να σου μεταλαμπα­δεύει απεριόριστα τις γνώσεις του, να συζητά νηφάλια μαζί σου, έχοντας στόχο να διαπαιδαγωγεί και να συμβάλλει στη θεωρητική και ιδεολογικοπολιτική άνοδο των στελεχών, των κομματικών μελών, των συνομιλητών του, και να μας γεμί­ζει με θεωρητική πληρότητα, αλλά και με την πείρα της πρα­κτικής δράσης που ο ίδιος είχε κατακτήσει προσωπικά, αλλά και συλλογικά, στο ΚΚΕ. Αυτή του η αβίαστη διάθεση στη­ριζόταν τόσο στην πολύπλευρη πείρα του όσο και στη βαθιά γνώση της διαλεκτικής, συνολικά της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας και της ιδεολογίας μας. Για το σύντροφο Μάκη Μαΐλη επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω κάποια μικρά-αλ­λά χαρακτηριστικά- αποσπάσματα από την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στην κομματική εκδήλωση για τον ένα χρό­νο από το θάνατό του, που δείχνουν την ανάπτυξη των πολύ­πλευρων ικανοτήτων του μέσα από την πολύπλευρη ενασχό­λησή του σε τομείς δουλειάς, αλλά και ενδιαφερόντων, δεί­χνοντας ταυτόχρονα πώς σκεφτόταν και γιατί μας πρότεινε να κάνουμε έρευνα και να γράψουμε για το ρεμπέτικο. Ανα­φέρει χαρακτηριστικά:

«Ο Μάκης (...) ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες χρεώσεις του, δεν παρέλειπε να παίρνει άμεσα μέρος στις κινητοποιήσεις, στην ταξική πάλη. Η συνένωση της διανοητικής και πρακτικής δου­λειάς στο πρόσωπό του συνοδευόταν και από τη σταθερή ατο­μική αυτομόρφωση έως τη μελέτη λογοτεχνικών και ποιητικών έργων. Έτσι απέκτησε τη δυνατότητα η στοχοπροσήλωσή του στα γενικά και ειδικά κομματικά καθήκοντα να είναι σταθερή, να βαθαίνει, να είναι απαλλαγμένη από τις αρνητικές συνέπειες της μονομέρειας (...). Πίσω από το αυστηρό καμιά φορά βλέμ­μα του, αλλά και το πλατύ χαμόγελο και το χιούμορ που διέθετε, κρύβονταν πολλές ευαισθησίες και μεγάλος κύκλος ενδιαφερό­ντων (...) ήταν διακριτή η θέλησή του να μαθαίνει, ώστε να μπο­ρεί και να επικεντρώνει και να γενικεύει.»

Για το σύντροφο Μάκη Μαΐλη κάθε λαϊκή δημιουργία τού ήταν γνωστή και οικεία, όπως το ρεμπέτικο τραγούδι, το δη­μοτικό, αλλά και πολλά είδη μουσικής και τραγουδιού, όπως η επτανησιακή μουσική, οι λαϊκές καντάδες της παλιάς Αθή­νας κ.ά. Και θεωρούσε την ενασχόληση με αυτά, όπως και γε­νικότερα με την τέχνη, ζήτημα σημαντικό για την κομματι­κή δράση, αφού συμβάλλει τόσο στην πολύπλευρη μόρφω­ση των κομμουνιστών όσο και στην ικανότητά μας να συμ­βάλλουμε στο ανέβασμα της μόρφωσης και της συνείδησης της εργατικής τάξης. Ήταν άνθρωπος γεμάτος φροντίδα για όλους τους συντρόφους όπως και για τους ανθρώπους του μόχθου. Χαιρόσουν να συνεργάζεσαι μαζί του, να κάνεις πα­ρέα μαζί του, είτε συζητώντας είτε γλεντώντας, πολύ περισ­σότερο αν ήσουν τυχερός να τον έχεις καθοδηγητή ή συνερ­γάτη σε τομείς της κομματικής δουλειάς, και πάντα είχε τον τρόπο του να σου μεταδίδει γνώσεις και χωρίς ακόμη να το προσπαθείς, να σε κάνει να ρουφάς σα σφουγγάρι αυτό που σου μετέδιδε. Επιπλέον, ο Μάκης Μαΐλης αγαπούσε το ρε­μπέτικο ως λαϊκή δημιουργία.

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε δειλά-δειλά να γίνεται πράξη η προ­τροπή του συντρόφου Μάκη σ’ ένα δύσκολο εγχείρημα, χω­ρίς όμως χειροπιαστό αποτέλεσμα τότε. Η Καίτη το θεωρού­σε εγχείρημα με βουνό δυσκολίες για την ίδια -όπως έλεγε- και είχε δίκιο. Δεν είναι απλό πράγμα ν’ ασχοληθείς με το λα­ϊκό τραγούδι, όπως νομίζουν κάποιοι, αν πράγματι θέλεις να μελετήσεις πολύπλευρα αυτό το κοινωνικό φαινόμενο. Ήταν δύσκολο βεβαίως και για μένα. Άρχισα μια πρωτόλεια δου­λειά που έδωσε τα πρώτα μικρά κείμενα, αλλά δεν προχώ­ρησε τότε παραπέρα. Ξανάρχισα ουσιαστικά να ξαναγράφω την περίοδο εορτασμού των 100 χρόνων του ΚΚΕ, με αφορ­μή κομματικές εκδηλώσεις για το ρεμπέτικο τραγούδι, ξαναδουλεύοντας παλιότερες κρίσεις, σχολιασμούς και προσεγγί­σεις, απορρίπτοντας πολλές από αυτές που είχα γράψει από το 1995 και μετά.

Ο Μάκης Μαΐλης δεν είναι πια μαζί μας για να δει την προτροπή του πραγματοποιημένη. Ούτε η Καίτη Φειδάκη εί­ναι πια μαζί μας για να συμβάλει με τις γνώσεις της, τις πα­ρατηρήσεις της, και αυτό είναι έλλειψη για μένα. Είναι όμως και οι δύο μαζί μας για ό,τι έκαναν πριν «φύγουν», επιμένοντας να πραγματοποιηθεί αυτό το καθόλου εύκολο εγχείρη­μα, αλλά και για τη συμβολή τους στο ξεκίνημα το 1995, που τελικά ευοδώθηκε έστω και μετά από 27 χρόνια. Άλλωστε η συνολική τους δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ ως άξια στελέχη του πάντα θα μας συντροφεύει.

 

«Η συμβολή ενός κομμουνιστή, ενός στελέχους του ΚΚΕ. δεν τελειώνει με το θάνατο» _Ριζοσπάστης, 5-6.2.2022.

                                                                        Στέφανος Λουκάς



[1] «Η συμβολή ενός κομμουνιστή, ενός στελέχους του ΚΚΕ. δεν τελειώνει με το θάνατο», Ριζοσπάστης, 5-6.2.2022.

29 Αυγούστου 2023

O Νίκος Περάκης και ο θεατής -εισιτήριο _dietro le quinte

Η είδηση: Αφιέρωμα & τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος στον Νίκο Περάκη από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Μία από τις πιο ξεχωριστές και τολμηρές φωνές του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, θα τιμηθεί από το 64ο Φεστιβάλ (2-12 Νοεμβρίου), με τον Χρυσό Αλέξανδρο “για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο, ενώ θα προβληθεί αφιέρωμα με πέντε ταινίες που αναδεικνύουν το σπουδαίο του έργο”.
Μέσα από το συγκεκριμένο αφιέρωμα, σύμφωνα με ανακοίνωση του Φεστιβάλ, «αναδεικνύεται ο πολυσχιδής Νίκος Περάκης, η χαρισματική και ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά του, αλλά και η συμβολή του ως production designer σε εμβληματικές ταινίες του ελληνικού και παγκόσμιου κινηματογράφου. Παράλληλα, φέρνει στο προσκήνιο τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα από το προσωπικό του σύμπαν, όπως η υπόγεια ειρωνεία, οι κωμικοτραγικές καταστάσεις και οι αποπροσανατολισμένοι ήρωες που βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα πνιγηρό περιβάλλον».
_                                  
Η συνέχεια με τα μπλα-μπλα στο τέλος…

Περί Νίκου Περάκη ο λόγος …

Υπήρξε ο σκηνοθέτης δημοφιλών κινηματογραφικών ταινιών όπως η Λούφα και Παραλλαγή το 1984 (κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης _ καθώς επίσης συμμετείχε στο 35ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου), BIOS + πολιτεία το 1987, Προστάτης Οικογενείας (1997) "Άρπα κόλλα"  κά.

Οι Σειρήνες του Αιγαίου


Ο Νίκος Περάκης, γνωρίζει τα μυστικά του κινηματογράφου. Ξέρει να κατασκευάζει μια ταινία. Να δημιουργεί εικόνες. Να διδάσκει ηθοποιούς. Όμως, και αυτός (τι κρίμα!) δεν παίρνει τον κινηματογράφο, και τη ζωή, κυρίως! στα σοβαρά! Διαμορφώνοντας και κάποιες συνειδήσεις λάστιχο ανίκανες να δουν dietro le quinte! Όχι…;

Η ταινία του, «Λούφα και Παραλλαγή - Σειρήνες στο Αιγαίο», θα μπορούσε να είναι μια σοβαρή καταδίκη επιπόλαιων και επιβλαβών, για τη χώρα μας, πολιτικών. Μια ταινία ορόσημο της κριτικής και της σάτιρας. Το θέμα των Ιμίων, που, με πολύ «πλάγιο» τρόπο, για να μην εκθέσει και για να μην εκτεθεί προφανώς, εξετάζει, προσφερόταν για μια καταλυτική σάτιρα! Μια σάτιρα, η οποία θα ξεσκέπαζε και θα προβλημάτιζε! Και, γιατί όχι, θα στιγμάτιζε! Θα στιγμάτιζε δίκαια!

Όμως, προτίμησε την πεπατημένη! Τη μέθοδο που δεν κάνει κανένα μάγουλο να κοκκινίσει! Κανέναν υπεύθυνο να κρύβεται από την ντροπή. Λίγο χιούμορ, λίγο μπούτι, λίγο κωλαράκι, λίγο έρωτα της δεκάρας, λίγη χυδαιότητα (απρεπής εκφορά λόγου σύμφωνα με τα σύγχρονα €€ πρότυπα _sic!!) λίγο “πολιτική” _χαϊδεύοντας αυτιά και τελειώσαμε! Είδαμε τότε την ταινία, φιλήσαμε και τη γυναίκα μας -το κορίτσι του ένας φίλος παραδίπλα, κλείσαμε και το μάτι σε μια αξιοπρεπή καθ΄όλα λεσβία της παρέας, «πιάσαμε» και 2-3 κουτιά μπίρα και όλα έμειναν όπως ήτανε, πριν γυριστεί η ταινία. Καμία μασχάλη δεν ίδρωσε!

Και, ωστόσο, ο Νίκος Περάκης, και νου έχει, και παρατηρητικότητα! Ξέρει, και πολύ καλά μάλιστα, τι έγινε και τι γίνεται στο Αιγαίο! Τι παιχνίδια παίζονταν και παίζονται και ποιος, και γιατί, παίζει αυτά τα παιχνίδια! Δείγματα αυτής της γνώσης υπάρχουν και στην ταινία. Όμως, σε πολύ “low profile”. Τόσο «λόου» που γίνονται αόρατα.

Πάντα είχαμε τη γνώμη (και εξακολουθούμε _ειδικά μετά την πρόταση βράβευσης), πως αν ο Νίκος Περάκης αποφασίσει να κάνει και μερικούς εχθρούς, αυτούς, τελικά, που δείχνει να μην εκτιμά, θα γίνει αξιότερος σκηνοθέτης! Αν αποφασίσει να πει ολόκληρη την αλήθεια, θα γίνει αιχμηρότερος και αποτελεσματικότερος καλλιτέχνης. Ούτε η γνώση, ούτε το ταλέντο του λείπει. Αλλά με τα εάν δε γράφεται η ιστορία

Κλείνοντας με τις “Σειρήνες”, δε μπορούμε να μην αναφερθούμε στο αξιόλογο καστ (Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Γιώργος Σεϊταρίδης, Βίκη Καγιά, , Γιάννης Τσιμιτσέλης, Ρένος Χαραλαμπίδης, Ιωάννης Παπαζήσης, κά).

Ψυχραιμία _2007

(παράδειγμα 2ο)
Είμαστε (σχεδόν) σίγουροι πως ο Νίκος Περάκης επιθυμεί να κριθεί σαν δόκιμος κινηματογραφιστής και όχι σαν πλανόδιος! Και αρνούμαστε να τον κρίνουμε σαν επαρχιώτη _γνωρίζοντας (αναφερθήκαμε και παραπάνω στις τυπικές, αλλά και τις ουσιαστικές κινηματογραφικές γνώσεις του). Αρνούμαστε, επίσης, να τον κρίνουμε με κριτήριο το θεατή -εισιτήριο. Για τον οποίο θεατή - εισιτήριο έχει πολύς κόσμος εργαστεί, ανάμεσά τους και ο ίδιος, για να τον διαμορφώσουν σε έναν απλό αγοραστή. Σε έναν άκριτο χειροκροτητή! Σε έναν απελπισμένο καταναλωτή! _Τα παραπάνω από το Ριζοσπάστη (2007)

Με το χέρι στην καρδιά, ποιος μπορεί να δεχτεί (εδώ καλείται και ο ίδιος ο Νίκος Περάκης να απαντήσει) ότι η «Ψυχραιμία» του έσπρωξε ένα μικρό, ελάχιστο έστω βήμα, τον ελληνικό κινηματογράφο μπροστά; Πεποίθησή μας πως μάλλον προς τα πίσω τον τράβηξε, όπως προς τα πίσω τράβηξε και το δημιουργό της. Πολιτικο-κοινωνική σάτιρα είναι η δική του ταινία και πολιτικο-κοινωνική σάτιρα και η ταινία O άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν του Jiří Menzel (σσ. κατά σύμπτωση αν και με διαφορά 57 χρόνια, παιζόταν παράλληλα στους κινηματογράφους) Γυμνό έχει η μία, γυμνό και η άλλη. Του Περάκη η ταινία σε ξεκουφαίνει. Του Μένζελ σε ανακουφίζει! Το γυμνό του Περάκη αγγίζει (και ξεπερνάει) τα όρια του πορνό, το γυμνό του Μένζελ αγγίζει τα όρια της ποίησης!

Κάνουμε τη σύγκριση γιατί, ειλικρινά, δε θεωρώ τον Περάκη υποδεέστερης γνώσης του σινεμά! Θεωρούμε ότι και αυτός γνωρίζει κινηματογράφο και αυτός διαθέτει καλό γούστο! (αν και αυτό είναι σχετικό και έχει να κάνει με την ιδεολογική συγκρότηση) Εκεί που διαφέρουν οι δυο δημιουργοί είναι στους προσανατολισμούς. Ο Περάκης φαίνεται να στοχεύει κατευθείαν στο εισιτήριο, και μάλιστα με τελείως εμπορευματοποιημένο τρόπο, ενώ ο Μένζελ επιθυμεί μια δικαιότερη συναλλαγή. Προσφέρει ποιότητα και απαιτεί - και αυτός - την αμοιβή του (εισιτήριο).

Τέλος πάντων, θα κλείσουμε με μια πολύ χρήσιμη «ρήση» που εκνευρίζει πολλούς δημιουργούς που έχουν ενσωματωθεί στο αστικό σύστημα! Και με την ευκαιρία να θυμίσουμε στον Περάκη πως δεν είναι ίδια όλα τα κόμματα, όπως άδικα και ισοπεδωτικά διατείνεται στην ταινία του. (Για ποιο λόγο άραγε; Για άλλοθι;). Ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας αγωνίζεται να δημιουργήσει μια κοινωνία, η οποία θα ελευθερώσει τους ανθρώπους (και τους δημιουργούς) από τα δεσμά τους και τις «υποχρεώσεις» τους. Σε αυτή την κοινωνία ο Νίκος Περάκης, ο κάθε δημιουργός, ο καθένας μας, θα μπορεί να δείξει την αξία του. Την πραγματική του αξία! Αφού θα εργάζεται μέσα σε πραγματική ελευθερία. Μακριά από «εισιτήρια» και «γραφεία διανομής», τα οποία έχουν καθαρά εμπορευματική σχέση με την τέχνη! Στη δική μας κοινωνία, σήμερα, η άρνηση του δημιουργού να συναινέσει μπορεί να τον υποχρεώσει, να τον καταδικάσει σε σιωπή! Και αυτό θέλει μεγάλα κότσια να το δεχτεί! Να μην περάσει στο υπηρετικό προσωπικό τους. Το δικαίωμα στη δημιουργία, στην πραγματική δημιουργία, δεν αναγνωρίζεται. Αντίθετα αναγνωρίζεται το αστειάκι, ο χαβαλές, οι πισινοί των κοριτσιών και τα βρισίδια!

«Ψυχραιμία», λοιπόν, μέχρι να 'ρθουν καλύτερες μέρες. Μέχρι να γνωρίσουμε πραγματικά τους δημιουργούς. Μέχρι να γνωρίσουμε την πραγματική τους αξία. Μέχρι τότε, αν θέλουμε να δούμε παρόμοια θεάματα με αυτό της «Ψυχραιμίας», ανοίγουμε την τηλεόραση. Μας έρχεται και φθηνότερα!

Κλείνοντας και με την “Ψυχραιμία” δε μπορούμε να μην αναφερθούμε στο αξιόλογο καστ (Γιώργος Κιμούλης, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Γιάννης Τσιμιτσέλης, Βάσω Καβαλιεράτου, Ευτυχία Γιακουμή, Γιώργος Χρωνάκης κά).

“Η Λίζα και όλοι οι άλλοι”

(παράδειγμα 3ο)
Αντιμετωπίζοντας τους άντρες μέσα από μια διαρκή και ανεξέλεγκτη ανασφάλεια η Λίζα (
2003) προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τη συμπεριφορά του άλλου φύλου και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, θέλοντας να παίξει το ρόλο της ιδανικής γυναίκας. Γι' αυτό επενδύει συνέχεια στην εμφάνισή της και προσπαθεί να αναλύει τα πάντα γύρω από τη συμπεριφορά των αντρών ελπίζοντας να καταφέρει τελικά να βρει κάποιον να ερωτευτεί. Και κυρίως να την ερωτευτεί κι εκείνος.

Νέα, όμορφη, με λεφτά, μαδάει τη μαργαρίτα για να μάθει αν και πότε θα αγαπηθεί. Και αν δε μ' αγαπάει τι να κάνω τότε, μήπως λίγο περισσότερο γυμναστική για να φτιάξω το τέλειο βυζί, ή ν' αλλάξω γκαρνταρόμπα; Το βρήκα, θα τρέξω στη χαρτορίχτρα της γειτονιάς να μου πει το γραφτό μου...

Κάπως έτσι αντιμετωπίζει ο Νίκος Περάκης το πρόβλημα των σχέσεων στη σύγχρονη εποχή. Φτιάχνει δυο ηρωίδες βγαλμένες από κάποιο περιοδικό μόδας και τις πλασάρει σαν προβληματισμένες γυναίκες που ψάχνουν τον έρωτα (ακόμη και αγοραίο). Σε καμιά περίπτωση δεν μπαίνει στον κόπο να δει λίγο πιο βαθιά, να πει τη γνώμη του και να κριτικάρει καταστάσεις και φαινόμενα.

«Η Λίζα και όλοι οι άλλοι» δεν ξεφεύγει από το γνωστό ύφος του. Με κινηματογραφική άποψη που θα μπορούσε να είναι και κακό τηλεοπτικό σίριαλ και με λίγες σκηνές γέλιου τραβηγμένο από τα μαλλιά, η Λίζα... γίνεται ένα συνηθισμένο φιλμ χωρίς κανένα λόγο να το δείτε.

Κωμωδία ελληνικής παραγωγής 2002. Σκηνοθεσία: Νίκος Περάκης. Με τους: Κατερίνα Μουτσάτσου, Ντορέττα Παπαδημητρίου, Αλέξανδρο Παρθένη, Γιώργο Καραμίχο.

Λούφα και παραλλαγή

Μια αξιόλογη ελληνική κωμική _με πολιτικές προεκτάσεις ταινία παραγωγής 1984, που εξιστορεί τις περιπέτειες μιας ομάδας στρατιωτών, που - πριν και κατά τη διάρκεια της απριλιανής στρατιωτικής χούντας, έχουν αποσπαστεί στην τότε νεοσύστατη τηλεόραση της ΥΕΝΕΔ. Αυτός ο τηλεοπτικός σταθμός λειτουργούσε υπό την Κινηματογραφική Μονάδα του Στρατού, η οποία μέχρι τότε έκανε μόνο την παραγωγή προπαγανδιστικών ταινιών και ταινιών επικαίρων και ήταν υπεύθυνη για την ψυχαγωγία των στρατευμάτων και «φιλανθρωπικών οργανισμών». Το προσωπικό αποτελούσαν κυρίως φαντάροι, που είχαν ήδη εμπειρία στο χώρο του κινηματογράφου από την πολιτική τους ζωή, αλλά και άλλοι που εκπαιδεύονταν στο στρατό...

Η ταινία αυτή έχει αφήσει το σημάδι της στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, έχοντας κερδίσει και 4 Βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1984 _με τους πιτσιρικάδες τότε Νίκο Καλογερόπουλο, Γιώργο Κιμούλη, Τάκη Σπυριδάκη, Φώτη Πολυχρονόπουλο “Καραμάνοφ_ Καραμαζόφ”, Τάνια Καψάλη, Χρήστο Βαλαβανίδη (ταγματάρχης Κανιάρας, προϊστάμενος του Α2), Γιάννη Χατζηγιάννη Αντώνη Θεοδωρακόπουλο και  Σταύρο Ξενίδη, Ανδρέα Φιλιππίδη, Πάρι Τσέλιο κά.

Επίσημος ιστότοπος

·       Νίκος Καλογερόπουλος _Γιάννης Παπαδόπουλος

·       Κώστας Παπαχρήστος _Στρατηγός

·       Γιώργος Κιμούλης _Αχιλλέας Λάμπρου

·       Γιάννης Χατζηγιάννης _Πέτρος Σαββίδης

·       Τάκης Σπυριδάκης_Παναγιώτης Μπαλούρδος

·       Πάρις Τσέλιος_Μαρλαφέκας

·       Φώτης Πολυχρονόπουλος_Μιχάλης (Καραμαζόφ) Καραμάνος

·       Σταύρος Μαυρίδης_Αποστόλης

·       Παύλος Χαϊκάλης_μάγειρας

·       Στέλιος Μάινας_ΚΨΜιτζής

·       Νίκος Αλεξίου_εκφωνητής

·       Γεράσιμος Σκιαδαρέσης_ηχολήπτης

·       Σταύρος Ξενίδης_ (καλοκάγαθος) συνταγματάρχης Α. Κοντέλλης

·       Χρήστος Βαλαβανίδης_ταγματάρχης Δ. Καραβίδης (φον Κανάρης)

·       Ανδρέας Φιλιππίδης_αντισυνταγματάρχης Μηνάς Κατσάμπελας

·       Αντώνης Θεοδωρακόπουλος_λοχαγός

·       Νίκος Τσαχιρίδης_επιλοχίας

·       Δημήτρης Πουλικάκος_Τζον Παπαλούκας

·       Μιχάλης Μανιάτης_Καρλάτος

·       Τάνια Καψάλη_Εμμανουέλα

·       Ήρα Παπαμιχαήλ_Σούλα

·       Ιφιγένεια Ματάτη_Κατερίνα

·       Rocky Taylor_Cindy

·       Μαργαρίτα Λαμπρινού_κυρία Λάμπρου

Reboot _ 2008 _ spin-off (δεν υπάρχει καμία συνέχεια, ούτε στην πλοκή, ούτε στους χαρακτήρες) ακολουθεί το Λούφα και παραλλαγή _Σειρήνες στη στεριά (2011-7 χρόνια μετά το επεισόδιο στη βραχονησίδα Πίττα, οι πρωταγωνιστές του ξανασυναντιούνται για να βοηθήσουν τον Σταυρακομαθιακάκη να βρει τη 12χρονη Νούρι, η οποία κρατείται και πρόκειται να απελαθεί... μετά το “Λούφα και παραλλαγή_η σειρά” προβλήθηκε στη ΝΕΤ από το 2006 έως το 2008 κλπ. _είπαμε με κριτήριο το θεατή -εισιτήριο.

Ταινίες σαν σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός

 

§  1971 Das Goldene Ding (συν-σεναριογράφος και συν-σκηνοθέτης)

§  1972 Die Wohngenossin

§  1976 Bomber und Paganini

§  1979 Milo Milo

§  1982 Άρπα Colla

§  1984 Λούφα και παραλλαγή

§  1987 BIOS και Πολιτεία

§  1997 Προστάτης οικογενείας

§  1999 Θηλυκή εταιρεία

§  2001 Η φούσκα

§  2002 H Λίζα κι όλοι οι άλλοι (σκηνοθέτης)

§  2005 Σειρήνες στο Αιγαίο

§  2007 Ψυχραιμία

§  2010 Artherapy

§  2011 Σειρήνες στη Στεριά

§  2017 Success Story

Τηλεοπτικές σειρές και ταινίες σαν
σεναριογράφος, σκηνοθέτης & παραγωγός:

§  1994 Polis-The Birth of Democracy (Docu-fiction) για την Βαυαρική Τηλεόραση

§  2004 Σχεδόν ποτέ 11 επεισόδια, σαν σκηνοθέτης για την ΝΕΤ

§  2006 Λούφα και Παραλλαγή, 6 από 46 επειδόδια σαν σεναριογράφος και σκηνοθέτης-παραγωγός για την ΝΕΤ.


Ανανεωτής της ελληνικής κωμωδίας, με έμφαση στην καυστική πολιτική σάτιρα και στην απεικόνιση του κοινωνικού παραλόγου, ξεκίνησε την πορεία του στο σινεμά στη δεκαετία του ’60, σπουδάζοντας σκηνογραφία και ενδυματολογία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου. Μετά τη στρατιωτική του θητεία στην Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων, επέστρεψε στη Γερμανία, όπου άρχισε να εργάζεται ως σκηνογράφος και σχεδιαστής παραγωγής στο σινεμά, στο θέατρο και στην τηλεόραση, κάνοντας παράλληλα και τα πρώτα του σκηνοθετικά βήματα στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στις απαρχές της έκρηξης του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου. Παράλληλα με τη σκηνοθετική του πορεία, συνέχισε τη διαδρομή του ως production designer, συνεργαζόμενος με ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού και γερμανικού κινηματογράφου (Φόλκερ Σλέντορφ στο βραβευμένο με Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας και Χρυσό Φοίνικα Ταμπούρλο, μέχρι τον Γιώργο Πανουσόπουλο και τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο μέσα από ορισμένες από τις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες).

Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνικού Κινηματογράφου & Τηλεόρασης (EMEKT) του Τμήματος Κινηματογράφου ΑΠΘ θα διοργανώσει ημερίδα, στην οποία θα μιλήσουν σημαντικές προσωπικότητες από τον ακαδημαϊκό χώρο. Στο αφιέρωμα θα προβληθούν τέσσερις ταινίες του από διαφορετικές περιόδους της κινηματογραφικής του πορείας, αλλά και το εμβληματικό Die Blechtrommel_ Ταμπούρλο, το οποίο ρίχνει φως στη δουλειά του ως production designer.